Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Έρωτος απομεινάρι


Σε ένα σπίτι ταπεινό, στρωμένο με χορτάρι,
γεννήθη ο Μπερωτόκριτος, το πιο όμορφο μανάρι.
Ήταν λίγο μαυριδερός, μα πολύ παιχνιδιάρης,
έξυπνος και σεβαστικός, ήτανε και κιμπάρης.

Στην ίδια πόλη, πιο μακριά, η πλούσια Μπεαρετούσα,
μοναχοκόρη ζηλευτή, μεγάλωνε στα λούσα.
Με ρούχα χρυσοκέντητα μόνο κυκλοφορούσε,
και όπου ήταν δυνατόν, κοσμήματα φορούσε.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, σε όμορφη εκκλησία,
η Μπεαρετούσα έφτασε, μαζί με συνοδεία.
Την είδε ο Μπερωτόκριτος, απ'το πίσω στασίδι,
και στην καρδιά του ένιωσε να κρέμεται βαρίδι.

Τι ομορφιά ήταν αυτή, τι χάρη, τι προσόντα!
Όμοιά της δεν γεννήθηκε, εξόν απ'την Τζοκόντα!
- Τέτοια γυναίκα πρέπει μου, κι εγώ είμαι για εκείνη,
για μας με ρόδα θα στρωθεί του υμέναιου η κλίνη.

Είπε ο Μπερωτόκριτος, μα και η πλούσια κόρη,
είδε που την εκοίταζε το μελαμψό αγόρι.
- Τι νέος όμορφος πολύ, πώς λάμπει του το βλέμμα,
αν πω πως ερωτεύτηκα, δεν είναι διόλου ψέμα.

Είπε και με άνθρωπο έμπιστο, του'στειλε ραβασάκι,
στο παραθύρι της κοντά, να πάει το βραδάκι.
Διάβασε ο Μπερωτόκριτος διακριτικά το γράμμα,
και πώς δεν του'ρθε ανακοπή απ'τη χαρά, είναι θαύμα.

Ο ήλιος σαν βασίλεψε και βγήκε το φεγγάρι,
έφτασε ο Μπερωτόκριτος, κι άρχισε να καντάρει.
Η Μπεαρετούσα φάνηκε, σαν ήλιος στο μπαλκόνι,
και του έριξε προσεκτικά, ένα λινό σεντόνι.

Σκαρφάλωσε σαν αίλουρος, κι οι δυο συναντηθήκαν,
μιλήσαν, συμφωνήσανε, κι ύστερα φιληθήκαν.
- Πιο ακριβή απ'τη ζωή, είσαι, βασίλισσά μου,
είπε ο Μπερωτόκριτος, και θα γενείς κυρά μου.

Από τον κύρη σου ταχιά θα'ρθω να σε ζητήσω,
και αφού του πάρω την ευχή, το σπίτι μας θα χτίσω.
Θα παντρευτούμε σύντομα, θα κάνουμε απογόνους,
η αγάπη μας θα ευλογηθεί με μυρωδάτους κλώνους.

Τ'ορκίζομαι εις το Θεό, ποτέ δε θα σ'αλλάξω,
και για επικύρωση, καρδιά πάνω μου θα χαράξω.
- Κι εγώ για εσένα μοναχά θα ζω και θα ανασαίνω,
πήγαινε τώρα και αύριο πρωί σε αναμένω.

Πήγε ο Μπερωτόκριτος στης νέας τον πατέρα,
και ζήτησε το χέρι της, κρατώντας και μια βέρα.
Μα εκείνος του την πέταξε τη βέρα αμέσως χάμω,
πώς τόλμησε ο ξεβράκωτος να τους προτείνει γάμο;

- Η κόρη μου θα παντρευτεί τον πιο πλούσιο νέο,
κατάλαβέ το, τώρα δα, να μην το ξαναλέω.
Έφυγε ο Μπερωτόκριτος πολύ μπαϊλντισμένος.
- Θα τηνε κλέψω, σκέφτηκε, πολύ αποφασισμένος.

Μα δεν τα σκέφτηκε καλά, κάτι του είχε διαφύγει,
η Μπεαρετούσα απ'τη βολή του πλούτου, πώς να φύγει;
- Δε γίνεται να παραβώ του κύρη μου την γνώμη,
του είπε με αναφιλητά, και σου ζητώ συγγνώμη.

Στο δάχτυλό της έλαμπε τεράστιο ρουμπίνι,
ενός πλούσιου άρχοντα μνηστή είχε ήδη γίνει.
Έσυρε ο Μπερωτόκριτος τα βήματα με κόπο,
και πληγωμένος έφυγε, να πάει σε άλλον τόπο.

Επέρασε λίγος καιρός, νυμφεύθη η Μπεαρετούσα,
τον Μπερωτόκριτο απ' τον νου τον έσβησαν τα λούσα.
Μα αυτός δεν την εξέχασε, αφού του είχε μείνει
το τατουάζ με την καρδιά, να του θυμίζει εκείνη.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι της Μιχαηλίας Ρισσάκη, την οποία ευχαριστώ, και ελπίζω να της αρέσει ο τρόπος που "έντυσα" τη φωτογραφία της

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Έντεκα χρόνια και έντεκα μέρες


     Η Πίπη κοιτάει το ρολόι. 
     - Πω-πω, 11.11, με πήρε ο ύπνος! λέει. Πώς την πάτησα έτσι;
     Η αλήθεια είναι πως ξέρει πολύ καλά πώς την πάτησε. Βλέπετε, στον ύπνο της είχε επισκεφτεί μία μαγική χώρα, γεμάτη ενδιαφέροντα πράγματα, πώς, λοιπόν, να αφήσει εκείνη τη χώρα προτού την γνωρίσει;
     Όλα ξεκίνησαν από τη Χώρα της πίσω βεράντας. Η Πίπη ετοιμαζόταν να ακούσει τα τελευταία νέα από τον καινούργιο βασιλικό, που έχει αποδειχτεί μεγάλος κουτσομπόλης, όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή που σιγοτραγουδούσε. Έστησε αυτί να ακούσει. Η φωνή τραγουδούσε: "Έντεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα..." 
     - Δώδεκα! διόρθωσε η Πίπη τη φωνή.
     Η φωνή σταμάτησε λίγο, και ύστερα ξανάρχισε:
     "Έντεκα..."
     - Δώδεκα! φώναξε η Πίπη, δυνατά αυτή τη φορά.
     Η φωνή σταμάτησε και ένας φαλακρός νάνος εμφανίστηκε. Δηλαδή, δεν ήταν εντελώς φαλακρός, είχε και μερικές χρυσές τρίχες στο κεφάλι του. Έντεκα, για την ακρίβεια, τις μέτρησε η Πίπη.
     - Ποια είσαι εσύ; τη ρώτησε.
     - Εγώ ποια είμαι; Εσύ ποιος είσαι, και τι δουλειά έχεις στη Χώρα της πίσω βεράντας;
     - Εγώ είμαι ο Έντι. Και εσύ ποια είσαι, τελικά, και γιατί δε με αφήνεις να τραγουδήσω με την ησυχία μου;
     - Είμαι η Πίπη, και δε σε αφήνω να τραγουδήσεις, επειδή το τραγούδι το λες λάθος. "Δώδεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα", λέει, όχι έντεκα!
     - Έντεκα λέει, και όλος ο κόσμος το ξέρει, είναι μεγάλη επιτυχία...
     Και ο φαλακρός νάνος με τις έντεκα χρυσές τρίχες στο κεφάλι του άρχισε και πάλι το τραγούδι:
     "Έντεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα, το εντελβάις δεν το πότισες καλά, και τώρα είν' όλα τα φύλλα του ξερά..."
     - Δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι, είπε τότε η Πίπη. Σε ποιο μέρος το τραγουδάνε και είναι και τόσο μεγάλη επιτυχία;
     - Στη χώρα μου, φυσικά.
     - Δηλαδή, δεν είσαι από εδώ;
     - Σιγά μη είμαι από εδώ! Επίσκεψη έχω έρθει, αλλά δεν βλέπω τίποτα το ενδιαφέρον και θα φύγω...
     - Και πώς τη λένε τη χώρα σου;
     - Εντελάνδια.
     - Δεν την έχω ξανακούσει.
     - Επειδή είναι μακριά από εδώ.
     - Είναι όμορφη η Εντελάνδια;
     - Είναι υπέροχη, καμία σχέση με εδώ. Αρκετά μιλήσαμε, καιρός να γυρίσω πίσω...
     - Θα ήθελα πολύ να την επισκεφτώ.
     - Σιγά το δύσκολο! Αν θέλεις, έλα μαζί μου, θα σε πάω εγώ.
     - Μια στιγμή να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου, τι καιρό κάνει τέτοια εποχή στην Εντελάνδια;
     - Δεν την χρειάζεσαι τη βαλίτσα, τι να την κάνεις; Στην Εντελάνδια έχει τα πάντα! Άντε, βιάσου!
     - Με πλοίο θα πάμε, ή με αεροπλάνο;
     - Με καπέλο!
     Έτρεξε η Πίπη στη Χώρα του διαμερίσματος και ξαναβγήκε φορώντας ένα καπέλο.
     - Όχι τέτοιο καπέλο, είπε ο Έντι γελώντας, ταξιδιωτικό καπέλο εννοούσα!
     Τότε μόνο πρόσεξε η Πίπη ότι ο Έντι κρατούσε στο χέρι του ένα περίεργο, μυτερό καπέλο, με έντεκα πολύχρωμα φτερά επάνω του.
     - Έλα, πιάσε με από το χέρι, της είπε.
     Και μόλις η Πίπη έπιασε το χέρι του Έντι, εκείνος φόρεσε το περίεργο καπέλο στο κεφάλι του και η Χώρα της πίσω βεράντας εξαφανίστηκε! Και, αντί για τη Χώρα της πίσω βεράντας, η Πίπη - μαζί με τον Έντι, φυσικά - βρέθηκε στην Εντελάνδια.
     - Φτάσαμε! είπε ο Έντι και ξανάβγαλε το ταξιδιωτικό του καπέλο. Και τώρα, πάμε να σου δείξω τη χώρα μου.
     Και οι δυο τους ξεκίνησαν την περιήγηση. Η Πίπη δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει. Αυτή η Εντελάνδια ήταν κάπως περίεργη, της φάνηκε. Τα σπίτια, για παράδειγμα, ήταν όλα πολύ ψηλά. Και, παρ'όλο που έμοιαζαν να έχουν τουλάχιστον έντεκα ορόφους το καθένα, στην πραγματικότητα ήταν όλα τους τριώροφα, απλώς ήταν πολύ ψηλοτάβανα. Άραγε πώς θα ξαράχνιαζαν τα ταβάνια τους; Με γερανό;
     - Δεν έχουμε αράχνες στην Εντελάνδια, είπε ο Έντι.
     Όλα τα σπίτια είχαν κήπους, αλλά οι κήποι δεν είχαν λουλούδια, ήταν καλυμμένοι μόνο με γρασίδι, και το γρασίδι δεν το κούρευαν, αλλά το άφηναν να μεγαλώσει και εκείνο μεγάλωνε σαν σγουρό μαλλί και γέμιζε μπούκλες.
     - Γιατί δεν το κουρεύετε το γρασίδι; ρώτησε.
     - Πέρυσι το κουρεύαμε, απάντησε ο Έντι. Φέτος είναι της μόδας το σγουρό. 
      Η Πίπη παρατήρησε ότι οι δρόμοι ήταν όλοι κυκλικοί, και δεν υπήρχε ούτε μία ευθεία. Επίσης, παντού υπήρχαν πάρκα με τεράστια μπαομπάμπ και μεγάλα παρτέρια με τριανταφυλλιές και ορτανσίες. Μόνο πως εκείνες οι τριανταφυλλιές και εκείνες οι ορτανσίες δεν έμοιαζαν με τις δικές μας. Ήταν πολύ ψηλές, σαν δέντρα, με χοντρούς κορμούς, και τα λουλούδια τους ήταν μεγάλα, σαν κουνουπίδια. Τα κλαδιά τους ήταν γεμάτα φωλιές πουλιών και παντού ακούγονταν κελαηδήματα και τραγούδια.
     Στα πάρκα υπήρχαν, επίσης, πολλές μαργαρίτες. Αλλά, όπως πρόσεξε η Πίπη - και της το επιβεβαίωσε ο Έντι -, οι μαργαρίτες σε εκείνο το μέρος είχαν όλες έντεκα πέταλα, οπότε κανείς δεν τις μαδούσε για να δει αν κάποιος τον αγαπάει, αφού πάντα η απάντηση που έβγαινε ήταν θετική.
     - Πολύ βαρετό, σκέφτηκε η Πίπη.
     Έξω από κάθε σπίτι υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί και ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα κλουβί με ένα γκριζογάλανο πουλί. Το πουλί αυτό έμοιαζε πολύ με τη δεκαοχτούρα. 
     - Τι πουλί είναι αυτό; ρώτησε η Πίπη.
     - Εντεκούρα, απάντησε ο Έντι.
     - Περίεργο όνομα.
     - Όχι και τόσο, το λένε έτσι επειδή δεν κελαηδάει, αλλά όποτε ανοίγει το ράμφος του λέει "έντεκα, έντεκα". 
     - Σαν τη δικιά μας τη δεκαοχτούρα, είπε η Πίπη.
     - Αυτό κι αν είναι περίεργο όνομα! είπε ο Έντι.
     - Και γιατί τις εντεκούρες τις βάζουν σε αυτά τα κλουβιά;
     - Για να ειδοποιούν τους ενοίκους όταν υπάρχει αλληλογραφία.
     Και προτού η Πίπη αναρωτηθεί μήπως ο Έντι της έκανε πλάκα, ένας ταχυδρόμος πέρασε από μπροστά τους, πήγε σε ένα γραμματοκιβώτιο και έριξε ένα φάκελο. Αμέσως, η εντεκούρα που βρισκόταν στο κλουβί από πάνω από το γραμματοκιβώτιο άρχισε να φωνάζει "έντεκα, έντεκα". Τότε, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε, και βγήκε μία γυναίκα, η οποία άνοιξε κατευθείαν το γραμματοκιβώτιο και πήρε το φάκελο.
     - Βλέπεις; είπε ο Έντι. Όπως ακριβώς σου το είπα.
     Και αυτά δεν ήταν τα πιο περίεργα πράγματα που είδε η Πίπη. Πιο πέρα πρόσεξε έναν άνθρωπο που είχε έντεκα δάχτυλα.
     - Κοίτα εκείνον εκεί τον άνθρωπο, είπε χαμηλόφωνα, έχει έντεκα δάχτυλα!
     - Ε, και; ρώτησε ο Έντι.
     - Δεν είναι περίεργο; Α, να και άλλος ένας! Έντεκα δάχτυλα και αυτός, κατά σύμπτωση.
     - Έτσι είναι το κανονικό.
     - Πώς είναι το κανονικό; Αφού εσύ δεν έχεις.
     - Έτσι είναι το κανονικό. Επειδή στην Εντελάνδια θερίζουν οι δαχτυλολοιμώξεις, που αν δεν τις προλάβεις στην αρχή υπάρχει ο κίνδυνος να χάσεις κάποιο δάχτυλο, έχουμε έντεκα για παν ενδεχόμενο.
     - Δηλαδή, εσύ που δεν έχεις έντεκα δάχτυλα, έπαθες δαχτυλολοίμωξη;
     - Αχ, μη μου το θυμίζεις! Το καλύτερό μου δάχτυλο έχασα, μαζί με το δαχτυλίδι του!
     - Και δεν υπάρχει κίνδυνος να ξανακολλήσεις; επέμεινε η Πίπη. Τι θα κάνεις τότε;
     Ο Έντι την αγριοκοίταξε, ή έτσι της φάνηκε της Πίπης.
     - Συνήθως δεν ξανακολλάς δαχτυλολοίμωξη, αλλά και αν ξανακολλήσεις, την περνάς πολύ ελαφρά, το πολύ-πολύ να χάσεις κανένα νύχι...
     - Σαν να πείνασα, είπε η Πίπη, που άκουσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Τι τρώτε εδώ;
     - Φαγητό, τι να τρώμε;
     - Εννοώ, τι είδους φαγητό;
     - Εντελόπες - ειδικά τα εντόσθιά τους είναι όνειρο - , αλλά και έντομα...
     - Μπλιαχ! είπε η Πίπη.
     - Δεν είναι άγρια έντομα, τα εκτρέφουμε, είπε ο Έντι.
     - Και οι εντελόπες τι είναι;
     - Είναι ένα είδος μυρηκαστικών, που τρέφεται με έντομα.
     - Μπλιαχ, αηδία! ξαναείπε η Πίπη.
     - Αλλά σήμερα, κατά σύμπτωση, είναι εθνική εορτή, οπότε η σπεσιαλιτέ μας είναι εντελβάις.
     - Τα λουλούδια;
     - Ναι.
     - Και πώς τα μαγειρεύετε;
     - Συνήθως στον ατμό, αλλά τώρα τελευταία που είναι της μόδας η φιούζιον κουζίνα, μπορεί να μαγειρευτούν και με ρύζι... Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ την παραδοσιακή συνταγή.
     - Ε, κάπως τρώγονται τα εντελβάις, σε σχέση με τα άλλα, μονολόγησε η Πίπη.
     - Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, τα συνοδεύουν με εντεράκια άγριων εντόμων, πρόσθεσε ο Έντι. Είναι η λεπτομέρεια που απογειώνει το πιάτο.
     Τότε ακριβώς ήταν που η Πίπη κατάλαβε πως ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της.
     - Τώρα μόλις θυμήθηκα ότι έχω ένα επείγον ραντεβού με το γιατρό μου, είπε.
     - Έχουμε και εδώ εξαιρετικούς γιατρούς, θα σε πάω στον δικό μου, είναι αυθεντία στις δαχτυλολοιμώξεις...
     - Όχι καλύτερα, έχω ήδη ξεκινήσει θεραπεία και δεν γίνεται να την αλλάξω στη μέση. Καλύτερα να γυρίσω τώρα, ίσα-ίσα το προλαβαίνω το ραντεβού...
     - Εντάξει, τότε, πιάσε το χέρι μου.
     Και η Πίπη έπιασε το χέρι του Έντι και εκείνος φόρεσε το ταξιδιωτικό του καπέλο, αλλά τίποτα δεν άλλαξε.
     - Να δεις που το καπέλο μου χάλασε, είπε ο Έντι, εδώ και καιρό το ένα φτερό έχει μισοξεκολλήσει, θα πρέπει να το πάω στο συνεργείο. Και σήμερα που είναι εθνική εορτή είναι όλα κλειστά. Κρίμα! Αλλά, από την άλλη, θα έχεις την ευκαιρία να δοκιμάσεις την σπεσιαλιτέ μας...
     Και τότε ήταν που ξύπνησε η Πίπη και που είδε το ρολόι που έλεγε 11.11.
     - Τι περίεργο όνειρο! σκέφτηκε.
     Και ξανακοίταξε το ρολόι. 11.11, έδειχνε το ρολόι.
     Η Πίπη ανάσανε ανακουφισμένη. Ευτυχώς που επρόκειτο για όνειρο, αλλιώς τώρα θα ετοιμαζόταν να φάει εντελβάις στον ατμό, με εντεράκια άγριων εντόμων, τι αηδία! Ξανακοίταξε το ρολόι. 11.11, έδειχνε ακόμα.
     - Μάλλον ξεκουρδίστηκε, είπε η Πίπη, αλλιώς γιατί να δείχνει ακόμα 11.11; Και τι περίεργη επιλογή, για να σταματήσει ένα ρολόι! Αλλά, μια στιγμή, αυτό το 11.11 κάτι μου λέει... Τι μου λέει;
     Και τότε η Πίπη θυμήθηκε τι της έλεγε το 11.11. Ότι είχαν περάσει ήδη 11 χρόνια και 11 μέρες από τη γέννηση της Οξείας Γλωσσοπάθειας. Και συνειδητοποίησε ότι αυτή η επέτειος την είχε βρει εντελώς απροετοίμαστη.
     - Τι να κάνω τώρα για τους πιστούς μου ακολούθους; αναρωτήθηκε η Πίπη.
     Και το μόνο που βρήκε να κάνει ήταν να ανεβάσει ένα παραδοσιακό τραγούδι από την περιοχή της Κοζάνης, που λέγεται έντεκα. 
     - Ναι, αλλά πώς θα γίνει να ταιριάξω απόλυτα το Έντεκα της Κοζάνης με τα έντεκα χρόνια και τις έντεκα μέρες της Γλωσσοπάθειας; αναρωτήθηκε η Πίπη. Το βρήκα! Θα τους πω να το δουν δύο φορές!
     Και η Πίπη πήγε να κουρδίσει το ρολόι, για να ξεκολλήσει επιτέλους από το 11.11...

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Χαμένοι

                            

     Ο Τζακ άνοιξε τα μάτια του. Αυτό που είδε δεν θύμιζε καθόλου Σίδνεϋ. Ούτε Λος Άντζελες θύμιζε. Πού βρισκόταν; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν το χαμόγελο της αεροσυνοδού, καθώς περνούσε με το καροτσάκι δίπλα από τη θέση του, D4, δίπλα στο διάδρομο. Να δεις που ονειρευόταν. Ναι, ήταν ένα από εκείνα τα όνειρα που είναι τόσο ζωντανά, που νομίζεις ότι είσαι ξύπνιος. Ξανάκλεισε τα μάτια του.
     Ένα πουλί κελαηδούσε γλυκά. Κάπου εκεί κοντά ακουγόταν νερό. Λες να έτρεχε νερό μέσα στο αεροπλάνο; Μήπως κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα της τουαλέτας; "Τι πάω και σκέφτομαι, μέσα στον ύπνο μου", σκέφτηκε. Αλλά, μια στιγμή: ονειρευόταν ότι σκεφτόταν ή σκεφτόταν στ'αλήθεια; Ξαφνικά, ένιωσε να τον πιάνει ταχυπαλμία. Διστακτικά, ξανάνοιξε τα μάτια του. 
     Ήταν σίγουρα ξύπνιος, και, παρ'όλο που θυμόταν πεντακάθαρα την απογείωση του αεροπλάνου από το αεροδρόμιο, δεν φαινόταν να έχει φτάσει στον προορισμό του. Και αυτός ο πόνος που ένιωθε σε όλο του το κορμί... 
     Σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε τριγύρω του τη φύση που οργίαζε. Βρισκόταν σε ένα εξωτικό μέρος, προφανώς. Το μυαλό του γέμισε ουρλιαχτά. Ένιωσε να τραντάζεται ολόκληρος. Θυμήθηκε μία κίτρινη μάσκα να πέφτει ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του. Θυμήθηκε το αεροπλάνο να χοροπηδάει σαν τρελλό και τους συνεπιβάτες του να ουρλιάζουν. Είχαν συντριβεί. Ναι, αλλά πού ήταν οι υπόλοιποι επιβάτες; Πού βρισκόταν το αεροπλάνο;
     Δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι ήθελε να ξέρει. Τώρα που είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχαν φτάσει ποτέ στο Σίδνεϋ, τώρα που ήταν σχεδόν σίγουρος ότι είχαν συντριβεί μέσα σε εκείνη την πυκνή ζούγκλα, έτρεμε καθώς σκεφτόταν τι θα συναντούσε. Αλλά ήταν γιατρός, είχε δώσει όρκο. Έπρεπε να βρει τυχόν επιζώντες και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να τους βοηθήσει. Λίγο πιο πέρα ανακάλυψε ένα ξέφωτο. Ένα ποταμάκι κυλούσε φλύαρα τα νερά του. Ο ήχος του νερού του θύμισε ότι χρειαζόταν τουαλέτα. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, αν και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί: ήταν εντελώς μόνος. 

                                     

     Αποφάσισε να ακολουθήσει την κοίτη. Ήταν ο μόνος τρόπος να μη χαθεί. Αλλά προς τα πού θα έπρεπε να πάει; Κοίταξε προς τον ουρανό. Του φάνηκε ότι είδε καπνό προς την κατάντη πλευρά. Άρχισε να κατηφορίζει. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός, τα παπούτσια του δεν ήταν και τα πιο κατάλληλα για περπάτημα στη φύση. Επιπλέον, το μέρος είχε πολλή υγρασία και όπου και να πατούσε, είτε σε πέτρες, είτε σε πεσμένα φύλλα, το έδαφος γλιστρούσε. 
     Η βλάστηση ήταν οργιώδης, υπήρχαν φυτά επάνω στο έδαφος και φυτά επάνω στα φυτά. Διάφοροι παρασιτικοί οργανισμοί φύτρωναν επάνω στα κλαδιά των δέντρων. Ποιος ξέρει τι άγρια ζώα θα ζούσαν σε εκείνη την άκρη του κόσμου! Κι αν η μοίρα του επιφύλασσε καμιά τετ-α-τετ συνάντηση με κάποια λεοπάρδαλη, τίγρη ή φίδι; Μήπως έπρεπε να απομακρυνθεί από το ποταμάκι;

                             

     Θυμήθηκε μια τηλεοπτική σειρά που είχε δει πριν από μερικά χρόνια. Είχε ως θέμα τους επιζήσαντες μίας πτήσης μεταξύ Λος Άντζελες και Σίδνεϋ. Και ορίστε τώρα, που εκείνος βρισκόταν στην ίδια θέση με τους ήρωες της σειράς. Μόνο πως εδώ δεν επρόκειτο για τηλεοπτική σειρά...
     Το μόνο καλό ήταν η ομορφιά του τοπίου. Όλα φαίνονταν τόσο φρέσκα, τόσο δροσερά... Έτσι θα ήταν ο Παράδεισος, την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Το πράσινο ήταν παρόν σε όλους τους τόνους και όλες τις αποχρώσεις, και αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα έμενε έκθαμβος μπροστά σε τέτοια ομορφιά.
     Θυμήθηκε την Άλισον, την κοπέλα του. Ήταν ακουαρελίστα, και της άρεσε να ζωγραφίζει στον καθαρό αέρα. Θα το λάτρευε το μέρος. Άραγε, θα την ξανάβλεπε σύντομα; Ή εκείνο το μέρος ήταν τόσο απομονωμένο που θα περνούσαν χρόνια ολόκληρα μέχρι να καταφέρει να φύγει από εκεί; Φαντάστηκε την Άλισον στην εκκλησία, να παντρεύεται κάποιον άλλον. Δεν είχε προλάβει να της κάνει πρόταση γάμου. 

                                     

     Ύστερα από περπάτημα λίγης ώρας, άρχισε να νιώθει έντονη δίψα. Άραγε, θα ήταν ασφαλές να πιει νερό από το ποταμάκι; Ενδεχομένως θα ήταν, αν είχε δίκιο στους υπολογισμούς του και αν όντως το αεροπλάνο είχε συντριβεί σε ένα εξωτικό νησί. Θυμήθηκε ένα ντοκυμαντέρ που είχε δει, όπου ιθαγενείς που ζούσαν μέσα στην ζούγκλα ήξεραν να βρίσκουν πόσιμο νερό, κόβοντας κλαδιά από συγκεκριμένα δέντρα. Αισθάνθηκε εντελώς γελοίος, φορώντας πουκάμισο και παπούτσια πόλης. Αυτός όχι μόνο δεν γνώριζε ποια κλαδιά θα έπρεπε να κόψει για να πιει νερό, αλλά δεν είχε ούτε καν σουγιά. Ήταν χαμένος από χέρι.
     Λίγο πιο πέρα συνάντησε ένα μικρό ρυάκι που σχημάτιζε έναν μικρό καταρράκτη. Πλησίασε στον καταρράκτη και ήπιε λίγο νερό, προσευχόμενος να είναι πόσιμο. Πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να μην βρισκόταν σε ένα απομονωμένο εξωτικό νησί, αλλά σε μια ζούγκλα που απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον πολιτισμό. Σε αυτή την περίπτωση, το νερό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μολυσμένο. Ναι, αλλά τότε θα έβρισκε βοήθεια. Και δεν θα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το διαλυμένο αεροπλάνο και τυχόν επιζώντες.

