Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Απατηλά φαινόμενα

 
    Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα χωράφι. Το χωράφι αυτό ήταν πολύ γόνιμο και έδινε πάντα εξαιρετικό σιτάρι. Και αυτό δεν το ήξεραν μόνο οι κάτοικοι της περιοχής, το ήξεραν και τα πουλιά, που ταξίδευαν πολλά χιλιόμετρα για να γευτούν τις νόστιμες σοδειές του.
     Φυσικά, αυτό δεν άρεσε και πολύ στους ανθρώπους, που, όπως ξέρουμε όλοι, δεν τους αρέσει να μοιράζονται το φαγητό τους με τα πουλιά. Γι'αυτό και μια μέρα στο γόνιμο χωράφι εμφανίστηκε ένα σκιάχτρο.
     Κανείς δεν είδε πώς εμφανίστηκε το σκιάχτρο, ούτε από πού ήρθε. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι εμφανίστηκε ξαφνικά. Και φυσικά, όταν το είδαν τα πουλιά από μακριά, τρόμαξαν.
     - Άνθρωπος! είπαν. Μακριά!
     Και όλη τη μέρα δεν πλησίασαν το γόνιμο χωράφι, παρά κάθησαν και το κοίταζαν από μακριά. Και το σκιάχτρο χάρηκε, που είδε ότι τα πουλιά το φοβούνταν. Αυτή είναι η δουλειά του σκιάχτρου, εξάλλου. 
     Και εδώ που τα λέμε, ήταν ένα σκιάχτρο πολύ καλοφτιαγμένο. Το κεφάλι του το είχαν φτιάξει από ένα μικρό σακί που το είχαν γεμίσει με άχυρο. Και του είχαν βάλει ένα μεγάλο καρφί για μύτη και δυο μικρότερα για αυτιά, επάνω στα οποία είχαν στηρίξει ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Και του είχαν φορέσει και ένα μεγάλο, ψάθινο καπέλο. Και ένα κατακόκκινο πουκάμισο, που ανέμιζε στον αέρα, κάνοντάς το να μοιάζει σαν να έτρεχε. Ήταν πολύ καλοφτιαγμένο, το σκιάχτρο.
     Και ξημέρωσε η επόμενη μέρα, και το σκιάχτρο ήταν ακόμα εκεί. Με το ψάθινο καπέλο του, και με τα γυαλιά ηλίου του, και με το κόκκινο το πουκάμισο. Και τα πουλιά πάλι φοβήθηκαν και δεν πλησίασαν. Και εκείνο χαμογέλασε ικανοποιημένο. Επειδή και τα σκιάχτρα χαμογελούν καμιά φορά.
     Και το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη, και τη μέρα ύστερα από εκείνη. Και τα πουλιά άρχισαν σιγά-σιγά να συνηθίζουν την παρουσία του σκιάχτρου και άρχισαν να πλησιάζουν. Αλλά τότε έγινε κάτι περίεργο: το σκιάχτρο μετακινήθηκε και άλλαξε ρούχα!
     Κανείς δεν είδε πότε μετακινήθηκε το σκιάχτρο και πώς άλλαξε ρούχα. Το μόνο που είδαν όλοι ήταν ότι το σκιάχτρο βρέθηκε σε ένα άλλο σημείο του χωραφιού, και ότι τώρα φορούσε μία πολύχρωμη μπλούζα!
     - Να τος πάλι ο άνθρωπος! φώναξαν τα πουλιά τρομαγμένα και απομακρύνθηκαν από το γόνιμο χωράφι.
     Και πάλι χαμογέλασε ικανοποιημένο το σκιάχτρο, που είχε ξανατρομάξει τα πουλιά.
     Και αυτή η δουλειά γινόταν συνέχεια, και το σκιάχτρο κάθε λίγο άλλαζε θέση και ρούχα. Και τα πουλιά τρόμαζαν και πάλι και απομακρύνονταν κι άλλο.
     Μερικά πουλιά, όμως, ήταν πιο ατρόμητα από άλλα. Ένα κοράκι, λοιπόν, που ήταν πολύ ζωηρό και περίεργο - και που δε φοβόταν και πολύ - αποφάσισε να πλησιάσει.
     - Πού πας; του φώναξαν τα άλλα πουλιά τρομαγμένα.
     - Πάω να δω τον άνθρωπο από κοντά, είπε.
     - Και δε φοβάσαι;
     - Τι να φοβηθώ; Εγώ έχω φτερά, αυτός δεν έχει. Αν προσπαθήσει να με πιάσει, θα πετάξω μακριά του.
     - Μην πας!
     Αλλά το κοράκι είχε ανοίξει κιόλας τα φτερά του και πετούσε προς το σκιάχτρο.
     - Ξουτ! είπε εκείνο όταν το είδε να πλησιάζει.
     Το κοράκι όμως δεν φοβήθηκε και πήγε και στάθηκε ακριβώς μπροστά του.
     - Δεν ακούς που σου μιλάω; Ξουτ, φύγε από εδώ! είπε ξανά το σκιάχτρο.
     - Μα εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είπε το κοράκι ύστερα από λίγο. Ελάτε! φώναξε στα άλλα πουλιά που παρακολουθούσαν με αγωνία. Μη φοβάστε, δεν είναι άνθρωπος, σκιάχτρο είναι!
     - Το άκουσαν εκείνα και πλησίασαν.
     - Δεν είναι άνθρωπος; ρώτησε ένα σπουργίτι.
     - Φυσικά και είμαι άνθρωπος, είπε το σκιάχτρο, φύγετε, ξουτ!
     - Και τότε, πού είναι τα πόδια σου; ρώτησε μια καρακάξα.
     - Εδώ είναι. Ξουτ!
     - Εγώ βλέπω μόνο ένα. Αν ήσουν άνθρωπος, θα είχες δύο πόδια. Μήπως είσαι σκιάχτρο;
     - Το άλλο μου πόδι το έχω ψηλά, επειδή δεν θέλω να τα κουράζω και τα δύο, είπε το σκιάχτρο.
     - Δεν σε πιστεύω, δείξ'το μου.
     - Δεν σου δείχνω τίποτα, φύγε από το χωράφι μου!
     - Δεν είναι δικό σου το χωράφι, εσύ είσαι σκιάχτρο.
     - Δικό μου είναι και δεν είμαι σκιάχτρο και να φύγεις από εδώ!
     - Ε, λοιπόν, δεν φεύγω, είπε η καρακάξα, που είχε ξεθαρρέψει τώρα πια.
     - Δεν φεύγουμε, είπαν και τα υπόλοιπα πουλιά.
     Και σκορπίστηκαν στο χωράφι και άρχισαν να τσιμπολογάνε.
     - Φύγετε από το χωράφι μου! φώναζε το σκιάχτρο. Αν δεν φύγετε, θα δείτε τι θα πάθετε!
     Αλλά, μέσα του, άρχισαν να το τρώνε οι αμφιβολίες. Μήπως, τελικά, ήταν μόνο ένα σκιάχτρο και τίποτα παραπάνω; Μήπως δεν ήταν αφεντικό σε εκείνο εκεί το χωράφι; Αλλά όχι, αφού φορούσε καπέλο και γυαλιά ηλίου... Και αφού το ρούχο που φορούσε ανέμιζε τόσο ωραία στον αέρα... Όχι, δεν μπορεί, άνθρωπος ήταν. Αλλά γιατί είχε μόνο ένα πόδι;
     - Φύγετε! φώναξε και πάλι.
     - Σιγά μη σε φοβηθούμε, είπαν τα πουλιά, που είχαν ξεθαρρέψει για τα καλά.
     - Έτσι και σας πιάσω στα χέρια μου...
     - Πιάσε μας τότε!
     - Θα σας πιάσω!
     - Αυτό σου λέμε να κάνεις! Πιάσε μας, αν μπορείς...
     - Φυσικά και μπορώ. Τώρα θα δείτε...
     Και το σκιάχτρο μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και ετοιμάστηκε να τρέξει.
     Άδικος κόπος. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να μετακινηθεί ούτε τόσο δα από τη θέση του. Γύρω του φυσούσε ο αέρας, κάνοντας τα σπαρτά να χορεύουν, κάνοντας το ρούχο του να ανεμίζει και το καπέλο του να χοροπηδάει ελαφρά. Όμως το σκιάχτρο, όσο κι αν προσπαθούσε, έμενε ασάλευτο. Και τα πουλιά χοροπηδούσαν ανάμεσα στα στάχυα και έτρωγαν και τραγουδούσαν.
     Και το σκιάχτρο κατάλαβε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα σκιάχτρο. Κι ας είχε πιστέψει ότι ήταν κάτι παραπάνω, κι ας είχε πιστέψει ότι ήταν άνθρωπος, επειδή φορούσε καπέλο και γυαλιά ηλίου, και επειδή το ρούχο που φορούσε ανέμιζε στον αέρα. Κι ας το είχαν πιστέψει και τα πουλιά.
     Τουλάχιστον στην αρχή.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Βουτιές στο γαλάζιο

     Η Μπέλα έτριψε ευχαριστημένη την κοιλιά της. Μη με ρωτήσετε πώς την έτριψε, την έτριψε με το ένα της πτερύγιο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τρίψει την κοιλιά της μια άσπρη φάλαινα;
     - Καλά έφαγα και σήμερα, είπε.
     Βέβαια, ίσως και να το είχε παρακάνει. Ίσως δεν χρειαζόταν να φάει όλους εκείνους τους κολιούς. Ούτε τόσες πολλές τσιπούρες έπρεπε να φάει. Ούτε εκείνα τα λιθρίνια. Ούτε εκείνο το μικρό κοπάδι, τους γαύρους. Μπα, δε βαριέσαι... Μια ζωή την έχουμε. Εξάλλου, αν κάτι μπορούσε να την πειράξει, αυτό ήταν μόνο τα δεκαέξι ψάρια πάφερ που είχε φάει για επιδόρπιο. Ναι, αυτά πράγματι θα μπορούσαν να της πέσουν βαριά και να της προκαλέσουν μεγάλο πρήξιμο στο στομάχι, αν αποφάσιζαν να φουσκώσουν εκεί μέσα.
     Εδώ που τα λέμε, θα έπρεπε να προσέχει λίγο το φαγητό της. Είχε και μια σιλουέτα να διατηρήσει. Ε, καλά, δεν πειράζει, τα πάχη της τα κάλλη της. Τι, δηλαδή, έπρεπε να γίνει σαν τις συναγρίδες; Σιγά τις γκόμενες! Και καθώς σκέφτηκε τις συναγρίδες, ρεύτηκε ελαφρά. Μερικές φυσαλίδες άρχισαν να χορεύουν και να κινούνται προς τα επάνω.
     - Μπαρμπούνια μου μυρίζουν, είπε μία έγκυος καρχαρίνα, μισό χιλιόμετρο πιο κάτω.
     - Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; τη ρώτησε ο άντρας της. Μέρες έχει να περάσει μπαρμπούνι από εδώ.
     - Ίσως δεν έπρεπε να φάω και εκείνα τα μπαρμπούνια, σκέφτηκε η Μπέλα, η άσπρη φάλαινα. Ορίστε τώρα που τα ρεύτηκα. Αφού το ξέρω, μπαρμπούνια μαζί με γαύρο μου φέρνουν δυσπεψία.
     Αλλά εύκολα αλλάζουν οι διατροφικές συνήθειες; Το μόνο που η Μπέλα είχε μάθει να αποφεύγει ήταν το ανθρώπινο κρέας. Η γιαγιά της είχε γνωρίσει αυτοπροσώπως κάποιον που είχε φάει άνθρωπο στο παρελθόν και που το μόνο που είχε καταφέρει τελικά ήταν να ταλαιπωρείται μια ολόκληρη βδομάδα από τις καούρες! Πέντε μέρες έβηχε από τον καπνό. Όχι, όχι, μακριά από τους ανθρώπους, ειδικά αν συνοδεύονται από ξύλινες κούκλες. Οι ξύλινες κούκλες, ειδικά, είναι πολύ δύσπεπτες.
     Η Μπέλα καθάρισε τα δόντια της. Μη με ρωτήσετε πώς τα καθάρισε, με οδοντογλυφίδα τα καθάρισε. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τα καθαρίσει;
     - Και τώρα, τι κάνουμε; σκέφτηκε.
     Μήπως να πήγαινε καμιά βόλτα να χωνέψει; Μερικές χορευταρούδες φυσαλίδες εμφανίστηκαν και πάλι.
     - Και τώρα μου μυρίζει γαύρος, είπε η έγκυος καρχαρίνα, μισό χιλιόμετρο πιο κάτω.
     - Αυτή η εγκυμοσύνη σε έχει τρελλάνει, της είπε ο άντρας της.
     Καλή ιδέα ήταν η βόλτα, ναι, της άρεσε της Μπέλας. 
     - Προς τα πού να πάω; αναρωτήθηκε.
     Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, ερημιά. Κανένα ψάρι δεν φαινόταν εκεί κοντά.
     - Όπου και να πάω, δεν θα με ενοχλήσει κανείς, σκέφτηκε η Μπέλα.
     Και άρχισε να βολτάρει αργά και αρχοντικά. 
     Τι ωραία ησυχία! Ό,τι ήθελε μπορούσε να κάνει, κανείς δεν θα την έβλεπε, αφού κανείς δεν υπήρχε εκεί γύρω.
     Και τότε η Μπέλα είχε μια ακόμα καλύτερη ιδέα: άρχισε να χορεύει. Και ήταν υπέροχο το συναίσθημα, να γλιστράει ανάμεσα στο γαλάζιο, και να ανεβαίνει στην επιφάνεια, και να βουτάει, και να τρέχει πότε προς τη μία πλευρά, πότε προς την άλλη, και λίγο ακόμα ήθελε για να τραγουδήσει...
     Και καθώς η Μπέλα χόρευε, απορροφήθηκε τόσο πολύ από το χορό της, που δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν και τόσο αόρατη, τελικά... Και δεν πήρε είδηση ότι την ώρα που βουτούσε, κάποιος πρόλαβε να δει την όμορφη, λευκή ουρά της, προτού χαθεί κι εκείνη μέσα στο γαλάζιο του ουρανού.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Ήσυχες μέρες του Αυγούστου



     Πόσο μου αρέσει ο Αύγουστος! Αλλά όχι λόγω διακοπών, όχι δικών μου διακοπών τουλάχιστον. Ο Αύγουστος μου αρέσει για την ησυχία του.
     Διότι, μη μου πείτε ότι ο Αύγουστος στην πόλη δεν είναι ήσυχος... Είναι η μόνη εποχή του χρόνου, που για να περάσω τον δρόμο που περνάει μπροστά από το σπίτι μου δεν χρειάζομαι 2-3 λεπτά. Είναι η μόνη εποχή που το να κάθομαι στο μπαλκόνι σημαίνει ότι μπορώ, όχι απλώς να μιλάω με κάποιον άλλον άνθρωπο και να τον ακούω, αλλά μπορώ να διαβάσω ένα βιβλίο, μπορώ να χαλαρώσω κοιτάζοντας το άπειρο, μπορώ να σκεφτώ... Όλα αυτά στο μπαλκόνι, που βρίσκεται μπροστά σε έναν κεντρικό δρόμο.
     Βέβαια, θα μου πείτε, υπάρχουν και αρνητικά τον Αύγουστο: οι διάφορες υπηρεσίες που υπολειτουργούν, τα καταστήματα που κλείνουν, οι συγκοινωνίες που αραιώνουν, η ζέστη... Ναι, αλλά γιατί να συγκεντρωθούμε στα αρνητικά και να μην δώσουμε σημασία στα θετικά; Ποτήρι μισογεμάτο, αγαπημένοι μου φίλοι, ποτέ μισοάδειο. Εξάλλου, κάποιος είπε ότι το ποτήρι, ακόμα κι όταν είναι άδειο, πάλι γεμάτο είναι. Με αέρα.
