Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Χωρίς κεφάλι


    
     Αργά το απόγευμα. Λίγο πριν σκοτεινιάσει. Πηγαίνω στην στάση να πάρω το λεωφορείο. Φτάνω λίγο προτού φτάσει ένα λεωφορείο, το οποίο όμως δεν είναι το δικό μου. Μια κοπέλα που καθόταν σηκώνεται. Προφανώς, είναι το δικό της.
     Το μάτι μου πέφτει επάνω σε ένα καπέλο που είναι στο παγκάκι.
     - Δικό σας; τη ρωτάω.
     - Όχι, μου λέει και μπαίνει στο λεωφορείο.
     Κάθομαι στο παγκάκι, δίπλα ακριβώς από το καπέλο.
     Το κοιτάζω.
     Ίσως να με κοιτάζει και εκείνο.
     - Μοναξιές; λέω, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο.
     Δεν απαντάει.
     - Σε άφησαν μόνο σου; επιμένω.
     - Δε νομίζω να γνωριζόμαστε, μου λέει και τινάζει θυμωμένα το γείσο του προς τα πάνω. Στον πληθυντικό, παρακαλώ.
     - Συγγνώμη, λέω και σωπαίνω.
     Το ξανακοιτάω. Έχει το γείσο του κατεβασμένο, πρέπει να είναι στενοχωρημένο. Ποιος να το εγκατέλειψε, άραγε;
     - Περιμένετε ώρα; ρωτάω, προσπαθώντας να ξαναπιάσω κουβέντα.
     - Αρκετή, απαντάει, αλλά δε σηκώνει το κεφάλι του.
     Είναι σίγουρα στενοχωρημένο. Ε, δεν είναι και λίγο να σε εγκαταλείπουν σε μια στάση λεωφορείου!
     - Σε αναζήτηση νέου κεφαλιού; ρωτάω ξανά.
     - Μία κυρία του επιπέδου μου, λέει περιφρονητικά, δεν ψάχνει, την ψάχνουν. Και ούτε είναι όλα τα κεφάλια άξια για ένα καπέλο σαν εμένα.
     Το κοιτάζω πιο προσεκτικά. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι ένα συνηθισμένο καπέλο. Είναι κασκέτο μεν, προσεγμένο δε. Το χρώμα του είναι αυτό που ένας μόδιστρος θα ονόμαζε "ιβουάρ". Το ύφασμα από το οποίο είναι φτιαγμένο γυαλίζει ελαφρά. Επάνω του διακρίνονται λεπτά κεντήματα και πολύ μικρές πούλιες. Προφανώς γυναικείο. Δεν πρέπει, όμως, να ανήκει σε νέα γυναίκα. Πιο πολύ μπορώ να φανταστώ να το φοράει μια ηλικιωμένη κυρία.
     Η κίνηση στον δρόμο συνεχίζει αμείωτη. Πολλά αυτοκίνητα περνούν, μηχανάκια, ένα ποδήλατο... Μια γάτα διασχίζει τον δρόμο βιαστικά, ακροπατώντας, θαρρείς, στα λεπτά της ποδαράκια. Έχει ήδη σκοτεινιάσει.
     Πόσο θα μείνει, άραγε, σε αυτήν τη θέση; Να το έχει καταλάβει η ιδιοκτήτριά του ότι το έχει ξεχάσει; Να γυρίσει για να το βρει; Ή να το θεωρήσει ήδη χαμένο και να μην το ψάξει καθόλου; Είμαι σίγουρη ότι το καπέλο περιμένει την ιδιοκτήτριά του. Είμαι σίγουρη ότι πιστεύει πως είναι τόσο αναντικατάστατο, που η ιδιοκτήτριά του θα φάει γη και ουρανό μέχρι να το ξαναβρεί.
     Όσο πιο πολύ περνάει η ώρα, τόσο περισσότερο πιστεύω ότι το καπέλο θα περάσει εκεί τη νύχτα. Κανείς δε θα ενδιαφερθεί γι'αυτό, και ας είναι χρώματος ιβουάρ, με κεντήματα επάνω... Εκεί θα το βρει και η αυριανή μέρα. Και, ίσως, και η μεθαυριανή.
     Έρχεται το λεωφορείο μου. Σηκώνομαι από το παγκάκι και του κάνω σήμα να σταματήσει. Το καπέλο δεν κουνιέται. Το λεωφορείο σταματάει και ανοίγει την πόρτα του ακριβώς μπροστά μου. Ρίχνω μια ματιά στο παγκάκι... Το καπέλο στην ίδια θέση. "Άσε με στη μοναξιά μου", είναι σα να μου λέει.
     Μπαίνω στο λεωφορείο, η πόρτα κλείνει πίσω μου. Μια τελευταία ματιά στο παγκάκι.
     - Καληνύχτα, του εύχομαι νοερά.
     Δε μου ρίχνει ούτε μια ματιά. Παραμένει με το γείσο κατεβασμένο και εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι, μαζί με την στάση...

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Επιστροφή



     Και οι Ούννοι επέστρεψαν. Καλπάζοντας με αλαλαγμούς επάνω στα εβδομήντα, εκατόν πενήντα, διακόσια ή διακόσια πενήντα άλογά τους. Με όρεξη να ορμήσουν, να πατήσουν, να ισοπεδώσουν, να εξαφανίσουν ο,τιδήποτε βρεθεί μπροστά τους. Με όρεξη να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν, όταν έφυγαν πριν από λίγες μέρες.
     Πρώτο, άοπλο και αθώο θύμα, η ησυχία. Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε ότι έπεσε ηρωικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν αντιστάθηκε καθόλου. Με τις πρώτες ορδές που έφτασαν, εκείνη εξαφανίστηκε. Φήμες λένε ότι δεν είναι νεκρή, αλλά ότι φυγαδεύτηκε παράνομα στην εξοχή...
     Επόμενο θύμα, η ατμόσφαιρα. Σαν να βάρυνε από όταν επέστρεψαν οι Ούννοι. Εκτός από το πολεμικό κλίμα, οι βαρβαρικές ορδές έφεραν και ρύπανση. Τα άλογά τους ασθμαίνουν και αποβάλλουν ένα σωρό χημικά από τα λαχανιασμένα τους στόματα. Χώρια που σαν να ανέβηκε και η θερμοκρασία...
     Για τα φυτά, ας μη μιλήσουμε καλύτερα. Προσπαθούν απεγνωσμένα να αντισταθούν στη ρύπανση, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνονται πιο ασθενικά. Γεμάτα τα μπαλκόνια από ημιθανή φυτά...
     Να υπάρχει, άραγε, κάποιος που ωφελείται από αυτήν την επέλαση; Να υπάρχει κάποιος που τρέφεται από τη φασαρία, τη ρύπανση, την ταχύτητα; Άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εγώ δεν ωφελούμαι καθόλου. Ίσα-ίσα που προτιμώ την πόλη έρημη.
     Την επόμενη φορά, λοιπόν, που οι Ούννοι θα ξαναφύγουν, έχω μια ιδέα: Να σηκώσουμε - όσοι μείνουμε εδώ - ψηλά τείχη γύρω από την πόλη, να χτίσουμε γερά κάστρα με πολεμίστρες και κανόνια, να σκάψουμε και μια πλατιά τάφρο γύρω-γύρω, να τη γεμίσουμε νερό και μέσα να ρίξουμε κροκόδειλους ή πιράνχας, να σηκώσουμε και τις γέφυρες και να δούμε τότε πώς θα μπουν στην πόλη!

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Ο επισκέπτης του Δεκαπενταύγουστου


    
     Εορταστική μέρα σήμερα. Μέρα που, άλλοι τη γιορτάζουν με εκδρομές στα νησιά και στις κατά τόπους εκκλησίες, άλλοι τη γιορτάζουν στο σπίτι τους υποδεχόμενοι επισκέπτες και άλλοι απλώς τη ζουν.
     Μάλλον ανήκω στην τελευταία κατηγορία. Οι ομαδικές εξορμήσεις τύπου επέλασης δεν ήταν ποτέ του γούστου μου. Άσε που τέτοιες μέρες, που η Αθήνα αδειάζει, γίνεται - επιτέλους - μια πόλη κατάλληλη για να ζει κανείς εκεί...
     Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μου, δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, είναι τόσο ήσυχος, που ακούγονται πάρα πολλά τζιτζίκια (πού ήταν κρυμμένα τόσο καιρό;). Ελάχιστοι άνθρωποι εμφανίζονται, και αυτοί μέσα σε αυτοκίνητα ή επάνω σε μηχανάκια, διασχίζουν το οπτικό μου πεδίο γρήγορα και εξαφανίζονται από αυτό.
     Έχω αποφασίσει να χαλαρώσω σήμερα. Δε θα πάω πουθενά. Θα κάτσω στο μπαλκόνι μου να απολαύσω την σπάνια ησυχία. Ευκαιρία να διαβάσω και ένα βιβλίο που έχω αφήσει μισοδιαβασμένο εδώ και καιρό: Το Παρίσι στον 20ο αιώνα, του Ιουλίου Βερν. Πολύς λόγος έχει γίνει για το συγκεκριμένο βιβλίο, για τις εφευρέσεις που περιγράφει και για τη διορατικότητα του συγγραφέα. Μέχρι στιγμής, από όσο έχω διαβάσει και μπορώ να κρίνω, είναι όντως εκπληκτική η διορατικότητα του Βερν σχετικά με την πρόοδο της τεχνολογίας. Κι όμως, πιο εντυπωσιακή ακόμα είναι η διορατικότητά του σχετικά με την κοινωνία. Υπό διωγμόν οι τέχνες. Το μέλλον ανήκει στην τεχνολογία. Νομίζω ότι, κατά κάποιον τρόπο, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για εμένα. Και όχι μόνο για εμένα.
     Ας συνεχίσω, λοιπόν, την ανάγνωση, να δω τι μέλλον επιφυλάσσει ο Βερν στον Μισέλ Ντυφρενουά. Παίρνω το βιβλίο μου και βγαίνω στην βεράντα. Και εκεί, δίπλα σχεδόν στην καρέκλα όπου έχω σκοπό να καθήσω, βλέπω ένα αλογάκι της Παναγίτσας! Δεν βλέπω μια μύγα, μια αράχνη, ένα μυρμήγκι, μια πεταλούδα, βλέπω ένα έντομο αρκετά ασυνήθιστο, το οποίο στέκεται σχεδόν ακίνητο και δεν αντιδρά όταν κάθομαι στην καρέκλα. Μοιάζει σα να με περίμενε. Δε γίνεται, θα το φωτογραφίσω. Πιάνω το κινητό, επιλέγω την αντίστοιχη λειτουργία, και το αλογάκι γυρίζει και με κοιτάζει! Βγάζω δύο φωτογραφίες, και αφού τελειώσω, γυρίζει το κεφάλι του και φεύγει με γρήγορα βήματα...
     Μένω λίγο σκεφτική... Να σήμαινε τίποτα αυτή η εμφάνιση; Σημάδι της ημέρας; Αλογάκι της Παναγίτσας τη μέρα της Παναγίας; Αυτές οι συμπτώσεις πια... Μήπως είναι ένας τρόπος του σύμπαντος να μου πει "Χρόνια πολλά";


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Ιστορίες ευγενών


    
     Ο Άθως, ο Πόρθος και ο Άραμις ήταν ξαπλωμένοι ράθυμα στο γρασίδι. Χαλάρωναν ύστερα από το φαγητό τους και απολάμβαναν την ηρεμία του δρόμου. Ο δε Πόρθος είχε κλειστά και τα μάτια του, και ίσως να κοιμόταν.
     - Πολλή ησυχία, είπε ο Άθως ξαφνικά. Μέρες έχουμε να δούμε τόση ησυχία.
     - Και τι σημαίνει αυτό; ρώτησε ο Πόρθος, που άνοιξε τα μάτια του αποδεικνύοντας ότι τελικά δεν κοιμόταν.
     - Δεν ξέρω, πάντως είναι υπερβολική, δε νομίζεις;
     - Ίσα-ίσα, που εγώ την απολαμβάνω, είπε ο Πόρθος και χασμουρήθηκε ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του.
     - Νυστάξαμε, βλέπω, είπε ο Άραμις. Αυτό το κότσι που έφαγες μάλλον σου έπεσε βαρύ.
     - Κάθε άλλο, είπε ο Πόρθος και γλείφτηκε.
     Τα χείλη του είχαν ακόμα τη γεύση από το κότσι.
     - Εσύ κοίτα να βάλεις κανένα γραμμάριο επάνω σου, είπε στον Άραμις και ξαναέκλεισε τα μάτια του.
     - Πότε θα έρθει αυτός ο τύπος; ρώτησε ο Άραμις τον Άθω. Τι σου είπε ο κύριος ντε Τρεβίλ;
     - Δε μου έδωσε ακριβή ημερομηνία, μου είπε όμως ότι τον περιμένουμε από μέρα σε μέρα.
     - Πώς είπες ότι λέγεται;
     - Ντ'Αρτανιάν.
     - Και είναι καλός;
     - Έτσι λένε. Ο κύριος ντε Τρεβίλ πιστεύει ότι θα μας βοηθήσει πολύ στο έργο μας.
     Η καμπάνα του καθεδρικού ναού που ήταν εκεί πιο πέρα σήμανε εφτά η ώρα. Σε μια ώρα νύχτωνε.
     - Εφτά η ώρα, είπε ο Άθως.
     Ο Άραμις τεντώθηκε.
     - Καιρός να ξεσκουριάσουμε, είπε. Προς τα πού λες να πάμε;
     - Δεν ξέρω.
     - Ε, υπναρά, σήκω! είπαν και οι δύο με ένα στόμα στον Πόρθο, που δεν έδειχνε την παραμικρή επιθυμία να αφήσει τη θέση του.
     - Θα σε καρφώσω στον ντε Τρεβίλ, είπε ο Άθως περιπαιχτικά.
     - Και τότε και εγώ θα του πω για τα τρία εξώγαμά σου, απάντησε εκείνος. Ή μήπως δε μετράνε επειδή η μητέρα τους είναι ταπεινής καταγωγής;
     - Εγώ φταίω που σου το είπα, είπε ο Άθως και σοβάρεψε.
     - Σε πειράζω, του είπε ο Πόρθος. Ξεχνάς το σύνθημά μας; "Ένας για όλους και όλοι για έναν". Τα δικά σου εξώγαμα είναι και δικά μου, είπε και του έκλεισε το μάτι.
     - Σας μυρίζει κάτι; ρώτησε ο Άραμις.
     - Κάποιος έρχεται, είπε ο Πόρθος και πετάχτηκε σαν αίλουρος επάνω.
     - Ποιος να είναι;
     - Λέτε να είναι ο Ντ'Αρτανιάν;
     - Θα το διαπιστώσουμε τώρα αμέσως, είπε ο Πόρθος και έτρεξε προς τον νεοφερμένο, που ερχόταν από την στροφή του δρόμου πιο πέρα.
     - Ένας για όλους και όλοι για έναν! φώναξε ο Άθως και έτρεξε ξοπίσω του.
     - Ένας για όλους και όλοι για έναν! φώναξε και ο Άραμις και ακολούθησε τον Άθω, που έτρεχε ξοπίσω από τον Πόρθο.
     - Δείξε μας τι αξίζεις! φώναξε ο Πόρθος και ρίχτηκε επάνω στον νεοφερμένο.
     Εκείνος, έκπληκτος με την υποδοχή, δεν έκανε τίποτα. Προσπάθησε να αμυνθεί, αλλά ήταν εμφανώς άπειρος και το μόνο που κατάφερε ήταν να γρατζουνίσει λίγο το δεξί αυτί του Πόρθου.
     - Σκύλε, θα πεθάνεις! φώναξε ο Πόρθος, επειδή η γρατζουνιά πόνεσε.
     Όρμησε επάνω του λυσσασμένα και προτού περάσει μισό λεπτό, ο ξένος δεν ήξερε από πού να φύγει. Ο Πόρθος τον χτυπούσε από παντού. Μάταια ο ξένος προσπαθούσε να προστατευτεί.
     - Πόρθε! φώναξε ο Άραμις. Μην τον σκοτώσεις! Αν τον σκοτώσεις σε μονομαχία θα σε βάλουν στη φυλακή και ούτε ο κύριος ντε Τρεβίλ, ούτε καν ο ίδιος ο Ρισελιέ δε θα μπορεί να σε βγάλει από εκεί. Ξεχνάς ότι οι μονομαχίες απαγορεύτηκαν με βασιλικό διάταγμα;
     Ο Άραμις είχε δίκιο. Ο Πόρθος κοντοστάθηκε και ο ξένος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ολιγωρία για να το σκάσει προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει.
     - Άσ'τον, είπε στον Άθω που έκανε να τον κυνηγήσει.
     - Κι αν είναι αυτός ο Ντ'Αρτανιάν;
     - Σιγά μην είναι ο Ντ'Αρτανιάν! Αλλά και να ήταν, αν είναι τέτοιος χέστης τι δουλειά έχει μαζί μας; Ας φύγει καλύτερα. Κι αν μας ρωτήσει ο ντε Τρεβίλ, θα πούμε ότι ποτέ δεν ήρθε.
     Οι τρεις σωματοσκύλακες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με κατανόηση.
     - Δεν μπορεί να είναι αυτός ο Ντ'Αρτανιάν, είπε ο Άθως. Πού είναι οι καταπληκτικές του ικανότητες; Αυτός δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του! Θα μπορούσε να μας βοηθήσει σε περίπτωση που κινδυνεύαμε εμείς;
     Οι άλλοι δυο συμφώνησαν ότι δεν θα μπορούσε.
     Οι σκιές μάκραιναν, ο ήλιος χαμήλωνε στον ορίζοντα... Το καμπαναριό του καθεδρικού είχε πάρει ένα πορτοκαλί χρώμα.
     - Πάει άλλη μια μέρα! είπε ονειροπόλα ο Άραμις.
     - Πάμε καμιά βόλτα; πρότεινε ο Άθως. Δεν νομίζω να έρθει τέτοια ώρα ο Ντ'Αρτανιάν.
     - Και δεν πάμε; Έχεις να προτείνεις τίποτα καλό;
     - Πώς δεν έχω... Στον πύργο του Καρδινάλιου έχει έρθει μια νέα σκυλίτσα, μπουκιά και συχώριο.
     - Δικιά μου! είπε ο Πόρθος.
     - Εγώ την είδα πρώτος!
     - Καλά, ας διαλέξει εκείνη!
     - Αφήστε τους τσακωμούς και πάμε, είπε ο Άθως. Μπορεί στη διαδρομή να συναντήσουμε και τον Ντ'Αρτανιάν, ποιος ξέρει;
     - Αν μου τη βουτήξει ο Ντ'Αρτανιάν, θα σφαχτούμε, το λέω! είπε ο Άραμις.
     - Καλά, κάτσε πρώτα να εμφανιστεί και ύστερα τον σφάζεις.
     Οι τρεις σωματοσκύλακες πήραν τον δρόμο που οδηγούσε στον πύργο του καρδινάλιου Ρισελιέ. Καθώς περπατούσαν στο σούρουπο, ο ένας δίπλα στον άλλο, δεν έμοιαζαν πια με τρεις σκύλους, αλλά με έναν τεράστιο σκύλο χωρισμένο στα τρία, έναν σκύλο με τρία κεφάλια, δώδεκα πόδια και τρεις ουρές. Και όταν έπεσε το σκοτάδι, το φεγγάρι που ανέβηκε στον ουρανό τούς βρήκε και τους τρεις καθισμένους δίπλα-δίπλα, με τα τρία ζευγάρια μάτια τους να γυαλίζουν σαν μαργαριτάρια.