Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Χρονικό

 

Ξεκίνησαν απ'το πρωί,
δέκα φαντάροι, όλοι μαζί,
να πάρουν ένα οχυρό,
ψηλά, σε όρος ξακουστό.

Ήταν μεγάλη η διαδρομή,
μα οι φαντάροι είχαν ορμή.
Πηγαίναν με βήμα γοργό,
ένα και δυο, ένα και δυο.

Φτάσαν κι οι δέκα στα ριζά,
μα ο ένας τους σαν να λυγά:
"λαχάνιασα και δεν μπορώ,
στα βράχια ν'αναρριχηθώ".

Συνέχισαν τότε οι εννιά,
να σκαρφαλώνουν θαρρετά.
Πιο πάνω, σε μια ανηφοριά,
ο ένας είπε, δυνατά:

"Προτού να πάμε, λογικό
είναι να έχουμε αρχηγό.
Χωρίς οργάνωση, θαρρώ,
δεν θ'ανεβούμε στο βουνό".

Συμφώνησαν όλοι σ'αυτό,
και τον ορίσαν αρχηγό.
Ξαναξεκίνησαν μετά,
πίσω αυτός, οι άλλοι μπροστά.

Πιο πάνω βράχος χαλαρός,
κύλησε, πάει ο μπροστινός!
Το χτύπημα ήτανε βαρύ,
ένιωσαν όλοι συντριβή.

Ένας τους, ο πιο δυνατός,
στάθηκε λίγο σκεφτικός.
"Αμέτε εσείς", είπε, "κι εγώ
μένω να θάψω τον νεκρό".

Αναχωρήσαν οι εφτά,
άλλαξε η κλίση στην πλαγιά.
Το βάδισμα έγινε πιο αργό,
μα το ηθικό έμεινε υψηλό.

Πιο πάνω σύννεφα βαριά,
κι ο αέρας να λυσσομανά.
Βροντές πολλές και αστραπές
στα νέφη ανοίγαν χαρακιές.

Ένας τους ρίχνει δρασκελιά,
και χώνεται σε μια σπηλιά.
"Εδώ να μείνουμε, ασφαλείς",
λέει, και στέκει, ευθυτενής.

Ο αρχηγός βάζει φωνή,
να βγούνε έξω, στην βροχή.
Πρέπει να πάρουν το οχυρό,
δεν έχουν χρόνο και καιρό.

"Αν θες εσύ, κάτσε εδώ",
λέει άγρια στον νεαρό.
"Πάμε, παιδιά, ένα και δυο,
να πάρουμε το οχυρό"!

Οι έξι νέοι ξεκινούν,
με δυσκολία προχωρούν.
Τα βράχια απότομα, τραχιά,
πληγιάζουν τα νεαρά κορμιά.

Ο αέρας γίνεται αραιός,
μα είναι ο στόχος κοντινός.
Ξάφνου, ο ένας τους γλιστρά
και απ'το βουνό κατρακυλά.

Το θέαμα τρομακτικό,
παγώνουν όλοι στο λεπτό.
Τα γόνατα τρεμουλιαστά,
δεν πάνε πίσω, ούτε μπροστά.

"Εμπρός!" φωνάζει ο αρχηγός,
αλλά δεν είναι πειστικός.
Ένας φωνάζει "ως εδώ!"
κι οι άλλοι νιώθουν πανικό.

Ο αρχηγός χειρονομεί,
τον λιποτάκτη απειλεί.
Κοιτάει τους άλλους αυστηρά,
"Πάμε!" τους λέει, "όλοι μπροστά"!

Πιο πάνω η θέα μαγική,
νιώθουν σαν να'ναι αετοί.
Ο ένας στέκεται εκεί,
θέλει να γράψει μια ωδή.

Οι άλλοι στέκουν, τον κοιτούν,
κι αρχίζουν να τον λοιδορούν.
"Μα, δείτε", αυτός τους απαντά,
"δεν βλέπετε την ομορφιά";

Πιάνουνε την ανηφοριά
κι εκείνος ούτε τους κοιτά.
Και συνεχίζουν, προχωρούν,
μέχρι τον στόχο τους να δουν.

Φτάσανε, πλέον, στην κορφή,
το οχυρό να το, εκεί!
Και πλησιάζουνε γοργά,
κι οι τρεις, γεμάτοι από χαρά.

Ήρθε η ώρα κι η στιγμή
που ανέμεναν απ'την αρχή,
σφίγγουν τα χέρια τα σπαθιά,
κοιτιούνται όλοι θαρρετά.

"Είμαστε όλοι κι όλοι τρεις,
μήπως δεν είμαστε επαρκείς;
Με δέκα ήταν εφικτό.
Με τρεις, πώς παίρνουν τ'οχυρό";

Το σκέφτεται κι ο αρχηγός,
λάθος είν'ο σχεδιασμός,
κι αντί για θρίαμβο τρανό,
τους στέλνει τώρα στο χαμό.

Βόλια πολλά, και κανονιές,
καπνούς, και αίμα, και φωτιές.
Αυτά προσμένει ο αρχηγός
μα και οι άλλοι δυο, σαφώς.

Μονόδρομος η επιστροφή,
και δε χωρούσε αναβολή.
Και οι γενναίοι εκείνοι τρεις,
γύρισαν σώοι κι αβλαβείς.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά,
κι ήρθε μαζί κι η λησμονιά.
Το πάρσιμο του οχυρού
έγινε έπος του συρμού.

Το τραγουδούσαν στις γωνιές
οι τροβαδούροι τις νυχτιές.
Το τραγουδούσαν και οι νιές,
με του αργαλειού τις σαϊτιές.

Και το άπαρτο το οχυρό,
έγινε πλέον μυθικό.
Ποτέ δεν έγινε γνωστό,
πως ήταν πάντα αδειανό.

ΥΓ: Αυτή ήταν η συμμετοχή της Πίπης στο 30ο Συμπόσιο ποίησης που διοργανώνει ακούραστα η Αριστέα στο μπλογκ της "Η ζωή είναι ωραία". Οι συμμετέχοντες έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μία ή και περισσότερες από τις λέξεις: δρόμος, διαδρομή, πορεία, και να εμπνευστούν ένα ποίημα ελεύθερης θεματολογίας, συνοδεύοντάς το με μία φωτογραφία δικής τους επιλογής. Η λέξη που "μίλησε" στην Πίπη ήταν η διαδρομή και η φωτογραφία που επέλεξε είναι δική μου.