     Ο Αύγουστος, λοιπόν, είναι η μόνη περίοδος που απολαμβάνω το μπαλκόνι μου, τους άδειους δρόμους, την Αθήνα χωρίς τους Αθηναίους (Αθηναίους, τρόπος του λέγειν). Και ίσως τα τζιτζίκια να τερετίζουν δυνατότερα τον Αύγουστο, ίσως πάλι να είναι η μόνη εποχή που λόγω της μείωσης της κίνησης στους δρόμους να μπορούν να ακουστούν τόσο καθαρά...
     Και έτσι, με το τερέτισμα των τζιτζικιών, το καλοκαίρι κάνει περισσότερο αισθητή την παρουσία του στην πόλη και ηχητικά εξομοιώνει την πόλη με το χωριό. Και θυμίζει παιδικά καλοκαίρια που ψάχναμε να βρούμε τα τζιτζίκια επάνω στα δέντρα για να τα πιάσουμε, αλλά εκείνα σαν να το ήξεραν σώπαιναν μόλις πλησιάζαμε. Και όμως, καταφέρναμε να τα εντοπίσουμε και δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τα πιάσουμε τελικά, έτσι απορροφημένα που ήταν από το τραγούδι τους. Και τα κρατούσαμε και τα νιώθαμε να τρέμουν στην χούφτα μας, προτού τα αφήσουμε και εκείνα πετάξουν προς κάποιο μακρινό δέντρο και εμείς συνεχίσουμε το κυνήγι τους.
     Και που τρέχαμε στην απιδιά όπου ήταν δεμένη η γαϊδούρα και χτυπούσαμε την απιδιά για να πέσουν τα απίδια να τα φάει, και εκείνη τα έτρωγε κάνοντας χρουτς! χρουτς! και ο παππούς φώναζε ότι εκείνα ήταν καλά απίδια και δεν ήταν για τη γαϊδούρα, εκείνη ας έτρωγε εκείνα που έπεφταν κάτω από μόνα τους... Αλλά πάντα, με κάποιον τρόπο, η γαϊδούρα έτρωγε απίδια Α' ποιότητας, φρεσκοπεσμένα από το δέντρο.
    Και ήταν και τα πρόβατα, που μαζεύονταν γύρω από ένα άλλο δέντρο, για να δροσιστούν στην σκιά του, και μπορεί να υπήρχαν και μερικά αρνάκια, και πλησιάζαμε προσεκτικά για να πιάσουμε τα αρνάκια να τα χαϊδέψουμε, και έπρεπε να προσέχουμε από ποια πλευρά να πάμε, όχι από εκεί που φυσούσε ο αέρας για να μην μας μυριστούν. Και τότε ο παππούς φώναζε, να μην κατσιάσουμε τα αρνάκια με τα χάδια μας. Αλλά, με κάποιον τρόπο, όλο και κάποιο χάδι κατάφερναν να νιώσουν εκείνα τα αρνάκια...
     Πολύ μου αρέσει ο Αύγουστος, με τις ωραίες, ήσυχες μέρες του. Και για όσους μένουμε στην πόλη τέτοια εποχή, είναι ο πιο κατάλληλος μήνας για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας ενόψει του χειμώνα, που αργά ή γρήγορα θα έρθει. Ας τον απολαύσουμε, λοιπόν, με χαλάρωση και πολλές βόλτες, κρατώντας αποστάσεις - όσο μπορούμε, τουλάχιστον - από ό,τι μας βασανίζει όλο τον υπόλοιπο καιρό.
