Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Ανυπότακτοι και απελπισμένοι

       

     Η μέρα ήταν όσο καλή μπορούσε να είναι: ο ουρανός γαλανός, με ελάχιστα σύννεφα να αχνοφαίνονται στο βάθος, προς την πλευρά του Πετιμπόνουμ, η θερμοκρασία ανοιξιάτικη, ο αέρας γεμάτος μεθυστικές μυρωδιές... Ο Οβελίξ απίθωσε άλλο ένα μενίρ στο κέντρο του χωριού.
     - Με αυτό, εφτά, είπε. Άλλο ένα και μετά θα κάνω διάλειμμα για αγριογούρουνο. Και εσένα θα σου δώσω τα πιο ζουμερά κοκαλάκια, είπε στον Ιντεφίξ και τον χάιδεψε απαλά. Ο Ιντεφίξ κούνησε χαρωπά την ουρίτσα του και γάβγισε μία φορά.
     Ένας εύσωμος άντρας εμφανίστηκε στην είσοδο του χωριού.
     - Τίνος είσαι συ; ακούστηκε μία φωνή από την κορυφή του τοίχου.
     - Πώς; είπε ο άντρας.
     - Ποιος είσαι, μαθές; είπε η φωνή.
     - Βαθυφωνίξ, είπε ο άντρας. Από τη Λουτέτια, πρόσθεσε. Ψάχνω τον Μαζεστίξ.
     - Περίμενε εδώ, είπε η φωνή. Ψάρακας!
     Ένας νεαρός εμφανίστηκε, μασουλώντας ένα κομμάτι ψητό κρέας.
     - Διαταγές! είπε και λίγο κρεατάκι εκτοξεύτηκε στον αέρα.
     - Τρέχα να αναγγείλεις τον Βαρυφωνίξ...
     - Βαθυφωνίξ, διόρθωσε ο εύσωμος άντρας.
     - Σιγά τη διαφορά, είπε ο νεαρός, καθώς απομακρυνόταν.
     Πέρασε λίγη ώρα προτού εμφανιστεί ο Μαζεστίξ επάνω στην ασπίδα του, υποβασταζόμενος από δύο άντρες και γέρνοντας επικίνδυνα, καθώς ο ένας από τους άντρες ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Από πίσω του ακολουθούσε μία γυναίκα, κρατώντας έναν δίσκο με διάφορα καλούδια.
     - Μα φάε λίγο ακόμα, δεν τελείωσες το πρωινό σου, γουρουνάκι μου, του είπε χαϊδευτικά.
     - Μιμίνα, είπε ο Μαζεστίξ μέσα από τα δόντια του, έχουμε επισκέπτες, σταμάτα επιτέλους!
     - Φάε λίγο τυράκι, τουλάχιστον, θα πέσεις κάτω, είπε εκείνη απτόητη.
     - Μιμίνα!
     Η ασπίδα με τον Μαζεστίξ έφτασε μπροστά στον εύσωμο άντρα.
     - Ποιος με καλεί; είπε ο Μαζεστίξ, αφού έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του.
     Η Μιμίνα του έτεινε ένα μεγάλο κομμάτι αλλαντικού. Ο Μαζεστίξ την αγριοκοίταξε και εκείνη του ανταπάντησε με ένα αντίστοιχο βλέμμα.
     - Είμαι ο Βαθυφωνίξ, είπε ο εύσωμος άντρας.
     - Δεν το γνωρίζω αυτό το όνομα...
     - Δεν είμαι από εδώ κοντά, μένω στη Λουτέτια.
     - Αχ, Λουτέτια! είπε η Μιμίνα.
     - Μιμίνα! είπε ο Μαζεστίξ. Επιτέλους, πήγαινε στο σπίτι! Δε θέλω άλλο φαγητό!
     - Μη μου έρθεις, όμως, σε λίγο να ρωτάς αν έχω μαγειρέψει! είπε εκείνη. Χοντρογούρουνο! πρόσθεσε, καθώς απομακρυνόταν.
     Ο Μαζεστίξ έκανε μια ακροβατική φιγούρα, προσπαθώντας να ισορροπήσει επάνω στην ασπίδα.
     - Γυναίκες! είπε.
     Ο Βαθυφωνίξ ένευσε.
     - Όπως έλεγα, λοιπόν, είπε ο Μαζεστίξ, δεν το γνωρίζω αυτό το όνομα, αλλά δε μου ακούγεται και τελείως άγνωστο. Και αυτή η φυσιογνωμία, σαν κάτι να μου θυμίζει... Τι μου θυμίζει, όμως;
     - Είμαι ο καθηγητής φωνητικής...
     - Καθηγητής φωνητικής; Α, ναι! Ο δάσκαλος! Παιδιά! Παιδιά! Ελάτε να δείτε! Ήρθε ο δάσκαλος!
     Πολύ σύντομα ο χώρος γύρω από τους δύο άντρες είχε γεμίσει από ανθρώπους. Ανάμεσα σε όλους ξεχώριζε, φυσικά, ο Οβελίξ, λόγω όγκου. Τελευταίος έφτασε ο Αστερίξ.
     - Καλώς τον μάστορα! είπε ο Αστερίξ. Τι χαμπάρια;
     Ο Βαθυφωνίξ τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Μην παραξενεύεστε, μαιτρ, είπε η Μιμίνα, που είχε επιστρέψει από το σπίτι, όπου την είχε στείλει προηγουμένως ο Μαζεστίξ. Εδώ όλοι είναι βλάχοι, δεν γνωρίζουν από τρόπους...
     - Ε, όχι και βλάχοι! είπε ο Μαθουσαλίξ, κραδαίνοντας απειλητικά τη μαγκούρα του. Λίγος σεβασμός στην ηλικία μου, επιτέλους!
     - Βλάχοι, επανέλαβε η Μιμίνα. Ξέρω τι σας λέω. Έχω τον αδερφό μου στην Λουτέτια εγώ!
     - Ωωω, αλήθεια; Πώς λέγεται ο αδερφός σας;
     - Ξυνομπαλίξ, είπε ο Μαζεστίξ.
     - Δεν τον γνωρίζω.
     - Μποεμίξ, διόρθωσε η Μιμίνα, ρίχνοντας μια δολοφονική ματιά στον Μαζεστίξ. Είναι καλλιτέχνης...
     - Δεν τον γνωρίζω.
     - Δε χάνεις και τίποτα, είπε ο Μαζεστίξ και όλοι γέλασαν.
     - Πώς από τα μέρη μας, λοιπόν; συνέχισε ο Αστερίξ.
     - Πώς τα πάει ο Κακοφωνίξ; ρώτησε και ένας ηλικιωμένος άντρας με μια μακριά γενειάδα που, κρατούσε μερικά κλαδιά δεντρολίβανου. Ήταν ο Πανοραμίξ. 
     - Γι'αυτό ήρθα, είπε ο Βαθυφωνίξ.
     Έβαλε το χέρι του στον κόρφο του και έβγαλε ένα σακουλάκι που κουδούνιζε.
     - Τριάντα ασημένιοι σηστέρτιοι, όσοι συμφωνήσαμε, είπε ο Βαθυφωνίξ. Μετρήστε, παρακαλώ, δε λείπει ούτε ένας.
     - Τι σημαίνει αυτό; είπε ο Αστερίξ. 
     - Ούτε εγώ καταλαβαίνω, είπε ο Οβελίξ. 
     - Από τη μάχη στην Αλέσια έχω να νιώσω τέτοια προσβολή, είπε ο Μαζεστίξ. Γιατί μας επιστρέφεις τα λεφτά μας; Αυτοί οι τριάντα σηστέρτιοι μαζεύτηκαν από το υστέρημα όλου του χωριού, πώς τολμάς να μας τους πετάς στα μούτρα;
     - Βλάχε! είπε η Μιμίνα απαξιωτικά.
     - Δε με καταλάβατε, είπε ο Βαθυφωνίξ, δεν σας τους πετάω στα μούτρα, όπως λέτε, και επ'ουδενί δε θα ήθελα να σας προσβάλω...
     - Ποιος είναι αυτός; είπε ο Αστερίξ.
     - Ποιος αυτός;
     - Ο Πουδενί.
     - Πουδενίξ μάλλον ήθελε να πει, παρενέβη ο Οβελίξ. Δεν υπάρχει όνομα Πουδενί.
     - Πουδενί είπε, το άκουσα καθαρά. Εξάλλου, ούτε όνομα Πουδενίξ υπάρχει.
     - Και πού το ξέρεις εσύ ότι δεν υπάρχει;
     - Το ξέρω.
     - Α, ναι, ξέχασα: ο κύριος Αστερίξ τα ξέρει όλα, ο κύριος Αστερίξ είναι ο πιο έξυπνος...
     - Θα το βουλώσεις να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο Πουδενής; είπε ο Μαθουσαλίξ, που είχε βάλει το χέρι του σαν χωνί επάνω από το ένα του αυτί.
     - Ναι, βούλωσέ το επιτέλους, είπε ο Αλφαβητίξ, ο ψαρέμπορας, το πράγμα είναι σοβαρό...
     - Παιδιά μου, ησυχία, σας παρακαλώ, είπε και ο Πανοραμίξ. Ηρεμήστε λίγο, να καταλάβουμε τι γίνεται.
     - Λοιπόν, μάστορα; είπε ο Αστερίξ. Ποιος είναι αυτός ο Πουδενί;
     - Πουδενίξ είναι, μουρμούρισε ο Οβελίξ.
     - Δεν καταλαβαίνω ποιον εννοείτε, είπε ο Βαθυφωνίξ. Εγώ, αυτό που ήθελα να πω είναι ότι δεν ήθελα να σας προσβάλω, απλώς...
     - Αν δεν ήθελες να μας προσβάλεις, γιατί μας δίνεις πίσω τα λεφτά μας; είπε ο Μαζεστίξ. Μπορεί να τα μαζέψαμε από το υστέρημά μας, αλλά δε θέλουμε χάρες, ο κόπος πρέπει να πληρώνεται...
     - Αφήστε με να σας εξηγήσω...
     - Μα, εξηγήσου, επιτέλους! είπε ο Μαζεστίξ. Αυτοί οι πρωτευουσιάνοι είναι λίγο ζαβοί, μου φαίνεται, πρόσθεσε.
     - Σας επιστρέφω τα χρήματα, επειδή δε θέλω να σας κοροϊδεύω.
     - Τι εννοείς με αυτό;
     - Ε, να..., δηλαδή...
     - Αυτό είναι! φώναξε ο Αυτοματίξ, ο σιδεράς. Να δείτε που το βραχνοπούλι μας είναι ένα πρώτης τάξεως στουρνάρι. Έτσι δεν είναι, μάστορα;
     - Στουρνάρι; Τι εννοείτε;
     - Ποιους ρωτάς; Ένας είμαι...
     - Εσένα εννοεί, άσχετε, είπε η Μιμίνα, που δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
     - Εμένα; Και τότε τι μου μιλάει έτσι; Μήπως τα'τσουξε πουθενά και με βλέπει διπλό;
     - Είναι ευγενής, πρωτευουσιάνος, αλλά πού να καταλάβεις εσύ, παλιόβλαχε, που το μεγαλύτερο ταξίδι που έχεις κάνει είναι μέχρι το ποτάμι εδώ παραδίπλα!
     - Για μάζεψε τη γυναίκα σου! είπε ο Αυτοματίξ στον Μαζεστίξ. Παραπήρε φόρα, μου φαίνεται!
     - Μάθετε πρώτα τρόπους και μετά μιλάτε! είπε Μιμίνα. Ο άνθρωπος είναι πρωτευουσιάνος, μορφωμένος, ευγενικός, χρησιμοποιεί τον πληθυντικό ευγενείας.
     - Δηλαδή, όποιος είναι ευγενικός μιλάει στον πληθυντικό; Μωρέ τι μας λες! είπε ο Αυτοματίξ.
     - Παιδιά μου, ηρεμήστε, είπε ο Πανοραμίξ. Αφήστε τον Βαθυφωνίξ να μιλήσει!
     Οι παρευρισκόμενοι ησύχασαν ελαφρώς.
     - Τι είναι το στουρνάρι; ρώτησε εκείνος τον Αυτοματίξ.
     - Στουρνάρι, στούρνος, πώς το λέτε εσείς εκεί στις Λουτέτιες;
     - Στις ποιες;
     - Στις Λουτέτιες, μα γιατί δε με καταλαβαίνετε; Στους πληθυντικούς σάς μιλάω!
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε...
     - Τι να πούμε; Ίσως να φταίνε οι προφορές μας...
     - Α, μα σταματήστε, επιτέλους, και αφήστε τον άνθρωπο να μιλήσει! είπε η Μιμίνα.
     - Μιμίνα, Μιμίνα, μην παρεμβαίνετε στις συζητήσεις των αντρών, είπε ο Μαζεστίξ και κορδώθηκε, κάνοντας την ασπίδα να χοροπηδήσει επικίνδυνα. Πηγαίνετε στις κουζίνες σας, παρακαλώ. Σε τελευταίες αναλύσεις, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε... Συνεχίστε, Βαθυφωνίξ. Γιατί μας επιστρέφετε τα λεφτά μας, τελικά;
     - Δε θα μακρυγορήσω...
     - Μα γιατί δε μιλάνε στους πληθυντικούς τώρα; είπε ο Οβελίξ.
     - Σκασμοί, επιτέλους! είπε δυνατά ο Μαζεστίξ. Λοιπόν, σας ακούμε.
     - Τόσα χρόνια διδάσκω, πρώτη φορά συναντώ τέτοιο μαθητή...
     - Τι μας λέτε; Είναι τόσο καλός; Δηλαδή, είναι τόσο καλοί;
     - Είναι τόσο κακός! Αγαπητοί μου, σας επιστρέφω τα λεφτά, επειδή ο μαθητής που μου αναθέσατε είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως...
     - Τι είναι πίδεκτος;
     - Εννοώ, δεν μαθαίνει τίποτα, ό,τι κι αν του πω πηγαίνει χαμένο.
     - Μα εμείς το ξέραμε ότι ήταν δύσκολη περίπτωση, δύσκολες περιπτώσεις, εννοώ, γι'αυτό ήρθαμε σε εσάς, που είστε γνωστοί και έχετε τόσους τίτλους, είπε ο Μαζεστίξ.
     - Σας τα'λεγα εγώ, είπε ο Αυτοματίξ, είναι χαμένη υπόθεση, η κατάστασή του δεν παίρνει θεραπεία, το μόνο που μπορεί να γίνει με το λαιμό του είναι να του τον κόψουμε... τι με κοιτάτε και μου κάνετε νοήματα; Είμαι συγχυσμένος, δεν μπορώ να συγχύζομαι στον πληθυντικό! Αλλοίμονο στα αυτάκια μου!
     - Δηλαδή, παρενέβη ο Πανοραμίξ, στ'αλήθεια δεν υπάρχει θεραπεία για τον Κακοφωνίξ;
     - Δυστυχώς, όχι, το λέω και το υπογράφω, και βάζω και σφραγίδα από πάνω! Στην αρχή που τον άκουσα, θεώρησα ότι είχε κάποιο κρύωμα. "Ας περάσει το κρύωμα πρώτα", σκέφτηκα "και ύστερα πιάνουμε τα μαθήματα". Τον έβαλα να φοράει φουλάρι και του έδινα κάθε μέρα να πίνει ζεστό νερό με μέλι λεβάντας από την Αρβέρνη. Πέρασε μία εβδομάδα, πέρασαν δύο εβδομάδες, πέρασαν τρεις εβδομάδες, και δεν υπήρξε η παραμικρή βελτίωση. "Τέλος πάντων", σκέφτομαι, "ας ξεκινήσουμε σιγά-σιγά τα μαθήματα, και θα περάσει και το κρύωμα..." Αλλά, τελικά, το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η φυσική του βραχνάδα, το εκ γενετής φάλτσο που έχει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει ούτε καν τις πιο απλές οδηγίες μου. Ό,τι κι αν του πω να κάνει, αυτός κάνει τα δικά του. Ούτε τις ασκήσεις κάνει σωστά, ούτε τίποτα. Μα γιατί επιμένετε να τον κάνετε βάρδο;
     - Α, μα τι λέει αυτός, θα μας τρελλάνει; είπε ο Αυτοματίξ. Κυρ-Βαθυτέτοιε μου, τι χαζομάρες μας τσαμπουνάς; Και είσαι και Γαλάτης, υποτίθεται! Τέτοιες χαζομάρες μόνο οι Ρωμαίοι θα ρωτούσαν! Δεν τον κάναμε εμείς βάρδο, μόνος του έγινε! Χρόνια ολόκληρα μας παίρνει τα αυτιά με τις αγριοφωνάρες του, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να του λέω πόσο άχρηστος είναι, και εκείνος να επιμένει... Γι'αυτό μαζέψαμε όλοι τους τριάντα σηστέρτιους και σου τους φέραμε, μπας και μας λυπηθεί ο Τουτατίς και σώσουμε τα αυτιά μας.
     - Λυπάμαι πολύ.
     - Αν λυπάσαι εσύ, που τον έζησες μερικές εβδομάδες, τι να πούμε εμείς, που τον λουζόμαστε μια ζωή; Α, μπα... Δεν υπάρχει σωτηρία. Η μόνη λύση που μου μένει είναι να μεταναστεύσω. Αλλά, και πάλι, πού να πάω, όλη η υπόλοιπη Γαλατία στενάζει κάτω από τον Ρωμαϊκό ζυγό...
     - Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω... είπε ο Βαθυφωνίξ.
     - Άσε, μην πεις τίποτα άλλο, μας πρόκοψες, μουρμούρισε ο Αυτοματίξ.
     - Εκτός, πια, κι αν έχει πέσει επάνω του καμία κατάρα, τι να πω...
     - Η κατάρα δεν έχει πέσει επάνω του, επάνω σε εμάς έχει πέσει, που τον έχουμε φορτωθεί για πάντα! είπε ο Αυτοματίξ και έφυγε θυμωμένος.
     - Και τώρα, επιτρέψτε μου να φύγω, είπε ο Βαθυφωνίξ και έκανε μία ελαφριά υπόκλιση. Καλή σας μέρα, κύριοι.
     - Κοίτα κάτι πράγματα, είπε ο Αλφαβητίξ, καθώς έβλεπε τον Βαθυφωνίξ να απομακρύνεται, είναι τρελλοί αυτοί οι πρωτευουσιάνοι. Πρώτα έρχονται, κάνουν ό,τι κάνουν, λένε ό,τι λένε, και στο τέλος λένε καλημέρα!
     - Αφήστε τον πρωτευουσιάνο τώρα, και ελάτε να δούμε τι θα κάνουμε με τον Κακοφωνίξ, τώρα που θα επιστρέψει ακριβώς όπως έφυγε, είπε ο Αστερίξ. Εσύ που τα ξέρεις όλα τα βοτάνια, απευθύνθηκε στον Πανοραμίξ, δεν υπάρχει κάποιο φίλτρο που θα μπορούσες να φτιάξεις, για να λύσουμε το πρόβλημά μας;
     - Πίστεψέ με, Αστερίξ, είπε εκείνος, αφού δεν τον θεράπευσε το μέλι λεβάντας από την Αρβέρνη, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τον θεραπεύσει. Κοίτα, όμως, σύμπτωση: σήμερα, που πήγα να μαζέψω δεντρολίβανο, έπεσα επάνω σε μία κυψέλη, και συνειδητοποίησα ότι το κερί της μέλισσας, έτσι όπως είναι εύπλαστο, μπορεί να πάρει διάφορα σχήματα. Σκέφτομαι, λοιπόν, να κατασκευάσω τάπες για τα αυτιά όλων μας. Θα τις ονομάσω ωτοασπίδες...
     Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε ένας κρότος τόσο δυνατός, που η Μιμίνα πετάχτηκε έξω από το σπίτι της.
     - Και σου το'πα, η κακούργα! είπε καθώς έτρεχε κοντά στον Μαζεστίξ, που είχε πέσει, μαζί με την ασπίδα. Φάε λίγο ακόμη, σου είπα, αλλιώς θα πέσεις κάτω. Είδες που είχα δίκιο;

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Έρωτος απομεινάρι


Σε ένα σπίτι ταπεινό, στρωμένο με χορτάρι,
γεννήθη ο Μπερωτόκριτος, το πιο όμορφο μανάρι.
Ήταν λίγο μαυριδερός, μα πολύ παιχνιδιάρης,
έξυπνος και σεβαστικός, ήτανε και κιμπάρης.

Στην ίδια πόλη, πιο μακριά, η πλούσια Μπεαρετούσα,
μοναχοκόρη ζηλευτή, μεγάλωνε στα λούσα.
Με ρούχα χρυσοκέντητα μόνο κυκλοφορούσε,
και όπου ήταν δυνατόν, κοσμήματα φορούσε.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, σε όμορφη εκκλησία,
η Μπεαρετούσα έφτασε, μαζί με συνοδεία.
Την είδε ο Μπερωτόκριτος, απ'το πίσω στασίδι,
και στην καρδιά του ένιωσε να κρέμεται βαρίδι.

Τι ομορφιά ήταν αυτή, τι χάρη, τι προσόντα!
Όμοιά της δεν γεννήθηκε, εξόν απ'την Τζοκόντα!
- Τέτοια γυναίκα πρέπει μου, κι εγώ είμαι για εκείνη,
για μας με ρόδα θα στρωθεί του υμέναιου η κλίνη.

Είπε ο Μπερωτόκριτος, μα και η πλούσια κόρη,
είδε που την εκοίταζε το μελαμψό αγόρι.
- Τι νέος όμορφος πολύ, πώς λάμπει του το βλέμμα,
αν πω πως ερωτεύτηκα, δεν είναι διόλου ψέμα.

Είπε και με άνθρωπο έμπιστο, του'στειλε ραβασάκι,
στο παραθύρι της κοντά, να πάει το βραδάκι.
Διάβασε ο Μπερωτόκριτος διακριτικά το γράμμα,
και πώς δεν του'ρθε ανακοπή απ'τη χαρά, είναι θαύμα.

Ο ήλιος σαν βασίλεψε και βγήκε το φεγγάρι,
έφτασε ο Μπερωτόκριτος, κι άρχισε να καντάρει.
Η Μπεαρετούσα φάνηκε, σαν ήλιος στο μπαλκόνι,
και του έριξε προσεκτικά, ένα λινό σεντόνι.

Σκαρφάλωσε σαν αίλουρος, κι οι δυο συναντηθήκαν,
μιλήσαν, συμφωνήσανε, κι ύστερα φιληθήκαν.
- Πιο ακριβή απ'τη ζωή, είσαι, βασίλισσά μου,
είπε ο Μπερωτόκριτος, και θα γενείς κυρά μου.

Από τον κύρη σου ταχιά θα'ρθω να σε ζητήσω,
και αφού του πάρω την ευχή, το σπίτι μας θα χτίσω.
Θα παντρευτούμε σύντομα, θα κάνουμε απογόνους,
η αγάπη μας θα ευλογηθεί με μυρωδάτους κλώνους.

Τ'ορκίζομαι εις το Θεό, ποτέ δε θα σ'αλλάξω,
και για επικύρωση, καρδιά πάνω μου θα χαράξω.
- Κι εγώ για εσένα μοναχά θα ζω και θα ανασαίνω,
πήγαινε τώρα και αύριο πρωί σε αναμένω.

Πήγε ο Μπερωτόκριτος στης νέας τον πατέρα,
και ζήτησε το χέρι της, κρατώντας και μια βέρα.
Μα εκείνος του την πέταξε τη βέρα αμέσως χάμω,
πώς τόλμησε ο ξεβράκωτος να τους προτείνει γάμο;

- Η κόρη μου θα παντρευτεί τον πιο πλούσιο νέο,
κατάλαβέ το, τώρα δα, να μην το ξαναλέω.
Έφυγε ο Μπερωτόκριτος πολύ μπαϊλντισμένος.
- Θα τηνε κλέψω, σκέφτηκε, πολύ αποφασισμένος.

Μα δεν τα σκέφτηκε καλά, κάτι του είχε διαφύγει,
η Μπεαρετούσα απ'τη βολή του πλούτου, πώς να φύγει;
- Δε γίνεται να παραβώ του κύρη μου την γνώμη,
του είπε με αναφιλητά, και σου ζητώ συγγνώμη.

Στο δάχτυλό της έλαμπε τεράστιο ρουμπίνι,
ενός πλούσιου άρχοντα μνηστή είχε ήδη γίνει.
Έσυρε ο Μπερωτόκριτος τα βήματα με κόπο,
και πληγωμένος έφυγε, να πάει σε άλλον τόπο.

Επέρασε λίγος καιρός, νυμφεύθη η Μπεαρετούσα,
τον Μπερωτόκριτο απ' τον νου τον έσβησαν τα λούσα.
Μα αυτός δεν την εξέχασε, αφού του είχε μείνει
το τατουάζ με την καρδιά, να του θυμίζει εκείνη.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι της Μιχαηλίας Ρισσάκη, την οποία ευχαριστώ, και ελπίζω να της αρέσει ο τρόπος που "έντυσα" τη φωτογραφία της

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Έντεκα χρόνια και έντεκα μέρες


     Η Πίπη κοιτάει το ρολόι. 
     - Πω-πω, 11.11, με πήρε ο ύπνος! λέει. Πώς την πάτησα έτσι;
     Η αλήθεια είναι πως ξέρει πολύ καλά πώς την πάτησε. Βλέπετε, στον ύπνο της είχε επισκεφτεί μία μαγική χώρα, γεμάτη ενδιαφέροντα πράγματα, πώς, λοιπόν, να αφήσει εκείνη τη χώρα προτού την γνωρίσει;
     Όλα ξεκίνησαν από τη Χώρα της πίσω βεράντας. Η Πίπη ετοιμαζόταν να ακούσει τα τελευταία νέα από τον καινούργιο βασιλικό, που έχει αποδειχτεί μεγάλος κουτσομπόλης, όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή που σιγοτραγουδούσε. Έστησε αυτί να ακούσει. Η φωνή τραγουδούσε: "Έντεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα..." 
     - Δώδεκα! διόρθωσε η Πίπη τη φωνή.
     Η φωνή σταμάτησε λίγο, και ύστερα ξανάρχισε:
     "Έντεκα..."
     - Δώδεκα! φώναξε η Πίπη, δυνατά αυτή τη φορά.
     Η φωνή σταμάτησε και ένας φαλακρός νάνος εμφανίστηκε. Δηλαδή, δεν ήταν εντελώς φαλακρός, είχε και μερικές χρυσές τρίχες στο κεφάλι του. Έντεκα, για την ακρίβεια, τις μέτρησε η Πίπη.
     - Ποια είσαι εσύ; τη ρώτησε.
     - Εγώ ποια είμαι; Εσύ ποιος είσαι, και τι δουλειά έχεις στη Χώρα της πίσω βεράντας;
     - Εγώ είμαι ο Έντι. Και εσύ ποια είσαι, τελικά, και γιατί δε με αφήνεις να τραγουδήσω με την ησυχία μου;
     - Είμαι η Πίπη, και δε σε αφήνω να τραγουδήσεις, επειδή το τραγούδι το λες λάθος. "Δώδεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα", λέει, όχι έντεκα!
     - Έντεκα λέει, και όλος ο κόσμος το ξέρει, είναι μεγάλη επιτυχία...
     Και ο φαλακρός νάνος με τις έντεκα χρυσές τρίχες στο κεφάλι του άρχισε και πάλι το τραγούδι:
     "Έντεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα, το εντελβάις δεν το πότισες καλά, και τώρα είν' όλα τα φύλλα του ξερά..."
     - Δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι, είπε τότε η Πίπη. Σε ποιο μέρος το τραγουδάνε και είναι και τόσο μεγάλη επιτυχία;
     - Στη χώρα μου, φυσικά.
     - Δηλαδή, δεν είσαι από εδώ;
     - Σιγά μη είμαι από εδώ! Επίσκεψη έχω έρθει, αλλά δεν βλέπω τίποτα το ενδιαφέρον και θα φύγω...
     - Και πώς τη λένε τη χώρα σου;
     - Εντελάνδια.
     - Δεν την έχω ξανακούσει.
     - Επειδή είναι μακριά από εδώ.
     - Είναι όμορφη η Εντελάνδια;
     - Είναι υπέροχη, καμία σχέση με εδώ. Αρκετά μιλήσαμε, καιρός να γυρίσω πίσω...
     - Θα ήθελα πολύ να την επισκεφτώ.
     - Σιγά το δύσκολο! Αν θέλεις, έλα μαζί μου, θα σε πάω εγώ.
     - Μια στιγμή να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου, τι καιρό κάνει τέτοια εποχή στην Εντελάνδια;
     - Δεν την χρειάζεσαι τη βαλίτσα, τι να την κάνεις; Στην Εντελάνδια έχει τα πάντα! Άντε, βιάσου!
     - Με πλοίο θα πάμε, ή με αεροπλάνο;
     - Με καπέλο!
     Έτρεξε η Πίπη στη Χώρα του διαμερίσματος και ξαναβγήκε φορώντας ένα καπέλο.
     - Όχι τέτοιο καπέλο, είπε ο Έντι γελώντας, ταξιδιωτικό καπέλο εννοούσα!
     Τότε μόνο πρόσεξε η Πίπη ότι ο Έντι κρατούσε στο χέρι του ένα περίεργο, μυτερό καπέλο, με έντεκα πολύχρωμα φτερά επάνω του.
     - Έλα, πιάσε με από το χέρι, της είπε.
     Και μόλις η Πίπη έπιασε το χέρι του Έντι, εκείνος φόρεσε το περίεργο καπέλο στο κεφάλι του και η Χώρα της πίσω βεράντας εξαφανίστηκε! Και, αντί για τη Χώρα της πίσω βεράντας, η Πίπη - μαζί με τον Έντι, φυσικά - βρέθηκε στην Εντελάνδια.
     - Φτάσαμε! είπε ο Έντι και ξανάβγαλε το ταξιδιωτικό του καπέλο. Και τώρα, πάμε να σου δείξω τη χώρα μου.
     Και οι δυο τους ξεκίνησαν την περιήγηση. Η Πίπη δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει. Αυτή η Εντελάνδια ήταν κάπως περίεργη, της φάνηκε. Τα σπίτια, για παράδειγμα, ήταν όλα πολύ ψηλά. Και, παρ'όλο που έμοιαζαν να έχουν τουλάχιστον έντεκα ορόφους το καθένα, στην πραγματικότητα ήταν όλα τους τριώροφα, απλώς ήταν πολύ ψηλοτάβανα. Άραγε πώς θα ξαράχνιαζαν τα ταβάνια τους; Με γερανό;
     - Δεν έχουμε αράχνες στην Εντελάνδια, είπε ο Έντι.
     Όλα τα σπίτια είχαν κήπους, αλλά οι κήποι δεν είχαν λουλούδια, ήταν καλυμμένοι μόνο με γρασίδι, και το γρασίδι δεν το κούρευαν, αλλά το άφηναν να μεγαλώσει και εκείνο μεγάλωνε σαν σγουρό μαλλί και γέμιζε μπούκλες.
     - Γιατί δεν το κουρεύετε το γρασίδι; ρώτησε.
     - Πέρυσι το κουρεύαμε, απάντησε ο Έντι. Φέτος είναι της μόδας το σγουρό. 
      Η Πίπη παρατήρησε ότι οι δρόμοι ήταν όλοι κυκλικοί, και δεν υπήρχε ούτε μία ευθεία. Επίσης, παντού υπήρχαν πάρκα με τεράστια μπαομπάμπ και μεγάλα παρτέρια με τριανταφυλλιές και ορτανσίες. Μόνο πως εκείνες οι τριανταφυλλιές και εκείνες οι ορτανσίες δεν έμοιαζαν με τις δικές μας. Ήταν πολύ ψηλές, σαν δέντρα, με χοντρούς κορμούς, και τα λουλούδια τους ήταν μεγάλα, σαν κουνουπίδια. Τα κλαδιά τους ήταν γεμάτα φωλιές πουλιών και παντού ακούγονταν κελαηδήματα και τραγούδια.
     Στα πάρκα υπήρχαν, επίσης, πολλές μαργαρίτες. Αλλά, όπως πρόσεξε η Πίπη - και της το επιβεβαίωσε ο Έντι -, οι μαργαρίτες σε εκείνο το μέρος είχαν όλες έντεκα πέταλα, οπότε κανείς δεν τις μαδούσε για να δει αν κάποιος τον αγαπάει, αφού πάντα η απάντηση που έβγαινε ήταν θετική.
     - Πολύ βαρετό, σκέφτηκε η Πίπη.
     Έξω από κάθε σπίτι υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί και ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα κλουβί με ένα γκριζογάλανο πουλί. Το πουλί αυτό έμοιαζε πολύ με τη δεκαοχτούρα. 
     - Τι πουλί είναι αυτό; ρώτησε η Πίπη.
     - Εντεκούρα, απάντησε ο Έντι.
     - Περίεργο όνομα.
     - Όχι και τόσο, το λένε έτσι επειδή δεν κελαηδάει, αλλά όποτε ανοίγει το ράμφος του λέει "έντεκα, έντεκα". 
     - Σαν τη δικιά μας τη δεκαοχτούρα, είπε η Πίπη.
     - Αυτό κι αν είναι περίεργο όνομα! είπε ο Έντι.
     - Και γιατί τις εντεκούρες τις βάζουν σε αυτά τα κλουβιά;
     - Για να ειδοποιούν τους ενοίκους όταν υπάρχει αλληλογραφία.
     Και προτού η Πίπη αναρωτηθεί μήπως ο Έντι της έκανε πλάκα, ένας ταχυδρόμος πέρασε από μπροστά τους, πήγε σε ένα γραμματοκιβώτιο και έριξε ένα φάκελο. Αμέσως, η εντεκούρα που βρισκόταν στο κλουβί από πάνω από το γραμματοκιβώτιο άρχισε να φωνάζει "έντεκα, έντεκα". Τότε, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε, και βγήκε μία γυναίκα, η οποία άνοιξε κατευθείαν το γραμματοκιβώτιο και πήρε το φάκελο.
     - Βλέπεις; είπε ο Έντι. Όπως ακριβώς σου το είπα.
     Και αυτά δεν ήταν τα πιο περίεργα πράγματα που είδε η Πίπη. Πιο πέρα πρόσεξε έναν άνθρωπο που είχε έντεκα δάχτυλα.
     - Κοίτα εκείνον εκεί τον άνθρωπο, είπε χαμηλόφωνα, έχει έντεκα δάχτυλα!
     - Ε, και; ρώτησε ο Έντι.
     - Δεν είναι περίεργο; Α, να και άλλος ένας! Έντεκα δάχτυλα και αυτός, κατά σύμπτωση.
     - Έτσι είναι το κανονικό.
     - Πώς είναι το κανονικό; Αφού εσύ δεν έχεις.
     - Έτσι είναι το κανονικό. Επειδή στην Εντελάνδια θερίζουν οι δαχτυλολοιμώξεις, που αν δεν τις προλάβεις στην αρχή υπάρχει ο κίνδυνος να χάσεις κάποιο δάχτυλο, έχουμε έντεκα για παν ενδεχόμενο.
     - Δηλαδή, εσύ που δεν έχεις έντεκα δάχτυλα, έπαθες δαχτυλολοίμωξη;
     - Αχ, μη μου το θυμίζεις! Το καλύτερό μου δάχτυλο έχασα, μαζί με το δαχτυλίδι του!
     - Και δεν υπάρχει κίνδυνος να ξανακολλήσεις; επέμεινε η Πίπη. Τι θα κάνεις τότε;
     Ο Έντι την αγριοκοίταξε, ή έτσι της φάνηκε της Πίπης.
     - Συνήθως δεν ξανακολλάς δαχτυλολοίμωξη, αλλά και αν ξανακολλήσεις, την περνάς πολύ ελαφρά, το πολύ-πολύ να χάσεις κανένα νύχι...
     - Σαν να πείνασα, είπε η Πίπη, που άκουσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Τι τρώτε εδώ;
     - Φαγητό, τι να τρώμε;
     - Εννοώ, τι είδους φαγητό;
     - Εντελόπες - ειδικά τα εντόσθιά τους είναι όνειρο - , αλλά και έντομα...
     - Μπλιαχ! είπε η Πίπη.
     - Δεν είναι άγρια έντομα, τα εκτρέφουμε, είπε ο Έντι.
     - Και οι εντελόπες τι είναι;
     - Είναι ένα είδος μυρηκαστικών, που τρέφεται με έντομα.
     - Μπλιαχ, αηδία! ξαναείπε η Πίπη.
     - Αλλά σήμερα, κατά σύμπτωση, είναι εθνική εορτή, οπότε η σπεσιαλιτέ μας είναι εντελβάις.
     - Τα λουλούδια;
     - Ναι.
     - Και πώς τα μαγειρεύετε;
     - Συνήθως στον ατμό, αλλά τώρα τελευταία που είναι της μόδας η φιούζιον κουζίνα, μπορεί να μαγειρευτούν και με ρύζι... Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ την παραδοσιακή συνταγή.
     - Ε, κάπως τρώγονται τα εντελβάις, σε σχέση με τα άλλα, μονολόγησε η Πίπη.
     - Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, τα συνοδεύουν με εντεράκια άγριων εντόμων, πρόσθεσε ο Έντι. Είναι η λεπτομέρεια που απογειώνει το πιάτο.
     Τότε ακριβώς ήταν που η Πίπη κατάλαβε πως ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της.
     - Τώρα μόλις θυμήθηκα ότι έχω ένα επείγον ραντεβού με το γιατρό μου, είπε.
     - Έχουμε και εδώ εξαιρετικούς γιατρούς, θα σε πάω στον δικό μου, είναι αυθεντία στις δαχτυλολοιμώξεις...
     - Όχι καλύτερα, έχω ήδη ξεκινήσει θεραπεία και δεν γίνεται να την αλλάξω στη μέση. Καλύτερα να γυρίσω τώρα, ίσα-ίσα το προλαβαίνω το ραντεβού...
     - Εντάξει, τότε, πιάσε το χέρι μου.
     Και η Πίπη έπιασε το χέρι του Έντι και εκείνος φόρεσε το ταξιδιωτικό του καπέλο, αλλά τίποτα δεν άλλαξε.
     - Να δεις που το καπέλο μου χάλασε, είπε ο Έντι, εδώ και καιρό το ένα φτερό έχει μισοξεκολλήσει, θα πρέπει να το πάω στο συνεργείο. Και σήμερα που είναι εθνική εορτή είναι όλα κλειστά. Κρίμα! Αλλά, από την άλλη, θα έχεις την ευκαιρία να δοκιμάσεις την σπεσιαλιτέ μας...
     Και τότε ήταν που ξύπνησε η Πίπη και που είδε το ρολόι που έλεγε 11.11.
     - Τι περίεργο όνειρο! σκέφτηκε.
     Και ξανακοίταξε το ρολόι. 11.11, έδειχνε το ρολόι.
     Η Πίπη ανάσανε ανακουφισμένη. Ευτυχώς που επρόκειτο για όνειρο, αλλιώς τώρα θα ετοιμαζόταν να φάει εντελβάις στον ατμό, με εντεράκια άγριων εντόμων, τι αηδία! Ξανακοίταξε το ρολόι. 11.11, έδειχνε ακόμα.
     - Μάλλον ξεκουρδίστηκε, είπε η Πίπη, αλλιώς γιατί να δείχνει ακόμα 11.11; Και τι περίεργη επιλογή, για να σταματήσει ένα ρολόι! Αλλά, μια στιγμή, αυτό το 11.11 κάτι μου λέει... Τι μου λέει;
     Και τότε η Πίπη θυμήθηκε τι της έλεγε το 11.11. Ότι είχαν περάσει ήδη 11 χρόνια και 11 μέρες από τη γέννηση της Οξείας Γλωσσοπάθειας. Και συνειδητοποίησε ότι αυτή η επέτειος την είχε βρει εντελώς απροετοίμαστη.
     - Τι να κάνω τώρα για τους πιστούς μου ακολούθους; αναρωτήθηκε η Πίπη.
     Και το μόνο που βρήκε να κάνει ήταν να ανεβάσει ένα παραδοσιακό τραγούδι από την περιοχή της Κοζάνης, που λέγεται έντεκα. 
     - Ναι, αλλά πώς θα γίνει να ταιριάξω απόλυτα το Έντεκα της Κοζάνης με τα έντεκα χρόνια και τις έντεκα μέρες της Γλωσσοπάθειας; αναρωτήθηκε η Πίπη. Το βρήκα! Θα τους πω να το δουν δύο φορές!
     Και η Πίπη πήγε να κουρδίσει το ρολόι, για να ξεκολλήσει επιτέλους από το 11.11...

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Χαμένοι

                            

     Ο Τζακ άνοιξε τα μάτια του. Αυτό που είδε δεν θύμιζε καθόλου Σίδνεϋ. Ούτε Λος Άντζελες θύμιζε. Πού βρισκόταν; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν το χαμόγελο της αεροσυνοδού, καθώς περνούσε με το καροτσάκι δίπλα από τη θέση του, D4, δίπλα στο διάδρομο. Να δεις που ονειρευόταν. Ναι, ήταν ένα από εκείνα τα όνειρα που είναι τόσο ζωντανά, που νομίζεις ότι είσαι ξύπνιος. Ξανάκλεισε τα μάτια του.
     Ένα πουλί κελαηδούσε γλυκά. Κάπου εκεί κοντά ακουγόταν νερό. Λες να έτρεχε νερό μέσα στο αεροπλάνο; Μήπως κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα της τουαλέτας; "Τι πάω και σκέφτομαι, μέσα στον ύπνο μου", σκέφτηκε. Αλλά, μια στιγμή: ονειρευόταν ότι σκεφτόταν ή σκεφτόταν στ'αλήθεια; Ξαφνικά, ένιωσε να τον πιάνει ταχυπαλμία. Διστακτικά, ξανάνοιξε τα μάτια του. 
     Ήταν σίγουρα ξύπνιος, και, παρ'όλο που θυμόταν πεντακάθαρα την απογείωση του αεροπλάνου από το αεροδρόμιο, δεν φαινόταν να έχει φτάσει στον προορισμό του. Και αυτός ο πόνος που ένιωθε σε όλο του το κορμί... 
     Σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε τριγύρω του τη φύση που οργίαζε. Βρισκόταν σε ένα εξωτικό μέρος, προφανώς. Το μυαλό του γέμισε ουρλιαχτά. Ένιωσε να τραντάζεται ολόκληρος. Θυμήθηκε μία κίτρινη μάσκα να πέφτει ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του. Θυμήθηκε το αεροπλάνο να χοροπηδάει σαν τρελλό και τους συνεπιβάτες του να ουρλιάζουν. Είχαν συντριβεί. Ναι, αλλά πού ήταν οι υπόλοιποι επιβάτες; Πού βρισκόταν το αεροπλάνο;
     Δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι ήθελε να ξέρει. Τώρα που είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχαν φτάσει ποτέ στο Σίδνεϋ, τώρα που ήταν σχεδόν σίγουρος ότι είχαν συντριβεί μέσα σε εκείνη την πυκνή ζούγκλα, έτρεμε καθώς σκεφτόταν τι θα συναντούσε. Αλλά ήταν γιατρός, είχε δώσει όρκο. Έπρεπε να βρει τυχόν επιζώντες και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να τους βοηθήσει. Λίγο πιο πέρα ανακάλυψε ένα ξέφωτο. Ένα ποταμάκι κυλούσε φλύαρα τα νερά του. Ο ήχος του νερού του θύμισε ότι χρειαζόταν τουαλέτα. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, αν και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί: ήταν εντελώς μόνος. 

                                     

     Αποφάσισε να ακολουθήσει την κοίτη. Ήταν ο μόνος τρόπος να μη χαθεί. Αλλά προς τα πού θα έπρεπε να πάει; Κοίταξε προς τον ουρανό. Του φάνηκε ότι είδε καπνό προς την κατάντη πλευρά. Άρχισε να κατηφορίζει. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός, τα παπούτσια του δεν ήταν και τα πιο κατάλληλα για περπάτημα στη φύση. Επιπλέον, το μέρος είχε πολλή υγρασία και όπου και να πατούσε, είτε σε πέτρες, είτε σε πεσμένα φύλλα, το έδαφος γλιστρούσε. 
     Η βλάστηση ήταν οργιώδης, υπήρχαν φυτά επάνω στο έδαφος και φυτά επάνω στα φυτά. Διάφοροι παρασιτικοί οργανισμοί φύτρωναν επάνω στα κλαδιά των δέντρων. Ποιος ξέρει τι άγρια ζώα θα ζούσαν σε εκείνη την άκρη του κόσμου! Κι αν η μοίρα του επιφύλασσε καμιά τετ-α-τετ συνάντηση με κάποια λεοπάρδαλη, τίγρη ή φίδι; Μήπως έπρεπε να απομακρυνθεί από το ποταμάκι;

                             

     Θυμήθηκε μια τηλεοπτική σειρά που είχε δει πριν από μερικά χρόνια. Είχε ως θέμα τους επιζήσαντες μίας πτήσης μεταξύ Λος Άντζελες και Σίδνεϋ. Και ορίστε τώρα, που εκείνος βρισκόταν στην ίδια θέση με τους ήρωες της σειράς. Μόνο πως εδώ δεν επρόκειτο για τηλεοπτική σειρά...
     Το μόνο καλό ήταν η ομορφιά του τοπίου. Όλα φαίνονταν τόσο φρέσκα, τόσο δροσερά... Έτσι θα ήταν ο Παράδεισος, την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Το πράσινο ήταν παρόν σε όλους τους τόνους και όλες τις αποχρώσεις, και αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα έμενε έκθαμβος μπροστά σε τέτοια ομορφιά.
     Θυμήθηκε την Άλισον, την κοπέλα του. Ήταν ακουαρελίστα, και της άρεσε να ζωγραφίζει στον καθαρό αέρα. Θα το λάτρευε το μέρος. Άραγε, θα την ξανάβλεπε σύντομα; Ή εκείνο το μέρος ήταν τόσο απομονωμένο που θα περνούσαν χρόνια ολόκληρα μέχρι να καταφέρει να φύγει από εκεί; Φαντάστηκε την Άλισον στην εκκλησία, να παντρεύεται κάποιον άλλον. Δεν είχε προλάβει να της κάνει πρόταση γάμου. 

                                     

     Ύστερα από περπάτημα λίγης ώρας, άρχισε να νιώθει έντονη δίψα. Άραγε, θα ήταν ασφαλές να πιει νερό από το ποταμάκι; Ενδεχομένως θα ήταν, αν είχε δίκιο στους υπολογισμούς του και αν όντως το αεροπλάνο είχε συντριβεί σε ένα εξωτικό νησί. Θυμήθηκε ένα ντοκυμαντέρ που είχε δει, όπου ιθαγενείς που ζούσαν μέσα στην ζούγκλα ήξεραν να βρίσκουν πόσιμο νερό, κόβοντας κλαδιά από συγκεκριμένα δέντρα. Αισθάνθηκε εντελώς γελοίος, φορώντας πουκάμισο και παπούτσια πόλης. Αυτός όχι μόνο δεν γνώριζε ποια κλαδιά θα έπρεπε να κόψει για να πιει νερό, αλλά δεν είχε ούτε καν σουγιά. Ήταν χαμένος από χέρι.
     Λίγο πιο πέρα συνάντησε ένα μικρό ρυάκι που σχημάτιζε έναν μικρό καταρράκτη. Πλησίασε στον καταρράκτη και ήπιε λίγο νερό, προσευχόμενος να είναι πόσιμο. Πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να μην βρισκόταν σε ένα απομονωμένο εξωτικό νησί, αλλά σε μια ζούγκλα που απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον πολιτισμό. Σε αυτή την περίπτωση, το νερό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μολυσμένο. Ναι, αλλά τότε θα έβρισκε βοήθεια. Και δεν θα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το διαλυμένο αεροπλάνο και τυχόν επιζώντες.

                                       

     Ακούστηκε σπάσιμο κλαδιών. Κάποιο άγριο ζώο θα ήταν, κάποιος πάνθηρας, ή κάποια λεοπάρδαλη ίσως. Ήταν εντελώς απροστάτευτος. Η καρδιά του άρχισε να καλπάζει στο στήθος του. Προσπάθησε να σκεφτεί πιο ψύχραιμα. Σε τελευταία ανάλυση, ήταν καρδιοχειρουργός, είχε εκπαιδευτεί να διατηρεί την ψυχραιμία του, με μία διαφορά, βέβαια. Σε αυτήν την περίπτωση το ανυπεράσπιστο θύμα δε θα ήταν ο ασθενής του, αλλά αυτός ο ίδιος.
     - Ηρέμησε, Τζακ, είπε στον εαυτό του, τα ζώα δεν κάνουν τόσο θόρυβο όταν μετακινούνται. Μόνο ο άνθρωπος κάνει φασαρία, όπου πηγαίνει. 
     - Κι αν είναι άνθρωπος; απάντησε μόνος του. Καλό θα είναι αυτό; Αν είναι κανένας πρωτόγονος ανθρωποφάγος; Σε ένα νησί του Ινδικού ωκεανού υπάρχει μια φυλή ανθρωποφάγων αγρίων, είδα και βίντεο, με τους άντρες της φυλής να πετάνε βέλη σε ένα ελικόπτερο που τους είχε πλησιάσει από αέρος.
     - Ηρέμησε, ξαναείπε, το αεροπλάνο αποκλείεται να έπεσε εκεί, δεν χρειαζόταν να πάει από εκείνα τα μέρη για να φτάσει από το Λος Άντζελες στο Σίδνεϋ. Κάπου στον Ειρηνικό βρισκόμαστε.

                          

     Κι άλλα κλαδιά ακούστηκαν να σπάνε. Ένας άντρας εμφανίστηκε μέσα από το δάσος. Ο άντρας φορούσε τζιν παντελόνι και μπουφάν. Ταίριαζε στη ζούγκλα περισσότερο από εκείνον.
     - Γεια, είπε ο άντρας, τι έχει από εκείνη την πλευρά;
     - Δεν είδα τίποτα, μόνο ζούγκλα. Ήσουν κι εσύ στο αεροπλάνο;
     - Θέση Ε4. Καθόμουν ακριβώς πίσω σου. Δίπλα από εκείνον τον χοντρό που κρατούσε δύο θέσεις. Είμαι σίγουρος ότι σφήνωσε εκεί μέσα.
     Ο άντρας πλησίασε.
     - Σώγιερ, συστήθηκε.
     - Τι όνομα είναι αυτό;
     - Αυτό έχω.
     - Τζακ, συστήθηκε ο Τζακ. Τζακ Σέπφερντ. 
     - Θέλεις να συνεχίσουμε παρέα, Τζακ Σέπφερντ; Δύο είναι καλύτερα από έναν.
     - Εγώ ψάχνω το αεροπλάνο.
     - Από εκεί είναι το αεροπλάνο. Το θέμα είναι να δούμε τι άλλο υπάρχει εκτός από το αεροπλάνο.
     - Το θέμα είναι να σωθούν τυχόν τραυματισμένοι επιζώντες.
     - Ο καλός Σαμαρείτης μας έλειπε!
     - Αυτή η νοοτροπία δε βοηθάει.
     - Σε παρακαλώ, ας λείπει η κατήχηση!
     - Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μόνο αν συμπεριφερθούμε με αλληλεγγύη έχουμε ελπίδα να επιβιώσουμε.
     - Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μόνο με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έχουμε ελπίδα να επιβιώσουμε! Λοιπόν, θα έρθεις μαζί μου, Τζακ, Τζακ Σέπφερντ; Ή θα το παίξεις Μεσσίας;
     Ο Τζακ ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές. Ο πρωτόγονος Τζακ, αυτός με το αναπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, είχε ξυπνήσει μέσα του και έπαιρνε το πάνω χέρι από τον άλλο Τζακ, τον πολιτισμένο. Αυτός ο τύπος χρειαζόταν ένα χέρι ξύλο. Και ο πρωτόγονος Τζακ θα του το έδινε ευθύς αμέσως.
     Δεν πρόλαβε.

                            

      Ένας διαπεραστικός ήχος, κάτι μεταξύ βουητού και ουρλιαχτού, ακούστηκε. Ήταν τόσο δυνατός που ένιωθε να βγαίνει από τα έγκατα της γης. Κοίταξε τον Σώγιερ. Και εκείνος φαινόταν ταραγμένος. Τι ήταν αυτός ο ήχος; Έμοιαζε με την κραυγή κάποιου προϊστορικού τέρατος. Έκλεισε τα αυτιά του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε κάτω. Έκλεισε τα μάτια του.
     Ο ήχος συνεχίστηκε για κανα-δυο λεπτά και ύστερα απλώθηκε απόλυτη σιγή. Άνοιξε τα μάτια του. Ο Σώγιερ βρισκόταν πιο πέρα. Είχε χλωμιάσει. Πέρασαν μερικά ακόμα λεπτά προτού ξανακουστεί κελάηδημα πουλιών. Τι υπήρχε σε αυτό το μέρος;
     - Συνεχίζεις να επιμένεις να πας στο αεροπλάνο; είπε ο Σώγιερ.
     - Εσύ συνεχίζεις να επιμένεις να εξερευνήσεις αυτό το μέρος; Ύστερα από ό,τι ακούσαμε;
     - Τι λες να ήταν;
     - Δεν ξέρω, αλλά δεν ακούστηκε καλό. Και σίγουρα, αυτό το μέρος δε φαίνεται και τόσο ειδυλλιακό τώρα... Κοίτα εκείνον εκεί τον κορμό: σαν κερασφόρο τέρας μοιάζει. Και αυτός ο ήχος θύμιζε κραυγή κάποιου τέρατος.
     - Πρέπει να φύγουμε από εδώ.
      - Εγώ επιμένω να πάω στο αεροπλάνο. Ίσως υπάρχει εκεί κάποιος που με χρειάζεται.
     - Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου.
     - Είμαι γιατρός.
     - Έτσι εξηγείται. Λοιπόν, γιατρέ, έχω έναν πόνο εδώ...
     - Να λείπει η κοροϊδία. Από εκεί είπες ότι είναι το αεροπλάνο;
     Τα φυλλώματα κουνήθηκαν. Οι δύο άντρες βουβάθηκαν. Ίσως να είχε έρθει η ώρα τους. Το δάσος φάνταζε τώρα σαν μία τεράστια, πράσινη παγίδα. Μέχρι και οι ιστοί από τις αράχνες ήταν ιδιαίτερα πυκνοί, τώρα το πρόσεχε ο Τζακ.

                           

     Ένας μεγαλύτερης ηλικίας, γεροδεμένος άντρας εμφανίστηκε.
     Ο Σώγιερ τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Ο σακάτης, είπε χαμηλόφωνα, καθώς ανάσαινε ανακουφισμένος.
     Ο άντρας χαμογέλασε.
     - Τον ακούσατε αυτόν τον ήχο; ρώτησε. Καταλάβατε από πού ερχόταν;
     Ο Τζακ προσπάθησε να τον θυμηθεί. Ναι, ο Σώγιερ είχε δίκιο. Τον θυμόταν και αυτός, όταν τον έβαλαν στο αεροπλάνο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Τον είχαν οδηγήσει στη διακεκριμένη θέση. Πώς γινόταν τώρα να στέκεται όρθιος μπροστά τους;
     - Θαύμα, είπε ο άντρας, σαν να είχε ακούσει την σκέψη του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Τη μια στιγμή βρισκόμουν στο αεροπλάνο με παράλυση των κάτω άκρων, και την επόμενη βρέθηκα να στέκομαι όρθιος σε αυτό εδώ το νησί.
     - Σε νησί βρισκόμαστε; ρώτησε ο Τζακ.
     - Αν δεν βρισκόμαστε σε νησί, τότε σίγουρα βρισκόμαστε στα δυτικά παράλια κάποιας λατινοαμερικάνικης χώρας. Αλλά εγώ πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε νησί. Και, μάλιστα, σε ένα νησί θαυματουργό και πανέμορφο. Το τοπίο εδώ είναι σαν ζωγραφιά, δε συμφωνείτε; 
  
                                      

    Ο άντρας χαμογέλασε.
          - Πού πηγαίνετε; ρώτησε. Να έρθω και εγώ μαζί σας; Τρεις είναι καλύτερα από δύο.
     - Δεν ξέρω, είπε ο Σώγιερ. Ο τύπος από 'δω θέλει να σώσει τον κόσμο.   Ο Τζακ ένιωσε να καίνε τα αυτιά του. Αυτός ο Σώγιερ ήταν πολύ προκλητικός.
     - Είμαι γιατρός, έχω δώσει όρκο, πρέπει να βοηθήσω τυχόν τραυματίες, είπε.
     - Καταλαβαίνω, είπε ο άντρας. Εγώ είμαι βετεράνος του στρατού. Με λένε Τζον Λοκ, πρόσθεσε.
     - Τζακ Σέπφερντ, είπε ο Τζακ.
     Ο Τζον Λοκ του έδωσε το χέρι. Η χειραψία του ήταν δυνατή.
     - Ένας βετεράνος μας έλειπε, είπε ο Σώγιερ. Και μάλιστα ένας βετεράνος που βλέπει παντού θαύματα. Και ποιος μας λέει ότι το αναπηρικό καροτσάκι δεν ήταν βιτρίνα;
     Ο Τζον Λοκ χαμογέλασε.
     - Λέω να πάμε από εδώ, είπε και κινήθηκε προς την απέναντι όχθη.
     Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν.
     - Θα πρέπει να βρούμε διέξοδο το γρηγορότερο δυνατόν, είπε ο Τζον Λοκ, καθώς άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Αλλιώς, πολύ φοβάμαι ότι αυτός ο Παράδεισος σύντομα θα γίνει ένας απέραντος σκουπιδότοπος. Αν ο άνθρωπος ξέρει κάτι καλά, αυτό είναι να αφήνει πίσω του σκουπίδια.
     Στάθηκε λίγο και κοίταξε γύρω του.
     - Από εδώ, έδειξε και συνέχισε.
     Ο Τζακ και ο Σώγιερ τον ακολούθησαν. Έμοιαζε να κινείται με ιδιαίτερη άνεση σε αυτό το περιβάλλον.

                                        
     
     Ένα λευκό λουλούδι βρέθηκε στον δρόμο τους. Ήταν ένα άγριο τριαντάφυλλο.
     - Καλό σημάδι, είπε ο Τζον Λοκ. Ας συνεχίσουμε.
     - Είναι απλώς ένα λουλούδι, είπε ο Σώγιερ. Δεν χρειάζεται να δίνουμε υπερφυσικά νοήματα σε ό,τι συναντάμε.
     - Αλήθεια, εσύ δε μου είπες το όνομά σου, είπε ο Τζον Λοκ.
     - Δε με ρώτησες. Σώγιερ.
     - Όπως ο ήρωας του Μαρκ Τουαίην; Ψευδώνυμο, να υποθέσω. Μόνο κάποιος που τον κυνηγάνε επιλέγει να κυκλοφορεί με ψευδώνυμο.
     - Ό,τι πεις...
     - Και τι επαγγέλλεσαι, αν επιτρέπεται;
     - Τα φέρνω βόλτα.
     - Α, έτσι...
     - Ακριβώς.
     - Να ψάξουμε για νερό, είπε ο Τζακ.
     - Για γιατρός δεν είσαι και πολύ έξυπνος, σχολίασε ο Σώγιερ. Δίπλα στο νερό περπατάμε, να σου θυμίσω...

                            

     - Εννοώ κάποια πηγή, ή έστω, κάποια δεξαμενή. Αν τελικά βρισκόμαστε σε νησί και αν αναγκαστούμε να μείνουμε εδώ για καιρό, μέχρι να μας βρουν, θα πρέπει να συντηρηθούμε, και το νερό είναι βασική προϋπόθεση για να επιβιώσουμε.
     - Σιγά μη βρούμε και υδρομασάζ, είπε ο Σώγιερ.
     - Είσαι πάντα τόσο εριστικός;
     - Είσαι πάντα τόσο ηλίθιος;
     - Κοιτάξτε εκεί! είπε ο Τζον Λοκ.
     Ο Τζακ κοίταξε. Δεν έβλεπε τίποτα.
     - Δεν βλέπω τίποτα, είπε ο Σώγιερ.
     - Εκεί πέρα, είπε ο Τζον Λοκ και έδειξε.
     - Και πάλι δεν βλέπω.
     - Ούτε εγώ, είπε ο Τζακ.
     - Εσύ δεν βλέπεις μπροστά στη μύτη σου, είπε ο Σώγιερ.
     Ο πρωτόγονος Τζακ τον αγριοκοίταξε.
     - Δεν το βλέπετε εκείνο το σπίτι; ρώτησε ο Τζον Λοκ.
     Τότε μόνο το είδαν. Πράγματι, ήταν ένα ξύλινο σπιτάκι, σαν παρατηρητήριο.

                           

     - Άρα, κάπου εδώ κοντά υπάρχουν άνθρωποι, είπε ο Τζακ.
     - Ίσως, τελικά, σωθούμε γρηγορότερα από ό,τι νομίζαμε, είπε ο Τζον Λοκ. Πάμε να δούμε!
     Το σπιτάκι-παρατηρητήριο δεν ήταν το μόνο. Λίγο πιο πάνω υπήρχαν και άλλα τέτοια σπιτάκια. Όλα ήταν έρημα και άδεια. Πού βρίσκονταν οι άνθρωποι που τα είχαν φτιάξει;
     - Κι αν τα σπιτάκια είναι παγίδα, για να παρασυρθούμε πιο βαθιά μέσα στη ζούγκλα; είπε ύστερα από λίγο ο Τζακ.
     - Πολύπλοκο σχέδιο, είπε ο Σώγιερ. Θα ήταν πιο εύκολο να στήσουν παγίδες και από τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθούμε πιασμένοι σε δίχτυα και κρεμασμένοι ανάποδα, σαν τις νυχτερίδες.
     - Πιο πολύ εγκατάλειψη μου θυμίζουν εμένα, είπε ο Τζον Λοκ.
     - Ίσως να έχει συντριβεί και άλλο αεροπλάνο εδώ, στο παρελθόν, είπε ο Τζακ, και αυτά να τα κατασκεύασαν οι επιζήσαντες.
     - Αν είναι έτσι, υπάρχουν αυξημένες ελπίδες να μας βρουν.
     - Απομακρυνθήκαμε πολύ από το αεροπλάνο, είπε ο Τζακ. 
     - Έλεος, πια με το αεροπλάνο! είπε ο Σώγιερ. Αν ήξερα ότι ήσουν τόσο κλαψιάρης, δε θα σου μιλούσα από την αρχή.
     - Αν το νησί είναι μεγάλο, δεν θα μπορέσουμε να το εξερευνήσουμε σε μια μέρα, απάντησε ο Τζακ, απευθυνόμενος στον Λοκ. Καλύτερα να γυρίσουμε εκεί. Ίσως βρούμε και χρήσιμα πράγματα στις αποσκευές. Πράγματα που θα μας βοηθήσουν στην επιβίωση.
     - Δεν είναι κακή ιδέα, είπε εκείνος.
     - Να πάτε μόνοι σας στο αεροπλάνο, δε σας έχω ανάγκη, είπε ο Σώγιερ.
     Ένας νέος ήχος, μια νέα κραυγή, ακούστηκε. Ο τρεις άντρες έπιασαν τα αυτιά τους. Ένιωσαν το έδαφος να τραντάζεται και έπεσαν κάτω. 
     - Ας γυρίσουμε στο αεροπλάνο, είπε ο Σώγιερ, ύστερα από λίγα λεπτά, που ο ήχος σταμάτησε.
     - Ίσως εκεί να είμαστε πιο ασφαλείς, για την ώρα, είπε και ο Λοκ.
     Οι τρεις άντρες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ούτε που μπορούσαν να φανταστούν ότι δεν θα ήταν η τελευταία φορά που άκουγαν εκείνη την κραυγή...
                           
                                      



     ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου




Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Αυτό που τους συνέδεε...





     Το οδόστρωμα γλιστρούσε. Η Αλίκη έσφιξε, άθελά της, το τιμόνι. Καλά της το είχε πει ο Άρθουρ, ήθελε μεγάλη προσοχή τέτοια εποχή. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, γεμάτος σύννεφα. Το δελτίο καιρού για την περιοχή μιλούσε για αυξημένη πιθανότητα βροχής. Δεν ανησυχούσε και τόσο. Βρισκόταν ήδη αρκετά κοντά στο πατρικό της και, σε όσο άσχημη κατάσταση κι αν βρισκόταν, θα μπορούσε να την προστατέψει από μια βροχούλα.
     Ακολουθούσε μια κάπως απότομη ανηφόρα, και καθώς ο δρόμος φιδογύριζε, έμοιαζε σαν μια γκρίζα κάμπια. Στην κορυφή της ανηφόρας ένα γκρίζο σύννεφο, λίγο πιο σκούρο από τα υπόλοιπα, έμοιαζε με καπνό που έβγαινε από την άκρη του δρόμου. Όλο μαζί, δρόμος και σύννεφο, έμοιαζε με κάμπια που κάπνιζε, ίσως ναργιλέ. Τι παλαβή ιδέα!
     Άλλαξε ταχύτητα και δυνάμωσε τη θέρμανση. Λάθος εποχή είχε διαλέξει να πάει στο πατρικό της, αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά οι ευκαιρίες δεν πρέπει να χάνονται. Και οι πλούσιοι Αμερικανοί σε αναζήτηση σπιτιών στην βρετανική ύπαιθρο δε φυτρώνουν στα δέντρα. Ο κύριος Τζέφερσον θα έφευγε σε δυο βδομάδες, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, αν ήθελε να πουλήσει το σπίτι.
     Ήταν σίγουρη πως ήθελε να το πουλήσει; Αυτό την είχε ρωτήσει και ο Άρθουρ, όταν τον είχε επισκεφτεί για να της δώσει το κλειδί. Και γιατί να μη θέλει; Δεν είχε τίποτα να την συνδέει με αυτό το σπίτι, πέρα από το γεγονός ότι ανήκε στην οικογένειά της και ότι είχε περάσει μερικά καλοκαίρια εκεί. Ο Άρθουρ της είχε ζητήσει να το ξανασκεφτεί. Μεγάλη αδιακρισία εκ μέρους του. Δεν ήταν καν μέλος της οικογένειας, για να του πέφτει λόγος και, αν η Αλίκη δεν είχε σκεφτεί το προχωρημένο της ηλικίας του, θα του είχε απαντήσει ανάλογα. 
     Τι τον έκανε να νομίζει ότι έχοντας εργαστεί εκεί επί είκοσι χρόνια αποκτούσε τέτοιου είδους δικαιώματα; Το σπίτι ήταν δική της κληρονομιά, ανήκε αποκλειστικά σε εκείνη. Μπορούσε, αν ήθελε, να το γκρεμίσει συθέμελα, μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το κάψει, όπως είχε κάνει ο Νέρωνας στη Ρώμη, και δεν όφειλε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, πόσο μάλλον στον Άρθουρ, που με τη χοντρή του κοιλιά και το παχύ του μουστάκι θύμιζε φαφούτη θαλάσσιο ελέφαντα.
     Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή της ανηφόρας. Η θέα που εμφανίστηκε ήταν υπέροχη. Στο βάθος, τα βουνά άσπριζαν από το χιόνι. Λίγο πιο κάτω, ανάμεσα από την ομίχλη, διακρινόταν η στέγη του πατρικού της σπιτιού. Από αυτήν την απόσταση, μια χαρά φαινόταν. Ένιωσε χαρά. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να το πουλήσει. Δεν είχε ιδιαίτερες αναμνήσεις από εκεί. Κάποιες βόλτες στην εξοχή θυμόταν αμυδρά, όσο για τους γονείς της, ό,τι θυμόταν ήθελε να το ξεχάσει... 
     Μακριά από το Λονδίνο με τους τύπους του, μακριά από τα μάτια του κόσμου, έβρισκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν όλη τους τη δυσαρμονία, με καθημερινούς τσακωμούς και πικρόχολα σχόλια. Μετά την πρώτη βδομάδα, ο πατέρας έφευγε για κυνήγι και εξαφανιζόταν για μέρες, και η μητέρα την έβγαζε όλη μέρα στον κήπο, φυτεύοντας κόκκινες τριανταφυλλιές, που ήταν οι αγαπημένες της. Άλλοτε, έπαιρνε το κέντημά της και κεντούσε με τις ώρες. Ένα ολόκληρο σεντούκι με κεντήματα είχε αφήσει πεθαίνοντας. Κεντήματα, που τώρα σάπιζαν σε μια γωνιά της αποθήκης, μαζί με το σεντούκι. Όσο για τις τριανταφυλλιές της, αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Μόνο αγριόχορτα φύτρωναν πια στο κτήμα. Αγριόχορτα και κισσός.
     Επρόκειτο σαφώς για έναν γάμο σύμφωνο με όλα τα πρωτόκολλα, καθώς και με τα συμφέροντα των οικογενειών τους, καθόλου σύμφωνο, όμως, με τα γούστα των άμεσα ενδιαφερόμενων. Η Αλίκη αναρωτιόταν πώς, με τόσες διαφορές ανάμεσα στους γονείς της, είχαν προκύψει πέντε παιδιά. Από την άλλη, δεν αναρωτιόταν καθόλου, πώς και τα πέντε παιδιά είχαν επιλέξει να παντρευτούν με αλλοδαπούς και να πάνε να ζήσουν στο εξωτερικό. Ήθελαν όλα να ξεφύγουν από εκείνο το άρρωστο περιβάλλον.
     Η Αλίκη έφτασε στο κτήμα. Άνοιξε με κόπο την φαρδιά, ξύλινη αυλόπορτα και μπήκε μέσα, οδηγώντας αργά. Το σπίτι δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, πολλά κεραμίδια είχαν φύγει, υπήρχαν κάποιες ρωγμές στους τοίχους, και ο κισσός το είχε καλύψει σχεδόν ολόκληρο. Θα ήταν δύσκολο να το πουλήσει. Όμως, είχε μπροστά της πάνω από δέκα μέρες για να προσλάβει εργάτες και να το σουλουπώσει, προκειμένου να φανεί αρκετά δελεαστικό στον κύριο Τζέφερσον.
     Το κλειδί που της είχε δώσει ο Άρθουρ γύρισε με μεγάλη δυσκολία. Προφανώς, η κλειδαριά είχε σκουριάσει. Σίγουρα ήθελε αλλαγή. Η πόρτα έτριξε, καθώς άνοιγε. Η Αλίκη άναψε το φακό που είχε μαζί της. Ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Το κόστος του "σουλουπώματος" μάλλον θα ήταν μεγαλύτερο από όσο υπολόγιζε. 
     Αργά και προσεκτικά, πήγε μέχρι τα παράθυρα και τα άνοιξε με το φόβο να της μείνουν στα χέρια, καθώς είχαν πολλές φθορές, μάλλον ήθελαν αντικατάσταση. Κάποιοι ήχοι μέσα στο σπίτι την έκαναν να κοντοσταθεί, να δεις που θα ήταν ποντίκια. Να κάτι που σίγουρα την ένωνε με εκείνο το σπίτι: ο φόβος. Ένα ρίγος την διαπέρασε καθώς θυμήθηκε τους ήχους ροκανίσματος που άκουγε κάθε βράδυ και που την έκαναν να κουκουλώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Πώς θα περνούσε το βράδυ εκεί μέσα; 
     Το αχνό φως που μπήκε από τα ανοιχτά παράθυρα, δε βελτίωσε ιδιαίτερα την κατάσταση. Η Αλίκη σάρωσε το σαλόνι με το βλέμμα της. Όσα έπιπλα είχαν μείνει, ήταν σκεπασμένα με μεγάλα πανιά. Ο μεγάλος καθρέφτης είχε μαυρίσει. Τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου τρεμούλιαζαν απειλητικά, καθώς η ακόμα μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου δημιουργούσε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα μέσα στο σπίτι. Η Αλίκη πλησίασε το πιάνο και το ξεσκέπασε. Ακούμπησε τα πλήκτρα. Ο ήχος τους, εντελώς ξεκούρδιστος, της θύμισε τις ατελείωτες ώρες που περνούσε κάθε μέρα κάνοντας ασκήσεις, προκειμένου να μην χάσει τη φόρμα της, ώστε να μπορούν οι γονείς της να την επιδεικνύουν στους συγγενείς, όποτε είχαν μάζωξη στο σπίτι τους στο Λονδίνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να το ξεφορτωθεί, ακόμα και αν δεν κατάφερνε να το πουλήσει στον κύριο Τζέφερσον.
     Ένα τραπεζάκι στο σαλόνι δεν ήταν καλυμμένο με πανί. Επάνω του βρισκόταν μια ανοιγμένη τράπουλα. Ένα χαρτί ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Η Αλίκη έσκυψε και το μάζεψε. Ήταν η Ντάμα Κούπα. Της φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρή, και μάλλον κακοσχεδιασμένη. Την ακούμπησε επάνω στο τραπεζάκι και συνέχισε την επιθεώρηση. Ποιος έπαιζε χαρτιά; Δε θυμόταν καθόλου. 
     Το σαλόνι είχε αρκετά καλές προοπτικές και το ηθικό της αναπτερώθηκε. Ίσως και τα επάνω δωμάτια να ήταν σε καλή κατάσταση. Η Αλίκη ανέβηκε με προσοχή στον επάνω όροφο. Κάθε βήμα της προκαλούσε ένα τρίξιμο στην σκάλα και έναν καλπασμό στην καρδιά της. Η σκέψη μιας πιθανής κατάρρευσης της σκάλας, μέσα σε εκείνη την ερημιά, με τον αέρα να σφυρίζει έξω από τα παράθυρα, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική. Έφτασε στο σημείο να σκεφτεί ότι αν κατάφερνε να φτάσει σώα και αβλαβής στον επάνω όροφο, δεν θα επιχειρούσε να ξανακατέβει ποτέ. 
     Ανάσανε με ανακούφιση, όταν πάτησε το πόδι της στο κεφαλόσκαλο. Εκεί δεξιά ήταν το υπνοδωμάτιό της. Άνοιξε την πόρτα και προσεκτικά προχώρησε προς το μέρος όπου βρισκόταν το παράθυρο. Ακούστηκαν τρομαγμένα φτερουγίσματα πουλιών, καθώς το άνοιξε. Έστρεψε το βλέμμα της στο εσωτερικό του δωματίου. Δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Η ταπετσαρία ήταν η ίδια που θυμόταν, και το κρεβάτι της φαινόταν το ίδιο μαλακό όπως τότε. Αν μη τι άλλο, θα είχε ένα μέρος να κοιμηθεί το βράδυ. Και ας έπρεπε να κουκουλωθεί όπως και τότε, για το φόβο των ποντικών...
     Ακούστηκε ο αέρας να δυναμώνει, και τα κλαδιά των δέντρων έξω από το παράθυρο του δωματίου άρχισαν να χορεύουν απειλητικά. Το τζάμι του παραθύρου ήταν βρώμικο και θολό, αλλά σαν να της φάνηκε ότι έβρεχε. Το φως μέσα στο δωμάτιο λιγόστεψε. Προφανώς, λόγω της βροχής, είχε σκοτεινιάσει έξω. Θα έπρεπε να βγει και να πάρει τα πράγματά της από το αυτοκίνητο, προτού να δυναμώσει η βροχή. Η σκέψη της ετοιμόρροπης σκάλας την έκανε να αλλάξει γνώμη. Έπρεπε να τα είχε πάρει τα πράγματά της από την αρχή, προτού ανοίξει την πόρτα και βρεθεί μέσα σε εκείνο το αναθεματισμένο το σπίτι!
     Ένιωσε ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να μπαίνει από κάπου. Θυμήθηκε τα κεραμίδια που έλειπαν από την σκεπή. Ίσως το παλιό της υπνοδωμάτιο να μην ήταν και τόσο φιλόξενο, τελικά. Ένιωσε παγιδευμένη. Ήθελε να μπορούσε να κλείσει τα μάτια της, να τα ξανανοίξει και όλα να ήταν ένα κακό όνειρο, να βρισκόταν στο ζεστό της διαμέρισμα και εκείνο το σπίτι να είχε πουληθεί και να είχε φύγει από επάνω της. Πώς μπορούσε να αναρωτιέται ο Άρθουρ αν ήθελε να το πουλήσει; Τι άξιο λόγου υπήρχε, που να την ενώνει με αυτό το ερείπιο;
     Θα το πουλούσε και δεν θα κρατούσε τίποτα, ούτε καν το παλιό κλειδί. Θα έπρεπε το συντομότερο να πάει στην πόλη, να βρει κάποιον να αλλάξει την κλειδαριά.  Τα κλαδιά που βρίσκονταν έξω από το παράθυρο κινήθηκαν έντονα. Κάποιος ήταν εκεί! Ένιωσε να παγώνει το αίμα στις φλέβες της. Ήταν ολομόναχη, και το μέρος έρημο, πώς θα προστατευόταν; Ασυναίσθητα, άρπαξε δυο βοτσαλάκια που βρίσκονταν επάνω στο κομοδίνο και τα κράτησε στο χέρι της σαν χειροβομβίδες. Μια σκιά εμφανίστηκε να πλησιάζει. 
     Δεν μπορούσε να πει πόσα δευτερόλεπτα πέρασε κρατώντας την ανάσα της, προσπαθώντας να γίνει αόρατη. Η σκιά άρχισε να πυκνώνει και να συγκεκριμενοποιείται, αφήνοντας στη θέση της μια γάτα. Η γάτα άνοιξε το στόμα της, σε ένα άηχο νιαούρισμα. Ο αέρας είχε δυναμώσει τόσο, που δεν ακουγόταν τίποτα άλλο. Ανάσανε ανακουφισμένη. Η γάτα φαινόταν να κρυώνει, αλλά είχε μια περίεργη έκφραση, σαν να χαμογελούσε. Στο μυαλό της πετάχτηκε μια λέξη: Τσέσαϊρ. Περίεργη λέξη, δεν της έλεγε τίποτα. Μόνο το τυρί τσένταρ της θύμιζε. Η γάτα την κοίταξε μια τελευταία φορά και εξαφανίστηκε.
     Κάθησε στο κρεβάτι και άφησε τα βοτσαλάκια πίσω στο κομοδίνο. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και ήταν ζωγραφισμένα, προφανώς από εκείνη, δεν θυμόταν πότε. Είχαν μάτια, μύτη και στόμα, σαν δυο δίδυμα, ασχημούτσικα πετραδερφάκια. Περίεργο που τόσον καιρό κανείς δεν τα είχε πετάξει, τόσο κακοφτιαγμένα που ήταν.
     Ο αέρας έξω δυνάμωσε κι άλλο, και μια νιφάδα χιονιού κόλλησε στο τζάμι, σαν χαλκομανία. Αμέσως μετά, κι άλλη χιονονιφάδα κόλλησε στο τζάμι. Χιόνιζε! Και μάλιστα πολύ. Έπρεπε επειγόντως να κατέβει κάτω, να πάει στο αυτοκίνητο και να πάρει τα πράγματά της, είχε μαζί της νερό και μπισκότα. Να υπήρχε, άραγε, και κανένα κούτσουρο, να ανάψει το τζάκι; Ή θα ήταν προτιμότερο να οδηγήσει μέχρι την κοντινότερη πόλη, μία ώρα μακριά, και να περάσει εκεί το βράδυ της, για μεγαλύτερη ασφάλεια; 
     Με την καρδιά της να καλπάζει από το φόβο, κατέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα και πήγε βιαστικά στην είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Τα πάντα ήταν λευκά και το χιόνι έπεφτε σε πυκνές ριπές. Το αυτοκίνητο είχε κιόλας καλυφθεί μέχρι το ύψος των τροχών. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγε τώρα! Είχε αποκλειστεί. Τρέμοντας από το κρύο, πήγε μέχρι το αυτοκίνητο, άνοιξε με κόπο την πόρτα και πήρε την τσάντα με τα τρόφιμα και το σακβουαγιάζ με τα λίγα ρούχα που είχε πάρει μαζί της. Η χιονοθύελλα μαστίγωνε το σπίτι από παντού.
     Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Αυτό ήταν, θα άφηνε τα κοκαλάκια της εκεί μέσα. Μόνο ο Άρθουρ γνώριζε ότι βρισκόταν εκεί, για να ειδοποιήσει να την ψάξουν. Αλλά αν η χιονοθύελλα συνεχιζόταν πολλή ώρα, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει κάποιος μέχρι εκεί. Αναθεματισμένο σπίτι! Ένας ήχος ρολογιού ακούστηκε. Τικ-τακ. Από πού ερχόταν αυτός ο ήχος; Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει εκεί μέσα ρολόι που να λειτουργεί, ύστερα από τόσα χρόνια. Η ιδέα της θα ήταν. Αλλά ο ήχος ξανακούστηκε: τικ-τακ.
     Τικ-τακ, τικ-τακ... Στο μυαλό της ήρθαν οι ιστορίες για τα φαντάσματα, που τους διηγόταν η θεία Γερτρούδη, όταν έπινε κανένα σέρι παραπάνω. Τις νύχτες με πανσέληνο, έλεγε η θεία, το φάντασμα της προγιαγιάς της τριγυρνούσε στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, σέρνοντας τα βήματά του μέχρι τη σοφίτα, όπου θρονιαζόταν και θρηνούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Πλησίασε στο πιο κοντινό παράθυρο, το καθάρισε λίγο με το χέρι της, και κοίταξε έξω. Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο. Πανσέληνος. Τικ-τακ, τικ-τακ.
      Το τικ-τακ συνοδεύτηκε από ένα δυνατό ροκάνισμα. Να το και το ποντίκι! Δε θα την γλίτωνε απόψε: ή από φάντασμα θα πήγαινε, ή από ποντίκι. Ας έβγαινε ζωντανή από εκεί μέσα και θα το έκαιγε το σπίτι πατόκορφα. Και ας έχανε την ευκαιρία με τον κύριο Τζέφερσον. Ήταν πλέον σίγουρη. Το μόνο που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι ήταν η επιθυμία της να το ξεφορτωθεί. 
     Ένα ρεύμα παγωμένου αέρα της χάιδεψε τον σβέρκο. Ανατρίχιασε. Το ροκάνισμα συνεχίστηκε. Ερχόταν από την κουζίνα. Λογικό. Από εκεί ερχόταν και ο ήχος του ρολογιού. Μία σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μέτωπό της και ακολούθησε την γραμμή της μύτης της. Θυμήθηκε ότι φορούσε τον σταυρό της. Ευτυχώς. Με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει, άρχισε να κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ο ήχος του ρολογιού και ο ήχος του ροκανίσματος δυνάμωναν, καθώς πλησίαζε. Η πόρτα έτριξε. Μια χαραμάδα φωτός φάνηκε στο άνοιγμά της. Κάποιος ήταν εκεί!
     Η Αλίκη έσπρωξε την πόρτα. 
     - Επιτέλους, πάνω στην ώρα! είπε το κουνέλι, που στεκόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κρατώντας ένα ρολόι τσέπης και μασουλώντας ένα καρότο. Ίσα που προλαβαίνουμε το πάρτυ των αγενεθλίων!
     Και εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Αλίκη θυμήθηκε τι ήταν αυτό που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: "Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και την φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί, αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό, προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του/της. Ίσως να μην περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σας αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο, μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; Ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;" Ο Γιάννης μας άφησε ακόμα πιο ελεύθερους αυτή τη φορά και εγώ οργίασα, ως συνήθως. Ελπίζω η εκδοχή μου να ικανοποιεί τα περισσότερα ζητούμενα της κεντρικής ιδέας, και ελπίζω, την επόμενη φορά, να εμπνευστώ γρηγορότερα.