Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Νεοφερμένη σωτηρία


     Χαρές και πανηγύρια στη Χώρα της πίσω βεράντας. Και αυτό, επειδή επαληθεύτηκε η προφητεία. Και, συνεπώς, επειδή έφτασε η σωτηρία.
     Η γριά, τσιγγάνα μάγισσα, που διάβασε φύλλο-φύλλο όλες τις παλάμες της Χώρας, το είπε καθαρά: Η μαύρη κατάρα του Λιμού θα φύγει μόνο με νέο αίμα. Και μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο ανατριχιαστικό και να φέρνει στο μυαλό ανθρωποθυσίες στο φως του φεγγαριού, όμως αυτό που εννοούσε η τσιγγάνα ήταν ότι κάποιος νεοφερμένος θα έδιωχνε το κακό.
     Στο μεταξύ, κάπου μακριά, στη Χώρα των φυτωρίων, ο σωτήρας της πίσω βεράντας ζούσε ανέμελος. Ή, μάλλον, ζούσε ανέμελη. Επειδή ήταν μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Είχε καταγωγή από την Βραζιλία, από εκεί που το αίμα ρέει στις φλέβες στο ρυθμό της σάμπα, που τα κορμιά σμιλεύονται στις ατέλειωτες, αμμουδερές παραλίες, και που τα μεγαλύτερα μυστικά κρύβονται στις ζούγκλες του Αμαζονίου, αποφεύγοντας με επιμονή την επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
     Βέβαια, η ανέμελη κοπέλα δεν είχε γνωρίσει τη χώρα καταγωγής της. Ήταν αυτό που λένε "παιδί μεταναστών". Και όσο και αν το ήθελε, δεν ήταν στο χέρι της να επιλέξει πού θα ζούσε.
     Στη Χώρα των φυτωρίων, τα παιδιά των μεταναστών μεγαλώνουν όλα μαζί σε κοινόβια, ξυπνάνε μαζί, τρώνε μαζί, πίνουν μαζί και κοιμούνται μαζί. Και καθώς μεγαλώνουν, κάποια από αυτά - τα μεγαλύτερα - επιλέγονται για να ταξιδέψουν. Και πάλι ταξιδεύουν πολλά μαζί. Μαζί διασχίζουν τις θάλασσες, μαζί παθαίνουν ναυτίες, μαζί φτάνουν στον προορισμό τους, μέχρι που, άλλα χέρια, χέρια άγνωστα και πολύ διαφορετικά από εκείνα που τα μεγάλωσαν - άπονα χέρια, τις ξενιτειάς τα χέρια - τα στέλνουν - λίγα-λίγα αυτή τη φορά - στον τελικό τους προορισμό, μια βεραντοχώρα ή μια κηποχώρα.
     Έτσι, λοιπόν, μεγάλωνε και η ανέμελη κοπέλα, στο κοινόβιο όπου είχε βρεθεί από τη γέννησή της, και όσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφη γινόταν. Και έφτασε και ο δικός της καιρός να κάνει το μακρινό της ταξίδι. Και μπήκε σε αεροπλάνο. Και ταξίδεψε πάνω από τα σύννεφα. Και ήταν πολύ ωραία εκεί. Και ύστερα το αεροπλάνο προσγειώθηκε, και την ανέμελη κοπέλα την πήγαν σε μια άλλη χώρα φυτωρίου, μαζί με μερικές από τις φίλες της, και όλες μαζί τραγουδούσαν τα πρωινά, όταν τις έβλεπε ο ήλιος, τον οποίο τον ήξεραν πολύ καλά, και ο οποίος πηγαίνει παντού.
     Και ήρθε ένα άγνωστο χέρι, χέρι γυναικείο, και έπιασε την ανέμελη κοπέλα και την χώρισε από τις φίλες της. Και την πήγε σε μια βεραντοχώρα. Και αυτή η χώρα ήταν η Χώρα της πίσω βεράντας. Και το χέρι την έβαλε εκεί, σε μια θέση περίοπτη. Και η κοπέλα ήταν στην αρχή διστακτική, καθώς δεν γνώριζε κανέναν από τους άλλους κατοίκους της χώρας.
