Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Χαρτί και μελάνι

 

      - Είμαι καλύτερο από εσένα, είπε το τάμπλετ στο βιβλίο. Κοίτα πώς είσαι: χιλιοταλαιπωρημένο, τα φύλλα σου κιτρινισμένα, τσακισμένα... Ενώ εγώ, δες με, καμάρωσέ με: τέλειο, από άκρη σε άκρη!
     Το βιβλίο δεν απάντησε, αλλά κιτρίνισε λίγο ακόμα από ντροπή. Επειδή τα βιβλία, όταν ντρέπονται, κιτρινίζουν, δεν κοκκινίζουν.
     - Άσε το άλλο, συνέχισε το τάμπλετ. Πόσες ιστορίες τάχα μπορείς να πεις εσύ; Μία; Δύο; Τρεις; Δέκα; Εγώ έχω αποθηκευμένη μέσα μου ολόκληρη βιβλιοθήκη: τουλάχιστον διακόσιες ιστορίες μέχρι στιγμής και χωράω κι άλλες. Εμένα δεν μπορεί να με βαρεθεί κανείς. Ενώ εσένα...
     Το βιβλίο κιτρίνισε λίγο ακόμα. Αλήθεια ήταν. Μία ιστορία είχε όλη κι όλη και την έλεγε και την ξανάλεγε. Και είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος θέλησε να τη διαβάσει.
     Το τάμπλετ σώπασε για λίγο και ύστερα συνέχισε.
     - Τόπο στα νιάτα, είπε. Ήρθε η ώρα όλοι εσείς οι ηλικιωμένοι να καθήσετε στο περιθώριο, πέρασε πια η εποχή σας, ο κόσμος προχωράει, έχει φτάσει στο φεγγάρι, έχει επισκεφτεί τον Άρη, πάει πια η εποχή του Χαλκού, η εποχή της τυπογραφίας έκανε πια τον κύκλο της και ήρθε η σειρά της να πεθάνει.
     Τα φύλλα του βιβλίου νότισαν ελαφρά, καθώς ένα δάκρυ κύλησε επάνω στο εξώφυλλό του. Αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα.
     - Η θέση σου είναι σε ένα σκονισμένο ράφι βιβλιοθήκης, είπε το τάμπλετ και κορδώθηκε λίγο ακόμα. Μόνο η σκόνη του χρόνου θα σε διαβάζει πια. Όλα τα μάτια θα είναι στραμμένα σε εμένα, εσένα δε θα σου ρίχνουν ούτε μια ματιά.
     Κορδώθηκε κι άλλο.
     - Για να είμαι ειλικρινής, είπε, δεν καταλαβαίνω γιατί σε κρατάνε ακόμα σε αυτό το σπίτι. Αφού υπάρχω εγώ... Μάλλον θα φταίει που και αυτοί είναι ηλικιωμένοι. Έτσι είναι, οι παλιοί είναι πολύ διστακτικοί με τις νέες τεχνολογίες. Πού θα πάει, όμως; Δεν θα πεθάνουν και αυτοί; Τότε να σας δω, όλα εσάς τα απαρχαιωμένα συγγράμματα, με τα τυπογραφικά σας στοιχεία, με τα κιτρινισμένα φύλλα που μυρίζουν - πουφ! -, με τα τσακισμένα, τα μουτζουρωμένα, τα σκισμένα φύλλα, τότε να σας δω, που θα σας στείλουν στην ανακύκλωση, να καθαρίσει πια από εσάς ο τόπος...
     Το βιβλίο ένιωσε να διαλύεται, να χάνει τα φύλλα του.
     - Δε μιλάς, έτσι; ρώτησε το τάμπλετ. Αλλά, και να μιλήσεις, να πεις τι; Τι θα μπορούσες να αντιτάξεις σε όλα αυτά που είπα εγώ; Μήπως θα αρνηθείς την ηλικία σου, ή την εμφανή φθορά σου; Μήπως δεν το ξέρεις και εσύ πως τα ψωμιά σου τελείωσαν; Μήπ...
     Και έτσι, ξαφνικά, το τάμπλετ σώπασε. Το βιβλίο έμεινε σιωπηλό, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να συνεχιστούν οι μομφές, αλλά το τάμπλετ παρέμεινε πεισματικά σιωπηλό. Ήταν λες και κάποιος του είχε πάρει τη μιλιά.