                                       

     Ακούστηκε σπάσιμο κλαδιών. Κάποιο άγριο ζώο θα ήταν, κάποιος πάνθηρας, ή κάποια λεοπάρδαλη ίσως. Ήταν εντελώς απροστάτευτος. Η καρδιά του άρχισε να καλπάζει στο στήθος του. Προσπάθησε να σκεφτεί πιο ψύχραιμα. Σε τελευταία ανάλυση, ήταν καρδιοχειρουργός, είχε εκπαιδευτεί να διατηρεί την ψυχραιμία του, με μία διαφορά, βέβαια. Σε αυτήν την περίπτωση το ανυπεράσπιστο θύμα δε θα ήταν ο ασθενής του, αλλά αυτός ο ίδιος.
     - Ηρέμησε, Τζακ, είπε στον εαυτό του, τα ζώα δεν κάνουν τόσο θόρυβο όταν μετακινούνται. Μόνο ο άνθρωπος κάνει φασαρία, όπου πηγαίνει. 
     - Κι αν είναι άνθρωπος; απάντησε μόνος του. Καλό θα είναι αυτό; Αν είναι κανένας πρωτόγονος ανθρωποφάγος; Σε ένα νησί του Ινδικού ωκεανού υπάρχει μια φυλή ανθρωποφάγων αγρίων, είδα και βίντεο, με τους άντρες της φυλής να πετάνε βέλη σε ένα ελικόπτερο που τους είχε πλησιάσει από αέρος.
     - Ηρέμησε, ξαναείπε, το αεροπλάνο αποκλείεται να έπεσε εκεί, δεν χρειαζόταν να πάει από εκείνα τα μέρη για να φτάσει από το Λος Άντζελες στο Σίδνεϋ. Κάπου στον Ειρηνικό βρισκόμαστε.

                          

     Κι άλλα κλαδιά ακούστηκαν να σπάνε. Ένας άντρας εμφανίστηκε μέσα από το δάσος. Ο άντρας φορούσε τζιν παντελόνι και μπουφάν. Ταίριαζε στη ζούγκλα περισσότερο από εκείνον.
     - Γεια, είπε ο άντρας, τι έχει από εκείνη την πλευρά;
     - Δεν είδα τίποτα, μόνο ζούγκλα. Ήσουν κι εσύ στο αεροπλάνο;
     - Θέση Ε4. Καθόμουν ακριβώς πίσω σου. Δίπλα από εκείνον τον χοντρό που κρατούσε δύο θέσεις. Είμαι σίγουρος ότι σφήνωσε εκεί μέσα.
     Ο άντρας πλησίασε.
     - Σώγιερ, συστήθηκε.
     - Τι όνομα είναι αυτό;
     - Αυτό έχω.
     - Τζακ, συστήθηκε ο Τζακ. Τζακ Σέπφερντ. 
     - Θέλεις να συνεχίσουμε παρέα, Τζακ Σέπφερντ; Δύο είναι καλύτερα από έναν.
     - Εγώ ψάχνω το αεροπλάνο.
     - Από εκεί είναι το αεροπλάνο. Το θέμα είναι να δούμε τι άλλο υπάρχει εκτός από το αεροπλάνο.
     - Το θέμα είναι να σωθούν τυχόν τραυματισμένοι επιζώντες.
     - Ο καλός Σαμαρείτης μας έλειπε!
     - Αυτή η νοοτροπία δε βοηθάει.
     - Σε παρακαλώ, ας λείπει η κατήχηση!
     - Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μόνο αν συμπεριφερθούμε με αλληλεγγύη έχουμε ελπίδα να επιβιώσουμε.
     - Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μόνο με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έχουμε ελπίδα να επιβιώσουμε! Λοιπόν, θα έρθεις μαζί μου, Τζακ, Τζακ Σέπφερντ; Ή θα το παίξεις Μεσσίας;
     Ο Τζακ ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές. Ο πρωτόγονος Τζακ, αυτός με το αναπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, είχε ξυπνήσει μέσα του και έπαιρνε το πάνω χέρι από τον άλλο Τζακ, τον πολιτισμένο. Αυτός ο τύπος χρειαζόταν ένα χέρι ξύλο. Και ο πρωτόγονος Τζακ θα του το έδινε ευθύς αμέσως.
     Δεν πρόλαβε.

                            

      Ένας διαπεραστικός ήχος, κάτι μεταξύ βουητού και ουρλιαχτού, ακούστηκε. Ήταν τόσο δυνατός που ένιωθε να βγαίνει από τα έγκατα της γης. Κοίταξε τον Σώγιερ. Και εκείνος φαινόταν ταραγμένος. Τι ήταν αυτός ο ήχος; Έμοιαζε με την κραυγή κάποιου προϊστορικού τέρατος. Έκλεισε τα αυτιά του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε κάτω. Έκλεισε τα μάτια του.
     Ο ήχος συνεχίστηκε για κανα-δυο λεπτά και ύστερα απλώθηκε απόλυτη σιγή. Άνοιξε τα μάτια του. Ο Σώγιερ βρισκόταν πιο πέρα. Είχε χλωμιάσει. Πέρασαν μερικά ακόμα λεπτά προτού ξανακουστεί κελάηδημα πουλιών. Τι υπήρχε σε αυτό το μέρος;
     - Συνεχίζεις να επιμένεις να πας στο αεροπλάνο; είπε ο Σώγιερ.
     - Εσύ συνεχίζεις να επιμένεις να εξερευνήσεις αυτό το μέρος; Ύστερα από ό,τι ακούσαμε;
     - Τι λες να ήταν;
     - Δεν ξέρω, αλλά δεν ακούστηκε καλό. Και σίγουρα, αυτό το μέρος δε φαίνεται και τόσο ειδυλλιακό τώρα... Κοίτα εκείνον εκεί τον κορμό: σαν κερασφόρο τέρας μοιάζει. Και αυτός ο ήχος θύμιζε κραυγή κάποιου τέρατος.
     - Πρέπει να φύγουμε από εδώ.
      - Εγώ επιμένω να πάω στο αεροπλάνο. Ίσως υπάρχει εκεί κάποιος που με χρειάζεται.
     - Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου.
     - Είμαι γιατρός.
     - Έτσι εξηγείται. Λοιπόν, γιατρέ, έχω έναν πόνο εδώ...
     - Να λείπει η κοροϊδία. Από εκεί είπες ότι είναι το αεροπλάνο;
     Τα φυλλώματα κουνήθηκαν. Οι δύο άντρες βουβάθηκαν. Ίσως να είχε έρθει η ώρα τους. Το δάσος φάνταζε τώρα σαν μία τεράστια, πράσινη παγίδα. Μέχρι και οι ιστοί από τις αράχνες ήταν ιδιαίτερα πυκνοί, τώρα το πρόσεχε ο Τζακ.

                           

     Ένας μεγαλύτερης ηλικίας, γεροδεμένος άντρας εμφανίστηκε.
     Ο Σώγιερ τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Ο σακάτης, είπε χαμηλόφωνα, καθώς ανάσαινε ανακουφισμένος.
     Ο άντρας χαμογέλασε.
     - Τον ακούσατε αυτόν τον ήχο; ρώτησε. Καταλάβατε από πού ερχόταν;
     Ο Τζακ προσπάθησε να τον θυμηθεί. Ναι, ο Σώγιερ είχε δίκιο. Τον θυμόταν και αυτός, όταν τον έβαλαν στο αεροπλάνο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Τον είχαν οδηγήσει στη διακεκριμένη θέση. Πώς γινόταν τώρα να στέκεται όρθιος μπροστά τους;
     - Θαύμα, είπε ο άντρας, σαν να είχε ακούσει την σκέψη του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Τη μια στιγμή βρισκόμουν στο αεροπλάνο με παράλυση των κάτω άκρων, και την επόμενη βρέθηκα να στέκομαι όρθιος σε αυτό εδώ το νησί.
     - Σε νησί βρισκόμαστε; ρώτησε ο Τζακ.
     - Αν δεν βρισκόμαστε σε νησί, τότε σίγουρα βρισκόμαστε στα δυτικά παράλια κάποιας λατινοαμερικάνικης χώρας. Αλλά εγώ πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε νησί. Και, μάλιστα, σε ένα νησί θαυματουργό και πανέμορφο. Το τοπίο εδώ είναι σαν ζωγραφιά, δε συμφωνείτε; 
  
                                      

    Ο άντρας χαμογέλασε.
          - Πού πηγαίνετε; ρώτησε. Να έρθω και εγώ μαζί σας; Τρεις είναι καλύτερα από δύο.
     - Δεν ξέρω, είπε ο Σώγιερ. Ο τύπος από 'δω θέλει να σώσει τον κόσμο.   Ο Τζακ ένιωσε να καίνε τα αυτιά του. Αυτός ο Σώγιερ ήταν πολύ προκλητικός.
     - Είμαι γιατρός, έχω δώσει όρκο, πρέπει να βοηθήσω τυχόν τραυματίες, είπε.
     - Καταλαβαίνω, είπε ο άντρας. Εγώ είμαι βετεράνος του στρατού. Με λένε Τζον Λοκ, πρόσθεσε.
     - Τζακ Σέπφερντ, είπε ο Τζακ.
     Ο Τζον Λοκ του έδωσε το χέρι. Η χειραψία του ήταν δυνατή.
     - Ένας βετεράνος μας έλειπε, είπε ο Σώγιερ. Και μάλιστα ένας βετεράνος που βλέπει παντού θαύματα. Και ποιος μας λέει ότι το αναπηρικό καροτσάκι δεν ήταν βιτρίνα;
     Ο Τζον Λοκ χαμογέλασε.
     - Λέω να πάμε από εδώ, είπε και κινήθηκε προς την απέναντι όχθη.
     Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν.
     - Θα πρέπει να βρούμε διέξοδο το γρηγορότερο δυνατόν, είπε ο Τζον Λοκ, καθώς άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Αλλιώς, πολύ φοβάμαι ότι αυτός ο Παράδεισος σύντομα θα γίνει ένας απέραντος σκουπιδότοπος. Αν ο άνθρωπος ξέρει κάτι καλά, αυτό είναι να αφήνει πίσω του σκουπίδια.
     Στάθηκε λίγο και κοίταξε γύρω του.
     - Από εδώ, έδειξε και συνέχισε.
     Ο Τζακ και ο Σώγιερ τον ακολούθησαν. Έμοιαζε να κινείται με ιδιαίτερη άνεση σε αυτό το περιβάλλον.

                                        
     
     Ένα λευκό λουλούδι βρέθηκε στον δρόμο τους. Ήταν ένα άγριο τριαντάφυλλο.
     - Καλό σημάδι, είπε ο Τζον Λοκ. Ας συνεχίσουμε.
     - Είναι απλώς ένα λουλούδι, είπε ο Σώγιερ. Δεν χρειάζεται να δίνουμε υπερφυσικά νοήματα σε ό,τι συναντάμε.
     - Αλήθεια, εσύ δε μου είπες το όνομά σου, είπε ο Τζον Λοκ.
     - Δε με ρώτησες. Σώγιερ.
     - Όπως ο ήρωας του Μαρκ Τουαίην; Ψευδώνυμο, να υποθέσω. Μόνο κάποιος που τον κυνηγάνε επιλέγει να κυκλοφορεί με ψευδώνυμο.
     - Ό,τι πεις...
     - Και τι επαγγέλλεσαι, αν επιτρέπεται;
     - Τα φέρνω βόλτα.
     - Α, έτσι...
     - Ακριβώς.
     - Να ψάξουμε για νερό, είπε ο Τζακ.
     - Για γιατρός δεν είσαι και πολύ έξυπνος, σχολίασε ο Σώγιερ. Δίπλα στο νερό περπατάμε, να σου θυμίσω...

                            

     - Εννοώ κάποια πηγή, ή έστω, κάποια δεξαμενή. Αν τελικά βρισκόμαστε σε νησί και αν αναγκαστούμε να μείνουμε εδώ για καιρό, μέχρι να μας βρουν, θα πρέπει να συντηρηθούμε, και το νερό είναι βασική προϋπόθεση για να επιβιώσουμε.
     - Σιγά μη βρούμε και υδρομασάζ, είπε ο Σώγιερ.
     - Είσαι πάντα τόσο εριστικός;
     - Είσαι πάντα τόσο ηλίθιος;
     - Κοιτάξτε εκεί! είπε ο Τζον Λοκ.
     Ο Τζακ κοίταξε. Δεν έβλεπε τίποτα.
     - Δεν βλέπω τίποτα, είπε ο Σώγιερ.
     - Εκεί πέρα, είπε ο Τζον Λοκ και έδειξε.
     - Και πάλι δεν βλέπω.
     - Ούτε εγώ, είπε ο Τζακ.
     - Εσύ δεν βλέπεις μπροστά στη μύτη σου, είπε ο Σώγιερ.
     Ο πρωτόγονος Τζακ τον αγριοκοίταξε.
     - Δεν το βλέπετε εκείνο το σπίτι; ρώτησε ο Τζον Λοκ.
     Τότε μόνο το είδαν. Πράγματι, ήταν ένα ξύλινο σπιτάκι, σαν παρατηρητήριο.

                           

     - Άρα, κάπου εδώ κοντά υπάρχουν άνθρωποι, είπε ο Τζακ.
     - Ίσως, τελικά, σωθούμε γρηγορότερα από ό,τι νομίζαμε, είπε ο Τζον Λοκ. Πάμε να δούμε!
     Το σπιτάκι-παρατηρητήριο δεν ήταν το μόνο. Λίγο πιο πάνω υπήρχαν και άλλα τέτοια σπιτάκια. Όλα ήταν έρημα και άδεια. Πού βρίσκονταν οι άνθρωποι που τα είχαν φτιάξει;
     - Κι αν τα σπιτάκια είναι παγίδα, για να παρασυρθούμε πιο βαθιά μέσα στη ζούγκλα; είπε ύστερα από λίγο ο Τζακ.
     - Πολύπλοκο σχέδιο, είπε ο Σώγιερ. Θα ήταν πιο εύκολο να στήσουν παγίδες και από τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθούμε πιασμένοι σε δίχτυα και κρεμασμένοι ανάποδα, σαν τις νυχτερίδες.
     - Πιο πολύ εγκατάλειψη μου θυμίζουν εμένα, είπε ο Τζον Λοκ.
     - Ίσως να έχει συντριβεί και άλλο αεροπλάνο εδώ, στο παρελθόν, είπε ο Τζακ, και αυτά να τα κατασκεύασαν οι επιζήσαντες.
     - Αν είναι έτσι, υπάρχουν αυξημένες ελπίδες να μας βρουν.
     - Απομακρυνθήκαμε πολύ από το αεροπλάνο, είπε ο Τζακ. 
     - Έλεος, πια με το αεροπλάνο! είπε ο Σώγιερ. Αν ήξερα ότι ήσουν τόσο κλαψιάρης, δε θα σου μιλούσα από την αρχή.
     - Αν το νησί είναι μεγάλο, δεν θα μπορέσουμε να το εξερευνήσουμε σε μια μέρα, απάντησε ο Τζακ, απευθυνόμενος στον Λοκ. Καλύτερα να γυρίσουμε εκεί. Ίσως βρούμε και χρήσιμα πράγματα στις αποσκευές. Πράγματα που θα μας βοηθήσουν στην επιβίωση.
     - Δεν είναι κακή ιδέα, είπε εκείνος.
     - Να πάτε μόνοι σας στο αεροπλάνο, δε σας έχω ανάγκη, είπε ο Σώγιερ.
     Ένας νέος ήχος, μια νέα κραυγή, ακούστηκε. Ο τρεις άντρες έπιασαν τα αυτιά τους. Ένιωσαν το έδαφος να τραντάζεται και έπεσαν κάτω. 
     - Ας γυρίσουμε στο αεροπλάνο, είπε ο Σώγιερ, ύστερα από λίγα λεπτά, που ο ήχος σταμάτησε.
     - Ίσως εκεί να είμαστε πιο ασφαλείς, για την ώρα, είπε και ο Λοκ.
     Οι τρεις άντρες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ούτε που μπορούσαν να φανταστούν ότι δεν θα ήταν η τελευταία φορά που άκουγαν εκείνη την κραυγή...
                           
                                      



     ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου




Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Αυτό που τους συνέδεε...





     Το οδόστρωμα γλιστρούσε. Η Αλίκη έσφιξε, άθελά της, το τιμόνι. Καλά της το είχε πει ο Άρθουρ, ήθελε μεγάλη προσοχή τέτοια εποχή. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, γεμάτος σύννεφα. Το δελτίο καιρού για την περιοχή μιλούσε για αυξημένη πιθανότητα βροχής. Δεν ανησυχούσε και τόσο. Βρισκόταν ήδη αρκετά κοντά στο πατρικό της και, σε όσο άσχημη κατάσταση κι αν βρισκόταν, θα μπορούσε να την προστατέψει από μια βροχούλα.
     Ακολουθούσε μια κάπως απότομη ανηφόρα, και καθώς ο δρόμος φιδογύριζε, έμοιαζε σαν μια γκρίζα κάμπια. Στην κορυφή της ανηφόρας ένα γκρίζο σύννεφο, λίγο πιο σκούρο από τα υπόλοιπα, έμοιαζε με καπνό που έβγαινε από την άκρη του δρόμου. Όλο μαζί, δρόμος και σύννεφο, έμοιαζε με κάμπια που κάπνιζε, ίσως ναργιλέ. Τι παλαβή ιδέα!
     Άλλαξε ταχύτητα και δυνάμωσε τη θέρμανση. Λάθος εποχή είχε διαλέξει να πάει στο πατρικό της, αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά οι ευκαιρίες δεν πρέπει να χάνονται. Και οι πλούσιοι Αμερικανοί σε αναζήτηση σπιτιών στην βρετανική ύπαιθρο δε φυτρώνουν στα δέντρα. Ο κύριος Τζέφερσον θα έφευγε σε δυο βδομάδες, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, αν ήθελε να πουλήσει το σπίτι.
     Ήταν σίγουρη πως ήθελε να το πουλήσει; Αυτό την είχε ρωτήσει και ο Άρθουρ, όταν τον είχε επισκεφτεί για να της δώσει το κλειδί. Και γιατί να μη θέλει; Δεν είχε τίποτα να την συνδέει με αυτό το σπίτι, πέρα από το γεγονός ότι ανήκε στην οικογένειά της και ότι είχε περάσει μερικά καλοκαίρια εκεί. Ο Άρθουρ της είχε ζητήσει να το ξανασκεφτεί. Μεγάλη αδιακρισία εκ μέρους του. Δεν ήταν καν μέλος της οικογένειας, για να του πέφτει λόγος και, αν η Αλίκη δεν είχε σκεφτεί το προχωρημένο της ηλικίας του, θα του είχε απαντήσει ανάλογα. 
     Τι τον έκανε να νομίζει ότι έχοντας εργαστεί εκεί επί είκοσι χρόνια αποκτούσε τέτοιου είδους δικαιώματα; Το σπίτι ήταν δική της κληρονομιά, ανήκε αποκλειστικά σε εκείνη. Μπορούσε, αν ήθελε, να το γκρεμίσει συθέμελα, μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το κάψει, όπως είχε κάνει ο Νέρωνας στη Ρώμη, και δεν όφειλε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, πόσο μάλλον στον Άρθουρ, που με τη χοντρή του κοιλιά και το παχύ του μουστάκι θύμιζε φαφούτη θαλάσσιο ελέφαντα.
     Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή της ανηφόρας. Η θέα που εμφανίστηκε ήταν υπέροχη. Στο βάθος, τα βουνά άσπριζαν από το χιόνι. Λίγο πιο κάτω, ανάμεσα από την ομίχλη, διακρινόταν η στέγη του πατρικού της σπιτιού. Από αυτήν την απόσταση, μια χαρά φαινόταν. Ένιωσε χαρά. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να το πουλήσει. Δεν είχε ιδιαίτερες αναμνήσεις από εκεί. Κάποιες βόλτες στην εξοχή θυμόταν αμυδρά, όσο για τους γονείς της, ό,τι θυμόταν ήθελε να το ξεχάσει... 
     Μακριά από το Λονδίνο με τους τύπους του, μακριά από τα μάτια του κόσμου, έβρισκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν όλη τους τη δυσαρμονία, με καθημερινούς τσακωμούς και πικρόχολα σχόλια. Μετά την πρώτη βδομάδα, ο πατέρας έφευγε για κυνήγι και εξαφανιζόταν για μέρες, και η μητέρα την έβγαζε όλη μέρα στον κήπο, φυτεύοντας κόκκινες τριανταφυλλιές, που ήταν οι αγαπημένες της. Άλλοτε, έπαιρνε το κέντημά της και κεντούσε με τις ώρες. Ένα ολόκληρο σεντούκι με κεντήματα είχε αφήσει πεθαίνοντας. Κεντήματα, που τώρα σάπιζαν σε μια γωνιά της αποθήκης, μαζί με το σεντούκι. Όσο για τις τριανταφυλλιές της, αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Μόνο αγριόχορτα φύτρωναν πια στο κτήμα. Αγριόχορτα και κισσός.
     Επρόκειτο σαφώς για έναν γάμο σύμφωνο με όλα τα πρωτόκολλα, καθώς και με τα συμφέροντα των οικογενειών τους, καθόλου σύμφωνο, όμως, με τα γούστα των άμεσα ενδιαφερόμενων. Η Αλίκη αναρωτιόταν πώς, με τόσες διαφορές ανάμεσα στους γονείς της, είχαν προκύψει πέντε παιδιά. Από την άλλη, δεν αναρωτιόταν καθόλου, πώς και τα πέντε παιδιά είχαν επιλέξει να παντρευτούν με αλλοδαπούς και να πάνε να ζήσουν στο εξωτερικό. Ήθελαν όλα να ξεφύγουν από εκείνο το άρρωστο περιβάλλον.
     Η Αλίκη έφτασε στο κτήμα. Άνοιξε με κόπο την φαρδιά, ξύλινη αυλόπορτα και μπήκε μέσα, οδηγώντας αργά. Το σπίτι δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, πολλά κεραμίδια είχαν φύγει, υπήρχαν κάποιες ρωγμές στους τοίχους, και ο κισσός το είχε καλύψει σχεδόν ολόκληρο. Θα ήταν δύσκολο να το πουλήσει. Όμως, είχε μπροστά της πάνω από δέκα μέρες για να προσλάβει εργάτες και να το σουλουπώσει, προκειμένου να φανεί αρκετά δελεαστικό στον κύριο Τζέφερσον.
     Το κλειδί που της είχε δώσει ο Άρθουρ γύρισε με μεγάλη δυσκολία. Προφανώς, η κλειδαριά είχε σκουριάσει. Σίγουρα ήθελε αλλαγή. Η πόρτα έτριξε, καθώς άνοιγε. Η Αλίκη άναψε το φακό που είχε μαζί της. Ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Το κόστος του "σουλουπώματος" μάλλον θα ήταν μεγαλύτερο από όσο υπολόγιζε. 
     Αργά και προσεκτικά, πήγε μέχρι τα παράθυρα και τα άνοιξε με το φόβο να της μείνουν στα χέρια, καθώς είχαν πολλές φθορές, μάλλον ήθελαν αντικατάσταση. Κάποιοι ήχοι μέσα στο σπίτι την έκαναν να κοντοσταθεί, να δεις που θα ήταν ποντίκια. Να κάτι που σίγουρα την ένωνε με εκείνο το σπίτι: ο φόβος. Ένα ρίγος την διαπέρασε καθώς θυμήθηκε τους ήχους ροκανίσματος που άκουγε κάθε βράδυ και που την έκαναν να κουκουλώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Πώς θα περνούσε το βράδυ εκεί μέσα; 
     Το αχνό φως που μπήκε από τα ανοιχτά παράθυρα, δε βελτίωσε ιδιαίτερα την κατάσταση. Η Αλίκη σάρωσε το σαλόνι με το βλέμμα της. Όσα έπιπλα είχαν μείνει, ήταν σκεπασμένα με μεγάλα πανιά. Ο μεγάλος καθρέφτης είχε μαυρίσει. Τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου τρεμούλιαζαν απειλητικά, καθώς η ακόμα μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου δημιουργούσε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα μέσα στο σπίτι. Η Αλίκη πλησίασε το πιάνο και το ξεσκέπασε. Ακούμπησε τα πλήκτρα. Ο ήχος τους, εντελώς ξεκούρδιστος, της θύμισε τις ατελείωτες ώρες που περνούσε κάθε μέρα κάνοντας ασκήσεις, προκειμένου να μην χάσει τη φόρμα της, ώστε να μπορούν οι γονείς της να την επιδεικνύουν στους συγγενείς, όποτε είχαν μάζωξη στο σπίτι τους στο Λονδίνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να το ξεφορτωθεί, ακόμα και αν δεν κατάφερνε να το πουλήσει στον κύριο Τζέφερσον.
     Ένα τραπεζάκι στο σαλόνι δεν ήταν καλυμμένο με πανί. Επάνω του βρισκόταν μια ανοιγμένη τράπουλα. Ένα χαρτί ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Η Αλίκη έσκυψε και το μάζεψε. Ήταν η Ντάμα Κούπα. Της φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρή, και μάλλον κακοσχεδιασμένη. Την ακούμπησε επάνω στο τραπεζάκι και συνέχισε την επιθεώρηση. Ποιος έπαιζε χαρτιά; Δε θυμόταν καθόλου. 
     Το σαλόνι είχε αρκετά καλές προοπτικές και το ηθικό της αναπτερώθηκε. Ίσως και τα επάνω δωμάτια να ήταν σε καλή κατάσταση. Η Αλίκη ανέβηκε με προσοχή στον επάνω όροφο. Κάθε βήμα της προκαλούσε ένα τρίξιμο στην σκάλα και έναν καλπασμό στην καρδιά της. Η σκέψη μιας πιθανής κατάρρευσης της σκάλας, μέσα σε εκείνη την ερημιά, με τον αέρα να σφυρίζει έξω από τα παράθυρα, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική. Έφτασε στο σημείο να σκεφτεί ότι αν κατάφερνε να φτάσει σώα και αβλαβής στον επάνω όροφο, δεν θα επιχειρούσε να ξανακατέβει ποτέ. 
     Ανάσανε με ανακούφιση, όταν πάτησε το πόδι της στο κεφαλόσκαλο. Εκεί δεξιά ήταν το υπνοδωμάτιό της. Άνοιξε την πόρτα και προσεκτικά προχώρησε προς το μέρος όπου βρισκόταν το παράθυρο. Ακούστηκαν τρομαγμένα φτερουγίσματα πουλιών, καθώς το άνοιξε. Έστρεψε το βλέμμα της στο εσωτερικό του δωματίου. Δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Η ταπετσαρία ήταν η ίδια που θυμόταν, και το κρεβάτι της φαινόταν το ίδιο μαλακό όπως τότε. Αν μη τι άλλο, θα είχε ένα μέρος να κοιμηθεί το βράδυ. Και ας έπρεπε να κουκουλωθεί όπως και τότε, για το φόβο των ποντικών...
     Ακούστηκε ο αέρας να δυναμώνει, και τα κλαδιά των δέντρων έξω από το παράθυρο του δωματίου άρχισαν να χορεύουν απειλητικά. Το τζάμι του παραθύρου ήταν βρώμικο και θολό, αλλά σαν να της φάνηκε ότι έβρεχε. Το φως μέσα στο δωμάτιο λιγόστεψε. Προφανώς, λόγω της βροχής, είχε σκοτεινιάσει έξω. Θα έπρεπε να βγει και να πάρει τα πράγματά της από το αυτοκίνητο, προτού να δυναμώσει η βροχή. Η σκέψη της ετοιμόρροπης σκάλας την έκανε να αλλάξει γνώμη. Έπρεπε να τα είχε πάρει τα πράγματά της από την αρχή, προτού ανοίξει την πόρτα και βρεθεί μέσα σε εκείνο το αναθεματισμένο το σπίτι!
     Ένιωσε ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να μπαίνει από κάπου. Θυμήθηκε τα κεραμίδια που έλειπαν από την σκεπή. Ίσως το παλιό της υπνοδωμάτιο να μην ήταν και τόσο φιλόξενο, τελικά. Ένιωσε παγιδευμένη. Ήθελε να μπορούσε να κλείσει τα μάτια της, να τα ξανανοίξει και όλα να ήταν ένα κακό όνειρο, να βρισκόταν στο ζεστό της διαμέρισμα και εκείνο το σπίτι να είχε πουληθεί και να είχε φύγει από επάνω της. Πώς μπορούσε να αναρωτιέται ο Άρθουρ αν ήθελε να το πουλήσει; Τι άξιο λόγου υπήρχε, που να την ενώνει με αυτό το ερείπιο;
     Θα το πουλούσε και δεν θα κρατούσε τίποτα, ούτε καν το παλιό κλειδί. Θα έπρεπε το συντομότερο να πάει στην πόλη, να βρει κάποιον να αλλάξει την κλειδαριά.  Τα κλαδιά που βρίσκονταν έξω από το παράθυρο κινήθηκαν έντονα. Κάποιος ήταν εκεί! Ένιωσε να παγώνει το αίμα στις φλέβες της. Ήταν ολομόναχη, και το μέρος έρημο, πώς θα προστατευόταν; Ασυναίσθητα, άρπαξε δυο βοτσαλάκια που βρίσκονταν επάνω στο κομοδίνο και τα κράτησε στο χέρι της σαν χειροβομβίδες. Μια σκιά εμφανίστηκε να πλησιάζει. 
     Δεν μπορούσε να πει πόσα δευτερόλεπτα πέρασε κρατώντας την ανάσα της, προσπαθώντας να γίνει αόρατη. Η σκιά άρχισε να πυκνώνει και να συγκεκριμενοποιείται, αφήνοντας στη θέση της μια γάτα. Η γάτα άνοιξε το στόμα της, σε ένα άηχο νιαούρισμα. Ο αέρας είχε δυναμώσει τόσο, που δεν ακουγόταν τίποτα άλλο. Ανάσανε ανακουφισμένη. Η γάτα φαινόταν να κρυώνει, αλλά είχε μια περίεργη έκφραση, σαν να χαμογελούσε. Στο μυαλό της πετάχτηκε μια λέξη: Τσέσαϊρ. Περίεργη λέξη, δεν της έλεγε τίποτα. Μόνο το τυρί τσένταρ της θύμιζε. Η γάτα την κοίταξε μια τελευταία φορά και εξαφανίστηκε.
     Κάθησε στο κρεβάτι και άφησε τα βοτσαλάκια πίσω στο κομοδίνο. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και ήταν ζωγραφισμένα, προφανώς από εκείνη, δεν θυμόταν πότε. Είχαν μάτια, μύτη και στόμα, σαν δυο δίδυμα, ασχημούτσικα πετραδερφάκια. Περίεργο που τόσον καιρό κανείς δεν τα είχε πετάξει, τόσο κακοφτιαγμένα που ήταν.
     Ο αέρας έξω δυνάμωσε κι άλλο, και μια νιφάδα χιονιού κόλλησε στο τζάμι, σαν χαλκομανία. Αμέσως μετά, κι άλλη χιονονιφάδα κόλλησε στο τζάμι. Χιόνιζε! Και μάλιστα πολύ. Έπρεπε επειγόντως να κατέβει κάτω, να πάει στο αυτοκίνητο και να πάρει τα πράγματά της, είχε μαζί της νερό και μπισκότα. Να υπήρχε, άραγε, και κανένα κούτσουρο, να ανάψει το τζάκι; Ή θα ήταν προτιμότερο να οδηγήσει μέχρι την κοντινότερη πόλη, μία ώρα μακριά, και να περάσει εκεί το βράδυ της, για μεγαλύτερη ασφάλεια; 
     Με την καρδιά της να καλπάζει από το φόβο, κατέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα και πήγε βιαστικά στην είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Τα πάντα ήταν λευκά και το χιόνι έπεφτε σε πυκνές ριπές. Το αυτοκίνητο είχε κιόλας καλυφθεί μέχρι το ύψος των τροχών. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγε τώρα! Είχε αποκλειστεί. Τρέμοντας από το κρύο, πήγε μέχρι το αυτοκίνητο, άνοιξε με κόπο την πόρτα και πήρε την τσάντα με τα τρόφιμα και το σακβουαγιάζ με τα λίγα ρούχα που είχε πάρει μαζί της. Η χιονοθύελλα μαστίγωνε το σπίτι από παντού.
     Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Αυτό ήταν, θα άφηνε τα κοκαλάκια της εκεί μέσα. Μόνο ο Άρθουρ γνώριζε ότι βρισκόταν εκεί, για να ειδοποιήσει να την ψάξουν. Αλλά αν η χιονοθύελλα συνεχιζόταν πολλή ώρα, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει κάποιος μέχρι εκεί. Αναθεματισμένο σπίτι! Ένας ήχος ρολογιού ακούστηκε. Τικ-τακ. Από πού ερχόταν αυτός ο ήχος; Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει εκεί μέσα ρολόι που να λειτουργεί, ύστερα από τόσα χρόνια. Η ιδέα της θα ήταν. Αλλά ο ήχος ξανακούστηκε: τικ-τακ.
     Τικ-τακ, τικ-τακ... Στο μυαλό της ήρθαν οι ιστορίες για τα φαντάσματα, που τους διηγόταν η θεία Γερτρούδη, όταν έπινε κανένα σέρι παραπάνω. Τις νύχτες με πανσέληνο, έλεγε η θεία, το φάντασμα της προγιαγιάς της τριγυρνούσε στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, σέρνοντας τα βήματά του μέχρι τη σοφίτα, όπου θρονιαζόταν και θρηνούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Πλησίασε στο πιο κοντινό παράθυρο, το καθάρισε λίγο με το χέρι της, και κοίταξε έξω. Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο. Πανσέληνος. Τικ-τακ, τικ-τακ.
      Το τικ-τακ συνοδεύτηκε από ένα δυνατό ροκάνισμα. Να το και το ποντίκι! Δε θα την γλίτωνε απόψε: ή από φάντασμα θα πήγαινε, ή από ποντίκι. Ας έβγαινε ζωντανή από εκεί μέσα και θα το έκαιγε το σπίτι πατόκορφα. Και ας έχανε την ευκαιρία με τον κύριο Τζέφερσον. Ήταν πλέον σίγουρη. Το μόνο που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι ήταν η επιθυμία της να το ξεφορτωθεί. 
     Ένα ρεύμα παγωμένου αέρα της χάιδεψε τον σβέρκο. Ανατρίχιασε. Το ροκάνισμα συνεχίστηκε. Ερχόταν από την κουζίνα. Λογικό. Από εκεί ερχόταν και ο ήχος του ρολογιού. Μία σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μέτωπό της και ακολούθησε την γραμμή της μύτης της. Θυμήθηκε ότι φορούσε τον σταυρό της. Ευτυχώς. Με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει, άρχισε να κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ο ήχος του ρολογιού και ο ήχος του ροκανίσματος δυνάμωναν, καθώς πλησίαζε. Η πόρτα έτριξε. Μια χαραμάδα φωτός φάνηκε στο άνοιγμά της. Κάποιος ήταν εκεί!
     Η Αλίκη έσπρωξε την πόρτα. 
     - Επιτέλους, πάνω στην ώρα! είπε το κουνέλι, που στεκόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κρατώντας ένα ρολόι τσέπης και μασουλώντας ένα καρότο. Ίσα που προλαβαίνουμε το πάρτυ των αγενεθλίων!
     Και εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Αλίκη θυμήθηκε τι ήταν αυτό που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: "Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και την φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί, αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό, προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του/της. Ίσως να μην περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σας αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο, μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; Ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;" Ο Γιάννης μας άφησε ακόμα πιο ελεύθερους αυτή τη φορά και εγώ οργίασα, ως συνήθως. Ελπίζω η εκδοχή μου να ικανοποιεί τα περισσότερα ζητούμενα της κεντρικής ιδέας, και ελπίζω, την επόμενη φορά, να εμπνευστώ γρηγορότερα.



Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Απρόσμενη ανακάλυψη

 


     - Είναι άδικο, θα έλεγαν οι ανηψιές της Πίπης, αντιγράφοντας τα λόγια ηρωίδας κινουμένων σχεδίων.
     - Πώς την πάτησα έτσι; περιορίζεται να πει η ίδια η Πίπη.
     Βλέπετε, όλους αυτούς τους μήνες που προηγήθηκαν, ε, εντάξει, δεν έσφυζε πάντα από υγεία, τα ψιλοκρυωματάκια της τα είχε, όμως ήταν όλα τόσο ανεπαίσθητα, που κανείς δεν το έπαιρνε είδηση. Και τώρα, πάνω που έφευγε ο Φεβρουάριος και πλησίαζε ο Μάρτιος, παραμονή πρωτομηνιάς θα ήτανε, ένα ελαφρύ, φλεβαριάτικο αεράκι συναντήθηκε με την Πίπη στον δρόμο και, άγνωστο γιατί, αυτό το φλεβαριάτικο αεράκι δεν ήταν και κανένα αγγελάκι...
     Και να που έφτασε ο Μάρτιος και την βρήκε την Πίπη συναχωμένη, με μια μύτη έτοιμη να πάρει χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στα 100 μέτρα, και με φτερνίσματα ικανά να εκτοξεύσουν πυραύλους στο φεγγάρι! Αλήθεια, πώς την πάτησε έτσι;
     Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μάρτιος άρχισε τις παλαβομάρες, όπως το συνηθίζει, άλλωστε. Τη μια μέρα μέσα στα χαμόγελα και τα ανέκδοτα, την άλλη μέσα στην κατάθλιψη και τα κλάματα. Πότε ήλιο, πότε συννεφιά, πότε ζέστη, πότε δροσιά.
     Και έτσι έγινε και ξύπνησε ο Σέρλοκ Χολμς που κοιμάται μέσα στην Πίπη, και αποφάσισε να ανακαλύψει το λόγο που αυτός ο Μάρτιος, παιδιόθεν, φέρεται τόσο αλλοπρόσαλλα. Το σκέφτηκε από εδώ, το σκέφτηκε από εκεί, και κατέληξε.
     - Να δεις που θα είναι Δίδυμος, σκέφτηκε, καθώς φυσούσε τη μύτη της για διακοσιοστή φορά. Αλλιώς, γιατί να αλλάζει γνώμη τόσο εύκολα; Ενώ αν ήταν Ταύρος, για παράδειγμα, θα ήταν πολύ πιο σταθερός στις αποφάσεις του.
     Να κάτι που κανείς δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα. Αλλά δεν αρκεί να έχεις μια ιδέα, θα πρέπει και να μπορείς να την αποδείξεις.
     - Θα πρέπει να βρω κάποια απόδειξη για τη θεωρία μου, μονολόγησε η Πίπη. Θα υπάρχει, άραγε, κάποιο πιστοποιητικό γέννησης; Μπα, δε νομίζω... Μήπως να βρω τη μαμά του, να τη ρωτήσω; Αλλά, πού να τη βρω τη μαμά του; 
     Η αποστολή που είχε αναλάβει ήταν, αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δύσκολη. Αλλά, στάσου: όποτε και να είχε γενέθλια, δε θα τα γιόρταζε; Δε θα έκανε κάποιο πάρτυ, δε θα καλούσε κόσμο, δε θα έσβηνε κεράκια; Αυτό ήταν!
     Και έτσι, η Πίπη αποφάσισε να παρακολουθήσει τον Μάρτιο για να βρει πότε έχει γενέθλια, και να αποδείξει ότι είναι Δίδυμος. Αλλά, τώρα, άλλο πρόβλημα προέκυψε: Πού έμενε ο Μάρτιος;
     Και επειδή ρωτώντας πας στην Πόλη, η Πίπη άρχισε να ρωτάει τα πουλάκια, που πετάνε εδώ και εκεί, και που βλέπουν τα πάντα από ψηλά, να της πουν αν ήξεραν πού έμενε ο Μάρτιος. Ρώτησε σπουργίτια, ρώτησε καρακάξες, ρώτησε κοκκινολαίμηδες, μέχρι παπαγάλους ρώτησε! Και όλα της είπαν ότι ο Μάρτιος έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στο βουνό. Και το σπιτάκι ήταν βαμμένο λίγο περίεργα, από τη μία πλευρά οι τοίχοι του ήταν κιτρινωποί, και από την άλλη ήταν γαλάζιοι.
     - Κλασσικός Δίδυμος, σκέφτηκε η Πίπη.
     Και ξεκίνησε να βρει το σπίτι του Μαρτίου. Και δεν ήταν καθόλου δύσκολο να εντοπίσει το σπίτι, που, όχι μόνο είχε τους μισούς τοίχους κίτρινους και τους άλλους μισούς γαλάζιους, αλλά είχε και τη μισή στέγη με κεραμίδια και την άλλη μισή χωρίς...
     Η Πίπη βρήκε μια ωραία κρυψώνα εκεί κοντά και άρχισε να παρακολουθεί το σπίτι. Και είδε και τον Μάρτιο, που γύριζε από τη βόλτα του, κρατώντας μερικά αγριολούλουδα και σφυρίζοντας χαρούμενα. Και τον ξαναείδε, λίγο μετά, μουτρωμένο και σκεφτικό, να βγαίνει κρατώντας μία ομπρέλα. Και ο ουρανός άρχισε να συννεφιάζει, και η Πίπη θυμήθηκε ότι δεν είχε πάρει ομπρέλα, και έφυγε άρον-άρον, να πάει στο σπίτι της.
     Και την επόμενη μέρα ξαναπήγε, πιο οργανωμένη, με ομπρέλα, αλλά και με καπέλο για τον ήλιο, και γυαλιά ηλίου, και κασκόλ, με νερό και με σάντουιτς, και με ένα πτυσσόμενο καθισματάκι, για να κάθεται πιο άνετα. Και τον είδε που επέστρεφε σοβαρός-σοβαρός, φορώντας έναν μάλλινο σκούφο, και μετά τον είδε να ξαναβγαίνει, φορώντας γυαλιά ηλίου και κασκέτο. Ούτε μοντέλο να ήταν, με τόση πασαρέλα... Και η Πίπη πέρασε σχεδόν όλη τη μέρα έξω από το σπίτι του Μάρτιου, μέχρι που τον είδε να γυρίζει και να κλείνεται μέσα.
     Και η παρακολούθηση συνεχίστηκε πολλές μέρες, και πάρτυ γενεθλίων δε φαινόταν στον ορίζοντα, λογικό, βέβαια, αφού δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός των Διδύμων. Και ο Μάρτιος συνέχισε να αλλάζει τις αμφιέσεις σαν μοντέλο σε πασαρέλα, και η Πίπη άρχισε να πιάνεται από την παρακολούθηση.
     Ώσπου μια μέρα, που ο Μάρτιος επέστρεφε σιγοσφυρίζοντας, φορώντας ένα πολύχρωμο ζακετάκι, καθώς άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του για να μπει μέσα, η Πίπη κατάφερε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικού του σπιτιού και να δει ότι ακριβώς απέναντι από την πόρτα υπήρχε ένας ολόσωμος καθρέφτης. Η πόρτα έκλεισε και η Πίπη μετακινήθηκε λίγο στην κρυψώνα της για να ξεπιαστεί. Κάπως περίεργος της είχε φανεί εκείνος ο καθρέφτης, αν και τον είχε δει από μακριά. Περίεργος; Α, μπα... Τι το περίεργο μπορεί να είχε ένας καθρέφτης; Χμ, μάλλον θα έφταιγε η θέση που τον είχαν τοποθετήσει. Ποιος βάζει έναν ολόσωμο καθρέφτη ακριβώς απέναντι από την πόρτα της εισόδου του; 
     - Αυτό θα είναι, σκέφτηκε η Πίπη και προσπάθησε να μη χαζεύει, έτσι ώστε όταν ο Μάρτιος θα ξανάβγαινε από το σπίτι του, εκείνη να ξαναέριχνε μια ματιά σε εκείνον τον καθρέφτη.
     Ύστερα από λίγο, πράγματι, η πόρτα ξανάνοιξε και εμφανίστηκε ο Μάρτιος, φορώντας ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα σορτσάκι. Η Πίπη, φυσικά, ήταν σε ετοιμότητα. Και, καθώς ο Μάρτιος έκλεινε πίσω του την πόρτα, πρόλαβε να ξαναδεί τον καθρέφτη. Μα, αυτός ο καθρέφτης ήταν πράγματι περίεργος! Και αυτή τη φορά η Πίπη ήξερε το λόγο. Ή, τουλάχιστον, νόμιζε πως τον ήξερε.
     Αυτός ο καθρέφτης δεν ήταν σαν όλους τους άλλους. Αλλιώς, γιατί, ενώ βρισκόταν πίσω από το Μάρτιο, δεν έδειχνε την πλάτη του, αλλά έδειχνε το πρόσωπό του;  Και - μια στιγμή - γιατί στον καθρέφτη ο Μάρτιος φορούσε ακόμα το πολύχρωμο ζακετάκι του;
     Η Πίπη έμεινε σαν αποσβολωμένη. Έπρεπε να δει τον καθρέφτη από κοντά, οπωσδήποτε. Περίμενε να απομακρυνθεί ο Μάρτιος και τότε βγήκε από την κρυψώνα της και πλησίασε στο σπίτι. Έκανε το γύρο του σπιτιού, μήπως βρει κάποιον τρόπο να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη, από κάποιο κοντινό του παράθυρο, ενδεχομένως, αλλά όλα τα παράθυρα είχαν τραβηγμένες τις κουρτίνες και δε φαινόταν τίποτα μέσα.
     Και εκεί που η Πίπη ετοιμαζόταν να γυρίσει στην κρυψώνα της, άκουσε ήχο πόρτας που άνοιγε. Τρόμαξε λίγο, στην αρχή, επειδή νόμιζε ότι ο Μάρτιος είχε επιστρέψει κιόλας, αλλά δεν είδε κανέναν, και η μπροστινή πόρτα του σπιτιού παρέμενε κλειστή. Μήπως ήταν η ιδέα της; Όμως όχι, ο ήχος της πόρτας ξανακούστηκε. Ήταν ήχος πόρτας που έτριζε. Ερχόταν από το πίσω μέρος του σπιτιού. Ποιος να ήταν εκεί;
     Πολύ προσεκτικά, η Πίπη έκανε το γύρο του σπιτιού. Και αυτό που είδε την άφησε με το στόμα ανοιχτό. Στο πίσω μέρος του σπιτιού βρισκόταν ο Μάρτιος, φορώντας το ζακετάκι του, άλλο πάλι και τούτο! Δεν είχε βγει από το σπίτι φορώντας κοντομάνικο και σορτς;
     Ο Μάρτιος πότιζε τον λαχανόκηπο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Φαινόταν λίγο σκεφτικός. Ξαφνικά, στάθηκε.
     - Ξέχασα να φορέσω το σκουφί μου, είπε, και μπήκε βιαστικά μέσα στο σπίτι.
     Η Πίπη σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να τρέξει πίσω στην κρυψώνα της, αλλά προτού κάνει τρία βήματα, ποιον είδε να γυρίζει, φορώντας κοντομάνικο και σορτσάκι; Τον Μάρτιο! Άλλο πάλι και τούτο! Πότε πρόλαβε να βγει από το σπίτι, και μάλιστα ντυμένος με το κοντομάνικο και το σορτσάκι; 
     Και εκεί που προσπαθούσε να βρει απάντηση σε αυτό που έμοιαζε να είναι μια συνάρτηση με πολλούς αγνώστους, να σου ο Μάρτιος, που ξαναβγήκε στο πίσω μέρος του σπιτιού φορώντας το ζακετάκι και το σκουφί του! Και τότε, σαν να φωτίστηκε το μυαλό της, και η Πίπη τα κατάλαβε όλα!
     Δεν χρειαζόταν πια να ρίξει μια ματιά στον περίεργο καθρέφτη του σπιτιού, αφού ήταν σίγουρη ότι καθρέφτης δεν υπήρχε. Και ανεξάρτητα από το αν ο Μάρτιος ήταν Δίδυμος, είχε σίγουρα έναν δίδυμο, πανομοιότυπο αδερφό. Ναι, φίλοι μου, αυτό ανακάλυψε η Πίπη, και έτσι εξηγούνται όλα. Έτσι εξηγείται η συμπεριφορά του Μαρτίου που είναι αλλοπρόσαλλη. Δεν είναι ένας, αλλά δύο. Και ο ένας λατρεύει την καλοκαιρία, ο άλλος λατρεύει την παγωνιά. Και όταν βγαίνει από το σπίτι ο ένας, κάνει ζέστη, ενώ όταν βγαίνει ο άλλος, μπορεί να ρίξει και κανένα χιονάκι.
     Τώρα, πώς κανείς τόσα χρόνια δεν το είχε πάρει χαμπάρι, δεν μπορώ να το καταλάβω. Εκτός αν, όταν λένε "Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης" να εννοούν "Μάρτης, Γδάρτης..." και Μάρτης να λέγεται ο ένας, ο κεφάτος, και Γδάρτης ο δίδυμός του, ο "στριμμένος". Θα μπορούσε...

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Ο Ιππομονόκερως


 

Ήταν μια μέρα πληρωμής, μπροστά σε ένα ταμείο, 
κόσμος πολύς και διάφορος στεκόταν στην ουρά.
Και η ουρά προχώραγε αργά, σαν σαλιγκάρι, 
και τα νεύρα τεντώνονταν, σαν ρούχα σε σχοινιά.

Αδύνατο φαινότανε να φτάσουν να πληρώσουν, 
πιο πιθανά θα έβγαζαν ρίζες, σαν τις ελιές.
Η κούραση μεγάλωνε κι άρχισαν να γκρινιάζουν, 
και από την γκρίνια γρήγορα περάσαν στις βρισιές.

Αρχίσαν τα σπρωξίματα, κλωτσιές, τσιμπιές και φάπες, 
και η ουρά σειότανε, σαν φίδι τρομερό,
τα πράγματα αγρίεψαν, ακούστηκαν κατάρες, 
και στον ταμία έριχναν βλέμμα απειλητικό.

Κι εκεί που ο υπάλληλος ένιωσε μέγα φόβο, 
και τη διαθήκη του άρχισε να γράφει, στα κρυφά,
εκεί, στη μέση της ουράς, ένας κεφάτος τύπος, 
στεκόταν χαμογελαστός και έστελνε φιλιά.

Οι άλλοι τον κοιτάξανε, παράξενος φαινόταν, 
φορούσε ρούχα χαλαρά, κι είχε μακριά μαλλιά,
ήτανε και αξύριστος, δεν φόραγε παπούτσια, 
και είχε κι ένα κέρατο στη μύτη εκεί, μπροστά.

"Πώς είναι έτσι, τούτος 'δω; Για άνθρωπος δε μοιάζει", 
είπαν και τον κοιτάζανε πολύ ερευνητικά.
"Τάχα, γιατί χαμογελά; Τίποτα δεν τον νοιάζει; 
Ή διασκεδάζει που εμείς δεν είμαστε καλά";

"Ψιτ, κύριος, καλέ, εσύ! Γιατί γελάς σαν βλάκας; 
Δεν βλέπεις πως κολλήσαμε εδώ για τα καλά;
Αντί να θες να προχωράς, στέκεσαι σαν το Βούδα, 
και από πάνω ολόγυρα στέλνεις παντού φιλιά"!

"Ειρήνη ημίν", είπε αυτός, "είναι κακό φενγκ σούι 
οι τόνοι να ανεβαίνουνε, και να'χουμε θυμό.
Καλύτερα όλοι αγκαλιά να κάνουμε, αδέρφια, 
να τραγουδήσουμε μαζί, να πιούμε ένα ποτό".

"Όχι κι αδέρφια, με αυτό το κέρατο στη μύτη! 
Πώς νόμισες πως μοιάζουμε, έστω και αμυδρά;
Θα φταίει που είσαι ακούρευτος και πέφτουν τα μαλλιά σου, 
σαν καταρράκτης μαλλιαρός, στα μάτια σου μπροστά".

"Αγάπη, κι όχι πόλεμο, να κάνουμε, σας λέω, 
κι ο κόσμος μας καλύτερος θα γίνει, παρευθύς."
"Τι χαζομάρες είναι αυτές, και από πού σου ήρθαν; 
Σε άλλα μέρη, σ'άλλα αυτιά να πας και να τις πεις".

"Σας λέω, η υπομονή, είναι αρετή μεγάλη, 
κι όποιος την έχει, σίγουρα, χαμένος δεν θα βγει,
το ξέρω εγώ πολύ καλά, χάρη σ'αυτήν και μόνο, 
το είδος μου κατάφερε ως σήμερα να ζει".

"Το είδος σου; Τι εννοείς; Τους άλλους τους μαλλιάδες, 
που παίζουνε χαρούμενα τραγούδια εδώ κι εκεί";
"Είμαι Ιππομονόκερως", είπε τότε εκείνος, 
"ένας από όλους, τους πολλούς, που ζουν πάνω στη γη".

"Τι όνομα είναι αυτό; Σίγουρα απ'το μυαλό σου
το έβγαλες και μας πουλάς φούμαρα διαλεχτά.
Εμείς θα το γνωρίζαμε αν ήτανε αλήθεια,
θα είχαμε δει ντοκυμαντέρ κι όλα τα σχετικά".

"Δε συνηθίζουμε πολύ να βγαίνουμε για βόλτα
εκεί που ζουν οι άνθρωποι, στις πόλεις, στα χωριά.
Σε δάση πράσινα, πυκνά, σε δροσερά ποτάμια,
και σε μέρη ερημικά φτιάχνουμε τη φωλιά".

Όλοι σταθήκαν γύρω του, να τον παρατηρήσουν,
σαν ζώο υπό εξαφάνιση έμοιαζε, τελικά.
Σίγουρα αυτός θα ήτανε από τους τελευταίους
και παρεούλα θα'ψαχνε σε εκείνη την ουρά.

"Γι'αυτό σας λέω, υπομονή", συνέχισε εκείνος,
"χάρη σ'αυτήν γλιτώσαμε εμείς απ'το χαμό,
ενώ όλοι οι μονόκεροι, που ήμαστε και ξαδέρφια,
απ'την πολλή βιασύνη τους, έπεσαν σε γκρεμό".

Το σκέφτηκαν όλοι καλά, βρε, σαν να είχε δίκιο,
ας δείξουνε υπομονή, κι ας είν'προσωρινή!
"Ο επόμενος!" ακούστηκε, τότε, απ'το ταμείο,
κι όλοι σαν να ξυπνήσανε από όνειρο βαθύ.

Κι αφού ο καυγάς ξανάρχισε άγριος, σαν και πρώτα,
κι αφού στα χέρια πιάστηκαν όλοι, σαν παλαιστές,
ο ιππομονόκερως αργά, ξεκίνησε να φύγει,
να αναζητήσει κάπου αλλού ουρές ειρηνικές.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Έγκλημα χωρίς θύμα

 

     Ο Τζον Πίτερς, κατά κόσμον Ιωάννης Πέτρου, έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο. 
     - Παραγνωριστήκαμε, μονολόγησε. Άκου θράσος, να θέλει να μου καθορίζει και τι θα γράφω!
     Άδικα είχε μετακομίσει στο Λονδίνο. Όλη αυτή η υγρασία τον χτυπούσε στα κόκαλα. Για να μη μιλήσουμε για τις συνεχείς βροχές των τελευταίων τριών εβδομάδων...
     - Άδικος κόπος η αλλαγή περιβάλλοντος, Γιαννάκη, είπε στην αντανάκλασή του, που τον κοιτούσε από το τζάμι. Όσο και να το πιέσεις, δε σου βγαίνει.
     Θυμήθηκε και πάλι το τηλεφώνημα. Αυτός ο εκδότης του, που του το έπαιζε και φίλος, δεν ήξερε πού πάνε τα τέσσερα. Και τι έγινε, που ήταν διάσημος για τα αστυνομικά του; Πενήντα επτά είχε γράψει, όχι ένα, όχι δύο, όχι δέκα, πενήντα επτά! Δεν μπορούσε, το λοιπόν, να δοκιμάσει τον εαυτό του και σε κάτι διαφορετικό; Γιατί να μην γράψει θεατρικό, αφού το ήθελε; Η μαύρη οθόνη του λάπτοπ τον κοίταξε κοροϊδευτικά. "Αφού ούτε για θεατρικό σου έρχεται καμιά ιδέα", ήταν σαν να του έλεγε.
     Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Δε θυμόταν να είχε χτυπήσει προηγουμένως το κουδούνι. Άνοιξε. Μια νέα, πολύ περιποιημένη γυναίκα στεκόταν και τον κοιτούσε μέσα από τα μαύρα γυαλιά της. Παράταιρο. Τι να τα κάνει τα μαύρα γυαλιά με τόση συννεφιά εκεί έξω; Και πού ήταν η ομπρέλα της; Έξω έβρεχε και εκείνη ήταν θεόστεγνη!
     - Ο κύριος Πίτερς, αν δεν κάνω λάθος; είπε η γυναίκα. Χαίρω πολύ, πρόσθεσε βιαστικά και του άπλωσε το χέρι της.
     - Πώς με βρήκατε; είπε παραξενεμένος. Εδώ βρίσκομαι ιγκόγνιτο...
     - Ω, κύριε Πίτερς, ασφαλώς αστειεύεστε. Για τις διασημότητες όπως εμάς, η λέξη ιγκόγνιτο είναι σαφώς υπερτιμημένη...
     Την κοίταξε πιο προσεκτικά. Δεν του θύμιζε τίποτα.
     - Μου φαίνεται πως δεν με αναγνωρίζετε, είπε εκείνη και έβγαλε τα μαύρα γυαλιά. Τώρα, μήπως;
     Το βλέμμα του δεν άλλαξε στο ελάχιστο.
     - Δεν το πιστεύω, είναι δυνατόν να μη με γνωρίζετε; Είμαι η Τζένιφερ Στρόμπολι!
     - Στρόμπολι;
     - Ναι. Καμία σχέση με το ηφαίστειο!
     Γέλασε αυτάρεσκα.
     - Τίποτα ακόμα; ρώτησε.
     Τσιμουδιά εκείνος.
     - Τζένιφερ Στρόμπολι, η γνωστή ινφλουένσερ! Τρία εκατομμύρια, επτακόσιες τριάντα δύο χιλιάδες, εξακόσιοι είκοσι οκτώ ακόλουθοι!
     - Α, έτσι... Ξέρετε, δεν παρακολουθώ τα κοινωνικά δίκτυα. Μάλλον είμαι άνθρωπος παλαιού τύπου...
     - Α, γι'αυτό... Μα πώς μπορείτε; Αν και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, έπρεπε να το περιμένω. Μόνο ένας άνθρωπος παλαιού τύπου, όπως λέτε, θα μπορούσε να γράψει όπως γράφετε εσείς!
     - Ώστε έχετε διαβάσει βιβλίο μου;
     - Μόνο ένα; Μα, εδώ έξω θα με αφήσετε; Δε θα μου πείτε να περάσω;
     - Με συγχωρείτε, ξεχάστηκα... Περάστε, παρακαλώ.
     Η Τζένιφερ Στρόμπολι έριξε μια βιαστική ματιά τριγύρω. Το μάτι της έπεσε στο λάπτοπ.
     - Γράφετε κάτι καινούργιο; Αλλά, τι ρωτάω; Κάτι θα γράφετε.
     - Καθήστε, της είπε και της έδειξε τον καναπέ που βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο. Ώστε έχετε διαβάσει πολλά βιβλία μου;
     - Τουλάχιστον τριάντα! Ποιο να πρωτοθυμηθώ; Το "Ο θάνατος φορούσε Γκούτσι", και το "Δείπνο μετά φόνου", δε, τα έχω διαβάσει πάνω από τρεις φορές το καθένα, είναι τα αγαπημένα μου!
     - Καλοσύνη σας... Και τι σας φέρνει εδώ;
     - Ναι, βέβαια, έχετε και δουλειά... Ας μη σας καθυστερώ, λοιπόν, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Θα ήθελα να σας αναθέσω να γράψετε τη βιογραφία μου.
     - Τι να γράψω;
     - Τη βιογραφία μου. 
     Την κοίταξε καλά-καλά.
     - Νομίζετε πως αστειεύομαι; είπε εκείνη.
     - Κυρία Στρόμπολι...
     - Δεσποινίς. Είμαι κι εγώ παλαιού τύπου, σε μερικά θέματα.
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, με όλο το σεβασμό, αλλά είστε πολύ νέα για να θέλετε να γραφτεί η βιογραφία σας.
     - Είμαι είκοσι επτά. Και τα πράγματα έχουν αλλάξει, κύριε Πίτερς. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνει κανείς χούφταλο για να γράψει τη βιογραφία του. Αρκεί να είναι αρκετά διάσημος... Όπως σας είπα προηγουμένως, έχω ήδη τρία εκατομμύρια, επτακόσιες τριάντα δύο χιλιάδες, εξακόσιους είκοσι οκτώ ακολούθους, και ο αριθμός αυτός όλο και μεγαλώνει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι υπάρχει ήδη το αναγνωστικό κοινό της βιογραφίας... Και για να σας προλάβω, σας λέω ότι η αρχική ιδέα δεν ήταν δική μου, ήταν του εκδοτικού οίκου που με προσέγγισε. Όμως εγώ τους το ξεκαθάρισα: αν θέλουν να εκδώσουν τη βιογραφία μου, θα το κάνουν μόνο αν την γράψετε εσείς!
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, γνωρίζετε πολύ καλά ότι δεν ασχολούμαι με βιογραφίες...
     - Θα πληρωθείτε καλά.
     - Δεν είναι αυτό το θέμα.
     - Μην το απορρίπτετε ελαφρά τη καρδία. Το ξέρω ότι δεν είναι το είδος σας, αλλά ποιος λέει ότι θα πρέπει να γράφετε μόνο αστυνομικά; Ένας καλός συγγραφέας, όπως εσείς, εξάλλου, είναι καλός σε όλα τα είδη...
     - Ναι... ίσως...
     - Λοιπόν, κοιτάξτε τι θα κάνουμε. Μη μου απαντήσετε τώρα. Σας αφήνω εδώ αυτή την επιταγή στο όνομά σας - είναι το μισό ποσό της συνολικής αμοιβής σας - και σας αφήνω και την κάρτα μου. Σκεφτείτε το με την ησυχία σας και θα σας περιμένω το Σάββατο το απόγευμα στο σπίτι μου. Θα πάρουμε μαζί το τσάι μας και θα με ενημερώσετε και για την απόφασή σας.
     Άφησε την επιταγή στο τραπεζάκι, μαζί με μια μικρή καρτούλα, και σηκώθηκε.
     - Να μη σας καθυστερώ άλλο, είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Καλή σας μέρα. Θα σας περιμένω το Σάββατο.
     Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το διαμέρισμα. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι το άρωμά της του θύμιζε κρέμα καραμελέ. Πλησίασε το τραπεζάκι και έπιασε την επιταγή. Είχε περισσότερα μηδενικά από όσα περίμενε.

                                                                        ****
     Το Σάββατο άργησε λίγο να έρθει, άργησε όμως όσο ακριβώς χρειαζόταν για να σκεφτεί καλά την πρόταση της δεσποινίδας Στρόμπολι. Το ποσό ήταν ιδιαίτερα δελεαστικό, και όταν του είχε πει ότι θα μπορούσε να γράψει και κάτι άλλο εκτός από αστυνομικά, είχε χτυπήσει φλέβα. Όμως, δεν μπορούσε να ξεχάσει ποιος ήταν. Και, μπορεί να μην είχε ακολούθους στα κοινωνικά δίκτυα, είχε όμως και εκείνος το δικό του, πιστό, αναγνωστικό κοινό, που δε θα του συγχωρούσε μία τέτοια κίνηση.
     Δεν της τηλεφώνησε για να αναγγείλει την άφιξή του, αφού του είχε πει ότι θα τον περίμενε. Και, εφόσον η πρόσκληση ήταν για τσάι, κανόνισε να βρίσκεται έξω από την πόρτα της λίγο πριν από τις 5 το απόγευμα. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν τυχαίο, μπορεί όμως και να μη λειτουργούσε το κουδούνι. Εξάλλου, ήταν σίγουρο ότι θα τον περίμενε. 
     Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μία στενή σκάλα ανέβαινε στον πρώτο. Εκεί θα ήταν το διαμέρισμά της, προφανώς. Άρχισε να ανεβαίνει σιγά-σιγά, δεν ήταν πια και στην πρώτη του νιότη... Έφτασε επάνω με ένα ελαφρύ λαχάνιασμα. Έπρεπε να κόψει το τσιγάρο, τόσα χρόνια το έλεγε, αλλά ποτέ δεν το είχε επιχειρήσει.
     Και η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή. Πολύ ιδιόρρυθμη ήταν η δεσποινίς Στρόμπολι, εντέλει. Αν και θα έπρεπε να το είχε φανταστεί, δεν ήταν και τόσο "φυσιολογικό" να ζητήσει κάποιος να γραφτεί η βιογραφία του από έναν μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος...
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, είπε καθώς έσπρωξε την πόρτα του διαμερίσματος, καλησπέρα. Ελπίζω να μην πειράζει που ήρθα δυο λεπτά πριν από τις πέντε...
     Δεν υπήρχε κανείς στο σαλόνι. Έριξε μια ματιά γύρω του. Όλα τακτοποιημένα. Στο τραπεζάκι υπήρχε ένα πιάτο με βουτήματα.
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, είπε ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά, είμαι ο Τζον Πίτερς, ήρθα όπως μου ζητήσατε!
     Δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Τι ήταν πάλι αυτό; Δε γίνεται να καλείς κάποιον στο σπίτι σου και να μην είσαι εκεί να τον περιμένεις! Εκτός αν κάτι έκτακτο είχε προκύψει... Αλλά, πάλι, δε θα άφηνε έτσι, ανοιχτά... Τον έπιασε μια ανησυχία. Λες να της είχε συμβεί κάτι... άσχημο; 
     - Δεσποινίς Στρόμπολι, φώναξε, είστε εδώ;
     Μια φωνή μέσα του του είπε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως. Κατέβηκε γρήγορα την σκάλα και βγήκε στον δρόμο. Είχε αρχίσει να βρέχει. Άνοιξε την ομπρέλα του και έψαξε για ταξί. Ευτυχώς, δεν άργησε να βρει ένα. Έφτασε στο σπίτι του, πλήρωσε και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Τότε συνειδητοποίησε ότι η επιταγή που είχε πάρει μαζί του για να την επιστρέψει στην Τζένιφερ Στρόμπολι, μάλλον του είχε πέσει στο ταξί...
                                                                          ***
     Έφτασε η επόμενη μέρα, και η μεθεπόμενη, χωρίς να δεχτεί ούτε τηλέφωνο από εκείνη. Δεν της το είχε δώσει, βέβαια, αλλά όπως είχε βρει τη διεύθυνσή του, θα μπορούσε άνετα να έχει βρει και το τηλέφωνό του. Ήταν πλέον σίγουρος ότι κάτι άσχημο είχε συμβεί στη νεαρή ινφλουένσερ. Να έπαιρνε τηλέφωνο την αστυνομία; Και τι να τους έλεγε;
     Ετοιμάστηκε και βγήκε για να αγοράσει την εφημερίδα του. Αγόραζε εφημερίδα σχεδόν κάθε μέρα, προσπαθώντας να αντλήσει έμπνευση από το αστυνομικό δελτίο. Αυτή τη φορά το έκανε και για έναν επιπλέον λόγο: ήθελε να περπατήσει και να χαλαρώσει, να ξεχάσει την ανησυχία που του είχε προκαλέσει η προχθεσινή επίσκεψη στο σπίτι της Τζένιφερ Στρόμπολι.
     Τελικά, γύρισε στο σπίτι του μετά το μεσημέρι, αφού προηγουμένως είχε φάει κάτι πρόχειρο σε ένα μικρό εστιατόριο κοντά στο πάρκο. Είχε διαβάσει την εφημερίδα χωρίς να βρει τίποτα το ενδιαφέρον και είχε ηρεμήσει αρκετά. Κάθησε στον καναπέ και άναψε ένα τσιγάρο. Θυμήθηκε ότι η σπιτονοικοκυρά του είχε πει ότι το τσιγάρο δεν επιτρεπόταν μέσα στο διαμέρισμα. Πήγε μέχρι το παράθυρο, το άνοιξε και άρχισε να καπνίζει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο σαν παράνομος χασικλής.
     Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα. Μα τι γινόταν, πάλι ήταν ανοιχτή η εξώπορτα; Άνοιξε. Μπροστά του είδε δυο αστυνομικούς. Ένιωσε μια ανατριχίλα.
     - Ο κύριος Πίτερς; ρώτησε ο ένας αστυνομικός, ο μεγαλύτερος από τους δύο.
     - Ναι, απάντησε.
     - Ακολουθήστε μας, παρακαλώ.
     - Να σας ακολουθήσω; Δεν καταλαβαίνω. Για ποιο λόγο; Παραπονέθηκαν οι γείτονες για το τσιγάρο, μήπως; Ομολογώ ότι ξεχάστηκα προς στιγμήν, αλλά, ορίστε, είχα ανοιχτό το παράθυρο, όπως μου ζήτησε η σπιτονοικοκυρά.
     - Πολύ ενδιαφέρον, κύριε Πίτερς, αλλά δεν ήρθαμε εδώ για το τσιγάρο.
     - Αλλά, γιατί;
     - Έχετε κάποιον δικηγόρο εδώ;
     - Πού εδώ;
     - Στο Λονδίνο.
     - Όχι, δεν χρειάστηκε...
     - Φοβάμαι πως θα πρέπει να βρείτε... Είστε ο βασικός ύποπτος για την εξαφάνιση της Τζένιφερ Ο'Κόνελι.
     - Της ποιας;
     - Μην προσποιείστε ότι δεν γνωρίζετε ποια είναι, είπε θυμωμένα ο αστυνομικός.
     Ο νεαρότερος αστυνομικός τον πλησίασε και του είπε κάτι στο αυτί.
     - Α, ναι, πολύ σωστά, ίσως εσείς να την γνωρίζετε μόνο με το καλλιτεχνικό της: πρόκειται για την Τζένιφερ Στρόμπολι.
                                                                   ***
     Ο δικηγόρος που του βρήκε τηλεφωνικά ο εκδότης του φαινόταν σοβαρός και αρκετά ικανός.
     - Θα πρέπει να είστε απόλυτα ειλικρινής μαζί μου, του είπε, αλλιώς δεν θα μπορέσω να κάνω και πολλά για εσάς. Οι κατηγορίες που σας βαραίνουν είναι σοβαρές.
     - Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω γιατί με συνέλαβαν. Είμαι αθώος!
     - Κύριε Πίτερς, ή μήπως πρέπει να σας απευθυνθώ με το πραγματικό σας όνομα, κύριε Πέτροϋ, Πέτροου...
     - Πέτρου.
     - Συγχωρήστε με για την προφορά μου, αλλά δεν ήμουν ποτέ καλός με τις ξένες γλώσσες, και ο τρόπος που μεταφέρονται στο λατινικό αλφάβητο τα ονόματα γλωσσών που έχουν διαφορετικά αλφάβητα είναι μερικές φορές τραγικός... Ώστε, Πέτρ...ου, είπατε;
     Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι του και συνέχισε.
     - Κύριε Πέτρου, λοιπόν, δεν εκπλήσσομαι που δηλώνετε αθώος, αλλά αν πίστευα όποιον πελάτη μου διατεινόταν ότι είναι αθώος θα είχα προ πολλού μείνει χωρίς δουλειά.
     - Μα εγώ είμαι αθώος στ'αλήθεια!
     - Τα στοιχεία που μου έδωσαν από την αστυνομία δεν δείχνουν ακριβώς αυτό...
     - Ποια στοιχεία;
     - Πρώτον, η απαχθείσα και ενδεχομένως φονευθείσα, ας την λέμε "το θύμα", χάριν συντομίας, εθεάθη να μπαίνει στο σπίτι σας την περασμένη Τρίτη...
     - Αλήθεια είναι αυτό...
     - Καλά το φαντάστηκα! Ώστε την γνωρίζετε!
     - Μα δεν είπα ποτέ ότι δεν την γνωρίζω, είπα απλώς ότι είμαι αθώος.
     - Κύριε Πέτρου, είστε ένας εξαιρετικός συγγραφέας, μέχρι και εδώ στην Αγγλία υπάρχουν λέσχες ανάγνωσης με το όνομά σας, προφανώς είστε ένας μάστορας του λόγου, αλλά και εγώ έχω σπουδάσει νομική. Ας μην παίζουμε με τις λέξεις...
     - Μπορείτε να μου πείτε τι άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία έχει για εμένα η αστυνομία;
     - Χμ,..., λοιπόν, δεύτερον, το θύμα εθεάθη τελευταία φορά το Σάββατο το μεσημέρι στις τρεις και πενήντα τέσσερα, όταν έκανε την τελευταία της ζωντανή μετάδοση, και υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία που σας τοποθετεί έξω από το σπίτι της προχθές το απόγευμα, στις πέντε και επτά λεπτά, για να είμαστε ακριβείς. Άρα, είστε ο τελευταίος που την είδε. Και μάλιστα, ο μάρτυρας που σας είδε σας περιγράφει ως "μάλλον ταραγμένο".
     - Με είχε καλέσει η ίδια...
     - Αλήθεια; 
     - Είστε σίγουρος ότι είστε δικός μου δικηγόρος; Φέρεστε σαν να επιθυμείτε την καταδίκη μου...
     - Σας παρακαλώ! Εγώ απλώς υπηρετώ τη δικαιοσύνη και το μόνο που επιθυμώ είναι να ριχτεί άπλετο φως στην υπόθεση! Και γιατί ήσαστε ταραγμένος; Μήπως επειδή είχατε μαλώσει με το θύμα;
     - Πώς να μαλώσουμε, αφού δε συναντηθήκαμε;
     - Σας υπενθυμίζω ότι θα πρέπει να είστε απολύτως ειλικρινής μαζί μου. Πώς είναι δυνατόν να μη συναντηθήκατε, αφού τα αποτυπώματά σας βρέθηκαν μέσα στο διαμέρισμά της; Αυτό ήταν το τρίτον, για να ξέρετε...
     - Φυσικά και βρέθηκαν τα αποτυπώματά μου! Αφού με είχε καλέσει! Σας το είπα πριν!
     - Άρα, σας άνοιξε!
     - Όχι, δεν ήταν εκεί.
     - Και πώς μπήκατε, αν δεν ήταν εκεί; Τα αποτυπώματά σας βρέθηκαν και από τη μέσα πλευρά της πόρτας. Άρα, σας άνοιξε!
     - Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
     - Και η εξώπορτα, και η πόρτα του διαμερίσματος; Ελάτε, τώρα, κύριε Πέτρου, ποιος σώφρων Βρετανός θα αφήσει ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού του;
     - Αυτή είναι η αλήθεια, βρήκα ανοιχτά, αλλά εκείνη δεν ήταν μέσα, φώναξα το όνομά της και κανένας δε μου απάντησε, οπότε έφυγα.
     - Χμ, και πώς εξηγείτε την επιταγή στο όνομά σας, όπου επάνω υπήρχε ένα ποσό με τέσσερα μηδενικά, η οποία βρέθηκε στο διαμέρισμά της;
     - Α, ώστε εκεί μου έπεσε...
     - Σας έπεσε; Ώστε το ομολογείτε! Σας έκοψε επιταγή!
     - Δεν το αρνήθηκα...
     - Μήπως την εκβιάσατε με κάποιον τρόπο για να σας γράψει την επιταγή;
     - Σε καμία περίπτωση! Την επιταγή μου την είχε δώσει η ίδια, στο σπίτι μου, και εγώ είχα πάει για να της την επιστρέψω...
     - Επειδή θέλατε περισσότερα χρήματα;
     - Επειδή δεν την ήθελα καθόλου!
     - Και αφού δεν την θέλατε, γιατί την πήρατε αρχικά;
     - Εκείνη μου την έδωσε, ήθελε να γράψω τη βιογραφία της...
     - Ε, εντάξει, νομίζω πως θα σας ζητήσω να βρείτε άλλο δικηγόρο! Δεν είναι δυνατόν να μου λέτε κατάμουτρα τέτοια ψεύδη και να περιμένετε ύστερα να τα υποστηρίξω στο δικαστήριο! Έχω και ένα όνομα στο δικηγορικό σύλλογο, ξέρετε...
     - Δεν είναι ψέμα, σας λέω! Με επισκέφτηκε την Τρίτη και μου ζήτησε να γράψω τη βιογραφία της, είχε συνεννοηθεί με έναν εκδοτικό οίκο να είμαι εγώ αυτός που θα την γράψει, επειδή ήταν φανατική μου αναγνώστρια, όπως είπε. Εγώ αρνήθηκα, αλλά εκείνη επέμεινε και μου άφησε και την επιταγή ως δέλεαρ, για να το σκεφτώ.
     - Τι να πω; 
     Η πόρτα του γραφείου όπου βρίσκονταν άνοιξε και ένας αστυνομικός με πολιτικά εμφανίστηκε.
     - Λοιπόν; Μιλήσατε με τον πελάτη σας; ρώτησε. Θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην ανάκριση;
     - Ελεύθερα, είπε ο δικηγόρος, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να προσθέσει σε αυτά που ήδη έχετε...
                                                                       ***
     Οι φύλακες στο κρατητήριο ήταν, σε γενικές γραμμές, ευγενικοί. Του επέτρεψαν να καπνίσει, αν και τον κοίταξαν επιτιμητικά. Ευτυχώς, ήταν μόνος του, και δεν χρειάστηκε να έρθει σε επαφή με άλλους. Όλα αυτά που του συνέβαιναν ήταν εξωπραγματικά. Γιατί είχε εξαφανιστεί αυτή η αναθεματισμένη ινφλουένσερ, και πού στα κομμάτια είχε πάει; 
     Ο εκδότης του του είχε βρει άλλο δικηγόρο, στο μεταξύ. Δεν είχε και μεγάλες διαφορές από τον προηγούμενο, βέβαια. Και με τέτοια αντιμετώπιση από τον ίδιο του το δικηγόρο, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα έτρωγε ισόβια. Το μόνο που τον έσωζε ήταν ότι δεν είχε βρεθεί η εξαφανισμένη. Κάτι που, βέβαια, σήμαινε ότι θα τον πίεζαν να τους πει πού είχε κρύψει το πτώμα. Ίσως, τελικά, θα έπρεπε να την είχε σκοτώσει στ'αλήθεια, όταν του πρότεινε να γράψει τη βιογραφία της. Τότε, τουλάχιστον, θα υπήρχε λόγος για να βρίσκεται εκεί που βρισκόταν.
     Ήταν μεγάλο κρίμα που μέσα στο κρατητήριο, με το φόβο της επικείμενης φυλάκισης, άρχισε επιτέλους να του έρχεται ιδέα για ένα νέο αστυνομικό. Ο εκδότης του καταχάρηκε, όταν του το είπε στο τηλέφωνο.
     - Επιτέλους, είπε, είδες που μου έλεγες ότι ένιωθες πως τα είχες γράψει όλα;
     - Μα, συνειδητοποιείς τη θέση μου; τον ρώτησε εκείνος. Είναι πολύ πιθανό να καταλήξω στη φυλακή!
     - Μην απογοητεύεσαι, αφού δεν βρέθηκε κανένα πτώμα. Να δεις που η νεαρή κάπου θα διασκεδάζει με άφθονο ποτό, τόσο που δε θα είναι σε θέση να πει ούτε το όνομά της. Ξέρεις, δα, πώς πίνουν οι Βρετανοί...
     - Και αν βρεθεί πτώμα; Αυτοί εδώ θα με χώσουν μέσα, δεν αστειεύονται. Θα παρακαλάω να δω λίγο ήλιο. Θα με φάει η συννεφιά και η υγρασία εδώ πέρα.
     - Υπερβολικός, όπως όλοι οι συγγραφείς. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έχεις άφθονο χρόνο να γράψεις. Αφού την ιδέα την έχεις ήδη! Να με συγχωρείς τώρα, ήρθε το ραντεβού μου. Ετοιμάζομαι να πάρω τα αποκλειστικά δικαιώματα του Στέφανου Ακριβού.
     - Σιγά το συγγραφέα! είπε, αλλά ο εκδότης του είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο.
                                                                ***
     - Στην υγειά του Γιάννη! είπε ο οικοδεσπότης της βραδιάς και όλοι σήκωσαν τα ποτήρια τους.
     - Και στο αστυνομικό του δαιμόνιο! πρόσθεσε ο εκδότης του.
     Όλοι τσούγκρισαν.
     - Κανείς δεν πίστευε στην αξία του, όταν ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας, άρχισε να λέει ο εκδότης. Όμως εγώ είχα πάντα μεγάλη εμπιστοσύνη στην πένα του, και, επιπλέον, θέλω να πιστεύω ότι ήμουν για εκείνον κάτι παραπάνω από εκδότης, ένας πιστός φίλος. Και ορίστε τώρα, που με το πεντηκοστό όγδοο βιβλίο του, ο φίλος μου ανακηρύσσεται ως ο νούμερο ένα συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας σε περισσότερες από δέκα ευρωπαϊκές χώρες ταυτόχρονα!  
     Οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
     - Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για το φίλο μου, όμως δε θα ήθελα επ'ουδενί να μονοπωλήσω μία βραδιά που είναι αφιερωμένη σε εκείνον. Γι'αυτό, παρακαλώ να υποδεχτείτε το μεγαλύτερο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας που γέννησε ποτέ αυτός ο τόπος, υποδεχτείτε τον Τζον Πίτερς!
      Τα χειροκροτήματα δυνάμωσαν, καθώς ο Τζον Πίτερς προχώρησε ανάμεσα από τον κόσμο και πήρε το μικρόφωνο.
     - Σας ευχαριστώ, είπε ο Τζον Πίτερς, όπως ευχαριστώ και το φίλο μου, για όλη τη βοήθεια που μου προσέφερε. Και δε θα ήταν υπερβολή να πω ότι εκείνος βρίσκεται εξ'ολοκλήρου πίσω από το "Έγκλημα χωρίς θύμα".
     - Υπερβολές, είπε ο εκδότης του. Εσύ το έγραψες το βιβλίο. Εγώ, το μόνο που έκανα, ήταν να σκηνοθετήσω μια εξαφάνιση.
     Όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Το είχαν διαβάσει το βιβλίο. Ο εκδότης σήκωσε το ποτήρι του.
     - Στη συνεργασία μας! είπε.
     - Στη φιλία μας! απάντησε ο Τζον Πίτερς.

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: "Μια γυναίκα επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Του κάνει μια ελκυστική πρόταση, να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί." Θα μου πείτε, ότι ο δικός μου ήρωας δεν την αναζήτησε για να προχωρήσουν. Ε, εντάξει, μου ξέφυγε ένα λάθος! 
Ελπίζω να μην κούρασε πολύ η μεγάλη ανάρτηση, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί επαρκώς μία τόσο ωραία ιδέα με άλλον τρόπο, νομίζω.