     Και αν αυτό φαίνεται δύσκολο, ίσως και να μην είναι. Ίσως να αρκεί το τερέτισμα των τζιτζικιών, αυτών των διάσημων τεμπέληδων του Αισώπου, για να κάνουμε την απαραίτητη μετάβαση από τη Χώρα του εδώ, στη Χώρα του αλλού, και να βρούμε εκείνο το κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας που παρέμεινε για πάντα εκεί, έτσι ώστε, χρησιμοποιώντας το σαν πυξίδα, να καταφέρουμε να βρούμε όλον τον εαυτό μας. Αξίζει να προσπαθήσουμε. Αν όχι για εμάς, για χάρη του Αυγούστου, που τόσο απλόχερα μας προσφέρει την ησυχία του και το τερέτισμα των τζιτζικιών. Για τον Αύγουστο, ρε γαμώ το!

    


Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου


Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Καταδικασμένες στη συγκατοίκηση




     Ήταν ολόιδιες, η Γιν και η Γιανγκ. Ολόιδιες και αχώριστες. Είχαν τα ίδια όμορφα, σκιστά μάτια, που όταν τα μισόκλειναν γίνονταν σαν δύο γραμμές. Είχαν τα ίδια κατάμαυρα, γυαλιστερά σαν μετάξι μαλλιά. Είχαν και τα ίδια λακκάκια στα μάγουλα, όταν χαμογελούσαν. Κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μία από την άλλη, όταν τις έβλεπαν.
     Κι όμως, η Γιν και η Γιανγκ δεν έμοιαζαν καθόλου η μία με την άλλη. Αρκούσε να τις χαιρετήσεις για να το καταλάβεις: η Γιν αμέσως σου απαντούσε με ένα πλατύ χαμόγελο, που τόνιζε τα λακκάκια στα μάγουλά της, ενώ η Γιανγκ σε κοιτούσε με ανασηκωμένα τα φρύδια, δημιουργώντας δύο λεπτές ρυτίδες στο κούτελό της.
     Αλλά δεν καταλάβαινες τη διαφορά μόνο όταν τις χαιρετούσες. Και όταν τους μιλούσες, γενικά, την καταλάβαινες. Η Γιν ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει, και η αγαπημένη της φράση ήταν "Γιατί όχι;" Και όχι μόνο ήταν πρόθυμη να βοηθήσει, αλλά βοηθούσε και πραγματικά.  Όλοι στο Χο-ρι-γιό, το μικρό ψαράδικο χωριό, είχαν να το λένε για την καλοσύνη και τις ικανότητες της Γιν.
     Αντίθετα, η Γιανγκ πάντα αρνιόταν να βοηθήσει, κι όταν αναγκαζόταν να το κάνει κατέβαζε κάτι μούτρα, που σέρνονταν πιο χαμηλά από τις σόλες των σανδαλιών της. Δεν ήταν να χρειαστείς τη βοήθειά της και να την ζητήσεις, και εκείνη έλεγε αμέσως: "Γιατί εγώ;" Όπως είναι λογικό, η Γιανγκ δεν ήταν και πολύ αγαπητή στο Χο-ρι-γιό. Όλοι προσπαθούσαν να την αποφύγουν, και όταν χρειάζονταν τη βοήθειά της ένιωθαν λες και τους πήγαιναν για εκτέλεση.
     Δυστυχώς, όμως, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει ποια από τις δύο είχε μπροστά του, για να ξέρει αν πρέπει να την αποφύγει ή όχι, αφού οι δυο τους έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Έτσι, ενώ νόμιζαν ότι ζητούσαν μια χάρη από τη Γιν, έβλεπαν με τρόμο το πρόσωπο που είχαν απέναντί τους να σκοτεινιάζει και να ρυτιδιάζει και καταλάβαιναν ότι είχαν κάνει το αίτημά τους σε λάθος άνθρωπο. Και η Γιανγκ τους άρχιζε τη μουρμούρα και τους χαλούσε όλη τη μέρα. Και στο τέλος, πολλές φορές, δεν κατάφερνε να τους βοηθήσει. Ίσως επειδή δεν προσπαθούσε και τόσο πολύ.
     Οι χωρικοί, λοιπόν, αγαπούσαν πολύ την Γιν, αλλά τη Γιανγκ δεν την συμπαθούσαν σχεδόν καθόλου. Και όλο και έκαναν δώρα στην Γιν, μεταξωτά μαντήλια και κάλτσες, και κορδέλες για τα μαλλιά της, και όμορφες βεντάλιες με πολύχρωμα ζώα επάνω, και καλάθια με φρούτα... Και τα έβλεπε αυτά η Γιανγκ και ζήλευε την Γιν. Και όλο γκρίνιαζε ότι εκείνης κανείς δεν της έκανε δώρα και κανείς δεν την αγαπούσε. Και ρωτούσε συνέχεια τι παραπάνω είχε από εκείνην η Γιν, αφού ήταν ολόιδιες. Αλλά κανείς δεν της απαντούσε, αφού όλοι την απόφευγαν.
     Και τότε η Γιανγκ τα έβαζε με την Γιν.
     - Εσύ φταις για όλα, της έλεγε. Εσύ και τα ψεύτικα χαμόγελά σου.
     Και η Γιν δεν μιλούσε, επειδή σκεφτόταν ότι η Γιανγκ τα έλεγε όλα πάνω στα νεύρα της, και ότι δεν τα εννοούσε.
     - Ναι, συνέχιζε η Γιανγκ, εσύ φταις. Είσαι όλο χαμόγελα για να σε συμπαθούνε όλοι, αλλά εγώ, κυρία μου, τους λέω την αλήθεια, και την αλήθεια δεν θέλουν να την ακούνε. Ενώ εσύ συνέχεια τους λες αυτό που θέλουν να ακούσουν και γι'αυτό σε αγαπάνε. Αλλά κάποια μέρα θα το καταλάβουν ότι είσαι ψεύτικη. Και τότε θα δεις εσύ!
     Και η Γιν πήγαινε μια βόλτα μέχρι να ηρεμήσει η Γιανγκ. Αλλά εκείνη όχι μόνο δεν ηρεμούσε, αλλά θύμωνε κι άλλο.
     - Και τώρα, δηλαδή, τι παριστάνεις; Τη θιγμένη; Εγώ έχω θιχτεί, εγώ! Αλλά έτσι γίνεται συνήθως... Ναι, ναι, πήγαινε τη βόλτα σου, δε με νοιάζει καθόλου! Πήγαινε, αλλά αυτό που προσπαθείς να κάνεις δεν θα το καταφέρεις. Στο τέλος όλοι θα καταλάβουν πόσο ψεύτικη είσαι και εσύ και το χαμόγελό σου.
     Και αφού η Γιν απομακρυνόταν κι άλλο, η Γιανγκ άρχιζε να φωνάζει.
     - Μη νομίζεις ότι δεν έχω καταλάβει τι προσπαθείς να κάνεις! Ξέρω ότι παριστάνεις την καλή για να σε συμπαθήσουν όλοι και να αντιπαθήσουν εμένα, αλλά δεν θα σου περάσει, να το ξέρεις!
     Και τότε όλο και εμφανιζόταν κάποιος χωρικός που χρειαζόταν κάποια χάρη, αλλά η Γιανγκ τον έπαιρνε από τα μούτρα.
     - Και εσύ, του έλεγε, μη νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι δεν με συμπαθείς... Αλλά τότε, πώς τολμάς και ζητάς τη βοήθειά μου; Να πας να σε βοηθήσει η Γιν, αφού εκείνη συμπαθείς και σε εκείνην κάνεις δώρα... Όλοι σας να πάτε στη Γιν!
     Και η Γιν στενοχωριόταν κατά βάθος, αλλά σκεφτόταν ότι στο τέλος η Γιανγκ θα καταλάβαινε ότι οι προθέσεις της ήταν αγαθές, δεν ήταν κακιά εξάλλου η Γιανγκ, όχι, κακιά δεν ήταν. Μόνο λίγο απότομη στους τρόπους ήταν, αλλά εντάξει, αυτό δεν πείραζε. Έφταιγε και που ένιωθε παραγκωνισμένη, αλλιώς θα φερόταν καλύτερα, γι'αυτό δεν χωρούσε αμφιβολία. Ναι, δεν ήταν κακιά η Γιανγκ, αυτό έλεγε η Γιν και στους χωρικούς, όταν σύγκριναν τις δυο τους.
     Και όσο η Γιν έβρισκε δικαιολογίες για την Γιανγκ, τόσο η Γιανγκ εξαγριωνόταν περισσότερο. Τι παρίστανε, δηλαδή, η Γιν; Ότι εκείνη ήταν υπεράνω; Αυτό ήταν μεγάλη αδικία! Αφού εκείνη ήταν η θιγμένη! 
     Και δωσ'του από την αρχή.
     Όμως, κάποτε η Γιν άρχισε να κουράζεται από όλη αυτήν την κατάσταση. Η Γιανγκ το είχε παρακάνει. Μέχρι που είχε αρχίσει να την διαβάλλει στο Χο-ρι-γιό και όλες οι κατηγορίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έφταναν στα αυτιά της Γιν. Εξάλλου, δεν ήταν χαζή η Γιν, αυτό πρέπει να το πούμε.
     - Αν θέλεις να σε συμπαθούν και εσένα οι χωρικοί, είπε στην Γιανγκ μια μέρα, θα πρέπει να αλλάξεις τη συμπεριφορά σου. Μιλάς απότομα και αυτό δεν αρέσει στον κόσμο.
     - Σκασίλα μου τι αρέσει στον κόσμο, είπε εκείνη. Εγώ ξέρω πολύ καλά γιατί με αντιπαθούν. Και εσύ το ξέρεις, αφού εσύ φταις. Εσύ και η υποκρισία σου. Αν δεν ήσουν υποκρίτρια και έβλεπαν όλοι ότι προσποιείσαι, κανείς δεν θα σε συμπαθούσε.
     - Εγώ, πάλι, σου λέω να ξανασκεφτείς τη συμπεριφορά σου. Δεν χρειάζεται να τους αποπαίρνεις όταν σου ζητάνε μια χάρη...
     - Δεν σου επιτρέπω να μου λες πώς θα φέρομαι, εγώ δεν είμαι σαν κι εσένα!
     - Ναι, αλλά δεν μπορείς να λες ότι εγώ φταίω για τον τρόπο που σου φέρονται...
     - Εσύ φταις, βέβαια! Αυτό, δα, μας έλειπε, να φταίω εγώ!
     - Αν δοκιμάσεις να αλλάξεις λίγο συμπεριφορά θα το δεις ότι θα αλλάξουν και οι χωρικοί απέναντί σου...
     - Εγώ δεν αλλάζω για χάρη κανενός! Έτσι είμαι και σε όποιον αρέσω!
     - Ναι, αλλά μη λες μετά ότι κανείς δεν σε συμπαθεί...
     - Θα το λέω, άμα είναι αλήθεια, δεν θα μου πεις εσύ τι θα λέω...
     - Εγώ σου το λέω για το καλό σου...
     - Δεν θέλω να μου δίνεις συμβουλές, κι αν δεν σου αρέσει η παρέα μου, καλύτερα να του δίνεις...
     Και τότε η Γιν σκέφτηκε ότι θα ήταν πράγματι μια καλή ιδέα να φύγει, αφού τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα στην Γιανγκ. Τι κέρδιζε, δηλαδή, με το να κάθεται εκεί; Ε, ναι, λοιπόν, θα έφευγε. Θα έφευγε μακριά.
     - Εντάξει, είπε, θα φύγω. Και τότε θα εκτιμήσεις την αξία μου.
     - Ναι, σιγά...
     Αλλά η Γιν ήταν αποφασισμένη να φύγει. Και ξεκίνησε να φύγει. Δεν τα κατάφερε, δυστυχώς. Είχαν, βλέπετε, τα ίδια μάτια με την Γιανγκ, τα ίδια μαλλιά, τα ίδια λακκάκια στα μάγουλα... Ήταν, βλέπετε, και οι δύο παγιδευμένες στο ίδιο σώμα. Στο σώμα ενός Διδύμου...