     Εκείνη την στιγμή, κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ένα παιδάκι. Από πίσω του ακολουθούσε μία ηλικιωμένη γυναίκα.
     - Θέλεις να σου διαβάσω μια ιστορία; είπε η γιαγιά στο παιδί, καθώς έπιανε στα χέρια της το τάμπλετ.
     - Ναι! είπε όλο χαρά εκείνο.
     - Κάτσε, λοιπόν, και εγώ θα σου διαβάσω... μα τι έγινε; αναρωτήθηκε. Πάλι του τελείωσε η μπαταρία;
     Και έτσι ακριβώς ήταν, του τάμπλετ του είχε τελειώσει η μπαταρία.
     - Δεν πειράζει, είπε η γιαγιά και έπιασε στα χέρια της το βιβλίο. Έχω εδώ μια άλλη ιστορία, πολύ καλύτερη, που τη διάβαζα στον μπαμπά σου όταν και εκείνος ήταν στην ηλικία σου. Έλα να δεις που έχει κάνει και ζωγραφιές μέσα, να, κοίτα!
     Και το παιδάκι πήγε κοντά στη γιαγιά του και οι δύο μαζί άρχισαν να ξεφυλλίζουν τις κιτρινισμένες, ζωγραφισμένες σελίδες του βιβλίου, και να ανασαίνουν τη μυρωδιά του Χρόνου, που είχε ξεκουραστεί εκεί πολλές φορές στο παρελθόν.
     Την ίδια στιγμή, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, εκατοντάδες επίδοξοι συγγραφείς ονειρεύονταν βιβλία. Δεν ήταν βιβλία ηλεκτρονικά, δεν ήταν τάμπλετ, ήταν βιβλία φτιαγμένα από χαρτί και μελάνι, τοποθετημένα σε προθήκες βιβλιοπωλείων, σε ράφια βιβλιοθηκών, σε προσκεφάλια κρεβατιών.
     Και το τάμπλετ παρέμενε πεισματικά σιωπηλό...

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Για ένα μπλα-μπλα

  

      - Μπλα-μπλα-μπλα! είπε ο ένας καρδινάλιος.
     Και συνέχισε: Μπλαμπλαμπλα, μπλαμπλαμπλαμπλά!
     Μια μύγα, που ετοιμαζόταν να πετάξει προς ένα μισάνοιχτο στόμα, αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των λόγων του καρδιναλίου και παρέμεινε στη θέση της, μαύρη κουκίδα στον κιτρινωπό τοίχο. Τικ-τακ! έκαναν οι δείκτες ενός ρολογιού χειρός.
     - Μπλαμπλαμπλαμπλά, μπλα, μπλαμπλαμπλά, μπλα, μπλαμπλά, πήρε το λόγο ο δεύτερος καρδινάλιος.
     - Χα-χα-χα! έκαναν όλοι.
     Ήταν ένα αστείο μπλα-μπλα.
     Τικ-τακ, έκαναν ξανά οι δείκτες του ρολογιού.
     - Μπλα-μπλα, συνέχισε ο καρδινάλιος.
     Και ενώ το μπλα-μπλα συνεχιζόταν, πάρα πολλά ζευγάρια μάτια κοιτούσαν με προσήλωση, ενώ ένα σωρό μυαλά διατρέχονταν από άκρη σε άκρη από σκέψεις του τύπου:
     - Θα συνεχιστεί πολύ αυτό;
     - Ωραία παπούτσια! Πόσο να κάνουν, άραγε;
     - Τι ώρα αρχίζει ο αγώνας, είπαμε;
     - Ελπίζω ο άχρηστος ο άντρας μου να το βρήκε το φαγητό στο φούρνο.
     - Πω-πω, κοίτα το μαλλί εκείνης εκεί: ένα δάχτυλο έχει βγει η ρίζα. Να θυμηθώ να κλείσω ραντεβού στο κομμωτήριο.
     - Ωραίο το γκομενάκι. Να είναι ελεύθερο, άραγε;
     - Ένα προβατάκι, δύο προβατάκια...
     - Κλείδωσα;
     - Μια ωραία πεταλούδα...
     - Ζζζζζζζζ..........
     Πού και πού, κάποια μασελίτσα ανοιγόκλεινε αργά, νωχελικά. Πολλά ζευγάρια βλέφαρα ανοιγόκλειναν, ενώ η επιθυμία τους ήταν εμφανώς να παραμείνουν κλειστά. Τικ-τακ, ξαναέκαναν οι δείκτες του ρολογιού. Η μύγα αποφάσισε να πετάξει. Αρκετή ώρα είχε μείνει ακίνητη.
     Το λόγο πήρε και η καρδιναλίτσα.
     - Μπλα-μπλαμπλαμπλα,... άρχισε να μιλάει κι εκείνη.
     Ύστερα ξαναπήρε το λόγο ο δεύτερος καρδινάλιος. Το ακροατήριο συνέχιζε να κοιτάζει τον ομιλητή. Η μύγα βγήκε από την αίθουσα. Τικ-τακ, ξαναέκανε το ρολόι.
     Και τα "τικ-τακ" περνούσαν, και οι καρδινάλιοι μιλούσαν, και το κοινό αδημονούσε... Και όταν, επιτέλους, τελείωσαν οι ομιλίες, είχε κιόλας βραδυάσει και στο φούρνο του χρόνου ψηνόταν ήδη η επόμενη μέρα.
     Τικ-τακ! έκανε το ρολόι. Τόσα "τικ-τακ" περασμένα, τόσα λεπτά χαμένα, για πάντα. Χαμένα, για ένα μπλα-μπλα.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Δύσκολα τα πράγματα

    

      Και η πολιορκία συνεχίζεται. Τώρα ο εχθρός εμφανίστηκε και στη Χώρα της πίσω βεράντας. Και πάλι η Πίπη χρησιμοποίησε τον υδροκαταπέλτη της, και πάλι η προσπάθειά της δεν είχε το παραμικρό αποτέλεσμα. Ή, μάλλον, είχε κάποιο αποτέλεσμα: τώρα η Πίπη βρίσκεται αποκλεισμένη στη Χώρα του διαμερίσματος και δεν τολμάει να επισκεφτεί ούτε τη Χώρα της μπροστινής βεράντας ούτε τη Χώρα της πίσω βεράντας.
     Και ο κλοιός στενεύει. Και η Πίπη το σκέφτεται σοβαρά να πάρει το κρεβάτι της και να πετάξει μακριά. Μέχρι, τουλάχιστον, να γίνει απολύμανση. Και, σίγουρα, προτού τα κατσαριδοστρατεύματα εισβάλουν και στη Χώρα του διαμερίσματος.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Σύνορα ερμητικά κλειστά

 

      Όλοι το ξέρουν ότι η Πίπη είναι ατρόμητη και όλοι θα ήθελαν να είναι όπως εκείνη.Κι αυτό, επειδή όλοι θα ήθελαν να πετάξουν ψηλά με το κρεβάτι τους, αλλά κανένας δεν το τολμά. Και όλοι φυσικά θα ήθελαν να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα, όπως έκανε πολλές φορές η Πίπη, αλλά φοβούνται μην τυφλωθούν.
     Η Πίπη δε φοβάται μην πέσει ή μη ζαλιστεί όταν πετάει στον ουρανό με το κρεβάτι της. Ούτε φοβάται μήπως την πουν ηλίθια όταν γελάει δυνατά, ούτε μήπως την πουν χοντρή όταν τρώει όλο το φαγητό της.
     Και μήπως φοβήθηκε όταν ταξίδεψε στη Χώρα των Τακουνοκρουστών; Καθόλου. Ίσα-ίσα που το διασκέδασε. Ή μήπως δεν ταξίδεψε ολομόναχη στη Χώρα των Ηδονολατρών; Και τι να πει κανείς για τότε που ταξίδεψε στη Χώρα των Βακαλαοφάγων; Ούτε τότε φοβήθηκε η Πίπη.
     Η Πίπη δε φοβάται να γράψει μια ιστορία, ούτε να την πει φοβάται. Και ούτε φοβάται μήπως κουραστεί από το περπάτημα. Ούτε να δοκιμάσει καινούργιες γεύσεις φοβάται η Πίπη.
     Κι όμως, ανάμεσα στα τόσα πράγματα που η Πίπη δε φοβάται, υπάρχει και κάτι που φοβάται: οι κατσαρίδες. Μπορείτε, λοιπόν, να φανταστείτε τι τρομάρα πήρε, όταν τις προάλλες, στη Χώρα της μπροστινής βεράντας εμφανίστηκε καμαρωτή-καμαρωτή μια κατσαρίδα.
     Τι να κάνει η καημένη η Πίπη; Σε αυτές τις περιπτώσεις ένα είναι το όπλο: ο υδροκαταπέλτης. Έπιασε, λοιπόν, το λάστιχο, άνοιξε την βρύση, και εκτόξευσε με μεγάλη δεξιοτεχνία ένα υδάτινο χαστούκι στην κατσαρίδα. Με όση δεξιοτεχνία, όμως, κι αν έριξε η Πίπη το υδάτινο χαστούκι, με την ίδια και ακόμα περισσότερη δεξιοτεχνία το απέφυγε η κατσαρίδα, που είχε πάρει παιδιόθεν μαθήματα ελιγμών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η συγκεκριμένη κατσαρίδα φαίνεται πως είχε πάρει και μαθήματα υποβρύχιας διαβίωσης, αφού αντί να φύγει μακριά, άρχισε να κινείται ζωηρά προς το μέρος της Πίπης, παρ'όλο το νερό που έπεφτε επάνω της!
     Έδωσε τότε άλλη μια η Πίπη και ξαναέριξε νερό στην κατσαρίδα, που αυτήν τη φορά κρύφτηκε πίσω από τις γλάστρες. Πού να ζυγώσει όμως η Πίπη; Κι αν η κατσαρίδα είχε πάρει και μαθήματα κατσαριδοκουνγκ-φου ή κατσαριδοζίου-ζίτσου; Όχι, η Πίπη δεν ήθελε καθόλου να διακινδυνεύσει μία τέτοιου είδους αναμέτρηση με το εξαγριωμένο τέρας.
     Άφησε, λοιπόν, τον υδροκαταπέλτη στη θέση του - με μεγάλο κόπο, είναι η αλήθεια, αφού η θέση του βρισκόταν κοντά στις γλάστρες - και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη Χώρα της πλημμυρισμένης μπροστινής βεράντας, κλείνοντας βιαστικά τα σύνορά της με τη Χώρα του διαμερίσματος.
     Και έμεινε η Πίπη μέσα στο διαμέρισμα, και η κατσαρίδα βολτάριζε απ'έξω. Και είναι τώρα μερικές μέρες, που η κατσαρίδα εμφανίζεται κάθε βράδυ στη Χώρα της μπροστινής βεράντας, που η Πίπη στρέφει τον υδροκαταπέλτη εναντίον της χωρίς να καταφέρνει τίποτα, και που στο τέλος κλείνεται στη Χώρα του διαμερίσματος και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην κατσαρίδα.
     Μόνη ελπίδα της Πίπης τώρα είναι να βαρεθεί από μόνη της η κατσαρίδα και να φύγει. Και μέχρι να γίνει αυτό, ή μέχρι να γίνει ο εξορκισμός που λέγεται απολύμανση, τα σύνορα μεταξύ της Χώρας της μπροστινής βεράντας και της Χώρας του διαμερίσματος παραμένουν ερμητικά κλειστά.
     Τουτέστιν, απαγορεύονται αυστηρά οι διελεύσεις.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Με ή χωρίς αποδείξεις

    

      - Καλημέρα σας, θα ήθελα...
     - Προτού μου πείτε ό,τι θέλετε, κύριε, πάρτε σας παρακαλώ αυτό εδώ το έντυπο αίτησης και συμπληρώστε το.
     - Να το συμπληρώσω;
     - Μάλιστα.
     - Και τι να γράψω;
     - Να γράψετε αυτό που θέλετε.
     - Α, κατάλαβα.
     ......................................................
     - Το συμπλήρωσα το έντυπο, κύριε.
     - Το συμπληρώσατε; Α, πολύ ωραία. Για να δούμε... Μα εδώ δεν έχετε συμπληρώσει τι είδος είστε!
     - Τι εννοείτε;
     - Ορίστε, κύριε, εδώ, έπρεπε να βάλετε Χ στο τετραγωνάκι που λέει "ελέφαντας". Δεν χρειάζεται να σας το πω εγώ!
     - Μα αφού δεν είμαι ελέφαντας!
     - Όχι, κύριε, είστε ελέφαντας.
     - Είμαι εντελώς σίγουρος ότι δεν είμαι.
     - Μα τι λέτε, κύριε, δεν βλέπω εγώ ότι είστε ελέφαντας; Με κοροϊδεύετε;
     - Σας διαβεβαιώνω ότι δεν έχω τέτοιο σκοπό, αλλά, ειλικρινά, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ.
     - Δηλαδή θέλετε να πείτε ότι δεν ξέρω τι μου γίνεται;
     - Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω...
     - Αρκετά, κύριε! Δεν θα ανεχτώ να συνεχίσετε να με κοροϊδεύετε! Σημειώστε το Χ στο τετραγωνάκι "ελέφαντας" να τελειώνουμε!
     - Μα πώς θα βάλω Χ σε αυτό το τετραγωνάκι, αφού δεν είμαι ελέφαντας;
     - Α, εσείς επιμένετε! Θεέ μου, τι σου έκανα και με βασανίζεις;
     - Το μόνο που θέλω...
     - Λοιπόν, ως εδώ και μη παρέκει! Αν συνεχίζετε να δηλώνετε ότι δεν είστε ελέφαντας, δεν έχω άλλη λύση από το να ζητήσω αποδείξεις.
     - Μα, βλέπετε να έχω μεγάλα αυτιά, που έχουν οι ελέφαντες;
     - Μεγάλα αυτιά; Και δηλαδή αυτά που έχετε τα θεωρείτε μικρά;
     - Ναι, είναι μεγάλα...
     - Να το!
     - ... αλλά είναι μεγάλα αυτιά ανθρώπου, όχι ελέφαντα!
     - Άλλη απόδειξη έχετε;
     - Φυσικά. Βλέπετε εσείς να έχω χαυλιόδοντες;
     - Και τι είναι αυτά τα δόντια που πετάνε από το στόμα σας, κύριε; Διακοσμητικά;
     - Και τώρα δηλαδή θα βρω τον μπελά μου για ένα ορθοδοντικό πρόβλημα; Στραβά είναι τα δόντια μου, κύριε, και πετάνε. Στραβά!
     - Είναι προφανές ότι αρνείστε να παραδεχτείτε το προφανές, κύριε.
     - Ποιο είναι το προφανές;
     - Ότι είστε ελέφαντας, φυσικά.
     - Άντε πάλι!...
     - Μα τι να πω κι εγώ... Τους χαυλιόδοντες τους λέτε ορθοδοντικό πρόβλημα, τα τεράστια αυτιά σας τα θεωρείτε φυσιολογικά...
     - Δεν είναι τεράστια τα αυτιά μου!
     - Σε λίγο θα μου πείτε ότι είστε και λεπτός σαν ένα φύλλο!
     - Δεν είπα ότι είμαι λεπτός...
     - Χοντρός είστε, κύριε, μην ντρέπεστε, ομολογήστε το, χοντρός σαν ελέφαντας!
     - Έχω λίγα παχάκια στην κοιλιά, αλλά αυτό είναι όλο... Σας ενοχλούν και τα παχάκια μου τώρα;
     - Ποια παχάκια, εδώ μιλάμε για παχύδερμο, κύριε!
     - Παχύδερμο, εγώ;
     - Ποιος άλλος; Θα συμπληρώσετε το Χ στο τετραγωνάκι να ξεμπερδεύουμε;
     - Δηλαδή, για να εξυπηρετηθώ θα πρέπει να βάλω Χ στο τετραγωνάκι;
     - Αυτό δε λέμε τόση ώρα;
     - Ωραία, λοιπόν, θα βάλω Χ στο τετραγωνάκι που λέει "λιοντάρι".
     - Μα αφού δεν είστε λιοντάρι!
     - Ούτε ελέφαντας είμαι, αλλά αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε δύο πράγματα που δεν είμαι, προτιμώ να διαλέξω το λιοντάρι.
     - Α, δεν θα συνεννοηθούμε...
     - Προς τι ο μέλλοντας, μήπως μέχρι τώρα συνεννοηθήκαμε;
     - Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί σας...
     - Μήπως να με εξυπηρετούσατε;
     - Δεν μπορώ να εξυπηρετώ άγνωστου είδους κόσμο, κύριε. Πρώτα πρέπει να δηλώσετε το είδος σας και μετά θα σας εξυπηρετήσω.
     - Και γιατί δεν κάνουμε το αντίθετο;
     - Ποιο αντίθετο;
     - Μέχρι τώρα μου ζητούσατε αποδείξεις ότι δεν είμαι ελέφαντας...
     - Αποδείξεις που ποτέ δεν προσκομίσατε...
     - Μπορείτε, τότε, να μου προσκομίσετε εσείς τις αποδείξεις ότι είμαι ελέφαντας;
     - Τις ποιες;
     - Τις αποδείξεις που έχετε εσείς και που αποδεικνύουν ότι εγώ είμαι ελέφαντας, έτσι δεν λέτε;
     - Εφόσον θέλετε αποδείξεις, θα τις έχετε...
     - Ανυπομονώ.
     - Λοιπόν, έχουμε και λέμε: πρώτη απόδειξη είναι τα μεγάλα αυτιά σας, δεύτερη οι χαυλιόδοντες - μη με διακόπτετε - και τρίτη ο μεγάλος σας όγκος.
     - Τα ίδια μου λέγατε και πριν αλλά ακόμα δε με έχετε πείσει.
     - Υπάρχει κι άλλη απόδειξη. Δώστε μου το χέρι σας.
     - Ορίστε.
     - Πότε ξεβάψατε τα νύχια σας;
     - Γιατί, πότε τα είχα βάψει;
     - Α, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι σοβαρό...
     - Που δε βάφω τα νύχια μου;
     - Παραποίηση στοιχείων λέγεται αυτό που κάνατε, κύριε...
     - Που δεν έβαψα τα νύχια μου;
     - Που τα ξεβάψατε.
     - Μα δεν τα είχα βάψει ποτέ μου.
     - Δεν μπορεί.
     - Μα αφού σας το λέω. Γιατί θα έπρεπε να τα βάψω;
     - Μα όλοι οι ελέφαντες βάφουν τα νύχια τους!
     - Αυτοί που δουλεύουν σε τσίρκο. Φαντάζομαι ότι οι λιγότερο φιλάρεσκοι δεν θα τα βάφουν...
     - Νομίζω ότι με κοροϊδεύετε και πάλι. Γι'αυτό και ξεβάψατε τα νύχια σας, για να με μπερδέψετε. Αλλά δεν θα τον πετύχετε τον σκοπό σας...
     - Αυτό το βλέπω... Θα προσκομίσετε καμιά άλλη απόδειξη ή να βάλω Χ στο λιοντάρι; Όσο περνάει η ώρα, τόσο νιώθω τα μαλλιά μου να μακραίνουν και να φουντώνουν...
     - Και τι έχετε να πείτε για την προβοσκίδα σας;
     - Την προβοσκίδα μου;
     - Ναι, την προβοσκίδα σας. Εδώ σας θέλω!
     - Μήπως εννοείτε τη μύτη μου;
     - Την προβοσκίδα σας εννοώ.
     - Η πλάκα έχει και τα όριά της! Το ότι η μύτη μου είναι μεγάλη και μακριά δεν σας δίνει το δικαίωμα να την αποκαλέσετε "προβοσκίδα". Παρακαλώ να αναιρέσετε!
     - Δεν αναιρώ τίποτα!
     - Δεν έχω προβοσκίδα! ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ!
     - Α, θα με αναγκάσετε να φωνάξω τον προϊστάμενο.
     - Να φωνάξετε όποιον θέλετε, δε με νοιάζει!
     - Κύριε προϊστάμενε, μπορείτε να έρθετε σας παρακαλώ;
     - Ορίστε, τι συμβαίνει; Έχετε κάποιο πρόβλημα, κύριε; Δεν σας εξυπηρετούν σωστά; Γιατί δεν εξυπηρετείς σωστά τον κύριο Ελέφαντα;
     - Τον ποιον;
     - Εσάς, κύριε.
     - Θέλετε να πείτε ότι και εσείς νομίζετε ότι είμαι ελέφαντας;
     - Δεν το νομίζω, κύριε, είναι φως φανάρι ότι είστε ελέφαντας: μεγάλα αυτιά, μεγαλόσωμος, χαυλιόδοντες, προβοσκίδα... Τα νύχια σας μόνο είναι ξεβαμμένα, αλλά κατά τα άλλα έχετε όλα τα χαρακτηριστικά του ελέφαντα...
     - Δεν ξέρω τι να πω πια...
     - Πρόσφερες φυστικάκι στον κύριο Ελέφαντα;
     - Όχι, κύριε προϊστάμενε...
     - Ζώον! Πόσες φορές θα σου πω ότι πρέπει να περιποιούμαστε τον κόσμο; Μας συγχωρείτε, κύριε, να σας κεράσουμε ένα φυστικάκι;
     - Είμαι αλλεργικός στα φυστίκια, κύριε...
     - Μα τι μου λέτε; Θα είναι σοβαρό πρόβλημα για έναν ελέφαντα να μην μπορεί να φάει φυστίκια. Εγώ έχω δυσανεξία στη λακτόζη, καταλαβαίνω πόσο άσχημα θα αισθάνεστε...
     - Δεν έχετε ιδέα... τώρα αρχίζω να αποκτάω και δυσανεξία στους ανθρώπους.
     - Τέλος πάντων, τι θα πρέπει να γίνει για να τελειώνει αυτή η παρεξήγηση;
     - Να παραδεχτείτε ότι δεν είμαι ελέφαντας.
     - Τώρα, μεταξύ μας, μήπως δεν έχετε δίκιο;
     - Τι εννοείτε;
     - Ελάτε τώρα, δύο άνθρωποι σας λένε ότι είστε ελέφαντας και εσείς το αρνείστε, σας φαίνεται λογικό;
     - ...Ναι.
     - Ακούστε, θα σας μιλήσω εντελώς ελεύθερα, εξωυπηρεσιακά. Εγώ αποδέχομαι πλήρως το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση και το δικαίωμα των ανθρώπων στην αυτοδιαμόρφωση. Όμως, ας είμαστε λογικοί, βρίσκεστε εδώ τόση ώρα και απ'έξω υπάρχει κι άλλος κόσμος που περιμένει να εξυπηρετηθεί. Αν δεν σκέφτεστε εμάς, σκεφτείτε τουλάχιστον εκείνους. Τι πειράζει ένα Χ; Δείξτε μεγαλοψυχία ανάλογη του μεγέθους σας και βάλτε αυτό το ρημάδι το Χ!
     - Μα...
     - Ελάτε, ψυχικό θα κάνετε, και εγώ δε θα σας αφήσω έτσι, θα σας δώσω κουπόνια για δωρεάν μανικιούρ.
     - Μανικιούρ; Λέτε να κάνω μανικιούρ;
     - Και γιατί όχι; Να δείτε τι ωραία που θα σας ταιριάζει...
     - Κόκκινα θα τα βάψω, πάντα μου άρεσε το κόκκινο...
     - Είδατε που έρχεστε στα λόγια μου; Βάλτε τώρα ένα Χ.
     - Ορίστε.
     - Είδατε τι απλό που ήταν; Και τώρα, για να δούμε τι θέλετε... Μα εδώ ζητάτε... Λυπάμαι που θα σας το πω, κύριε, αλλά αυτό που θέλετε δεν θα το βρείτε εδώ.
     - Πώς;
     - Ναι, φοβάμαι πως έχετε κάνει λάθος στη διεύθυνση. Απέναντι πρέπει να πάτε.
     - Απέναντι;
     - Ναι, αλλά ακόμα κι έτσι μάλλον δεν θα μπορέσετε να κάνετε τη δουλειά σας...
     - Γιατί;
     - Επειδή δεν δέχονται ελέφαντες.
     - Πώς; Και τι θα κάνω εγώ τώρα;
     - Μήπως να πηγαίνατε για εκείνο το μανικιούρ;

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Κάτι κουρασμένα σαλιγκάρια


     - Ουφ, κουράστηκα! είπε το ένα σαλιγκάρι.
     - Ουφ, κι εγώ! είπε το δεύτερο.
     - Εσείς λυσσάξατε να κάνουμε όλον αυτόν τον δρόμο, είπε και το τρίτο.
     - Ας σταθούμε λίγο κάτω από αυτό το γεράνι για να ξεκουραστούμε, πρότεινε το μεγαλύτερο.
     Τα άλλα δύο δεν είπαν τίποτα, αλλά στάθηκαν κάτω από ένα μεγάλο φύλλο ενός γερανιού.
     - Μπορεί εμείς να είχαμε την ιδέα, ξαναέπιασε τη συζήτηση το ένα σαλιγκάρι, αλλά κι εσύ μόνος σου μας ακολούθησες.
     Αλήθεια ήταν αυτό.
     - Δε λέω, είπε εκείνο, αλλά δεν ξέρω αν άξιζε τελικά τον κόπο... Περπατάμε τόσον καιρό και ακόμα δεν έχουμε φτάσει εκεί που πρέπει.
     - Η αλήθεια είναι, πήρε το λόγο το πρώτο σαλιγκάρι, ότι ο δρόμος δεν ήταν καθόλου εύκολος. Θυμάστε εκείνη την άγρια γάτα που μας πήρε το κατόπι;
     Θυμούνταν.
     - Ή μήπως θυμάστε τον κατακλυσμό που παρά λίγο να μας πνίξει;
     Και αυτό το θυμούνταν.
     - Δεν περίμενα να κουραστώ τόσο πολύ, συνέχισε το πρώτο σαλιγκάρι. Πίστευα ότι η διαδρομή θα ήταν πιο άνετη.
     - Ε, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου και το σπίτι, σίγουρα θα ήταν πιο άνετη, είπε το δεύτερο σαλιγκάρι.
     - Κι όχι τίποτ'άλλο, απάντησε εκείνο, πρόσφατα έκανα ανακαίνιση και άλλαξα όλη την επίπλωση με έπιπλα από μασίφ ξύλο.
     - Αμ' εγώ, είπε το δεύτερο, όχι μόνο έβαλα εντοιχισμένη κουζίνα, αλλά έβαλα και μόνωση στην οροφή... Αυτό κι αν είναι βάρος!
     - Για τη μόνωση δεν μπορώ να πω τίποτα, είναι αναγκαία. Σκέψου τι θα είχε συμβεί με τον κατακλυσμό αν δεν είχες μόνωση στην οροφή... Θα είχε πλημμυρίσει το σπίτι σου και τώρα όλα σου τα πράγματα θα είχαν καταστραφεί από το νερό. Όμως, για την εντοιχισμένη κουζίνα, νομίζω πως έκανες λάθος. Τόσο συχνά μαγειρεύεις που χρειάζεσαι και εντοιχισμένη κουζίνα; Με ένα φουρνάκι, πιστεύω, θα την έκανες τη δουλειά σου.
     - Μαγειρεύω όσο συχνά χρειάζεται, απάντησε το άλλο.
     - Ναι, καλά, είπε το πρώτο, έχω ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που κάπνιζε η καμινάδα σου.
     - Φυσικά, αφού δεν ψήνω στο τζάκι, ή στα κάρβουνα, μαγειρεύω με ηλεκτρισμό.
     - Να βάλεις φυσικό αέριο, είπε και το τρίτο που τόση ώρα δε μιλούσε. Εγώ έβαλα φυσικό αέριο και σώθηκα. Άσε που με το ίδιο σύστημα θερμαίνω και όλο το σπίτι. Παλιά, όλο το χειμώνα με πέθαιναν οι ρευματισμοί. Ενώ τώρα...
     - Ξεκουραστήκατε; ρώτησε το μεγαλύτερο σαλιγκάρι τα άλλα δύο. Μήπως να πηγαίναμε; Ίσως φτάσουμε στον προορισμό μας προτού βραδυάσει.
     - Και είναι τόσο ωραία εκεί; ρώτησε το ένα από τα άλλα δύο. Ρωτάω, επειδή και εκεί που μέναμε μια χαρά ήταν.
     - Είναι πολύ ωραία, σου λέω, απάντησε το πρώτο. Έχει δροσιά, έχει σκιά, είναι μακριά από κεντρικούς δρόμους, δε θα μας ενοχλήσει κανείς. Και, μεταξύ μας, πιστεύω ότι και οι άλλοι θα μετακομίσουν εκεί αργότερα. Οπότε, εμείς που θα έχουμε φτάσει πρώτοι θα έχουμε διαλέξει και τα καλύτερα πόστα...
     - Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, είπε και το τρίτο σαλιγκάρι.
     Και οι τρεις τους ξεκίνησαν ξανά το μακρύ τους δρόμο από τη μια πλευρά του κήπου στην άλλη...