Στον σταθμό του μετρό που πηγαίνω συνήθως, υπάρχει μια συστάδα ευκαλύπτων. Και πρέπει να είναι αρκετά ηλικιωμένοι αυτοί οι ευκάλυπτοι, καθώς είναι πάρα πολύ ψηλοί. Πάντα τους κοιτάζω και τους θαυμάζω, και είναι, πράγματι, χάρμα οφθαλμών, με τα μικρά φυλλαράκια τους, που χορεύουν ανάλαφρα στον άνεμο. Και πάντα κάθομαι κάτω από την σκιά τους, τα μεσημέρια που ο ήλιος είναι ιδιαίτερα καυτός.
Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή μου τις προάλλες, όταν είδα ότι κάποιοι από αυτούς τους τεράστιους ευκαλύπτους είχαν κουτσουρευτεί και έστεκαν σχεδόν σαν γυμνές κολώνες στη θέση όπου πρωτύτερα ανέμιζαν την σγουρή τους κόμμη. Πυρ και μανία έγινα με τους ανεγκέφαλους που αποφάσισαν το κλάδεμα εν μέσω καύσωνα και που άφησαν το χώρο σχεδόν γυμνό.
Σχεδόν γεμάτη αποστροφή για το θέαμα έφτασα και εχθές στον σταθμό. Και μην βρίσκοντας λεωφορείο να με περιμένει, ούτε καμιά άλλη σκιά, αποφάσισα να "βολευτώ" όπως-όπως στην σκιά ενός κορμού ευκαλύπτου. Και καθώς έπαιζα κρυφτούλι με τον ήλιο πίσω από τον κορμό του ευκάλυπτου, άκουσα ένα μουρμουρητό.
Στην αρχή νόμιζα ότι παράκουσα. Ύστερα όμως βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν η ιδέα μου. Κοίταξα δεξιά και αριστερά: μερικοί επιβάτες που περίμεναν το λεωφορείο. Αυτοκίνητα περνούσαν από τον διπλανό δρόμο, γεμίζοντάς τον με καυσαέριο και φασαρία. Το φανάρι πιο πέρα πρασίνιζε και κοκκίνιζε διαδοχικά. Κάποιες δεκαοχτούρες πετούσαν πού και πού. Από πού προερχόταν όλο αυτό το μουρμουρητό;
Και τότε τα είδα. Ένα σωρό μυρμήγκια έτρεχαν πάνω-κάτω στον κορμό του ευκάλυπτου. Έτρεχαν πάνω-κάτω, χωρίς σταματημό.
- Γρήγορα-γρήγορα! φώναζαν. Γρήγορα, να προλάβουμε να μαζέψουμε τη σοδειά μας, γρήγορα να τη φυλάξουμε στα κελάρια, γρήγορα προτού φύγει το καλοκαίρι, τρέξτε, τρέξτε, τρέξτε!
Και δωσ'του και έτρεχαν τα μυρμήγκια.
- Μα πού πάτε; ρώτησα. Δεν βλέπετε ότι αυτός ο ευκάλυπτος είναι σχεδόν φαλακρός;
- Ε, όχι και φαλακρός, μασκαρεμένος είμαι! ακούστηκε μια βαριά φωνή και ο ευκάλυπτος τρεμούλιασε ολόκληρος, κάνοντας τα μυρμήγκια να σταματήσουν για λίγο το τρέξιμο φωνάζοντας "Σεισμός!".
- Συγγνώμη, του είπα, δεν ήθελα να σε θίξω, αλλά έτσι όπως σε κλάδεψαν...
- Και θαρρείς, ανόητο πλάσμα, ότι αυτό που βλέπεις έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή μου;
Τον κοίταξα απορημένη.
- Μάθε, λοιπόν, συνέχισε ο ευκάλυπτος, ότι την επόμενη βδομάδα είναι ο ετήσιος χορός των ευκαλύπτων...
- Χορεύουν οι ευκάλυπτοι; σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.
- ... και ήθελα να βρω μια στολή...
- Τι είδους στολή; δεν άντεξα και τον διέκοψα.
- Ο χορός είναι μασκέ, αναστέναξε ο ευκάλυπτος. Τίποτα δεν ξέρεις πια;
- Μα το Καρναβάλι είναι το χειμώνα, είπα διστακτικά.
- Θεέ μου, τι αλαζονικά όντα που είστε εσείς οι άνθρωποι! Και νομίζεις, χαζοπούλι μου, ότι όλα γυρνούν γύρω από εσάς; Τι μας νοιάζει εμάς πότε γιορτάζετε εσείς το Καρναβάλι; Και, δηλαδή, τι δουλειά έχει το δικό σας Καρναβάλι με εμάς; Εγώ σου μιλάω για αληθινό χορό!
- Έχεις δίκιο, του είπα για να τον καλμάρω, αλλά και για να μάθω τη συνέχεια. Και λοιπόν;
- Τι λοιπόν; Α, ναι, ήθελα, λοιπόν, να βρω μία στολή, και την βρήκα!
- Και τι στολή βρήκες;
- Για τήρα με! είπε ο ευκάλυπτος και κορδώθηκε σαν τον Παντελή Ζερβό στην κυρά μας τη μαμμή. Ποιον σου θυμίζω;
Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Ίσως έφταιγε και η ζέστη, εμένα πάντως δε μου θύμιζε τίποτα.
- Δε σου θυμίζω τίποτα; ρώτησε ο ευκάλυπτος και ξανακορδώθηκε.
- Ναι, να δεις πώς το λένε, άρχισα να λέω προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, μοιάζεις με εκείνο, καλέ, αχ, δε μου έρχεται το όνομα...
- Ναι, είπε όλος καμάρι ο ευκάλυπτος: ντύθηκα μπαομπάμπ!
Ώστε αυτό ήταν!
- Γι'αυτό σε κλάδεψαν; ρώτησα, προσπαθώντας ακόμα να βρω την ομοιότητα.
- Ναι, δεν είμαι πολύ πετυχημένος;
- Αν είσαι, λέει! Ίδιος είσαι. Γι'αυτό και εκείνοι οι αφρικανοί, τους βλέπεις καλέ εκεί πιο πέρα, αυτοί που πουλάνε παπούτσια αθλητικά, όπου να'ναι θα έρθουν να κατασκηνώσουν εδώ, θα τους θυμίζεις την πατρίδα τους.
- Ας έρθουν, ίσως τους καλέσω να έρθουν και στον χορό. Θα χρειαστώ μερικά αξεσουάρ...
Ύστερα από αυτό, όπως καταλαβαίνετε, εγώ δεν είχα τι άλλο να προσθέσω. Εξάλλου, ήρθε και το λεωφορείο μου και έπρεπε να επιβιβαστώ. Πρόλαβα, όμως, να βγάλω μια φωτογραφία τον ευκάλυπτο-μπαομπάμπ προτού φύγω από την σκιά του κορμού του.
- Είναι για το ιστολόγιό μου, του είπα, χωρίς να του διευκρινίσω ότι θα τον έκανα βούκινο.
Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή μου τις προάλλες, όταν είδα ότι κάποιοι από αυτούς τους τεράστιους ευκαλύπτους είχαν κουτσουρευτεί και έστεκαν σχεδόν σαν γυμνές κολώνες στη θέση όπου πρωτύτερα ανέμιζαν την σγουρή τους κόμμη. Πυρ και μανία έγινα με τους ανεγκέφαλους που αποφάσισαν το κλάδεμα εν μέσω καύσωνα και που άφησαν το χώρο σχεδόν γυμνό.
Σχεδόν γεμάτη αποστροφή για το θέαμα έφτασα και εχθές στον σταθμό. Και μην βρίσκοντας λεωφορείο να με περιμένει, ούτε καμιά άλλη σκιά, αποφάσισα να "βολευτώ" όπως-όπως στην σκιά ενός κορμού ευκαλύπτου. Και καθώς έπαιζα κρυφτούλι με τον ήλιο πίσω από τον κορμό του ευκάλυπτου, άκουσα ένα μουρμουρητό.
Στην αρχή νόμιζα ότι παράκουσα. Ύστερα όμως βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν η ιδέα μου. Κοίταξα δεξιά και αριστερά: μερικοί επιβάτες που περίμεναν το λεωφορείο. Αυτοκίνητα περνούσαν από τον διπλανό δρόμο, γεμίζοντάς τον με καυσαέριο και φασαρία. Το φανάρι πιο πέρα πρασίνιζε και κοκκίνιζε διαδοχικά. Κάποιες δεκαοχτούρες πετούσαν πού και πού. Από πού προερχόταν όλο αυτό το μουρμουρητό;
Και τότε τα είδα. Ένα σωρό μυρμήγκια έτρεχαν πάνω-κάτω στον κορμό του ευκάλυπτου. Έτρεχαν πάνω-κάτω, χωρίς σταματημό.
- Γρήγορα-γρήγορα! φώναζαν. Γρήγορα, να προλάβουμε να μαζέψουμε τη σοδειά μας, γρήγορα να τη φυλάξουμε στα κελάρια, γρήγορα προτού φύγει το καλοκαίρι, τρέξτε, τρέξτε, τρέξτε!
Και δωσ'του και έτρεχαν τα μυρμήγκια.
- Μα πού πάτε; ρώτησα. Δεν βλέπετε ότι αυτός ο ευκάλυπτος είναι σχεδόν φαλακρός;
- Ε, όχι και φαλακρός, μασκαρεμένος είμαι! ακούστηκε μια βαριά φωνή και ο ευκάλυπτος τρεμούλιασε ολόκληρος, κάνοντας τα μυρμήγκια να σταματήσουν για λίγο το τρέξιμο φωνάζοντας "Σεισμός!".
- Συγγνώμη, του είπα, δεν ήθελα να σε θίξω, αλλά έτσι όπως σε κλάδεψαν...
- Και θαρρείς, ανόητο πλάσμα, ότι αυτό που βλέπεις έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή μου;
Τον κοίταξα απορημένη.
- Μάθε, λοιπόν, συνέχισε ο ευκάλυπτος, ότι την επόμενη βδομάδα είναι ο ετήσιος χορός των ευκαλύπτων...
- Χορεύουν οι ευκάλυπτοι; σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.
- ... και ήθελα να βρω μια στολή...
- Τι είδους στολή; δεν άντεξα και τον διέκοψα.
- Ο χορός είναι μασκέ, αναστέναξε ο ευκάλυπτος. Τίποτα δεν ξέρεις πια;
- Μα το Καρναβάλι είναι το χειμώνα, είπα διστακτικά.
- Θεέ μου, τι αλαζονικά όντα που είστε εσείς οι άνθρωποι! Και νομίζεις, χαζοπούλι μου, ότι όλα γυρνούν γύρω από εσάς; Τι μας νοιάζει εμάς πότε γιορτάζετε εσείς το Καρναβάλι; Και, δηλαδή, τι δουλειά έχει το δικό σας Καρναβάλι με εμάς; Εγώ σου μιλάω για αληθινό χορό!
- Έχεις δίκιο, του είπα για να τον καλμάρω, αλλά και για να μάθω τη συνέχεια. Και λοιπόν;
- Τι λοιπόν; Α, ναι, ήθελα, λοιπόν, να βρω μία στολή, και την βρήκα!
- Και τι στολή βρήκες;
- Για τήρα με! είπε ο ευκάλυπτος και κορδώθηκε σαν τον Παντελή Ζερβό στην κυρά μας τη μαμμή. Ποιον σου θυμίζω;
Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Ίσως έφταιγε και η ζέστη, εμένα πάντως δε μου θύμιζε τίποτα.
- Δε σου θυμίζω τίποτα; ρώτησε ο ευκάλυπτος και ξανακορδώθηκε.
- Ναι, να δεις πώς το λένε, άρχισα να λέω προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, μοιάζεις με εκείνο, καλέ, αχ, δε μου έρχεται το όνομα...
- Ναι, είπε όλος καμάρι ο ευκάλυπτος: ντύθηκα μπαομπάμπ!
Ώστε αυτό ήταν!
- Γι'αυτό σε κλάδεψαν; ρώτησα, προσπαθώντας ακόμα να βρω την ομοιότητα.
- Ναι, δεν είμαι πολύ πετυχημένος;
- Αν είσαι, λέει! Ίδιος είσαι. Γι'αυτό και εκείνοι οι αφρικανοί, τους βλέπεις καλέ εκεί πιο πέρα, αυτοί που πουλάνε παπούτσια αθλητικά, όπου να'ναι θα έρθουν να κατασκηνώσουν εδώ, θα τους θυμίζεις την πατρίδα τους.
- Ας έρθουν, ίσως τους καλέσω να έρθουν και στον χορό. Θα χρειαστώ μερικά αξεσουάρ...
Ύστερα από αυτό, όπως καταλαβαίνετε, εγώ δεν είχα τι άλλο να προσθέσω. Εξάλλου, ήρθε και το λεωφορείο μου και έπρεπε να επιβιβαστώ. Πρόλαβα, όμως, να βγάλω μια φωτογραφία τον ευκάλυπτο-μπαομπάμπ προτού φύγω από την σκιά του κορμού του.
- Είναι για το ιστολόγιό μου, του είπα, χωρίς να του διευκρινίσω ότι θα τον έκανα βούκινο.
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου