Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Σε αναζήτηση τίτλου

     Τον τελευταίο καιρό, διάφορα γεγονότα απασχολούν το μυαλό της Πίπης και δεν την αφήνουν να σταυρώσει ούτε πρόταση. Μάταια προσπαθεί να βρει ιστορίες, μάταια επιπλήττει τον εαυτό της για τη συγγραφική της απουσία. Οι ιστορίες μάλλον έχουν φτιάξει τις βαλίτσες τους και κάνουν διακοπές. Κάπου ζεστά, υποθέτω. Το θέμα είναι πως οι ιστορίες λείπουν. Και αυτό, το δίχως άλλο, στενοχωρεί την Πίπη. 
     Παρ'όλ'αυτά, η Πίπη ακόμα θυμάται. Και τι θυμάται; Θυμάται ότι σαν σήμερα, έναν χρόνο πριν, ένα φασολάκι μετατράπηκε σε ανθρωπάκι και ξεπήδησε στον κόσμο των ανθρώπων κάνοντάς τον ένα πολύ πιο ενδιαφέρον μέρος για να ζει κανείς. Το ανθρωπάκι, είχε ό,τι έχουν όλα τα ανθρωπάκια: δυο μεγάλα, ερευνητικά μάτια, δυο βελούδινα, φουσκωτά μαγουλάκια, απαλά, σαν μετάξι μαλλάκια, λεπτά χεράκια με μακριά δαχτυλάκια και δυο απαλά πατουσάκια, γεννημένα για φιλάκια.
     Όλοι είπαν ότι ήταν ένα πολύ όμορφο μωρό, κάτι που αποδείχτηκε πως δεν ήταν διόλου αλήθεια, αφού στην πορεία ομόρφυνε κι άλλο! Έτσι, με κάθε επιφύλαξη, τώρα, ναι, το μωρό είναι ένα όμορφο μωρό. Και όχι μόνο αυτό. Είναι η χαρά της ζωής, μέσα στα γέλια και τις τσαχπινιές. Για να μην αναφερθούμε στην άνεση τοπ μόντελ, με την οποία ποζάρει στο φακό... Ούτε να μιλήσουμε για την ταχύτητα με την οποία έμαθε να πατάει τα κουμπιά του τηλεφώνου και να μετακινεί τις φωτογραφίες στα κινητά με οθόνη αφής, κάτι που στους μεγαλύτερους παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο...
     Το μωρό πέρασε από όλα τα στάδια που περνάνε συνήθως τα μωρά, και στην παρούσα φάση έχει μεταμορφωθεί σε ένα μαϊμουδάκι, που μιμείται ό,τι βλέπει και δεν πτοείται από τα κάθε λογής εμπόδια που συναντάει στον δρόμο του, δίνοντας μαθήματα υπομονής και, κυρίως, επιμονής και αποδεικνύοντας ότι είναι καμωμένο από την στόφα του νικητή. Λάτρης των ήχων, το ανθρωπάκι τώρα πια μιλάει με μεγάλη επιτυχία τη δική του, μοναδική γλώσσα, είτε μονολογώντας, είτε κουβεντιάζοντας με τους γύρω του και τα "πρρρρρρρρρρρ", τα "μπρδμπλμπρδ", τα "νταμπανταμπανταμπα" και τα "ταμπετάταμπετάταμπετά" πάνε κι έρχονται. Πλάθει κουλουράκια, χτυπάει παλαμάκια, φυσάει, σφυρίζει, τρελλαίνεται να παίζει τύμπανο, και γενικά προσφέρει άφθονη διασκέδαση στους γύρω του, που νομίζουν ότι το ανθρωπάκι δεν ξέρει τι του γίνεται. Κούνια που τους κούναγε...
     Τέλος πάντων, το γεγονός είναι ένα: το ανθρωπάκι, η μικρή τυμπανίστρια, σήμερα έχει γενέθλια και η Πίπη, που όπως όλοι έχουν μάθει είναι μία χαζοθεία άνευ προηγουμένου, αποφάσισε να της κάνει ένα δώρο ειδικά φτιαγμένο για εκείνη. Και ποιο δώρο θα ήταν καλύτερο από μία ιστορία;
     Όμως η Πίπη δυσκολεύεται. Σκέφτηκε, λοιπόν, να αφιερώσει ένα ταιριαστό παραμύθι στην ανηψούλα της, αλλά ποιο;
     Να γράψει για την Ωραία Κοιμωμένη, που μια κακιά μάγισσα τη μάγεψε και την έκανε να αποκοιμιέται μόνο στην αγκαλιά και όχι στο κρεβάτι της, μέχρι να γίνει δεκαέξι ετών; Η Πίπη χαμογελάει, ενθυμούμενη πόσες φορές η Ωραία Κοιμωμένη έχει αποκοιμηθεί και στη δική της αγκαλιά - και, μεταξύ μας, και η Πίπη έχει αποκοιμηθεί αγκαλιά με την Ωραία Κοιμωμένη. Όταν λύνονται τα μάγια και η Ωραία Κοιμωμένη ξυπνάει, σκάει ένα χαμόγελο, μα ένα χαμόγελο... Η Πίπη σκέφτεται το χαμόγελο της Ωραίας Κοιμωμένης, κάθε φορά που λύνονται τα μάγια, και ξεχνάει τι ήθελε να κάνει!
     Α, ναι, να γράψει ένα παραμύθι θέλει! Μήπως να γράψει για την Ραπουνζέλ; Βέβαια, πώς το ξέχασε; Αφού και η ίδια τη μικρή τη φώναζε Ραπουνζέλ στην αρχή. Και η μικρή Ραπουνζέλ είχε κάτι μαλλάκια σαν σαλιγκαράκια, που όμως στη συνέχεια τα σαλιγκαράκια ξεδιπλώθηκαν και τώρα τα μαλλάκια είναι ίσια και μεταξένια, σαν να τα έχουν φτιάξει μεταξοσκώληκες!
     Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν μια κοπέλα που την έλεγαν Ραπουνζέλ, που μάκραινε τα μαλλιά της, για να τα κάνει μακριές πλεξούδες και να τα ρίξει στο πριγκηπόπουλο, να ανέβει στον πύργο όπου βρισκόταν κλεισμένη και να σκοτώσει τον δράκο που τη φύλαγε νύχτα-μέρα... Η Πίπη σκέφτεται πόσο ενοχλείται η μικρή Ραπουνζέλ όταν της πειράζουν τα μαλλιά και πόσο απεχθάνεται τα τσιμπιδάκια και τα καπέλα. Και ονειρεύεται πότε θα μακρύνουν τα μαλλάκια της για να της τα πλέκει κοτσιδάκια...
     Καλή η Ραπουνζέλ, δε λέω, αλλά μήπως η Σταχτοπούτα είναι πιο ταιριαστή; Για να τα βάλουμε κάτω τα πράγματα... Εντάξει, μητριά δεν υπάρχει, μόνο μια χαζομαμά, και ούτε κακές αδερφές υπάρχουν (τουλάχιστον, όχι ακόμη), αλλά νεραϊδονονά υπάρχει και είναι η Πίπη, αυτό δε σας το είπα, σας το είπα;
     Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν μια κοπέλα που την έλεγαν Σταχτοπούτα και της άρεσαν οι δουλειές του σπιτιού και ιδιαίτερα το σκούπισμα και το ξεσκόνισμα και που είχε μεγάλα πόδια... Θα ξεχάσει η Πίπη πως της μέτρησαν την πατούσα της μικρής Σταχτοπούτας για να της πάρουν τα βαφτιστικά παπούτσια στο σωστό νούμερο, πως της τα πήραν και ένα νούμερο μεγαλύτερα, αλλά πως το πόδι της μεγάλωσε τόσο γρήγορα που μόλις και μετά βίας πρόλαβε να τα φορέσει; Άραγε, το βασιλόπουλο έχει προνοήσει να της φέρει μεγάλο νούμερο παπούτσι; Καημένη Σταχτοπούτα, δεν είσαι τελικά για γυάλινο γοβάκι...
     Και τότε η Πίπη σκέφτεται τη Χιονάτη, παρ'όλο που το δέρμα της μικρής δεν είναι λευκό σαν το χιόνι. Και μετράει: δύο χαζογονείς, τέσσερεις χαζοπαππούδες και μια χαζοθεία-νεραϊδονονά, το σύνολο εφτά. Και, γεμάτη χαρά που επιτέλους τον βρήκε τον τίτλο, η Πίπη αναφωνεί:
     - Μα πώς και δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Η Χιονάτη και οι εφτά χάνοι!
     Και το παραμύθι συνεχίζεται.
    

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου

     Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια όμορφη κοπέλα, που το δέρμα της ήταν κατάλευκο σαν το χιόνι, και γι'αυτό την έλεγαν Χιονάτη. Η Χιονάτη ήταν κόρη ενός πλούσιου βασιλιά, που είχε τη δυστυχία να μείνει χήρος πολύ νέος, όταν ακόμα η Χιονάτη ήταν πολύ μικρό κοριτσάκι, και επειδή κάθε κοριτσάκι, ακόμα κι αν είναι λευκό σαν το χιόνι, χρειάζεται μία μαμά, είχε ξαναπαντρευτεί και είχε πάρει μια νέα και όμορφη γυναίκα, που όλος ο κόσμος τη θαύμαζε.
     Η μητριά της Χιονάτης ήταν έξυπνη και δυναμική γυναίκα, είχε όμως ένα αδύνατο σημείο, κι αυτό ήταν η ομορφιά της. Ξόδευε πολλά για την περιποίησή της και οι μασέρ και οι αισθητικοί πηγαινοέρχονταν στο παλάτι κάθε μέρα. Και, παρ'όλο που έβαζε ένα σωρό κρέμες και πρόσεχε τη διατροφή της, πάντα ανησυχούσε στην υποψία μίας ρυτίδας ή μίας άσπρης τρίχας.
     Στο μπουντουάρ της, η μητριά της Χιονάτης είχε ένα μεγάλο καθρέφτη, στολισμένο με πλούσια κορνίζα. Ήταν δώρο του γάμου της με το βασιλιά και της τον είχε δωρίσει η νονά της, που ήταν γυναίκα με πολύ εξεζητημένο γούστο. Ο καθρέφτης αυτός ήταν μαγικός και μιλούσε με ανθρώπινη φωνή, και μόνο στη βασίλισσα. Κάθε πρωί, η βασίλισσα πήγαινε μπροστά του, τον καλημέριζε και τον ρωτούσε:
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη γυναίκα στο βασίλειο;
     Και εκείνος της απαντούσε:
     - Γύρισα πόλεις και χωριά, σπίτια μεγάλα και μικρά, κι άλλη καμιά δεν βρήκα, με τη δική σου ομορφιά.
     Και η βασίλισσα ξεκινούσε τη μέρα της πολύ χαρούμενη, γνωρίζοντας ότι οι κρέμες και οι περιποιήσεις έπιαναν τόπο.
     Όπως ήταν φυσικό, αφού η βασίλισσα ασχολιόταν όλη μέρα με την ομορφιά της, δεν είχε χρόνο και για τίποτα άλλο. Έτσι, όταν μια μέρα ο καθρέφτης, στην καθημερινή της ερώτηση της απάντησε ότι δεν ήταν η πιο όμορφη στο βασίλειο, εκείνη έμεινε έκπληκτη.
     - Γύρισα πόλεις και χωριά, σπίτια μεγάλα και μικρά, και βρήκα τη Χιονάτη, που'ναι μικρή, δροσάτη, της απάντησε και η βασίλισσα αναρωτήθηκε ποια να ήταν αυτή η Χιονάτη.
     - Και πού είναι αυτή η Χιονάτη; ρώτησε γεμάτη περιέργεια.
     - Δεν είναι τόσο μακριά, εδώ ειν', στο παλάτι, και η λευκή της ομορφιά φωνάζει, βγάζει μάτι.
     Μεμιάς, η βασίλισσα θυμήθηκε το νιάνιαρο που είχε φορτωθεί με το γάμο της με το βασιλιά και συνειδητοποίησε με τρόμο ότι από το γάμο είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Επίσης, εντόπισε μία άσπρη τρίχα που έπεφτε ανέμελα στο μέτωπό της, φωνάζοντας διακριτικά "Χιονάτη!" και μία μικρή ρυτίδα που την κρυφοκοίταζε από τη γωνία του στόματός της, και καθόλου δεν της άρεσε.
     Για την ακρίβεια, σκύλιασε από το κακό της. Και βάλθηκε να γκρεμίσει τη Χιονάτη από το βάθρο που την είχε στήσει ο καθρέφτης. Την κάλεσε, λοιπόν, στο δωμάτιό της και της παρήγγειλε να πάει στο δάσος να της φέρει μανιτάρια. Και η Χιονάτη, γεμάτη χαρά που επιτέλους η μητριά της ασχολήθηκε μαζί της, πήρε ένα καλαθάκι και ένα μαχαιράκι και πήγε στο δάσος. Και το βράδυ γύρισε στο παλάτι με το καλάθι γεμάτο μανιτάρια. Το λευκό της δέρμα έλαμπε, και η βασίλισσα δεν είπε τίποτα, αλλά νευρίασε πολύ.
     Και την επόμενη μέρα κάλεσε και πάλι τη Χιονάτη στο δωμάτιό της, της έδωσε ένα τεράστιο καλάθι και την έστειλε στη θάλασσα να το γεμίσει με κοχύλια. Όλη τη μέρα έμεινε δίπλα στη θάλασσα η Χιονάτη, μαζεύοντας κοχύλια, και το βράδυ παρουσιάστηκε στη βασίλισσα με το καλάθι της γεμάτο. Η βασίλισσα είδε ότι το δέρμα της Χιονάτης είχε κοκκινήσει λίγο από τον ήλιο, αλλά και πάλι φαινόταν φρέσκο και δροσερό.
     - Δεν μπορεί, είπε στο μαγικό καθρέφτη, να συνεχίζει η Χιονάτη να είναι η ομορφότερη στο βασίλειο, σήμερα ήταν όλη μέρα στη θάλασσα και την άρπαξε ο ήλιος!
     - Κι όμως, βασίλισσά μου, απάντησε ο καθρέφτης, σήμερα η Χιονάτη είναι ακόμα πιο όμορφη από εχθές. Με του ήλιου το χάδι ομόρφυνε κι άλλο.
     - Να τη δει το σκοτάδι τότε, σκέφτηκε η βασίλισσα και την επόμενη μέρα την έστειλε στο υπόγειο, να μετρήσει πόσο ρύζι είχαν στο παλάτι, κόκκο-κόκκο.
     Και η Χιονάτη ήρθε το βράδυ να της ανακοινώσει πόσους κόκκους ρυζιού είχε μετρήσει, και φαινόταν λίγο χλωμή, και η βασίλισσα χάρηκε.
     Αλλά την επόμενη μέρα, η Χιονάτη συνέχιζε να είναι η ομορφότερη του βασιλείου.
     - Ακόμα και χλωμή; ρώτησε εκνευρισμένη η βασίλισσα.
     - Στη Χιονάτη η χλωμάδα δίνει έξτρα νοστιμάδα, απάντησε ο καθρέφτης.
     Η βασίλισσα, έξαλλη με την αποτυχία της, δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνο το βράδυ. Και το πρωί, δύο μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της είχαν προστεθεί στην άσπρη τρίχα και στη ρυτίδα στη γωνία του στόματος. Αλλά, αγαπούσε ο Θεός τη Χιονάτη, αγαπούσε και τη βασίλισσα.
     Εκεί που έπαιρνε το πρωινό της από μπισκότα βρώμης με ιπποφαές και γκότζι μπέρι, διαβάζοντας ταυτόχρονα ένα περιοδικό, έπεσε το μάτι της σε μία διαφήμιση ενός ινστιτούτου ομορφιάς. Και αποφάσισε ότι, αφού δεν μπορούσε να ασχημύνει τη Χιονάτη, θα έπρεπε να ομορφύνει εκείνη.
     Κάλεσε, λοιπόν, τους εξιδεικευμένους αισθητικούς του ινστιτούτου στο παλάτι, μπάζοντάς τους από την πόρτα της υπηρεσίας, για να μην τους δει κανείς, και τους εξήγησε τι ήθελε.
     Οι εφτά αδερφοί Νάνου, ειδικοί κοσμετολόγοι και πλαστικοί χειρουργοί, που ήταν πολύ κοντοί και δικαιολογούσαν απόλυτα το επίθετό τους, έκαναν ένα συμβούλιο μεταξύ τους και κατέληξαν σε μία σειρά αισθητικών επεμβάσεων, που θα ξαναέδιναν στη βασίλισσα τη χαμένη ομορφιά της. Πρότειναν ανόρθωση στήθους και γλουτών, λιποαναρρόφηση και θεραπεία κυτταρίτιδας με φύκια από την Ερυθρά θάλασσα, τόνωση ζυγωματικών, εφαρμογή μπότοξ σε επιλεγμένα σημεία, φούσκωμα των χειλιών και λεύκανση δοντιών.
     Μη νομίζετε, βέβαια, ότι όλα αυτά ήταν απαραίτητα, όμως η βασίλισσα δεν ήταν ικανοποιημένη με την εμφάνισή της και οι αδερφοί Νάνου δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τη φήμη του ινστιτούτου τους, αν η βασίλισσα τους δυσφημούσε. Γι'αυτό επέλεξαν να πάνε με τα νερά της και να της κάνουν τις επεμβάσεις.
     Πράγματι, η βασίλισσα κλείστηκε στα δωμάτιά της λέγοντας ότι έχει φοβερό πονοκέφαλο και να μην την ενοχλήσουν, και οι εφτά αδερφοί Νάνου έκαναν τις επεμβάσεις που είχαν συμφωνηθεί ανενόχλητοι. Και όταν η βασίλισσα στάθηκε ξανά μπροστά στον καθρέφτη της, η αυτοπεποίθησή της ήταν ανανεωμένη.
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη γυναίκα στο βασίλειο;
     - Γύρισα πόλεις και χωριά, σπίτια μεγάλα και μικρά, κι άλλη καμιά δεν βρήκα, με τη δική σου ομορφιά, απάντησε ο καθρέφτης.
     Και η βασίλισσα εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ευχαριστημένη.
     Και έφτασε πάλι μια μέρα, που ο καθρέφτης βρήκε ότι η πιο όμορφη στο βασίλειο ήταν η Χιονάτη, και οι εφτά αδερφοί Νάνου ξαναπροσκλήθηκαν εσπευσμένα στο παλάτι. Και τη βασίλισσα την ξανάπιασε πονοκέφαλος και ύστερα από μερικές μέρες τα οπίσθιά της ήταν περισσότερο τουρλωτά από ποτέ, το στήθος της είχε μεγαλώσει αξιοπρόσεκτα, τα χείλια της επίσης φαίνονταν πιο χυμώδη από ποτέ, και όλο το δέρμα της βασίλισσας φαινόταν σαν τεντωμένο χαρτί. Και ο καθρέφτης έδωσε ξανά την επιθυμητή απάντηση και η βασίλισσα ήταν πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό της.
     Αλλά η χαρά της δεν κράτησε και πολύ και οι αδερφοί Νάνου ξαναπροσκλήθηκαν στο παλάτι, και τώρα η βασίλισσα σκέφτηκε σοβαρά να τους παραχωρήσει και δωμάτια για να μένουν μόνιμα εκεί, και όταν ο πονοκέφαλος της βασίλισσας ξαναπέρασε, η βασίλισσα δεν έμοιαζε και τόσο στη βασίλισσα...
     Και όταν η βασίλισσα το επόμενο πρωί στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και του έκανε την καθημερινή της ερώτηση, εκείνος έμεινε βουβός.
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, έλεγε η βασίλισσα...
     Τίποτα αυτός.
     - Ποια είναι η ομορφότερη;
     Σιγή ιχθύος αυτός.
     Και τότε η βασίλισσα την είδε. Είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν τον αναγνώρισε. Και κατάλαβε ότι γι'αυτό δεν της μιλούσε ο καθρέφτης, επειδή δεν την αναγνώριζε ούτε εκείνος. Και νευρίασε πολύ. Και έδωσε μία μπουνιά στον καθρέφτη και τον έσπασε. Και κόπηκε από τα γυαλιά που πετάχτηκαν και γέμισε ο τόπος αίματα. Και το αίμα δεν σταματούσε. Και λερώθηκαν και τα περσικά χαλιά. Και έτρεξαν οι υπηρέτες, και οι μισοί έπεσαν στα χαλιά να τα καθαρίσουν και οι άλλοι μισοί φώναξαν τους γιατρούς του παλατιού. Και εκείνοι πρότειναν επειγόντως μετάγγιση αίματος. 
     Αλλά η ομάδα αίματος της βασίλισσας ήταν πολύ σπάνια και δεν μπορούσε να βρεθεί δότης. Και τελικά ο μόνος δότης που βρέθηκε ήταν η Χιονάτη. Αλλά η Χιονάτη είχε υπόταση και οι γιατροί της απαγόρεψαν να δώσει αίμα. Και η βασίλισσα είχε χλωμιάσει, και είχαν ξεφουσκώσει και τα χείλια, και οι γλουτοί, και στο στήθος της η μία σιλικόνη έσκασε, και γενικά ήταν να την κλαίνε οι ρέγγες.
     Αλλά οι ρέγγες είχαν μία πάθηση που δεν μπορούσαν να κλάψουν, και έτσι η βασίλισσα πήγε άκλαφτη. Και στο παλάτι έμεινε η Χιονάτη, και κράτησε και τους αδερφούς Νάνου, επειδή κατάλαβε ότι κάποια στιγμή και εκείνη θα χρειαζόταν κάποια βοήθεια στο θέμα της ομορφιάς, όχι τις ακρότητες της μητριάς της, βέβαια, αλλά συντηρητικά πράγματα.
     Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.