Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Δέκα χρόνια και δέκα μέρες

 


     - Δεν πάει άλλο, είπε ο γερο-ναυτικός, καθώς άδειαζε έναν κουβά με νερό στο θαλασσοδαρμένο κατάστρωμα του πλοίου.
     - Θυμφωνώ, είπε ένας άλλος, συνομίληκός του, ναυτικός και άρχισε να τρίβει το κατάστρωμα με μανία.
     - Θυμφωνείθ, αλλά δεν κάνειθ τίποτα.
     - Θαν τι να κάνω; Εθύ, δηλαδή, τι προτείνειθ;
     - Δεν κθέρω, αλλά αυτή η κατάθταθη δεν μπορεί να θυνεχιθτεί. Αμούθστακο παιδί ήμουν όταν κθεκινήθαμε και τώρα έχω καταντήθει ερείπιο.  
     - Ε, εντάκθει, κόπθε κάτι... Αμούθτακο παιδί δεν ήθουν!
     - Πάντωθ ήμουν πολύ νέοθ... Και κοίτα πώθ κατάντηθα!
     - Όλοι μαθ έχουμε τα χάλια μαθ, πήρε το λόγο ένας άλλος ναυτικός, που περνούσε από δίπλα τους και κοντοστάθηκε. Κοιτάκθτε τα δόντια μου, είπε και χαμογέλασε, εφτά μου έχουν μείνει όλα κι όλα!
     - Μια χαρά είθαι εθύ, είπε ο ναυτικός που κρατούσε τον άδειο πλέον κουβά, εγώ έχω μόνο τέθθερα.
     - Καταραμένο θκορβούτο! είπαν και οι τρεις με ένα στόμα.
     Μία πόρτα άνοιξε. Ο καμαρότος του καπετάνιου βγήκε κρατώντας έναν άδειο δίσκο. Οι τρεις ναυτικοί αναστέναξαν.
     - Εμείθ βαθανιδόμαθτε, αλλά υπάρχουν κι άλλοι που καλοπερνάνε, είπε με νόημα ο ναυτικός που κρατούσε την σφουγγαρίστρα. Ο καπετάνιοθ και το φιλαράκι του, καλοτρώνε...
     - Αυτοί έχουν και δόντια, σχολίασε ο ναυτικός με τα εφτά εναπομείναντα δόντια.
     Εκείνη την στιγμή, άνοιξε ξανά η πόρτα και εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος άντρας, που κρατούσε παραμάσχαλα ένα βιβλίο.
     - Καλημέρα! είπε ο καλοντυμένος άντρας και χαμογέλασε, εμφανίζοντας μία πλήρη οδοντοστοιχία.
     - Αυτόθ μαθ έλειπε τώρα, είπε ο ναυτικός με τα εφτά δόντια. Αλλά, βέβαια, τι ανάγκη έχει αυτόθ;
     - Ωραία μέρα σήμερα, είπε ο καλοντυμένος άντρας.
     - Πού την είδε την ωραία μέρα; είπε ο ναυτικός με την σφουγγαρίστρα.
     - Ο ουρανός είναι τόσο υπέροχα γαλάζιος και αυτό το αεράκι είναι τόσο, μα τόσο αναζωογονητικό..., συνέχισε εκείνος. Τι τύχη να ταξιδεύουμε σε αυτά εδώ τα πλάτη!
     - Βρε, παιδιά, τι λέει ο μίθτερ; ρώτησε ένας κοκκινοτρίχης ναυτικός, που ήταν λίγο βαρήκοος. Τον πονάει η πλάτη;
     - Άθε με, γιατί θα τον βαρέθω! είπε αυτός με την σφουγγαρίστρα. Να μαθ τρώει η θάλαθθα και η αρμύρα, να μη μαθ έχει μείνει ούτε δόντι θτο θτόμα, και αυτόθ να τα βρίθκει όλα υπέροχα...
     - Τι τον θέλαμε αυτόν τον βλαμμένο θτο πλοίο; ρώτησε αυτός με τον κουβά. Δεν κάνει τίποτα, μόνο τρώει και θαυμάδει το τοπίο...
     - Είναι επιθτήμοναθ, λέει, φυθιοδίφηθ...
     - Τι είναι; ρώτησε ο βαρήκοος.
     - Φυθιοδίφηθ!
     - Θιγά, καλέ, μην φτύνειθ! Δε μου φτάνει η υγραθία τηθ θάλαθθαθ, να έχω και τη δική θου τώρα;
     Ο κοκκινοτρίχης απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας.
     - Και τι τον χρειαδόμαθτε εμείθ τον φυθιοδίφη; είπε αυτός με τα εφτά δόντια. Αφού θτεριά ακούμε και θτεριά δεν βλέπουμε!
     - Πεθ το πθέματα! Θυμπληρώθαμε κιόλαθ δέκα χρόνια που γυρνοβολάμε θαν την άδικη κατάρα, είπε αυτός με τον κουβά. Από το πολύ κούνημα πάνω θτο πλοίο, δε θα μπορούμε να περπατήθουμε θε θταθερό έδαφοθ...
     - Δέκα χρόνια και δέκα μέρεθ, τον διόρθωσε αυτός με την σφουγγαρίστρα. Εικοθιτρείθ Μαΐου ήτανε, το θυμάμαι πολύ καλά.
     Ο καλοντυμένος άντρας είχε ακουμπήσει στην κουπαστή. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο καπετάνιος.
     - Α, δε βαθτιέμαι, θα του μιλήθω, είπε αυτός με τον κουβά και κατευθύνθηκε προς τον καπετάνιο.
     - Καλημέρα, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος, καθώς περνούσε δίπλα του, πηγαίνοντας προς το πηδάλιο. Όλα καλά;
     - Καθόλου καλά, καπετάνιε, είπε εκείνος.
     - Τι συμβαίνει; 
     - Τι να θυμβαίνει; Ό,τι θυμβαίνει κάθε μέρα τώρα, εδώ και δέκα χρόνια.
     Αυτός με την σφουγγαρίστρα του έκανε νόημα για τις δέκα μέρες.
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος.
     - Εννοώ, θα πάει μακριά αυτή η βαλίτθα; Δέκα χρόνια δεν τα λεθ και λίγα...
     - Ω, πετάχτηκε ο καλοντυμένος άντρας, που είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στο διάλογο μεταξύ ναυτικού και καπετάνιου, δέκα χρόνια δεν είναι λίγα, αλλά δεν είναι και κάτι πρωτοφανές. Κι ο Οδυσσέας δέκα χρόνια έκανε να φτάσει στην Ιθάκη.
     - Ποιοθ έχει θτηθάγχη; ρώτησε ο κοκκινοτρίχης που είχε πλησιάσει κι αυτός.
     - Ο Οδυθθέαθ, λέει, του είπε ένας στραβοκάνης και λίγο αλλοίθωρος, που είχε έρθει κι αυτός κοντά. Βρε, παιδιά, ποιοθ είναι αυτόθ ο Οδυθθέαθ, που δεν τον κθέρει η μάνα του;
     - Κάτι τέτοια χαδά λένε όλοι αυτοί οι μορφωμένοι, σχολίασε αυτός με τα εφτά δόντια, και άντε να τουθ καταλάβειθ μετά...
     - Εμένα δε με νοιάδει πόθα χρόνια έκανε αυτόθ ο Οδυθθέαθ, συνέχισε ο Τζέικομπ. Εμένα με νοιάδει που μαθ έτακθαν πλούτη και καλοπέραθη, και μέχρι τώρα δεν είδαμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πότε, επιτέλουθ, θα πιάθουμε θτεριά; Δεν μπορεί να υπάρχει θτον κόδμο τόθο νερό... Βαρέθηκα, θιχάθηκα το μπλε, θέλω επιτέλουθ να πατήθω χώμα...
     - Δίκιο έχει, πήρε το λόγο αυτός με την σφουγγαρίστρα, δεν είναι δωή αυτή, καπετάνιοθ είθαι, κάνε κάτι, οι προμήθειεθ τελείωθαν, έχουμε πει το πθωμί πθωμάκι, μόνο πθάρια τρώμε, ωθ πού θα πάει αυτό; 
     - Βλέπω ότι απόκτησες και δικηγόρο, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος. Δε σου αρέσει η ζωή στο πλοίο, Τζορτζ; απευθύνθηκε σε αυτόν με την σφουγγαρίστρα. Δυστυχώς, δεν έχεις άλλη επιλογή, εδώ που είμαστε, καταμεσίς της θάλασσας.
     - Δέκα χρόνια είναι πάρα πολλά, καπετάνιε, είπε ο Τζέικομπ.
     - Είναι και οι δέκα μέρεθ, συμπλήρωσε ο Τζόρτζ.
     - Ναι, είναι και οι δέκα μέρεθ. Και, λοιπόν, ο κόμποθ έφταθε θτο χτένι, και εγώ δεν αντέχω άλλο!
     - Ούτε εγώ, είπε ο Τζορτζ.
     - Ούτε εγώ αντέχω, είπε ο κοκκινοτρίχης.
     - Ούτε εγώ, είπε και ο αλλοίθωρος στραβοκάνης.
     Ένας-ένας, όλοι οι ναυτικοί άρχισαν να διαμαρτύρονται.
     - Ε, ωραία, και τι θα κάνετε, δηλαδή, εδώ που είμαστε; είπε ο καπετάνιος. Θα φύγετε; Δεν μπορείτε!
     - Μπορούμε, όμωθ, να θε καθαιρέθουμε! είπε ο Τζέικομπ αποφασιστικά.
     - Να με καθαιρέσετε;
     - Ακριβώθ! Αν δεν είθαι εθύ άκθιοθ να μαθ οδηγήθειθ σε μια θτεριά, θα αναλάβουμε εμείθ!
      Μια στιγμιαία ησυχία εξαπλώθηκε στο πλοίο.
     - Ανταρθία! φώναξε ο κοκκινοτρίχης και σήκωσε την γροθιά του στον αέρα.
     - Ανταρθία! φώναξαν όλοι και τα μάτια τους γυάλισαν.
     Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά και οι εξαγριωμένοι ναυτικοί είχαν αρχίσει να τον πλησιάζουν απειλητικά. Ο καπετάνιος έφερε το χέρι στη ζώνη του και συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει το όπλο του στην καμπίνα του. Ήταν χαμένος από χέρι. Λίγο πιο πέρα, ο καλοντυμένος άντρας είχε παγώσει κι αυτός απ'το φόβο του.
     Μια βραχνή φωνή ακούστηκε αχνά, μέσα στην οχλοβοή, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Οι ναυτικοί είχαν ήδη περικυκλώσει τον καπετάνιο. Η φωνή ξανακούστηκε, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Κθηρά! είπε η φωνή. 
     - Παιδιά, ηθυχία! φώναξε ο Τζέικομπ. Κάτι είπε ο παρατηρητήθ.
     Όλοι σώπασαν.
     - Ε, εκεί πάνω, είπεθ κάτι; φώναξε ο Τζέικομπ προς το μεσιανό κατάρτι, κάνοντας τα χέρια του σαν χωνί.
     - Κθηράαααααα!!! φώναξε ο παρατηρητής, δείχνοντας ξεκάθαρα προς τα ανατολικά. 
    Όλοι έτρεξαν στην κουπαστή και έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα ανατολικά. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στο βάθος, πράγματι, διακρινόταν μια ξηρά.
     Την ίδια στιγμή, το γιασεμί, ο καλύτερος βιγλάτορας της Χώρας της μπροστινής βεράντας, διέκρινε στο βάθος του ορίζοντα ένα άγνωστο ιστιοφόρο, ακριβώς δέκα χρόνια και δέκα μέρες μετά τη γέννηση της Οξείας Γλωσσοπάθειας...

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Ποιος είναι το αφεντικό;

 


     Ο Χρόνος μπήκε στην τραπεζαρία σέρνοντας τα πόδια του. Η μέση του τον είχε πεθάνει.
     - Ωχ, είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας που βρισκόταν στην κορυφή του τραπεζιού.
     Κοντοστάθηκε. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;
     - Καλημέρα! του είπαν όλοι με ένα στόμα.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
     - Τι συμβαίνει; είπε η γυναίκα του, καθώς εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
     Ο Χρόνος πήγε σιγά-σιγά προς το μέρος της και πλησίασε το στόμα του στο αυτί της.
     - Ποιοι είναι αυτοί στο τραπέζι;
     Η γυναίκα του αναστέναξε. Το είχε ξαναδεί το έργο.
     - Αχ, καλέ, πάντα με το αστείο στο στόμα! είπε εκείνη. Ποτέ δεν το χάνεις το κέφι σου! Τα παιδιά σε περιμένουν για να πάρετε μαζί το πρωινό σας, δεν το θυμάσαι;
     - Α, ναι...
     Ο Χρόνος στράφηκε προς το τραπέζι. Σαν να θυμόταν κάτι. Και εκείνα τα πρόσωπα σαν να του φαίνονταν και λίγο πιο γνωστά από πριν. Ναι, βέβαια, εκείνος εκεί ο ψηλός δεν ήταν που έπαιζε στην αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά; Να δεις πώς την έλεγαν... Α, ναι, και εκείνος ο άλλος, αυτός με το μούσι, βέβαια, πώς δεν τον είδε νωρίτερα τον κολλητό του από τον στρατό; Τι έκπληξη και αυτή, να τον επισκεφτεί ύστερα από τόσα χρόνια!
     - Καλημέρα, παιδιά! είπε ο Χρόνος χαμογελαστά. Συγγνώμη που καθυστέρησα, αλλά με έχει πιάσει λουμπάγκο και δεν μπορώ να περπατάω πολύ γρήγορα. Ελπίζω να μην ξελιγωθήκατε περιμένοντάς με.
     - Θα πιείς καφέ, να σου βάλω, μπαμπά; ρώτησε ο κολλητός του από τον στρατό.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
     - Τι συμβαίνει; ρώτησε εκείνη.
     - Γιατί με λέει "μπαμπά" αυτός; τη ρώτησε ψιθυριστά.
     Η γυναίκα του έκανε νόημα στους παρευρισκόμενους. Κατάλαβαν αμέσως. Κι αυτοί το είχαν ξαναδεί το έργο.
     - Να σου βάλω καφέ, παλιοσειρά; είπε ο κολλητός.
     Ο Χρόνος χαλάρωσε. 
     - Βάλε μου, είπε.
     Ξεκίνησαν να τρώνε. Κανένας δε μιλούσε. 
     - Φάε και μηλαράκι, του πρότεινε αυτός που καθόταν στα δεξιά του.
     - Δε θέλω μήλο.
     - Μήπως προτιμάς μπανάνα; τον ρώτησε αυτός που καθόταν στα αριστερά του.
     - Μια μπανάνα θα τη φάω.
     Πήρε μια μπανάνα, την καθάρισε και άρχισε να την τρώει. Το μάτι του έπεσε στο καλάθι με τα κρουασάν.
     - Νοέμβριε, είπε, πιάσε μου ένα κρουασάν, σε παρακαλώ... 
     - Μπαμπά, με γνωρίζεις; Μαμά!
     - Φυσικά και σε γνωρίζω, παιδί μου, γιατί φωνάζεις τη μάνα σου;
     - Κι εμένα με γνωρίζεις; ρώτησε ο Αύγουστος.
     - Εννοείται, μα τι πάθατε όλοι σας; Πλάκα μου κάνετε;
     - Ναι, πλάκα. Αφού μας ξέρεις τι πλακατζήδες που είμαστε, είπε ο Ιούλιος.
     - Όλα καλά; ακούστηκε η γυναίκα του.
     - Μια χαρά, είπε ο Ιανουάριος.
     - Να σου στύψω χυμό; ρώτησε τον Χρόνο.
     - Προτιμώ λίγο καφέ ακόμα, είπε εκείνος.
     Το τραπέζι απόκτησε έναν πιο εύθυμο αέρα.
     - Άντε, τελειώνετε, είπε ο Χρόνος. Η ώρα περνάει, πρέπει να πάτε στη δουλειά. Μη νομίζετε ότι επειδή είστε αφεντικά μπορείτε να πηγαίνετε όποτε σας κάνει κέφι!
     Ύστερα από λίγο, το πρωινό είχε ολοκληρωθεί και οι μήνες άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι, σέρνοντας τις καρέκλες τους, όπως το συνήθιζαν.
     - Αμάν αυτή η φασαρία, είπε ο Χρόνος, δεν μπορείτε να μη σέρνετε τις καρέκλες σας;
     - Συγγνώμη, μπαμπά, είπε ο Μάιος, είναι που βιαζόμαστε λίγο...
     - Εσύ πού βιάζεσαι να πας;
     - Μα, στη δουλειά, φυσικά. Είναι ο μήνας που διευθύνω.
     - Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Δεν πας καμιά βόλτα, καλύτερα; Τι δουλειά έχεις εσύ να διευθύνεις φθινοπωριάτικα;
     - Ορίστε;
     - Οκτώβριε, παιδί μου, άντε, βιάσου, λίγο αν αργήσεις να πας στο γραφείο, ο Μάιος είναι έτοιμος να σου φάει τη θέση.
     - Την ποια;
     - Τη θέση! Μα, τι, κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις; Άντε, παιδί, μου, να ρίξεις καμιά βροχούλα να δροσίσεις τον τόπο, ύστερα από τόσο καλοκαίρι, τα πάντα διψάνε για νερό...
     Ο Οκτώβριος αλληλοκοιτάχτηκε με τον Μάιο.
     - Δε νιώθω πολύ καλά, είπε ο Οκτώβριος, με πονάει λίγο ο λαιμός μου, μήπως να πάει ο Μάιος σήμερα;
     - Τι πράγματα είναι αυτά; Τίποτα δεν έχεις! Να πας να σου δώσει η μάνα σου λίγο σιροπάκι και να πας στη δουλειά, ακούς; Άκου, να στείλει τον Μάιο στη θέση του, φθινοπωριάτικα...
     - Μα, μπαμπά, είπε δειλά ο Ιούνιος, άσε τον Μάιο να πάει στη δουλειά, δεν έχουμε φθινόπωρο, άνοιξη έχουμε, να, και αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι...
     - Τι ξεκινάει; Το καλοκαίρι; Ναι, καλά! Μην κάνεις όρεξη! Άκου, αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι... Μου φαίνεται ότι νομίζετε πως έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται, αλλά σας γελάσανε! Ξέρω πολύ καλά ότι έχουμε φθινόπωρο, αλλιώς γιατί να με πιάσει το λουμπάγκο μου;
     Οι μήνες έφυγαν για τη δουλειά, σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Ο Χρόνος πήγε στο σαλόνι και κάθησε στην πολυθρόνα του για να διαβάσει εφημερίδα. Τελικά, προτίμησε να δει λίγη τηλεόραση.
     Έξω έβρεχε. Ένιωσε μια ανατριχίλα.
     - Γυναίκα! φώναξε. Άναψε λίγο το καλοριφέρ, νομίζω ότι κάνει ψύχρα...
     Η γυναίκα του του έφερε μια κουβερτούλα.
     - Σκέπασε λίγο τα πόδια σου με την κουβέρτα, και αν συνεχίσεις να κρυώνεις, θα το ανάψω και το καλοριφέρ, του είπε.
     Ένα χελιδόνι στάθηκε έξω από το παράθυρο και άρχισε να τιτιβίζει. Το χελιδόνι ήταν βρεγμένο.
     - Α, μα δεν είναι κατάσταση αυτή! είπε ο Χρόνος. Μα τι κάνει αυτός ο Μάιος, ανοιξιάτικα; Πάλι βρέχει;
     Έπιασε το τηλέφωνό του και πάτησε έναν αριθμό.
     - Έλα, Μάιε, παιδί μου, τι θα γίνει; Θα συνεχίσεις για πολύ να ρίχνεις βροχές; Καλοκαίρι έφτασε πια! Τον Οκτώβριο αντιγράφεις; Τι;... Γιατί;... Τι δουλειά έχει ο Οκτώβριος στη θέση σου, ανοιξιάτικα;... Εγώ τον έστειλα; Ποιον δουλεύεις, βρε, τον ίδιο σου τον πατέρα; Ή νομίζεις ότι έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται;... Φυσικά και ξέρω τι εποχή έχουμε, όλοι το ξέρουμε... Δεν ακούω τίποτα! Να πας στο γραφείο σου και να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους! Μα, λέω κι εγώ, τι συμβαίνει και όλο βρέχει; Πού να φανταστώ ότι ο κυρ-Μάιος προτίμησε να πάει βόλτα αντί να πάει να δουλέψει!
     Ο Χρόνος έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο.
     - Λίγο λάσκα να τους αφήσω, κάνουν του κεφαλιού τους, μονολόγησε.
     Άναψε την τηλεόραση.
     - Για να δούμε τι έχει σήμερα, είπε και ξεσκεπάστηκε. Σαν να κάνει λίγη ζέστη σήμερα...
     Το χελιδόνι πέταξε μακριά. Ο ουρανός πήρε ένα καταγάλανο χρώμα.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος. Φέρε μου, σε παρακαλώ, μια λεμονάδα από το ψυγείο! Σκάσαμε από τη ζέστη!
     Η γυναίκα του του έφερε ένα ποτήρι με λεμονάδα.
     - Καταντάει αηδία τόση ζέστη, φθινοπωριάτικα, είπε ο Χρόνος καθώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη του. Αυτός ο Οκτώβριος το έχει παρακάνει.
     Ξανάπιασε το τηλέφωνο.
     - Έλα, παιδί μου, Οκτ..., Μάιε, τι δουλειά έχεις εσύ να σηκώνεις το τηλέφωνο του γραφείου; Πού είναι ο αδερφός σου; Τι ποιος αδερφός; Ο Οκτώβριος, στην τουαλέτα έχει πάει;... Τι; Βόλτα; Ποιος του είπε να πάει βόλτα; Κι εσύ τι δουλειά έχεις εκεί, φθινοπωριάτικα;... Α, δε μου τα λες καλά, να πεις στον Οκτώβριο να πάει στη δουλειά του και να κόψει τις κοπάνες, άκουσες; Και εσύ να φύγεις από το γραφείο, δεν είναι η σειρά σου... Να φύγεις, και να κόψεις και την γκρίνια, αηδία έχεις καταντήσει!
     Ο Χρόνος έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, μουρμούρισε. Μα, τι; Πάλι βρέχει; Αυτός ο Μάιος το έχει παραξεφτιλίσει! Ούτε Απόκριες να είχαμε και να είχε ντυθεί Οκτώβριος!
     Και ο Χρόνος ξανάπιασε το τηλέφωνο...

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Άγνωστο είδος

 
     Και έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα: εκεί που όλα φαίνονται να βαίνουν καλώς, εκεί που όλα φαίνονται να έχουν μπει σε μία τάξη, εκεί είναι που τελικά αποδεικνύεται ότι κάτι όχι και τόσο ευχάριστο συμβαίνει στη χώρα της Δανιμαρκίας, ωχ, συγγνώμη, στη Χώρα του διαμερίσματος ήθελα να πω...
     Και άνοιξε η Πίπη μια μέρα την βρύση της έμπνευσης, και άκουσε κάτι ήχους από άδειους σωλήνες, αλλά ούτε μία σταγόνα έμπνευσης δεν βγήκε. Και έκλεισε την βρύση, και την ξανάνοιξε, και κοίταξε και τον γενικό, και το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να βγουν κανα δυο σταγόνες γεμάτες σκουριά... Με άλλα λόγια, πάει η έμπνευση!
     "Εντάξει", σκέφτηκε η Πίπη, που δεν θέλει το μυαλό της να πηγαίνει στο χειρότερο, "είναι μία παροδική βλάβη του δικτύου, κάπου θα έκαναν έργα και θα έσπασαν κάποιον σωλήνα της παροχής, θα επισκευαστεί η βλάβη και θα ξανάρθει η τρεχούμενη έμπνευση". Και κάθε πρωί, με την ελπίδα φρέσκια-φρέσκια και ανανεωμένη λόγω του ύπνου, η Πίπη πήγαινε στην βρύση και την άνοιγε, αλλά πού... Και οι μέρες περνούσαν, και η ελπίδα της άρχισε να κουράζεται... Και σιγά-σιγά κατέληξε να ανοίγει την βρύση μόνο από συνήθεια. Και όσο προσπαθούσε να καλέσει την έμπνευση - είτε με τελετουργικούς χορούς, είτε με μαγικά φίλτρα - τόσο η έμπνευση δεν καταδεχόταν να της κάνει ούτε μία επίσκεψη.
     Και παρ'όλο που δεν της άρεσε αυτή η σκέψη, η Πίπη άρχισε να το παίρνει απόφαση. Πάει το δίκτυο, καταστράφηκε, ποιος ξέρει τι βλάβη είχε προκληθεί, αλλά σίγουρα θα ήταν πολύ μεγάλη αφού ακόμη δεν είχε φτιαχτεί, μόνη της θα έπρεπε να πορεύεται από εδώ και μπρος. Αλλά πώς να πορευτεί χωρίς έμπνευση; Εντωμεταξύ, η Γλωσσοπάθεια είχε αρχίσει κιόλας να γεμίζει ιστούς αράχνης...
     Με τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι της, λοιπόν, η Πίπη περπατούσε μια μέρα στον δρόμο, όταν σε μία διασταύρωση πήρε το μάτι της μια γάτα. Η ώρα ήταν λίγο προχωρημένη, οπότε τα χαρακτηριστικά της γάτας δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα, πιο πολύ η σιλουέτα της διακρινόταν. Η Πίπη συνέχισε τον δρόμο της, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που συναντούσε γάτα στον δρόμο, αλλά λίγο πιο κάτω κοντοστάθηκε. Εκείνη η γάτα, η σιλουέτα της, δηλαδή, δε θα μπορούσε να είναι και σιλουέτα... κουκουβάγιας;
     Ναι, ξέρω, θα μου πείτε ότι η έλλειψη έμπνευσης τη βάρεσε στο κεφάλι, και ίσως να έχετε και δίκιο, απλώς εγώ μεταφέρω τα γεγονότα. Η Πίπη άρχισε να σκέφτεται ότι πολύ έμοιαζε η σιλουέτα εκείνης της γάτας με σιλουέτα κουκουβάγιας και... ήταν σίγουρα γάτα αυτό που είχε δει; Όσο περισσότερο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο κατέληγε στην σκέψη ότι το ζώο που είχε δει δεν ήταν γάτα. Ούτε κουκουβάγια, όμως, ήταν. Τι δουλειά είχε μια κουκουβάγια κάτω, στο οδόστρωμα;
     "Να δεις που θα είναι κάτι άλλο", είπε η Πίπη. "Είμαι σίγουρη ότι είναι ένα ζώο με χαρακτηριστικά και κουκουβάγιας και γάτας. Πρέπει να μάθω περισσότερα γι'αυτό".
     Και η Πίπη άρχισε να αναζητεί το ασυνήθιστο αυτό ζώο με επιμονή. Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Καθώς φαίνεται, επρόκειτο για ζώο που δεν αγαπάει πολύ την έκθεση και προτιμάει να κινείται στα σκοτάδια. "Πώς θα το λένε, άραγε;" αναρωτήθηκε η Πίπη. "Γατουβάγια" απάντησε μόνη της, ύστερα από αρκετή σκέψη. "Ούτε γάτα, ούτε κουκουβάγια, αλλά κάτι και από τα δύο".
     Και τότε, δε θα το πιστέψετε, το περίεργο αυτό ζώο με το όνομα γατουβάγια, εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά στην Πίπη. Και η έκπληξή της ήταν τόσο μεγάλη, που στην αρχή δεν μπόρεσε να πει κουβέντα.
     "Κουκουνιάου", είπε η γατουβάγια.
     Τσιμουδιά η Πίπη.
     "Κουκουνιάου", ξαναείπε η γατουβάγια. "Με ψάχνεις για κάποιον λόγο";
     Μόνο τότε μπόρεσε η Πίπη να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει.
     "Ναι", απάντησε, σε ψάχνω επειδή θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. "Να φανταστείς, δεν ήξερα καν ότι υπάρχεις".
     "Ναι, πολλοί δεν το ξέρουν αυτό", απάντησε η γατουβάγια, "και καλύτερα, επειδή μας αφήνουν στην ησυχία μας".
     "Πολύ μεγάλα μάτια έχεις", είπε η Πίπη.
     "Ναι, για να βλέπω καλά στο σκοτάδι", απάντησε η γατουβάγια και έγλειψε λίγο το μουσούδι της. "Πώς αλλιώς θα βρίσκω την τροφή μου";
     "Και τι τρως"; 
     "Θέλει και ρώτημα; Ποντίκια! Αν και, καμιά φορά, δε λέω όχι και σε κανένα ψαράκι"...
     "Και πού κοιμάσαι; Πού φτιάχνεις τη φωλιά σου";
     "Κάποιες φορές στα κεραμίδια, αν υπάρχουν κεραμίδια. Αλλιώς, την φτιάχνω στα δέντρα, πάνω-πάνω, κοντά στην κορυφή".
     "Και δεν κινδυνεύεις να πέσεις από εκεί ψηλά";
     "Και γιατί την έχω την ουρά; Την τυλίγω γύρω από το κλαδί όπου βρίσκομαι, και δεν πέφτω ποτέ".
     Η ουρά της γατουβάγιας κουνιόταν ρυθμικά, σαν για να υπογραμμίσει τα λεγόμενά της.
     "Και υπάρχουν πολλές γατουβάγιες στον κόσμο"; ρώτησε η Πίπη.
     "Δεν ξέρω πόσες ακριβώς, αλλά είμαστε μπόλικες".
     "Και γιατί δε σας είδε ποτέ κανείς";
     "Μας είδες εσύ"...
     "Ναι, αλλά εκτός από εμένα, κανείς άλλος".
     "Αφού κυκλοφορούμε τη νύχτα! Επιπλέον, αποφεύγουμε τις επαφές με τους ανθρώπους, ποτέ κανείς δεν κέρδισε κάτι από δαύτους".
     "Σωστό κι αυτό"... Θα μου επιτρέψεις να σε βγάλω μια φωτογραφία";
     "Τι να την κάνεις";
     "Να τη δείχνω σε όσους δεν πιστεύουν ότι υπάρχεις".
     "Αστειεύεσαι; Για να ξαμολυθούν και να μας κυνηγάνε, να μη μας αφήνουν σε ησυχία, να μας ακολουθούν για να μελετήσουν τις συνήθειές μας, να κάνουν πειράματα επάνω μας και στο τέλος να μας αποδεκατίσουν και να εξαφανιστούμε από προσώπου γης";
     Η γατουβάγια φαινόταν πολύ θυμωμένη. Τα γαμψά της νύχια γυάλιζαν, όσο και τα μεγάλα, θυμωμένα της μάτια.
     "Συγγνώμη", είπε η Πίπη, "δεν ήθελα να σου δημιουργήσω πρόβλημα. Δε θα σε βγάλω φωτογραφία, μην ανησυχείς".
     Η γατουβάγια άνοιξε τα φτερά της και τα τίναξε.
     "Είναι ώρα να πηγαίνω", είπε. "Το στομάχι μου γουργουρίζει και δε νομίζω να έχεις εδώ μέσα κανένα ποντικάκι να με κεράσεις".
     Η Πίπη δεν είχε κανένα ποντικάκι στο σπίτι, αφήστε που και να είχε δε θα αισθανόταν και πολύ καλά να το προσφέρει στη γατουβάγια... Και η γατουβάγια χτύπησε τα φτερά της δυνατά και έφυγε πετώντας από το παράθυρο, ενώ η άκρη της ουράς της ακούμπησε λίγο το φωτιστικό και το έκανε να χορεύει...
     Και η Πίπη έμεινε μόνη της να σκέφτεται ότι πολύ θα ήθελαν οι φίλοι της να μάθουν για την ύπαρξη της γατουβάγιας, αλλά ίσως και να μην την πίστευαν, αφού δεν είχε στα χέρια της κάποιο πειστήριο. Και έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να τη ζωγραφίσει, όσο πιο πιστά μπορούσε. Πήρε τα μολύβια της και άρχισε να σχεδιάζει. Σχεδίαζε, έσβηνε, ξανασχεδίαζε, ξανάσβηνε... Και σιγά-σιγά το σχέδιό της άρχισε να θυμίζει τη γατουβάγια που είχε γνωρίσει. Ορίστε και τα μεγάλα της μάτια, να τα και τα γαμψά της νύχια, να το και το μουσούδι της, ορίστε και η ευλύγιστη ουρά της... Μέχρι και τη θυμωμένη της έκφραση κατάφερε να αποδώσει η Πίπη. Και αφού ολοκληρώθηκε το πορτρέτο της γατουβάγιας, έφτασε πια η ώρα να μάθει ο κόσμος για την ύπαρξή της.
     Τώρα, βέβαια, μένει να δούμε πόσοι θα πιστέψουν την Πίπη και πόσοι θα αμφισβητήσουν την ύπαρξη της γατουβάγιας, αφού δεν υπάρχει το αδιάψευστο πειστήριο μιας φωτογραφίας...

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Χρονικό

 

Ξεκίνησαν απ'το πρωί,
δέκα φαντάροι, όλοι μαζί,
να πάρουν ένα οχυρό,
ψηλά, σε όρος ξακουστό.

Ήταν μεγάλη η διαδρομή,
μα οι φαντάροι είχαν ορμή.
Πηγαίναν με βήμα γοργό,
ένα και δυο, ένα και δυο.

Φτάσαν κι οι δέκα στα ριζά,
μα ο ένας τους σαν να λυγά:
"λαχάνιασα και δεν μπορώ,
στα βράχια ν'αναρριχηθώ".

Συνέχισαν τότε οι εννιά,
να σκαρφαλώνουν θαρρετά.
Πιο πάνω, σε μια ανηφοριά,
ο ένας είπε, δυνατά:

"Προτού να πάμε, λογικό
είναι να έχουμε αρχηγό.
Χωρίς οργάνωση, θαρρώ,
δεν θ'ανεβούμε στο βουνό".

Συμφώνησαν όλοι σ'αυτό,
και τον ορίσαν αρχηγό.
Ξαναξεκίνησαν μετά,
πίσω αυτός, οι άλλοι μπροστά.

Πιο πάνω βράχος χαλαρός,
κύλησε, πάει ο μπροστινός!
Το χτύπημα ήτανε βαρύ,
ένιωσαν όλοι συντριβή.

Ένας τους, ο πιο δυνατός,
στάθηκε λίγο σκεφτικός.
"Αμέτε εσείς", είπε, "κι εγώ
μένω να θάψω τον νεκρό".

Αναχωρήσαν οι εφτά,
άλλαξε η κλίση στην πλαγιά.
Το βάδισμα έγινε πιο αργό,
μα το ηθικό έμεινε υψηλό.

Πιο πάνω σύννεφα βαριά,
κι ο αέρας να λυσσομανά.
Βροντές πολλές και αστραπές
στα νέφη ανοίγαν χαρακιές.

Ένας τους ρίχνει δρασκελιά,
και χώνεται σε μια σπηλιά.
"Εδώ να μείνουμε, ασφαλείς",
λέει, και στέκει, ευθυτενής.

Ο αρχηγός βάζει φωνή,
να βγούνε έξω, στην βροχή.
Πρέπει να πάρουν το οχυρό,
δεν έχουν χρόνο και καιρό.

"Αν θες εσύ, κάτσε εδώ",
λέει άγρια στον νεαρό.
"Πάμε, παιδιά, ένα και δυο,
να πάρουμε το οχυρό"!

Οι έξι νέοι ξεκινούν,
με δυσκολία προχωρούν.
Τα βράχια απότομα, τραχιά,
πληγιάζουν τα νεαρά κορμιά.

Ο αέρας γίνεται αραιός,
μα είναι ο στόχος κοντινός.
Ξάφνου, ο ένας τους γλιστρά
και απ'το βουνό κατρακυλά.

Το θέαμα τρομακτικό,
παγώνουν όλοι στο λεπτό.
Τα γόνατα τρεμουλιαστά,
δεν πάνε πίσω, ούτε μπροστά.

"Εμπρός!" φωνάζει ο αρχηγός,
αλλά δεν είναι πειστικός.
Ένας φωνάζει "ως εδώ!"
κι οι άλλοι νιώθουν πανικό.

Ο αρχηγός χειρονομεί,
τον λιποτάκτη απειλεί.
Κοιτάει τους άλλους αυστηρά,
"Πάμε!" τους λέει, "όλοι μπροστά"!

Πιο πάνω η θέα μαγική,
νιώθουν σαν να'ναι αετοί.
Ο ένας στέκεται εκεί,
θέλει να γράψει μια ωδή.

Οι άλλοι στέκουν, τον κοιτούν,
κι αρχίζουν να τον λοιδορούν.
"Μα, δείτε", αυτός τους απαντά,
"δεν βλέπετε την ομορφιά";

Πιάνουνε την ανηφοριά
κι εκείνος ούτε τους κοιτά.
Και συνεχίζουν, προχωρούν,
μέχρι τον στόχο τους να δουν.

Φτάσανε, πλέον, στην κορφή,
το οχυρό να το, εκεί!
Και πλησιάζουνε γοργά,
κι οι τρεις, γεμάτοι από χαρά.

Ήρθε η ώρα κι η στιγμή
που ανέμεναν απ'την αρχή,
σφίγγουν τα χέρια τα σπαθιά,
κοιτιούνται όλοι θαρρετά.

"Είμαστε όλοι κι όλοι τρεις,
μήπως δεν είμαστε επαρκείς;
Με δέκα ήταν εφικτό.
Με τρεις, πώς παίρνουν τ'οχυρό";

Το σκέφτεται κι ο αρχηγός,
λάθος είν'ο σχεδιασμός,
κι αντί για θρίαμβο τρανό,
τους στέλνει τώρα στο χαμό.

Βόλια πολλά, και κανονιές,
καπνούς, και αίμα, και φωτιές.
Αυτά προσμένει ο αρχηγός
μα και οι άλλοι δυο, σαφώς.

Μονόδρομος η επιστροφή,
και δε χωρούσε αναβολή.
Και οι γενναίοι εκείνοι τρεις,
γύρισαν σώοι κι αβλαβείς.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά,
κι ήρθε μαζί κι η λησμονιά.
Το πάρσιμο του οχυρού
έγινε έπος του συρμού.

Το τραγουδούσαν στις γωνιές
οι τροβαδούροι τις νυχτιές.
Το τραγουδούσαν και οι νιές,
με του αργαλειού τις σαϊτιές.

Και το άπαρτο το οχυρό,
έγινε πλέον μυθικό.
Ποτέ δεν έγινε γνωστό,
πως ήταν πάντα αδειανό.

ΥΓ: Αυτή ήταν η συμμετοχή της Πίπης στο 30ο Συμπόσιο ποίησης που διοργανώνει ακούραστα η Αριστέα στο μπλογκ της "Η ζωή είναι ωραία". Οι συμμετέχοντες έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μία ή και περισσότερες από τις λέξεις: δρόμος, διαδρομή, πορεία, και να εμπνευστούν ένα ποίημα ελεύθερης θεματολογίας, συνοδεύοντάς το με μία φωτογραφία δικής τους επιλογής. Η λέξη που "μίλησε" στην Πίπη ήταν η διαδρομή και η φωτογραφία που επέλεξε είναι δική μου. 

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Group therapy

     


     - Άντε, στην υγειά μας! είπε ο ένας και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά.
     - Να πάνε κάτω τα φαρμάκια! είπε ο άλλος και τσούγκρισε το ποτήρι του.
     - Κουράγιο, αδέρφια! είπε ο τρίτος και τσούγκρισε κι εκείνος το δικό του ποτήρι.
     - Άσπρο πάτο! είπε και ο τέταρτος.
     Οι τέσσερεις φίλοι άδειασαν τα ποτήρια τους αργά, μέσα στην απόλυτη σιγή, παρ'όλο το διάχυτο μουρμουρητό που ακουγόταν από τα γύρω τραπέζια.
     - Βάλσαμο ήταν! είπε ο πρώτος και έγλειψε τον λιγοστό αφρό που είχε παγιδευτεί στο μουστάκι του.
     - Αν ήταν και λίγο πιο παγωμένη, θα ήταν όνειρο, είπε και ο δεύτερος.
     - Να πάρουμε άλλη μία; πρότεινε ο τρίτος.
     - Λέτε; αναρωτήθηκε ο τέταρτος.
     - Και γιατί όχι; είπε ο δεύτερος. Σάμπως θα οδηγήσουμε;
     - Α, δεν ξέρω, είπε ο πρώτος, αν πιω δεύτερη, ίσως έχω φασαρίες στο σπίτι.
     - Μη μου πεις ότι σου γκρινιάζει η δικιά σου!
     - Γιατί, η δικιά σου δε σου γκρινιάζει;
     Ο τέταρτος κοίταξε προς την πόρτα, που μόλις είχε ανοίξει. Μία λεπτή κοπέλα μπήκε μέσα και αφού έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω-γύρω κατευθύνθηκε προς το μπαρ, ακολουθούμενη από έναν νεαρό με σκουλαρίκι στο αυτί, ο οποίος τη συνόδευε. Ξανακοίταξε τους φίλους του. 
     - Λοιπόν; επέμεινε ο άλλος.
     - Τι λοιπόν;
     - Η δικιά σου δε σου γκρινιάζει;
     Δεν την είχε γλιτώσει. Απρόθυμα, ένευσε με το κεφάλι.
     - Αφήστε τα, παιδιά, είπε ο πρώτος, οφείλουμε να το ομολογήσουμε: την πατήσαμε!
     - Και να πει κανείς ότι παντρευτήκαμε από συνοικέσιο... είπε ο τρίτος. Αλλά, βρε παιδιά, δεν ήταν έτσι στην αρχή!
     - Όχι, συμφώνησαν και οι άλλοι τρεις.
     - Εμένα η δικιά μου, συνέχισε αυτός, ήταν όλο μέσα στις γλύκες, και να τα τραγούδια, και να τα γέλια, και όλο μηλόπιτες μου έφτιαχνε, αφού μέχρι να παντρευτούμε είχα πάρει εφτά κιλά! Το γαμπριάτικο κουστούμι τρεις φορές μου το άνοιξε ο ράφτης! Αλλά, τώρα, τι να πω; Σαν να έχει μεταλλαχθεί! Όλο μέσα στην γκρίνια την βρίσκω! Μήλο δεν μπαίνει πια στο σπίτι, της προκαλεί τραύμα, λέει. Κομμένες και οι μηλόπιτες, κομμένα και όλα!
     - Σε καταλαβαίνω, φίλε μου, είπε ο δεύτερος. Εγώ να δεις τι τραβάω! Όσο γλυκιά και χαμογελαστή ήταν πριν από το γάμο, τόσο γκρινιάρα έχει γίνει τώρα. Με κυνηγάει από πίσω με ένα ξεσκονόπανο, μου φωνάζει να πατάω επάνω στα πατάκια για να μη χαλάω, λέει, το παρκέ, φωνάζει όταν ξεχνάω να χρησιμοποιήσω σουβέρ επειδή, λέει, αφήνει σημάδια επάνω στα έπιπλα... Πριν να παντρευτούμε, όλο τραγούδαγε, τώρα μόνο με ψέλνει! Μέχρι και για τα πόδια της που μεγάλωσαν εγώ φταίω, λέει!
     - Πώς, δηλαδή;
     - Που την άφησα έγκυο.
     - Ε, καλά, κι εσύ, εδώ που τα λέμε, το παράκανες, πέντε παιδιά σε έξι χρόνια...
     - Φταίω εγώ που είμαι καρπερός; Και το άλλο, δε σας το είπα: με ζηλεύει αφόρητα! Ούτε μια βόλτα δεν μπορώ να πάω μόνος μου, θέλει να πηγαίνουμε παντού μαζί. Και όταν γυρίζω από τη δουλειά, πέφτει επάνω μου και με μυρίζει σαν λαγωνικό.
     - Και σήμερα πώς σε άφησε;
     - Της είπα ότι είχα συμβούλιο με τους μετόχους, έδειξε να το πιστεύει.
     - Και αν τηλεφωνήσει στο γραφείο;
     - Ζήτησα να βγάλουν εκτός λειτουργίας το τηλεφωνικό κέντρο, μόνο στο κινητό θα μπορεί να με βρει.
     - Κι αν σε πάρει στο κινητό;
     - Θα βγω έξω να απαντήσω και θα βρω κάποια δικαιολογία, θα της πω ότι είμαι στο δρόμο για το σπίτι.
      - Τι τραβάς, καημένε... είπε ο πρώτος.
     - Άσε, δράμα η κατάσταση!
     - Εγώ να δείτε τι τραβάω, είπε ο τέταρτος. Δεν φτάνει που με παραμελεί, με έχει γονατίσει και οικονομικά. Όλα τα λεφτά που της δίνω τα ξοδεύει σε λούσα. Για να μην πω για τα λεφτά που ξοδεύει στο κομμωτήριο!
     - Μακάρι και η δικιά μου να ασχολιόταν με τα λούσα και να με άφηνε στην ησυχία μου, είπε ο δεύτερος.
     - Μην το λες, είπε ο τέταρτος και έβγαλε το μπουφάν του. 
     Το μπλουζάκι που φορούσε έμοιαζε σαν βαφτιστικό.
     - Πού το βρήκες αυτό; ρώτησε ο πρώτος. Στο μπαούλο με τα βαφτιστικά;
     - Ήταν το μόνο που δεν ήταν τρύπιο, και το μόνο που δεν ήταν στα άπλυτα.
     - Καλά, από πότε το έχεις;
     - Τον προηγούμενο μήνα το αγόρασα!
     - Και μεγάλωσες τόσο πολύ μέσα σε ένα μήνα;
     - Μη λες βλακείες, δε μεγάλωσα εγώ, αυτό μίκρυνε!
     - Πρώτη φορά το ακούω αυτό, είπε ο τρίτος.
     - Φυσικά και το ακούς πρώτη φορά, επειδή η δικιά σου μπορεί να σου γκρινιάζει και να σε ζηλεύει, αλλά τουλάχιστον είναι νοικοκυρά και ξέρει πώς να πλένει τα ρούχα. Ενώ η δικιά μου δεν έχει ιδέα. Το συγκεκριμένο μπλουζάκι είναι μάλλινο και το έβαλε στο πλυντήριο, στους 60 βαθμούς. Έμεινε μισό.
     - Δε σε σφίγγει;
     - Πώς δε με σφίγγει, αλλά δεν είχα άλλο, γυμνός θα ερχόμουν; Εξάλλου, έτσι όπως έχει μπει, την κοιλιά την αφήνει ακάλυπτη, οπότε μπορώ να τρώω και να πίνω...
     - Πάλι καλά!
     - Και μη νομίζετε ότι την γκρίνια την γλιτώνω, απλώς η δικιά μου γκρινιάζει για άλλους λόγους, πότε επειδή δεν της πετυχαίνουν το χρώμα στα μαλλιά, πότε επειδή δεν της πέφτουν τα ρούχα της όπως ακριβώς θα ήθελε, πότε επειδή της έχει φύγει το κραγιόν ή της έχει χαλάσει το ημιμόνιμο στο νύχι...
     - Έχεις τα δίκια σου και εσύ, είπε ο πρώτος.
     - Εσύ, πάντως, πρέπει να την περνάς καλύτερα, του είπε ο δεύτερος. Φρεσκαδούρα σε βλέπω!
     - Ναι, τι να σου πω...
     - Γιατί;
     - Όσο πάρτυ άνιμαλ ήταν στην αρχή που γνωριστήκαμε, τόσο μούχλα έχει γίνει πλέον!
     - Τι μου λες;
     - Άσε! Φαντάσου, πριν παντρευτούμε, όποτε βγαίναμε και τη ρωτούσα μήπως ήθελε να γυρίσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε, μου έλεγε "Δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω μαζέψει τόσο ύπνο που μπορώ να περάσω μια ολόκληρη ζωή διασκεδάζοντας". Και τώρα, πριν καλά-καλά δύσει ο ήλιος, έχει πέσει για ύπνο!
     - Τουλάχιστον δεν μπορεί να σου γκρινιάζει, αφού κοιμάται...
     - Ναι, καλά... Αν, τυχόν, ανεβάσω λίγο την ένταση στην τηλεόραση, ξυπνάει και βάζει τις φωνές ότι κάνω φασαρία!
     - Ε, κι εσύ γιατί τη δυναμώνεις την τηλεόραση;
     - Στο 1 τη βάζω! Μερικά προγράμματα δεν έχουν υποτίτλους, βλέπεις...
     - Α, κατάλαβα... Και γιατί δεν βγαίνεις, τότε, να κάνεις καμιά βόλτα, να μην την ενοχλείς και να ξεσκάσεις και λίγο;
     - Δεν μπορεί να κοιμηθεί αν λείπω από το σπίτι, λέει, θέλει να νιώθει την παρουσία μου.
     - Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή... 
     - Πριν από δυο βδομάδες είχαμε επέτειο. Είπα κι εγώ να της κάνω έκπληξη. Αγόρασα μια τούρτα, αγόρασα και κρασί, νωρίς ήταν, λέω δε θα κοιμάται ακόμη, θα περάσουμε καλά... Αμ' δε! Χαλάει ο καιρός, σκοτεινιάζει ο ουρανός, πιάνει βροχή...
     - Χάλασε η τούρτα;
     - Μια χαρά ήταν η τούρτα... Μπαίνω στο σπίτι χαμογελαστός, φωνάζω "Χρόνια μας πολλά!", και ακούω τα εξ'αμάξης, επειδή την ξύπνησα.
     - Μα αφού ακόμα δεν είχε δύσει ο ήλιος, νωρίς δεν ήταν;
     - Αυτό είπα κι εγώ. Αλλά, βλέπετε, η βροχή της είχε φέρει υπνηλία... Μια ώρα με έψελνε. Και κοιμήθηκα και στον καναπέ.
     - Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, είπε ο τέταρτος. Αξίζω κι εγώ λίγη προσοχή, επιτέλους!
     - Ναι, και δεν πειράζει να τρώμε και καμιά μηλόπιτα πού και πού, είπε ο τρίτος, θέλω να φάω λίγη μηλόπιτα, κακό είναι;
     - Και δεν πέθανε και κανείς από σημάδι ποτηριού επάνω σε έπιπλο, συμπλήρωσε ο δεύτερος. Ή από μερικά σημάδια στο παρκέ, συμπλήρωσε.
     - Και, επιτέλους, θέλω να βάλω την τηλεόραση στο πέντε! είπε ο πρώτος. Λοιπόν, το αποφάσισα: θα ζητήσω διαζύγιο!
     - Μωρέ, καλά τα λες, είπε ο τρίτος.
     - Πολύ σωστά, πρόσθεσε ο δεύτερος.
     - Ναι, κι εγώ θα ζητήσω διαζύγιο, είπε ο τέταρτος. Λοιπόν, να πάρουμε άλλη μια μπύρα να το γιορτάσουμε;
     - Ναι, συμφώνησαν και οι άλλοι και σήκωσαν το χέρι τους να παραγγείλουν. Ένας ήχος κινητού ακούστηκε.
     - Αμάν, η Σταχτοπούτα! είπε ο δεύτερος και όρμησε έξω από το μαγαζί.
     - Το δόλιο, σούζα τον έχει! είπε ο πρώτος. Τι ώρα είναι; Ωχ, όπου να'ναι σκοτεινιάζει, θα πιω την μπύρα μου βιαστικά και θα φύγω, αλλιώς ποιος την ακούει την Ωραία Κοιμωμένη, που δε θα μπορεί να κοιμηθεί...
     Ο δεύτερος επέστρεψε.
     - Είχα ξεχάσει να πετάξω τα σκουπίδια φεύγοντας, είπε. Θα πιω την μπύρα μου βιαστικά και θα πάω σπίτι.
     - Κι εγώ θα την πιω βιαστικά και θα φύγω να προλάβω ανοιχτά τα μαγαζιά, μπας και πάρω καμιά καινούργια μπλούζα, αμφιβάλλω αν η Ραπουνζέλ έχει βάλει πλυντήριο, είπε ο τέταρτος.
     - Κάτι λέγαμε για διαζύγιο, είπε ο τρίτος. 
     - Α, ναι, ε, εντάξει, έχουμε καιρό να το σκεφτούμε, είπε ο πρώτος.
     - Ναι, είπε και ο δεύτερος, εξάλλου εγώ έχω και πέντε παιδιά, θα πρέπει να το σκεφτώ καλά. Και η Σταχτοπούτα, εδώ που τα λέμε, είναι εξαιρετική μητέρα.
     - Και η Ωραία Κοιμωμένη είναι τόσο γλυκιά, όταν κοιμάται, είπε ο πρώτος.
     - Εξάλλου, μία μηλόπιτα μπορώ να τη φάω και εκτός σπιτιού, είπε ο τρίτος, δεν είναι ανάγκη να είναι από τα χεράκια της Χιονάτης... Που, εδώ που τα λέμε, φτιάχνει εξαιρετικό μουσακά...
     Έφτασαν οι μπύρες.
     - Λοιπόν, αδέρφια, άσπρο πάτο! είπε ο τρίτος.
     Κατέβασαν τις μπύρες μονορούφι.
     - Ραντεβού την επόμενη βδομάδα, ίδια ώρα; ρώτησε ο πρώτος.
     - Ναι, είπαν όλοι.
     - Ποιος κερνάει; ρώτησε ο τέταρτος. Θα σας κέρναγα εγώ, αλλά η Ραπουνζέλ, σας το είπα, με έχει γονατίσει. Εχθές πάλι αποφάσισε να κάνει ισιωτική...

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Στα καλά του καθουμένου


     Όλοι ξέρουμε ότι όταν η Πίπη πηγαίνει βόλτα, όλο και κάτι περίεργο ή, έστω, ενδιαφέρον συναντάει. Ξέρουμε όμως και ότι πολλά περίεργα ή, έστω, ενδιαφέροντα πάνε τα ίδια και την βρίσκουν. Κάτι τέτοιο έγινε και καμιά δεκαριά μέρες πριν, που η Πίπη βγήκε στη Χώρα της πίσω βεράντας για να ποτίσει τα φυτά. 
     Στη Χώρα της πίσω βεράντας υπήρχαν δύο άδειες γλαστρούλες που είχαν μετακομίσει εκεί από το προηγούμενο καλοκαίρι. Καθώς, λοιπόν, η Πίπη πότιζε τη μία από τις δύο γλαστρούλες, σαν να της φάνηκε ότι ένα κομματάκι χώμα είχε βγει προς τα έξω.
     Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε, βέβαια, ότι η Πίπη δεν είχε σαλτάρει, είχε λόγο που πότιζε τις συγκεκριμένες άδειες γλαστρούλες. Και ο λόγος ήταν απλούστατος: οι γλαστρούλες δεν ήταν καθόλου άδειες, είχαν μέσα κουκούτσια. Συγκεκριμένα, η μία είχε κουκούτσια βερυκοκιάς και η άλλη είχε κουκούτσια κερασιάς.
     Θα μου πείτε, βέβαια: τι την έπιασε τώρα την Πίπη να γεμίζει γλάστρες με κουκούτσια και να περιμένει να φυτρώσουν; Δεν πάει καλύτερα να αγοράσει ένα έτοιμο φυντάνι; Η περιέργεια την έπιασε, φίλοι μου, αυτό φταίει. Βλέπετε, στο παρελθόν είχε κάνει το ίδιο κόλπο με τα κουκούτσια από ένα μήλο, και της είχε μπει η ιδέα να ξαναδοκιμάσει και με άλλα φρούτα. Οπότε έβαλε από πέντε-έξι κουκούτσια σε καθεμιά από τις γλάστρες και τις πότιζε ευλαβικά από το προηγούμενο καλοκαίρι.
     Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες περνούσαν, ήρθε ο χειμώνας, άρχισε να πλησιάζει το τέλος του, και η Πίπη συνέχιζε να ποτίζει τις άδειες γλάστρες υπομονετικά. Και, παρ'όλο που υπήρχε πάντα μία πιθανότητα όλο αυτό το πότισμα να πήγαινε χαμένο, και παρ'όλο που στο βάθος ίσως να ένιωθε και μια μικρή απογοήτευση, ούτε μια στιγμή δεν γκρίνιαξε. Η γκρίνια, εξάλλου, δεν ταιριάζει στην Πίπη.
     Και να που ίσως κάτι να άλλαξε στη μία από τις γλάστρες. Αλλά, άλλαξε; Στην αρχή η Πίπη πίστεψε ότι ήταν η ιδέα της, δηλαδή, εντάξει, το χώμα φαινόταν σαν να είχε φουσκώσει, αλλά το πιο πιθανό ήταν κάτι να είχε σκάψει λίγο το χώμα της γλαστρούλας. Δεν είναι και τόσο σπάνιοι οι επισκέπτες σε μία χώρα σαν τη Χώρα της πίσω βεράντας. 
     Η Πίπη συνέχισε το πότισμα και δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Την επόμενη μέρα, όμως, που ξαναείδε το φούσκωμα, κατάλαβε ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Και, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, ανακάλυψε ένα τόσο δα βερυκοκοφυντανάκι, κάτω από το ανασηκωμένο χώμα.
     - Ώστε έπιασε το κόλπο, σκέφτηκε η Πίπη. Τώρα μένει να φυτρώσει και κάποιο από τα κουκούτσια της κερασιάς. 
     Από εκείνη τη μέρα, όπως είναι λογικό, την προσοχή της Πίπης σχεδόν τη μονοπώλησε το νέο φυντάνι. "Αγκού!" έκανε το φυντάνι, "Άχου το!" έλεγε η Πίπη. "Αγκού!" ξανάκανε το φυντάνι, "Άχου το!" ξανάλεγε η Πίπη και το χάιδευε, και του μιλούσε για να μεγαλώσει γρήγορα.
     Και μπορεί το βερυκοκοφυντανάκι να μην ήταν από μόνο του και τόσο μεγάλη έκπληξη για την Πίπη, τελικά, όμως της επιφύλασσε μία έκπληξη. Αλλιώς, τι ήταν εκείνο εκεί ακριβώς δίπλα του; Άλλο πάλι και τούτο! Κι άλλο φυντανάκι, και μάλιστα κολλητά με το πρώτο; Μα η Πίπη θυμόταν πεντακάθαρα, είχε αφήσει αποστάσεις ανάμεσα στα κουκούτσια, δεν μπορεί να υπήρχαν δύο κουκούτσια το ένα δίπλα στο άλλο! Και το δεύτερο φυντανάκι άρχισε κι εκείνο να μεγαλώνει όπως ακριβώς το πρώτο.
     - Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε η Πίπη τον εαυτό της.
     - Ό,τι κάναμε και με τα κουκούτσια της μηλιάς, της απάντησε ο εαυτός της. Το δεύτερο θα πρέπει να κοπεί, για να μην παρεμποδίζει την ανάπτυξη του πρώτου.
     - Κι αν τελικά αποδειχτεί ότι το πρώτο είναι ασθενικό; Και αν κόψουμε το δεύτερο για να μεγαλώσει το πρώτο και εκείνο ξεραθεί από μόνο του;
     - Ε, τότε ας περιμένουμε λίγο να δούμε ποιο είναι πιο δυνατό.
     Και η Πίπη αποφάσισε να περιμένει. Και, σαν να κατάλαβε ότι κινδύνευε, το δεύτερο φυντάνι άρχισε να αναπτύσσεται πιο γρήγορα και σύντομα έφτασε σε ύψος το πρώτο. Και η Πίπη άρχισε να ψυλλιάζεται ότι τα δύο φυντανάκια προέρχονταν από το ίδιο κουκούτσι, γι'αυτό ήταν τόσο κολλητά το ένα με το άλλο. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Δύο δίδυμα φυντάνια! Και τώρα το δίλημμα μεγαλώνει: διότι αν και τα δίδυμα φυντάνια είναι τόσο δεμένα μεταξύ τους όπως τα δίδυμα παιδιά, μήπως αυτό που θα μείνει πέσει σε μελαγχολία;
     - Πολλή φασαρία για το τίποτα, θα πει κάποιος. Ας ρίξει κλήρο να τελειώνουμε!
     Ναι, κι αυτό μια ιδέα είναι. Αλλά, με τι καρδιά να ρίξεις κλήρο; Μήπως αν κοιτάξεις προσεκτικά διακρίνεις κάποιο ελάττωμα στο ένα, ή έστω, κάποια διαφορά στην ανάπτυξη;
     Βοήθεια, χριστιανοί! Εμένα μου φαίνονται ολόιδια! 

  

Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Ο χαρταετός που γελούσε πολύ


     Μια φορά κι έναν καιρό, στη χώρα των χαρταετών γεννήθηκε ένας χαρταετός διαφορετικός από τους άλλους. Όταν λέμε διαφορετικός, βέβαια, δεν εννοούμε ότι του έλειπε τίποτα. Όχι, απ'όλα είχε: και πολύχρωμος ήταν και ουρά είχε, και σκοινί. Απλώς, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χαρταετούς που ήταν συνέχεια πολύ σοβαροί, εκείνος ήταν ένας αετός πολύ χαρούμενος.
     Θα μου πείτε τώρα: μα γιατί να είναι τόσο σοβαροί οι χαρταετοί; Μα, επειδή το να πετάει κανείς δεν είναι καθόλου εύκολο. Χρειάζεται πολύς χρόνος, πολλή προσπάθεια, πολλή μελέτη, πολλή δουλειά για να μπορέσει ένας χαρταετός να πετάξει. Και αν δεν κάνει σοβαρή δουλειά, δεν θα πετάξει ποτέ. Και ένας χαρταετός που δεν πετάει δεν έχει θέση στη χώρα των χαρταετών.
     Οι γονείς του χαρούμενου χαρταετού, που ήταν επίσης πολύ σοβαροί χαρταετοί, δεν καταλάβαιναν την ανάγκη του να γελάει και να διασκεδάζει, αλλά ακόμα κι έτσι, τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Και ούτε τον μάλωναν, όταν τους έκανε ρεζίλι με τα αστεία του, όποτε πήγαιναν κάποια επίσκεψη. Εξάλλου, όταν θα πήγαινε σχολείο θα σοβαρευόταν, όπως όλοι οι χαρταετοί.
     Έτσι, όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του τον έγραψαν στο σχολείο. Εκεί, ο μικρός χαρταετός γνώρισε κι άλλους χαρταετούς στην ηλικία του και ήταν πολύ χαρούμενος, που θα είχε τόσους φίλους για να παίζει στα διαλείμματα. 
     - Πάμε να παίξουμε κρυφτό; ρωτούσε τους άλλους χαρταετούς στο διάλειμμα.
     - Δύο επί δύο, τέσσερα, έλεγε ο ένας. Δύο επί τρία, έξι, δύο επί τέσσερα, οχτώ...
     - Κρυφτό; έλεγε ο άλλος. Δεν μπορώ, πρέπει να διαβάσω ορθογραφία. Υπάρχουν τρεις λέξεις που ακόμα δεν τις έχω μάθει καλά.
     - Να σας πω ένα ανέκδοτο, τότε; Μόλις τώρα το έβγαλα.
     - Η ταχύτητα του αέρα στην επάνω πλευρά πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του αέρα στην κάτω πλευρά, έλεγε ένας άλλος. Ανέκδοτο; Είσαι σοβαρός; Ξεχνάς ότι έχουμε διαγώνισμα αεροδυναμικής την επόμενη ώρα; Καλύτερα να κάνουμε μια τελευταία επανάληψη. Δε θέλω να πάρω κακό βαθμό. 
     Και όλοι του γυρνούσαν την πλάτη και συνέχιζαν να διαβάζουν και να κάνουν επανάληψη στα μαθήματά τους. Και ο χαρταετός έμενε μόνος του. Αλλά δεν το έβαζε κάτω.
     - Πάμε το απόγευμα στην αλάνα, να παίξουμε ποδόσφαιρο; ρωτούσε στο σχόλασμα.
     - Το απόγευμα έχω φροντιστήριο, έλεγε ο ένας.
     - Και εγώ, έλεγε ο άλλος.
     - Γιατί, εγώ δεν έχω φροντιστήριο; έλεγε ένας τρίτος. Δύο φροντιστήρια έχω, μάλιστα!
     - Βρε παιδιά, και εγώ θα διαβάσω τα μαθήματά μου πρώτα, έλεγε εκείνος. Μετά το διάβασμα εννοώ να πάμε.
     - Δεν έχουμε χρόνο, δεν μπορούμε, ήταν η απάντηση.
     Και κανένας δεν πήγαινε το απόγευμα στην αλάνα να παίξει ποδόσφαιρο με το μικρό χαρταετό. Και εκείνος έπαιζε ποδόσφαιρο με τα δέντρα που βρίσκονταν γύρω από την αλάνα. Και μερικές φορές τους έλεγε και τους νόμους της αεροδυναμικής, να μαθαίνουν και εκείνα. Και τα δέντρα ήταν πολύ καλά στις αποκρούσεις. Και καμιά φορά κατάφερνε να τους βάλει και γκολ. Και τα γέλια του ήταν τόσα, που αντηχούσαν πιο πέρα από την αλάνα. Και οι γειτόνισσες άνοιγαν τα παράθυρα θυμωμένες και του φώναζαν να σταματήσει τις φωνές, επειδή ενοχλούσε τα παιδιά τους που μελετούσαν για το σχολείο.
     - Να σας πω ένα ανέκδοτο που σκέφτηκα μόλις τώρα; είπε πάλι μια μέρα ο χαρταετός την ώρα του διαλείμματος.
     - Ώχου, μας ζάλισες με τα ανέκδοτά σου! Άλλη δουλειά δεν έχεις να κάνεις;
     - Διάλειμμα έχουμε! Επιπλέον, δεν πειράζει να γελάμε πού και πού...
     - Ναι, αλλά εσύ το παράκανες! Γελάς όλη την ώρα!
     - Χάχα! είπε ένας χαρταετός με γυαλιά.
     - Ναι, είσαι ένας χάχας! είπε ένας άλλος, χωρίς γυαλιά.
     - Αλήθεια, εσύ δεν είσαι χαρταετός, είσαι χαχαετός, είπε και ένας τρίτος.
     - Χαχαετός; Τι αστεία λέξη! είπε και ένας τέταρτος.
     Και οι υπόλοιποι χαρταετοί, παρ'όλο που δεν το συνήθιζαν, έσκασαν στα γέλια. Και από τότε όλοι τον κορόιδευαν τον χαρταετό και τον φώναζαν χαχαετό.
     Ο χαρταετός πειράχτηκε. Εντάξει, να μη θέλουν να παίξουν μαζί του, να μη θέλουν να ακούνε τα ανέκδοτά του, αλλά να του βγάλουν παρατσούκλι;
     - Τι έχεις, παιδί μου; τον ρώτησε η μαμά του, μόλις γύρισε στο σπίτι. Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι λυπημένο.
     - Τα παιδιά με κοροϊδεύουν, με φωνάζουν χαχαετό, είπε εκείνος με παράπονο.
     - Χαχαετό; Τι σημαίνει αυτό;
     - Είμαι χάχας, λέει, και γελάω όλη την ώρα.
     - Είναι αλήθεια αυτό; Γελάς όλη την ώρα;
     - Όχι, μόνο όταν σκεφτώ κάτι αστείο. Αλλά τα άλλα παιδιά είναι συνέχεια σοβαρά...
     Η μαμά του σκέφτηκε λίγο πριν μιλήσει. Είπαμε, κι εκείνη ήταν πολύ σοβαρή.
     - Δεν είναι κακό να είναι κανείς σοβαρός, είπε. Όταν είσαι σοβαρός, κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου, μαθαίνεις καλύτερα τα μαθήματά σου, τα κάνεις όλα καλύτερα.
     Ο μικρός χαρταετός είχε αρχίσει να δακρύζει.
     - Από την άλλη, συνέχισε η μαμά του, δεν μπορώ να πω ότι εσύ δεν είσαι σοβαρός, όταν μελετάς τα μαθήματά σου. Ίσα-ίσα, όταν κάθεσαι να μελετήσεις είσαι πολύ σοβαρός και δε χαζεύεις. Την προπαίδεια την ξέρεις απ'έξω κι ανακατωτά, τα σχέδια πτήσης που φτιάχνεις είναι καλοφτιαγμένα και χωρίς μουτζούρες, και τους νόμους της αεροδυναμικής τους έχεις μάθει όλους. Μόνο με σοβαρή δουλειά γίνεται αυτό.
     Ο μικρός χαρταετός σκούπισε τη μύτη του, που είχε αρχίσει να τρέχει λίγο.
     - Αφού είσαι σοβαρός στα σοβαρά πράγματα, είπε η μαμά του, υποθέτω ότι δεν είναι κακό να γελάς πού και πού...
     - Αυτό είπα κι εγώ στα άλλα παιδιά!
     - Κι εκείνα τι είπαν;
     - Με είπαν χάχα και χαχαετόοο...
     Και ο μικρός χαρταετός άρχισε να κλαίει.
     - Χμμ, είπε η μαμά του, αυτό δεν είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους τους. Μήπως τα αστεία σου είναι προσβλητικά; Μήπως τα λες για να τους κάνεις να αισθανθούν άσχημα;
     - Όχι, εγώ τα λέω για να γελάσουμε όλοι μαζί, αλλά εκείνοι δε θέλουν...
     Και δωσ'του κλάμα!
     Η μαμά δεν ήθελε να βλέπει το παιδί της σε αυτήν την κατάσταση. 
     - Μην κλαις, παιδί μου, δεν αξίζει τον κόπο! είπε. Αν τα άλλα παιδιά σε κοροϊδεύουν, να μην τους δίνεις σημασία. Και αν δε θέλουν να παίζετε μαζί, δε χάθηκε ο κόσμος. Εξάλλου, εσύ παίζεις με τα δέντρα της αλάνας, δεν είναι φίλοι σου τα δέντρα της αλάνας;
     Ο μικρός κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
     - Και αφού τα παιδιά δε θέλουν να ακούνε τα αστεία σου, συνέχισε η μαμά, να έρχεσαι και να τα λες σε εμένα. Θα τα ακούω με μεγάλη προσοχή.
     Έτσι έγινε και από τότε ο μικρός χαρταετός σταμάτησε να λέει αστεία στα άλλα παιδιά και άρχισε να τα λέει στη μαμά του. Και εκείνη πάντα χαμογελούσε με τα αστεία του. Και ύστερα τον έστελνε να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του, τα δέντρα της αλάνας.
     Όμως, η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν χαμογελούσε η μαμά με τα ανέκδοτά του, ο μικρός χαρταετός, κατά βάθος, ακόμα προτιμούσε την παρέα των άλλων παιδιών. Αλλά όταν καμιά φορά άκουγε πίσω από την πλάτη του να τον αποκαλούν χαχαετό, μετάνιωνε που αποζητούσε την παρέα τους.
     Μια μέρα ένιωθε τόσο στενοχωρημένος, που αντί να πάει στο σπίτι του και να πει τα αστεία του στη μαμά του, προτίμησε να πάει μια μεγάλη βόλτα μέχρι τη θάλασσα. Και εκεί, στην άκρη της θάλασσας, με τα κύματα να σκάνε επάνω στα βράχια, ο μικρός χαρταετός άρχισε να σιγοκλαίει. Τα μάτια του θόλωσαν από τα δάκρυα και δεν έβλεπε καθαρά. Έτσι, δεν είδε ότι εκεί πιο πέρα, στην επιφάνεια του νερού εμφανίστηκε ένα μικρό τρίγωνο. Και το τρίγωνο πήγαινε πέρα-δώθε συνέχεια, και σιγά-σιγά άρχισε να πλησιάζει, και να πλησιάζει, και να πλησιάζει... Και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά στο μικρό χαρταετό, εκείνος κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνος του.
     Σκούπισε τα μάτια του και μπροστά του είδε μία μεγάλη σειρά από μακριά, μυτερά δόντια. Τι ήταν αυτό;
     - Καλά το κατάλαβα ότι κάποιος έκλαιγε, είπε το μεγάλο ψάρι με τα μακριά, μυτερά δόντια. Το νερό έγινε πολύ πιο αλμυρό από ό,τι είναι συνήθως.
     - Τι μεγάλα δόντια που έχεις! θαύμασε ο χαρταετός.
     - Α, σε ευχαριστώ πολύ, είπε το ψάρι. Αυτά τα δόντια είναι το καμάρι μου. Τα βουρτσίζω πρωί και βράδυ. Αλλά, για πες μου: γιατί κλαις και με τα δάκρυά σου κάνεις τη θάλασσα πιο αλμυρή;
      - Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Αλλά είμαι πολύ στενοχωρημένος.
      - Στενοχωρημένος; Τι σημαίνει αυτό;
     - Στενοχωρημένος. Δηλαδή, λυπημένος.
     - Α, νομίζω πως ξέρω τι εννοείς. Χωρίς να φαίνονται τα δόντια.
     - Ποια δόντια;
     - Αυτά, είπε το ψάρι και ξανάδειξε τα μακριά, μυτερά του δόντια. Ποια άλλα; Μα, είσαι πολύ αστείος! Να μην ξέρεις τι είναι τα δόντια!
     - Ξέρω τι είναι τα δόντια, απλώς δεν κατάλαβα τι εννοούσες...
     - Εννοούσα αυτό που είπες, λυπημένος, δηλαδή όταν δε φαίνονται τα δόντια σου. Το αντίθετο, δηλαδή, από όταν χαμογελάς. Να, έτσι!
     Και το ψάρι χαμογέλασε πλατιά και φάνηκαν και πάλι τα δόντια του.
     - Αυτό δεν εννοούσες; ρώτησε το ψάρι.
     - Ε, περίπου αυτό...
     - Δεν μπορώ να καταλάβω, πάντως, είπε το ψάρι, πώς γίνεται κάποιος να μη χαμογελάει, ειδικά όταν έχει τόσο ωραία δόντια... Εγώ όλη την ώρα χαμογελάω.
     - Αλήθεια;
     - Φυσικά! Πώς αλλιώς θα δείχνω τα ωραία μου δόντια;
     Ο μικρός χαρταετός κοίταξε το ψάρι και αναστέναξε.
     - Δεν έχω δίκιο; ρώτησε το ψάρι. Δεν είναι ωραίο πράγμα να χαμογελάς;
     - Δεν ξέρω τι να σου πω, τα παιδιά στο σχολείο έχουν άλλη γνώμη...
     - Α, μη μου μιλάς για τα παιδιά στο σχολείο, εγώ θα σου πω!
     - Πηγαίνεις και εσύ στο σχολείο;
     - Εννοείται πως πηγαίνω! Και όχι μόνο πηγαίνω, αλλά είμαι και καλός μαθητής! Εσύ πώς τα πας με τα μαθήματα;
     - Καλά, με τα μαθήματα καλά.
     - Με τα άλλα παιδιά, όμως, όχι και τόσο, ε;
     Ο μικρός χαρταετός κατέβασε τα μούτρα του.
     - Σε κοροϊδεύουν; ρώτησε το ψάρι. Εμένα να δεις!
     - Σε κοροϊδεύουν και εσένα;
     - Αμ'τι μου κάνουν; Μέχρι και παρατσούκλι μου έχουν βγάλει!
     - Παρατσούκλι;
     - Ναι. Με λένε χαχαρία.
     - Τι είναι αυτό;
     - Τίποτα. Είναι μια λέξη που δεν υπάρχει.
     - Και γιατί σε φωνάζουν έτσι;
     - Γιατί με ζηλεύουν που είμαι τόσο καλός στα ανέκδοτα και που έχω τα πιο αστραφτερά δόντια σε όλο το σχολείο! Και, φυσικά, με ζηλεύουν που είμαι ο πιο χαρούμενος καρχαρίας της οικουμένης και γελάω κάθε τρεις και λίγο...
     - Σου αρέσουν τα ανέκδοτα; 
     - Φυσικά! Να σου πω ένα;
     Και ο χαμογελαστός καρχαρίας του είπε ένα ανέκδοτο. Και ο χαρταετός γέλασε με το ανέκδοτο του καρχαρία.
     - Ορίστε, είπε ο καρχαρίας, σε έκανα και γέλασες, δεν είναι καλύτερα έτσι;
     Ο μικρός χαρταετός ένιωσε πολύ καλύτερα και, κυρίως, ένιωσε ότι ο καρχαρίας μπορούσε να τον καταλάβει.
     - Θα σου πω ένα μυστικό, είπε λίγο διστακτικά. Κι εμένα μου αρέσει να γελάω, όπως εσύ. Και λέω και ανέκδοτα, όπως εσύ. Και... μου έβγαλαν παρατσούκλι, όπως σε εσένα. Με λένε χαχαετό, επειδή λένε ότι είμαι χάχας.
     - Ώστε γι'αυτό έκλαιγες πριν; είπε ο καρχαρίας. 
     Ο χαρταετός κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
     - Α, μα δεν αξίζει τον κόπο, δεν βλέπεις εμένα; Σιγά μην σκάσω! Τι σημαίνει χαχαετός;
     - Δεν ξέρω, νομίζω δεν υπάρχει τέτοια λέξη...
     - Ακριβώς! Όπως δεν υπάρχει και λέξη χαχαρίας. Άρα, ούτε η λέξη χαχαρίας, ούτε η λέξη χαχαετός έχει σημασία. Και γιατί να σκάμε για κάτι που δε σημαίνει τίποτα;
     Ο μικρός χαρταετός σκέφτηκε ότι τα ίδια περίπου του είχε πει και η μαμά του. Αλλά τώρα που τα άκουγε και από κάποιον άλλον, και κυρίως από κάποιον που καταλάβαινε ακριβώς τι περνούσε, σκέφτηκε ότι τελικά η μαμά του είχε απόλυτο δίκιο. Και τι σημασία είχε που τον κορόιδευαν τα άλλα παιδιά; Καμία. Εκείνος, εξάλλου, είχε φίλους του όλα τα δέντρα της αλάνας.
     - Αν θέλεις, είπε ο καρχαρίας, μπορούμε να γίνουμε φίλοι, να βρισκόμαστε τακτικά, να λέμε ανέκδοτα, να γελάμε και να περνάμε καλά.
     - Ωραία ιδέα, είπε ο μικρός χαρταετός και από τότε οι δυο τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι.
     Ο καιρός περνούσε ευχάριστα και η ετήσια γιορτή των χαρταετών πλησίαζε. Ήταν η ευκαιρία όλων να δείξουν πόσο καλά τα είχαν πάει στο σχολείο, πόσο πολύ είχαν μελετήσει, πόσο πολύ είχαν δουλέψει όλη την χρονιά. Προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια του ανέμου και να πετάξουν όσο πιο ψηλά και πιο μακριά μπορούσαν. Όποιος κατάφερνε να πετάξει πιο ψηλά και πιο μακριά από όλους, εκείνος ήταν ο κορυφαίος χαρταετός της χρονιάς και όλοι τον θαύμαζαν.
     Ο μικρός χαρταετός είχε δουλέψει πάρα πολύ όλη την χρονιά και είχε μάθει καλά όλα του τα μαθήματα, αλλά φοβόταν ότι ο άνεμος, όχι μόνο δε θα του έδινε την παραμικρή σημασία, αλλά ότι θα τον κορόιδευε μαζί με τους άλλους χαρταετούς. Όμως αποφάσισε να μη δώσει σημασία σε κανέναν και να προσπαθήσει να περάσει όσο πιο καλά γινόταν. Και η μεγάλη μέρα έφτασε.
     Όλοι οι χαρταετοί μαζεύτηκαν από πολύ νωρίς στον χώρο απογείωσης, που βρισκόταν στο κέντρο ενός μεγάλου χωραφιού και περίμεναν να έρθει ο άνεμος. Είχαν όλοι μεγάλη αγωνία, κι ας μην το έλεγαν. Το μεγάλο ρολόι στο χώρο απογείωσης ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση. Και μόλις η οθόνη του ρολογιού έδειξε μηδέν, εμφανίστηκε ο άνεμος.
     - Γεια σας, παιδιά! φώναξε ο άνεμος. Είστε έτοιμοι να πετάξετε;
     - Ναι! φώναξαν όλοι οι χαρταετοί με μια φωνή.
     Και ο άνεμος πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να φυσάει. Και ένας-ένας οι χαρταετοί άρχισαν να ανυψώνονται στον αέρα.
     Μαζί με όλους τους άλλους, ανυψώθηκε και ο μικρός χαρταετός. Τι ωραία που ήταν εκεί ψηλά! Όλα φαίνονταν πολύ μικρά. Να και η μαμά του! Να και ο μπαμπάς του! Να και η δασκάλα του! Τι κρίμα να μην είναι εκεί και ο φίλος του ο καρχαρίας να τον καμαρώσει!
     - Παιδιά, κοιτάξτε, φώναξε ένας χαρταετός, πετάει και ο χαχαετός, για φαντάσου!
     Και οι χαρταετοί έσκασαν στα γέλια. Όμως εκείνος δεν τους έδωσε σημασία και κάνοντας μια μικρή βουτιά ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά.
     - Για φαντάσου, είπε άλλος ένας χαρταετός, έκανε και την ανυψωτική βουτιά!
     - Ό,τι και να κάνει, καλύτερος από εμάς δεν είναι, είπε ένας άλλος.
     Αλλά ο μικρός χαρταετός δεν τους άκουσε, βρισκόταν αρκετά μακριά. Και ήταν τόση η χαρά που ένιωθε, που άρχισε να κάνει σχέδια στον ουρανό και να παίζει κυνηγητό με τα πουλιά. Και ύστερα από λίγο θυμήθηκε και ένα ανέκδοτο που του είχε πει ο καρχαρίας την προηγούμενη μέρα. Και άρχισε να γελάει δυνατά, τόσο δυνατά, που τον άκουσαν και οι άλλοι χαρταετοί.
     - Πάλι γελάει ο χάχας, είπαν.
     Αλλά όπως τον άκουσαν οι άλλοι χαρταετοί, έτσι τον άκουσε και ο άνεμος. Και ο άνεμος δεν είχε ξανακούσει χαρταετό να γελάει.
     - Πρώτη φορά βλέπω χαρταετό να γελάει, είπε στο μικρό χαρταετό, πάντα είναι όλοι τους τόσο σοβαροί...
     - Εμένα μου αρέσει να γελάω, είπε εκείνος, ειδικά όταν είμαι χαρούμενος. Και σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος.
     - Ενδιαφέρον, είπε ο άνεμος.
     - Ξέρω και ανέκδοτα, είπε ο χαρταετός, θέλεις να σου πω ένα;
     - Εννοείται, είπε ο άνεμος, που του άρεσαν πολύ τα ανέκδοτα.
     Και ο χαρταετός του είπε ένα ανέκδοτο. Και του είπε και δεύτερο, και τρίτο... Και με κάθε ανέκδοτο, ο άνεμος ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
     - Καιρό είχα να γελάσω έτσι, είπε, είσαι φοβερός τύπος! Θέλεις να έρθεις μαζί μου, να πάμε στους φίλους μου, να πεις και σε εκείνους τα ανέκδοτά σου; Τα λες τόσο ωραία!
     - Θα έρθω, είπε ο χαρταετός, αλλά μπορούμε να περάσουμε και πάνω από τη θάλασσα, να με δει ο φίλος μου ο καρχαρίας; Ξέρει κι εκείνος πολλά ανέκδοτα.
     - Έγινε! είπε ο άνεμος και πήρε το μικρό χαρταετό στην αγκαλιά του και τον πήρε μακριά.
     Και οι υπόλοιποι χαρταετοί προσγειώθηκαν απότομα και παρά τρίχα να στραμπουλήξουν τις ουρές τους, αφού ο άνεμος είχε φύγει. Και έμειναν στο έδαφος να κοιτάζουν με ζήλεια το μικρό χαρταετό, που απομακρυνόταν μαζί με τον άνεμο. Επειδή ο μικρός χαρταετός είχε καταφέρει να γίνει ο κορυφαίος χαρταετός της χρονιάς. 

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ουράνιος ειρηνοποιός


      Ο Δίας είχε τα νεύρα του. Όχι, δεν επρόκειτο για κάποια ακόμα καλλονή που είχε αρνηθεί τον έρωτά του, εξάλλου αυτός είχε τον τρόπο να τις πείθει όλες... Επρόκειτο για την Αφροδίτη, την πιο όμορφη αδερφή του πατέρα του. Εντάξει, ήταν πάντα ζωηρούλα και τσαχπίνα, αλλά δεν ήταν πλέον και καμιά παιδούλα! Και όσο κι αν τα νεανικά της παραστρατήματα, με ένα της χαμόγελο όλοι της τα συγχωρούσαν, τώρα όλοι την σχολίαζαν υποτιμητικά.
     - Πάλι πήρε τους δρόμους, έλεγαν, μα δε σέβεται, επιτέλους, την ηλικία της;
     - Να το πάλι, το κούγκαρ, ψιθύριζαν, ποιον άραγε να έχει βάλει στο μάτι απόψε;
     - Μα δεν έχει το θεό της!, παρατηρούσαν, πότε θα σταματήσει τα νυχτοπερπατήματα, γριά γυναίκα;
     - Και καλά, δεν υπάρχει κάποιος να της πει μια κουβέντα, να τη συμμαζέψει; αναρωτιούνταν.
     Αυτά άκουσε ο Δίας και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Κι αυτός, εντάξει, δεν είχε σταματήσει να κυνηγάει τον ποδόγυρο, αλλά αυτός, τουλάχιστον, ήταν άντρας!
     - Πρέπει να της μιλήσω επειγόντως, αποφάσισε ο Δίας.
     Και ένα βράδυ, εκεί που η Αφροδίτη είχε στολιστεί και είχε παρφουμαριστεί για να βγει, ο Δίας πήγε και την βρήκε.
     - Τι θα γίνει με την περίπτωσή σου; της είπε.
     - Τι εννοείς; είπε εκείνη.
     - Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Τι καμώματα είναι αυτά, να βγαίνεις και να σουρτουκεύεις κάθε βράδυ, κυνηγώντας νεαρούς;
     - Δεν κυνηγάω νεαρούς, εκείνοι με κυνηγάνε.
     - Ναι, καλά!
     - Εκείνοι με κυνηγάνε, σου λέω! Εγώ απλώς βγαίνω βόλτα. Τι φταίω που γεννήθηκα όμορφη;
     - Θεία, συμμαζέψου!
     - Θειάφι!
     - Δεν το καταλαβαίνεις ότι έχεις γίνει περίγελος; Όλοι σε σχολιάζουν.
     - Κι εσένα τι σε νοιάζει;
     - Πώς, τι με νοιάζει; Θεία μου είσαι...
     - Σου έχω ξαναπεί να μη με λες θεία!
     - Έχω καθήκον να προστατέψω το όνομά μας, είμαι ο αρχηγός της οικογένειας. Δεν είναι σωστό να ζεις τόσο έξαλλα.
     - Ναι, κάνε μας μάθημα τώρα! Όλος ο κόσμος έχει να το λέει για τις κατακτήσεις σου!
     - Άσε με εμένα!
     - Πώς να σε αφήσω; Δεν έχεις αφήσει ούτε θηλυκιά μύγα και μου κάνεις κήρυγμα, επειδή αρέσω;
     - Εγώ είμαι άντρας!
     - Και τι μ'αυτό; Και εγώ είμαι γυναίκα! Και ως γυναίκα, έχω κι εγώ ανάγκες...
     - Σηκώσαμε και μπαϊράκι τώρα;
     - Δεν καταλαβαίνω τι λες. Εγώ ξέρω ότι έχουμε ισότητα. Ι-σό-τη-τα!
     - Ναι, μάθαμε τώρα ισότητα... Αυτά είναι βλακείες! Βλα-κεί-ες!
     - Μήπως ζηλεύεις;
     - Τι να ζηλέψω; Τα δέκα στρώματα μέικ-απ που βάζεις στο πρόσωπό σου για να μη φαίνονται οι ρυτίδες;
     - Ποιες ρυτίδες; Σε πληροφορώ ότι μόνο έναν καθαρισμό κάνω, μία φορά τον χρόνο. Το προσωπάκι μου είναι φρέσκο, σαν πρωινό τριαντάφυλλο.
     - Θα'θελες!
     - Λοιπόν, για να τελειώνουμε, εγώ θα κάνω ό,τι μου αρέσει, και λογαριασμό δε δίνω σε κανέναν!
     - Αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να σέρνεις το όνομα της οικογένειάς μας στο βούρκο, και να μας πιάνει στο στόμα της ο οποιοσδήποτε, είσαι πολύ γελασμένη!
     - Μωρέ, τι μας λες!
     - Πού πας;
     - Γιατί νομίζεις ότι ετοιμάστηκα; Για να βγω!
     - Δε θα πας πουθενά!
     - Φύγε από τη μέση να περάσω!
     - Αν κάνεις ένα βήμα, θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα!
     - Τσακ! Ορίστε, το έκανα!
     - Σύνελθε, είπα! Θα με κάνεις να πάρω δραστικά μέτρα!
     - Δε σε φοβάμαι, και, επιτέλους, απαιτώ σεβασμό! Είμαι αδερφή του πατέρα σου!
     - Φέρσου, τότε, ανάλογα με την ηλικία σου!
     - Να αφήσεις την ηλικία μου ήσυχη! Εξάλλου, ούτε εσύ είσαι κανένα μωρό! Όσο και να ρουφιέσαι, τα γεροντόπαχα δεν κρύβονται...
     - Δεν έχω γεροντόπαχα!
     - Ενώ εγώ... κορμί λαμπάδα!
     - Έλα, εδώ, σου λέω, μη φεύγεις!
     Αλλά η Αφροδίτη τίναξε με νάζι τα καλοχτενισμένα της μαλλιά και συνέχισε να απομακρύνεται. Έξαλλος ο Δίας όρμησε στο κατόπι της, με άγριες διαθέσεις. Θα την κούρευε γουλί. Αλλά η Σελήνη, που είχε μείνει πετσί και κόκαλο ύστερα από μια εξαντλητική δίαιτα και γι'αυτό τα νεύρα της ήταν ιδιαίτερα τσιτωμένα, έτρεξε και στάθηκε ανάμεσά τους.
     - Τι πράγματα είναι αυτά; φώναξε. Ήρθατε βραδιάτικα να μου χαλάσετε την ηρεμία; Εδώ είναι το βασίλειό μου και δεν επιτρέπω φασαρίες!
     - Μα..., πήγαν να δικαιολογηθούν και οι δύο.
     - Δεν ακούω τίποτα. Αυτά να τα κάνετε τη μέρα, που δε σας βλέπω! Και τώρα, απομακρυνθείτε! Και μη σας ξαναδώ κοντά, αλλιώς θα δείτε και την άλλη μου πλευρά! Μίλησα!
     Και ο Δίας με την Αφροδίτη υπάκουσαν. Όχι, βέβαια, επειδή είχαν λύσει τις διαφορές τους, αλλά επειδή δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δουν την άλλη πλευρά της Σελήνης... 


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου