Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Να δεις πώς το λένε...



     Ο Άη-Βασίλης χάιδεψε τη γενειάδα του ικανοποιημένος. Οι ατμοί τον είχαν τυλίξει για τα καλά και τα γυαλιά του είχαν θολώσει. Ένιωθε ήδη την ευεργετική επίδραση του ζεστού νερού στην πονεμένη του μέση. Τι φανταστική ιδέα που είχε, να πάει με τη γυναίκα του για μερικές μέρες σε αυτό το απομονωμένο σπα στην Ισλανδία! 
     Μία νεαρή, λεπτή γυναίκα με πολύ λευκό δέρμα πλησίασε.
     - Καλημέρα, κύριε Σάντα, όλα εντάξει;
     - Καλημέρα, Χέλγκα, όλα είναι υπέροχα. Θα μπορούσα να έχω άλλο ένα από αυτά τα υπέροχα αφεψήματα με νερό θερμής πηγής;
     - Φυσικά, αν και θα σας συμβούλευα να μην κάνετε κατάχρηση των αφεψημάτων. Η υπερβολική χρήση τους, εκτός από έντονη εφίδρωση, προκαλεί και συχνοουρία.
     - Πού είναι η γυναίκα μου;
     - Η κυρία Σάντα μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμα γεωθερμικής αναζωογόνησης με ζεστές πέτρες από το όρος Χέκλα και τώρα απολαμβάνει το πρωινό της στην αίθουσα ευεξίας, ακούγοντας πεντατονική μουσική, προκειμένου να συνδεθεί με το εσώτερο εγώ της και να αποβάλει το στρες. Θα θέλατε να με ακολουθήσετε στην αίθουσα μασάζ; Σήμερα θα σας περιποιηθεί ο Έλβαρ. Έχει ειδίκευση στις παθήσεις των μεσοσπονδύλιων δίσκων. Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω. Ποιο άρωμα θα θέλατε να έχει η αίθουσα μασάζ; Πεύκο, σημύδα, ρείκι ή αρκτικό θυμάρι;
     - Σημύδα, είπε ο Άη-Βασίλης, που του έλειπε λίγο και το σπίτι του.
     Η Χέλγκα τον βοήθησε να βγει από τη φυσική δεξαμενή ζεστού νερού όπου είχε περάσει το τελευταίο μισάωρο, και να φορέσει ένα ζεστό, αφράτο μπουρνούζι με το μονόγραμμα του σπα κεντημένο με χρυσή κλωστή.
     - Ακολουθήστε με, παρακαλώ, είπε η Χέλγκα.
     Ο Άη-Βασίλης την ακολούθησε υπάκουα. Περπατώντας επάνω σε έναν όμορφο, ξύλινο διάδρομο, που ούτε καν έτριζε, πέρασαν ανάμεσα από μια σειρά άλλες, φυσικές δεξαμενές, όπου άλλοι λουόμενοι απολάμβαναν τις ευεργεσίες του ζεστού νερού. Οι δεξαμενές ήταν διαφόρων μεγεθών και σχημάτων: άλλες ήταν μικρές, για δυο, το πολύ τρία άτομα, και άλλες ήταν μεγαλύτερες, για δέκα ή δεκαπέντε. Άλλες ήταν στενόμακρες, άλλες ήταν στρογγυλές, και υπήρχε και μία που το σχήμα της, με λίγη καλή θέληση, θύμιζε καρδιά. Οι λουόμενοι ήταν ως επί το πλείστον γυναίκες μέσης και προχωρημένης ηλικίας, αλλά υπήρχαν και άντρες, και μικρά παιδιά.