     Μα και οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν λίγο διστακτικοί στην αρχή, όταν την γνώρισαν. Και πρώτα-πρώτα, επειδή η νεοφερμένη δε μιλούσε την γλώσσα. Όμως, η βραζιλιάνα καλλονή είχε ένα τόσο εγκάρδιο χαμόγελο, που σιγά-σιγά, οι ενδοιασμοί άρχισαν να κάμπτονται. Και οι κάτοικοι της Χώρας της πίσω βεράντας άρχισαν και εκείνοι να της χαμογελούν. Και εκείνη άρχισε να νιώθει πιο άνετα, ιδιαίτερα όταν είδε ότι στη Χώρα της πίσω βεράντας υπήρχε άφθονο φαγητό και νερό. Και τεντώθηκε και απλώθηκε και το χαμόγελό της άνθισε.
     Και φωτίστηκε η χώρα, και όλοι ένιωσαν ότι η κατάρα της κακιάς μάγισσας - αυτής που είχε γίνει η αιτία να χαθεί πάνω στο άνθος της ηλικίας του ο πανσές - επιτέλους θα έφευγε.
     - Καλώς ήρθες! φώναξαν όλοι οι κάτοικοι με μια φωνή.
     - Obrigada, είπε η βραζιλιάνα.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Δίλημμα


         
         
                                                                         
     Βαριά κατάρα έπεσε στη χώρα της πίσω βεράντας. Και ήταν μια κατάρα που όμοιά της δεν υπήρχε.
     Την είχε ρίξει μια κακιά μάγισσα, μία από εκείνες που καβαλάνε σκουπόξυλα και πετάνε το βράδυ, όταν έχει πανσέληνο. Και που ζουν σε μια σκοτεινή σπηλιά, παρέα με ένα κακιασμένο κοράκι, και που βράζουν συνέχεια μαγικά φίλτρα σε ένα μεγάλο καζάνι, και που έχουν και ένα χοντρό βιβλίο γεμάτο μαγικά ξόρκια.
     Μία τέτοια μάγισσα, λοιπόν, πετούσε ένα βράδυ στον ουρανό με το σκουπόξυλό της και είδε μία όμορφη βεράντα. Υπήρχαν πολλά και ωραία λουλούδια στη βεράντα και η μάγισσα ζήλεψε. Δεν άντεχε τόση ομορφιά, την πονούσαν τα μάτια της.
     - Τώρα θα δούμε αν θα συνεχίσει η βεράντα να είναι το ίδιο ωραία, είπε όλο κακία.
     Και από την τσέπη της έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι. Και στο μπουκαλάκι υπήρχε ένα μαύρο υγρό. Η μάγισσα το άνοιξε και άδειασε μερικές σταγόνες πάνω από τη βεράντα. Ύστερα έφυγε γελώντας χαιρέκακα.
     Και την άλλη μέρα που ξύπνησε ο κόσμος - και η βεράντα μαζί - ένα μυρωδάτο θυμάρι είχε ξεραθεί! Μάταια το πότιζαν και προσπαθούσαν να το συνεφέρουν. Εκείνο δε συνήλθε ποτέ. Και η γλάστρα του έμεινε κενή.
     Όχι για πολύ, όμως, επειδή στη θέση του θυμαριού φυτεύτηκαν δύο πολύχρωμοι και καμαρωτοί πανσέδες. Ήταν κίτρινοι και μωβ, και αμέσως φάνηκε ότι θα ήταν οι πρωταγωνιστές της βεράντας.
     Κι όμως, νέο θανατικό έπεσε στη βεράντα ύστερα από δυο βδομάδες: ο ένας πανσές ξεράθηκε. Τι να συνέβαινε, άραγε; Να ζήλευε ο ένας πανσές τον άλλο και από την πολλή τη ζήλεια να έπαθε ό,τι έπαθε; Να τον μάτιασαν τα υπόλοιπα λουλούδια της βεράντας, που έβλεπαν πόσο όμορφος ήταν;
     Πάντως, ο πανσές που απόμεινε θέριεψε και φούντωσε και απλώθηκε σε όλη την γλάστρα, και γέμισε λουλούδια, και φαινόταν ότι τίποτα δεν τον τρόμαζε. Και σήκωνε καμαρωτός στον ήλιο κάθε πρωί τα λουλούδια του και ήταν χάρμα οφθαλμών να τον βλέπεις.
     Ούτε, όμως, και αυτός ο πανσές γλίτωσε από την κατάρα της μάγισσας. Και ένα ωραίο πρωί χλώμιασε, τα κοτσανάκια του λύγισαν και τα λουλούδια του έγειραν αποκαμωμένα.
