Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό ορεινό χωριό, ζούσε ένας αγρότης με τη γυναίκα του. Ο αγρότης και η γυναίκα του ήταν πολύ προκομμένοι, και όλοι στο χωριό τούς θαύμαζαν. Το σπιτάκι τους έλαμπε από την πάστρα και το χωραφάκι τους ήταν καλλιεργημένο από άκρη σε άκρη.
Μια φορά την εβδομάδα, ο αγρότης έπαιρνε το αλογάκι του, φόρτωνε το κάρο του με προϊόντα από το χωράφι του, και κατέβαινε στην κοντινότερη πόλη για να τα πουλήσει. Αργά το απόγευμα, γυρνούσε στο σπίτι του, με το κάρο άδειο, και με την τσέπη γεμάτη λεφτά.
Θα πίστευε κανείς ότι το αγαπημένο αυτό ζευγάρι τα είχε όλα και δεν του έλειπε τίποτα, όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Διότι, τι να το έκαναν το σπιτάκι το πεντακάθαρο, τι να τα έκαναν τα δαντελένια τα κουρτινάκια στα παράθυρα, τι να το έκαναν το μοσχομυριστό το φαγητό στο τραπέζι, τι να το έκαναν το χωράφι το καλοκαλλιεργημένο, τι να τα έκαναν τα λεφτά που έρχονταν στο σπίτι κάθε εβδομάδα, αν δεν είχαν ένα παιδάκι;
Είχαν δοκιμάσει όλα τα γιατροσόφια που ήξεραν οι γηραιότεροι στο χωριό, είχαν πιει αφέψημα από τα πιο θαυματουργά βοτάνια, αλλά αποτέλεσμα δεν έβλεπαν και είχαν αρχίσει να απογοητεύονται.
- Φαίνεται πως τελικά δεν θα αποκτήσουμε παιδί, είπε η γυναίκα στον άντρα της μια Κυριακή μεσημέρι, εκεί που έτρωγαν το φαγητό τους.
- Μην απογοητεύεσαι, γυναίκα, είπε εκείνος, νέοι είμαστε ακόμα.
- Μα αφού δοκιμάσαμε τα πάντα.
- Μπορεί να υπάρχει και κάτι που δεν το ξέρει κανείς στο χωριό.
- Τι εννοείς;
- Εδώ και καιρό το σκέφτομαι... Αύριο που θα ξανακατέβω στην πόλη, θα ρωτήσω για κανέναν γιατρό...
- Λες ο γιατρός να ξέρει καλύτερα;
- Ποιος ξέρει; Μπορεί...
Εκείνο το βράδυ, το ζευγάρι είδε τα πιο γλυκά του όνειρα. Και την επόμενη μέρα, που ο άντρας κατέβηκε στην πόλη, το μυαλό του ήταν συνέχεια στο γιατρό. Όποιον έβλεπε τον ρωτούσε αν ξέρει κάποιον πολύ καλό γιατρό, και ο καθένας έλεγε και κάποιον διαφορετικό. Το κάρο του όλο και άδειαζε, αλλά ακόμα δεν είχε βρει το γιατρό που έψαχνε.
Κόντευε σχεδόν να ξεπουλήσει όλα του τα προϊόντα, όταν ήρθε στον πάγκο του μία μικρή κοπελίτσα. Η κοπελίτσα αγόρασε τις τελευταίες του πατάτες. Ο άντρας τη ρώτησε μήπως γνώριζε κάποιον πολύ καλό γιατρό.
- Σιγά μη δεν ξέρω! είπε εκείνη.
- Αλήθεια;
- Φυσικά! Ο κύριός μου είναι γιατρός, και μάλιστα πολύ καλός! Ουρά κάνουν οι ασθενείς έξω από το ιατρείο του!
- Η γυναίκα μου και εγώ δεν μπορούμε να κάνουμε παιδιά, είπε ο άντρας. Πιστεύεις ότι θα μπορεί να μας βοηθήσει;
- Η ειδικότητά του! είπε η κοπελίτσα και κορδώθηκε, λες και ήταν εκείνη ο γιατρός.
Εκείνο το απόγευμα, ο άντρας διαπίστωσε ότι το άλογό του περπατούσε πιο αργά από ό,τι συνήθως. Εκείνος δεν κρατιόταν να τρέξει να πει τα νέα στη γυναίκα του, και το άλογο σερνόταν!
Η γυναίκα του ενθουσιάστηκε με τα νέα. Το βραδινό τους φαγητό ήταν το πιο νόστιμο που είχαν φάει εδώ και καιρό. Βέβαια, μετά το φαγητό, άρχισαν να σκέφτονται και πιο πρακτικά θέματα. Ο γιατρός θα κόστιζε πολλά λεφτά. Είχαν, άραγε, αρκετά;
Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του τα λεφτά που είχε βγάλει εκείνη τη μέρα. Ήταν αρκετά. Αλλά, τι ήταν αυτό που βρήκαν, ανάμεσα στα άλλα κέρματα; Μια τρύπια δεκάρα!
- Τι είναι αυτό; ρώτησε η γυναίκα.
- Δεν ξέρω, δεν το έχω ξαναδεί.
- Πώς βρέθηκε στην τσέπη σου;
- Δεν έχω ιδέα.
- Κάποιος θα σου το έδωσε, φυσικά, αλλά ποιος;
- Ήμουν λίγο αφηρημένος σήμερα και δεν μπορώ να θυμηθώ όλους αυτούς που ψώνισαν από εμένα.
- Τα τρύπια λεφτά μας έλειπαν... Εδώ χρειαζόμαστε όλα τα λεφτά που μπορούμε να μαζέψουμε, όχι να μαζεύουμε τρύπια λεφτά, που δεν έχουν καμία αξία!
- Μην ανησυχείς, γυναίκα, την επόμενη βδομάδα που θα ξανακατέβω στην πόλη, θα την αλλάξω την τρύπια δεκάρα με μια κανονική. Και δεν θα την ξαναπατήσω έτσι.
Την επόμενη βδομάδα, ο άντρας ξαναφόρτωσε το άλογό του και ξανακατέβηκε στην πόλη. Και αυτή τη φορά δεν είχε μόνο στο μυαλό του να πουλήσει τα προϊόντα του, ήθελε να ξεφορτωθεί και την τρύπια δεκάρα. Δεν ήταν όμως και τόσο εύκολο.
Την πρώτη φορά την έδωσε για ρέστα σε έναν νεαρό.
- Αυτό το κέρμα είναι τρύπιο, είπε ο νεαρός. Δώσε μου ένα άλλο, σε παρακαλώ!
- Συγγνώμη, είπε ο άντρας και αντικατέστησε την τρύπια δεκάρα.
Λίγο αργότερα ξαναπροσπάθησε. Αυτή τη φορά ήταν μία μητέρα με την κόρη της.
- Μαμά, είπε η μικρή, αυτή η δεκάρα είναι τρύπια!
- Έχεις δίκιο, είπε η μητέρα, δεν το πρόσεξα...
Και ο άντρας αναγκάστηκε να αντικαταστήσει και πάλι την τρύπια δεκάρα.
Μετά δοκίμασε να την δώσει σε μία μικρή με μια μεγάλη ελιά στο μάγουλο, που αγόρασε καρότα.
- Αυτά τα λεφτά είναι ψεύτικα, κύριε, είπε η μικρή. Έχουν μία τρύπα μεγαλύτερη από την ελιά μου!
- Ορίστε, πάρε ένα άλλο χωρίς τρύπα, είπε ο άντρας.
Το απόγευμα έφτασε, το κάρο άδειασε, και η τρύπια δεκάρα βρισκόταν ακόμα στα χέρια του άντρα.
- Πώς θα την ξεφορτωθώ αυτή τη δεκάρα; σκεφτόταν ο άντρας, καθώς απομακρυνόταν από την πόλη. Κανείς δεν την παίρνει!
Εκείνη την στιγμή, στην άκρη του δρόμου είδε ένα πολύ αδύνατο αγόρι, που φορούσε μία κάπα.
- Κάπα, τέτοια εποχή; σκέφτηκε ο άντρας.
Το αγόρι τού έκανε νόημα να σταματήσει.
- Πουλάω την κάπα μου, είπε το αγόρι, τη θέλεις;
Ο άντρας σκέφτηκε. Δεν την ήθελε και τόσο, ποιος θα τη φορούσε; Ούτε σε εκείνον, ούτε στη γυναίκα του θα έκανε. Εξάλλου, έπρεπε να κάνει οικονομία, ο γιατρός κόστιζε, δεν μπορούσε να ξοδεύει τα λεφτά του έτσι...
- Σε παρακαλώ, είπε το αγόρι, παρ'την και δώσε μου ό,τι θέλεις. Είμαι ξένος σε αυτά τα μέρη και δεν ξέρω κανέναν. Αύριο θα πάω στην πόλη και θα ψάξω για δουλειά, αλλά μέχρι να βρω δουλειά χρειάζομαι λεφτά.
- Δεν χρειάζομαι κάπα, είπε ο άντρας.
- Δώσε κάτι, ας είναι μόνο ένα κέρμα!
- Ε, αν είναι μόνο ένα κέρμα...
- Τα κατάφερα τελικά, είπε ο άντρας στη γυναίκα του, όταν έφτασε στο σπίτι του. Την ξεφορτώθηκα την τρύπια δεκάρα!
- Δεν είχα καμία αμφιβολία, είπε εκείνη. Όταν θέλεις, μπορείς να γίνεις πολύ αποτελεσματικός. Για να δούμε τώρα, πόσα λεφτά κέρδισες σήμερα; Θα μπορέσουμε να πάμε στο γιατρό;
Από τότε, ο άντρας και η γυναίκα σταμάτησαν να ανησυχούν για την τρύπια δεκάρα και άρχισαν να ανησυχούν μόνο για τον πολυπόθητο διάδοχο. Άρχισαν τις επισκέψεις στο γιατρό, ο οποίος δοκίμασε επάνω τους τις πιο σύγχρονες θεραπείες, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τους απαλλάξει από το μικρό τους κομπόδεμα. Και τόσα λεφτά ξόδεψαν στις θεραπείες, που κατάντησαν να τσακώνονται μέχρι και για την κάπα, που ο άντρας είχε αγοράσει από το αδύνατο αγόρι για μια τρύπια δεκάρα.