- Αχ! φώναξε ο Αχμέτ, πονάω!
- Μην κουνιέσαι, παιδί μου, είπε η Γιασμίν, κάτσε λίγο ήσυχα, αλλιώς δε θα τυλίξω σωστά τον επίδεσμο και θα σου πέσει.
- Μη, τσούζει! φώναξε ξανά ο Αχμέτ.
- Μην κλωτσάς, θα με χτυπήσεις, είπε η Αϊσέ, που του καθάριζε το τραύμα στο γόνατο με ρακί.
- Τσούζει, σου λέω!
- Έτσι πρέπει, είπε η Γιασμίν, πώς αλλιώς θα καθαρίσει η πληγή;
- Ας μην έκανες βλακείες, να μην χτυπούσες, είπε και η Αϊσέ.
- Η αδερφή σου έχει δίκιο, είπε η Γιασμίν. Δεν σας έχουμε πει να μην παίρνετε το ιπτάμενο χαλί του πατέρα σας; Γιατί πρέπει, εσύ ειδικά, να κάνεις πάντα του κεφαλιού σου;
- Μια βόλτα ήθελα να κάνω!
- Ας πήγαινες με τα πόδια. Και, για να'χουμε καλό ρώτημα, τι δουλειά είχες στην άλλη άκρη της πόλης;
- Τυχαία πήγα.
- Σίγουρα; είπε η Γιασμίν. Για κοίταξέ με στα μάτια.
- Ώχου, καλέ μαμά! Τι πράγματα είναι αυτά; Δεν είμαι μωρό!
- Ακριβώς, δεν είσαι μωρό, είσαι κοτζάμ άντρας. Και σαν κοτζάμ άντρα σε ρωτάω: είσαι σίγουρος ότι πήγες τυχαία στην άλλη άκρη της πόλης, επάνω στο ιπτάμενο χαλί του πατέρα σου, που δεν έπρεπε να το έχεις πάρει εξαρχής;
- Τυχαία, ναι!
- Ορκίσου μου.
- Ορκίζομαι στη Μέκκα.
- Από την άλλη μεριά είναι η Μέκκα.
- Μπερδεύτηκα από τη ζαλάδα.
- Βρε, δεν ντρέπεσαι να λες ψέματα στην ίδια σου τη μάνα, και να είσαι και έτοιμος να ορκιστείς από πάνω;
Τα μάτια του Αχμέτ καρφώθηκαν στο μπανταρισμένο του γόνατο.
- Και, δηλαδή, θέλεις να μου πεις ότι δεν πήρες το χαλί για να κάνεις επίδειξη στη Λεϊλά;
- Ποια Λεϊλά; είπε ο Αχμέτ και έσκυψε ακόμα περισσότερο, για να μη φανεί ότι είχε αρχίσει να κοκκινίζει.
- Μην κάνεις τον ανήξερο! Για τη Λεϊλά λέω, τη μικρή κόρη του Καλίλ, του γανωματή. Σε είδαν να ξεροσταλιάζεις κάτω από το παράθυρό της, ουκ ολίγες φορές, σαν το λύκο που μοιρολογάει το φεγγάρι!
- Ναι, καλά... Και πώς κατάλαβαν ότι ήμουν εγώ, μέσα στα σκοτάδια;
- Α, ώστε το ομολογείς!
- Δεν ομολογώ τίποτα!
- Μόλις τώρα ομολόγησες. Εγώ δεν είπα τι ώρα σε είδαν κάτω από το παράθυρό της, εσύ μίλησες για σκοτάδια!
Ο Αχμέτ δαγκώθηκε.
- Για κοτζάμ άντρα, μια χαρά σε ψάρεψε η μαμά, είπε η Αϊσέ, κρυφογελώντας.
- Νόμιζες ότι δε θα το μάθουμε; Όλα τα ξέρουμε, και εγώ, και ο πατέρας σου!
- Εμ, βέβαια, σας τα πρόλαβε το τζίνι!
- Δεν χρειαζόμαστε το τζίνι για να μαθαίνουμε τι γίνεται στο σπίτι μας. Κι αν θέλεις να ξέρεις, από τους εμπόρους στην αγορά το έμαθε ο πατέρας σου.
- Και από πότε άρχισε ο πατέρας μου να δίνει σημασία στα κουτσομπολιά των εμπόρων;
- Του το είπε και ο ιμάμης στο τζαμί, και ο ιμάμης κουτσομπόλης είναι; Ορίστε, έτοιμος!
- Φτου, σκόρδα! είπε η Αϊσέ και χασκογέλασε. Σαν γαμπρός με λευκό σαρίκι είσαι!
- Θα σταματήσεις; είπε ο Αχμέτ. Δεν φέρνετε, λέω εγώ, το τζίνι να με γιατρέψει, που με ταλαιπωρείτε τόση ώρα με τα γιατροσόφια σας;
- Ξέρεις πολύ καλά ότι το λυχνάρι δεν επιτρέπεται να το αγγίξει κανείς, είπε η Γιασμίν, άσε που ο πατέρας σου το κουβαλάει πάντα μαζί του. Εξάλλου, δεν χρειαζόμαστε βοήθεια, μια χαρά τα καταφέρνουμε μόνες μας.
Ήχοι από ομιλίες ακούστηκαν από το βάθος του σαραγιού.
- Γυναίκα, γύρισα! ακούστηκε η φωνή του Αλαντίν. Πού είσαι;
- Εδώ είμαι, φώναξε η Γιασμίν, στο πίσω δωμάτιο, μαζί με τον κανακάρη μας.
- Τι έκανε πάλι; είπε ο Αλαντίν και εμφανίστηκε στην είσοδο του δωματίου.
Ο Αχμέτ κοιτούσε το πάτωμα. Η Αϊσέ μάζεψε τα σύνεργά της και βγήκε από το δωμάτιο, αφού προηγουμένως φίλησε σεβαστικά το χέρι του πατέρα της.
- Πώς έγινες έτσι; ρώτησε ο Αλαντίν το γιο του. Με ποιον πάλευες πάλι;
- Δεν πάλευα, είπε ο Αχμέτ.
- Ε, τότε;
- Δεν πάει το μυαλό σου; μπήκε στη μέση η Γιασμίν.
- Τι εννοείς;
- Πόσες φορές σου έχω πει να το κλειδώνεις το χαλί;
- Μη μου πεις ότι πήρες το ιπτάμενο χαλί μου! είπε ο Αλαντίν στον Αχμέτ, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. Πόσες φορές σας έχω πει ότι δεν μπορείτε να το παίρνετε χωρίς την άδειά μου;
- Μια βόλτα πήγα να κάνω...
- Σιωπή, που θα αντιμιλήσεις κιόλας!
- Και πού να ακούσεις και το άλλο, συνέχισε η Γιασμίν.
- Ποιο άλλο;
- Ξέρεις πού τον μαζέψανε τον κανακάρη μας; Στην άλλη άκρη της πόλης!
- Μη μου πεις ότι είχε πάει πάλι να δει την κόρη του γανωματή!
- Τι με κοιτάς έτσι, δεν τον έστειλα εγώ!
- Δεν μπορούσες να έχεις λίγο το νου σου;
- Να σου θυμίσω ότι έχουμε εννιά παιδιά, και τα τέσσερα είναι ήδη στην εφηβεία, ποιο να πρωτοπροσέξω;
- Έχεις κι εσύ τα δίκια σου...
- Να μην τα έχω; Για να μη μιλήσω για τα δέκα διαφορετικά φαγητά που φτιάχνω καθημερινά, για να ικανοποιήσω τα γούστα όλων εδώ μέσα!
- Εγώ τρώω τα πάντα.
- Ναι, αλλά τα παιδιά σου όχι. Ο Χαλίμ δεν τρώει κοτόπουλο, ο Μαχμούτ δεν τρώει μελιτζάνες, η Τζαμίλα τρώει μόνο ρύζι, χυλοπίτες και δαμάσκηνα, ο Χαφέζ ούτε να ακούσει για αγκινάρες, ο Σαμίρ σιχαίνεται τις μπάμιες, η Αϊσέ δεν τρώει σούπες, ο Αχμέτ τρώει μόνο κρέας και ιδιαίτερα κυνήγι, η Ναζίρα δεν τρώει πράσινα λαχανικά και ο Ρασίντ δεν τρώει χρωματιστά...
- Κακώς μαγειρεύεις ξεχωριστό φαγητό για τον καθένα, είπε ο Αλαντίν, τι καμώματα είναι αυτά; Εγώ, όταν ήμουν μικρός δεν είχα την πολυτέλεια να επιλέγω.
- Εσύ μεγάλωσες στην φτώχεια και δεν είχες επιλογές, πετάχτηκε ο Αχμέτ, εμείς γιατί θα πρέπει να περιοριστούμε, αφού έχουμε το τζίνι και μας τα παρέχει όλα;
- Εσύ, κύριε, τι ζωή νομίζεις ότι σε περιμένει δίπλα στην κόρη του γανωματή; Νομίζεις ότι στο σπίτι της τρώνε κάθε μέρα κρέας; Με χόρτα του βουνού θα την βγάζεις, καψερέ! Θα βαρεθείς να κάνεις οικονομία! Ή νομίζεις ότι θα σας συντηρούμε εμείς; Για μαζέψου, αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα! Και άλλη φορά το ιπτάμενο χαλί δεν το ξαναπαίρνεις!
- Ώχου, πια, σιγά το όχημα! Θα πηγαίνω όπου θέλω με τα πόδια!
- Να πηγαίνεις με τα πόδια, να δούμε πόσο θα αντέξεις να πηγαινοέρχεσαι μέχρι την άκρη της πόλης, για να κάνεις καντάδες στην κόρη του γανωματή!
- Δεν είναι ντροπή που ο πατέρας της είναι γανωματής. Κι ο δικός σου ο πατέρας ράφτης ήτανε.
- Βρε, σου λέω, δεν κάνει αυτή για εσένα!
- Ναι, αγόρι μου, πήρε το λόγο η Γιασμίν, δεν ταιριάζετε, θα το δεις και μόνος σου, μόλις σου περάσει ο ενθουσιασμός που νιώθεις τώρα...
- Κάνεις λάθος, ταιριάζουμε και παραταιριάζουμε!
- Μα, είσαι μικρός ακόμα για παντρειά.
- Ε, όχι και μικρός, εσύ δεν έλεγες πριν ότι είμαι κοτζάμ άντρας;
- Κοτζάμ άντρας, ναι, αλλά όχι για παντρειά.
- Αλήθεια; Δηλαδή, πόσο ήταν ο μπαμπάς όταν σε παντρεύτηκε;
- Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με εμένα, νεαρέ! είπε ο Αλαντίν. Εγώ ήμουν ένας μυαλωμένος νέος, δεν είχα το μυαλό μου πάνω από το κεφάλι μου!
- Ναι, σιγά, απλώς εσύ είχες ένα μαγικό λυχνάρι και σου έκανε όλα τα χατήρια! Ας είχα κι εγώ ένα μαγικό λυχνάρι και θα έβλεπες!
- Κατέβασε λίγο τον τόνο σου, παιδί μου, είπε η Γιασμίν, που είδε ότι το πρόσωπο του Αλαντίν είχε αρχίσει να κοκκινίζει επικίνδυνα.
- Δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ μαντράχαλος να μη σέβεσαι τον πατέρα σου; είπε ο Αλαντίν. Χάσου από τα μάτια μου, να μη σε βλέπω, που θέλεις και μαγικό λυχνάρι, τρομάρα σου!
- Εννοείται πως θα φύγω, είπε ο Αχμέτ και σηκώθηκε, σιγά μην κάτσω εδώ να ακούω να με προσβάλλετε!
Ο Αχμέτ έφυγε βιαστικά και ο Αλαντίν έμεινε μόνος του με τη Γιασμίν.
- Αμ, θα σου τον κόψω εγώ το βήχα, μικρέ, είπε ο Αλαντίν. Θα σε στείλω να δουλέψεις στον Μασούντ τον κουτσό, να φτιάχνεις τεντζερέδες όλη μέρα, και τότε θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος! Αλλά εσύ φταις! απευθύνθηκε στη Γιασμίν.
- Εγώ θα την πληρώσω τώρα;
- Τον έχεις παραχαϊδέψει, γι'αυτό και η γλώσσα του είναι μακρύτερη από το ζωνάρι που φοράει. Εγώ ποτέ δεν αντιμιλούσα στους μεγαλύτερους.
- Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, η αλήθεια είναι ότι κι εμείς στην ηλικία του παντρευτήκαμε.
- Και τι θα πει αυτό; Πρέπει να μιλάει με αυτόν τον τρόπο;
- Όχι, εννοείται πως όχι, απλώς θέλω να πω ότι ίσως δεν έχει άδικο που θέλει να παντρευτεί...
- Μα με την κόρη του Καλίλ, βρε γυναίκα; Θέλεις να συμπεθερέψουμε με αυτό το σόι;
- Εγώ δεν κοίταξα το σόι σου όταν σε παντρεύτηκα...
- Ούτε η Λεϊλά θα το κοιτάξει το σόι του Αχμέτ.
- Ναι, αλλά να σου θυμίσω ότι εγώ ήμουν μια πριγκήπισσα.
- Δηλαδή, κακόπεσες μαζί μου;
- Όχι, αλλά...
- Εννιά παιδιά σου έκανα, και αν δώσει ο Αλλάχ θα σου κάνω άλλα εννιά. Σου έφτιαξα το πιο όμορφο σαράι σε όλη την οικουμένη. Σε στόλισα με τα μεγαλύτερα και ακριβότερα πετράδια του κόσμου. Σε έντυσα με τα ακριβότερα και πολυτελέστερα υφάσματα. Τι άλλο θέλεις;
- Δεν με κατάλαβες, θέλω να πω ότι παρ'όλο που ήμουν πριγκήπισσα και κανονικά έπρεπε να παντρευτώ πρίγκηπα, εγώ παντρεύτηκα εσένα που είσαι από ταπεινότερη γενιά και έχω μία υπέροχη ζωή. Έτσι μπορεί και ο Αχμέτ να παντρευτεί τη Λεϊλά, που είναι από ταπεινή οικογένεια, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα ευτυχήσει μαζί της...
- Πώς, βρε γυναίκα; Χωρίς αυτά στα οποία είναι μαθημένος; Χωρίς λεφτά; Χωρίς σαράι; Χωρίς όμορφα ρούχα; Χωρίς πλουσιοπάροχα γεύματα καθημερινά;
- Ε, δε θα τον αφήσουμε έτσι...
- Τι εννοείς; Να τους συντηρούμε εμείς;
- Εδώ που τα λέμε, δε θα κουραστούμε ιδιαίτερα. Αρκεί να αγγαρεύουμε το τζίνι πού και πού.
- Δεν μπορώ να ενοχλώ το τζίνι και για τον Αχμέτ, άσε μην το πιάσει το στριμμένο του και μας σκάσει καμιά απεργία στα καλά καθούμενα...
- Απεργία; Γίνεται αυτό;
- Ιδέα δεν έχω. Αλλά με αυτούς που έχει μπλέξει, ποτέ δεν ξέρεις...
- Κι εσένα τι σε έπιασε να του το επιτρέψεις;
- Έλα μου ντε! "Αφέντη", μου λέει μια μέρα "είμαι πιστός σου υπηρέτης όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να σου έχω ζητήσει τίποτα, ήρθε όμως η ώρα να σου ζητήσω κι εγώ μια χάρη". Με έριξε στο φιλότιμο. "Τι χάρη;", τον ρωτάω. "Άσε με να γραφτώ στο σωματείο", μου είπε. Ε, δε φαντάστηκα ότι θα ήταν κάτι τόσο τρομερό και του το επέτρεψα. Φαντάστηκα ότι σωματείο ήταν ένα μέρος που πας μία στο τόσο με τους φίλους σου, και πίνετε ρακί, παίζετε σκάκι και καπνίζετε και κανέναν ναργιλέ. Πού να φανταστώ ότι στο σωματείο θα του φούσκωναν τα μυαλά και θα ζητούσε οκτάωρα και άδειες;
- Άντε να το μαζέψεις τώρα!
- Και όσο θυμάμαι τι καλόβολο, τι σεβαστικό που ήταν... Να τον ακούσεις τώρα πώς αυθαδιάζει: σαν τον Αχμέτ και χειρότερα!
- Πού είναι τώρα; Θα χρειαστεί να αλλάξω διακόσμηση στη μεγάλη σάλα.
- Δεν ξέρω, πάντως στο λυχνάρι δεν είναι. Μια ώρα το έτριβα το πρωί, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
- Λες να μας εγκατέλειψε;
- Όλα τα περιμένω πλέον.
- Λες να βρει άλλο αφέντη;
- Αυτό να μην το λες ούτε για αστείο. Δεν φτάνει που με απειλεί ότι θα μαζέψει τα μπογαλάκια του και θα φύγει...
- Μπορεί να το κάνει αυτό;
- Φαίνεται ότι μπορεί, ξέρω εγώ; Οι φίλοι του οι συνδικαλιστές του είπαν ότι κάθε μέλος του σωματείου έχει το δικαίωμα της επιλογής αφέντη, αλλά και το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης.
- Κι αν μας αφήσει, τι θα κάνουμε; Πώς θα πορευτούμε;
- Μάλλον θα πουλήσουμε μερικά από τα πετράδια που έχουμε και θα ζήσουμε, μην ανησυχείς.
- Θα είναι δύσκολα τα πράγματα, πάντως.
- Θα είναι, αλλά δες και το καλό της υπόθεσης: θα γλιτώσουμε τα συμπεθεριάσματα με τον Καλίλ. Σιγά μη θέλει να συμπεθερέψει με έναν φτωχό, ξεπεσμένο Αλαντίν και να δώσει την κόρη του στον ακαμάτη τον Αχμέτ.
- Θα του στοιχίσει πολύ του παιδιού.
- Ας του στοιχίσει, θα το ξεπεράσει. Άσε που θα μάθει, επιτέλους, να τρώει και τα πάντα, αυτό πού το βάζεις;
- Σωστό κι αυτό, είπε η Γιασμίν.
- Ένα πρόβλημα μείον, είπε και ο Αλαντίν.