     Πάει, λοιπόν, και αυτός ο πανσές και, απ'ό,τι φαίνεται, το θανατηφόρο φίλτρο της μάγισσας έπεσε όλο στη συγκεκριμένη γλάστρα.
     Και το ερώτημα είναι το εξής: Να αποπειραθώ να φυτέψω κάτι άλλο εκεί ή να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια;

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Αποκαθιστώντας την αλήθεια


     Από μικρή μου άρεσαν ιδιαίτερα κάποιοι μύθοι. Ο μύθος του πύργου της Βαβέλ ήταν ένας από αυτούς. Θύμωνα κιόλας, που ο Θεός είχε κάνει τους ανθρώπους να μιλούν τόσες διαφορετικές γλώσσες και σκεφτόμουν πόσο καλύτερα θα ήταν όλα, αν υπήρχε μόνο μία ομιλούμενη γλώσσα. Μεγαλώνοντας, βέβαια, κατάλαβα ότι ακόμα και στην ίδια γλώσσα χωράνε ουκ ολίγες παρανοήσεις...
     Το γεγονός είναι, πάντως, ότι ο μύθος κάτι μου έλεγε. Και πολύ το έψαξα το θέμα. Και τελικά ανακάλυψα ότι η πραγματική ιστορία είναι αρκετά διαφορετική.
     Η Βαβέλ, λοιπόν, ήταν μια κοπέλα με μαύρα, σγουρά μαλλιά, ρόδινα μάγουλα και δύο μάτια διαφορετικών χρωμάτων. Το ένα της μάτι ήταν τσαχπίνικο και καστανό, το άλλο της μάτι ήταν αθώο και γαλάζιο. Η Βαβέλ ήταν μοναχοκόρη ενός πλούσιου άρχοντα, που την είχε μην βρέξει και μην στάξει. Για τα ρούχα της της αγόραζε τα πιο φίνα υφάσματα και τα παπούτσια της ήταν από τα πιο μαλακά δέρματα.
     Ο άρχοντας υπεραγαπούσε την κόρη του, και όσο εκείνη μεγάλωνε τόσο εκείνος θλιβόταν που θα ερχόταν η ώρα να την αποχωριστεί, όταν εκείνη θα παντρευόταν. Με τρόμο σκεφτόταν την ώρα που κάποιο νέο και γεροδεμένο παληκάρι θα έβαζε τη Βαβέλ στα καπούλια του δυνατού του αλόγου, και καλπάζοντας γοργά θα την έπαιρνε μακριά.
     - Τι να κάνω, σκεφτόταν, για να την κρατήσω για πάντα κοντά μου;
     Και πολύ στενοχωριόταν που δεν έβρισκε λύση στο πρόβλημά του.
     Όμως, ένα βράδυ, εκεί που κοιμόταν, ο άρχοντας την βρήκε τη λύση: θα έφτιαχνε έναν πύργο για την κόρη του, και θα της τον έδινε για προίκα. Και ο πύργος θα ήταν τόσο ωραίος, που κανένας δε θα ήθελε να τον αποχωριστεί. Έτσι, ακόμα και όταν παντρευόταν, η κόρη του θα έμενε στον πύργο της και δε θα έφευγε ποτέ μακριά.
     Πολύ χαρούμενος με την ιδέα του, ο άρχοντας πήγε σε έναν αρχιτέκτονα.
     - Θέλω να μου σχεδιάσεις τον πιο όμορφο πύργο που μπορείς, του είπε. Θέλω τα καλύτερα υλικά. Για τα λεφτά μη σε νοιάζει, υπάρχουν άφθονα.
     Το επιχείρημα αυτό ήταν αρκετό για να δώσει κίνητρο στον αρχιτέκτονα, και εκείνος άρχισε να σχεδιάζει μανιωδώς. Και σχεδίασε έναν πύργο πανέμορφο, που όμοιός του δεν υπήρχε πουθενά. Σχεδίασε μαρμάρινες σκάλες, και πόρτες ξυλόγλυπτες, και όμορφες καμάρες, και μεγάλα παράθυρα, και ισχυρές επάλξεις, και δροσερά κελάρια, και ψηλοτάβανες, ευρύχωρες αίθουσες χορού, και φωτεινά δωμάτια, και εξώστες με απαράμιλλη θέα... Και όταν το είδε το σχέδιο ο άρχοντας, δάκρυσε από τη χαρά του. Και έδωσε τη συγκατάθεσή του, και πολλά σακιά με χρυσά φλουριά, για να ξεκινήσουν οι εργασίες.
     - Σε πόσο καιρό θα τελειώσει; ρώτησε τον αρχιτέκτονα.
     - Σε τρία χρόνια, του είπε εκείνος.
     Και ο αρχιτέκτονας προσέλαβε έναν εργολάβο. Και του έδωσε τα σχέδια και του είπε να αναλάβει το έργο. Και του έδωσε πολλά σακιά με φλουριά, για να φτιάξει εκείνον τον καταπληκτικό πύργο.
     Και ο εργολάβος ξεκίνησε. Όμως, σκέφτηκε να κάνει οικονομία, για να του περισσέψουν περισσότερα φλουριά. Και γιατί να βάλει τα καλύτερα μάρμαρα ή τα καλύτερα ξύλα ή τις καλύτερες πέτρες, αφού μπορούσε να χρησιμοποιήσει και πιο φτηνά υλικά; Έτσι κι αλλιώς, το σχέδιο παρέμενε το ίδιο.
     Και προσέλαβε και εργάτες, για να κάνουν τη δουλειά. Αλλά δεν πήρε όποιους κι όποιους, πήρε εργάτες ανειδίκευτους. Και δεν τους προσέλαβε με κανονικό μισθό και ασφάλιση, όχι, τους προσέλαβε δίνοντάς τους από ένα χρυσό φλουρί στον καθένα. Τι να τα κάνουν, εξάλλου, τα πολλά φλουριά άνθρωποι που δεν είχαν χαρτιά και κρύβονταν και από την αστυνομία;
     Βέβαια, υπήρχε κι ένα μικρό πρόβλημα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν από διαφορετικές χώρες και δε μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Έτσι, η συνεννόηση ήταν δύσκολη. Και έγιναν πολλά λάθη στο ανακάτεμα της λάσπης, και στο χτίσιμο και στα πάντα.
     Πέρασαν τα τρία χρόνια και ο άρχοντας πήγε στον αρχιτέκτονα.
     - Έτοιμος ο πύργος; ρώτησε.
     - Έτοιμος ο πύργος; ρώτησε ο αρχιτέκτονας τον εργολάβο.
     Όχι, δεν ήταν έτοιμος ο πύργος. Το έδαφος είχε αποδειχτεί πολύ σκληρό και είχαν καθυστερήσει πολύ για να σκάψουν τα θεμέλια. Επιπλέον, χρειάζονταν κι άλλα φλουριά, επειδή είχαν σπάσει όλες οι τσάπες.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο αρχιτέκτονας.
     Άλλα τρία χρόνια. Αφού το έργο ήταν ακόμα στα θεμέλια. Και, να μην ξεχνάμε, χρειάζονταν και άλλα φλουριά.
     Στο μεταξύ, η Βαβέλ, μεγάλωνε και ομόρφαινε, και ένα-ένα, άρχισαν να έρχονται προξενιά από όλα τα γύρω βασίλεια. Τα καλύτερα παληκάρια διεκδικούσαν τις μεταξένιες της μπούκλες, τα δίχρωμά της μάτια και τα ροδαλά της μάγουλα. Ήταν όλοι τους ένας κι ένας. Και η Βαβέλ δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι διαλέξει ποιον θα παντρευόταν.
     - Μόνο πως ο γάμος δεν μπορεί να γίνει ακόμη, είπε ο άρχοντας στον τυχερό. Θα πρέπει πρώτα να τελειώσει ο πύργος.
     - Σε πόσο καιρό; ρώτησε εκείνος.
     - Σε τρία χρόνια, απάντησε ο άρχοντας.
     Και ο γαμπρός έφυγε με την υπόσχεση να γυρίσει σε τρία χρόνια. Και η Βαβέλ άρχισε να υφαίνει το πέπλο του νυφικού της, όπως ήταν το έθιμο σε εκείνα τα μέρη. Και ο εργολάβος συνέχισε τις εργασίες.
     Και πέρασαν κι άλλα τρία χρόνια. Και ο γαμπρός επέστρεψε. Αλλά ο πύργος δεν ήταν έτοιμος.
     - Τι πρόβλημα υπάρχει; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Τι πρόβλημα υπάρχει; ρώτησε ο αρχιτέκτονας.
     Υπήρχαν κάτι κατασκευαστικά λάθη που είχε χρειαστεί να διορθωθούν, κάποιες πόρτες που δεν είχαν μπει, κάποια παράθυρα που είχαν μπει εκεί που δεν έπρεπε να μπουν, κάποιοι τοίχοι που είχαν γκρεμιστεί, καθώς δεν είχε φτιαχτεί σωστά η λάσπη. Στο μεταξύ, είχαν ακριβύνει και τα υλικά και χρειάζονταν κι άλλα φλουριά.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Πόσο καιρό ακόμα; ρώτησε ο αρχιτέκτονας.
     Άλλα τρία χρόνια. Υπήρχαν ακόμα πολλά να γίνουν. Και, να μην ξεχνάμε, χρειάζονταν και άλλα φλουριά.
     Και ο άρχοντας έδωσε κι άλλα φλουριά, και οι εργασίες συνεχίστηκαν και η Βαβέλ συνέχισε να υφαίνει το πέπλο του νυφικού της, και επειδή της είχε τελειώσει το μετάξι χρειάστηκε να της φέρουν κι άλλο.
     Και πέρασαν άλλα τρία χρόνια και ο γαμπρός ξαναγύρισε. Αλλά πάλι ο πύργος δεν ήταν έτοιμος. Και πάλι είχαν υπάρξει προβλήματα στην κατασκευή και πάλι χρειάστηκαν κι άλλα φλουριά και πάλι δόθηκε παράταση. Και η Βαβέλ συνέχισε να υφαίνει και τώρα το πέπλο της είχε γίνει πάρα πολύ μακρύ.
     Και ούτε ύστερα από άλλα τρία χρόνια είχε ετοιμαστεί ο πύργος. Και τη Βαβέλ είχε αρχίσει να την πονάει η πλάτη της από τον αργαλειό, αλλά συνέχιζε να υφαίνει, αφού έτσι ήταν το έθιμο. Και ο γαμπρός ξαναγύρισε άπραγος στο σπίτι του. Και ο άρχοντας έδωσε κι άλλα φλουριά για να συνεχιστεί ο πύργος, που τώρα είχε φτάσει στον πρώτο όροφο, αλλά συνέχεια παρουσίαζε κακοτεχνίες που έπρεπε να διορθωθούν. Και ακρίβαιναν και τα υλικά...
     Και πέρασαν πολλά χρόνια ακόμη. Και ο γαμπρός ήρθε και έφυγε πολλές φορές. Και άρχισε να κουράζεται από το πήγαινε-έλα. Και τη Βαβέλ την πονούσε η πλάτη της, αλλά εκείνη συνέχιζε να υφαίνει. Και το πέπλο της είχε γίνει τόσο μακρύ, που έφτανε για να τυλίξει γύρω-γύρω όλο το βασίλειο, μαζί με τον πύργο, που ακόμα δεν είχε τελειώσει. Και ο άρχοντας συνέχισε να δίνει φλουριά για να συνεχιστεί το έργο.
     Και πέρασαν κι άλλα χρόνια. Και τα μαλλιά του γαμπρού ασπρίσανε και άρχισαν να τον πονάνε οι κλειδώσεις του. Και δεν μπορούσε πια να ανεβαίνει στο άλογο. Και της Βαβέλ η πλάτη πιάστηκε τελείως και άρχισε να καμπουριάζει και να μην βλέπει και τόσο καλά. Και ο πύργος ακόμα δεν είχε τελειώσει. Και ο άρχοντας άρχισε να αναρωτιέται πώς με τόσα φλουριά που είχε δώσει δεν είχε καταφέρει να φτιάξει ακόμα εκείνον τον πύργο. Και αποφάσισε ότι ίσως θα έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι η Βαβέλ θα έφευγε μακριά.
     Και έδωσε τη συγκατάθεσή του για να γίνει ο γάμος, και ο γαμπρός έφτασε με μια άμαξα και η νύφη χρειάστηκε όλες τις κοπέλες του βασιλείου για να της κρατάνε το πέπλο. Και έγινε ο γάμος, αλλά ο γαμπρός και η νύφη δεν χόρεψαν στη δεξίωση, λόγω ρευματισμών. Και ύστερα, το ευτυχές ζευγάρι έφυγε για την πατρίδα του γαμπρού.
     Και έμεινε ο άρχοντας στενοχωρημένος και ο πύργος ατελείωτος.
     Και έζησαν αυτοί καλά και ο εργολάβος καλύτερα.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Σε τόνους του πορτοκαλί

 

      Την είδα σήμερα, την πορτοκαλί γυναίκα. Έκανε βόλτα, ντυμένη στα πορτοκαλί, σπρώχνοντας ένα πορτοκαλί καροτσάκι, όπου μέσα καθόταν το πορτοκαλί μωρό της, επίσης ντυμένο στα πορτοκαλί. Φαινόταν πολύ ήρεμη, και μάλλον χαρούμενη, η πορτοκαλί γυναίκα.
     Είναι τυχερή, η πορτοκαλί γυναίκα. Δεν είναι ούτε ξινή και στριμμένη, σαν τη μητέρα της, την κίτρινη γυναίκα, ούτε ευέξαπτη και επιθετική, σαν τον πατέρα της, τον κόκκινο άντρα. Είναι ισορροπημένη, σε γενικές γραμμές, η πορτοκαλί γυναίκα.
     Όταν ήταν μικρή, η μητέρα της, η κίτρινη γυναίκα, που της άρεσε η λεμονάδα, οι μπανάνες και τα κίτρινα τυριά, την έντυνε στα κίτρινα και στόλιζε τα μαλλιά της με μαργαρίτες, προσπαθώντας να την κάνει να της μοιάζει. Ήταν γκρινιάρα η μητέρα της, η κίτρινη γυναίκα.
     Ο πατέρας της, από την άλλη μεριά, ο κόκκινος άντρας, θύμωνε και άναβε και κόρωνε, όταν έβλεπε τις προσπάθειες της γυναίκας του να κάνει το παιδί να της μοιάζει, αντί να μοιάζει σε εκείνον. Σε εκείνον άρεσαν πολύ τα κοκκινιστά φαγητά, που τα συνόδευε πάντα με ντοματοσαλάτα και κόκκινο κρασί, και τρελλαινόταν για φράουλες, κεράσια και καρπούζι. Επίσης, λάτρευε τις ταυρομαχίες. Ήταν όμως ευέξαπτος ο πατέρας της, ο κόκκινος άντρας.
     Και ήταν και επίμονος, ο κόκκινος άντρας. Αγόραζε κόκκινα φουστάνια και κόκκινα παπούτσια, και κόκκινα σκουφιά για την κόρη του, και την έβαζε να τα φοράει, ακόμα κι αν έξω έκανε ζέστη και έσκαγε ο τζίτζικας. Τον λοξοκοιτούσε η γυναίκα του, η κίτρινη γυναίκα, και κρυφά τάιζε το παιδί σουφλέ τυριών και λέμον πάι. Και ο κόκκινος άντρας το έβαζε να τρώει παντζάρια και να πίνει βυσσινάδα.
     Η πορτοκαλί γυναίκα, που τότε ήταν ακόμα πορτοκαλί κορίτσι, ήταν πολύ καλόβολη και προσπαθούσε να ικανοποιήσει και τους δυο της τους γονείς. Έτρωγε και το σουφλέ των τυριών και τα κοκκινιστά, έπινε λεμονάδες και βυσσινάδες, έτρωγε μπανάνες και φράουλες, φορούσε κίτρινα φορέματα και κόκκινα παπούτσια, έβαζε μαργαρίτες και κόκκινες κορδέλες στα μαλλιά... Όμως, με τίποτα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τους γονείς της. Δεν ήξερε και η ίδια τι προτιμούσε, να μοιάσει στον έναν ή να μοιάσει στον άλλον...
     Και όμως, μια μέρα που ο ήλιος ήταν κατακίτρινος και έλαμπε, και η κόκκινη τριανταφυλλιά ήταν γεμάτη κατακόκκινα τριαντάφυλλα, η πορτοκαλί γυναίκα, που ήταν πορτοκαλί κορίτσι, κατάλαβε ότι δεν ήταν ούτε κίτρινη σαν τη μητέρα της, ούτε κόκκινη σαν τον πατέρα της. Συνειδητοποίησε ότι εκείνη ήταν πορτοκαλί, και ότι πιο πολύ από όλα της άρεσε να πίνει πορτοκαλάδα, να τρώει καρότα και κολοκυθόσουπα, πορτοκαλόπιτα, βερύκοκα και σορμπέ μάνγκο.
