Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Σοφούλα. Η Σοφούλα είχε χάσει και τους δύο της γονείς και ζούσε με μια θεία της και την οικογένειά της. Η οικογένεια της θείας δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη, και οι γκρίνιες ήταν καθημερινό φαινόμενο, κυρίως επειδή ο θείος αγαπούσε το κρασί περισσότερο από την οικογένειά του.
Η θεία προσπαθούσε να βοηθήσει όπως μπορούσε την οικογένειά της, αλλά τα παιδιά ήταν πολλά και το φαγητό δεν έφτανε. Αρκετές φορές, η Σοφούλα ένιωθε πως δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτη, αλλά δεν είχε πού αλλού να πάει. Βοηθούσε τη θεία της με τις δουλειές, και πολλές φορές πήγαινε εκείνη να μαζέψει το θείο από την ταβέρνα, κινδυνεύοντας να φάει και καμιά σφαλιάρα μέχρι να τον πείσει να έρθει στο σπίτι. Μια μέρα, εκεί που πήγαινε για πολλοστή φορά στην ταβέρνα, είδε στο δρόμο μια άγνωστη γριούλα. Η γριούλα στηριζόταν σε ένα μπαστούνι και κρατούσε ένα αρκετά μεγάλο καλάθι, σκεπασμένο με μια πετσέτα.
- Ε, κοριτσάκι, της φώναξε, μπορείς να με βοηθήσεις λίγο με το καλάθι μου; Είναι βαρύ και κουράστηκα να το κουβαλάω.
Η Σοφούλα πήρε το καλάθι από τα χέρια της γριούλας. Το καλάθι ήταν πράγματι πολύ βαρύ.
- Θα με βοηθήσεις να το μεταφέρω στο σπίτι μου; είπε η γριούλα. Δεν είναι πολύ μακριά.
Η Σοφούλα δίσταζε. Και η μαμά της - όσο ζούσε -, αλλά και η θεία της, της είχαν πει να μη μιλάει σε αγνώστους.
- Θα σου δώσω και κάτι για τον κόπο σου, είπε η γριούλα και έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα από ένα σακουλάκι που κρεμόταν στο λαιμό της.
Το χρυσό νόμισμα έλαμπε πολύ και η γριούλα φαινόταν πολύ συμπαθητική. Η Σοφούλα σκέφτηκε ότι με εκείνο το χρυσό νόμισμα, η θεία θα μπορούσε να αγοράσει πολλά πράγματα.
- Εντάξει, είπε στην γριούλα, αλλά να κάνουμε γρήγορα. Πρέπει να γυρίσω και να πάω να βρω το θείο μου.
Οι δυο τους ξεκίνησαν να περπατούν, όσο γρήγορα τους επέτρεπε το βάδισμα της γριούλας, και ύστερα από λίγο βρέθηκαν στο δάσος. Το δάσος ήταν πυκνό και η Σοφούλα αναρωτιόταν φοβισμένη πώς θα έβρισκε τον δρόμο της στη συνέχεια. Δεν υπήρχαν σημάδια που θα μπορούσε να βάλει, ούτε διακρινόταν κάποιο μονοπάτι, περπατούσαν ανάμεσα στα αγριόχορτα, που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο, ευωδιαστό χαλί.
Ύστερα από λίγη ώρα, έφτασαν σε ένα ξέφωτο, όπου βρισκόταν ένα μικρό, ταλαιπωρημένο σπιτάκι.
- Φτάσαμε, είπε η γριούλα και άνοιξε την πόρτα. Έλα μέσα.
Η Σοφούλα μπήκε μέσα στο σπιτάκι. Ήταν πολύ σκοτεινό. Η γριούλα σήκωσε το μπαστούνι της στον αέρα και κάτι μουρμούρισε. Μεμιάς, το σπιτάκι φωτίστηκε. Η γριούλα στράφηκε προς τη Σοφούλα. Τώρα δεν έμοιαζε καθόλου γριούλα.
- Ευχαριστώ, είπε. Τώρα μπορείς να αφήσεις κάτω το καλάθι.
Η Σοφούλα είχε σαστίσει.
