Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Προβληματισμοί στο κατάστρωμα




     - Κρα! Κρα! είπε ο παπαγάλος.
     Ο Κάπταιν Χουκ του άπλωσε το χέρι με το γάντζο. Ο παπαγάλος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, και με εξαιρετική ακρίβεια προσγειώθηκε στον ώμο του.
     - Θα τον βρούμε, πιστεύεις; ρώτησε ο Κάπταιν Χουκ τον παπαγάλο.
     - Κρα! απάντησε ο παπαγάλος.
     Ένας απίστευτα δύσμορφος πειρατής πέρασε κουτσαίνοντας από μπροστά του, κουβαλώντας με δυσκολία έναν κουβά γεμάτο νερό.
     - Κανονίστε να γίνει λαμπίκο το κατάστρωμα, είπε ο Κάπταιν Χουκ.
     - Θα γίνει, καπετάνιο, είπε εκείνος και άρχισε να βήχει.
     - Πανάθεμά σε, αρρωστιάρη, πάλι βήχεις; φώναξε ο Κάπταιν Χουκ, και ο παπαγάλος τίναξε τα φτερά του ενοχλημένος. 
     - Δεν το θέλω, καπετάνιο, φαίνεται ότι έχω κάποιου είδους αλλεργία.
     Το βλέμμα του έπεσε επάνω στον παπαγάλο.
     - Μπορεί να έχω αλλεργία στα πουλερικά, είπε και ξαναέβηξε.
     - Κάλλιο να σε ρίξω στα σκυλόψαρα, παρά να αποχωριστώ τον παπαγάλο μου! είπε ο Κάπταιν Χουκ και τον αγριοκοίταξε.
     - Μπορεί και να μην είναι αλλεργία, είπε ο πειρατής. Μπορεί να είναι απλό κρύωμα.
     - Μπορεί να κόλλησες και τίποτα στο τελευταίο λιμάνι... Τα έμαθα τα κατορθώματά σου. Τη μία άφηνες, την άλλη έπιανες... Αλλά αυτές οι γυναίκες του λιμανιού δεν είναι για πολλά-πολλά, όλο υποσχέσεις και αρρώστιες είναι. Μόνο κάτι λιμασμένοι σαν εσένα τις πλησιάζουν.
     Έπιασε το μικρό, πτυσσόμενο κυάλι του και το έβαλε στο μάτι του.
     - Πού να βρίσκεται, άραγε; είπε.
     - Πάντως, καπετάνιο, και με το συμπάθιο, δηλαδή, μια γυναίκα θα έκανε καλό και σε εσένα...
     - Σκασμός, ζωντόβολο! Πήγαινε να πλύνεις το κατάστρωμα, μη σε ρίξω στα σκυλόψαρα εδώ και τώρα!
     Ο παπαγάλος τίναξε τα πολύχρωμα φτερά του και τα ξαναμάζεψε. Ο δύσμορφος πειρατής βιάστηκε να φύγει.
     - Ζωντόβολα! είπε ο Κάπταιν Χουκ. Αντί να κοιτάτε τα μαύρα σας τα χάλια, ασχολείστε με την ερωτική ζωή του καπετάνιου σας... ζωντόβολα.
     - Τι θέλεις να φας σήμερα, καπετάνιο; ακούστηκε η βραχνή φωνή του μάγειρα του πλοίου.
     - Πεθύμησα φασιανό...
     - Φασιανό δεν έχουμε.
     - Λαγό, τότε...
     - Ούτε λαγό έχουμε.
     - Έναν κόκορα αλανιάρη, έστω...
     - Ούτε κόκορα αλανιάρη έχουμε, ούτε καν κόκορα καθώς πρέπει...
     - Τι έχουμε, δηλαδή;
     - Μια σκορπίνα, μισό ξιφία και πεντέξι κολιούς.
     - Πάλι ψάρι;
     - Μια πέρδικα που μας είχε μείνει, την έφαγε εχθές ο όμηρος...
     - Πώς; Δεν είπα να του δίνετε ό,τι τρώει και το πλήρωμα;
     - Παξιμάδι και νερό;
     - Ναι, γιατί;
     - Σήκωσε τον κόσμο στο ποδάρι, όταν το άκουσε. Απείλησε να καλέσει την διεθνή απιστία... αμιστία... στάσου, πώς το είπε, αμνησία... όχι, α, ναι, αμνηστία.
     - Τι είναι αυτό;
     - Σάμπως και ξέρω; Εγώ το έλεγα, έπρεπε να απαγάγουμε την κοπελιά...
     - Ποια; Εκείνη την ψηλομύτα την κοκαλιάρα;
     - Εκείνη, τουλάχιστον, ήταν χαριτωμένη. Δηλαδή, η άλλη που είχες απαγάγει την τελευταία φορά, που τη νόμιζες γαλαζοαίματη και αποδείχτηκε ότι δεν είχε να βάλει ούτε βρακί στον κώλο της, ήταν καλύτερη;
     - Βρε, ξεχαρβαλωμένο βίντσι, ξέρεις ποιος είναι αυτός, που τον κάνεις ίσα κι όμοια με ένα κακομαθημένο μυξιάρικο;
     - Κάποιος που εχθές έφαγε πέρδικα ψητή...
     - Μη με διαολίζεις τώρα!... 
     - Και πού να ξέρω ποιος είναι αυτός;
     - Σε πληροφορώ, λοιπόν, πως τον όμηρό μας τον εκτιμούν πολύ στο παλάτι. 
     - Πλούσιος;
     - Μάλλον. Αλλά, κυρίως, πονηρός σαν αλεπού. Μπορεί να σκαρώσει κάθε είδους μηχανή, και να βγάλει από τη μέση τον οποιοδήποτε αντίπαλο. Μέχρι στιγμής έχει φάει δύο υπουργούς και τρεις αρχιεπισκόπους... Και αυτό, μόνο την τελευταία διετία.
     - Ε, και τι τον χρειαζόμαστε εμείς; Μήπως θέλουμε να γίνουμε υπουργοί ή αρχιεπίσκοποι;
     - Για τα λύτρα, ξελεπιασμένε γωβιέ! Τέτοιος μάστορας της μηχανορραφίας είναι αναντικατάστατος. Ο ίδιος ο βασιλιάς θα πληρώσει το βάρος του σε χρυσάφι, μόλις μάθει ότι τον κρατάμε, να μου το θυμηθείς...
     - Δε θα μου άρεσε καθόλου να ζω στο παλάτι, είπε ο μάγειρας. Όλοι φοράνε μάσκες και κανείς δε λέει αυτό που θέλει, μπροστά χαμογελάνε και από πίσω σκάβουν το λάκκο όλων των άλλων...
     - Καλά, όταν σε καλέσουν στο παλάτι, εσύ να μην πας...
     Έβγαλε τη φορητή πυξίδα του και την κοίταξε. Μία ανθρώπινη σκιά χοροπηδούσε επάνω στο βέλος που έδειχνε την πλώρη. 
     - Ορίστε, στη σωστή κατεύθυνση είμαστε. Έπρεπε κιόλας να τον έχουμε πετύχει...
     - Μην ξεχνάς ότι αυτός πετάει, καπετάνιο...
     - Δεν το ξεχνάω... τον καταραμένο!
     Από μπροστά τους πέρασε ο κουτσός, δύσμορφος πειρατής κουβαλώντας τον άδειο, πλέον κουβά, με το ένα χέρι, και ένα τηλέφωνο με το άλλο. Το ξεφτισμένο καλώδιο του τηλεφώνου ακολουθούσε τον πειρατή σερνόμενο αργά, σαν φίδι.
     - Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου; ρώτησε ο Κάπταιν Χουκ.
     - Ο κουβάς.
     - Το άλλο χέρι σου εννοώ.
     - Α, αυτό; Δε θυμάμαι πώς το λένε, το βούτηξα στο τελευταίο λιμάνι... Μου είπαν ότι βάζεις αυτό το πράγμα στο αυτί και ακούς όποιον θέλεις... 
     - Σαν κοχύλι;
     - Καλύτερα. Αλλά, μάλλον, ψέματα μου έλεγαν. Το βάζω στο αυτί μου και δεν ακούω τίποτα. Να, δες και εσύ...
     - Σιγά μην ασχοληθώ με τις βλακείες που πας και κλέβεις! Φύγε από μπροστά μου και πέτα το αυτό το μαραφέτι, να μην το ξαναδώ!
     - Τι θα φας, τελικά, καπετάνιο; ακούστηκε και πάλι η βραχνή φωνή του μάγειρα. Να φτιάξω ψαρόσουπα;
     - Τη σιχάθηκα την ψαρόσουπα!
     - Να κοιτάξω μήπως έχει ξεμείνει καμιά πατάτα, να την ψήσω σε λίπος μουρούνας;
     - Και το μουρουνέλαιο το σιχαίνομαι!
     - Ναι, ξέρω, κανονικά θέλει ελαιόλαδο, αλλά κι απ'αυτό δεν έχουμε.
     - Πρέπει επειγόντως να πιάσουμε στεριά, είπε ο Κάπταιν Χουκ, αλλιώς με βλέπω να βγάζω λέπια... Τι θα φάει ο όμηρος σήμερα;
     - Του έψησα λουκάνικο...
     - Λουκάνικο; Θες να με τρελλάνεις; Εγώ θα φάω ψάρι και ο όμηρος λουκάνικο; 
     Ο Κάπταιν Χουκ χτύπησε το χέρι του στην κουπαστή. Ο παπαγάλος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε λίγο πιο πέρα.
     - Μα δεν είναι κανονικό λουκάνικο, είπε ο μάγειρας, μόνος μου το έφτιαξα... από ξιφία.
     - Άλλο πάλι και τούτο! Από ξιφία;
     - Ναι, και ελπίζω να μη μου το πετάξει ξανά στη μούρη, όπως προχθές που δεν του άρεσε το σαλάχι στιφάδο.
     - Ένα στιφάδο θα το έτρωγα, κι ας ήταν και με σαλάχι...
     - Μας τελειώσαν τα κρεμμύδια...
     Η σκιά του Πίτερ Παν στην πυξίδα χοροπήδησε και μετακινήθηκε προς τα αριστερά.
     - Στρίψτε λίγο προς τα αριστερά! φώναξε ο Κάπταιν Χουκ. Ο στόχος μετακινείται!
     Το καράβι άρχισε να στρίβει.
     - Κρα! είπε ο παπαγάλος.
     - Να φτιάξω και για εσένα λουκάνικο από ξιφία; ρώτησε ο μάγειρας.
     - Μπλιαχ!
     - Πάντως, υπάρχει μία λύση, αν θέλεις σώνει και καλά να φας κρεατικό... πουλερικό πιο συγκεκριμένα...
     Ο Κάπταιν Χουκ ακολούθησε το βλέμμα του μάγειρα.
     - Κάλλιο να φάω εσένα, παρά τον παπαγάλο μου! φώναξε.
     - Κρα! είπε και ο παπαγάλος.
     - Τι έχετε πάθει όλοι με τον παπαγάλο;
     - Με όλο το θάρρος, μας τρώει τα φρούτα.
     - Εδώ ο όμηρος μας τρώει το κρέας και δε λες τίποτα...
     - Έχουμε πάθει όλοι σκορβούτο... Τα δόντια μας κουνιούνται...
     - Φύγε, να μη σε βλέπω μπροστά μου, που θα μου πεις ότι κουνιούνται τα δόντια σου... Για μοντέλο σε έχουμε εδώ πέρα; Στην κουζίνα σου αμέσως!
     - Και τι να μαγειρέψω, τελικά;
     Ευθεία μπροστά, αχνοφαινόταν ένα νησί. Η σκιά του Πίτερ Παν στην πυξίδα τώρα χοροπηδούσε προς τα δεξιά. Ο Κάπταιν Χουκ κοίταξε το μάγειρα που περίμενε διαταγές. Η καταδίωξη θα μπορούσε να περιμένει.
     - Πρόσω ολοταχώς! φώναξε ο Κάπταιν Χουκ. Σήμερα θα φάμε κρέας!

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

Μελέτη μετ'εμποδίων

  


     Η Ρούλα έβαλε τα γεμιστά στο φούρνο και κοίταξε το ρολόι της κουζίνας.
     - Ωραία, είπε ικανοποιημένη, προλαβαίνω να διαβάσω κιόλας, προτού έρθει ο δάσκαλος.
     Πήρε τις σημειώσεις της και κάθησε στο τραπέζι.
     "Σκρολάρω", διάβασε. "Μετακινούμαι στο διαδίκτυο με φορά ανοδική ή καθοδική, χρησιμοποιώντας το ποντίκι ή περνώντας το δάχτυλο επάνω από την οθόνη του κινητού".
     - Σκοράρω, είπε η Ρούλα, όχι σκοράρω, σκορλάρω, σκο..., σκο...
     Έριξε μια ματιά στις σημειώσεις.
     - Σκρό-λάρω, καλέ Ρούλα, είπε στον εαυτό της, σκρο. Όπως λέμε... σκρόφα.
     Μια μηχανή ακούστηκε απ'έξω, να μαρσάρει.
     - Φόρα μια ζακέτα, παιδί μου! ακούστηκε να φωνάζει η κυρα-Στέλλα, η γειτόνισσα.
     - Άσε με, ρε μάνα, τι ζακέτα, αφού φοράω μπουφάν! ακούστηκε ο γιος της.
     - Τι μπουφάν, παιδί μου, που το έχεις ξεκούμπωτο...
     Ο γιος ξαναμαρσάρισε.
     - Φεύγω, θα αργήσω, είπε.
     - Το κράνος σου να φοράς... και να μην τρέχεις, ακούς;
     Ο γιος δεν απάντησε, αλλά η μηχανή ακούστηκε να απομακρύνεται.
     Η Ρούλα ξαναγύρισε στο διάβασμά της.
     - Σκροφάρω, είπε.
     Κοίταξε τις σημειώσεις της. Φτου, πάλι λάθος!
     - Δύσκολο το μάθημα, είπε η Ρούλα.
     Ένιωσε ένα κούνημα στην καρέκλα. Το φωτιστικό της κουζίνας ταλαντεύτηκε λίγο.
     - Γύρω στα 4, είπε.
     Το κούνημα σταμάτησε, αλλά χτύπησε το τηλέφωνο.
     - Τι κάνεις, μαμά; ήταν η κόρη της. Κουνήθηκες;
     - Καλά είμαι, παιδί μου. Ναι, κουνήθηκα λίγο, αλλά μην ανησυχείς, δεν ήταν μεγάλος, γύρω στα 4 Ρίχτερ τον έκοψα. Εσείς, πώς είστε; Τι κάνει το εγγονάκι μας;
     - Μια χαρά είναι, μεγαλώνει και ομορφαίνει...
     - Άντε, να μεγαλώσει λίγο ακόμα, να αρχίσει να μιλάει, πόσα έχω να του μάθω...
     - Ε, όπου να'ναι θα αρχίσει να λέει τις πρώτες του λεξούλες, ίσως να άρχισε κιόλας...
     - Θυμάσαι όταν άρχισε να μιλάει η μαμά του;
     - Αν θυμάμαι, λέει! Γλώσσα δεν έβαζε μέσα της!
     - Ναι, και ό,τι λέγαμε το επαναλάμβανε, σαν παπαγάλος ένα πράγμα...
     - Άκου, μαμά, δεν έρχεστε σήμερα για φαγητό; Έχω μπάμιες, που σου αρέσουν...
     - Σήμερα αδύνατον.
     - Γιατί;
     - Έχω μάθημα.
     - Σήμερα είναι; Το είχα ξεχάσει.
     - Ναι, σήμερα είναι και ακόμα δεν έχω διαβάσει.
     - Καλά, να σε αφήσω να διαβάσεις. Πάντως, αν θέλεις μετά το μάθημα να έρθεις, οι μπάμιες σου θα σε περιμένουν.
     - Έχω βάλει γεμιστά να ψήνονται.
     - Γεμιστά;
     - Ναι.
     - Πω, πω, μου τρέχουν τα σάλια... Ίσως περάσω το απόγευμα να δοκιμάσω.
     - Να περάσεις, έχω βάλει αρκετά. Σε αφήνω τώρα, για να διαβάσω. Φίλησέ τους όλους.
     Η Ρούλα γύρισε στο τραπέζι. Τα γεμιστά μοσχομύριζαν στο φούρνο. Ωραία θα γίνονταν και πάλι... Λοιπόν, και τώρα διάβασμα!
     - Σκρο..., σκρο...φ...ν...λάρω! Σκρολάρω! 
     Κοίταξε τις σημειώσεις της.
     - Επιτέλους! είπε.
     "Μπακ-απ", διάβασε. "Η δημιουργία αντιγράφων των αρχείων".
     - Μπακάπ, επανέλαβε. Μπακάπ, μπακάπ. Εγώ έχω κάνει μπακάπ ποτέ;
     Δε θυμόταν κάτι τέτοιο.
     "Μπι πι ες", διάβασε. "Μονάδα μέτρησης της ταχύτητας μεταφοράς δεδομένων".
     - Μπι πι ες, επανέλαβε. Μπι πι ες. Σαν Μπι μπι σι, μοιάζει. Μπι μπι ες, λοιπόν.
     Το βλέμμα της έπεσε στο παράθυρο της κουζίνας. Ο ουρανός είχε συννεφιάσει.
     - Λες να βρέξει; σκέφτηκε. Μήπως να πω στο δάσκαλο να μην έρθει;
     Πήγε στο παράθυρο. Τα βρακιά της κυρα-Ρήνης, απέναντι, ανέμιζαν περήφανα στον αέρα, σαν πανιά ιστιοφόρων. Φυσούσε αρκετά, λίγο ακόμα και θα σαλπάριζαν κατά Σαντορίνη μεριά. 
     - Μπα, είπε, ο καιρός ανοίγει. Θα βγάλει ήλιο όπου να'ναι.
     Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
     - Γεια σου, Ρούλα μου, ακούστηκε η φίλη της η Φιλιώ. Τι κάνεις;
     - Καλά είμαι, Φιλιώ μου, εσείς;
     - Όλοι καλά είμαστε, ευτυχώς. Ξέρεις γιατί σε πήρα;
     - Και πού να ξέρω, καλέ; Μήπως έχω κληρονομικό χάρισμα;
     - Η κόρη μου θα βαφτίσει ένα μωρό, τον εγγονό της Γεσθημανής, της ξαδέρφης του Μαθιού...
     - Α, ναι, ναι, ξέρω... Άντε, με το καλό!
     - Ναι, γι'αυτό σε ήθελα... Η κόρη μου θέλει να του κάνει ένα δώρο πιο ιδιαίτερο, αλλά δεν πιάνουν τα χέρια της, ούτε βελονάκι έμαθε, ούτε κέντημα, τίποτα. Μήπως θα μπορούσες εσύ...
     - Και το ρωτάς; Εννοείται! Έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό της η κόρη σου;
     - Όχι, τίποτα... Το αφήνουμε όλο επάνω σου! Και, φυσικά, με το αζημίωτο!
     - Ούτε να το συζητάς αυτό, εμένα είναι χαρά μου... 
     - Τουλάχιστον, να σου πάρουμε τα νήματα...
     - Εντάξει, τα νήματα να μου τα πάρετε.
     - Σε ευχαριστώ, Ρούλα μου, το ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ επάνω σου!
     - Παρακαλώ, Φιλιώ μου, δεν κάνει τίποτα. Μόνο που τώρα θα σε αφήσω, θα μου καεί το φαγητό...
     Η Ρούλα έκλεισε το τηλέφωνο, για να γυρίσει στο διάβασμά της. Αλλά το μυαλό της αλήτευε: ζακετάκια, παπουτσάκια, καπελάκια, τι θα μπορούσε να φτιάξει; Ή, μήπως, κεντητές πετσετούλες; Ή κεντητά σεντονάκια; Μήπως μία κουβερτούλα; Δρόσιζε και ο καιρός...
     "Φάιαρ γουόλ", διάβασε. "Τείχος προστασίας από ιούς και κακόβουλο λογισμικό".
     - Φάιαρ γουόλ, επανέλαβε, φάιαρ γουόλ, φάιαρ γουόλ... γαλάζια κουβερτούλα να φτιάξω, ή να την κάνω πολύχρωμη;
     Το βλέμμα της ξαναπήγε στο παράθυρο. Ο ουρανός ήταν σχεδόν καταγάλανος.
     - Δίκιο είχα, είπε, ο ουρανός καθάρισε... Γαλάζια θα την κάνω την κουβερτούλα... Και θα της κεντήσω επάνω και ελεφαντάκια!
     Ακούστηκε το κουδούνι. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της κουζίνας.
     - Πω-πω, πώς πέρασε η ώρα! αναφώνησε. Έφτασε ο δάσκαλος και εγώ ακόμα δεν έχω διαβάσει!
     Έτρεξε στην πόρτα και κοίταξε από το ματάκι. Μια πολύχρωμη μάσκα με ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο επάνω της κάλυπτε το μισό πρόσωπο του δασκάλου. Η Ρούλα άνοιξε την πόρτα.
     - Καλώς τον, είπε η Ρούλα.
     Ο δάσκαλος έβγαλε τη μάσκα και χαμογέλασε. Το χαμόγελό του ήταν πολύ πιο όμορφο από το χαμόγελο της μάσκας.
     - Γεια σου, γιαγιά, είπε ο δάσκαλος.