     Γνώρισε, λοιπόν, τον εαυτό της, η πορτοκαλί γυναίκα, και από τότε αποφάσισε ότι θα ήταν μόνο πορτοκαλί. Μάταια συνέχισαν να προσπαθούν οι γονείς της να την πάρουν ο καθένας με το μέρος του. Εκείνη έμεινε πιστή στον εαυτό της.
     Και μεγάλωσε η πορτοκαλί γυναίκα, και έφτασε σε ηλικία γάμου. Και το σκέφτηκε πολύ καλά το πράγμα. Και δεν ήθελε το παιδί της να είναι ούτε κίτρινο, ούτε κόκκινο. Έψαξε, λοιπόν, και βρήκε έναν άντρα πορτοκαλή. Και ο άντρας εκείνος ήταν από κόκκινη μητέρα και κίτρινο πατέρα, αλλά αυτό καθόλου δεν πείραζε, αφού εκείνος ήταν πορτοκαλής.
     Και παντρεύτηκαν οι δυο τους σε μια πορτοκαλί εκκλησία, την ώρα ενός πορτοκαλί ηλιοβασιλέματος. Και πήγαν να ζήσουν σε ένα σπίτι με πορτοκαλί παντζούρια και κουρτίνες.
     Και όταν γεννήθηκε το παιδί τους, του πήραν ένα πορτοκαλί καρότσι και ρούχα πορτοκαλί, και του έδιναν να πίνει πορτοκαλάδα και να τρώει φρουτόκρεμες από βερύκοκα. Και το παιδί ήταν πάντα χαμογελαστό, που είχε δυο πορτοκαλί γονείς.
     Και η πορτοκαλί γυναίκα πήγαινε πολλές βόλτες το πορτοκαλί μωρό της, μέσα στο πορτοκαλί του καρότσι. Και όταν το ηλιοβασίλεμα ήταν πορτοκαλί, οι δυο τους γίνονταν ένα με το ηλιοβασίλεμα.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Θα σε θυμάμαι

     

     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για το παχύ σου μουστάκι και το χαμόγελό σου. Για τα κίτρινα από το τσιγάρο δόντια σου. Θα σε βρίσκω πάντα στα καστανόξανθα μαλλιά και τα παχιά μουστάκια.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνες τις φορές που έβγαζες τη μάσκα και σταματούσες τη δουλειά για να με χαιρετήσεις. Θα σε βρίσκω πάντα στη μυρωδιά του βερνικιού, στην σκόνη των επίπλων.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνο το σάντουιτς που μου είχες φέρει μια φορά, έτσι, χωρίς λόγο. Θα σε βρίσκω πάντα στη γεύση της μαγιονέζας και του κέτσαπ.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για τα βράδυα που φάγαμε έξω. Για τη φορά που κάναμε Πάσχα μαζί. Για το καλοκαίρι που κάναμε διακοπές μαζί. Θα σε βρίσκω πάντα στα μικρά μεζεδοπωλεία, στη μαγειρίτσα, σε εκείνη την παραλία με τα χοντρά βότσαλα.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνη την άδεια μπαταρία αυτοκινήτου, που μας έκανε να το σπρώχνουμε στον δρόμο για ώρες. Θα σε βρίσκω πάντα στα μικρά, χαμηλά αυτοκίνητα.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνο το απόγευμα που είχες χάσει, προσπαθώντας να βρεις πώς παιζόταν το παιχνίδι που μας είχες αγοράσει. Θα σε βρίσκω πάντα σε εκείνο το επιτραπέζιο παιχνίδι.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνο το απόγευμα, που περνώντας έξω από το σπίτι σου σε είδα να λύνεις σταυρόλεξο και ανέβηκα να σε χαιρετήσω. Θα σε βρίσκω πάντα στα σταυρόλεξα, με τα γυαλιά σου στηριγμένα χαμηλά στη μύτη.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνη τη φωτογραφία που δεν έβγαλες, τότε που δεν είχες πια μύτη, για να μη χαλάσεις, όπως είπες, τη φωτογραφία. Θα σε βρίσκω πάντα σε εκείνη τη φωτογραφία, που τους έχει όλους εκτός από εσένα.
     Θα σε θυμάμαι πάντα. Για εκείνο το τραπεζάκι που μου χάρισες. Μα πιο πολύ θα σε θυμάμαι για εκείνο το τραπέζι που δε σου έκανα ποτέ, παρόλο που σου το υποσχέθηκα. Συγγνώμη!