- Ορίστε και το χρυσό νόμισμα που σου υποσχέθηκα, είπε η γριούλα που δεν ήταν πλέον γριούλα. Μα, τι με κοιτάς έτσι; Δεν έχεις ξαναδεί μάγισσα;
Η Σοφούλα δεν μπορούσε να μιλήσει και ένευσε αρνητικά.
- Έλα, μην τρομάζεις, δε θα σε φάω, είπε η μάγισσα. Πάρε το νόμισμα που σου υποσχέθηκα.
Η Σοφούλα πήρε στα χέρια της το νόμισμα.
- Αν θέλεις, μπορείς να κερδίσεις πολλά νομίσματα σαν κι αυτό, είπε η μάγισσα. Θα σου δείξω τα σημάδια για να βρίσκεις το σπιτάκι μου και θα έρχεσαι να με βοηθάς. Θα σκουπίζεις, θα ξεσκονίζεις και θα καθαρίζεις και το καζάνι μου. Και εγώ θα σου δίνω κάθε φορά ένα χρυσό νόμισμα, τι λες;
- Εντάξει, απάντησε η Σοφούλα, που σκέφτηκε πως αν μπορούσε να πηγαίνει στη θεία της χρυσά νομίσματα, όλοι τους θα ζούσαν καλύτερα.
Από εκείνη τη μέρα, στο σπίτι της θείας είχαν πλέον πάντα αναμμένη φωτιά στο τζάκι και γεμάτη με φαγητό κατσαρόλα. Η Σοφούλα πήγαινε κάθε μέρα στο σπιτάκι της μάγισσας και κάθε μέρα έφευγε από εκεί με ένα χρυσό νόμισμα στο χέρι. Βέβαια, το συγύρισμα του σπιτιού της μάγισσας δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Κι αυτό επειδή ήταν γεμάτο ράφια με βιβλία και ράφια με μικρά μπουκαλάκια, που έπρεπε να ξεσκονίζονται πολύ προσεκτικά, για να μην πούμε για το καζάνι της μάγισσας που ήθελε καθάρισμα κάθε μέρα. Ποιος ξέρει τι βρωμερά πράγματα μαγείρευε εκεί μέσα, που μετά χρειαζόταν πάνω από μια ώρα τρίψιμο για να καθαρίσει!
Μια μέρα, που ήταν μόνη της στο σπίτι και ξεσκόνιζε τα βιβλία της μάγισσας, η Σοφούλα άκουσε μια φωνούλα. Θυμήθηκε που η μάγισσα της είχε πει να μην ψαχουλεύει τα πράγματά της και να κοιτάει μόνο τη δουλειά της, αλλά η περιέργειά της ήταν μεγαλύτερη από το φόβο μιας τιμωρίας. Ψάχνοντας να βρει από πού ερχόταν η φωνή, έφτασε σε μία μικρή πορτούλα, που πάντα έμενε κλειστή. Ακούμπησε το αυτί της επάνω στην πόρτα και περίμενε. Σε λίγο η φωνή ξανακούστηκε.
- Βοήθεια! είπε η φωνή.
- Είναι κανείς εκεί; ρώτησε η Σοφούλα.
- Εγώ, απάντησε η φωνή, βοήθεια!
Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Πού να ήταν, άραγε, το κλειδί; Έσκυψε και κοίταξε μέσα από την κλειδαρότρυπα. Ένα μικρό φως τρεμόσβηνε. Τι υπήρχε εκεί μέσα;
- Άκουσέ με, είπε η Σοφούλα, όποιος κι αν είσαι, η πόρτα είναι κλειδωμένη και δεν μπορώ να την ανοίξω. Κάνε υπομονή, όμως, και θα προσπαθήσω να βρω τρόπο να σε ελευθερώσω.
Από τότε, η Σοφούλα άρχισε να ψάχνει με τρόπο για να βρει το κλειδί της πορτούλας, χωρίς αποτέλεσμα. Ούτε στα ντουλάπια ήταν, ούτε στα συρτάρια, ούτε ανάμεσα στα βιβλία... Ίσως, τελικά, η μάγισσα να το κουβαλούσε συνέχεια μαζί της. Σε αυτήν την περίπτωση, δε θα κατάφερνε ποτέ να σώσει το φυλακισμένο πλάσμα με την ψιλή φωνούλα.
Μια μέρα, εκεί που τακτοποιούσε τα μπουκαλάκια στα ράφια τους, ένα μπουκαλάκι έπεσε από τα χέρια της και έσπασε. Η μπλε σκόνη που ήταν μέσα στο μπουκαλάκι σκορπίστηκε στο πάτωμα. Η Σοφούλα τρομοκρατήθηκε. Τι θα έκανε η μάγισσα, αν το μάθαινε; Δεν ήθελε να ξέρει. Αποφάσισε να μαζέψει τα θρύψαλα και να τα πετάξει στο ξεροπήγαδο που υπήρχε στον κήπο. Έφερε την σκούπα και άρχισε να σκουπίζει, αλλά τότε, έγινε κάτι απίστευτο: η σκούπα άρχισε να εξαφανίζεται! Για να είμαστε ακριβείς, μόνο το κάτω μέρος, η υπόλοιπη σκούπα φαινόταν πεντακάθαρα.
Η Σοφούλα, που ήταν πολύ έξυπνη, κατάλαβε αμέσως, ότι αυτό οφειλόταν στην μπλε σκόνη. Προφανώς, ήταν μαγική και εξαφάνιζε τα πράγματα. Της ήρθε μια ιδέα. Ίσως η σκόνη να έκανε αόρατους και τους ανθρώπους. Αν εκείνη μπορούσε να γίνει αόρατη, θα μπορούσε να παρακολουθήσει τη μάγισσα για να δει πού έκρυβε το κλειδί.
Για καλή της τύχη, στην τσέπη της ποδιάς της είχε ένα κομμάτι χαρτί, όπου έγραφε τις παραγγελίες της θείας της για τον μπακάλη. Έφτιαξε ένα χωνάκι με το χαρτί και προσεκτικά έβαλε μέσα όση περισσότερη μαγική σκόνη μπόρεσε να μαζέψει, χωρίς να την ακουμπήσει με τα χέρια της. Ύστερα, μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά και την υπόλοιπη σκόνη και τα πέταξε στο ξεροπήγαδο, όπως είχε σκεφτεί από την αρχή. Και για να μη δει η μάγισσα και την μισοαόρατη σκούπα, την πέταξε κι αυτήν στο ξεροπήγαδο.
Την επόμενη μέρα, η Σοφούλα έφυγε από το σπίτι της πιο νωρίς από ό,τι συνήθως. Λίγο πριν φτάσει στο σπιτάκι της μάγισσας, έβγαλε από την τσέπη της τη μαγική σκόνη και τρίφτηκε με αυτήν καλά-καλά. Αν είχε μαντέψει σωστά την χρήση της, θα έπρεπε να έχει γίνει αόρατη. Μία ματιά στο τζάμι ενός από τα παράθυρα του σπιτιού της μάγισσας της επιβεβαίωσε ότι η ιδέα της ήταν σωστή. Τώρα έμενε να μπει στο σπιτάκι χωρίς να την πάρει είδηση η μάγισσα.
Ευτυχώς, ύστερα από λίγο η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η μάγισσα βγήκε έξω φουριόζα, κρατώντας ένα μικρό κλαδευτήρι. Πήγε στον κήπο της και άρχισε να κόβει κάτι περίεργα χορταράκια που έμοιαζαν με μακριά, σγουρά μαλλιά, ενώ η Σοφούλα βρήκε την ευκαιρία να μπει στο σπιτάκι από την ανοιχτή πόρτα, προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς την κλειστή πορτούλα. Κάθησε εκεί και περίμενε.
Ύστερα από λίγο μπήκε στο σπίτι και η μάγισσα.
- Πρέπει να βιαστώ, όπου να'ναι θα'ρθει η Σοφούλα, είπε η μάγισσα.
Έριξε τα χορταράκια που είχε μαζέψει στο καζάνι, που ήδη έβγαζε ατμούς, και ανακάτεψε γρήγορα.
- Σχεδόν έτοιμο, είπε. Μένει η τελευταία λεπτομέρεια.
Πήγε στην κλειστή πορτούλα, έπιασε το πόμολο και είπε δυνατά κλικ-κλακ τρεις φορές. Ύστερα έκανε τρεις δεξιόστροφες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της και η πόρτα άνοιξε. Η Σοφούλα δεν μπόρεσε να δει τι υπήρχε εκεί μέσα, όμως σίγουρα υπήρχε ένα φως που τρεμόπαιζε, κάποιο κερί, ίσως. Η μάγισσα μπήκε μέσα, Ακούστηκε μια τσιριξιά και η μάγισσα ξαναεμφανίστηκε στην είσοδο του δωματίου, ενώ από το χέρι της έβγαινε μία μικροσκοπική λάμψη. Έπιασε το πόμολο, έκλεισε την πόρτα, είπε δυνατά κλακ-κλικ τρεις φορές και έκανε τρεις αριστερόστροφες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της. Ακούστηκε ένα κλικ. Προφανώς, η πόρτα ήταν και πάλι κλειδωμένη.
Η μάγισσα πλησίασε στο καζάνι και άφησε να πέσει από το χέρι της κάτι μικροσκοπικό που λαμπύριζε. Ακούστηκε ένα πουφ! και το καζάνι άρχισε να βγάζει πολύχρωμους καπνούς. Η μάγισσα βούτηξε την κουτάλα της μέσα στο καζάνι και ανακάτεψε γρήγορα. Ύστερα, πήρε με την κουτάλα μια μικρή ποσότητα από το περιεχόμενο του καζανιού και άδειασε μία σταγόνα μέσα σε ένα ποτήρι με νερό. Αμέσως, η σταγόνα μεταμορφώθηκε σε ένα χρυσό νόμισμα, ίδιο με αυτά που έδινε στη Σοφούλα! Ώστε έτσι τα έφτιαχνε τα νομίσματα!
Η μάγισσα κατέβασε το καζάνι από τη φωτιά και με κόπο το έσυρε έξω από το σπίτι. Ξοπίσω της, νυχοπατώντας πολύ προσεκτικά, ακολούθησε η Σοφούλα. Η μάγισσα σήκωσε το καζάνι και το άδειασε μέσα στο ξεροπήγαδο του κήπου. Γι'αυτό η Σοφούλα το καζάνι το έβρισκε πάντα άδειο!
Η Σοφούλα εντυπωσιάστηκε πολύ από τα όσα είχε δει, αλλά δεν ξέχασε τον σκοπό της. Έτρεξε γρήγορα μέσα στο δάσος, και χρησιμοποιώντας με μαεστρία κλαδιά από φτέρες, ξεσκονίστηκε καλά-καλά, μέχρι που όλη η μπλε σκόνη είχε εξαφανιστεί από επάνω της. Ύστερα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, πήγε στο σπιτάκι της μάγισσας και χτύπησε την πόρτα.
- Άργησες, της είπε η μάγισσα.
- Με πήρε ο ύπνος, είπε η Σοφούλα.
Από εκείνη τη μέρα, η Σοφούλα περίμενε πώς να μείνει μόνη της στο σπίτι, αλλά η μάγισσα, λες και το είχε καταλάβει, δεν έφευγε καθόλου. Το χρυσό νόμισμα βρισκόταν κάθε μέρα στο τραπέζι και την περίμενε και η Σοφούλα, κάθε φορά που το έπαιρνε θυμόταν την ψιλή φωνούλα που της είχε ζητήσει βοήθεια. Πότε θα κατάφερνε να ελευθερώσει το άγνωστο εκείνο πλάσμα;
Η τύχη της χαμογέλασε μία μέρα που η μάγισσα είχε ξεμείνει από φύλλα κισσού και αναγκάστηκε να βγει στο δάσος για να μαζέψει. Η Σοφούλα περίμενε να βεβαιωθεί ότι η μάγισσα είχε απομακρυνθεί αρκετά και ύστερα έτρεξε και στάθηκε μπροστά στην πορτούλα. Έπιασε το πόμολο, είπε κλικ-κλακ και ύστερα έκανε τρεις δεξιόστροφες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της, όπως είχε δει να κάνει η μάγισσα. Η πόρτα άνοιξε.
Πολύ προσεκτικά, για να μην σκουντουφλήσει πουθενά, μέσα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο, άρχισε να προχωράει. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Πού βρισκόταν το άγνωστο πλάσμα; Μήπως είχε καταφέρει να το σκάσει;
- Είναι κανείς εδώ; είπε η Σοφούλα.
Και τότε, ξαφνικά, το σκοτεινό δωμάτιο φωτίστηκε. Ένα μικρό κλουβί βρισκόταν στην άκρη του δωματίου και μέσα στο κλουβί βρισκόταν ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι που έβγαζε χρυσό φως.
- Εγώ είμαι εδώ, είπε το ανθρωπάκι με την ψιλή φωνούλα του.
Η Σοφούλα πλησίασε στο κλουβί. Το ανθρωπάκι είχε μακριές, χρυσές πλεξούδες. Πρέπει να ήταν νεράιδα.
- Ήρθα να σε ελευθερώσω, είπε η Σοφούλα, αλλά από ό,τι βλέπω αυτό θα είναι πολύ δύσκολο. Θα πρέπει να ξεκλειδώσω το κλουβί σου, και δεν ξέρω πού βρίσκεται το κλειδί.
- Εκεί ψηλά βρίσκεται, είπε η μικροσκοπική νεράιδα και έδειξε ένα κλειδάκι που κρεμόταν σε ένα καρφί, ψηλά, δίπλα από ένα μεγάλο ράφι με καζάνια διαφόρων μεγεθών.
Η Σοφούλα έτρεξε, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών και έφτασε το κλειδάκι. Ύστερα, ξεκλείδωσε την πόρτα του κλουβιού και ελευθέρωσε τη νεράιδα.
- Αχ, σε ευχαριστώ τόσο πολύ! είπε η νεράιδα. Πώς θα μπορούσα να σου το ξεπληρώσω;
Η Σοφούλα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς η νεράιδα θα μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς το ραβδάκι της.
- Ξέρεις, της είπε η νεράιδα, δεν είμαι νεράιδα, είμαι ηλιαχτίδα.
Η Σοφούλα δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα συνομιλούσε με μία ηλιαχτίδα.
- Η μάγισσα με έκλεψε μια μέρα από τον πατέρα μου, στήνοντάς μου μια παγίδα, και με φυλάκισε σε αυτό το κλουβί, συνέχισε η ηλιαχτίδα. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα κατάφερνα να ξαναδώ τον πατέρα μου και τις αδερφές μου, αλλά εσύ με έσωσες. Η ευγνωμοσύνη μου θα είναι αιώνια.
Η Σοφούλα κλείδωσε το δωματιάκι όπως είχε δει να κάνει η μάγισσα, και μαζί με την ηλιαχτίδα, βγήκαν έξω από το σπιτάκι της μάγισσας. Σχεδόν αμέσως, το μέρος πλημμύρισε από φως. Πολλές ψιλές φωνούλες άρχισαν να ακούγονται. Ήταν οι αδερφές της ηλιαχτίδας, που έκαναν μεγάλη χαρά που την ξαναβρήκαν και έστησαν χορό τριγύρω της. Η ηλιαχτίδα είπε στις αδερφές της τι είχε κάνει η Σοφούλα για εκείνη. Όλες συμφώνησαν ότι της άξιζε το καλύτερο δώρο.
- Βρήκα τι θα κάνω για σένα, είπε ύστερα από λίγο η ηλιαχτίδα. Ξέρω ότι εσείς οι άνθρωποι εκτιμάτε πολύ τα χρήματα. Εγώ δεν έχω χρήματα, αλλά έχω κάτι καλύτερο να σου δώσω.
Και με τα λόγια αυτά, έβγαλε μία από τις χρυσές τρίχες των μαλλιών της και την έδωσε στη Σοφούλα. Η Σοφούλα κοίταξε την χρυσή τρίχα με απορία.
- Ξέρεις να ράβεις; ρώτησε η ηλιαχτίδα.
Η Σοφούλα ήξερε.
- Με αυτήν την κλωστή, λοιπόν, είπε η ηλιαχτίδα, θα ράβεις τα καλύτερα ρούχα. Είναι γερή και δεν σπάει. Όλος ο κόσμος θα μάθει για εσένα και θα έρχονται από παντού για να τους φτιάξεις τα ρούχα τους. Έτσι θα κερδίζεις πολλά χρήματα, για να μπορείς να ζεις άνετα, και δε θα ξαναχρειαστεί να δουλέψεις για τη μάγισσα.
Η Σοφούλα ήθελε πολύ να σταματήσει να δουλεύει για τη μάγισσα, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα έφτανε μία τόση δα τριχούλα για να μπορεί να ράβει τόσα ρούχα.
- Α, είναι πολύ ελαστική, είπε η ηλιαχτίδα, θα δεις. Εξάλλου, όταν σου τελειώνει, θα στέλνει ο πατέρας μου μία από εμάς, για να σε προμηθεύει με νέα χρυσή κλωστή. Έτσι δεν θα ξεμείνεις ποτέ.
Η Σοφούλα ευχαρίστησε την ηλιαχτίδα για το δώρο της και όλες οι ηλιαχτίδες σκορπίστηκαν στο δάσος. Ύστερα, η Σοφούλα έκρυψε την χρυσή τρίχα της ηλιαχτίδας κάτω από μία πέτρα λίγο πιο πέρα από το σπιτάκι της μάγισσας, και γύρισε στη δουλειά της, για να μην καταλάβει τίποτα η μάγισσα. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά και όταν γύρισε στο σπίτι της αργότερα, είχε στα χέρια της και το χρυσό νόμισμα, και την χρυσή τρίχα. Δεν θα ξαναπήγαινε να δουλέψει για τη μάγισσα, το είχε αποφασίσει.
Η θεία της είχε συνηθίσει πλέον να έχει φαγητό και αναμμένο τζάκι κάθε μέρα, και όταν άκουσε ότι αυτό ήταν το τελευταίο χρυσό νόμισμα που της έφερνε η Σοφούλα, πολύ της κακοφάνηκε. Της ζήτησε να μην σταματήσει τη δουλειά της, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη. Τότε η θεία, χωρίς να το πολυσκεφτεί, είπε στη Σοφούλα ότι δεν θα μπορούσε να μένει άλλο εκεί.
Και ενώ η Σοφούλα ήταν έτοιμη να πει στη θεία της για την ηλιαχτίδα και την χρυσή τρίχα, μια που η θεία ήταν μοδίστρα και πολύ θα τη βοηθούσε η χρυσή τρίχα στη δουλειά της, ύστερα από τη συμπεριφορά της, αποφάσισε να κρατήσει το μυστικό για τον εαυτό της. Μάζεψε, λοιπόν, τα λιγοστά υπάρχοντά της, πήρε και το τελευταίο χρυσό νόμισμα που είχε κερδίσει, και έφυγε.
Αποφάσισε να πάει στην πόλη, όπου θα ήταν δύσκολο για τη μάγισσα να την βρει, αν ανακάλυπτε τι είχε κάνει. Όμως η ζωή στην πόλη ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά για ένα φτωχό κοριτσάκι που δεν είχε ούτε σπίτι για να μείνει. Το μοναδικό της χρυσό νόμισμα ξοδεύτηκε και η Σοφούλα άρχισε να απελπίζεται. Το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν πλέον η χρυσή τρίχα της ηλιαχτίδας.
Μια μέρα, εκεί που γύριζε στους δρόμους ψάχνοντας για δουλειά και σπίτι, μία χρυσοστολισμένη άμαξα πέρασε από δίπλα της με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Τα άλογα που την έσερναν είχαν αφηνιάσει και ο αμαξάς δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. Η μία ρόδα της άμαξας έσπασε, η πόρτα άνοιξε και από μέσα πετάχτηκε μία πολύ όμορφη και καλοντυμένη πριγκήπισσα. Ήταν η μελλοντική αρραβωνιαστικιά του πρίγκηπα, που πήγαινε πρώτη φορά να τον συναντήσει στο παλάτι.
Ο κόσμος έτρεξε να βοηθήσει. Η άμαξα είχε σπάσει. Η πριγκήπισσα δεν είχε χτυπήσει, αλλά το όμορφο φόρεμά της είχε σκιστεί σε διάφορα μέρη.
- Καταστράφηκα! είπε η πριγκήπισσα. Πώς θα εμφανιστώ στον πρίγκηπα έτσι;
Η πριγκήπισσα ήταν από καλή γενιά και είχε όλες τις χάρες, μόνο που είχε και ένα ελάττωμα: ήταν πολύ αδέξια και κάθε τρεις και λίγο είτε έκανε κάποια ζημιά, είτε έσκιζε το φόρεμά της κατά λάθος. Αυτό, βέβαια, η οικογένειά της είχε καταφέρει να το κρύψει αρκετά καλά και σχεδόν κανείς δεν το ήξερε, τώρα, όμως, το μεγάλο ελάττωμά της θα αποκαλυπτόταν και ο πρίγκηπας σίγουρα θα την απέρριπτε. Πώς θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του στον θρόνο, έτσι αδέξια που ήταν;
- Πάει το φόρεμά μου! συνέχισε η πριγκήπισσα. Τι θα κάνω; Ο πρίγκηπας θα με περιμένει, δεν μπορώ να τον στήσω!
Η Σοφούλα προσφέρθηκε να βοηθήσει. Χρειαζόταν μόνο μία βελόνα, είπε. Και μόλις βρέθηκε η βελόνα, έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της την χρυσή τρίχα και άρχισε να ράβει. Και τόσο θαυματουργή ήταν η χρυσή τρίχα, που έφτασε για να μανταριστεί όλο το φόρεμα. Και μόλις η Σοφούλα τελείωσε το ράψιμο, το φόρεμα ήταν ακόμα πιο όμορφο από πριν!
Όλοι ενθουσιάστηκαν, μα περισσότερο απ'όλους η πριγκήπισσα.
- Ευχαριστώ πολύ, είπε στη Σοφούλα. Πού έμαθες να ράβεις έτσι;
Μια καταπληκτική ιδέα είχε γεννηθεί στο μυαλό της. Και πρότεινε στη Σοφούλα να γίνει η προσωπική της μοδίστρα. Θα είχε ένα όμορφο δωμάτιο δίπλα ακριβώς στο δωμάτιο της πριγκήπισσας και νόστιμο φαγητό κάθε μέρα. Η μόνη της ασχολία θα ήταν να ράβει τα φορέματα της πριγκήπισσας, όταν σκίζονταν. Η Σοφούλα δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Και η ζωή, ύστερα από τόσο καιρό, της χαμογέλασε πλατιά.
Και η πριγκήπισσα επισκέφτηκε τελικά τον πρίγκηπα στο παλάτι, και εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που αποφάσισε να γίνουν οι γάμοι τους χωρίς καθυστέρηση. Οι γάμοι κράτησαν μια ολόκληρη βδομάδα και η πριγκήπισσα φορούσε το πιο καταπληκτικό νυφικό που είχε φτιαχτεί ποτέ. Ήταν έργο της Σοφούλας, που στο γάμο στεκόταν λίγο πιο πέρα από τη νύφη, με τη βελόνα στο χέρι, έτοιμη να επέμβει, αν χρειαζόταν. Αλλά όλα πήγαν καλά και δεν υπήρξαν απρόοπτα.
Και όταν η πριγκήπισσα έγινε βασίλισσα και μετακόμισε στο παλάτι, μαζί της μετακόμισε και η Σοφούλα. Είχε ένα όμορφο δωμάτιο με ένα ζεστό, μαλακό κρεβάτι, δίπλα στο βασιλικό μπουντουάρ, και νόστιμο φαγητό από τα χέρια του ίδιου του αρχιμάγειρα του παλατιού. Περνούσε τη μέρα της ράβοντας τα φορέματα της βασίλισσας, αλλά και τα ρούχα του βασιλιά, που ευτυχώς δεν ήταν τόσο ατζαμής. Και όταν της τελείωνε η κλωστή, όλο και κάποια ηλιαχτίδα θα βρισκόταν εκεί κοντά για να την προμηθεύσει με νέα χρυσή κλωστή και να την ευχαριστήσει με αυτόν τον τρόπο για την απελευθέρωση της αδερφής της.