Η μητριά της Σταχτοπούτας
έβηξε δυνατά. Δέκατη μέρα που την ταλαιπωρούσε αυτός ο βήχας, δέκατη μέρα που
είχε ενημερώσει και τις δυο της κόρες, δέκατη μέρα που δεν είχε λάβει ούτε ένα
τηλεφώνημα.
- Τι σκληρόκαρδες κόρες που
έχω! μονολογούσε.
Παρ’όλ’αυτά, και επειδή η
μητριά της Σταχτοπούτας δεν ήταν μια γυναίκα που το έβαζε κάτω, ούτε τώρα, στα
γεράματα, ξανασήκωσε το τηλέφωνο.
- Ποιος είναι; ακούστηκε η
φωνή της μεγάλης της της κόρης.
- Εγώ είμαι, παιδί μου,
γκουχ! Γκουχ!
- Ποιος είστε; Δεν
καταλαβαίνω!
- Τι ποιος, παιδί μου; Η
μητέρα σου είμαι! Γκουχ! Γκουχ-γκουχ!
- Ε, πού να σε γνωρίσω, με
τόσο βήχα;
- Γκουχ!
- Τι θέλεις, μαμά;
- Έλα, παιδί μου, γκουχ,
γκουχ, να με τρίψεις, λιγάκι, με λίγο οινόπνευμα, γκουχ, να μου φέρεις και
καμιά σουπίτσα, που έχει αγριέψει ο λαιμός μου, γκουχ-γκουχ, από το βήχα!
Γκουχ!
- Τι λες, καλέ μαμά; Να
έρθω εκεί, να με κολλήσεις; Άσε που δεν προλαβαίνω, από τα εφτά ξημερώματα στο
πόδι είμαι, βλέπεις, πρέπει να βοηθάω τον άντρα μου με το φούρνο, αλλιώς πώς θα
τα βγάλουμε πέρα; Τα αγόρια μπήκαν στην εφηβεία, μια κατσαρόλα φαγητό θέλει ο
καθένας!
- Και θα με αφήσεις έτσι;
Βαστάει η καρδιά σου; Γκουχ!
- Λυπάμαι, δεν μπορώ να
κάνω τίποτα…
- Έτσι, λοιπόν, φέρεσαι στη
μάνα σου; Γκουχ! Και να πει κανείς ότι δε σε φρόντισα…
- Ναι, καλά!
- Δεν φρόντιζα εγώ πάντα να
σας ντύνω με τα καλύτερα ρούχα; Γκουχ! Να σας κυκλοφορώ στα καλύτερα μέρη,
γκουχ-γκουχ-γκουχ, για να σας γνωρίσουν οι καλύτεροι γαμπροί;
- Ναι, ο φούρναρης που
παντρεύτηκα θα μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα μια μέρα!
- Τι φταίω εγώ που ο
πρίγκηπας προτίμησε την Σταχτοπούτα; Γκουχ! Γκουχ! Γκουχ-γκουχ-γκουχ!
- Πω-πω, βήχας, εσύ θα με
κολλήσεις και από το τηλέφωνο! Μαμά, θα σε κλείσω τώρα, με φωνάζει ο άντρας
μου, πρέπει να τον βοηθήσω στο ξεφούρνισμα…
Η μητριά της Σταχτοπούτας
έμεινε με το ακουστικό στο χέρι.
- Γαϊδάρα! Γκουχ-γκουχ!
είπε.
- Εμπρός! ακούστηκε η φωνή
της μικρής της κόρης.
- Έλα, παιδί μου,
γκουχ-γκουχ, τι κάνεις;
- Μπαμπά!
- Ποιος μπαμπάς, παιδί μου,
η μητέρα σου είμαι! Γκουχ! Γκουχ-γκουχ-γκουχ!
- Δε σε γνώρισα, καλέ μαμά,
γιατί βήχεις;
- Τι γιατί βήχω, εδώ και
δέκα μέρες, γκουχ, δε σου έχω πει ότι είμαι άρρωστη;
- Δεν θα έπρεπε να μιλάς
καθόλου, θα κλείσει τελείως ο λαιμός σου, θα πρέπει να κλείσω…
- Όχι, παιδί μου, περίμενε,
γκουχ-γκουχ, μην κλείνεις, θέλω κάτι να σου πω…
- Τι θέλεις, καλέ μαμά; Θα
μου λασπώσουν τα μακαρόνια!
- Έλα από εδώ να με τρίψεις
λίγο, γκουχ-γκουχ, που με πονάει η πλάτη μου... και φτιάξε μου και μια
σουπίτσα, να έχεις την ευχή μου!
- Τρελλάθηκες, καλέ μαμά; Να
έρθω να κολλήσω, έγκυος γυναίκα;
- Έγκυος είσαι πάλι, παιδί
μου;
- Ναι, ανάθεμα τη
γονιμότητά μου! Άντε, να μπω στην κλιμακτήριο, να ησυχάσω!...
- Τι να πω, παιδί μου,
κουράγιο!
- … αλλά τι θα μπορούσα να
περιμένω από αμόρφωτο άνθρωπο; Πάλι καλά που δε με σέρνει μαζί του στις λαϊκές!
- Λυπάμαι, παιδί μου, αλλά…
- Ναι, σιγά μη λυπάσαι, εσύ
φταις που τον παντρεύτηκα!
- Εγώ; Γκουχ-γκουχ-γκουχ!
Εγώ, που σε έντυνα με τα καλύτερα ρούχα και σε κυκλοφορούσα στα στέκια των καλύτερων
γαμπρών; Γκουχ-γκουχ-γκουχ-γκουχ!
- Ναι, εσύ! Αν δεν ήσουν
εσύ, εγώ θα είχα παντρευτεί τον πρίγκηπα, και όχι αυτή η καταραμένη η
Σταχτοπούτα!
- Και τι φταίω εγώ, γκουχ,
παιδί μου, που η ποδάρα σου δεν έμπαινε στο γοβάκι;
- Και από ποιον την πήρα
την ποδάρα;
- Εντάξει, παιδί μου, σε
αφήνω τώρα, γκουχ-γκουχ, να μη σου λασπώσουν και τα μακαρόνια…
Η μητριά της Σταχτοπούτας
έμεινε ξανά με το ακουστικό στο χέρι. Από ό,τι φαινόταν, θα έπρεπε να κάνει
άλλο ένα τηλεφώνημα.
- Ομιλείτε, παρακαλώ!
ακούστηκε μια ευγενική, αντρική φωνή.
- Ναι, γκουχ, παρακαλώ,
γκουχ-γκουχ, θα μπορούσα να μιλήσω με τη Μεγαλειοτάτη;
- Βεβαίως, κύριε, μισό
λεπτό…
Ένας ήχος βαλς πλημμύρισε
το αυτί της, μέχρι που η μουσική διακόπηκε και ακούστηκε η φωνή της
Σταχτοπούτας:
- Παρακαλώ!
- Σταχτοπούτα, παιδί μου,
γκουχ-γκουχ!
- Ποιος είστε, κύριε, και
πώς ξέρετε αυτό το όνομα;
- Εγώ, είμαι, παιδί μου,
εγώ, γκουχ-γκουχ, η… μητέρα σου.
- Η ποια;
- Μην κλείσεις, παιδί μου,
το τηλέφωνο, γκουχ-γκουχ, βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη, γκουχ, στα γόνατά σου
πέφτω, γκουχ-γκουχ-γκουχ, ίσως είναι η τελευταία φορά που σου μιλάω…
- Σας ακούω, … μητέρα, τι
θα θέλατε;
- Χίλια συγγνώμη σου ζητώ,
σε αδίκησα, το ξέρω, δεν έπρεπε να επενδύσω στις άχρηστες τις κόρες μου,
γκουχ-γκουχ, εσύ ήσουν αυτή που τον άξιζε τον πρίγκηπα, τώρα το βλέπω καθαρά…
- Αν θέλετε, συντομεύετε,
με περιμένει ο σύζυγός μου να πάμε για ιππασία…
- Ναι, παιδί μου, έχεις
δίκιο… Γκουχ! Γκουχ-γκουχ! Καλό μου παιδί, αρρώστησα, βήχω τώρα δέκα μέρες,
μάλλον κρύωσα, και καθώς ζω μόνη μου, δεν έχω έναν άνθρωπο να με φροντίσει…
Γκουχ-γκουχ! Στείλε, σε παρακαλώ, κάποιον να με τρίψει, και στείλε μου και λίγη
σουπίτσα, να έχεις την ευχή μου, γκουχ-γκουχ, παιδί μου!
- Μόνη σας ζείτε, είπατε,
μητέρα;
- Ναι, παιδί μου, εντελώς
μόνη. Δεν έχω δει άνθρωπο εδώ και ένα μήνα, με έχει φάει η μοναξιά…
- Λοιπόν, μητέρα, θα
φροντίσω για εσάς…
- Πάντα το έλεγα ότι είχες
μια καρδιά μάλαμα, γκουχ-γκουχ-γκουχ!
- Θα σας στείλω κοτόσουπα,
και έναν άνθρωπο να σας τρίψει…
- Να έχεις την ευχή μου,
παιδί μου, γκουχ!
- Και τώρα σας αφήνω, γεια
σας και περαστικά!
Η μητριά ακούμπησε το
ακουστικό στη θέση του.
- Τι καλό παιδί! είπε. Πόσο
την είχα παρεξηγήσει, τελικά!
Η Σταχτοπούτα φώναξε τον
αρχιμάγειρα και τον οικονόμο της.
- Μπορείτε να φτιάξετε μία
κοτόσουπα; Είναι για μια άρρωστη γιαγιά, είπε στον αρχιμάγειρα.
- Βεβαίως, Μεγαλειοτάτη!
- Και εσείς, παρακαλώ,
ετοιμάστε την μικρή την άμαξα, όταν ετοιμαστεί η σούπα θέλω αμέσως να την
στείλουμε στην ασθενή, προτού κρυώσει.
- Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη!
Θέλετε να την πάω εγώ ο ίδιος;
- Όχι, άλλος θα την πάει…
Η Σταχτοπούτα χαμογέλασε
γλυκά.
- Φωνάξτε το μικρό μου το
γιο, είπε. Νομίζω ότι είναι πια καιρός να γνωρίσει τη γιαγιά του. Είναι
άρρωστη, η καημένη, και ηλικιωμένη, ποιος ξέρει πόσο θα ζήσει ακόμα…