Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Παρ'ολίγον ατύχημα

 

     Οι καλικάντζαροι είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Τόσες μέρες πριόνιζαν, και αυτός ο κορμός δεν έλεγε να υποκύψει στις προσπάθειές τους.
     - Κουράγιο, παιδιά! είπε ένας κακάσχημος, καμπούρης καλικάντζαρος. Λίγο έμεινε.
     - Δεν αντέχω άλλο! είπε ένας άλλος, που είχε μία μόνο τρίχα σε όλο του το κεφάλι, και δύο μόνο δόντια σε όλο του το στόμα. 
     - Ούτε εγώ! είπε ένας άλλος, στραβοκάνης και αλλοίθωρος. Τα παρατάω!
     - Μα, τι λέτε; είπε ο καμπούρης. Τώρα θα τα παρατήσουμε; Να, δείτε πόσο πριονίδι υπάρχει γύρω-γύρω! Αυτή θα είναι η τυχερή μας χρονιά, το νιώθω!
     - Ναι, έτσι έλεγες και πέρυσι... είπε ένας καλικάντζαρος με πολύ μεγάλα και κρεμαστά αυτιά.
     - Και πρόπερσι... συμπλήρωσε ένας άλλος, που είχε μια πολύ χοντρή, πράσινη μύτη.
     - Κάθε χρόνο τα ίδια λες, είναι αλήθεια, είπε ο αλλοίθωρος. Και κάθε χρόνο προσπαθούμε, και προσπαθούμε, και πριονίζουμε, και πριονίζουμε, και πάνω που το δέντρο κοντεύει να πέσει, έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα και φεύγουμε άρον-άρον. Μου φαίνεται πως δεν είναι της μοίρας μας να το ρίξουμε αυτό το δέντρο!
     - Τι μοιρολατρία είναι αυτή; είπε ο καμπούρης. Δεν είναι δυνατόν να τα παρατήσουμε, ειδικά τώρα!
     - Οι εποχές αλλάζουν, αρχηγέ, είπε ένας νεαρός καλικάντζαρος γεμάτος σπυριά. Αλλά εσύ μένεις εκεί, κολλημένος στα παλιά...
     - Όταν λες "παλιά" εννοείς τις παραδόσεις μας; Μα, οι παραδόσεις είναι που μας δίνουν την ταυτότητά μας! Γι'αυτό και πρέπει να τηρούνται!
     - Χαζομάρες! είπε ένας άλλος νεαρός καλικάντζαρος, με τόσο στραβά δόντια που πετάγονταν έξω από το στόμα του. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις, αλλά να εξελιχθούμε και λίγο. Τι θα πείραζε, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαμε ένα από εκείνα τα ηλεκτρικά πριόνια που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος;
     - Για άκου εδώ, νεαρέ, είπε αυστηρά ο καμπούρης καλικάντζαρος, το πριόνι που χρησιμοποιούμε, εκτός που είναι ειδικό για το πριόνισμα του συγκεκριμένου δέντρου, ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και αιώνες, δε θα είμαι εγώ αυτός που θα το ατιμάσει!
     - Μόνο του ατιμάζεται, έτσι σκουριασμένο που είναι!
     - Δεν είναι καθόλου σκουριασμένο, κάθε μέρα του λαδώνω όλα τα δοντάκια του...
     - Και, δηλαδή, πειράζει φέτος να δημιουργήσουμε μια νέα παράδοση; πετάχτηκε και ένας κοντοστούπης καλικάντζαρος, τόσο κοντός όσο ένα νεροπότηρο.
     - Μέσα! είπε ο καλικάντζαρος με τα σπυριά.
     - Κι εγώ! είπε ο καλικάντζαρος με τα στραβά δόντια.
     - Κι εγώ, είπε αυτός με τη χοντρή, πράσινη μύτη. Αρκεί να μην περιλαμβάνει πριόνισμα, δηλαδή... Να, κοιτάξτε, πάλι έβγαλαν κάλους τα χέρια μου!
     Ο καμπούρης καλικάντζαρος κατάλαβε ότι δε θα τα έβγαζε πέρα, και αποφάσισε να παραστήσει τον διαλλακτικό. 
     - Και τι προτείνεις εσύ να κάνουμε; ρώτησε τον κοντοστούπη.
     - Πώς θα σας φαινόταν να πηγαίναμε στο χωριό του Άη-Βασίλη;
     - Μας δουλεύεις; Κάνοντας τουρισμό θα το κόψουμε το δέντρο;
     - Μη βιάζεσαι να απορρίψεις την ιδέα μου! Το χωριό του Άη-Βασίλη τέτοιες μέρες αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ο Άη-Βασίλης είναι πολύ δημοφιλής, όλοι γι'αυτόν μιλάνε.
     - Ε, και;
     - Θα πάρουμε εμείς τη θέση του! Θα γίνουμε εμείς το πρώτο όνομα στις ειδήσεις!
     - Τι θα κάνουμε, δηλαδή;
     - Δε θα τον αφήσουμε να πάει τα δώρα στα παιδιά!
     - Α, σαν να αρχίζει να μου αρέσει αυτή η ιδέα...
     - Είδες, που με πήρες από τα μούτρα στην αρχή; Θα πάμε, λοιπόν, στο χωριό του και θα τον απαγάγουμε.
     - Α, δε συμφωνώ, είπε ο στραβοκάνης καλικάντζαρος. 
     - Κι εμένα μου ακούγεται βλακεία αυτή η ιδέα, είπε ο αλλοίθωρος καλικάντζαρος. Αν τον απαγάγουμε θα τον κάνουμε ακόμα πιο δημοφιλή. Άλλη ιδέα να βρεις.
     - Το βρήκα! φώναξε ο σπυριάρης. Θα του κλέψουμε τα δώρα!
     - Μη λες χαζομάρες, του είπε αυτός με την πράσινη μύτη, τα δώρα είναι πάρα πολλά για να τα κλέψουμε. Σκέψου ότι είναι τόσα, όσα και τα παιδιά. Δεν προλαβαίνουμε να τα κλέψουμε όλα μέχρι τα μεσάνυχτα. Απόψε το βράδυ γίνεται η παράδοση των δώρων, αν θυμάσαι καλά.
     - Ορίστε, είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος, στα λόγια μου έρχεστε. Ας επανέλθουμε στη σιγουριά της παράδοσης και ας ξαναπιάσουμε το πριόνι...
     - Το βρήκα! είπε ο κοντοστούπης. Θα τρυπώσουμε στο έλκηθρο και θα αδειάσουμε το σάκο με τα δώρα! 
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε να τρυπώσουμε στο έλκηθρο! Θα μας δει ο Άη-Βασίλης!
     - Δε θα μας δει. Είναι γέρος και δεν βλέπει καλά. Άσε που θα του κλέψουμε και τα γυαλιά του...
     - Θα μας δει! Κι αν δε μας δει εκείνος, θα μας δουν τα ξωτικά...
     - Τότε θα τρυπώσω μόνος μου. Είμαι πολύ κοντός και θα μπορέσω να κρυφτώ. Θα πάρω μαζί μου ένα ψαλίδι και θα ανοίξω μια τεράστια τρύπα στον σάκο. Έτσι, αντί τα δώρα να φτάσουν στα παιδιά, θα καταλήξουν στον πάτο της θάλασσας.
     Σαν να τους άρεσε τελικά αυτή η ιδέα των περισσοτέρων. Ήταν και πιο ξεκούραστη από το πριόνισμα, είναι η αλήθεια. Οπότε, οι καλικάντζαροι μασκαρεύτηκαν και ταξίδεψαν βιαστικά μέχρι το χωριό του Άη-Βασίλη. Μόνο ο καμπούρης καλικάντζαρος μουρμούριζε σε όλη τη διαδρομή.
     Στο χωριό του Άη-Βασίλη γινόταν χαμός. Τα ξωτικά πηγαινοέρχονταν βιαστικά, άλλα γυάλιζαν το έλκηθρο, άλλα τάιζαν τους ταράνδους για να έχουν δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι, και άλλα φόρτωναν τα δώρα στο έλκηθρο. Οι καλικάντζαροι κρύφτηκαν σε μια γωνιά και έκαναν συμβούλιο.
     - Και τώρα; είπε ο καμπούρης στον κοντοστούπη. Πώς θα τα καταφέρεις να ανέβεις στο έλκηθρο; Είναι γεμάτο ξωτικά, θα σε δουν. Χώρια που τελειώνει ο χρόνος σου, όπου να'ναι φορτώνουν τα τελευταία δώρα, καθώς φαίνεται.
     Αλλά ο κοντοστούπης καλικάντζαρος ήταν πανέξυπνος και είχε ήδη βρει τον τρόπο. Έκρυψε το ψαλίδι επάνω του και έτρεξε δίπλα στο έλκηθρο. Ύστερα στάθηκε εντελώς ακίνητος.
     - Προσοχή! φώναξε ένα ξωτικό, που τον είδε. Είπαμε να κάνουμε γρήγορα, αλλά να μην είμαστε τσαπατσούληδες! Κοιτάξτε εκεί! Ένα δώρο μας έπεσε έξω από το έλκηθρο!
     - Τι άσχημο παιχνίδι! είπε ένα άλλο ξωτικό, μόλις τον πλησίασε. Ποιο παιδί να ζήτησε κάτι τόσο άσχημο, άραγε;
     Το ξωτικό έπιασε τον καλικάντζαρο και τον έβαλε μέσα στο σάκο του Άη-Βασίλη. Οι  καλικάντζαροι, που παρακολούθησαν την σκηνή, ενθουσιάστηκαν.
     - Έτοιμα όλα! είπε το ξωτικό.
     Πάνω στην ώρα έφτασε και ο Άη-Βασίλης. Έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση και ύστερα πήρε τη θέση του στο έλκηθρο. Μέσα σε ένα λεπτό, το έλκηθρο βρισκόταν κιόλας στον αέρα.
     Ο αέρας εκεί ψηλά ήταν πολύ κρύος και ο κοντοστούπης καλικάντζαρος κρύωνε, αλλά είχε και μια αποστολή να εκτελέσει. Χωρίς να καθυστερήσει ούτε στιγμή, βούτηξε στο κάτω μέρος του σάκου, έβγαλε το ψαλίδι του και άρχισε να ψαλιδίζει. Σύντομα, ο σάκος είχε στο κάτω μέρος του μια τεράστια τρύπα.
     - Χο! Χο! Χο! ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη, που παρακινούσε τους ταράνδους να τρέξουν πιο γρήγορα.
    - Χι! Χι! Χι! έκανε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος, σε μία γωνιά του έλκηθρου, ικανοποιημένος από το κατόρθωμά του.
     - Χα! Χα! Χα! έκαναν οι καλικάντζαροι, κάτω στη γη, κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Επιτέλους, τα καταφέραμε!
     Ο σάκος άρχισε να αδειάζει πολύ γρήγορα, και το έλκηθρο έγινε πολύ πιο ελαφρύ. Οι τάρανδοι άρχισαν να τρέχουν γρηγορότερα. Ο Άη-Βασίλης χάρηκε, θα τελείωνε το μοίρασμα των δώρων πολύ γρήγορα φέτος.
     Μόλις, όμως, έφτασε στο πρώτο σπίτι και έπιασε τον σάκο για να τον φορτώσει στην πλάτη του, ο Άη-Βασίλης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
     - Πολύ άδειος μου φαίνεται ο σάκος, είπε στα ξωτικά που τον συνόδευαν. Είστε σίγουρα ότι φορτώσατε όλα τα δώρα στο έλκηθρο;
     - Ναι, Άη-Βασίλη, δε μας ξέφυγε κανένα.
     - Και τότε, γιατί ο σάκος μου είναι τόσο ελαφρύς;
     - Θα φταίει η πρωτεϊνική δίαιτα που ακολουθείς, είπε ένα ξωτικό. Μάλλον σε έκανε πιο δυνατό.
     - Λέτε;
     Εκείνη την στιγμή, ο Άη-Βασίλης ανακάλυψε την τρύπα στον σάκο.
     - Τι είναι αυτό; είπε. Καταστραφήκαμε! Ο σάκος τρύπησε και χάθηκαν όλα τα παιχνίδια! Καλά, πώς δεν την είδατε μια τόσο μεγάλη τρύπα; Μέχρι και εγώ χωράω εκεί μέσα, δείτε!
     - Συμφορά μας! φώναξαν τα ξωτικά. Πώς έγινε αυτό; Τον ελέγξαμε το σάκο δέκα φορές, ήταν καλοραμμένος και γερός. Όσο για τα δώρα, δε μας ξέφυγε ούτε ένα, μέχρι και το άσχημο παιχνίδι βάλαμε στο σάκο. Αλήθεια, ποιο παιδί ζήτησε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι;
     - Ποιο άσχημο παιχνίδι; 
     - Ένα πολύ άσχημο.
     - Να το το άσχημο παιχνίδι! φώναξε ένα από τα ξωτικά. Να το, εκεί, στη γωνία!
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τα χρειάστηκε. Προσπάθησε να μείνει εντελώς ακίνητος.
     - Μα αυτό το παιχνίδι δε μου το ζήτησε κανείς, είπε ο Άη-Βασίλης. Τη λίστα τη θυμάμαι απ'έξω. Περίεργο! Και τώρα που την κοιτάζω καλύτερα, αυτή η τρύπα δε φαίνεται να έγινε τυχαία. Βέβαια, κοιτάξτε: κάποιος την έκανε χρησιμοποιώντας ψαλίδι!
     - Δολιοφθορά! φώναξαν τα ξωτικά.
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος είχε αρχίσει να ιδρώνει, παρ'όλο που στο έλκηθρο έκανε μεγάλη παγωνιά.
     - Θύμωσα τώρα, είπε ο Άη-Βασίλης, που είχε αρχίσει να κοκκινίζει, σαν τη φορεσιά του. Όποιος το έκανε αυτό, θα πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά! Αλίμονό του, αν τον πιάσω στα χέρια μου!
     - Αψού! ακούστηκε στο έλκηθρο.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, είπαν τα ξωτικά με μία φωνή.
     - Αψού! ξανακούστηκε, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ξαναρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, ξαναείπαν τα ξωτικά, με μία φωνή.
     - Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος ήταν, εγώ;
     Εκείνη την στιγμή, ένα από τα ξωτικά πρόσεξε ότι η μύτη του κοντοστούπη καλικάντζαρου έτρεχε.
     - Καλέ, κοιτάξτε το άσχημο παιχνίδι, είπε, η μύτη του τρέχει!
     - Πώς; είπε ο Άη-Βασίλης και κοίταξε τον καλικάντζαρο πιο προσεκτικά. Καλέ, αυτό δεν είναι παιχνίδι, καλά σας είπα εγώ ότι δεν υπήρχε στη λίστα μου. Ναι, για κοιτάξτε καλύτερα, αυτό εδώ είναι ζωντανό.
     - Μπα, λάθος θα κάνεις, Άη-Βασίλη, του είπε ένα ξωτικό, αφού δεν κουνιέται, απλώς θα είναι από εκείνα τα παιχνίδια που είναι προγραμματισμένα να κάνουν διάφορες λειτουργίες, όπως να μιλάνε, να τραγουδάνε, να κάνουν κακά...
     - Κι εγώ σας λέω ότι δεν κάνω λάθος και ότι αυτό εδώ το κακάσχημο πλάσμα δεν βρίσκεται στη λίστα μου και δε θα έπρεπε να βρίσκεται ούτε στο έλκηθρο! Τι είναι αυτό που κρατάει πίσω του; Ψαλίδι; Ώστε αυτό άνοιξε την τρύπα στο σάκο!
     - Ιιιιιι! έκαναν όλα μαζί τα ξωτικά.
     - Κι εγώ, λοιπόν, θα το πετάξω κάτω από το έλκηθρο, να πάει να βρει τα δώρα που μας έκανε να χάσουμε! 
     Και ο Άη-Βασίλης έπιασε τον καλικάντζαρο από το ένα πόδι και έκανε να τον πετάξει κάτω.
     - Μη! φώναξε ο καλικάντζαρος.
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε, όπως τινάχτηκαν και τα ξωτικά.
     - Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ; ρώτησε αυστηρά ο Άη-Βασίλης.
     - Καλικάντζαρος είμαι, είπε ο καλικάντζαρος.
     - Καλικάντζαρος; Α, έτσι εξηγείται, που είσαι τόσο άσχημος... Κάτι έχω ακούσει για εσάς, είστε πολύ άτακτοι, λέει, και κάνετε σκανδαλιές... Αλήθεια είναι, καθώς βλέπω. Γιατί τρύπησες το σάκο μου;
     - Για να μην παραδώσεις τα δώρα στα παιδιά και να πάψεις να είσαι τόσο δημοφιλής.
     - Α, ώστε έτσι... είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Έτσι. Δική μου ιδέα ήταν!
     - Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη! φώναξαν τα ξωτικά. Να μάθει να παίζει μαζί σου!
     - Και με τα δώρα τι θα γίνει; είπε ο Άη-Βασίλης. Ξεχνάτε τι είναι το πιο σημαντικό;
     - Να γυρίσουμε πίσω, να μαζέψουμε όσα βρούμε.
     - Και να τα βρείτε, θα έχουν σπάσει, είπε ο καλικάντζαρος. Έκανα πολύ καλή δουλειά.
     - Κοίτα τον, που καμαρώνει κιόλας! είπε ένα από τα ξωτικά. Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη!
     Αλλά ο Άη-Βασίλης πάντα ξέρει καλύτερα. 
     - Δέστε τον κάτω από το έλκηθρο! είπε στα ξωτικά. Έτσι, για να δει τι εστί Άη-Βασίλης.
     Και αφού τα ξωτικά έδεσαν τον καλικάντζαρο κάτω από το έλκηθρο, ο Άη-Βασίλης έπιασε τη φούντα από το σκουφάκι του και την κούνησε τρεις φορές. Αμέσως, ο αέρας γέμισε από χρυσόσκονη. Η χρυσόσκονη έπεσε επάνω στο σάκο, και η τρύπα που με τόσο κόπο είχε ανοίξει ο καλικάντζαρος εξαφανίστηκε. Ύστερα, ως δια μαγείας, ο σάκος γέμισε με δώρα.
     - Ω! είπαν τα ξωτικά, γεμάτα θαυμασμό. Έγινε θαύμα!
     - Ο καλός ο καπετάνιος, στη φουρτούνα φαίνεται, είπε ο Άη-Βασίλης. Ας αρχίσουμε τώρα να μοιράζουμε τα δώρα.
     - Μια στιγμή! φώναξε ένα ξωτικό. Άη-Βασίλη, αν κατάλαβα καλά, μπορείς και μόνος σου να φτιάξεις τα δώρα των παιδιών...
     - Καλά κατάλαβες.
     - Και τότε, γιατί μας έχεις στο εργαστήριο όλο τον χρόνο, να φτιάχνουμε παιχνίδια;
     - Επειδή μόνο αν συμμετέχετε κι εσείς στη διαδικασία, θα μπορείτε να νιώσετε τη χαρά που νιώθω και εγώ. Και τώρα, μη με καθυστερείτε άλλο, έχω τόσα δώρα να μοιράσω και φέτος!
     Και ο Άη-Βασίλης ξεκίνησε να μοιράζει τα δώρα. Και πριν καλά-καλά έρθουν τα μεσάνυχτα, όλα τα δώρα είχαν μοιραστεί, όπως έπρεπε.
     Το έλκηθρο του Άη-Βασίλη επέστρεψε στη βάση του και τα ξωτικά έλυσαν και τον καλικάντζαρο από το έλκηθρο.
     - Ελπίζω αυτό να σου έγινε μάθημα, είπε ο Άη-Βασίλης στον καλικάντζαρο, που από το κρύο η μύτη του είχε γίνει κατακόκκινη, σαν του Ρούντολφ.
     Ο καλικάντζαρος δεν είπε τίποτα, μόνο κατέβασε το κεφάλι του.
     - Έτσι μπράβο, είπε ο Άη-Βασίλης, και για να δεις πόσο καλός είμαι, θα σου κάνω και εσένα ένα δώρο.
     Ο Άη-Βασίλης ακούμπησε τη μύτη του καλικάντζαρου.
     - Από εδώ και πέρα, η μύτη σου θα είναι πάντα κόκκινη, για να σου θυμίζει τη συνάντησή μας. Και τώρα, πήγαινε πίσω στο σπίτι σου.
     Ο καλικάντζαρος έτρεξε να βρει τους υπόλοιπους.
     - Πώς έγινε έτσι η μύτη σου; τον ρώτησαν.
     Και τότε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τους τα διηγήθηκε όλα.
     - Άχρηστος είσαι! του είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος. Τζάμπα χάσαμε τον χρόνο μας! Πάμε γρήγορα πίσω, να συνεχίσουμε το πριόνισμα. Σας το είπα εγώ, ότι πρέπει να τηρούμε τις παραδόσεις...
     - Σιγά μην καταφέρουμε να κάνουμε δουλειά! είπε ο στραβοδόντης καλικάντζαρος. Αφού το πριόνι έχει σκουριάσει!
     - Προχωράτε, να μην καθυστερούμε! Αρκετό χρόνο χάσαμε στο χωριό του Άη-Βασίλη!
     Και οι καλικάντζαροι βιάστηκαν να γυρίσουν πίσω στη δουλειά τους.
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε! μουρμούριζαν μεταξύ τους οι καλικάντζαροι. Πάλι θα μας προλάβει ο παπάς με την αγιαστούρα!
     Μόνο ο κοντοστούπης καλικάντζαρος δε μουρμούριζε. Την είχε βρει εκείνος τη λύση.
     - Του χρόνου, σκέφτηκε, θα γράψω κι εγώ γράμμα στον Άη-Βασίλη. Και θα του ζητήσω ένα καλύτερο πριόνι. Να δούμε τότε: κόβεται το δέντρο εγκαίρως, ή δεν κόβεται;

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Δυσκολίες στον ύπνο

 

     Έφτασαν κιόλας τα Χριστούγεννα, και ήρθαν και τα μελομακάρονα, ήρθαν και τα φωτάκια, και τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Και η Πίπη, που της αρέσει να συμβαδίζει με την εποχή της, στόλισε και εκείνη το χριστουγεννιάτικο δέντρο της, και μάλιστα πρόσθεσε ένα νέο στολίδι, όπως συνηθίζει να κάνει κάθε χρόνο.
     Κοίταξε η Πίπη το στολισμένο δέντρο, το κοίταξε από τη μία πλευρά, το κοίταξε από την άλλη, το κοίταξε από πιο κοντά, το κοίταξε και από πιο μακριά, άναψε και τα φωτάκια, καλό της φάνηκε. Αυτό το καινούργιο στολίδι, τελικά, ήταν μία πολύ καλή επιλογή, ήταν αυτό που έλειπε πραγματικά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Και, ικανοποιημένη από την επιλογή της, έφαγε και δυο μελομακάρονα για να το γιορτάσει.
     Αλλά τα στολίδια του δέντρου - που, όπως όλοι ξέρουμε, δεν αγαπούν καθόλου τις αλλαγές και, επιπλέον, ζηλεύουν κάθε νεοεισερχόμενο στολίδι -, καθόλου δε συμμερίστηκαν την ικανοποίηση της Πίπης. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, το φετινό στολίδι ήταν ένας τυμπανιστής. "Σιγά το πρόβλημα", θα μου πείτε, αλλά μη βιάζεστε να κρίνετε.
     Μόλις έσβησαν τα φώτα και το δέντρο έμεινε στο σκοτάδι, ένας ρυθμικός ήχος ακούστηκε.
     - Τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκαν τα στολίδια.
     - Περίεργος ήχος, είπε ένα στρογγυλό μπισκοτάκι, όταν τον πρωτοάκουσα νόμιζα ότι μου συνέβη κάποιο δυσάρεστο ατύχημα. Μήπως μου έσπασε κάποιο κομμάτι και δεν το κατάλαβα; ρώτησε το τρενάκι που βρισκόταν εκεί παραδίπλα.
     - Τσουφ! είπε το τρενάκι. Μην ανησυχείς, δε σου λείπει κανένα κομμάτι!
     - Ευτυχώς, είπε το στρογγυλό μπισκοτάκι, αλλά τι είναι αυτός ο ήχος;
     - Μήπως υπάρχει κάποιο ρολόι εδώ γύρω; είπε και ένας στρουμπουλός Άη-Βασίλης.
     - Όχι, όχι, είπε μια κόκκινη μπάλα, δεν βλέπω κανένα ρολόι εδώ γύρω. Άσε που, νομίζω, το ρολόι δεν κάνει έτσι.
     - Μήπως προέρχεται από τις οπλές του ταράνδου; ρώτησε ένας χιονάνθρωπος.
     - Να μου κάνεις τη χάρη, είπε ο τάρανδος, εγώ δεν κάνω φασαρία, περπατάω πολύ ανάλαφρα, σαν πούπουλο, όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Τι δράμα! είπε και ένα πλεκτό καλτσάκι. Αν δεν μπορούμε να κοιμηθούμε τώρα, που είναι σκοτεινά, πότε θα κοιμηθούμε;
     - Εγώ δεν καταλαβαίνω για τι μιλάτε, είπε ένα σπιτάκι, δεν ακούω τίποτα.
     - Εσένα έχουν βουλώσει τα αυτιά σου από το χιόνι που έχει πέσει στην σκεπή σου, του είπε ένα σκουφάκι.
     - Άσε που τα έχεις και τα χρονάκια σου, σχολίασε μια κόκκινη μπάλα.
     - Για σε παρακαλώ! της είπε το σπιτάκι. Όχι να μου το παίζεις και πιτσιρίκα, σχεδόν μαζί μας αγόρασε η Πίπη, συνομήλικοι είμαστε! 
     - Παιντιά, παιντιά! φώναξε και η μπάλα από την Ινδία.
     - Α, τι θες κι εσύ; είπε μια χρυσή μπάλα. Δεν βλέπεις ότι έχουμε σοβαρό θέμα;
     - Μα, να σας πω...
     - Τι να μας πεις; Πότε θα μάθεις να μιλάς σωστά, επιτέλους;
     - Τι τέλεις να πεις; Εγκώ έματα όλες τις λέκ-σεις...
     - Τις λέκ-σεις; Τις λέξεις, θέλεις να πεις, λέ-ξεις, ξι-ξι-ξι!
     - Ναι, αφ-τό λέω και εγκώ, λέκ-σεις, λέκ-σεις, κ-σι-κ-σι-κ-σι!
     - Τέλος πάντων, τι θέλεις να μας πεις; είπε το σπιτάκι.
     - Κ-σέρω πολύ καλά, από πού έρ-κεται ο τόρυβος που ακούμε.
     - Κ-σέρεις; Δηλαδή, ξέρεις;
     - Ναι. Ντίπαλα μου είναι.
     - Ντίπαλα; Τι είναι τα ντίπαλα; ρώτησε ο τάρανδος. Ξέρει κανείς τι είναι τα ντίπαλα;
     - Ντίπαλα, είπε η μπάλα από την Ινδία, εντώ ντίπαλα, ντίπ-λα, να, να, ντείτε, εκεί!
     - Αααα, δίπλα! είπαν όλα τα στολίδια με ένα στόμα και κοίταξαν εκεί που τους έδειχνε η μπάλα από την Ινδία.
     Ήταν ο τυμπανιστής. Χτυπούσε ρυθμικά το τύμπανό του, και φαινόταν πολύ συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανε.
     - Ε, τι κάνεις εκεί; φώναξε η κόκκινη μπάλα.
     - Ποιος; Εγώ; είπε εκείνος.
     - Ναι.
     - Τίποτα δεν κάνω.
     - Πώς τίποτα; Μας έχεις πάρει τα αυτιά! είπε το καλτσάκι. Είναι ανάγκη να το βαράς αυτό το τύμπανο;
     - Πρώτη φορά βλέπω κάλτσα με αυτιά, είπε ο τυμπανιστής.
     - Μην κοροϊδεύεις! Θέλουμε να κοιμηθούμε, νύχτωσε πια!
     - Και ποιος σας εμποδίζει; Κοιμηθείτε, αφού θέλετε! Ή, μήπως θέλετε να σας τραγουδήσω κανένα νανούρισμα;
     - Το θράσος σου δεν έχει όρια! είπε ένας άλλος χιονάνθρωπος, που φορούσε καπέλο. Άκου, "ποιος μας εμποδίζει"! Εσύ μας εμποδίζεις, κύριε, με το τύμπανό σου!
     - Μα, το τύμπανό μου είναι μικρό, δεν πιάνει σχεδόν καθόλου χώρο...
     - Μην κάνεις πως ντεν καταλαβαίνεις, κύριο τυμπανιστή, εγκώ από Ιντία και καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοεί το χιονάντορωπο με το καπέλο...
     - Θα σου το πω πολύ απλά, είπε και μία χρυσή μπάλα: σταμάτα να παίζεις!
     - Α, αυτό δε γίνεται, είπε ο τυμπανιστής, ο δάσκαλος μού είπε ότι πρέπει να εξασκούμαι τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα.
     - Και τι με νοιάζει εμένα, κύριε, τι σου είπε ο δάσκαλος; είπε ο χιονάνθρωπος με το καπέλο.
     - Άσε που εκείνος δεν είναι εδώ, είπε ο άλλος χιονάνθρωπος, αυτός με το σκουφί. Εμείς σε ακούμε, όχι αυτός!
     - Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι...
     - Φυσικά και μπορείς! φώναξε ο τάρανδος. Να πας αλλού να κάνεις εξάσκηση! Δε μου φτάνουν τα κουδούνια που έχω επάνω μου, που κουδουνίζουν συνέχεια, να ακούω και το τύμπανό σου; Πολύ πάει!
     - Δεν μπορώ να φύγω, είμαι κρεμασμένος εδώ, όπως και εσείς.
     - Ναι, αλλά εμείς δεν κάνουμε φασαρία!
     - Δεν κάνω φασαρία!
     - Κάνεις! 
     - Έλεος πια! είπε και το τρενάκι. Τη μέρα ακούμε την Πίπη με το βιολί της, το βράδυ θα ακούμε εσένα;
     - Παίζει βιολί η Πίπη;
     - Έτσι λέει. Τα αυτάκια μας να ρωτήσεις, είπε το καλτσάκι.
     - Μα, τελικά, πού τα έχεις εσύ τα αυτιά; 
     - Εκεί που τα έχουν όλοι!
     - Και, δηλαδή, τόσο χάλια παίζει;
     - Ε, εντάξει, δεν παίζει χάλια πλέον, έχει βελτιωθεί, είπε η κόκκινη μπάλα. Στην αρχή έπρεπε να την ακούσεις!
     - Ντεν είναι τόσο καλή σαν επαγγελ-ματία, είπε η μπάλα από την Ινδία, έκουμε εμείς στο Ιντία Κρίσνα Σαμανπούρ, παίζει και ντακρύζεις από φτυκία...
     - Ντακρύζεις; Τι είναι η φτυκία;
     - Ευτυχία εννοεί, είπε η κόκκινη μπάλα. Δεν έχει μάθει ακόμα καλά τα ελληνικά.
     - Α, είπα κι εγώ... Ώστε η Πίπη παίζει βιολί, ε;
     - Ναι.
     - Και όταν με αγόρασε, ούτε που της πέρασε από το μυαλό ότι θα παίζω μουσική. Φανταστείτε τώρα, μόλις το μάθει, πόσο θα ενθουσιαστεί!
     - Σιγά τη μουσική! είπε το σκουφάκι. Όλο "ντάπα-ντούπα" είσαι!
     - Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ απόκτησα άλλο ένα κίνητρο για να εξασκηθώ περισσότερο.
     - Αν μετράει καθόλου η γνώμη μου, είπε ο στρουμπουλός Άη-Βασίλης, ίσως να ήταν καλύτερα να εξασκείσαι τη μέρα. Έτσι θα μπορούμε κι εμείς να κοιμηθούμε το βράδυ. Εμείς οι ηλικιωμένοι, ειδικά, χρειαζόμαστε ύπνο και ξεκούραση.
     - Με όλο το σεβασμό που σου έχω, Άη-Βασίλη, προτιμώ να εξασκούμαι όταν η Πίπη κοιμάται και δε μας βλέπει.
     - Και όλα αυτά που μας έλεγες πριν; Ότι θα ενθουσιαστεί μόλις μάθει ότι παίζεις μουσική;
     - Πρέπει να τελειοποιήσω το παίξιμό μου πρώτα, δε θέλω να γίνω ρεζίλι...
     - Α, καλά! είπε ο τάρανδος. Άκου, κύριος, εδώ και ώρα με τρώνε οι οπλές μου. Όπου να'ναι θα σε κλωτσήσω, και δε θα αισθανθώ την παραμικρή τύψη.
     - Άσε, μην κουράζεσαι, είπε ένα μποτάκι. Θα τον κλωτσήσω εγώ, είμαι πιο κοντά.
     - Μην τολμήσεις να με κλωτσήσεις!
     - Γιατί, τι θα μου κάνεις;
     - Θα σε κοπανήσω με τις μπαγκέτες!
     - Δε θα προλάβεις!
     - Μη! φώναξε ένα μπισκοτοσπιτάκι. Μην τον αγριεύετε! Αν του ξεφύγει καμιά μπαγκέτα, μπορεί να με χτυπήσει και να με σπάσει, είμαι πολύ κοντά του!
     - Κι εγώ είμαι κοντά του και κινδυνεύω, είπε μια μικρή κόκκινη μπάλα.
     - Αφού είσαι πλαστική, τι ανησυχείς; είπε το μπισκοτοσπιτάκι.
     - Γιατί, εσύ τι είσαι; Ή νομίζεις ότι είσαι πραγματικό μπισκότο;
     - Ακόμα κι έτσι να είναι, μπορεί να μου βγάλει κανένα μάτι...
     - Μα αφού δεν έχεις μάτια!
     Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά. Όπως ήταν φυσικό, οι φωνές δεν άργησαν να φτάσουν μέχρι τα αυτιά της Πίπης. Και πολύ σύντομα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν βρισκόταν πλέον στο σκοτάδι.
     - Ντροπή σας! είπε η Πίπη στα στολίδια. Πάλι τα ίδια; Τι σας πιάνει κάθε φορά και πλακώνεστε με τον νεοφερμένο;
     - Μα δε μας αφήνει να κοιμηθούμε! τόλμησε να πει το αστέρι, που βρισκόταν πιο ψηλά και από την Πίπη, οπότε ένιωθε ότι μπορούσε να μιλήσει πιο άνετα από τους υπόλοιπους. Παίζει συνέχεια με το τύμπανο και μας ενοχλεί!
     - Ώστε το τύμπανο δεν είναι μόνο διακοσμητικό; ρώτησε η Πίπη τον τυμπανιστή.
     - Όχι, είπε εκείνος και χτύπησε δυο-τρεις φορές το τύμπανο με τις μπαγκέτες.
     - Α, τι καλά! είπε η Πίπη.
     - Άντε πάλι, είπε ο τάρανδος, κάθε φορά τα ίδια! Μεροληπτείς υπέρ του καινούργιου!
     - Ναι, είπε και η ινδική μπάλα, μεροληπιτείς!
     - Ησυχία! είπε η Πίπη. Σταματήστε όλοι, εγώ μιλάω τώρα! Το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι μέρος για έριδες και τσακωμούς, είναι ένας χώρος αρμονικής συνύπαρξης. Γι'αυτό, πρέπει να είστε αγαπημένα. Δεν θα επιτρέψω να ακούγονται φωνές, χρονιάρες μέρες. Αν θέλετε να μιλάτε, μπορείτε να τραγουδήσετε τα κάλαντα.
     - Μα, θέλουμε να κοιμηθούμε! είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Ποιος σας εμποδίζει;
     - Με ποιανού το μέρος είσαι; ρώτησε ο τάρανδος. Ο τυμπανιστής μας εμποδίζει, ντάπα-ντούπα, ντάπα-ντούπα όλη την ώρα...
     - Και εσύ δεν μπορείς να αφήσεις το τύμπανο για λίγο; ρώτησε η Πίπη τον τυμπανιστή.
     - Πρέπει να κάνω εξάσκηση, μου το είπε ο δάσκαλος.
     - Και εμένα μου είπε ο δάσκαλος να κάνω εξάσκηση, αλλά το βράδυ κάθομαι ήσυχη. Αν θέλεις, μπορείς να κάνεις εξάσκηση τη μέρα. Έτσι, όλοι θα είναι ικανοποιημένοι: και θα κοιμούνται τη νύχτα για να ξεκουράζονται, και εσύ θα κάνεις εξάσκηση. Και, αν γίνεις πολύ καλός, ίσως να παίξουμε και μαζί κάποια μέρα, να μου κρατάς το ρυθμό.
     - Ωραία ιδέα! είπε ο τυμπανιστής.
     - Το κλείσαμε, λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι;
     - Συμφωνότατοι!
     - Ωραία, ύπνο τώρα! είπε η Πίπη. Όνειρα γλυκά σε όλους!
     Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ξαναβυθίστηκε στο σκοτάδι. Και πολύ σύντομα, το μόνο που ακουγόταν ήταν το ροχαλητό του Άη-Βασίλη.
     - Τι είναι αυτό; ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι η φωνή του τυμπανιστή. 
     - Ο Άη-Βασίλης είναι, που ροχαλίζει, είπε μισοκοιμισμένα το μποτάκι.
     - Και, δηλαδή, θα πρέπει να ακούμε αυτό το αλυσοπρίονο όλο το βράδυ; 
     - Θα πρέπει να το συνηθίσεις, του είπε ο τάρανδος και γύρισε από την άλλη. Έχει κρεατάκια.
     - Συμφορά μου! είπε ο τυμπανιστής. Και ύστερα μου λέτε ότι σας ενοχλεί το τύμπανο...


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου         
    
     

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Φήμες

 


     Ναι, έτσι φαίνεται, είναι γεγονός: κάποιου είδους κατάρα έχει πέσει επάνω στην Πίπη! Δεν εξηγείται αλλιώς. Πώς είναι δυνατόν να έχει ένα κεφάλι γεμάτο μυαλό και το μυαλό να τεμπελιάζει και να ξημεροβραδιάζεται επάνω στους καναπέδες, μασουλώντας ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά;
     - Έλα να γράψουμε μια ιστορία, του λέει η Πίπη.
     - Δεν μπορώ τώρα, βαριέμαι, της λέει, με το στόμα του πασαλειμμένο με σοκολάτα.
     - Έστω μία μικρή, επιμένει η Πίπη.
     - Α, δε γίνεται, νυστάζω, της λέει και γυρίζει από την άλλη.
     - Μα πρέπει να γράψουμε κάτι, τόσος κόσμος περιμένει...
     - ...
     - Μία μικρή ιστορία, έστω...
     - ...
     - Α, καλά, ξεκουράσου σήμερα, αλλά αύριο οπωσδήποτε, εντάξει;
     - Μμμμ...
     Και η Πίπη, που πολύ κακομαθημένο το έχει το μυαλό της, καθώς φαίνεται, ξαναπροσπαθεί την επόμενη μέρα:
     - Θα γράψουμε σήμερα μια ιστορία;
     - Σήμερα; Αποκλείεται!
     - Γιατί;
     - Νιώθω μια μεγάλη αδυναμία, ίσως να μου έχει πέσει το ζάχαρο... 
     - Μα έχεις φάει τριάντα γλυκά από το πρωί!
     - Δίκιο έχεις, μάλλον θα πρέπει να φάω κάτι αλμυρό...
     - Πριν να φας το αλμυρό, δεν γράφουμε την ιστορία;
     - Είσαι σοβαρή; Με άδειο στομάχι;
     - Δώσε μου έστω μια ιδέα, έναν τίτλο, και θα την γράψω μόνη μου την ιστορία.
     - Βρες τη μόνη σου την ιδέα, της λέει καθώς πλακώνει δύο πιτόγυρα και μία πίτσα με μανιτάρια και πιπεριά.     
     Και η Πίπη νιώθει έντονα την ανάγκη να του φωνάξει, αλλά σκέφτεται ότι θα την πονέσει ο λαιμός της και κρατιέται.
     Και την επόμενη μέρα η Πίπη βρίσκει το μυαλό της να λιάζεται μπροστά στο παράθυρο και αποφασίζει να ξαναπροσπαθήσει.
     - Πώς νιώθεις σήμερα; ρωτάει.
     - Κομμάτια, της απαντάει.
     - Μια χαρά μου φαίνεσαι εμένα.
     - Με δουλεύεις; Αφού σέρνομαι!
     - Έλεγα μήπως να γράφαμε σήμερα την ιστορία, που είναι και ωραίος ο καιρός...
     - Σήμερα; Θα αστειεύεσαι! Με τέτοιο ήλιο; Νομίζω πως έχω πάθει ηλίαση...
     - Μα εσύ λιάζεσαι στο παράθυρο!
     - Νομίζεις πως το θέλω; Εγώ απλώς καθόμουν και ήρθε ο ήλιος και έπεσε στο τζάμι. Ο αγενέστατος!
     - Μήπως, τότε, να γράφαμε μια ιστορία για τον ήλιο;
     - Σιγά μην του κάνω τη χάρη να ασχοληθώ μαζί του!
     - Ωραία, ας γράψουμε για κάποιον άλλον τότε.
     - Τι επίμονος άνθρωπος! Με κανέναν δε θέλω να ασχοληθώ. Με κούρασες!
     - Μα η δικιά σου συμμετοχή είναι αυτή που βάζει την σφραγίδα της ποιότητας στις ιστορίες, λέει, προσπαθώντας να το δελεάσει.
     - Λα-λα-λα... 
     Και η Πίπη αναστενάζει και καταλαβαίνει ότι, πιθανώς, δεν υπάρχει θεραπεία. Και οι μέρες περνούν, και ο μήνας κοντεύει να τελειώσει, και το μυαλό της Πίπης συνεχίζει στον κόσμο του.
     - Από αυτό το μυαλό αποκλείεται να περιμένω βοήθεια, σκέφτεται η Πίπη. Αλλά, τι να γράψω;
     Και τότε η Πίπη συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ενημερώσει το κοινό της για έναν σχετικά νέο ένοικο της Χώρας της μπροστινής βεράντας, έναν ένοικο που βρέθηκε να κρυφακούει τα κουτσομπολιά των δύο γερανιών, λίγους μήνες νωρίτερα. Τότε, βέβαια, ήταν μικρούλης και κοντούλης, με τα μαλλιά του καρφάκια.
     Και η Πίπη το βρήκε εξαιρετικά παράξενο, να φυτρώσει ένα πεύκο σε μία μικρή γλάστρα της Χώρας της μπροστινής βεράντας, ιδιαίτερα που τα κουκούτσια από τα ροδάκινα, που με τόση προσοχή είχε θάψει η ίδια σε μια γλάστρα της Χώρας της πίσω βεράντας, δεν έδειχναν σημεία ζωής. 
     - Κι άλλος παράνομος μετανάστης! είπε το γιασεμί, μόλις είδε τον μικρό. Από πού να ήρθε, άραγε;
     - Θέλει και ρώτημα; του είπε η μπουκαμβίλια. Δεν βλέπεις εκείνα τα πεύκα απέναντι; Δικό τους παιδί θα είναι.
     - Αμάν, πια, γεμίσαμε ξώγαμα, είπε και το αγιόκλημα. Και όλα, κατά σύμπτωση, αράζουν στη μεριά μας! Σε λίγο θα αναγκαστούμε να φύγουμε εμείς!
     - Καλά, εσύ δεν κάνεις τίποτα; ρώτησε η μπουκαμβίλια το ένα από τα γεράνια. Πώς του επιτρέπεις να μένει μέσα στην γλάστρα σου;
     - Μικρούλι είναι, είπε εκείνο, το λυπήθηκα.
     - Ναι, είπε και το άλλο. Μα, κοιτάξτε το: δεν είναι γλυκούλι;
     - Αγκού! είπε το πευκάκι.
     Και η αλήθεια είναι ότι και η Πίπη το βρήκε πολύ χαριτωμένο το μικρό πευκάκι, με τα μαλλιά του τα καρφάκια, και έτσι αποφάσισε να του επιτρέψει να παραμείνει εκεί όπου είχε βρεθεί. Και, τελικά, μάλλον έκανε καλά, αφού ύστερα από λίγο καιρό, τα δύο γεράνια άφησαν το μάταιο τούτο κόσμο.
     Το κοιτάει με μισό μάτι το πευκάκι η μπουκαμβίλια, και κατά βάθος πιστεύει ότι ο θάνατος των γερανιών κάθε άλλο παρά σύμπτωση ήταν.
     - Να δεις που αυτό το μικρό φταίει, ψιθυρίζει στο αγιόκλημα. Τόσα χρόνια τα γεράνια μια χαρά ήταν. Να δεις που κάτι τους έκανε.
     - Αλλά κι αυτή η Πίπη, δεν το καταλαβαίνει; Το πρώτο που κοιτάζει, όταν μας επισκέπτεται, είναι εκείνο, λέει το αγιόκλημα, υπάρχουμε και εμείς, κυρία μου!
     - Μπα, μάλλον χάζεψε λόγω ηλικίας.
     Και κοιτάζουν το μικρό, ελπίζοντας να πάθει ψωρίαση και να του πέσουν τα μαλλιά τα καρφάκια, μόνο εκείνα θα χάνουν τα μαλλιά τους τώρα που χειμωνιάζει;
     Αλλά το πευκάκι δε δίνει σημασία. Εξάλλου, έχει μεγαλώσει τώρα, και τα μαλλιά του έχουν πυκνώσει. Και ούτε λέει πια "αγκού". Και απλώνει τα χεράκια του, και λιάζεται στον ήλιο. Και ούτε που το περίμενε η Πίπη, ότι το πευκάκι θα ψήλωνε τόσο γρήγορα.

 
     Και τώρα που η Πίπη κοιτάει έξω από το παράθυρο, να το πάλι το πευκάκι να τη χαιρετάει, με τα - σχετικά πρόσφατα εμφανιζόμενα - χεράκια του. Και η Πίπη, παρ'όλο που δεν το φύτεψε εκείνη, νιώθει περήφανη για το πευκάκι, και αποφασίζει να γράψει την ιστορία του.
     Αλλά μόλις ξεκινάει να γράφει, το μυαλό της αρχίζει να γκρινιάζει.
     - Πάλι για φυτό θα γράψεις; της λέει.
     - Ναι, αφού δε μου έρχεται καμία άλλη ιδέα, του απαντάει.
     - Βλακεία θα βγει.
     - Μπορεί. Αλλά δεν έχω άλλη επιλογή, αφού εσύ δε βοηθάς.
     - Πώς να σε βοηθήσω, με το θέμα που διάλεξες;
     - Εσύ δε μου είπες να το βρω μόνη μου το θέμα;
     - Πίστευα ότι μπορούσες.
     - Σου είπα ότι δεν μπορούσα.
     - Όλο γκρίνια είσαι.
     - Μα, τόσον καιρό σε παρακαλάω, και εσύ αδιαφορείς!
     - Και είναι αυτός λόγος να ασχοληθείς με το πευκάκι;
     - Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω.
     - Πάντως, εγώ θα την έγραφα καλύτερα την ιστορία.
     - Σου είπα να βοηθήσεις, αλλά εσύ αρνήθηκες.
     - Ορίστε, σε βοηθάω τώρα: γράψε για κανέναν φόνο.
     - Για ποιον φόνο;
     - Τα γεράνια τα ξέχασες;
     - Τι δουλειά έχουν τώρα τα γεράνια;
     - Πιστεύεις ότι πήγαν από φυσικά αίτια;
     - Τι εννοείς; Ξεράθηκαν σιγά-σιγά, αν θυμάσαι καλά.
     - Πολύ βολικό αυτό για το δολοφόνο τους. Και αν θες την γνώμη μου, πρόκειται για σίριαλ κίλερ.
     - Τι βλακείες είναι αυτές;
     - Δεν είναι καθόλου βλακείες! Να σου θυμίσω και τη λευκή την τριανταφυλλιά; Από φυσικά αίτια πήγε και εκείνη;
     - Ξεράθηκε σιγά-σιγά...
     - Να το!
     - Ποιο;
     - Το κοινό μοτίβο! Σου λέω, πρόκειται για σίριαλ κίλερ.
     - Σιγά το κοινό μοτίβο! Τα είχε τα χρονάκια της η μακαρίτισσα...
     - Και τι μ'αυτό; Θέλεις να μου πεις ότι οι ηλικιωμένοι πεθαίνουν πάντα από φυσικά αίτια;
     - Δηλαδή, δολοφονήθηκε και αυτή;
     - Εννοείται!
     - Καλά, πολύ CSI βλέπεις, μου φαίνεται...
     - Μαζί το βλέπουμε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. 
     - Και ποιο είναι το θέμα μας;
     - Το θέμα μας είναι να βρεις το δολοφόνο.
     - Δεν υπάρχει δολοφόνος.
     - Έτσι λένε οι αδαείς. Εδώ έχει βουίξει η Χώρα της μπροστινής βεράντας! Για ρώτα την μπουκαμβίλια να σου πει...
     - Τι να μου πει, δηλαδή, η μπουκαμβίλια;
     - Αν πρόκειται για φόνο ή για τυχαίους θανάτους. Για σκέψου κι εσύ, μόνη σου: γίνεται δύο θάνατοι, όπως των γερανιών, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, να είναι τυχαίοι;
     - Και τι είναι η μπουκαμβίλια, αστυνομικός του τμήματος φυτοκτονιών;
     - Δεν είναι αστυνομικός, αλλά σίγουρα είναι μάρτυρας, κάτι θα έχει δει, κάτι θα έχει ακούσει. Και το αγιόκλημα, πιθανώς, θα μπορεί να βοηθήσει στις έρευνες, ζούσε και εκείνο κοντά στους μακαρίτες...
     - Δεν πας καθόλου καλά.
     - Μια χαρά πάω, αλλά φαίνεται πως δε θέλεις να βρεις το δολοφόνο. Αλλά, σε προειδοποιώ, πρόκειται για σίριαλ κίλερ, και αν δεν συλληφθεί, σύντομα θα έχουμε και άλλα θύματα στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
     - Χαζομάρες!
     - Ναι, καλά...
     - Και, δηλαδή, πώς νομίζεις ότι θα τον βρω το δολοφόνο; Που, κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχει κιόλας...
     - Υπάρχει, και αν μελετήσεις τα στοιχεία, θα τον βρεις.
     - Ποια στοιχεία; Η Χώρα της μπροστινής βεράντας είναι γεμάτη ξερά φύλλα...
     - Κρίμα τις τόσες αστυνομικές σειρές που έχεις παρακολουθήσει! Να τα μαζέψεις τα φύλλα, είναι στοιχεία, να τα πας στον ιατροδικαστή. Και να βγάλεις και φωτογραφίες, προτού τα μαζέψεις.
     - Σε ποιον ιατροδικαστή; Υπάρχει ιατροδικαστής που μελετάει φύλλα;
     - Φυσικά και υπάρχει! Δεν βλέπεις στις αστυνομικές σειρές, που οι αστυνομικοί βρίσκουν το δολοφόνο αναλύοντας το χώμα, τα φύλλα και τα χόρτα που βρίσκουν στις σόλες των παπουτσιών των υπόπτων;
     - Μα εδώ δεν υπάρχει ύποπτος.
     - Νομίζεις! Για ρώτα την μπουκαμβίλια...
     - Άντε πάλι με την μπουκαμβίλια! Και, σε τελευταία ανάλυση, ας απευθυνθεί η μπουκαμβίλια στην αστυνομία, εμένα τι με ανακατεύεις; Άσε με, και έχω να τελειώσω την ιστορία μου...
     - Σκέτη χαζομάρα θα βγει, χωρίς ούτε έναν σίριαλ κίλερ. Βάλε, τουλάχιστον, κάποιο ειδύλλιο...
     - Τι ειδύλλιο; Το πευκάκι είναι ακόμα μικρό για ειδύλλια.
     - Ενώ για φονικό δεν είναι...
     - Ποιο φονικό; 
     - Α, εγώ δεν ξέρω, ρώτα την μπουκαμβίλια...
     - Δε ρωτάω κανέναν! Σα δεν ντρέπεστε, να υπονοείτε ότι το πευκάκι σκότωσε τα γεράνια!
     - Α, ώστε το έπιασες τελικά το υπονοούμενο!
     - Λίγη τσίπα, βρε, όλα τα στραβά στο μικρό παιδί θα τα ρίξετε;
     - Μικρό είναι το μάτι σου!
     - Βρε, άντε πήγαινε να φας καμιά σοκολάτα ή κανένα πιτόγυρο και να με αφήσεις ήσυχη! Άκου, δολοφόνος το πευκάκι!
     Και το βλέμμα της Πίπης πέφτει επάνω στο πευκάκι, που, καθώς λικνίζεται στο φύσημα του αέρα, τη χαιρετάει με τα χεράκια του και της χαμογελάει. 
     - Μα, είναι δυνατόν, αυτό το μουτράκι να είναι σίριαλ κίλερ; μονολογεί η Πίπη και επιστρέφει στην ιστορία της.



ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Εορτασμός επετείου

    

     Η Τζένη διόρθωσε λίγο το κραγιόν της.
     - Μου φαίνεται θα κάνω ένα μποτοξάκι, τελικά, είπε και φούσκωσε λίγο τα χείλη της.
     - Κι εγώ θα κάνω, είπε η Τζέσυ, καθώς φούσκωνε τα χείλη της ποζάροντας στο κινητό της. Θα έχω έτοιμο ντακ φέις ανά πάσα στιγμή.
     - Πολύ αργεί, είπε η Τζέλα. Και σε μια ώρα έχω ραντεβού για ρίζα.
     - Κι εγώ έχω ραντεβού για ημιμόνιμο, είπε η Τζέσυ. Θα βάλω και στρας.
     - Α, να τη, είπε η Τζένη. Επιτέλους! Μα τι έκανε στα μαλλιά της;
     - Συγγνώμη που άργησα, κορίτσια, είπε η Τζούλη, αλλά με καθυστέρησε η πεντικιουρίστα. Είκοσι ολόκληρα λεπτά με είχε να περιμένω!
     - Μα τι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου; τη ρώτησε η Τζένη.
     - Ναι, είπε εκείνη. Πώς σας φαίνονται;
     - Δε σε είχα φανταστεί ποτέ κοκκινομάλλα, είπε η Τζέλα. Αλλά εσύ δεν είχες πει ότι θα έκανες μόνο θεραπεία με κερατίνη;
     - Ναι, έτσι είχα πει, αλλά σκέφτηκα να την αφήσω τη θεραπεία για αργότερα. Δε σας αρέσουν; Δεν είμαι ίδια η Τζούλια Ρόμπερτς;
     - Η Τζούλια Ρόμπερτς; Ούτε καν! είπε η Τζέσυ.
     - Κόψε κάτι! είπε η Τζέλα.
     - Στο Σωτήρη άρεσαν πολύ!
     - Ε, αν άρεσαν στο Σωτήρη...
     - Και μια που μιλάμε για το Σωτήρη, είπε η Τζένη, πώς τα περάσατε προχθές;
     Οι τρεις φίλες κοίταξαν την Τζούλη με μάτια γεμάτα προσμονή.
     - Καλά, είπε εκείνη, ό,τι και να σας πω είναι λίγο! Ήταν υπέροχα! Ποτέ μου δεν είχα περάσει καλύτερα!
     - Πού σε πήγε; ρώτησε η Τζέσυ. Στα μπουζούκια, ε;
     - Μη μου πεις πως σε πήγε στον Ωρίωνα! είπε η Τζέλα. Άκουσα πως η Πάολα κάνει θραύση!
     - Όχι, όχι στον Ωρίωνα...
     - Α, κατάλαβα, σε πήγε στον Ναό! Μα εκεί είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις καλό τραπέζι, τα κλείνουν από ένα μήνα νωρίτερα. Μπράβο, Σωτηράκη, και δε σου το είχα!
     - Όχι, δε με πήγε στον Ναό...
     - Εμ, βέβαια, δεν το είπα εγώ; Πού να βρει τραπέζι της προκοπής τελευταία στιγμή; Και πού σε πήγε, τελικά;
     - Πάντως, στα μπουζούκια δεν πήγαμε.
     - Ε όχι! Μη μου πεις ότι κάνατε ταξίδι-αστραπή στη Ρώμη για γνήσια ιταλικά σπαγγέτι; Καταπληκτική ιδέα! Πόσο σε ζηλεύω!
     - Ρώμη, τι ρομαντικό! είπε η Τζένη. Και μετά τα σπαγγέτι, βόλτα στο Σηκουάνα! Πόσο θα ήθελα να είμαι στη θέση σου! Εμείς έχουμε τη Μερσεντές στο γκαράζ να σκουριάζει, και ούτε μέχρι το Λαιμό της Βουλιαγμένης δε με πάει ο Τάσος. Τι τυχερή που είσαι!
     - Ποιο Σηκουάνα, καλέ; είπε η Τζέλα. Χάζεψες τελείως; Ο Σηκουάνας είναι στο Παρίσι!
     - Στο Παρίσι σε πήγε; πετάχτηκε η Τζέσυ. Ακόμα καλύτερα! Φανταστείτε, κορίτσια, βόλτα χεράκι-χεράκι δίπλα στο Σηκουάνα, και μετά φαγητό σε ένα καλό γαλλικό εστιατόριο... Είχε και διανυκτέρευση το πρόγραμμα; απευθύνθηκε στην Τζούλη. Ελπίζω το ξενοδοχείο να ήταν τουλάχιστον τεσσάρων αστέρων...
     - Πώς μας προέκυψε τώρα το Παρίσι; είπε η Τζένη. Αφού μιλούσαμε για τη Ρώμη!
     - Ε, καλά, πήγες κι εσύ μια φορά στη Ρώμη ταξίδι του μέλιτος και κάτι έγινε! είπε η Τζέλα.
     - Όχι και κάτι έγινε! Τρεις ολόκληρες μέρες έμεινα και - όχι να το παινευτώ - την είδα όλη! Και στο στάδιο πήγα - εκεί που γίνονταν οι ταυρομαχίες, καλέ -, και σε εκείνη την πλατεία με τα σκαλιά, και σε εκείνη με το συντριβάνι που πετάς τα κέρματα, για να ξαναπάς... Δέκα ολόκληρα μονόευρα πέταξα μέσα!
     - Και περπάτησες και δίπλα στον Σηκουάνα; είπε η Τζέλα, έτοιμη να βάλει τα γέλια.
     - Κορόιδευε εσύ, εντάξει, μπερδεύτηκα, εξάλλου, όλα τα ποτάμια μοιάζουν! Περπάτησα δίπλα στον ποταμό, πάντως...
     - Τέλος πάντων, κορίτσια, το θέμα μας δεν είναι η Ρώμη και ο Σηκουάνας, είπε η Τζέσυ, το θέμα μας είναι η έκπληξη του Σωτήρη... Λοιπόν; στράφηκε στην Τζούλη. Πού σε πήγε ο Σωτήρης, τελικά;
     - Πήγαμε στην Όπερα!
     - Ποια Όπερα, είπε η Τζένη, του Σίδνεϋ;
     - Στο Σίδνεϋ πήγατε; είπε η Τζέσυ και κοίταξε την Τζούλη ενθουσιασμένη. Από εκεί είναι η νυχού μου και μου είπε ότι είναι πολύ ωραία. Αλλά, νομίζω ότι εκεί έχουν ανάποδα τις εποχές, είχες ντυθεί κατάλληλα;
     - Τι εννοείς ότι έχουν ανάποδα τις εποχές; είπε η Τζένη. Δηλαδή, τώρα εκεί έχουν - Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος... -, εκεί έχουν Απρίλιο;
     - Μα τι λέτε; είπε η Τζέλα, το Σίδνεϋ είναι μακριά, δεν προλάβαιναν να πάνε στο Σίδνεϋ ταξίδι-αστραπή... Στο Παρίσι είναι η Όπερα που πήγαν! 
     - Άσε μας, βρε Τζέλα, που επειδή έχεις ταξιδέψει λίγο περισσότερο, ξέρεις και πού είναι η Όπερα! είπε η Τζένη. Όλος ο κόσμος την ξέρει την Όπερα του Σίδνεϋ! Έχω δει και φωτογραφίες. Μοιάζει με τούρτα που έχει επάνω πανιά ιστιοφόρου, το θυμάμαι πολύ καλά.
      - Σας λέω ότι η Όπερα που πήγαν είναι στο Παρίσι, είναι πασίγνωστη η Όπερα του Παρισιού. Και δεν έχω ταξιδέψει λίγο περισσότερο, έχω ταξιδέψει πολύ περισσότερο. Το διαβατήριό μου είναι γεμάτο σφραγίδες...
     - Κορίτσια, μη μαλώνετε, είπε η Τζούλη, ούτε στο Σίδνεϋ πήγα, ούτε στο Παρίσι.
     - Μα το είπα εγώ, ότι πήγες στη Ρώμη, είπε η Τζένη.
     - Ούτε στη Ρώμη πήγα, Τζένη μου. Έχει Όπερα και στην Αθήνα.
     - Τώρα μας δουλεύεις! είπε η Τζέσυ. Στην Αθήνα μείνατε; Τι κρίμα!
     - Α, κατάλαβα, είπε η Τζένη, η Όπερα θα είναι κάποιο καινούργιο κέντρο... Στην παραλιακή βρίσκεται;
     - Όχι, δεν είναι κέντρο. 
     - Μοιάζει με τούρτα που έχει επάνω πανιά ιστιοφόρου;
     - Όχι...
     - Ε, τότε καλά το είπα εγώ, δεν είναι Όπερα, κέντρο είναι που το λένε Όπερα. Έχω την εντύπωση, μάλιστα, ότι εκεί τραγουδάει η Θεοδωρίδου... 
     - Σαν να έχεις δίκιο, είπε η Τζέσυ, νομίζω ότι το άκουσα και εγώ. Θεοδωρίδου, Γαρμπή και Οικονομόπουλος. Χαμός γίνεται κάθε βράδυ!
     - Α, καλά, εσείς έχετε ξεφύγει! είπε η Τζέλα. Βρε κορίτσια, σε κανονική Όπερα την πήγε ο Σωτήρης! Τι είδατε; ρώτησε την Τζούλη.
     - Τον Κουρέα της Σεβίλλης.
     - Τι εννοείς "κανονική"; είπε η Τζένη. Η Όπερα του Σίδνεϋ, δηλαδή, δεν είναι κανονική; 
     - Και, συγγνώμη, είπε η Τζέσυ, αλλά η Σεβίλλη δεν είναι στην Ισπανία; Πώς τον είδατε, δηλαδή, τον κουρέα της Σεβίλλης, χωρίς να πάτε στην Ισπανία; 
     - Α, ώστε στην Ισπανία πήγατε! είπε η Τζένη.
     - Και, επιπλέον, συνέχισε η Τζέσυ, τι το σπουδαίο έχει ένας Ισπανός κουρέας σε σχέση με έναν Έλληνα; Μη μου πεις ότι αυτός σου έβαψε το μαλλί...
     - Όχι, Τζενάκι μου, δεν πήγαμε στην Ισπανία, είπε η Τζούλη, απλώς, "Ο κουρέας της Σεβίλλης" είναι ο τίτλος του έργου που είδαμε.
     - Καταλάβατε τώρα; είπε η Τζέλα. Η όπερα είναι είδος μουσικού θεάτρου, εκεί την πήγε ο Σωτήρης...
     - Μουσικό θέατρο; Α, κατάλαβα, είπε η Τζέσυ, όπως ο Σεφερλής.
     - Ποιος Σεφερλής; είπε η Τζούλη. Αχ, κορίτσια, μου φαίνεται ότι έχει γίνει παρεξήγηση. Όταν λέμε μουσικό θέατρο, δεν εννοούμε Σεφερλή, εννοούμε θέαμα υψηλής ποιότητας.
     - Και δεν είναι υψηλής ποιότητας ο Σεφερλής; Είκοσι άτομα μπαλέτο έχει!
     - Έλεος, βρε Τζέσυ! είπε η Τζέλα. Τόσο άσχετη είσαι πια;
     - Όλο την έξυπνη μας κάνεις, είπε εκείνη. Τι να κάνουμε, κυρία μου, δεν βγάλαμε όλες το λύκειο με δεκαέξι και τρία!
     - Με δεκαέξι και τέσσερα το έβγαλα, αλλά δεν το παίζω έξυπνη, απλώς έτυχε να ξέρω τι είναι η όπερα...
     - Ναι, όλα τα ξέρεις εσύ...
     - Αφού, κατά σύμπτωση, έχω πάει!
     - Κορίτσια, είπε η Τζούλη, μη μαλώνετε, δεν υπάρχει λόγος! Η όπερα είναι εκεί που τραγουδάνε οι σοπράνο και οι τενόροι, Τζέσυ μου...
     - Α, εκεί που τσιρίζουν; είπε η Τζένη. Τώρα κατάλαβα! Καλά, απορώ πώς δε σε έπιασε πονοκέφαλος από τις τσιρίδες! Ωραίος τρόπος να γιορτάσεις επέτειο!
     - Δεν έχεις δίκιο, είπε η Τζούλη, ήταν πολύ ωραία!
     - Εγώ, πάντως, θα προτιμούσα το ταξίδι-αστραπή στη Ρώμη!
     - Κι εγώ! είπε η Τζέσυ.
     - Κι όμως, είπε η Τζούλη, ήταν τόσο ρομαντικά! Ένιωσα σαν την Τζούλια Ρόμπερτς στο Πρίτι Γούμαν. 
     - Α, γι'αυτό το έβαψες κόκκινο το μαλλί!
     - Ναι, είπε η Τζένη, αλλά να σου θυμίσω ότι την Τζούλια Ρόμπερτς την πήγε στη Ρώμη ο Ρίτσαρντ Γκιρ, πώς και ο Σωτήρης δεν σκέφτηκε να σε πάει στη Ρώμη;
     - Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, τελικά, είπε η Τζέσυ, καλά το είπε ο Ράσελ Κρόου στο Μονομάχο...
     - Είμαι σίγουρη ότι κάποιος άλλος το είπε αυτό, είπε η Τζέλα, αλλά ας το αφήσουμε τώρα... 
     - Ναι, αλλά αν εξαιρέσεις την τοποθεσία, είπε η Τζούλη, όλο το υπόλοιπο το έκανε σωστά. Και στην Όπερα με πήγε, και κόκκινο φόρεμα μου αγόρασε για την περίσταση, με σέξι άνοιγμα στην πλάτη... Μόνο διαμαντένιο κολιέ δεν μου αγόρασε, αλλά και ο Ρίτσαρντ Γκιρ το είχε νοικιάσει το κολιέ, οπότε δεν πειράζει.
     - Άσχημο, πάντως, δε θα ήταν να σου είχε πάρει και διαμάντια, είπε η Τζέλα.
     - Προτιμώ να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, είπε η Τζούλη.
     - Έτσι κάνω κι εγώ, είπε η Τζένη. Αλλιώς, θα έπρεπε να τον είχα χωρίσει τον Τάσο προ πολλού.
     - Ίσως θα έπρεπε να το κάνεις, είπε η Τζέσυ. Σίγουρα μπορείς να βρεις καλύτερο.
     - Ε, δεν είναι και τόσο κακός...
     - Αφού έχει καβούρια στις τσέπες, εσύ η ίδια το λες, ούτε μέχρι το Λαιμό της Βουλιαγμένης δε σε πηγαίνει!     - Ναι, εντάξει, δε με πηγαίνει μέχρι το Λαιμό της Βουλιαγμένης, και τώρα που το σκέφτομαι, χαμένα πήγαν τα δέκα μονόευρα που πέταξα στο συντριβάνι, δεν βλέπω να ξαναπηγαίνουμε στη Ρώμη, αλλά μόλις τελειώσει το κότερο θα με πάει Σαββατοκύριακο στη Μύκονο, μου το υποσχέθηκε!
     - Τρία χρόνια το φτιάχνει το κότερο, ούτε ο Τιτανικός να ήταν! είπε η Τζέλα.
     - Μη μου το γρουσουζεύεις, ξεχνάς τι έπαθε ο Λεονάρντο ντι Κάπριο στον Τιτανικό;
     - Ναι, είπε η Τζούλη, αλλά η Κέιτ Γουίνσλετ την γλίτωσε! Άσε που θα μπορούσατε να παίξετε και την σκηνή του Τιτανικού, με τα χέρια ανοιχτά επάνω στην πλώρη, όπως ο Λεονάρντο και η Κέιτ!
     - Ωραίο θα ήταν αυτό, είπε η Τζέσυ, θα έβγαζες και καταπληκτική σέλφι...
     - Θα έφτιαχνες και τα μαλλιά, να μοιάζουν με της Κέιτ, είπε η Τζούλη. Ωραία ιδέα. Να θυμηθώ να πω του Σωτήρη να νοικιάσει κότερο, στην επόμενη επέτειο.
     - Πω, πω, κορίτσια, πέρασε η ώρα, είπε η Τζέλα, θα χάσω το ραντεβού μου! Πρέπει να σας αφήσω. Θα μιλήσουμε.
     Η Τζέλα σηκώθηκε βιαστικά και έφυγε.
     - Κι εγώ θα φύγω σε λίγο, είπε η Τζέσυ, έχω ραντεβού για ημιμόνιμο. Θα βάλω και στρας. Θα κάνω και μπότοξ στα χείλη, σου το είπα; απευθύνθηκε στην Τζούλη. Θα είναι τέλειο για τις σέλφι.
     - Κι εγώ θα κάνω μπότοξ, είπε η Τζένη, νομίζω θα μου πηγαίνει.
     - Να κάνεις, αλλά σκέφτηκες τι θα πει ο Τάσος; είπε η Τζούλη.
     - Μη μου τον θυμίζεις τώρα τον Τάσο!
     - Πώς να μη σου τον θυμίζω, εκείνος δε θα το πληρώσει το μπότοξ;
     - Λες να μην της το πληρώσει; είπε η Τζέσυ.
     - Αχ, κορίτσια, μην το λέτε αυτό, θα στενοχωρηθώ και θα κάνω ρυτίδες! 
     - Εμείς δε λέμε τίποτα, εσύ λες πως είναι σπάγγος.
     - Είναι, ναι, αχ, πώς θα τον πείσω να το πληρώσει το μπότοξ; Τι κατάρα είναι αυτή, να έχω πλούσιο άντρα και να ζητιανεύω για λεφτά;
     - Πες του για τον Τιτανικό, και για την σκηνή με τον Λεονάρντο και την Κέιτ, είπε η Τζούλη.
     - Δεν νομίζω να τον ψήσω.
     - Πάντως, αστεία-αστεία, και πέρυσι κάτι αντίστοιχο είχατε κάνει στην επέτειό σας, αν θυμάμαι καλά, είπε η Τζέσυ στην Τζούλη, την Πεντάμορφη και το Τέρας δεν είχατε κάνει;
     - Ποια Πεντάμορφη; Τη Νεράιδα και το Παληκάρι είχαμε κάνει, δε θυμάσαι που ήμουν ξανθιά, και που είχαμε πάει στην Κρήτη; Μέχρι παραδοσιακή φορεσιά είχα φορέσει, μεγάλη επιτυχία! Και, εδώ που τα λέμε, και φέτος για στολή το πήγαινα, αλλά δε μας έκατσε.
     - Τι στολή; ρώτησε η Τζένη.
     - Την Κατ Γούμαν.
     - Αααα!...
     - Ναι, αλλά θα έπρεπε να κόψω εντελώς το φαγητό για μια βδομάδα, για να μπορώ να μπω στην στολή. Οπότε προτιμήσαμε το Πρίτι Γούμαν... Αλλά, για δες, πέρασε η ώρα, πρέπει να πηγαίνω κι εγώ, έχω να μελετήσω...
     - Τι να μελετήσεις; 
     - Μου ζήτησε ο Σωτήρης να δω όλες τις ταινίες με την Τζούλια Ρόμπερτς, μήπως βρω και καμιά άλλη να παίξουμε... 
     - Στην επόμενη επέτειο;
     - Ποια επόμενη επέτειο; Απόψε! Είναι ευκαιρία, όσο παραμένω κοκκινομάλλα. Λοιπόν, φεύγω τώρα, και θα μιλήσουμε.
     Η Τζένη και η Τζέσυ έμειναν μόνες τους.
     - Τυχερή η Τζούλη! είπε η Τζέσυ. 
     - Ναι, είπε και η Τζένη.
     - Θέλω να πω, δεν παραπονιέμαι, καλός, χρυσός ο Θανάσης, δε μου χαλάει χατήρι, αλλά έχει καταντήσει αρκετά προβλέψιμος.
     - Τι να πω κι εγώ; Λες να τον καταφέρω τον Τάσο να μου πληρώσει το μπότοξ;
     - Δεν βρίσκεις άλλον, λέω εγώ; Κάποιον πιο ανοιχτοχέρη;
     - Ας μη γίνομαι γκρινιάρα, δεν είναι κακός ο Τάσος, κι ας είναι καρμίρης... Και θα με πάει στη Μύκονο, όταν το τελειώσει το κότερο, μου το υποσχέθηκε. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να είναι λίγο σαν τον Σωτήρη. 
     - Γιατί, εγώ δε θα'θελα; Δηλαδή, όχι στο οικονομικό, εκεί δεν έχω παράπονο από το Θανάση. Αλλά, να: θα τον ήθελα και λίγο σινεφίλ, με καταλαβαίνεις;


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Το πατρικό σπίτι

     

     Ο Γεράσιμος Σοφρωνίου κοίταξε την βραχώδη κορυφογραμμή απέναντί του, που πλησίαζε αργά-αργά. Το βλέμμα του, κουρασμένο, αφέθηκε, σαν τραβηγμένο από τη βαρύτητα, να κατηφορίσει προς το όμορφο, γραφικό λιμάνι, όπου σε λίγη ώρα θα έδενε το πλοίο που τον μετέφερε. Τα μικρά, πολύχρωμα σπίτια στην άκρη του λιμανιού ήταν όπως ακριβώς τα θυμόταν. Να και η εκκλησία, πιο πάνω, η "Παναγιά η θαλασσωτήρα", όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, να αγναντεύει το πέλαγο από τον ψηλό, άγριο βράχο της, και να σώζει τους ναυτικούς. Το βλέμμα του κατέβηκε κι άλλο. Σταμάτησε στο ρολόι του.
     - Απαράδεκτο! σκέφτηκε. Σχεδόν μισή ώρα καθυστέρηση. Πάλι καλά που δεν υπογράφουμε σήμερα!
     Τόσα χρόνια στην Αμερική, ο Γεράσιμος - Τζέρι Σόφρον, κατά το συνήθειο να κόβονται τα ελληνικά επώνυμα για να μπορούν να τα προφέρουν οι ξένοι - είχε μάθει καλά τη συνέπεια στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων. Με λύπη του διαπίστωνε ότι η Ελλάδα ήταν ακόμα στα επίπεδα των παιδικών του χρόνων, όσον αφορά τη συνέπεια.
     Το πλοίο μπήκε στο λιμάνι και άρχισε τις απαραίτητες μανούβρες. Ο Γεράσιμος-Τζέρι έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του. Κοίταξε τα μηνύματά του και ξαναδιάβασε το τελευταίο: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος".
     - Σιγά μη δεν προλάβω, σκέφτηκε. Στην Αμερική έμαθα να τελειώνω τις δουλειές μου πολύ γρήγορα. Και αν δεν ήταν και η χαζοβιόλα η αδερφή μου, με τους ενδοιασμούς της, θα την είχα τελειώσει και αυτήν, εδώ και καιρό.
     Λίγο αργότερα, και ενώ είχε κατέβει από το πλοίο και κατευθυνόταν προς τα πρώτα σπίτια του λιμανιού, άκουσε μια φωνή.
     - Γεράσιμε! Γεράσιμε! Εδώ!
     Ήταν η αδερφή του. Τα δυο αδέρφια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
     - Πάχυνες, είπε η αδερφή του.
     - Εσύ είσαι ίδια, όπως σε θυμάμαι, είπε εκείνος.
     Η αδερφή του τον οδήγησε σε ένα λευκό αυτοκίνητο εικοσαετίας, όπου τους περίμενε ο γαμπρός του. Μετά τις απαραίτητες χαιρετούρες, οι τρεις τους μπήκαν στο αυτοκίνητο και απομακρύνθηκαν από το λιμάνι.
     - Έτοιμα όλα; ρώτησε ο Γεράσιμος, που δεν ήθελε να χάσει καιρό. Ο άνθρωπος φτάνει στο τέλος του μήνα, δηλαδή σε πέντε μέρες.
     - Μην περιμένεις και πολλά, είπε η αδερφή του, το σπίτι είναι παλιό και είναι δύσκολο να σουλουπωθεί.
     - Μα τι κάνατε τόσον καιρό; Τρεις μήνες είναι που το ξέρετε, είχατε όλο τον καιρό να το σουλουπώσετε!
     - Τρεις μήνες είχαμε, αλλά υπήρχαν και εξωτερικές εργασίες που έπρεπε να γίνουν και όλο τον Ιούνιο έβρεχε, οπότε οι δουλειές αυτές πήγαν πίσω. Είναι και που το σπίτι είναι γεμάτο πράγματα και είναι δύσκολο να δουλέψεις έτσι...
     - Δεν τα πετάξατε;
     - Πώς να τα πετάξουμε, Γεράσιμε; Τα πράγματα της θείας να πετάξουμε; Να το μάθει να πάθει τίποτα;
     - Πώς θα το μάθει;
     - Εδώ το μέρος είναι μικρό, όλοι λίγο-πολύ γνωρίζονται. Μην ξεχνάς ότι ο μεγάλος εγγονός της κυρα-Θοδώρας, της γειτόνισσας, είναι νοσοκόμος στον οίκο ευγηρίας.
     - Σιγά μη μας πει ο εγγονός της κυρα-Θοδώρας τι θα κάνουμε με την περιουσία μας!
     - Δεν είναι ακόμα περιουσία μας, η θεία ζει ακόμα. Και, σε τελευταία ανάλυση, αν ήθελες να γίνουν τα πράγματα αλλιώς, ας ερχόσουν νωρίτερα, και όχι τελευταία στιγμή...
     - Βρε παιδιά, μη μαλώνετε, αδέρφια είστε! είπε ο γαμπρός του. 
     - Δε νομίζω να έχετε παράπονο από εμένα, είπε ο Γεράσιμος. Όποτε χρειαστήκατε βοήθεια, ήμουν εκεί για εσάς. Και τώρα μου τη λες επειδή δεν μπόρεσα να έρθω νωρίτερα; Ήρθα όσο πιο νωρίς γινόταν. Εξάλλου, αν δεν το κυνηγούσα εγώ, τώρα δε θα συζητούσαμε. Εγώ τον βρήκα τον αγοραστή.
     - Ο φίλος σου τον βρήκε.
     - Το ίδιο κάνει. Λοιπόν, αύριο πρωί-πρωί θα κανονίσω να το αδειάσουμε το σπίτι. Αλλιώς, θα δει ο άνθρωπος τις παλιατζούρες και μην τον είδατε! Εκτός αν δε θέλεις να το πουλήσουμε... Δε θέλεις;
     - Γιατί να μην περιμένουμε λίγο;
     - Οι ευκαιρίες δεν φυτρώνουν στα δέντρα, Φρόσω. Και το σίδερο κολλάει στην βράση. Εξάλλου, δεν κάνουμε κάτι παράνομο, έχουμε πληρεξούσιο...
     - Πήγα τις προάλλες και την είδα... Ένα λεπτό φυλλαράκι έχει γίνει, με ένα φύσημα του ανέμου κόβεται. Δεν της μένει πολύς καιρός, μου το είπε και ο γιατρός.
     - Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο να κάνουμε για εκείνη. Στον καλύτερο οίκο ευγηρίας την έχουμε. Ή, μάλλον, καλύτερα, την έχω, έπρεπε να πω. Εγώ τον πληρώνω τα τελευταία δύο χρόνια, που εσείς έχετε αυξημένα έξοδα, με τις σπουδές των παιδιών...
     - Το ξέρω, και σε ευχαριστώ γι'αυτό. Αλλά, έπρεπε να τη δεις... Μου το ξανάπε, να μην το πουλήσουμε. "Είδα όνειρο", μου είπε. "Άκουσέ με τι θα σου πω: εγώ παιδιά δεν έχω. Εσύ και ο αδερφός σου είστε τα παιδιά μου, και ό,τι έχω και δεν έχω, δικό σας θα γενεί. Σας έχω κάνει πληρεξούσιο, αν θέλετε τα πουλάτε και τώρα όλα. Αλλά, ευχή και κατάρα σου δίνω, όσο ζω, το πατρικό μου το σπίτι μην το πουλήσετε, ακούς";
     - Και τώρα τι θέλεις να πεις, δηλαδή; Ότι άλλαξες γνώμη, επειδή η θεία είδε όνειρο, και επειδή σου ξαναείπε να μην πουλήσεις το πατρικό της;
     - Το σπίτι εκεί είναι, Γεράσιμε, δε φεύγει, θα βρεθεί άλλος αγοραστής...
     - Πεντακόσιες χιλιάδες μας δίνει, βρε βούρλο, ποιος άλλος θα μας δώσει τόσα λεφτά για ένα ενενηντάχρονο μισοερείπιο τριών δωματίων, με εξωτερικό καμπινέ; Α, ναι, ξέχασα, έχει και πηγάδι...
     - Μην κοροϊδεύεις.
     - Το ξέρεις πολύ καλά ότι για το σπιτάκι της γιαγιάς, που ήταν προίκα της θείας, και το πουλήσαμε πέρυσι μαζί με τα δύο μεγάλα της χωράφια, δεν πήραμε παρά μόνο ψίχουλα. Τα υπόλοιπα χωράφια της που έμειναν δεν πιάνουν μία, έτσι μικρά και σκόρπια που είναι, ένα εδώ, ένα πιο πέρα, δύο ακόμα πιο πέρα... Μόνο από αυτό το σπίτι μπορούμε να ελπίζουμε, και είναι μεγάλη τύχη που βρέθηκε αυτός ο αγοραστής. Αν τον χάσουμε, τα πεντακόσια χιλιάρικα δεν θα τα ξαναδούμε, ούτε ζωγραφιστά.
     - Δεν ήσουν τόσο παραδόπιστος παλιά.
     - Δεν ήμουν, αλλά έγινα, όταν έφυγα νέο παιδί και πήγα να ζήσω μόνος μου, για να δουλεύω, να συντηρώ τον εαυτό μου, και να βοηθάω και εσάς. Ή νομίζεις ότι ο μπαμπάς την προίκα σου τη μάζεψε ολομόναχος; Ακόμα και τώρα δεν κάνω τίποτα άλλο από το να σας βοηθάω, όποτε χρειάζεται.
     - Καλύτερα να μη μας βοηθάς, αν είναι μετά να μας το χτυπάς!
     - Δεν σας το χτυπάω, αλλά μου δίνεται κι εμένα μια ευκαιρία να πάρω πίσω μερικά από τα χρήματα που ξόδεψα για την οικογένεια, μια οικογένεια την οποία δεν δημιούργησα εγώ, αλλά μέσα στην οποία βρέθηκα.
     - Δεν πιστεύω να με θεωρείς υπεύθυνη για το γεγονός ότι έμεινες μόνος σου. Δε σου είπα εγώ να μην παντρευτείς...
     - Όχι, βέβαια, αλλά το γεγονός παραμένει ότι εγώ φορτώθηκα ευθύνες και έξοδα, που κανονικά ανήκαν στους γονείς μας και όχι σε εμάς.
     - Όπως και να'χει, τώρα πλέον έχεις πιαστεί, δεν έχεις ανάγκη από χρήματα, μπορείς να περιμένεις...
     - Μπορώ, αλλά δε θέλω! Δεν το έχω αυτό το δικαίωμα;
     - Δε σου ζητάω να περιμένουμε πολύ, λίγο να περιμένουμε, καμιά βδομάδα μόνο, άντε δέκα μέρες, λίγο θέλει, μου το είπε ο γιατρός, ας υπογράψουμε σε μια βδομάδα, δέκα μέρες, και για τον αγοραστή, μην ανησυχείς, δε θα μείνει έτσι, θα τον φιλοξενήσουμε, όσο χρειαστεί... γιατί δεν του λες να περιμένει λίγο;
     - Γιατί έτσι!
     Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Είχαν φτάσει στο σπίτι της Φρόσως. Τα δυο αδέρφια σταμάτησαν να μιλάνε και, σαν να μην είχε προηγηθεί η προηγούμενη συζήτηση, μπήκαν στο σπίτι. Η Φρόσω είχε ετοιμάσει φαγητό, και έβαλε να φάνε. Ύστερα, ο Γεράσιμος καληνύχτισε και πήγε για ύπνο. Ήταν ήδη αργά, και ήταν κουρασμένος από το ταξίδι.

******

     Οι επόμενες μέρες είχαν πολύ τρέξιμο για τον Γεράσιμο. Έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση στο σπίτι και ύστερα κανόνισε με έναν παλαιοπώλη να αδειάσει το σπίτι από όλα του τα πράγματα. Μια ολόκληρη μέρα χρειάστηκε ο παλαιοπώλης για να τα πάρει όλα, παρ'όλο το μικρό μέγεθος του σπιτιού. Τι την ήθελε όλη εκείνη τη σαβούρα η θεία; Κάλεσε και έναν μπογιατζή και έβαψε όλους τους εσωτερικούς τοίχους, για να φαίνεται πιο "φρέσκο", αγόρασε και μερικές γλάστρες με γεράνια και βασιλικούς και τα έβαλε εκατέρωθεν της πόρτας, για να δείχνει πιο περιποιημένο.
     Ο αγοραστής έφτασε όπως αναμενόταν. Είδε το σπίτι μέσα-έξω, μέτρησε τις διαστάσεις της αυλής...
     - Φαινόταν καλύτερο στις φωτογραφίες που μου έδειξες, Τζέρι, είπε. Αλλά, ακόμα κι έτσι, μου αρέσει. Έχει υπέροχη θέα. Θα το γκρεμίσω εξ'ολοκλήρου και θα φτιάξω μία μεζονέτα. Υπάρχει χώρος και για πισίνα, μικρή βέβαια. Απλώς, θα χρειαστεί να σκεπάσουμε το πηγάδι. Έτσι κι αλλιώς, τώρα υπάρχει τρεχούμενο νερό, το πηγάδι είναι άχρηστο. Θα το πάρω. Και δε θα σου κόψω τίποτα από τις πεντακόσιες χιλιάδες που σου πρόσφερα αρχικά, παρ'όλο που φαινόταν πολύ καλύτερο στις φωτογραφίες. Πότε υπογράφουμε;

******

     Πέρασαν μερικές μέρες και η μεταβίβαση του σπιτιού ολοκληρώθηκε. Ο Γεράσιμος ένιωσε να φεύγει μια πέτρα από το στήθος του. Η Φρόσω συνέχισε να τον περιποιείται κανονικά, και μάλιστα τον άφησε να κρατήσει για τον εαυτό του περισσότερα από τα μισά χρήματα της πώλησης, έτσι ώστε να τον ξεπληρώσει για τα όσα είχε κάνει για εκείνη και την οικογένειά της όλα αυτά τα χρόνια. Ο Γεράσιμος τα δέχτηκε, έχοντας όμως στο μυαλό του, να κάνει κάποιες επενδύσεις στο όνομα των ανηψιών του, ούτως ώστε να έβρισκαν κάποια μαγιά, όταν θα ξεκινούσαν την επαγγελματική τους ζωή. Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δικιά του οικογένεια δεν είχε.
     Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγε, ποιος ξέρει για πόσο καιρό πάλι. Αποφάσισε να επισκεφτεί τη θεία του, δε θα είχε άλλη ευκαιρία να την προλάβει ζωντανή. Τον πρόλαβε εκείνη. Το ίδιο βράδυ, οκτώ μέρες μετά την πώληση του πατρικού της, και προτού εκείνος να την επισκεφτεί, η θεία αναχώρησε για το τελευταίο και μοναδικό της ταξίδι. 
     Ο Γεράσιμος ένιωσε κάπως ένοχος. Είχε δίκιο η αδερφή του. Θα έπρεπε να περιμένουν. Αλλά, από την άλλη, στην Αμερική είχε μάθει να είναι πρακτικός. Το καλό ήταν πως η θεία δεν είχε μάθει τίποτα για την πώληση, είχε φύγει από αυτόν τον κόσμο χωρίς να πάρει στις αποσκευές της ψυχής της αυτήν την στενοχώρια. Όλα καλά, λοιπόν. Ζωή σε εκείνους και καλοφάγωτα τα χρήματα.
     - Η θεία είχε κάνει διαθήκη, του είπε η Φρόσω. Με πήρε τηλέφωνο ο συμβολαιογράφος.
     - Άλλο πάλι κι αυτό. Γιατί τόση επισημότητα; 
     - Δεν ξέρω, αλλά θα πρέπει να πάμε. Είναι τα τελευταία της λόγια προς εμάς. Που ελπίζω να μην είναι να μην πουλήσουμε το πατρικό της.
     - Να λείπουν τα καρφιά! Εξάλλου, κανείς δεν παίρνει τίποτα μαζί του. Αλλά, αφού η θεία έκανε διαθήκη, ας πάμε να τη διαβάσουμε.
     Δυο μέρες μετά την κηδεία, και αφού τακτοποιήθηκαν οι διατυπώσεις, τα δύο αδέρφια πήγαν στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο γραφείο, όπως ήταν αναμενόμενο. Οι δυο τους ήταν οι μοναδικοί της συγγενείς και κληρονόμοι.
     "Αγαπημένα μου παιδιά", ξεκίνησε να διαβάζει ο δικηγόρος, "είστε οι μόνοι δικοί μου άνθρωποι σε αυτή τη ζωή. Όπως ξέρετε, έμεινα χήρα πολύ νέα, και παιδιά δικά μου δεν απέκτησα. Γι'αυτό και όλη μου την αγάπη την έδωσα σε εσάς. Σε αυτό μέτρησε και το ότι ήμουν πολύ δεμένη με τον πατέρα σας, και όσο ζούσε, ποτέ μας δεν χωρίσαμε. Βέβαια, εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος, πιο μαζεμένος, πιο συντηρητικός, ίσως επειδή είχε και οικογένεια να φροντίσει. Εγώ ήμουν μόνη μου, και γι'αυτό πιο ριψοκίνδυνη, πιο τολμηρή. Ίσως μου έχει μοιάσει λίγο ο Γεράσιμος, από ό,τι βλέπω, ενώ εσύ, Φρόσω μου, είσαι ίδια ο αδερφός μου. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο σας αγαπώ και τους δυο τόσο πολύ: εσένα επειδή μοιάζεις στον αδερφό μου, και εσένα, Γεράσιμε, επειδή μοιάζεις σε εμένα.
     Πέρα, όμως, από τη μεγάλη αγάπη που νιώθω για εσάς, και η οποία δε μεταβιβάζεται, υπάρχει και η ακίνητη περιουσία μου, την οποία με όλη μου την καρδιά μεταβιβάζω και στους δυο σας εξίσου, και ελπίζω να σας βοηθήσει να ζήσετε μία πιο άνετη ζωή. Συγκεκριμένα, σας αφήνω το σπίτι στο Πανωχώρι, που κληρονόμησα από τη μητέρα μου, τα δύο μεγάλα χωράφια μου στις θέσεις "ξερολιθιά" και "σταυροδρόμι" στο ίδιο χωριό, καθώς επίσης και τέσσερα μικρότερα χωράφια στις θέσεις "λακουβίτσα", "πικροδάφνη", "πέντε βάτοι" και "κατσικόρεμα", κοντά στην Πλατανιά. Επίσης, σας αφήνω το πατρικό μου σπίτι, το σπίτι όπου μεγάλωσα με τον πατέρα σας και αδερφό μου και όπου έζησα με τους γονείς μου, μέχρι που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. 
     Ξέρω ότι πάντα σας έλεγα να μην το πουλήσετε το πατρικό μου. Αλλά τώρα που φεύγω από τη ζωή, ήρθε η ώρα να σας αποκαλύψω το μυστικό μου: Πάντα μου άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια και έπαιζα αρκετά συχνά, χωρίς να το πω στον πατέρα σας, εννοείται, άμα το μάθαινε θα με σκότωνε - και ο πατέρας μας έπαιζε και είχε φάει σχεδόν όλη την περιουσία της μητέρας μας στα χαρτιά. Ήμουν αρκετά τυχερή και κέρδισα αρκετές φορές, και μάλιστα σημαντικά ποσά. Αλλά δεν ήθελα τα κέρδη μου να χάσουν την αξία τους, γι'αυτό τα μετέτρεπα σε χρυσές λίρες. Και επειδή δεν ήθελα να το μάθει ο πατέρας σας, αλλά ούτε να μου τα κλέψουν, φρόντισα να τα κρύψω καλά.
     Οπότε, σε περίπτωση που αποφασίσετε να πουλήσετε το πατρικό μου σπίτι, φροντίστε πρώτα να αδειάσετε το πηγάδι. Στον πάτο του έχω κρύψει κάτι παραπάνω από χίλιες πεντακόσιες χρυσές λίρες. Εύχομαι αυτά τα χρήματα να σας βοηθήσουν και, μαζί με την ευχή μου, που σας αφήνω εδώ τελειώνοντας, να έχετε μία καλύτερη ζωή. Σε καλή μεριά, παιδιά μου!".
     - Σε καλή μεριά, λοιπόν, είπε ο συμβολαιογράφος. Και ζωή σε εσάς!
     Τα δυο αδέρφια κούνησαν το κεφάλι. Ύστερα σηκώθηκαν και βγήκαν από το γραφείο του, χωρίς να πουν κουβέντα.
     - Τι αξία έχουν χίλιες πεντακόσιες χρυσές λίρες; είπε η Φρόσω ύστερα από λίγο.
     Ο Γεράσιμος έκανε τους υπολογισμούς στην αριθμομηχανή του κινητού του.
     - Γύρω στις οκτακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ, είπε.
     - Παρ'τα, να μην σ'τα χρωστάω! του είπε η Φρόσω.



ΥΓ1: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: 
"Ο  θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα.
Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.
Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Αυτή τη φορά, ομολογώ πως δυσκολεύτηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όμως τελικά κατάφερα να γράψω κάτι. Ελπίζω την επόμενη φορά να είμαι πιο δημιουργική. Γιάννη, για άλλη μια φορά σε ευχαριστούμε για τον ακούραστο ενθουσιασμό που δείχνεις για αυτό το δρώμενο.

ΥΓ2: Ύστερα από το σχόλιο της Ελένης, που θυμήθηκα τις χθεσινές μου προσπάθειες για να βρω την ιδανική εικόνα για την ιστορία μου, ξύπνησε μέσα μου η τελειομανία του Αιγόκερου και, καθώς σήμερα ανανεωνόταν το όριο των εικόνων που μπορούσα να φτιάξω μέσω τεχνητής νοημοσύνης, τροποποίησα το χθεσινό μου "κατόρθωμα" και το αποτέλεσμα μου άρεσε τόσο, που αποφάσισα να αλλάξω την εικόνα που είχα βάλει αρχικά. Ξέρω ότι αυτό δε συνηθίζεται και γι'αυτό ζητώ συγγνώμη. Ελπίζω να μη σας πειράζει και τόσο. Την επόμενη φορά, αν απευθυνθώ στην τεχνητή νοημοσύνη, θα κυριαρχήσω στην ανυπομονησία μου και θα περιμένω όσο χρειαστεί, προκειμένου να καταλήξω εξ'αρχής στην καλύτερη εικόνα.