Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Για ένα παγωτό



     Υπήρχε κάπου μία χώρα, όπου όλα ήταν παγωμένα και δροσερά. Οι κάτοικοι της χώρας ζούσαν ευτυχισμένοι, με τις κόκκινες μύτες τους και τα πρησμένα από χιονίστρες δάχτυλά τους. Τα θερμόμετρα τους ήταν άγνωστα, το ίδιο και οι σόμπες. Γνώριζαν όμως πολύ καλά από παγωτό. Και αυτό επειδή τα πάντα σε εκείνη την παγωμένη και δροσερή χώρα ήταν φτιαγμένα από παγωτό. 
     Αλλά το πιο αξιοπερίεργο και το πιο λατρεμένο χαρακτηριστικό αυτής της χώρας ήταν ότι μπορούσες να φας ο,τιδήποτε, από πόμολο μέχρι γκαραζόπορτα, και ποτέ να μη σου λείψει, ούτε το πόμολο, ούτε η γκαραζόπορτα, αφού την αμέσως επόμενη στιγμή, στη θέση του φαγωμένου πόμολου ή της φαγωμένης γκαραζόπορτας, φύτρωνε ένα ολοκαίνουργιο πόμολο και μια ολοκαίνουργια γκαραζόπορτα.
     Αυτά άκουσε ο ήλιος, γνωστός λάτρης του παγωτού, και του μπήκε η ιδέα να επισκεφτεί τη θαυμαστή παγωτοχώρα.
     - Μα, πώς θα πας εκεί, παιδί μου; τον ρώτησε ανήσυχη η μητέρα του.
     - Όπως πάω παντού, είπε εκείνος, πετώντας!
     - Μα, το έχεις σκεφτεί καλά;
     - Φυσικά!
     - Τι να πω;
     - Να μην πεις τίποτα! Άντε, να μη θυμηθώ πόσες προφάσεις έχεις χρησιμοποιήσει για να μη μου πάρεις παγωτό...
     - Βρε, παιδί μου, πού ακούστηκε ολόκληρος ήλιος να τρώει παγωτό;
     - Αφού δε με άφηνες να τρώω!
     - Αφού είχες ευαισθησία στο λαιμό!
     - Ρώτησα το γιατρό και μου είπε ότι ο λαιμός μου ήταν πάντα μια χαρά! Εσύ φοβόσουν μη με πονέσει!
     - Ποιος γιατρός σου είπε τέτοια ψέματα;
     - Ο παιδίατρός μου.
     - Α, καλά, ο παιδίατρός σου δεν ξέρει, ωτορινολαρυγγολόγο ρώτησες;
     - Μαμά, αρκετά! Δεν μπορείς πια να με ορίζεις, μεγάλωσα, παρ'το απόφαση!
     - Και μήπως είπα εγώ ότι είσαι μικρός; Εσύ ρώτησες παιδίατρο για το λαιμό σου!
     - Δε ρώτησα οποιονδήποτε παιδίατρο, ρώτησα τον παιδίατρο που με παρακολουθούσε! Και ο παιδίατρος που με παρακολουθούσε μου είπε ότι δεν είχε πρόβλημα ο λαιμός μου!
     - Μπορεί να μη θυμάται καλά, έχει και μια ηλικία...
     - Έχει αρχείο με τους ασθενείς του.
     - Τι να πω; Το ίδιο μου το παιδί να με αμφισβητεί... Να γεννάς ένα παιδί, να το μεγαλώνεις δίνοντας προτεραιότητα στις δικές του ανάγκες, να ξεχνάς τον εαυτό σου, να του τα δίνεις όλα, και να έρχεται μια μέρα και να σου λέει ότι δε σε πιστεύει και ότι έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους ξένους!
     - Ωχ, αρχίσαμε...
     - Τι "ωχ, αρχίσαμε", βρε τζαναμπέτη; Αντί να ντρέπεσαι και να κοκκινίζεις κάθε φορά που σκέφτεσαι έτσι για το ιερότερο πρόσωπο, τη μάνα σου, βρε αχαΐρευτε, σχολιάζεις κιόλας!...
     - Ουφ...
     - ... Αλλά έπρεπε να έχεις τη δικιά μου τη μάνα, εκεί θα έβλεπες...
     - Κι επειδή η γιαγιά ήταν στριμμένη, θα πρέπει να είσαι κι εσύ;
     - Στριμμένη; Τη μάνα σου; Εντάξει, λοιπόν! Όχι, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθώ να σου βάλω μυαλό... Να φας παγωτό, να φας πολλά παγωτά, αλλά μην έρθεις μετά να μου ζητάς να σε γιατροπορέψω!
     - Μην ανησυχείς, και δε θα χρειαστεί να με γιατροπορέψεις.
     - Ναι, καλά...
     Αλλά ο ήλιος δεν άκουσε την τελευταία φράση της μάνας του. Το κοπάνημα της πόρτας επιβεβαίωσε με τον πιο θορυβώδη τρόπο ότι η συζήτηση είχε τελειώσει.
     Και την επόμενη μέρα, που ο ήλιος ξεκίνησε τη βόλτα του, δεν απομακρύνθηκε πολύ από τη γη, για να μπορέσει να εντοπίσει τη θαυμαστή χώρα με τα παγωτά. Και το βλέμμα του σάρωνε όλη την επιφάνεια της γης: πόλεις, χωριά, λιβάδια, βουνά, λίμνες...
     Και τότε στη γη η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει. Και όσο ο ήλιος έψαχνε τη χώρα με τα παγωτά, τόσο η θερμοκρασία ανέβαινε...
     Αλλά, όπως λέει και η διάσημη ρήση, όποιος ψάχνει, βρίσκει... Και ο ήλιος, τελικά, βρήκε αυτό που έψαχνε. Και γεμάτος χαρά, άρχισε να τρέχει με μεγάλα άλματα, προς τη χώρα των ονείρων του, ενώ προσπαθούσε να αποφασίσει τι γεύση παγωτού θα ήθελε να δοκιμάσει πρώτα.
     Και τότε, οι κορυφές των βουνών έπαψαν να είναι μυτερές, και τα βουνά άρχισαν να χαμηλώνουν, ενώ γύρω-γύρω, στις πλαγιές τους, άρχισαν να κυλούν πολύχρωμα ποτάμια παγωτού. Τα σπίτια άρχισαν κι αυτά να λιώνουν, πρώτα οι ουρανοξύστες, ύστερα οι ψηλότερες πολυκατοικίες, μετά τα διώροφα, οι μαιζονέτες και οι ισόγειες μονοκατοικίες. Οι άνθρωποι βγήκαν έντρομοι στους δρόμους, ενώ ο ήλιος είχε φτάσει πλέον πάρα πολύ κοντά.
     - Πού πας; του φώναξαν οι άνθρωποι.
     - Ήρθα να φάω παγωτό, είπε ο ήλιος. Μα, πού είναι το παγωτό;
     - Μας δουλεύεις; Έχει λιώσει! Πάνε τα σπιτάκια μας!
     - Λίγο παγωτό θα φάω και θα φύγω...
     - Πού το είδες το παγωτό; Αφού το έλιωσες!
     - Το έλιωσα;
     - Βλέπεις εσύ να υπάρχει παγωτό πουθενά;
     Ο ήλιος έμεινε έκπληκτος. Τόση προσπάθεια, και να πάει χαμένη;
     - Δεν μπορώ να δοκιμάσω ούτε λίγο παγωτό; ρώτησε δειλά.
     - Τέρμα το παγωτό. Κι εσύ να φύγεις, μήπως και σώσουμε κανένα σπίτι!
     Έτσι έγινε και έπιασε καύσωνας στη γη, ενώ ο ήλιος έμεινε και πάλι με την όρεξη!
     - Όλα εντάξει; τον ρώτησε η μάνα του, με ένα χαμόγελο να αχνοφαίνεται στις άκρες των χειλιών της, όταν τον είδε να επιστρέφει στο σπίτι.
     - Εντάξει, μουρμούρισε εκείνος. 
     Και, γεμάτος νεύρα, πήγε για ύπνο. Και την επόμενη μέρα, που ξύπνησε, ήταν ακόμα γεμάτος νεύρα. Και ο καύσωνας συνεχίστηκε, και άλλη μια μέρα.
     Και στη χώρα του παγωτού, οι άνθρωποι άρχισαν να προσεύχονται, ελπίζοντας να μην τους ξαναεπισκεφτεί ποτέ ξανά ο ήλιος, ενώ δειλά-δειλά ξεκινούσε η ανοικοδόμηση της χώρας.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου