Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Σε μια ποντικοφωλιά


    
     Ο μεγάλος ποντικός φαινόταν πολύ ταραγμένος. Όλες οι τρίχες του κεφαλιού του ήταν όρθιες. Η φωνή του ήταν πιο τσιριχτή από ό,τι συνήθως.
     - Ακούστε με! φώναξε στα ποντικάκια. Έρχονται άσχημες εποχές. Αυτό μόνο σας λέω. Ό,τι υπήρχε μέχρι σήμερα παύει να υπάρχει. Θυμηθείτε τα λόγια μου! Τα πράγματα θα αγριέψουν. Εγώ σας προειδοποίησα. Δεν μπορώ άλλο να σας προστατεύω. Ο καθένας μόνος του από εδώ και πέρα!
     Τα ποντικάκια τον άκουσαν με προσοχή. Κάποια τρόμαξαν πολύ, είναι αλήθεια. Να δεις που ήρθε καινούργια γάτα στην περιοχή. Και θα είναι πανούργα, και τα νύχια της θα είναι κοφτερά...
     Τα καημένα τα ποντικάκια, τα έπιασε τρεμούλα. Οι ουρίτσες τους έτρεμαν, σαν να είχαν πάθει ηλεκτροπληξία. Εδώ που τα λέμε, για να μην πει ο μεγάλος ποντικός τίποτα παραπάνω, φαντάσου πόσο τρομερά θα ήταν τα πράγματα!
     Ναι, βέβαια, δύσκολες εποχές έρχονταν, ήταν το μόνο σίγουρο. Από την άλλη, ο μεγάλος ποντικός έτσι μιλούσε πάντα. Ποτέ δεν έλεγε ξεκάθαρα αυτό που εννοούσε, και πάντα άφηνε να εννοηθεί ότι έξω από την ποντικότρυπα παραφύλαγαν όλοι οι κίνδυνοι μαζεμένοι: γάτες, νυφίτσες, κουκουβάγιες, φίδια, φάκες και δηλητήρια!
     Τα ποντικάκια άρχισαν να συζητάνε χαμηλόφωνα. Τα πιο φοβητσιάρικα προσπαθούσαν να πιαστούν από το παραμικρό σχόλιο ότι ο μεγάλος ποντικός μπορεί να έκανε και λάθος. Τα πιο θαραλλέα προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τα υπόλοιπα και μέσα στο μυαλουδάκι τους σκέφτονταν ότι θα έπρεπε να ακονίσουν τα δόντια και τα νύχια τους και να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων. Και, για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε αυτά ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξα.
     Μόνο ένας γέρος ποντικός δεν έπαιρνε μέρος στις συζητήσεις. Είχε ακούσει και εκείνος τα λόγια του μεγάλου ποντικού, αλλά ύστερα το μόνο που έκανε ήταν να αποσυρθεί στη γωνιά του και να αρχίσει να χαράζει στον τοίχο μια γραμμή.
     - Τον βλέπεις; είπε ένα ποντικάκι σε ένα άλλο. Πάντα έτσι κάνει. Ό,τι και να γίνει, εκείνος χαράζει γραμμές.
     - Γιατί το κάνει αυτό;
     - Κάθε φορά που ο μεγάλος ποντικός βγάζει έναν λόγο, εκείνος χαράζει μια γραμμή στον τοίχο.
     - Α, έτσι;
     - Ναι. Είναι τελείως στον κόσμο του.
     Τα ποντικάκια μέτρησαν τις γραμμές. Ήταν πολλές. Τόσους πολλούς λόγους είχε βγάλει ο μεγάλος ποντικός;
     - Για φαντάσου, πόσοι λόγοι! είπαν γεμάτοι θαυμασμό.
     - Δεν αφήνετε τον καημένο το μεγάλο ποντικό; είπε τότε ο γερο-ποντικός.
     - Σιγά τον καημένο! Εκείνος τι ανάγκη έχει; Είναι πάνω από εμάς, κάνει ό,τι θέλει. Αλλίμονο σε εμάς...
     - Ναι, καλά, είπε ο γέρος ποντικός και δεν είπε τίποτα άλλο.
     Πέρασαν μερικές μέρες, ύστερα μερικές εβδομάδες... Και τότε, έγινε κάτι συνταρακτικό: ο μεγάλος ποντικός εξαφανίστηκε! Μάταια τον έψαχναν σε όλη την ποντικοφωλιά. Κανένας δεν τον είχε δει, ούτε τον είχε ακούσει όλη τη μέρα. Πού να είχε χαθεί;
     Ένας ποντικός θυμήθηκε ότι τον είχε πάρει το μάτι του το προηγούμενο βράδυ κοντά στην είσοδο της ποντικοφωλιάς. Ένας άλλος θυμήθηκε ότι αργά το προηγούμενο βράδυ είχε ακούσει τσιρίδες, που πολύ έμοιαζαν με του μεγάλου ποντικού...
     Παγωμάρα έπεσε στην ποντικοφωλιά και όλα τα ποντικάκια πανικοβλήθηκαν, όταν την επόμενη μέρα κατάλαβαν ότι ο μεγάλος ποντικός δεν βρισκόταν πια ανάμεσά τους. Μόνο ο γέρος ποντικός ήταν πολύ ήρεμος, και το μόνο που έκανε ήταν να πάει στον τοίχο του και να σουλουπώσει λίγο την τελευταία γραμμή που είχε χαράξει.
     - Τι κάνεις, βρε παλαβέ; φώναξε ένα ποντικάκι. Δεν ειπώθηκε κανένας καινούργιος λόγος από τον μεγάλο ποντικό για να χρειαστεί να χαράξεις στον τοίχο.
     - Και ποιος σου είπε ότι σημειώνω τους λόγους που βγάζει ο μεγάλος ποντικός; ρώτησε εκείνος.
     - Και τότε τι σημειώνεις; ρώτησε ένα άλλο ποντικάκι.
     - Τους μεγάλους ποντικούς που εξαφανίζονται, είπε ο γέρος ποντικός και όλη η ποντικοφωλιά βουβάθηκε.
     Πέρασαν κι άλλες μέρες, κι άλλες εβδομάδες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια... Τα ποντικάκια συνέχισαν να περιμένουν τεράστιες καταστροφές και άγριες γάτες και πονηρές νυφίτσες και φονικές ποντικοπαγίδες. Ο γέρος ποντικός συνέχισε να είναι λιγομίλητος. Μόνο οι γραμμές στον τοίχο του αύξαιναν συνέχεια...

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Σε έναν ιδανικό κόσμο



      Η βαλίτσα άνοιξε το στόμα της και χασμουρήθηκε. Πόσος καιρός πέρασε που ήταν κοιμισμένη, στην αποθήκη, και ανάσαινε την σκόνη; Από πέρυσι το καλοκαίρι, βέβαια. Α, τι ωραία που είχε περάσει πέρυσι το καλοκαίρι! Και ας είχε στριμωχτεί μέσα στην μπαγκαζιέρα του αεροπλάνου, και ας την είχαν πονέσει οι μεσοσπονδύλιοι δίσκοι της από το τράνταγμα στα λιθόστρωτα...
     Καλά θα περνούσε και φέτος. Προηγουμένως, όμως, θα έπρεπε να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε. Ύστερα, τα ανοιγόκλεισε βιαστικά δυο φορές, και άνοιξε διάπλατα το στόμα της. Και τότε, όλα ζωντάνεψαν!
     Ένα-ένα ή δυο-δυο, τα πράγματα άρχισαν να πετάνε στον αέρα, να μετεωρίζονται πάνω από τη βαλίτσα, και σιγά-σιγά να παίρνουν θέση μέσα της. Να και τα εσώρουχα, και οι κάλτσες, και τα μπλουζάκια τα μακό, διπλωμένα με τάξη, να και το μαγιό, και η μεγάλη πετσέτα θαλάσσης από αιγυπτιακό βαμβάκι, που έφτασε καμαρωτή-καμαρωτή, σαν να επρόκειτο για την ίδια την Κλεοπάτρα! Ύστερα ήρθαν τα καλλυντικά, τα αντηλιακά, το σαμπουάν, το αφρόλουτρο, η οδοντόβουρτσα μαζί με την οδοντόκρεμα, πολύ καλές φίλες οι δυο τους, ήρθαν και τα τσόκαρα, μόνο πως αυτά τσακώθηκαν λίγο στη διαδρομή... Τελευταίος και καταϊδρωμένος έφτασε ο φορτιστής του κινητού, και στριμώχτηκε σε μια άκρη, καθώς όλη η βαλίτσα είχε γεμίσει ασφυκτικά.
     - Ησυχία! φώναξε η βαλίτσα. Θα κλείσω τώρα, και δε θέλω φασαρίες. Όταν ανακατώνομαι νιώθω χάλια. Συνεννοηθήκαμε;
     Κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Η βαλίτσα θεώρησε ότι αυτό ήταν ένα είδος σιωπηλής συμφωνίας και πολύ χάρηκε. Ύστερα, αργά και προσεκτικά, έκλεισε το στόμα της και το κλείδωσε κιόλας.
     - Έτοιμη, σκέφτηκε, καθώς με κλειστό το στόμα δεν μπορούσε να μιλήσει.
     Τα ντουλάπια και τα συρτάρια από τα οποία είχαν βγει τα πράγματα έκλεισαν. Το φως έσβησε. Ησυχία.
     Και τότε άνοιξε η πόρτα. Μία νέα κοπέλα μπήκε στο δωμάτιο, έπιασε τη βαλίτσα από το χερούλι, τη σήκωσε όρθια και άρχισε να τη σέρνει έξω από το δωμάτιο. Είχε έρθει η ώρα να φύγει.
     - Γεια σου, βαλίτσα, καλές διακοπές, φώναξε το φωτιστικό που ήταν επάνω στο κομοδίνο.
     Αλλά η βαλίτσα δεν απάντησε. Είπαμε, είχε το στόμα της κλειστό.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Στη σαβάνα ένα πρωί

 

      Το άγριο αιλουροειδές άνοιξε το στόμα του και χασμουρήθηκε. Τα μυτερά του δόντια έκαναν την εμφάνισή τους, για να εξαφανιστούν αμέσως μετά. Ύστερα, αργά, νωχελικά, τεντώθηκε, καμπουριάζοντας τη ράχη του.
     Ήταν νωρίς ακόμα, αλλά ο ήλιος έπεφτε επάνω στο τρίχωμά του και το έκανε να γυαλίζει. Προοιωνιζόταν μια ακόμα ζεστή μέρα για τη σαβάνα. Μια ακόμα μέρα με υψηλές θερμοκρασίες και έντονη ανάγκη για σκιά, όπου τα ψηλά, ξερά χόρτα δεν θα πρόσφεραν την παραμικρή προστασία. Το αιλουροειδές ξαναχασμουρήθηκε.
     Ευτυχώς, δεν ήταν νηστικό. Ακόμα κι αν αυτή η μέρα πήγαινε χαμένη, όταν θα έπεφτε το σκοτάδι εκείνο θα πήγαινε να κοιμηθεί με το στομάχι αρκετά γεμάτο. Άρα, καμία βιάση. Έτσι κι αλλιώς, κάθε κίνηση πρέπει να είναι μελετημένη, αν θέλεις να επιβιώσεις σε ένα τόσο άγριο περιβάλλον.
     Τα αυτιά του, σαν δύο δορυφορικές κεραίες, περιστρέφονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και τα ρουθούνια του οσμίζονταν τον αέρα, με σκοπό να εντοπίσουν τυχόν υγρασία και, κατ'επέκταση, τυχόν λιμνούλες με νερό. Ξάφνου, κοντοστάθηκε: σε αρκετά μικρή απόσταση, μια μεγάλη ομάδα άγριων πτηνών τσιμπολογούσε στο έδαφος.
     Είναι αλήθεια ότι η σαβάνα είναι ένας άγριος τόπος, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει μεγάλη ποικιλία ειδών προς βρώση. Τα μεγάλα θηράματα είναι προτιμητέα, βέβαια, καθώς εξασφαλίζουν μεγαλύτερο διάστημα επιβίωσης, αλλά ταυτόχρονα είναι και αρκετά σπάνια μερικές φορές.
     Τα πτηνά, από την άλλη, είναι πολύ πιο δύσκολα θηράματα, και προσφέρουν περιορισμένη ποσότητα τροφής. Όμως, στη σαβάνα τα πάντα μπορούν να γίνουν στόχος, ακόμα και τα πιο αμελητέου μεγέθους θηράματα.
     Τα συγκεκριμένα ανήκαν σε ένα είδος που κυκλοφορούσε σε μεγάλες ομάδες και βάσιζαν την τύχη τους στους μεγάλους αριθμούς. Όταν ένα αρπακτικό επιτίθεται, δεν μπορεί φυσικά να επιτεθεί και στα τριάντα πτηνά που βλέπει μπροστά του, οπότε είτε τα παρατάει είτε τα καταφέρνει να αρπάξει ένα πτηνό. Όμως, για κάθε νεκρό πτηνό της ομάδας, πάνω από είκοσι πτηνά έχουν σώσει το τομάρι τους. Δεν είναι και λίγο.
     Όλα αυτά το άγριο αιλουροειδές τα γνώριζε από ένστικτο. Οι πιθανότητες δεν ήταν και πολύ μεγάλες, αλλά είχε και εκείνο τα όπλα του. Αργά και προσεκτικά, άρχισε να περπατάει προς τα πτηνά. Το ξερό χορτάρι ήταν πολύ ψηλό: ίσα που ξεχώριζε το αιλουροειδές, καθώς περπατούσε σχεδόν αθόρυβα. Το θρόισμα των χόρτων, καθώς χόρευαν στο ρυθμό που έπαιζε ο αέρας, κάλυπτε εντελώς τον ήχο των βημάτων του. Τα πτηνά συνέχιζαν αμέριμνα το τσιμπολόγημα, και παρ'όλο που σήκωναν το κεφάλι τους τακτικά και κοίταζαν δεξιά και αριστερά, δε φαινόταν να έχουν εντοπίσει την απειλή.
     Το αιλουροειδές κοντοστάθηκε και έμεινε ακίνητο. Μόνο τα αυτιά του κινούνταν. Το σώμα του ήταν σε κατάσταση αναμονής. Έκανε μερικά βήματα ακόμα και ξαναστάθηκε. Τα πτηνά δεν άλλαξαν συμπεριφορά.
     Και εκεί που όλα έδειχναν ότι ήταν ήρεμα - το αιλουροειδές ακίνητο, τα πτηνά να τσιμπολογάνε, τα ξερά χόρτα να χορεύουν απαλά στο φύσημα του αέρα - ξαφνικά, το αιλουροειδές εκτινάχτηκε προς τα μπροστά, λες και είχε μέσα του ένα δυνατό ελατήριο από χοντρό σύρμα. Μεμιάς, τα πτηνά, λες και είχαν και εκείνα ελατήρια, άνοιξαν τα φτερά τους σχεδόν ταυτόχρονα και πέταξαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν να ήταν ένα σώμα.
     Το αιλουροειδές απόμεινε μόνο του, μέσα στα αγριόχορτα, να κοιτάζει απογοητευμένο το γεύμα του που είχε πετάξει μακριά. Έκανε μια απόπειρα να ξανατρέξει, αλλά ήταν τόσο εμφανώς μάταιο να ξαναπροσπαθήσει, που σταμάτησε σχεδόν αμέσως.
     Αυτός ήταν, έτσι κι αλλιώς, ο νόμος της σαβάνας. Σήμερα κερδίζεις εσύ, αύριο κερδίζω εγώ. Ή, αν είσαι τυχερός, μπορεί και να κερδίσεις πάλι εσύ. Πάντως, δεν μπορεί να υπάρχουν δύο νικητές. Ή τρως ή τρώγεσαι. Μέση οδός δεν υπάρχει.
     Σήμερα, προφανώς, το αιλουροειδές ήταν με τους χαμένους. Σήμερα δεν ήταν η μέρα του. Δεν γνωρίζω, όμως, τι έγινε στη συνέχεια, καθώς ήρθε το λεωφορείο μου και έπρεπε να φύγω από εκεί. Και για να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις, πρέπει να διευκρινίσω ότι το αιλουροειδές ήταν μια καλοθρεμμένη γάτα και τα πτηνά ήταν μια παρέα σπουργιτιών και μερικά περιστέρια, η δε σαβάνα ήταν ένα μικρό κομμάτι ξηράς γεμάτο ξερά χόρτα, δίπλα στη Βουλιαγμένης.
     Κρίμα, βέβαια, που από όλους τους ανθρώπους που περνούσαν από τη Βουλιαγμένης εκείνη την ώρα, μόνο εγώ είχα την τύχη να παρακολουθήσω το θέαμα, και είναι αλήθεια ότι τέτοια θεάματα γενικά σπανίζουν. Όμως, τι να κάνουμε; Ο καθείς και η τύχη του. Και εγώ από τύχη, καθώς φαίνεται, έχω αρκετή. Τόση, όση για να μου επιτρέψει να δω μια σκηνή κυνηγιού δίπλα σε μια πολύβουη λεωφόρο.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Τα παιδία παίζει

                                            


      Μεσημέρι. Είμαι στην στάση και περιμένω το λεωφορείο. Κάθομαι στο παγκάκι και διαβάζω ένα βιβλίο. Ασυναίσθητα το ένα μου πόδι αρχίζει να κινείται πέρα-δώθε, σαν εκκρεμές. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε... Αφήνω λίγο το διάβασμα για να σκεφτώ: πώς ξεκίνησε να κουνιέται το πόδι μου; Δεν ήταν συνειδητή μου επιλογή, έγινε χωρίς να το καταλάβω. Συνεχίζει να κουνιέται, όμως, με άνεση και χωρίς να κουράζεται καθόλου. Όλη αυτή η κίνηση μου δημιουργεί ένα ευχάριστο συναίσθημα. Τι μου συμβαίνει;
     Ξαφνικά, συνειδητοποιώ πώς θα φαίνομαι σε κάποιον που με κοιτάζει από απέναντι. Αν ήμουν παιδί, όλη αυτή η κίνηση θα φαινόταν φυσιολογική. Αλλά έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που ήμουν παιδί. Πόσο γελοία θα φαίνεται μια μεγάλη γυναίκα να κουνάει έτσι το πόδι της; Το επόμενο που μου μένει είναι να αρχίσω να περπατάω χοροπηδώντας στον δρόμο!
     Δυο περιστέρια προσγειώνονται στον δρόμο, μπροστά μου. Τα πόδια τους είναι κόκκινα, σχεδόν ίδιο χρώμα με το χρώμα του οδοστρώματος μπροστά στην στάση. Τι σύμπτωση! Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είχαν πέσει κατά λάθος στον κουβά με την μπογιά, που είχε χρησιμοποιηθεί για να βαφτεί ο δρόμος. Ίσως αν συνέχιζαν να περπατάνε και στο άβαφτο μέρος του δρόμου, να άφηναν ακανόνιστες, μικρές, κόκκινες πατημασιές... Ωραία θα ήταν.
     Κι αν περπατάω χοροπηδώντας στον δρόμο τι πειράζει; Γιατί θα έπρεπε να θεωρείται γελοίο; Δεν έχουν οι ενήλικες δικαίωμα στη διασκέδαση; Ποιος είπε ότι το παιχνίδι πρέπει να τελειώνει μαζί με την παιδική ηλικία;
     Αν παρατηρήσουμε έναν γονιό να περπατάει κρατώντας από το χέρι το μικρό παιδί του, αμέσως θα διαπιστώσουμε διαφορά στον τρόπο που περπατάνε. Ο γονιός συνήθως περπατάει βαριεστημένα και "διεκπεραιωτικά", ενώ το παιδί περπατάει χαρούμενο, χοροπηδώντας και δηλώνοντας σε κάθε του βήμα τη χαρά της ζωής. Δηλαδή, μόνο τα παιδιά χαίρονται που ζουν;
     Δυστυχώς, έτσι φαίνεται. Η ζωή των ενηλίκων πνίγεται τόσο πολύ μέσα στις υποχρεώσεις, που καταντάει καταναγκαστικό έργο. Και να φανταστεί κανείς ότι η ζωή είναι ένα δώρο...
     Μόνο τα παιδιά, λοιπόν, φαίνονται να αναγνωρίζουν την αξία της ζωής, και όλη η ύπαρξή τους είναι δοσμένη στη ζωή. Τα παιδιά θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν χωρίς να τα νοιάζει αν τα βλέπουν ή αν τα ακούν, θα υποδυθούν ρόλους χωρίς καμιά ντροπή, θα εκφράσουν δυνατά τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους, θα κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα, θα ανοίξουν το στόμα τους για να πιουν την βροχή...
     Και εμείς τι κάνουμε;
     Κατ'αρχάς, καταπνίγουμε τον αυθορμητισμό μας. Απαγορεύεται να λέμε τα πράγματα όπως μας έρχονται στο μυαλό. Πρέπει όλα να διυλίζονται μέσα από τη λογική και τον καθωσπρεπισμό. Βλέπουμε έναν νεαρό με τα μαλλιά να πετάνε σαν λοφίο κόκορα; Προς Θεού, δεν το εκφράζουμε. Προσποιούμαστε τους αδιάφορους και αφήνουμε κάθε λογής κοκόρια, παγώνια και παραδείσια πτηνά να κυκλοφορούν ελεύθερα και ασχολίαστα.
     Στη συνέχεια, φυλακίζουμε τη φαντασία μας. Τι κι αν δούμε μια μικρόσωμη γυναίκα να κουβαλάει μια τεράστια τσάντα; Απαγορεύεται να σκεφτούμε ότι εκεί μέσα θα μπορούσε να χωρέσει μια μικρή χώρα με τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά της, επειδή κάτι τέτοιο αντίκειται στη λογική. Και δεν υπάρχουν ολόκληρα μικροβιακά σύμπαντα επάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας; Γιατί στο κεφάλι της καρφίτσας χωράνε τόσα πράγματα και σε μια τεράστια τσάντα δε χωράνε;
     Έπειτα, καταργούμε τις εναλλακτικές και εφαρμόζουμε έναν κώδικα ζωής βασισμένο στους μονόδρομους. Για να πάμε από το Α στο Β υπάρχει μόνο ένας δρόμος, όλοι οι άλλοι αποκλείονται, άσχετα αν είναι δοκιμασμένοι ή όχι. Αναρωτιέμαι αν θα είχε ανακαλυφθεί ποτέ η Αμερική με τέτοια νοοτροπία. Βέβαια, από την άλλη, πόσοι Ινδιάνοι θα είχαν ζήσει ευτυχισμένοι, αν είχε κυριαρχήσει η ιδέα του ενός και μοναδικού δρόμου!
     Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να πούμε ότι το δικαίωμα στην εναλλακτική σκέψη ακόμα το αναγνωρίζουμε στα παιδιά. Θα πρέπει όμως να το αναγνωρίσουμε και στους μεγάλους. Κι αυτό, επειδή η φαντασία είναι το πνευματικό μας οξυγόνο. Χωρίς αυτήν είναι σαν να ζούμε τη ζωή μας σε τόνους του γκρίζου. Και γιατί να περιορίζουμε χρωματικά τη ζωή μας, όταν μπορούμε να δούμε όλο το φάσμα του ουράνιου τόξου;
     Το λεωφορείο έφτασε επάνω στην ώρα που είχα δει δυο μαύρα περιστέρια να κάθονται προφίλ, το ένα πίσω από το άλλο επάνω σε μια πινακίδα, σαν να περίμεναν και εκείνα το λεωφορείο. Επιβιβάστηκα και ξεκινήσαμε.
     Και όταν κατέβηκα από το λεωφορείο για να πάω στο σπίτι μου, το ομολογώ, με το ζόρι κρατήθηκα να μην αρχίσω να χοροπηδάω!


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου