Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Πίσω από κλειστές πόρτες

     Είναι κάπου ένα δέντρο, ένα δέντρο ψηλό, με μεγάλο και γερό κορμό, που δεν είναι όπως τα άλλα. Και δεν είναι όπως τα άλλα, επειδή αυτό το δέντρο έχει μια πόρτα. Πώς το ξέρω, θα μου πείτε. Μα, δεν την βλέπετε τη φωτογραφία; Αφού υπάρχει η φωτογραφία, δεν μπορεί, και το δέντρο θα υπάρχει!
     Τι, άραγε, θα μπορούσε να κρύβει αυτό το δέντρο; Μα, κάποιο σπίτι, φυσικά! Αλλιώς, τι τη θέλει την πόρτα; Και αφού κρύβει ένα σπίτι, ποιος θα μπορούσε να μένει σε αυτό το σπίτι; Ιδού ένα ερώτημα που αξίζει!
     Δεν νομίζω να μένει κάποιος ελέφαντας εκεί, πώς θα χωρούσε; Θα μπορούσε, όμως, άνετα να μένει μια οικογένεια σκίουρων: μαμά, μπαμπάς, παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέρφια, θείοι, θείες... Στο υπόγειο - εκεί που βρίσκονται και οι ρίζες - θα είναι η αποθήκη με τα τρόφιμα: καρύδια, κουκουνάρια, φρούτα, μανιτάρια, και τα κρασιά: κόκκινο κρασί από φραγκοστάφυλα, λευκό από τσάγαλα και αφρώδες από μύρτιλλα. Όταν πλησιάζεις στο δέντρο θα ακούς τον ήχο από τις φωνές των σκίουρων που θα συζητάνε, θα παίζουν, θα τσακώνονται...
     Θα μπορούσε, βέβαια, να ζει και μια ηλικιωμένη, μοναχική κουκουβάγια. Το σπίτι θα είναι γεμάτο ράφια, μέχρι εκεί που φτάνουν τα πιο ψηλά κλαδιά, και τα ράφια θα είναι γεμάτα βιβλία, επειδή η κουκουβάγια θα λατρεύει το διάβασμα. Εκτός αυτού, η κουκουβάγια θα είναι διάσημη γκουρού και θα δέχεται επισκέψεις συγκεκριμένες ώρες. Κατά τις ώρες του επισκεπτηρίου μια ατελείωτη ουρά από διάφορα ζώα θα ξεκινάει από το σπίτι της κουκουβάγιας και θα ελίσσεται, σαν τεράστιο, πολύχρωμο φίδι, μέσα στο δάσος.
     Μήπως, όμως, αυτή η πόρτα είναι απλά και μόνο η πόρτα ενός ασανσέρ; Πλησιάζεις, πατάς το κουδούνι, ανοίγει, μπαίνεις και επιλέγεις αν θέλεις να πας ψηλά στον ουρανό ή χαμηλά, μέσα στη γη... Α, πολύ με μπερδεύει αυτή η πόρτα!
     Δε μένει παρά να κάνουμε μία επιτόπια έρευνα. Και αφού διασχίσουμε πόλεις και χωριά, ποτάμια, ρυάκια, βουνά, αφού χαλάσουμε τουλάχιστον σαράντα ζευγάρια παπούτσια, και αφού κάψουμε τουλάχιστον 1.452.897.548.527.125.569.443.785.412.631 θερμίδες - και με την προϋπόθεση ότι δεν έχουμε εξαϋλωθεί στο μεταξύ - κάποια στιγμή η τύχη μάς χαμογελά και εντοπίζουμε το μυστήριο δέντρο με την πόρτα. Η χαρά μας είναι απερίγραπτη και μια και δυο πλησιάζουμε. Προς στιγμήν διστάζουμε: να χτυπήσουμε την πόρτα; Ας πλησιάσουμε λίγο ακόμα και ας στήσουμε αυτί. Θα ακούσουμε, άραγε, τις ψιλές φωνές των σκίουρων;
     Και, ναι, κάτι ακούγεται! Αλλά, μισό λεπτό, αυτοί οι ήχοι δεν μοιάζουν με φωνές σκίουρων, είναι φωνές, ναι, αλλά... Κι όμως, αυτές οι φωνές είναι ανθρώπινες!
     Κολλάμε το αυτί μας στον κορμό. Οι φωνές είναι ξεκάθαρα δύο, και οι δύο γυναικείες. Η μία απότομη και αυταρχική, η άλλη χαμηλόφωνη και κλαψιάρα. Φοράμε στα αυτιά μας τα μαγικά μας ακουστικά που αγοράσαμε μέσω τηλεαγοράς για 137.789,99 ευρώ - μεγάλη ευκαιρία, ούτε 137.790 δεν έκαναν - και τώρα ακούμε ξεκάθαρα:
     - Υποσχέσου το! λέει η αυταρχική φωνή.
     - Μα, δεν είμαι σίγουρη... κλαψουρίζει η άλλη.
     - Ώστε θέλεις να το ξανασκεφτείς;
     - Όχι πάλι το μαστίγιο, μη, σε παρακαλώ!
     - Γιατί δεν συνεργάζεσαι, επιτέλους;
     - Μα υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα, δεν είμαι μόνο εγώ...
     - Οι άλλοι έχουν ήδη σταματήσει να γράφουν εδώ και καιρό.
     - Αυτό είναι ψέμα, όλο και κάποιος γράφει...
     Ακούγεται ένα μαστίγιο να χτυπάει κάπου.
     - Την επόμενη φορά θα πέσει επάνω σου, λέει η αυταρχική φωνή.
     - Όχι, Αννετά...κι, σε παρακαλώ!...
     - Να μη με παρακαλείς καθόλου, λέει το Αννετά...κι, αφού δική της είναι η αυταρχική φωνή. Τι θέλεις, να με τρελλάνεις θέλεις;
     - Όχι, φυσικά, συγκατοικάκι μου, γιατί το λες αυτό;
     - Δε μου φτάνει που ψάχνω χωρίς επιτυχία να βρω το Διονύση, έστω να μου δώσει το κλειδί, να μπαίνω να ξαραχνιάζω το σπίτι του, δε μου φτάνει που άνοιξα το σπίτι μας και το βρήκα τίγκα στην σκόνη, δε μου φτάνει που το καθάρισα από όλες τις παλιατσαρίες που είχες κουβαλήσει εκεί μέσα, να έχω και εσένα που δεν αποφασίζεις τι θέλεις να κάνεις; Γράψε, μαρή, σου λέω, γράψε κάτι, το όνομά σου έστω με καλλιγραφικούς χαρακτήρες, όχι, λες, με απασχολούν άλλα τώρα.
     - Αφού...
     - Μη με διακόπτεις! Τι σε απασχολεί, πουλάκι μου; σου λέω. Πολλά και διάφορα, λες. Ναι, αλλά το σπιτάκι μας μαραζώνει, είναι διώροφο, μεγάλο, με διπλά μπάνια και play room - εσύ το ήθελες το play room - και εγώ είμαι μία, δεν προλαβαίνω να το συγυρίζω μόνη μου, άπλωσε το χέρι σου, πιάσε ένα ξεσκονόπανο, στρώσε το κρεβάτι σου, έστω!
     - Αφού...
     - Μη με διακόπτεις! Ναι, ξέρω, αφού θα ξανακοιμηθείς και θα το χαλάσεις, γιατί να το στρώσεις; Αλλά εγώ δεν αντέχω άλλο, κι αν δεν μπορείς να συνεισφέρεις, να πάρεις μια παραδουλεύτρα τότε! Αλλά, βέβαια, δεν θέλεις να μπει τρίτος ανάμεσά μας, τι σου φταίω, μαρή, μου λες;
     - Εγώ...
     - Ναι, ξέρω, ξέρω, εσύ νοιάζεσαι για εμένα, και είμαστε συγκατοικάκια, και τρίχες κατσαρές! Όλα τα μέσα χρησιμοποίησα για να σε πείσω να αρχίσεις να ξαναγράφεις, τι παστίτσιο με φτιαχτή μπεσαμέλ σου έταξα, τι τρίπατη τούρτα με φρέσκια σαντιγύ, τι πίτσα ψημένη επάνω ακριβώς στο Βεζούβιο!... Τη μια έφταιγε η Αριστέα, που έχει αποχωρήσει, την άλλη έφταιγε η Μεμαρία, που καθυστέρησε να βγάλει το επόμενο "παίζοντας με τις λέξεις", την άλλη έφταιγε ο Γιάννης, που γράφει μυθιστορήματα και ξεχνιέσαι διαβάζοντάς τα, έλεος πια!
     Ακούγεται σιωπή.
     - Λοιπόν, δεν πάει άλλο, ξανακούγεται το Αννετά...κι, από εδώ και πέρα σού απαγορεύω να ξαναγράψεις!
     - Μα, αν αλλάξω γνώμη;
     - Να μην αλλάξεις!
     - Μα αυτό είναι φασισμός!
     - Τολμάς να αντιμιλάς;
     Ακούγεται πάλι το μαστίγιο.
     - Είπες κάτι;
     - ...
     - Από την στιγμή που όλες τις ευθύνες του σπιτιού τις άφησες επάνω μου, εγώ αποφασίζω και για το πολίτευμα που θα ισχύει εκεί μέσα, και αν αποφασίσω ότι θα ισχύει ο φασισμός, εσένα δεν σου πέφτει λόγος, κατάλαβες;
     - ...Μμμ.
     - Δεν θέλω να απαντάς σαν αγελάδα, σαν άνθρωπος να απαντάς! Κατάλαβες;
     - ...Ναι.
     - Λοιπόν, σου απαγορεύω να ξαναγράψεις, και έχω ετοιμάσει εδώ και μια δήλωση μεταμέλειας, την οποία θα πρέπει να υπογράψεις... Αχ, όχι πάλι δάκρυα, δε με ρίχνεις με αυτά...
     - Μου λείπει ο Διονύσης...
     - Τι είπες τώρα;
     - Μου λείπει ο Διονύσης, είπα...
     - Και εμένα δε μου λείπει, νομίζεις;
     - Αν θέλεις, θα σε βοηθήσω να τον ψάξουμε.
     - Δεν ξέρω πού κρύβεται.
     - Θα πάμε στο σπίτι του και θα φτιάξουμε αντικλείδι, να μπεις να ξαραχνιάσεις.
     - Γίνεται αυτό;
     - Έχω ένα φίλο κλειδαρά, καλό παιδί, κι αν ακούσεις τίποτα για φυλακή, μη δίνεις σημασία, παρεξήγηση ήταν...
     - Όχι, δεν θα ήταν σωστό...
     - Σκέψου το, δε θα μου το χαλάσει το χατήρι.
     - ...Καλά...
     - Αλλά μη μου ζητάς να υπογράψω δηλώσεις μεταμέλειας... Το σπίτι μας το έφτιαξα με αγάπη, και το play room για να παίζουμε μαζί το ήθελα...
     - Θα νιώσω καλύτερα αν σταματήσεις να γράφεις... Και αν αρχίσεις να κάνεις και καμιά δουλειά στο σπίτι... Λουμπάγκο με έπιασε προχθές, που έσκυψα κάτω από το κρεβάτι, για να καθαρίσω.
     - Θα δω μήπως προσλάβω καθαρίστρια. Δεν θυμάμαι να σου το έχω πει, έχω αλλεργία στην σκόνη.
     - Υποσχέσου μου ότι δεν θα ξαναγράψεις.
     - Ούτε ένα χαϊκού;
     - Είχες και στο χωριό σου χαϊκού;
     - Ούτε ένα ραβασάκι, να σου πω ότι πετάχτηκα μέχρι το φούρνο;
     - Ε, εντάξει, ραβασάκια μπορείς να μου γράφεις... 
     Ησυχία. Μόνο κάτι ρουφήγματα μύτης ακούγονται πού και πού. Ας βγάλουμε, λοιπόν, από τα αυτιά μας τα μαγικά μας ακουστικά και ας απομακρυνθούμε γρήγορα από το δέντρο, προτού το Αννετά...κι και το Λυσιππάκι ανοίξουν την πόρτα και μας βρουν μπροστά τους να κρυφακούμε. Διότι τότε, μπορεί να μη μας σώσει η δικαιολογία ότι ψάχναμε το Διονύση...