- Κρα! Κρα! είπε ο παπαγάλος.
Ο Κάπταιν Χουκ του άπλωσε το χέρι με το γάντζο. Ο παπαγάλος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, και με εξαιρετική ακρίβεια προσγειώθηκε στον ώμο του.
- Θα τον βρούμε, πιστεύεις; ρώτησε ο Κάπταιν Χουκ τον παπαγάλο.
- Κρα! απάντησε ο παπαγάλος.
Ένας απίστευτα δύσμορφος πειρατής πέρασε κουτσαίνοντας από μπροστά του, κουβαλώντας με δυσκολία έναν κουβά γεμάτο νερό.
- Κανονίστε να γίνει λαμπίκο το κατάστρωμα, είπε ο Κάπταιν Χουκ.
- Θα γίνει, καπετάνιο, είπε εκείνος και άρχισε να βήχει.
- Πανάθεμά σε, αρρωστιάρη, πάλι βήχεις; φώναξε ο Κάπταιν Χουκ, και ο παπαγάλος τίναξε τα φτερά του ενοχλημένος.
- Δεν το θέλω, καπετάνιο, φαίνεται ότι έχω κάποιου είδους αλλεργία.
Το βλέμμα του έπεσε επάνω στον παπαγάλο.
- Μπορεί να έχω αλλεργία στα πουλερικά, είπε και ξαναέβηξε.
- Κάλλιο να σε ρίξω στα σκυλόψαρα, παρά να αποχωριστώ τον παπαγάλο μου! είπε ο Κάπταιν Χουκ και τον αγριοκοίταξε.
- Μπορεί και να μην είναι αλλεργία, είπε ο πειρατής. Μπορεί να είναι απλό κρύωμα.
- Μπορεί να κόλλησες και τίποτα στο τελευταίο λιμάνι... Τα έμαθα τα κατορθώματά σου. Τη μία άφηνες, την άλλη έπιανες... Αλλά αυτές οι γυναίκες του λιμανιού δεν είναι για πολλά-πολλά, όλο υποσχέσεις και αρρώστιες είναι. Μόνο κάτι λιμασμένοι σαν εσένα τις πλησιάζουν.
Έπιασε το μικρό, πτυσσόμενο κυάλι του και το έβαλε στο μάτι του.
- Πού να βρίσκεται, άραγε; είπε.
- Πάντως, καπετάνιο, και με το συμπάθιο, δηλαδή, μια γυναίκα θα έκανε καλό και σε εσένα...
- Σκασμός, ζωντόβολο! Πήγαινε να πλύνεις το κατάστρωμα, μη σε ρίξω στα σκυλόψαρα εδώ και τώρα!
Ο παπαγάλος τίναξε τα πολύχρωμα φτερά του και τα ξαναμάζεψε. Ο δύσμορφος πειρατής βιάστηκε να φύγει.
- Ζωντόβολα! είπε ο Κάπταιν Χουκ. Αντί να κοιτάτε τα μαύρα σας τα χάλια, ασχολείστε με την ερωτική ζωή του καπετάνιου σας... ζωντόβολα.
- Τι θέλεις να φας σήμερα, καπετάνιο; ακούστηκε η βραχνή φωνή του μάγειρα του πλοίου.
- Πεθύμησα φασιανό...
- Φασιανό δεν έχουμε.
- Λαγό, τότε...
- Ούτε λαγό έχουμε.
- Έναν κόκορα αλανιάρη, έστω...
- Ούτε κόκορα αλανιάρη έχουμε, ούτε καν κόκορα καθώς πρέπει...
- Τι έχουμε, δηλαδή;
- Μια σκορπίνα, μισό ξιφία και πεντέξι κολιούς.
- Πάλι ψάρι;
- Μια πέρδικα που μας είχε μείνει, την έφαγε εχθές ο όμηρος...
- Πώς; Δεν είπα να του δίνετε ό,τι τρώει και το πλήρωμα;
- Παξιμάδι και νερό;
- Ναι, γιατί;
- Σήκωσε τον κόσμο στο ποδάρι, όταν το άκουσε. Απείλησε να καλέσει την διεθνή απιστία... αμιστία... στάσου, πώς το είπε, αμνησία... όχι, α, ναι, αμνηστία.
- Τι είναι αυτό;
- Σάμπως και ξέρω; Εγώ το έλεγα, έπρεπε να απαγάγουμε την κοπελιά...
- Ποια; Εκείνη την ψηλομύτα την κοκαλιάρα;
- Εκείνη, τουλάχιστον, ήταν χαριτωμένη. Δηλαδή, η άλλη που είχες απαγάγει την τελευταία φορά, που τη νόμιζες γαλαζοαίματη και αποδείχτηκε ότι δεν είχε να βάλει ούτε βρακί στον κώλο της, ήταν καλύτερη;
- Βρε, ξεχαρβαλωμένο βίντσι, ξέρεις ποιος είναι αυτός, που τον κάνεις ίσα κι όμοια με ένα κακομαθημένο μυξιάρικο;
- Κάποιος που εχθές έφαγε πέρδικα ψητή...
- Μη με διαολίζεις τώρα!...
- Και πού να ξέρω ποιος είναι αυτός;
- Σε πληροφορώ, λοιπόν, πως τον όμηρό μας τον εκτιμούν πολύ στο παλάτι.
- Πλούσιος;
- Μάλλον. Αλλά, κυρίως, πονηρός σαν αλεπού. Μπορεί να σκαρώσει κάθε είδους μηχανή, και να βγάλει από τη μέση τον οποιοδήποτε αντίπαλο. Μέχρι στιγμής έχει φάει δύο υπουργούς και τρεις αρχιεπισκόπους... Και αυτό, μόνο την τελευταία διετία.
- Ε, και τι τον χρειαζόμαστε εμείς; Μήπως θέλουμε να γίνουμε υπουργοί ή αρχιεπίσκοποι;
- Για τα λύτρα, ξελεπιασμένε γωβιέ! Τέτοιος μάστορας της μηχανορραφίας είναι αναντικατάστατος. Ο ίδιος ο βασιλιάς θα πληρώσει το βάρος του σε χρυσάφι, μόλις μάθει ότι τον κρατάμε, να μου το θυμηθείς...
- Δε θα μου άρεσε καθόλου να ζω στο παλάτι, είπε ο μάγειρας. Όλοι φοράνε μάσκες και κανείς δε λέει αυτό που θέλει, μπροστά χαμογελάνε και από πίσω σκάβουν το λάκκο όλων των άλλων...
- Καλά, όταν σε καλέσουν στο παλάτι, εσύ να μην πας...
Έβγαλε τη φορητή πυξίδα του και την κοίταξε. Μία ανθρώπινη σκιά χοροπηδούσε επάνω στο βέλος που έδειχνε την πλώρη.
- Ορίστε, στη σωστή κατεύθυνση είμαστε. Έπρεπε κιόλας να τον έχουμε πετύχει...
- Μην ξεχνάς ότι αυτός πετάει, καπετάνιο...
- Δεν το ξεχνάω... τον καταραμένο!
Από μπροστά τους πέρασε ο κουτσός, δύσμορφος πειρατής κουβαλώντας τον άδειο, πλέον κουβά, με το ένα χέρι, και ένα τηλέφωνο με το άλλο. Το ξεφτισμένο καλώδιο του τηλεφώνου ακολουθούσε τον πειρατή σερνόμενο αργά, σαν φίδι.
- Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου; ρώτησε ο Κάπταιν Χουκ.
- Ο κουβάς.
- Το άλλο χέρι σου εννοώ.
- Α, αυτό; Δε θυμάμαι πώς το λένε, το βούτηξα στο τελευταίο λιμάνι... Μου είπαν ότι βάζεις αυτό το πράγμα στο αυτί και ακούς όποιον θέλεις...
- Σαν κοχύλι;
- Καλύτερα. Αλλά, μάλλον, ψέματα μου έλεγαν. Το βάζω στο αυτί μου και δεν ακούω τίποτα. Να, δες και εσύ...
- Σιγά μην ασχοληθώ με τις βλακείες που πας και κλέβεις! Φύγε από μπροστά μου και πέτα το αυτό το μαραφέτι, να μην το ξαναδώ!
- Τι θα φας, τελικά, καπετάνιο; ακούστηκε και πάλι η βραχνή φωνή του μάγειρα. Να φτιάξω ψαρόσουπα;
- Τη σιχάθηκα την ψαρόσουπα!
- Να κοιτάξω μήπως έχει ξεμείνει καμιά πατάτα, να την ψήσω σε λίπος μουρούνας;
- Και το μουρουνέλαιο το σιχαίνομαι!
- Ναι, ξέρω, κανονικά θέλει ελαιόλαδο, αλλά κι απ'αυτό δεν έχουμε.
- Πρέπει επειγόντως να πιάσουμε στεριά, είπε ο Κάπταιν Χουκ, αλλιώς με βλέπω να βγάζω λέπια... Τι θα φάει ο όμηρος σήμερα;
- Του έψησα λουκάνικο...
- Λουκάνικο; Θες να με τρελλάνεις; Εγώ θα φάω ψάρι και ο όμηρος λουκάνικο;
Ο Κάπταιν Χουκ χτύπησε το χέρι του στην κουπαστή. Ο παπαγάλος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε λίγο πιο πέρα.
- Μα δεν είναι κανονικό λουκάνικο, είπε ο μάγειρας, μόνος μου το έφτιαξα... από ξιφία.
- Άλλο πάλι και τούτο! Από ξιφία;
- Ναι, και ελπίζω να μη μου το πετάξει ξανά στη μούρη, όπως προχθές που δεν του άρεσε το σαλάχι στιφάδο.
- Ένα στιφάδο θα το έτρωγα, κι ας ήταν και με σαλάχι...
- Μας τελειώσαν τα κρεμμύδια...
Η σκιά του Πίτερ Παν στην πυξίδα χοροπήδησε και μετακινήθηκε προς τα αριστερά.
- Στρίψτε λίγο προς τα αριστερά! φώναξε ο Κάπταιν Χουκ. Ο στόχος μετακινείται!
Το καράβι άρχισε να στρίβει.
- Κρα! είπε ο παπαγάλος.
- Να φτιάξω και για εσένα λουκάνικο από ξιφία; ρώτησε ο μάγειρας.
- Μπλιαχ!
- Πάντως, υπάρχει μία λύση, αν θέλεις σώνει και καλά να φας κρεατικό... πουλερικό πιο συγκεκριμένα...
Ο Κάπταιν Χουκ ακολούθησε το βλέμμα του μάγειρα.
- Κάλλιο να φάω εσένα, παρά τον παπαγάλο μου! φώναξε.
- Κρα! είπε και ο παπαγάλος.
- Τι έχετε πάθει όλοι με τον παπαγάλο;
- Με όλο το θάρρος, μας τρώει τα φρούτα.
- Εδώ ο όμηρος μας τρώει το κρέας και δε λες τίποτα...
- Έχουμε πάθει όλοι σκορβούτο... Τα δόντια μας κουνιούνται...
- Φύγε, να μη σε βλέπω μπροστά μου, που θα μου πεις ότι κουνιούνται τα δόντια σου... Για μοντέλο σε έχουμε εδώ πέρα; Στην κουζίνα σου αμέσως!
- Και τι να μαγειρέψω, τελικά;
Ευθεία μπροστά, αχνοφαινόταν ένα νησί. Η σκιά του Πίτερ Παν στην πυξίδα τώρα χοροπηδούσε προς τα δεξιά. Ο Κάπταιν Χουκ κοίταξε το μάγειρα που περίμενε διαταγές. Η καταδίωξη θα μπορούσε να περιμένει.
- Πρόσω ολοταχώς! φώναξε ο Κάπταιν Χουκ. Σήμερα θα φάμε κρέας!