Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Κάπου, κάποτε


     Και τελικά, το είπαν και έγινε: τα ζώα έκαναν εκλογές. Και το λιοντάρι τα βρήκε σκούρα στον προεκλογικό του αγώνα. 
     - Σας εγγυώμαι μια καλύτερη ζωή, είπε στην προεκλογική του ομιλία.
     - Και γιατί δεν μας την έδωσες πριν; τον ρώτησαν εκείνα.
     - Μα δεν το είχα καταλάβει ότι είχατε πρόβλημα, απάντησε.
     - Εμ, βέβαια, πού να το καταλάβεις, έτσι ξαπλωμένος που ήσουν όλη μέρα, να χτενίζεις τη χαίτη σου και να μασουλάς τα ζαρκαδάκια που σου έφερναν οι λέαινες της αγέλης σου.
     - Ναι, αλλά τώρα ξέρω, θα δείτε, θα είμαι καλός...
     - Ό,τι και να κάνεις, αετός δεν είσαι, του απάντησαν και τον αποστόμωσαν, αφού αυτή ήταν η αλήθεια: αετός δεν ήταν.
     Και δεν φταίει μόνο που δεν ήταν αετός, ήταν και που ο αετός είχε βάλει και εκείνος υποψηφιότητα, και τα πράγματα για το λιοντάρι δυσκόλευαν πολύ.
     - Ελάτε να πετάξουμε όλοι μαζί σε μια καλύτερη ζωή! είχε πει ο αετός στη δική του προεκλογική ομιλία, και τα ζώα πολύ θα το ήθελαν να πετάξουν.
     Το λιοντάρι δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει τον αετό.
     - Μην τον ακούτε τον αετό, άρχισε να φωνάζει, δεν ξέρει τι λέει!
     - Μα με εκείνον θα πετάξουμε!
     - Αν τον εκλέξετε θα κάνετε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σας!
     - Γιατί το λες αυτό;
     - Ακούστε με, ξέρω τι σας λέω, αυτός δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα, εγώ έχω εμπειρία, ξέρω...
     - Ναι, το είδαμε τι ξέρεις!
     - Αν τον εκλέξετε, δεν θα βρίσκετε φαγητό!
     - Μη λες βλακείες!
     - Θα βρέχει κάθε μέρα!
     - Αχ, ωραία! φώναξαν τα σαλιγκάρια.
     - Θα σπάνε τα αυγά σας, είπε στα πουλιά.
     - Θα προσέχουμε.
     - Θα σας πέσει το τρίχωμα, τα δόντια και η ουρά.
     - Μα δεν έχουμε τρίχωμα, ούτε δόντια, είπαν τα πουλιά, ενώ τα άλλα ζώα αλληλοκοιτάζονταν ανήσυχα.
     - Θα σας πέσουν και τα φτερά.
     - Καλά, για τα φτερά δεν μας πολυνοιάζει, είπαν τα ζώα.
     - Θα έχει μόνο νύχτα.
     - Επιτέλους! είπαν οι κουκουβάγιες, οι νυχτερίδες και οι τυφλοπόντικες.
     - Θα πλημμυρίσει η γη με νερό!
     - Θα έχουμε άφθονο νερό να πιούμε, άσε που θα βρίσκουμε να τρώμε και ψάρια...
     Είδε κι απόειδε το λιοντάρι, του τελείωσαν τα επιχειρήματα.
     Και ήρθε η μέρα των εκλογών, και αυτό που φοβόταν το λιοντάρι έγινε: τις εκλογές τις κέρδισε ο αετός, που το γιόρτασε κάνοντας κύκλους ψηλά στον ουρανό. Και έφυγε το λιοντάρι από τον θρόνο και κάθησε στον θρόνο ο αετός.
     Ωραία ήταν όλα και όλοι έλεγαν "επιτέλους, έφυγε το λιοντάρι, που μας είχε ρημάξει τη ζωή", αλλά... πότε θα πετούσαν επιτέλους;
     Περίμεναν μια μέρα, περίμεναν δύο, μία βδομάδα, τρεις βδομάδες, έναν μήνα, δυο μήνες... Κάτι μάλλον δεν πήγαινε καλά. Πήγαν, λοιπόν, και βρήκαν τον αετό.
     - Τι τρέχει; τους ρώτησε.
     - Μας υποσχέθηκες ότι θα πετούσαμε, του απάντησαν.
     - Ε, και γιατί δεν πετάτε;
     - Μα πώς θα πετάξουμε;
     - Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Να, έτσι! είπε και πέταξε στον αέρα με ταχύτητα και μαεστρία.
     Μόνο μερικά πουλιά πέταξαν, αλλά εκείνα, εντάξει, πετούσαν και πριν.
     - Μα δεν είναι δύσκολο, είπε ο αετός. Απλώς, ανοίξτε τα φτερά σας και κουνήστε τα πάνω-κάτω.
     Τα ζώα αλληλοκοιτάχτηκαν με απορία.
     - Πού είναι τα φτερά μου; αναρωτήθηκε η αρκούδα.
     - Δηλαδή, έχω φτερά και δεν το ήξερα; ρώτησε ο σκαντζόχοιρος.
     - Μαμά, έχω κι εγώ φτερά; ρώτησε και ένα κουνελάκι τη μαμά του.
     - Ελάτε, λοιπόν, είπε ο αετός, πάμε όλοι μαζί: πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, με δύναμη και ταχύτητα...
     Άρχισαν, λοιπόν, και τα ζώα να κουνάνε πάνω-κάτω τα μπροστινά τους πόδια, αφού κάτι άλλο δεν είχαν επάνω τους, αλλά μάταια. Ύστερα από λίγο ήταν όλα λαχανιασμένα και ιδρωμένα και κανένα τους δεν είχε καταφέρει να πετάξει, ούτε τόσο δα.
     - Μα δεν καταλαβαίνω, είπε ο αετός, τι πρόβλημα υπάρχει;
     - Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να πετάξουμε! φώναξαν όλα μαζί τα ζώα. Μας κορόιδεψες!
     Ο αετός στενοχωρήθηκε πραγματικά. Ειλικρινά, ήθελε πολύ να πετάξουν τα ζώα, τους το είχε υποσχεθεί εξάλλου. Και τώρα τι θα έκανε;
     - Θα υπάρχει κάποια λύση, είπε, δεν μπορεί... Αφήστε με να το σκεφτώ και θα σας πω τι θα κάνουμε.
     Και λέγοντας αυτά, άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι τη φωλιά του επάνω στο βουνό. Ήθελε την ησυχία του για να συγκεντρωθεί.
     Όμως, όσο κι αν συγκεντρώθηκε, όσο κι αν σκέφτηκε, δεν του ήρθε καμιά ιδέα. Ώστε ήταν ένας αποτυχημένος; Τι θα έλεγε τώρα στα ζώα, που τον είχαν εμπιστευτεί; Πώς θα τα αντίκριζε; Με τι μούτρα θα ξανακαθόταν στον θρόνο της εξουσίας; Άρχισε να σκέφτεται το ενδεχόμενο να παραιτηθεί. Ίσως, τελικά, τα πράγματα να ήταν καλύτερα πρώτα, τότε που τα ζώα δεν είχαν προσδοκίες. Τώρα που τους είχε μπει η ιδέα να πετάξουν, δεν υπήρχε καμία ελπίδα να τα ικανοποιήσει.
     - Τι έκανα; αναρωτιόταν. Πόσο χαζός ήμουν, για να τους υποσχεθώ ότι θα πετάξουν;
     Εκεί ψηλά, στο βουνό, που ήταν η φωλιά του αετού, ζούσε και ένα ποντικάκι. Ήταν ένα ποντικάκι γέρικο και σοφό, που είχε αποφασίσει να γίνει ερημίτης και γι'αυτό είχε πάρει τα βουνά. Έτυχε, λοιπόν, το ποντικάκι να ακούσει τους προβληματισμούς του αετού και θέλησε να τον βοηθήσει. Πλησίασε, λοιπόν, προσεκτικά στη φωλιά του αετού και μπήκε μέσα.
     - Τι θέλεις εσύ εδώ; το ρώτησε ο αετός. Δεν φοβάσαι μήπως σε φάω; Έχω να φάω από εχθές.
     - Εγώ είμαι γέρος και κοκαλιάρης, απάντησε το ποντικάκι. Δεν νομίζω να σου αρέσει και πολύ να με φας, θα στραβοκαταπιείς κανένα κόκαλο και θα πεθάνεις πριν να πεις κιχ!
     - Και γιατί ήρθες, λοιπόν;
     - Άκουσα τους προβληματισμούς σου και αποφάσισα να σε βοηθήσω.
     - Εσύ, εμένα;
     - Ναι, άκουσέ με και δεν θα το μετανιώσεις. Υποσχέθηκες κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει, αφού δεν είναι όλα τα ζώα πουλιά για να πετάνε. Ίσως παρασύρθηκες και πίστεψες ότι θα μπορούσαν να γίνουν πουλιά. Όμως δεν μπορούν. Να είσαι σίγουρος ότι δεν μπορούν. Και σίγουρα πολλά από αυτά θα στενοχωρηθούν όταν καταλάβουν ότι δεν θα πετάξουν ποτέ. Φταίνε όμως και εκείνα που πίστεψαν ότι ήταν κάτι άλλο από αυτό που είναι. Δεν πειράζει, μην στενοχωριέσαι.
     - Και τι θα κάνω; Εκείνα με πίστεψαν, πίστεψαν ότι θα πετούσαν μαζί μου, όπως τους υποσχέθηκα.
     - Με τα μεγάλα λόγια χάνεται η ουσία, είπε το ποντικάκι. Η ουσία είναι άλλη. Αυτό που πραγματικά χρειάζονται τα ζώα, αυτό για το οποίο σε ψήφισαν, δεν είναι να πετάξουν, είναι να έχουν μια καλύτερη ζωή. Και η καλύτερη ζωή είναι διαφορετική για τον λαγό και διαφορετική για τον κύκνο, διαφορετική για τον βάτραχο και διαφορετική για τον λύκο. Καλύτερη ζωή δεν σημαίνει να πετάς, καλύτερη ζωή σημαίνει να ζεις καλύτερα από πριν, στο περιβάλλον όπου βρίσκεσαι και για το οποίο είσαι φτιαγμένος. Φρόντισε, λοιπόν, να βελτιώσεις τη ζωή των ζώων εκεί που ζουν, και άσε τα μεγάλα λόγια για τα παραμύθια.
     Έτσι είπε το ποντικάκι και ο αετός το πήρε το μήνυμα. Αλλά, μεταξύ μας, το ποντικάκι δεν του την είπε όλη την αλήθεια του αετού. Επειδή, για να είμαστε ειλικρινείς, και τα ζώα μπορεί να πετάξουν κάποια μέρα. Ακόμα κι αν αυτή η μέρα είναι πάρα πολύ μακρινή.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Το τέλος μιας σχέσης

     Συνέβη εχθές, που η μέρα ήταν όμορφη, και ο ήλιος χαμογελαστός: η Πίπη είχε μία κατάκτηση, ένα φλερτ, αν προτιμάτε.
     Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Πίπη καθόταν συγκεντρωμένη και ασχολιόταν με τη δουλειά της, όταν από εκεί δίπλα πέρασε ένας άνεμος. Και όταν λέμε "άνεμος", μην φανταστείτε κανέναν από εκείνους τους γέρους τους ανέμους, που φυσάνε δυνατά και σε παγώνουν, όχι, η Πίπη είναι πολύ κουμπωμένη απέναντι σε τέτοιους ανέμους. Ήταν ένας άνεμος νέος, με όλη την φρεσκάδα και την δροσιά της ηλικίας του.
     Καθώς, λοιπόν, ο νέος άνεμος περνούσε δίπλα από την Πίπη σφυρίζοντας σιγανά, το μάτι του έπεσε επάνω της. Και αμέσως τότε, ο άνεμος ερωτοχτυπήθηκε. Βρε, τι ζαργανάκι ήταν αυτό; Καιρό είχε να συναντήσει μία Πίπη. Δεν επρόκειτο, φυσικά, να χάσει την ευκαιρία και πέρασε αμέσως στο προκείμενο.
     - Ψιτ, δεσποινίς! της φώναξε, αλλά εκείνη τον αγνόησε.
     - Με συγχωρείτε, συνέχισε ο άνεμος, σε εσάς μιλάω!
     Σημασία η Πίπη.
     - Θα ήθελα ειλικρινά να σας εκφράσω τον θαυμασμό μου, συνέχισε απτόητος εκείνος, και μην θεωρήσετε επιπόλαια τα λόγια μου επειδή είμαι νέος, ό,τι λέω το εννοώ!
     Τσιμουδιά η Πίπη.
     - Δεν συνηθίζω να φλερτάρω, είπε ο άνεμος και την πλησίασε λίγο, αλλά είστε τόσο όμορφη, και τα μαλλιά σας φαίνονται τόσο απαλά!
     Άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά, ενώ εκείνη του έριξε μια ενοχλημένη ματιά.
     - Με συγχωρείτε, είπε εκείνος και μαζεύτηκε, ίσως ήταν τολμηρό από μέρους μου, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ. Πιστέψτε με, δεν σας βλέπω σαν μια επιπόλαιη κατάκτηση, έχω σοβαρό σκοπό!
     Αυτό ακουγόταν κάπως ενδιαφέρον, άσε που, εδώ που τα λέμε, το χάδι του δεν ήταν και πολύ ενοχλητικό. Η Πίπη τον κοίταξε.
     - Θεέ μου, είπε εκείνος, τι όμορφα μάτια που έχετε! Το βλέμμα σας καρφώθηκε κατευθείαν στην καρδιά μου! Μου επιτρέπετε να πλησιάσω για να τα δω καλύτερα;
     Η Πίπη του επέτρεψε.
     - Ω, μα είστε θείο πλάσμα, είπε ο άνεμος, θα μπορούσα να σας λατρεύω μια ζωή! Τι δέρμα φωτεινό που έχετε, και αυτές οι φακίδες τονίζουν τόσο όμορφα την λευκότητα της επιδερμίδα σας!
     Η Πίπη κολακεύτηκε. Εντάξει, για τα μάτια της της είχαν ξαναπεί, για τις φακίδες της όμως...
     - Και τι όμορφο λαιμό που έχετε, συνέχισε ο άνεμος, σαν του κύκνου! Θα μπορούσα να τον χαϊδέψω;
     Και προτού το καλοσκεφτεί η Πίπη, ο άνεμος χάιδευε απαλά το λαιμό της.
     - Μήπως θα μπορούσα να τον φιλήσω κιόλας;
     (Εντάξει, καταλαβαίνω ότι η περιγραφή φαίνεται να αγγίζει την ερωτική λογοτεχνία, όμως μην σκανδαλίζεστε άδικα, όλα έγιναν με κόσμιο τρόπο, το κείμενο είναι κατάλληλο και για ανηλίκους - επιθυμητή η γονική συναίνεση)
     Μα τι απαλά που χάιδευε ο άνεμος, πότε τα μαλλιά, πότε το λαιμό της Πίπης! Και τι τρυφερά που φιλούσε το λαιμό της! Και η Πίπη αποφάσισε να παραδοθεί στην ευχαρίστηση που της πρόσφερε το άγγιγμά του. Ας πάει και το παλιάμπελο, μια ζωή την έχουμε!
     Και συνέχιζε ο άνεμος να χαϊδεύει και να φιλάει, και συνέχισε η Πίπη να το απολαμβάνει, και η θερμοκρασία ανέβηκε...
     - Ω, αγαπημένη μου, είπε ο άνεμος στην Πίπη - αφού τώρα πια, ναι, και η ίδια το ένιωθε πως ήταν η αγαπημένη του - θέλω τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω...
     Και η Πίπη αφέθηκε στο αγκάλιασμα του ανέμου, και εκείνος την αγκάλιαζε σφιχτά και με πάθος...
     Όλα αυτά έγιναν εχθές. Και σήμερα η Πίπη ξύπνησε πιασμένη από τα αγκαλιάσματα του ανέμου και με το λαιμό ερεθισμένο από τα φιλιά του. Και πονάει σήμερα η Πίπη και την ενοχλεί ο λαιμός της, αλλά ψάχνει τον άνεμο και πού να τον βρει; Μόνο κάτι άλλοι άνεμοι κυκλοφορούν, άγαρμποι και χωρίς τακτ, που αντί να χαϊδεύουν τα μαλλιά, τα ανακατεύουν...
     - Με κορόιδεψε, σκέφτεται τώρα η Πίπη. Αχ, πώς την πάτησα εγώ έτσι;
     Και λυπάται πολύ για το πάθημά της η Πίπη, αλλά εγώ καθόλου δεν τη λυπάμαι. Ίσα-ίσα που θα πω και "καλά να πάθει", αφού έδωσε πίστη σε λόγια του αέρα.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Αόρατοι δεσμοί



     - Θεός σχωρέσ' την! είπε η μία.
     - Θεός σχωρέσ' την! είπε η άλλη, ενώ έκλαιγε γοερά. 
     - Τι άτυχη που είμαι! είπε μια τρίτη ενώ τα μαλλιά της έπεφταν τούφες-τούφες από την στενοχώρια της. Έχασα την καλύτερή μου φίλη. Ήταν δίπλα μου τόσα χρόνια, σχεδόν από όταν γεννηθήκαμε.
     - Κουράγιο! της είπε η πρώτη. Όσο και να κλάψεις δεν την φέρνεις πίσω.
     - Και τι καλή που ήταν! είπε η δεύτερη.
     - Πάντα με τον καλό τον λόγο στο στόμα, είπε μια τέταρτη.
     - Ναι, έτσι είναι, ακόμα και στα χειρότερά της δεν παραπονιόταν.
     - Τι άσχημο τέλος! Γιατί να φύγει από τώρα;
     - Βέβαια, τα είχε τα χρονάκια της... Είδατε, τα τελευταία χρόνια είχε καταπέσει πολύ. Ελάχιστα μαλλιά της είχαν μείνει, και αυτά έπεφταν με το παραμικρό φύσημα του ανέμου.
     - Ναι, αλλά και πάλι, με λίγη φροντίδα εγώ πιστεύω ότι θα μπορούσε να ζήσει αρκετά χρόνια ακόμα.
     - Τι κρίμα! Ποτέ πια δεν θα γεμίσει το κενό που άφησε!
     - Ποτέ!
     - Ποτέ, όσο ζω, ποτέ!
     Και συνέχισαν να κλαίνε.
     - Και τα πουλάκια; είπε η μία. Πού θα πηγαίνουν τώρα τα πουλάκια να ξαποσταίνουν; Σε καμία άλλη δεν πήγαιναν, μόνο εκείνη προτιμούσαν.
     Και συνέχισαν να κλαίνε και για τα καημένα τα πουλάκια.
     - Κορίτσια, είπε ξαφνικά μία, δεν το πιστεύω: Κοιτάξτε ποια έρχεται!
     - Πού είναι; Πού;
     - Εκεί, δεν την βλέπεις;
     - Ποια εννοείς;
     - Εκείνη εκεί, που κρατάει ένα παιδάκι από το χέρι...
     - Γνωστή μου φαίνεται, αλλά δεν πάει το μυαλό μου.
     - Περίμενε να πλησιάσει λίγο και θα δεις.
     - Α, για στάσου, νομίζω ότι θυμήθηκα. Δεν είναι εκείνο το κοριτσάκι με τις μακριές πλεξούδες που περνούσε από εδώ πριν από χρόνια για να πάει στο σχολείο;
     - Και που έπαιζε κρυφτό ανάμεσά μας;
     - Ναι, αυτή είναι!
     - Για φαντάσου! είπαν όλες τους με ένα στόμα και για λίγο ξέχασαν την θλίψη τους, που είχαν χάσει τη φίλη τους.
     - Για δες πώς μεγάλωσε!
     - Έχει δικό της παιδί τώρα!
     - Εγώ τη θυμάμαι από πιο παλιά, τότε που ήταν μωρό στο καρότσι, και την πήγαινε η μαμά της ή ο παππούς της στην παιδική χαρά. Ήμουν κι εγώ πολύ νέα τότε.
     Όλες αναστέναξαν όταν θυμήθηκαν τα νιάτα τους.
     - Ναι, έχεις δίκιο. Κι εγώ τη θυμάμαι. Ήταν τόσο χαριτωμένο μωρό!
     - Ναι, και αργότερα μεγάλωσε και περνούσε από εδώ για το σχολείο, με εκείνη την τεράστια τη σάκα, και πάντα κοντοστεκόταν εδώ να παίξει με τον φίλο της, τον θυμάστε τον φίλο της;
     - Λες για εκείνο το αγοράκι με τα σγουρά μαλλιά, που είχε συνέχεια γδαρμένα γόνατα;
     - Ναι, το θυμάσαι;
     - Ναι, πώς δεν το θυμάμαι! Ένα σωρό κλωτσιές μου είχε ρίξει!
     - Έλα κι εσύ, καημένη, θυμάσαι τις κλωτσιές; Παιδάκι ήταν!
     - Αν τις είχες φάει εσύ, πίστεψέ με, δεν θα τις θυμόμουν καθόλου.
     - Ε, όλες μας είχαμε φάει κλωτσιά από το συγκεκριμένο παιδί, ύστερα όμως που μεγάλωσε ήταν κύριος.
     - Ναι, γι'αυτό εσένα σε έγδαρε!
     - Μα τι λες; Το έκανε μόνο από έρωτα! Δεν βλέπεις; Ακόμα το έχω το σημάδι: Γ+Α και γύρω-γύρω μια καρδούλα!
     - Πάντως η μικρή δεν έχει αλλάξει και τόσο, όσο πλησιάζει τόσο πιο πολύ μου θυμίζει πώς ήταν στα παιδικά της χρόνια.
     - Βρε κορίτσια, τη θυμάστε τότε που έφερνε εκείνον τον φιλαράκο της και κάθονταν από κάτω από τη συχωρεμένη και άρχιζαν τις αγκαλιές και τα φιλιά, νομίζοντας ότι κανείς δεν τους έβλεπε;
     - Και πού να ήξερε!
     - Ναι, πού να ήξερε!
     - Τι να έγινε εκείνος ο νεαρός;
     - Δεν ξέρω, δεν τον έχω δει από τότε.
     - Λέτε να παντρεύτηκαν; Λέτε το παιδί να είναι δικό του;
     - Δεν τον θυμάμαι και καλά, για να δω αν του μοιάζει...
     - Πάντως είναι όμορφο παιδάκι.
     - Ναι, πολύ χαριτωμένο.
     - Και νομίζω ότι έχει τα μάτια της.
     - Και το χαμόγελό της έχει.
     - Αχ, μακάρι να αξιωθούμε να το δούμε και αυτό να μεγαλώνει, όπως είδαμε και τη μητέρα του!
     - Μακάρι!
     - Αχ, και να ζούσε τώρα η μακαρίτισσα να έβλεπε την κοπέλα, πόσο θα την καμάρωνε!
     Ανάμεσά τους απλώθηκε ξανά η θλίψη για τη χαμένη τους φίλη. Και η κοπέλα, καθώς περνούσε δίπλα από τον κομμένο κορμό της λεύκας, κρατώντας από το χέρι το παιδάκι της, κάτι ένιωσε να σαλεύει μέσα της. Άσχετα αν δεν ήξερε γιατί...

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Βασιλικά γενέθλια



     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη χώρα, ζούσε ένας βασιλιάς που βαριόταν πολύ εύκολα. Όλη τη μέρα την περνούσε στο παλάτι με τους υπουργούς του, βγάζοντας νόμους. Έβγαζε νόμους για τα πάντα: για τους ανθρώπους, για τα ζώα, για τα φυτά, για τη γη, για τη θάλασσα, για τα ποτάμια... Μέχρι και για τον ήλιο έβγαζε νόμους ο βασιλιάς που βαριόταν. 
     Ένας από τους νόμους που είχε βγάλει ο βασιλιάς ήταν ότι τα βασιλικά γενέθλια έπρεπε να γιορτάζονται σε όλη τη χώρα. Έτσι, μια μέρα που ο βασιλιάς είχε γενέθλια και οι βασιλικές μπάντες έπαιζαν εορταστικά τραγούδια, και ο βασιλικός ζαχαροπλάστης έφτιαξε μία ωραία πενταόροφη τούρτα γενεθλίων, ένας ηλικιωμένος ωρολογοποιός επισκέφτηκε το παλάτι για να ευχηθεί στο βασιλιά.
     Ο βασιλιάς τον δέχτηκε στη μεγάλη, βασιλική σάλα των εκδηλώσεων. Ο ηλικιωμένος πλησίασε αργά-αργά και γονάτισε μπροστά στο βασιλιά. Μαζί του είχε ένα μικρό κουτάκι.
     - Βασιλιά μου, είπε, ήρθα να ευχηθώ στη Μεγαλειότητά σας ευτυχία και μακροημέρευση και της έφερα ένα μικρό, ταπεινό δώρο.
     Και λέγοντας αυτά, πρόσφερε το κουτάκι που κρατούσε.
     Ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να χασμουρηθεί, αλλά όταν άκουσε για δώρο συγκρατήθηκε. Έπιασε στα χέρια του το κουτάκι και το άνοιξε. Μέσα βρισκόταν ένα μικρό, μηχανικό πουλάκι. Και το πουλάκι είχε ένα κουρδιστήρι. Και όταν το κούρδιζες, το πουλάκι κελαηδούσε γλυκά.
     Πολύ ενθουσιάστηκε ο βασιλιάς με αυτό το δώρο, και πρόσταξε να δώσουν στον ηλικιωμένο ωρολογοποιό ένα κομμάτι τούρτα με κερασάκι επάνω. Ο ωρολογοποιός ευχαρίστησε το βασιλιά, του ευχήθηκε και πάλι, έκανε μια μεγάλη υπόκλιση και έφυγε από το παλάτι.
     - Μα τι ωραίο που είναι αυτό το μηχανικό πουλί! θαύμασε ο βασιλιάς και πέρασε όλη την υπόλοιπη μέρα κουρδίζοντάς το.
     Δεν χασμουρήθηκε ούτε μια φορά εκείνη τη μέρα.
     - Για δες, σκέφτηκε, τελικά δεν ήταν και πολύ βαρετά τα γενέθλιά μου. Κρίμα που τελείωσαν, δεν πρόλαβα να τα χαρώ. Ωραία δε θα ήταν να μην τελείωναν απόψε; Αλλά γιατί να τελειώσουν; Θα βγάλω νόμο ότι τα γενέθλιά μου θα γιορτάζονται δύο μέρες στη σειρά.
     Έτσι και έκανε. Και την επόμενη μέρα ξανάρχισαν οι βασιλικές μπάντες να παίζουν εορταστικά τραγούδια, και ο βασιλικός ζαχαροπλάστης έφτιαξε καινούργια τούρτα, και ο βασιλιάς ξαναέσβησε κεράκια, και σε όλη τη χώρα ξαναγιόρτασαν τα γενέθλια του βασιλιά. Αλλά κανένας δεν του έφερε κάποιο περίεργο δώρο του βασιλιά εκείνη τη μέρα.
     - Τι κρίμα! σκέφτηκε και χασμουρήθηκε. Καλό το μηχανικό πουλί, αλλά το βαρέθηκα και κανείς δεν μου έφερε κανένα άλλο δώρο. Αυτό δεν είναι καθόλου ωραίο. Θα βγάλω νέο νόμο.
     Και έβγαλε καινούργιο νόμο ότι τα γενέθλια του βασιλιά θα γιορτάζονταν τρεις μέρες στη σειρά και ότι όλοι οι υπήκοοι θα έπρεπε να του κάνουν δώρο.
     Και την επόμενη μέρα, που οι βασιλικές μπάντες ξαναέπαιζαν τα εορταστικά τους τραγούδια και που ο βασιλικός ζαχαροπλάστης έφτιαχνε μια καινούργια τούρτα γενεθλίων, το παλάτι γέμισε από κόσμο που περίμενε στη σειρά για να δώσει στο βασιλιά το δώρο του. Γέμισε το παλάτι δώρα, και αυτό ήταν αρκετά ωραίο. Όμως, κανένα δώρο δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον όσο ήταν το μηχανικό πουλί, όταν το πρωτοείδε.
     - Ωραία τα δώρα, σκέφτηκε ο βασιλιάς, αλλά καθόλου πρωτότυπα. Μάλλον θα πρέπει να βγάλω καινούργιο νόμο.
     Και έβγαλε καινούργιο νόμο που έλεγε ότι και την επόμενη μέρα θα είχε γενέθλια ο βασιλιάς και ότι όλοι οι υπήκοοι θα έπρεπε να του φέρουν τα πιο αξιοπερίεργα δώρα που μπορούσαν να βρουν. Και την επόμενη μέρα ξαναγέμισε το παλάτι από κόσμο, και ξαναγέμισε και με δώρα, και αυτή τη φορά τα δώρα ήταν πιο ενδιαφέροντα, ναι, αλλά και πάλι...
     - Τι θα γίνει τώρα που ξανατελείωσαν τα γενέθλιά μου; σκέφτηκε ο βασιλιάς. Θα περιμένω πάλι μέχρι του χρόνου; Ας βγάλω, καλύτερα, έναν νόμο.
     Και έβγαλε καινούργιο νόμο που έλεγε ότι ο βασιλιάς θα είχε γενέθλια κάθε μέρα, και κάθε μέρα η χώρα θα τα γιόρταζε, και κάθε μέρα οι υπήκοοι θα έπρεπε να του φέρνουν τα πιο αξιοπερίεργα δώρα που μπορούσαν να φανταστούν.
     Από τότε, οι μέρες του βασιλιά έγιναν πολύ πιο ενδιαφέρουσες από παλιά και δεν χασμουριόταν τόσο συχνά. Κάθε μέρα είχε μια καινούργια τούρτα γενεθλίων και ένα σωρό δώρα να θαυμάσει και αυτό του έδινε μεγάλη χαρά. Και γέμιζε το παλάτι δώρα, τόσο που άρχισαν να φτιάχνουν και νέα δωμάτια στο παλάτι για να τα χωρέσουν, και ο κόσμος δεν τελείωνε ποτέ, αφού μέχρι να φύγει ξημέρωνε η νέα μέρα και έπρεπε όλοι να ξαναστηθούν στην ουρά με το καινούργιο τους δώρο.
     Μεγάλο πρόβλημα είχαν οι υπήκοοι του βασιλιά. Δεν ήταν δα εύκολο να φέρνουν δώρα στο βασιλιά κάθε μέρα. Άσε που υπήρχε και ο νόμος για τα πρωτότυπα δώρα, και πού να τα βρουν τα πρωτότυπα δώρα οι άνθρωποι;
     Μια μέρα, όμως, έφτασε στο παλάτι μια γριούλα με καμπούρα και μπαστούνι. Η γριούλα ήταν ξένη, από άλλο τόπο, αλλά είχε ακούσει τόσα λόγια για το βασιλιά, που ήθελε να τον γνωρίσει και από κοντά. Στο ένα της χέρι - αυτό που δεν κρατούσε το μπαστούνι - κρατούσε ένα μικρό πακετάκι.
     - Μεγαλειότατε, είπε αφού έκανε μια υπόκλιση, άκουσα πολλά για εσένα και ήρθα να σε γνωρίσω. Και, αν και από ξένη χώρα, μην νομίζεις πως σε ξέχασα: ορίστε το δώρο μου για τα γενέθλιά σου.
     Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ που ακόμα και από άλλες χώρες του έφερναν δώρα και πρόσταξε τους αυλικούς του να του φέρουν στα χέρια του το δώρο της γριούλας. Άνοιξε το πακέτο, αλλά τι να δει; Μέσα υπήρχαν κεριά, κεριά γενεθλίων.
     - Α, κεριά, είπε βαριεστημένα.
     - Δεν είναι συνηθισμένα κεριά, Μεγαλειότατε, είπε η γριούλα. Αυτά τα κεριά δεν σβήνουν ποτέ. Δηλαδή, σβήνουν, αλλά ανάβουν ξανά από μόνα τους.
     Ο βασιλιάς δεν είχε ξανακούσει για κεριά που άναβαν μόνα τους και διέταξε να τα δοκιμάσουν αμέσως. Και μόλις τα άναψαν τα κεριά, ο βασιλιάς έκανε μία "φου!" και τα έσβησε. 
     - Σιγά το περίεργο, σκέφτηκε, η γριά με κορόιδεψε, δεν έχουν τίποτα το αξιοπερίεργο αυτά τα κεριά...
     Αλλά προτού ολοκληρώσει την σκέψη του, τα κεριά ως δια μαγείας είχαν ανάψει και φεγγοβολούσαν, σαν να μην είχαν σβήσει ποτέ. Ώστε η γριούλα έλεγε αλήθεια, τα κεριά ήταν πολύ περίεργα. Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε και διέταξε να δώσουν στην γριούλα ένα μεγάλο κομμάτι τούρτα, με σαντιγί και τρούφα σοκολάτα. Και η γριούλα έφυγε από το παλάτι, σκυφτή και καμπουριασμένη όπως είχε έρθει, αλλά και πασαλειμένη με σαντιγί και τρούφα σοκολάτα.
     Ο βασιλιάς δεν το χόρταινε το καινούργιο του δώρο. Προσέλαβε κι άλλους ζαχαροπλάστες στο παλάτι και τους ζήτησε να φτιάχνουν τούρτες. Τώρα μπορούσε να σβήνει και να ξανασβήνει τα κεριά όσες φορές ήθελε. Μπορούσε να έχει γενέθλια όσες φορές μέσα στη μέρα επιθυμούσε. Και τα πολλά γενέθλια μέσα στην ίδια μέρα έγιναν νόμος του κράτους.
     Τρόμος τους έπιασε τους υπηκόους. Τι θα έκαναν τώρα; Πώς θα έβρισκαν τόσα πολλά και πρωτότυπα δώρα κάθε μέρα; Πόσο αχόρταγος ήταν πια αυτός ο βασιλιάς; Αλλά όσο κι αν διαφωνούσαν, δεν μπορούσαν να πάνε κόντρα στον νόμο. Και οι ζαχαροπλάστες του παλατιού έφτιαχναν τη μία τούρτα μετά την άλλη, και οι βασιλικοί αρχιτέκτονες έφτιαχναν νέα δωμάτια για τα δώρα του βασιλιά, και οι βασιλικές μπάντες έπαιζαν συνέχεια εορταστικά τραγούδια.
     Όμως τα κεριά άρχισαν σιγά-σιγά να λιώνουν, και μια ωραία μέρα βασιλικών γενεθλίων έσβησαν για πάντα. Μεγάλη θλίψη κατέλαβε τον βασιλιά. Ήθελε τα κεριά του πίσω. Πού θα μπορούσε να βρει κι άλλα τέτοια κεριά; Έστειλε τους αυλικούς του να ψάξουν σε όλα τα γειτονικά βασίλεια και να βρουν την γριούλα με την καμπούρα. Αυτή σίγουρα θα ήξερε. Οι αυλικοί έψαξαν δέκα μέρες και δέκα νύχτες συνεχόμενα, και τελικά την βρήκαν και την έφεραν στο παλάτι.
     - Τι μπορώ να κάνω για σένα, βασιλιά μου; τον ρώτησε αφού υποκλίθηκε μπροστά του.
     - Τα κεριά έλιωσαν! της είπε εκείνος.
     - Και πού είναι το περίεργο; ρώτησε εκείνη. Αυτό παθαίνουν τα κεριά.
     - Θέλω κι άλλα τέτοια κεριά, πού θα βρω; τη ρώτησε ο βασιλιάς, που δεν του άρεσε και πολύ η απάντησή της.
     - Εγώ τα φτιάχνω, του απάντησε.
     - Τότε να μου φτιάξεις και άλλα, την πρόσταξε.
     - Θα σου έφτιαχνα, του απάντησε, αλλά δεν μπορώ. Αυτά τα κεριά είναι μαγικά και δεν πρέπει κανείς να τα καίει συνέχεια. Και εσύ τα έκαψες μέσα σε λίγες μέρες. Τώρα θα πρέπει να περάσει ένας χρόνος προτού ξαναφτιάξω μαγικά κεριά. Αν του χρόνου συνεχίζεις να τα θέλεις, ζήτησέ μου και θα σου φτιάξω.
     Καθόλου δεν του άρεσε αυτό του βασιλιά. 
     - Τα θέλω τώρα! της είπε. Ή μου τα φτιάχνεις ή θα σε ρίξω στη φυλακή, διάλεξε!
     Και αφού η γριούλα είχε αυτές τις δύο επιλογές, δέχτηκε να φτιάξει καινούργια κεριά.
     - Προσοχή, όμως, του είπε. Δεν θα πρέπει να τα καις συνέχεια. Δεν θα σου φτιάξω άλλα, να το ξέρεις.
     Όμως ο βασιλιάς την αγνόησε και μόλις πήρε τα κεριά στα χέρια του άρχισε πάλι να τα αναβοσβήνει συνέχεια. Και πολύ σύντομα και αυτά τα κεριά έλιωσαν. Έστειλε να ξαναφέρουν την γριούλα στο παλάτι και της ζήτησε κι άλλα κεριά.
     - Μα δεν σου είπα να μην τα κάψεις τόσο γρήγορα; είπε εκείνη. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σου φτιάξω άλλα κεριά.
     - Τότε κι εγώ θα σε βάλω στη φυλακή, είπε ο βασιλιάς θυμωμένος. Φρουροί! Πάρτε την και ρίξτε την στη φυλακή! Μήπως τώρα άλλαξες γνώμη, ξεροκέφαλη γριά;
     - Είσαι άπληστος, βασιλιά μου, του είπε εκείνη, και θα το πληρώσεις. Εντάξει, λοιπόν, θα σου φτιάξω κι άλλα κεριά.
     Και όπως είπε, έτσι κι έκανε. Αλλά στα καινούργια κεριά η γριούλα έκανε ένα ξόρκι. Ήτανε, βλέπετε, μάγισσα και ήξερε από αυτά. Ύστερα παρουσιάστηκε στον βασιλιά και του έδωσε τα κεριά.
     - Ορίστε τα καινούργια κεριά, του είπε, αλλά άκου τη συμβουλή μου και μην τα ανάψεις μέχρι του χρόνου. Αλλιώς, θα την πληρώσεις πολύ ακριβά την απληστία σου.
     - Φρουροί, πάρτε την από εδώ! φώναξε ο βασιλιάς εκνευρισμένος και έβαλε τα κεριά επάνω σε μια τούρτα. 
     Ύστερα τα άναψε, πήρε βαθιά ανάσα και φύσηξε "Φου!". Τα κεριά έσβησαν για λίγο και μετά άναψαν και πάλι. Ο βασιλιάς πήρε και πάλι βαθιά ανάσα και ξαναφύσηξε τα κεριά. Τα κεριά έσβησαν, ύστερα άναψαν και πάλι, ύστερα ο βασιλιάς πήρε πάλι βαθιά ανάσα και τα φύσηξε να σβήσουν, και αυτό έγινε πάρα πολλές φορές, τόσες φορές που ο βασιλιάς άρχισε να βαριέται. Σκέφτηκε τότε να σταματήσει για λίγο. Όμως - τι κακό! - δεν μπορούσε να σταματήσει. Χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα γι'αυτό, τα μάγουλά του και τα πνευμόνια του φούσκωναν και ξεφούσκωναν χωρίς σταματημό.
     - Τι έχω πάθει; σκεφτόταν την ώρα που φυσούσε και ξεφυσούσε. Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να σβήνω τα κεριά αφού το θέλω;
     Και τότε εμφανίστηκε μπροστά του η γριούλα.
     - Όλα εντάξει, βασιλιά μου; ρώτησε, ενώ εκείνος μάταια προσπαθούσε να της μιλήσει. Τα ευχαριστιέσαι τα κεριά σου; Ναι, ξέρω, ξέρω, δεν μπορείς να σταματήσεις, αυτό όμως δεν ήθελες; Ήθελες γενέθλια που να μην τελειώνουν ποτέ, ήθελες δώρα κάθε μέρα, ήθελες μαγικά κεριά... Εγώ σε προειδοποίησα. Σου είπα να μην είσαι άπληστος αλλά δεν με άκουσες. Και τώρα δεν μπορείς να σταματήσεις να γιορτάζεις τα γενέθλιά σου, όπως ακριβώς ήθελες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο για εσένα. Χρόνια πολλά και πάλι.
     Και η γριούλα έφυγε από το παλάτι, ενώ στο μεταξύ, ο βασιλιάς γινόταν όλο και πιο κόκκινος, όλο και πιο κόκκινος... Η συνεχής προσπάθεια να σβήνει συνέχεια τα κεριά είχε κάνει τα μάγουλά του να πονάνε, αλλά εκείνος συνέχιζε να φυσάει χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Και συνέχισε να σβήνει τα κεριά και την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη, και την επόμενη από εκείνη...
     Ώσπου μια μέρα ο βασιλιάς έσκασε από το πολύ φύσημα και έπεσε με τα μούτρα επάνω στην τούρτα του, και πασαλείφτηκε με τούρτα όλο του το πρόσωπο. Και έτρεξε κοντά του ο βασιλικός γιατρός, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον βασιλιά.
     Και η είδηση του θανάτου του βασιλιά εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Και όλη η χώρα γιόρτασε τη μέρα του θανάτου του, όπως ακριβώς μέχρι εκείνη την στιγμή γιόρταζε τα γενέθλιά του, αλλά χωρίς τούρτα και κεριά. Και σίγουρα όχι σύμφωνα με τον νόμο.