Ο αστυνόμος Σάλιβαν πέρασε
μέσα από την σπασμένη πόρτα. Πολύ του άρεσε η εξουσία
που αποκτούσε με ένα ένταλμα στα χέρια.
- Τελευταία αποστολή,
σκέφτηκε και ευχαρίστησε την τύχη του που είχε απορρίψει εκείνη την ευμενή
μετάθεση στο Αρχηγείο.
Χάρισμά
τους και οι προαγωγές και οι μεταθέσεις, τίποτα δε συγκρινόταν με την δράση της
πρώτης γραμμής. Κι ας είχε δεχτεί ένα σωρό απειλές, ειδικά τις τελευταίες μέρες.
- Κανένας εδώ, ακούστηκαν
ταυτόχρονα οι φωνές του Ο’Νηλ και του Γουίλσον, που είχαν μπει πρώτοι στο
διαμέρισμα.
Πού να πήγε, άραγε, ο τρομοκράτης;
Δευτερόλεπτα νωρίτερα ακούγονταν ομιλίες. Δεν μπορεί, κάπου θα κρύφτηκε.
- Ψάξτε παντού! φώναξε ο αστυνόμος.
Μην αφήσετε τίποτα άψαχτο.
Η μύτη του δεν τον γελούσε.
Κάποιος είχε καπνίσει εκεί μέσα. Ένα τασάκι βρισκόταν στο τραπεζάκι του
σαλονιού. Δεν υπήρχε ούτε στάχτη.
- Ψάξτε για DNA! φώναξε ξανά. Μαζέψτε
αποτσίγαρα, οδοντόβουρτσες, άπλυτα ποτήρια, άπλυτα εσώρουχα, ό,τι βρείτε!
Από όλα τα δωμάτια
ακουγόταν θόρυβος.
- Πού κρύβεσαι, καθίκι; μονολόγησε
ο αστυνόμος.
- Κύριε αστυνόμε, δεν
υπάρχει κανείς, είπε ο Τζέφερσον.
- Κύριε αστυνόμε, είπε και
ο Γουίλσον, είναι λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
- Δεν μπορεί, είπε ο
αστυνόμος, η Σκότλαντ Γυάρντ δεν κάνει λάθη! Και, μην ξεχνάμε, πρόκειται για
έναν ιδιαίτερα ευφυή εγκληματία. Τι είναι αυτός ο ήχος; ρώτησε ξαφνικά.
Όλοι έμειναν ακίνητοι. Από
το βάθος ακουγόταν ένας ρυθμικός ήχος.
- Από την κουζίνα έρχεται,
είπε ο Γουίλσον.
Έτρεξαν στην κουζίνα.
Κανείς.
- Η βρύση είναι, είπε ο Ο’Νηλ.
Στον νεροχύτη υπήρχε μια
λεκάνη με νερό, που γέμιζε σιγά-σιγά, καθώς το νερό έσταζε από την βρύση. Ένα
κουταλάκι ήταν μισό μέσα στη λεκάνη, μισό έξω, και τραμπαλιζόταν στο ρυθμό που
έδιναν οι στάλες του νερού.
Ο Τζέφερσον προσπάθησε να
κλείσει την βρύση. Μάταιος κόπος.
- Κάτι μας διαφεύγει, είπε
ο αστυνόμος. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ούτε ένα στοιχείο!
- Μήπως κάποιος από τους
άλλους ενοίκους άκουσε κάτι; ρώτησε δειλά ο νεότερος της ομάδας, ο δόκιμος
Σέρμαν.
- Δε μένει κανείς άλλος στο
κτίριο, του είπε αυστηρά ο Ο’Νηλ, δεν ήσουν το πρωί στην ενημέρωση;
- Άρα θα μπορούσε να το
έσκασε από κάποιο άλλο διαμέρισμα.
- Θα τον έπιαναν οι
συνάδελφοι που είναι κάτω.
- Θα τρελλαθώ, είπε ο
αστυνόμος. Δεν μπορεί να το έσκασε τόσο εύκολα!
- Κύριε αστυνόμε, κάτι
βρήκα! είπε ο Τζέφερσον. Ήταν κολλημένο με μονωτική ταινία από κάτω από την
καρέκλα που είναι δίπλα στην πόρτα.
Ήταν ένα δημοσιογραφικό
μαγνητοφωνάκι.
Ο αστυνόμος πάτησε το
κουμπί. Το μαγνητοφωνάκι άρχισε να παίζει. Μία αντρική φωνή ακούστηκε.
- Ώστε αυτό ακούγαμε απ’έξω
από την πόρτα! φώναξε εκνευρισμένος. Αλλά πώς σταμάτησε όταν μπήκαμε;
- Θα το είχε προγραμματίσει,
είπε ο Γουίλσον. Δεν είναι τόσο δύσκολο.
- Όπως και να’χει, φαίνεται
πως μας περίμενε, είπε ο Ο’Νηλ.
Το διαμέρισμα βυθίστηκε στη
σιωπή. Μόνο το πλιτς!πλιτς! από την κουζίνα ακουγόταν.
Τελευταία αποστολή και
κανένα στοιχείο. Μόνο ένα άδειο διαμέρισμα, ένα προγραμματισμένο μαγνητοφωνάκι,
μία λεκάνη νερό, μια βρύση που έσταζε, ένα κουταλάκι που χόρευε…
Η μητέρα του αστυνόμου
Σάλιβαν, μια βαθειά θρησκευόμενη γυναίκα, πίστευε πάντα ότι ο άνθρωπος έπρεπε,
πριν από το τέλος του, να έχει την ευκαιρία να μετανοήσει και να ζητήσει άφεση αμαρτιών. Ούτε ο αστυνόμος, ούτε οι άντρες του
είχαν αυτή την ευκαιρία. ΄
ΥΓ: Αυτή ήταν η συμμετοχή της Πίπης στο τελευταίο "Παίζοντας με τις λέξεις", που για άλλη μια φορά διοργάνωσε άψογα η Μεμαρία στο αγαπημένο σε όλους Με ένα χάρτινο καραβάκι. Και εις άλλα με υγεία!