     Η Χέλγκα έφτασε στο χώρο του μασάζ, άνοιξε την πόρτα και περίμενε ευγενικά, ώσπου ο Άη-Βασίλης να περάσει μέσα. Ο Έλβαρ, ένας ψηλός και αρκετά μυώδης, ξανθός νέος, τον περίμενε δίπλα στο κρεβάτι του μασάζ. Η Χέλγκα προχώρησε μέχρι το παράθυρο, όπου βρισκόταν ένα ράφι με διάφορα μικρά μπουκαλάκια. Διάλεξε ένα και ύστερα πήγε μέχρι το τζάκι, όπου έκαιγε μια ωραία φωτιά. Η Χέλγκα άνοιξε το μπουκαλάκι και έριξε τρεις σταγόνες από το περιεχόμενό του σε ένα μικρό, πορσελάνινο δοχείο που κρεμόταν μέσα στο τζάκι. Αμέσως ο χώρος πλημμύρισε από το γνώριμο άρωμα της σημύδας. Ο Άη-Βασίλης ανάσανε βαθιά. Η Χέλγκα χαμογέλασε.
     - Καλή σας απόλαυση, κύριε Σάντα, είπε και βγήκε αμέσως από το δωμάτιο.
     Ο Έλβαρ βοήθησε τον Άη-Βασίλη να βγάλει το μπουρνούζι του και να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ύστερα, έβαλε στα χέρια του ένα αρωματικό λάδι και άρχισε με επιδέξιες κινήσεις να τον τρίβει, επιμένοντας στην περιοχή της μέσης. Ο Άη-Βασίλης ένιωσε πως βρισκόταν στον Παράδεισο. Λίγο ακόμα και θα αποκοιμιόταν.
     Η ξύλινη πόρτα του δωματίου άνοιξε και εμφανίστηκε και πάλι η Χέλγκα, κρατώντας ένα ογκωδέστατο πακέτο.
     - Κύριε Σάντα, μόλις ήρθε η αλληλογραφία σας, είπε και ακούμπησε το πακέτο σε ένα τραπεζάκι, που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Θα θέλατε, μήπως, να σας το ανοίξω;
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει με τίποτα την ανωνυμία του.
     - Όχι, ευχαριστώ, είπε. Θα το ανοίξω μόνος μου.
     - Μήπως προτιμάτε να το πάω στο δωμάτιό σας;
     - Αφήστε το καλύτερα εδώ, θα το ανοίξω μετά.
     - Όπως θέλετε.
     Η Χέλγκα εξαφανίστηκε και πάλι. Ο Έλβαρ τώρα μάλαζε εντατικά τον αυχένα του. Ο Άη-Βασίλης αφέθηκε και πάλι στα μαγικά χέρια του μασέρ και έκλεισε τα μάτια του. Αποκοιμήθηκε ύστερα από μερικά λεπτά.
     Ξύπνησε ύστερα από ένα τέταρτο περίπου, όταν ο Έλβαρ τον σκούντηξε ελαφρά και τον ενημέρωσε ότι το μασάζ του είχε τελειώσει.
     - Μπορείτε τώρα να περάσετε στη θερμαινόμενη πισίνα που βρίσκεται δίπλα, είπε ο Έλβαρ, καθώς τον βοηθούσε να ξαναφορέσει το μπουρνούζι του. Ένα σύντομο, ζεστό μπάνιο θα παρατείνει τα αποτελέσματα του μασάζ. Και για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα, μπορείτε κατόπιν να κάνετε ένα κρύο ντους στον τεχνητό καταρράκτη που βρίσκεται στο αίθριο. Το νερό του καταρράκτη έρχεται απευθείας από το πάρκο Βατναγιόκουλ, στα νοτιοανατολικά της χώρας.
     - Ναι, το γνωρίζω το Βατναγιόκουλ, έχω πάει, είπε ο Άη-Βασίλης και δαγκώθηκε για να μην πει περισσότερα και προδώσει την ταυτότητά του. Θα μπορέσετε να μου φέρετε το πακέτο μου στο χώρο της θερμαινόμενης πισίνας; Μου φαίνεται αρκετά ογκώδες για να το κουβαλήσω μόνος μου.
     - Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Έλβαρ, και πήρε στα χέρια του το πακέτο. Παρακαλώ, μετά από εσάς...
     Οι δύο άντρες πέρασαν στο χώρο της θερμαινόμενης πισίνας, όπου διάφοροι λουόμενοι κολυμπούσαν νωχελικά. Ένα ζευγάρι στη μία άκρη της πισίνας έπαιζε μία παρτίδα σκάκι. Δυο-τρία πιτσιρίκια έπαιζαν φορώντας σωσίβια.
     Ο Άη-Βασίλης άφησε το μπουρνούζι του σε μία ξαπλώστρα και μπήκε στην πισίνα, κατεβαίνοντας προσεκτικά από τη μικρή, μεταλλική σκάλα. Ο Έλβαρ έβαλε το πακέτο στο κάτω μέρος της ξαπλώστρας, χαιρέτησε τον Άη-Βασίλη με μια ελαφριά υπόκλιση και αποχώρησε.
     Ο Άη-Βασίλης έκανε δύο απλωτές, αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησε πόσο δίκιο είχε η Χέλγκα σχετικά με τα αφεψήματα του σπα και την επίδρασή τους στον οργανισμό. Δεν μπορούσε να ξέρει αν είχε ιδρώσει εξαιτίας των αφεψημάτων που είχε πιει νωρίτερα ή εξαιτίας της αγωνίας του να προλάβει να πάει στην τουαλέτα.
     Γύρισε στην ξαπλώστρα του από την τουαλέτα ξαλαφρωμένος και ξέχασε εντελώς να πάει στον καταρράκτη με το νερό από το πάρκο Βατναγιόκουλ για το κρύο ντους που του είχε συστήσει ο Έλβαρ. Στο μεταξύ, η γυναίκα του μόλις είχε φτάσει στο χώρο της πισίνας. Φαινόταν πραγματικά ανανεωμένη.
     - Μεγάλη εφεύρεση η πεντατονική μουσική, είπε η γυναίκα του. Έπρεπε να έρθεις και εσύ.
     - Ίσως αύριο, απάντησε ο Άη-Βασίλης. Θα καθήσεις εδώ, μαζί μου, ή έχεις κανονίσει κάποια άλλη θεραπεία για μετά;
     - Έχει μία συνεδρία αρκτικής γιόγκα που θέλω να παρακολουθήσω, αλλά είναι το απόγευμα, οπότε μέχρι τότε είμαι ελεύθερη. Εξάλλου, κοντεύει μεσημέρι, όπου να'ναι θα σερβιριστεί το γεύμα. Ζήτησα να μας σερβίρουν στο δωμάτιο, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Δεν χρειάζεται να πολυκυκλοφορείς όταν το μέρος είναι γεμάτο από κόσμο, όλο και κάποιο παιδάκι θα σε αναγνωρίσει.
     - Τι επιλογές έχουμε;
     - Έχω παραγγείλει ήδη. Βακαλάο με πατάτες για εμένα και καπνιστό αρνί για εσένα, που δε σου αρέσουν τα ψάρια. Το σερβίρουν με μία σως αγριοφράουλας, μου είπαν. Τι είναι αυτό;
     - Η σημερινή αλληλογραφία.
     - Αντί να λιγοστεύει, όλο και αυξάνεται, όσο πλησιάζουμε στην παραμονή.
     - Τι να κάνουμε;
     - Θα τα διαβάσεις τώρα τα γράμματα ή μετά το φαγητό;
     - Έλεγα να τα διαβάσω τώρα, αλλά ίσως είναι καλύτερα να τα διαβάσω στο δωμάτιο.
     - Συμφωνώ. Πάμε, λοιπόν, στο δωμάτιο. Θα σε βοηθήσω και εγώ.

     Λίγο αργότερα, στο δωμάτιό τους, καθισμένοι σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες, με θέα τον Ατλαντικό στο βάθος, ο Άη-Βασίλης και η γυναίκα του άνοιξαν το πακέτο. Πάνω από εκατό γράμματα ξεχύθηκαν από μέσα. Ο Άη-Βασίλης άρχισε να τα διαβάζει. Ήταν όλα από παιδιά, και τα περισσότερα ήταν στολισμένα με όμορφες, χαρούμενες ζωγραφιές. Ο Άη-Βασίλης διάβαζε, η γυναίκα του κρατούσε σημειώσεις και τα ταξινομούσε αλφαβητικά, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης.
     Ξαφνικά, ο Άη-Βασίλης κοντοστάθηκε. 
     - Τι είναι τούτο; αναρωτήθηκε.
     Τα γράμματα επάνω στο φάκελο δε φαίνονταν παιδικά, αλλά ούτε και τα γράμματα μέσα του. Ο Άη-Βασίλης διάβασε:
     "Αγαπητέ μου Άγιε Βασίλη, πρώτα-πρώτα ελπίζω να είσαι καλά. Θα θυμάμαι για πάντα την περσινή μας συνάντηση που στάθηκε αφορμή για να αποκτήσω ένα κουτί με χρωματιστά μολύβια..."
     - Δεν το πιστεύω! είπε ο Άη-Βασίλης. 
     - Τι τρέχει; ρώτησε η γυναίκα του.
     - Η Πίπη μου έστειλε γράμμα!
     - Η Πίπη; Αλήθεια; Αυτό κι αν είναι περίεργο! Αλλά μήπως γράφει εκ μέρους κάποιου παιδιού;
     - Κάτσε να δούμε: "Αυτά τα χρωματιστά μολύβια ήταν στ'αλήθεια το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω πάρει. Με αυτά κατάφερα να φτιάξω την πρώτη παγκοσμίως γνωστή απεικόνιση μιας γατουβάγιας, καθώς επίσης και το πορτρέτο μιας λαγανομάτας κόρης, μεταξύ άλλων..."
     - Ώστε είναι ευχαριστήριο γράμμα!
     - Γράφει κι άλλα, περίμενε: "Η κίνησή σου αυτή, να μου φέρεις πρωτοχρονιάτικο δώρο, με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν φέρνεις δώρα μόνο στα παιδιά. Έτσι, και καθώς η πρωτοχρονιά ξαναπλησιάζει, αποφάσισα να σου στείλω αυτό το γράμμα και να σε πληροφορήσω ότι ήμουν καλή όλο το 2023, παρ'όλο που μου δόθηκαν άπειρες ευκαιρίες να μην είμαι. Αυτό μπορούν να σου το βεβαιώσουν όλοι, αλλά μάλλον το ξέρεις ήδη..."
     - Πού το πάει, άραγε;
     - "... Αφού, λοιπόν, υπήρξα καλή όλο τον χρόνο, θα ήθελα φέτος να μου φέρεις ένα δώρο αντίστοιχο με το περσινό και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι ένα ατελιέ..."
     - Τι θέλει, λέει; Ένα ατελιέ; Α, μα αυτή έχει ξεφύγει!
     - "Σκέψου τι ωραία πράγματα θα μπορώ να φτιάξω, πόσα ακόμα σπάνια πορτρέτα, αν έχω τον κατάλληλο χώρο γι'αυτό. Και προτού βιαστείς να πεις ότι ζητάω πολλά, θα σου πω ότι βολεύομαι και με ένα μικρό. Σε ευχαριστώ προκαταβολικά και σου υπόσχομαι ότι αν μου φέρεις ένα ατελιέ, θα είσαι ο πρώτος που θα ζωγραφίσω το 2024.

     Με αγάπη,
     Πίπη"

     Ο Άη-Βασίλης δίπλωσε το γράμμα και το άφησε δίπλα του.
     - Τι να κάνω με το γράμμα; Να το πετάξω στα σκουπίδια; ρώτησε η γυναίκα του. Ή προτιμάς να το κρατήσουμε και να το διαβάζουμε για να γελάμε;
     - Κράτησέ το και βλέπουμε... Να δεις πώς το λένε οι Έλληνες...
     - Ποιο;
     - Αυτό... Κάτσε λίγο, και θα το βρω. Πού είναι το βιβλίο μου;
     - Στο κομοδίνο, εκεί που το άφησες.
     Ο Άη-Βασίλης πήγε μέχρι το κομοδίνο και πήρε το χοντρό βιβλίο που βρισκόταν εκεί. "Παροιμίες και γνωμικά από όλο τον κόσμο" ήταν ο τίτλος του βιβλίου. Ο Άη-Βασίλης το άνοιξε και το ξεφύλλισε αργά. 
     - Να'το! είπε. Δε σου είπα ότι θα το έβρισκα; "Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ'ανέβει στο κρεβάτι", έτσι το λένε!

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Λόγω των ημερών

 

     Νέα περίοδος ιδεοξηρασίας στη χώρα της Γλωσσοπάθειας, παρ'όλο που έρχονται Χριστούγεννα. 
     - Μα τι θα γίνει, επιτέλους; λέει η Πίπη και πηγαινοέρχεται πέρα-δώθε, περιμένοντας να γεννηθεί καμιά ιδέα, όπως περιμένουν στο μαιευτήριο οι συγγενείς των επιτόκων.
     Αλλά άδικα περιμένει η Πίπη. Και, αντίθετα από τους συγγενείς των επιτόκων, που κάποια στιγμή βλέπουν ένα μωρό, εκείνη δεν βλέπει ιδέα ούτε για δείγμα. Και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, και η Γλωσσοπάθεια ακόμα να στολίσει...
     Μήπως να πήγαινε ένα ταξίδι, να αλλάξει τον αέρα της; Και δε μιλάμε καν για το Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα, ας είναι ένα ταξίδι εδώ κοντά, στη Χώρα των Θαυμάτων, ας πούμε, ή στη Χώρα του Ποτέ... Θα συναντούσε την Αλίκη, ή τον Πήτερ Παν, και όλο και κάποια ιδέα θα της έδιναν. Αλλά η Αλίκη - άκουσε η Πίπη - μεγάλωσε πια και πάχυνε και την τελευταία φορά που μπήκε στο λαγούμι του κουνελιού σφήνωσε και έμεινε σφηνωμένη στο λαγούμι πέντε μέρες και παρά τρίχα να την βρουν τα Χριστούγεννα σφηνωμένη, οπότε φέτος δεν θα πάει καθόλου στη Χώρα των Θαυμάτων, θα κάτσει στο σπίτι της να τρώει μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες.... Όσο για τον Πήτερ Παν, μεγάλωσε και εκείνος και άρχισε τις εξόδους και τα ξενύχτια, με αποτέλεσμα να κάνει μπυροκοιλιά, και όλοι ξέρουμε ότι η μπυροκοιλιά λειτουργεί σαν βαρίδι και δεν επιτρέπει το πέταγμα. Και τι να πάει να κάνει ο Πήτερ Παν στη Χώρα του Ποτέ, αν δεν μπορεί να πετάξει; Θα τον κοροϊδεύουν μέχρι και οι πυγολαμπίδες!
     - Αχ! αναστενάζει η Πίπη και σκέφτεται ότι πρέπει να αγοράσει μελομακάρονα, να πνίξει την θλίψη της στην γλυκιά τους αγκαλιά, και ύστερα να πάει εκείνη στο λαγούμι του κουνελιού, να σφηνώσει μεταξύ της Χώρας της Πραγματικότητας και της Χώρας των Θαυμάτων.
     Προς το παρόν, βέβαια, είναι ήδη σχεδόν σφηνωμένη ανάμεσα στις χώρες των βεραντών. Μεγάλη βαρεμάρα και εκεί. Πού είναι οι πολυλογίες και τα χάχανα; Πού είναι οι τσακωμοί; Πού είναι τα κουτσομπολιά; Οι ένοικοι των δύο χωρών δεν έχουν και πολλή όρεξη, ούτε σε απεργίες για τακτικότερο πότισμα δεν κατεβαίνουν πια...
     Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όλο και κάτι συμβαίνει σε αυτές τις δύο χώρες, όχι πάντα χαρούμενο, φυσικά... Ορίστε, για παράδειγμα, τη θυμάστε τη ρίγανη; Ε, λοιπόν, ξεχάστε την... Έμεινε και ο βασιλικός χωρίς παρέα δίπλα του για να κουτσομπολεύει και άρχισε τις προσπάθειες να μπει στη Χώρα του διαμερίσματος. Ώσπου, πάει η Πίπη μια μέρα να κλείσει την μπαλκονόπορτα, πάει ο βασιλικός να μπει μέσα, ορίστε ένα κάταγμα καραμπινάτο για τον επίδοξο μετανάστη! Για να μη μιλήσουμε για την γλάστρα με τα κερασοκούκουτσα, που με περισσό θράσος  ενημέρωσε την Πίπη ότι οι κερασιές δε θα φυτρώσουν φέτος (ούτε του χρόνου, φυσικά), αλλά, βέβαια, η Πίπη δεν το άφησε έτσι, γέμισε την γλάστρα με ροδακινοκούκουτσα και τώρα βλέπει το μέλλον με μια σχετική αισιοδοξία (η γλάστρα, πάλι, το αντίθετο, το παίζει Κασσάνδρα).
     - Πάει, λέει η Πίπη, τελείωσε, θα έρθουν τα Χριστούγεννα και δεν θα έχω καμία ιστορία... Τι κρίμα!
     - Τι κρίμα! επαναλαμβάνουν και οι ένοικοι των χωρών των δύο βεραντών, αλλά η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, ούτε που τους νοιάζει...
     Αλλά μια μέρα, εκεί που άνοιγε ένα από τα παράθυρά της, πού νομίζετε ότι έπεσε το μάτι της Πίπης; Στην γλάστρα με τις δίδυμες βερυκοκίτσες, έπεσε. Και, βέβαια, εκεί βρίσκονταν οι δύο αδερφούλες, που έχοντας χάσει - λόγω εποχής - τα φυλλαράκια τους, κοιμούνταν ειρηνικά, δίπλα-δίπλα, μόνο πως η Πίπη είδε και κάτι άλλο. Δίπλα ακριβώς στις δίδυμες κοιμωμένες, επάνω σε ένα ξυλάκι από αυτά που χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα, υπήρχε μία στρουμπουλή, πράσινη κάμπια!
     - Μπλιαχ! έκανε η Πίπη. Τι δουλειά έχει μία στρουμπουλή, πράσινη κάμπια στη Χώρα της πίσω βεράντας, και μάλιστα δίπλα στις βερυκοκοαδερφούλες; Θα πρέπει να την διώξω πάραυτα!
     Η Πίπη οπλίστηκε με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει και πήγε στην μπαλκονόπορτα που βρισκόταν κοντά στην επίμαχη γλάστρα. Αλλά μόλις πλησίασε στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, η κάμπια, που προφανώς την είχε δει, μετακινήθηκε ελαφρώς και κρύφτηκε πίσω από το ξυλάκι! Καλέ, τι περίεργο πράγμα; Αυτή η κάμπια είχε πόδια!
     Η Πίπη το ξανασκέφτηκε. Αυτή η κάμπια ήταν πολύ περίεργη και, ενδεχομένως επικίνδυνη. Και αν, αφού είχε πόδια, ήξερε και καράτε; Και αν, με το που πλησίαζε η Πίπη, η κάμπια την άρχιζε στις κλωτσιές;  
     Η Πίπη πήγε στην άλλη μπαλκονόπορτα, από την άλλη πλευρά της γλάστρας, που είναι και λίγο πιο μακριά, και την άνοιξε προσεκτικά. Αμέσως η κάμπια ξαναμετακινήθηκε προς την αντίθετη πλευρά και ξανακρύφτηκε πίσω από το ξυλάκι. Η Πίπη αναθάρρησε λίγο, αλλά και πάλι... Αυτή η κάμπια, αν ήταν κάμπια, ήταν η πιο περίεργη κάμπια που είχε δει ποτέ της. Ήθελε να την παρατηρήσει, αλλά ήθελε και να κρατήσει απόσταση ασφαλείας, πώς θα γινόταν αυτό;
     Και τότε θυμήθηκε πως είχε μία φωτογραφική μηχανή. Αυτό ήταν! Θα φωτογράφιζε την κάμπια και ύστερα θα έκανε ζουμ στη φωτογραφία για να τη δει και να τη μελετήσει καλύτερα. Έτρεξε, λοιπόν, η Πίπη, πήρε τη φωτογραφική της μηχανή, βγήκε στη Χώρα της πίσω βεράντας πολύ προσεκτικά και, προσπαθώντας να μην πλησιάσει υπερβολικά κοντά - είπαμε, ίσως η κάμπια να ήξερε και καράτε - άρχισε να βγάζει φωτογραφίες. Η κάμπια έμενε ακίνητη, ευτυχώς.
     Έβγαλε τις φωτογραφίες που ήθελε η Πίπη και γύρισε στην ασφάλεια της Χώρας του διαμερίσματος. Έκανε ζουμ και άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά την κάμπια... Και, ναι, τελικά είχε δίκιο. Δηλαδή, δεν ξέρω αν είχε δίκιο για το καράτε, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα ότι η κάμπια μάλλον δεν ήταν κάμπια. Και τι ήταν, τότε; Η Πίπη κοίταξε προσεκτικά τα δύο μακριά πόδια, που είχαν κολλήσει επάνω στο ξυλάκι και ίσα-ίσα ξεχώριζαν, τα φτερά που μισοσκέπαζαν τα πόδια σαν τέντα κατασκηνωτή, το σκυφτό της κεφάλι, σαν ευσεβούς προσκυνητή... Ε, λοιπόν, αν δεν επρόκειτο για ακρίδα, η Πίπη δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να είναι!
     Η Πίπη πρώτη φορά έβλεπε ακρίδα σε αυτήν την στάση. Τι έκανε εκεί; Και γιατί δεν πετούσε μακριά; Ήθελε πολύ να μάθει, αλλά δεν τολμούσε να πολυπλησιάσει, αφού την ανατριχιάζουν οι ακρίδες. Είπε, λοιπόν, με τρόπο στο βασιλικό, να πει στη λουίζα, να πει στο δυόσμο, να πει στην ντοματιά, που είναι δίπλα στην γλάστρα με τις δίδυμες κοιμισμένες βερυκοκίτσες, να ρωτήσει την ακρίδα και να μάθει.
     Και ο βασιλικός, παρ'όλο που ακόμα της κρατούσε μούτρα για το κάταγμά του, είπε στη λουίζα, που είπε στο δυόσμο, που είπε στην ντοματιά, να ρωτήσει την ακρίδα.
     - Ε, ψιτ! είπε η ντοματιά.
     Τσιμουδιά η ακρίδα.
     - Ε, ψιτ, σε εσένα μιλάω! επέμεινε η ντοματιά. Ε, ψιτ, καλέ!
     - Παρντόν, είπε η ακρίδα, είπατε κάτι;
     - Καλέ, τι σνομπαρία είναι τούτη! είπε ο δυόσμος στη λουίζα, που κούνησε τα κλαδάκια της πάνω-κάτω, για να δείξει πως συμφωνούσε.
     - Ναι, είπε η ντοματιά. Ποια είσαι και από πού έρχεσαι;
     - Καλά μου το έλεγε η μητέρα μου, είπε η ακρίδα. Πολλή μπασκλασαρία κυκλοφορεί...
     - Τι; είπε η ντοματιά και γύρισε προς τον δυόσμο, μην τυχόν είχε ακούσει, αλλά εκείνος - είναι και λίγο βαρύκοος, λόγω ηλικίας - σήκωσε τα φυλλαράκια του ψηλά, εννοώντας πως δεν είχε ιδέα.
     Η ακρίδα αναστέναξε.
     - Ποια είσαι και από πού έρχεσαι; επανέλαβε η ντοματιά.
     - Είναι τουλάχιστον ανάγωγο να ρωτάει κάποιος τέτοιες προσωπικές πληροφορίες, χωρίς προηγουμένως να έχει συστηθεί ο ίδιος, είπε.
     - Τι σου είπα; Σνομπαρία, είπε ο δυόσμος στη λουίζα.
     - Είμαι η ντοματιά, είπε η ντοματιά, και ζω εδώ τα τελευταία χρόνια. Εσύ ποια είσαι και από πού έρχεσαι;
     - Με λένε Λήδα και, προφανώς, είμαι ακρίδα, είπε η ακρίδα. Όσο για το από πού έρχομαι, είναι μεγάλη ιστορία...
     - Εδώ μας αρέσουν οι ιστορίες, πετάχτηκε η λουίζα. Είμαι η λουίζα, πρόσθεσε. Και από εδώ είναι ο δυόσμος και ο βασιλικός. Όλοι είμαστε φίλοι και μένουμε εδώ πολύ καιρό.
     - Εγώ είμαι βασιλοπούλα, η μοναχοκόρη του βασιλιά της Ακριδανίας. 
     - Α, της Ακριδανίας! είπαν όλα τα φυτά μαζί, παρ'όλο που δεν ήξεραν πού πέφτει η Ακριδανία.
     - Μεγάλωσα με όλες τις περιποιήσεις που αρμόζουν σε μία βασιλοκόρη και είχα τις καλύτερες τροφούς. Έμαθα χορό και τραγούδι, και είμαι πτυχιούχος στην άρπα.
     - Ω, της άρπας! έκαναν τα φυτά, παρ'όλο που δεν ήξεραν τι είναι η άρπα.
     - Δυστυχώς, όμως, ο πατέρας μου έχει πολλούς και πολύ ισχυρούς εχθρούς. Και ένας από αυτούς, ένας κακός μάγος από το Κατάρ, μας έριξε μια βαριά κατάρα.
     - Κατάρα;
     - Ναι. Με καταράστηκε να πεθάνω, την ημέρα των πρώτων γενεθλίων μου, την ώρα που θα έσβηνα το κεράκι στην τούρτα.
     - Τρομερό!
     - Και όχι μόνο αυτό. Καταράστηκε και όλους τους υπηκόους του βασιλείου να πεθάνουν μαζί με εμένα. 
     - Πόση κακία! 
     - Έτσι, για να σώσω το βασίλειο του πατέρα μου - και καθώς πλησιάζουν τα πρώτα μου γενέθλια -, αποφάσισα να φύγω μακριά... και έφτασα μέχρι εδώ.
     - Τι συγκινητική ιστορία! είπε η λουίζα.
     - Θα με πάρουν τα ζουμιά, είπε η ντοματιά.
     - Μέχρι και εγώ δάκρυσα, είπε ο δυόσμος. Τι αυταπάρνηση!
     - Αλλά το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό και χρειάζομαι ξεκούραση. Γι'αυτό, αν δε σας πειράζει, θα ήθελα να κοιμηθώ... Σιλάνς!
     Και τα φυτά σώπασαν, παρ'όλο που δεν ήξεραν τι σημαίνει σιλάνς.
     Όταν, λίγο αργότερα, η Πίπη βγήκε στη βεράντα, τα φυτά τής είπαν σχεδόν ψιθυριστά την ιστορία της Λήδας της ακρίδας. Αλλά εκείνη, σε αντίθεση με τα φυτά, όχι μόνο δεν συγκινήθηκε, όχι μόνο δεν δάκρυσε, αλλά επέδειξε μία μάλλον παγερή αδιαφορία. Βλέπετε, είχε ήδη μάθει ότι έτσι κάνουν όλες οι ακρίδες το χειμώνα και είχε καταλάβει, επιπλέον, ότι η συγκεκριμένη ακρίδα ήταν και πολύ ψηλομύτα. Και θα την είχε διώξει κακήν κακώς τη Λήδα την ακρίδα από τη Χώρα της πίσω βεράντας, αν δεν σκεφτόταν ότι έρχονται Χριστούγεννα...


ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου