Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Εφτά χρόνια και εφτά μέρες (και μια ιστορία)

   

     - Δεκαεφτά! είπε ο Σοφός.
     - Δεκαπέντε, είπε ο Ντροπαλός.
     - Δεκαέξι, είπε ο Γκρινιάρης, φτου, να πάρει!
     - Δεκαπέντε, είπε ο Συναχωμένος, αψού!
     - Δεκαέξι, είπε ο Υπναράς και χασμουρήθηκε.
     - Δεκαέξι και εγώ, είπε ο Χαρούμενος.
     - Εβδομήντα πέντε! είπε ο Χαζούλης. Κέρδισα!
     - Εβδομήντα πέντε; φώναξαν οι υπόλοιποι έξι.
     - Εβδομήντα έξι! είπε ο Χαζούλης.
     - Τι μετράς; τον ρώτησε ο Γκρινιάρης.
     - Σουτ! Με μπέρδεψες και έχασα το μέτρημα, είπε ο Χαζούλης. Τώρα πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή...
     - Τι μετράς; ρώτησε και ο Σοφός.
     - Βρε παιδιά, είπε ο Χαρούμενος, αυτός μετράει τον σφυγμό του! Θα γελάσω, δεν μπορώ να κρατηθώ!
     - Αν γελάσεις, χάνεις έναν πόντο, είπε ο Σοφός.
     - Μα είναι πολύ αστείο! είπε ο Χαρούμενος και έσκασε στα γέλια.
     - Ένας πόντος μείον για το Χαρούμενο, είπε ο Σοφός και τράβηξε μία γραμμή σε ένα μικρό τετραδιάκι.
     - Ο Χαζούλης είναι εκτός, είπε ο Γκρινιάρης.
     - Γιατί; ρώτησε ο Χαζούλης. Αχ, πάλι έχασα το μέτρημα!
     - Χαζούλη μου, είπαμε ότι θα παίξουμε Πιεσόμετρο, όχι Ταχυπαλμία, είπε ο Σοφός.
     - Ο Χαζούλης δεν ξέρει να παίζει, είπε ο Υπναράς. Και προχθές που κρατούσαμε την αναπνοή μας, εκείνος έκανε μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι.
     - Εσείς δεν ξέρετε να παίζετε, είπε ο Χαζούλης. Όλο Πιεσόμετρο παίζουμε, καταντάει βαρετό!
     - Το Πιεσόμετρο είναι μια χαρά παιχνίδι, είπε ο Γκρινιάρης.
     - Ναι, επειδή τις περισσότερες φορές κερδίζεις εσύ.
     - Εσείς φταίτε, που μου ανεβάζετε την πίεση. Αν την ξαναμετρήσω τώρα, σίγουρα θα είμαι πρώτος!
     - Δεν επιτρέπεται δεύτερη μέτρηση στη διάρκεια της ίδιας παρτίδας, είπε ο Σοφός.
     - Θέλεις να πεις ότι σου ανεβάζω την πίεση; ρώτησε ο Χαζούλης.
    - Για Χαζός, μια χαρά το κατάλαβες!
     - Παιδιά, είπε ο Ντροπαλός, μη μαλώνετε, ας παίξουμε κάτι άλλο...
     - Εντάξει, λοιπόν, είπε ο Χαζούλης, εγώ δεν παίζω άλλο, βαρέθηκα.
     - Μα το Πιεσόμετρο παίζεται με εφτά παίχτες, είπε ο Χαρούμενος.
     - Δεν πειράζει, να βρείτε άλλο παιχνίδι, να παίζεται με έξι.
     - Σιγά μη δεν βρούμε! είπε ο Γκρινιάρης.
     - Αν συνεχίσεις έτσι, θα χάσεις πόντο, είπε ο Σοφός.
     - Καλά, είπε ο Γκρινιάρης και κατέβασε κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα.
     - Εδώ που τα λέμε, είπε ο Σοφός, ένα δίκιο το έχει ο Χαζούλης. Είναι βαρετό να παίζουμε συνέχεια Πιεσόμετρο. 
     - Θέλετε να φτιάξουμε κανένα παζλ; πρότεινε δειλά ο Ντροπαλός.
     - Να το φτιάξεις μόνος σου το παζλ! είπε ο Γκρινιάρης.
     - Ένας πόντος μείον από τον Γκρινιάρη, είπε ο Σοφός.
     - Σκασίλα μου! είπε ο Γκρινιάρης.
     - Δύο πόντοι μείον, είπε ο Σοφός.
     - Να πάμε σε κανένα λούνα παρκ; είπε ο Υπναράς.
     - Μόνο στον ύπνο σου! είπε ο Γκρινιάρης.
     - Τρεις πόντοι μείον, είπε ο Σοφός.
     - Δεν παίζω άλλο, είπε ο Γκρινιάρης.
     - Τα λούνα παρκ είναι κλειστά τέτοια ώρα, Υπναρά μου, είπε ο Σοφός. Δεν βλέπεις ότι έξω έχει σκοτεινιάσει;
     - Άσε που αν βγούμε έξω τέτοια ώρα, θα αρπάξουμε κανένα κρύωμα, είπε ο Συναχωμένος.
     - Θα ντυθούμε καλά, είπε ο Υπναράς και χασμουρήθηκε.
     - Τι εννοείς, ρώτησε ο Χαρούμενος, ότι θα βάλουμε τις καλές μας τις πυτζάμες;
     - Χαρούμενε! είπε ο Σοφός.
     Ο Υπναράς κοιτάχτηκε.
     - Α, ναι, φοράω τις πυτζάμες μου, είπε, το είχα ξεχάσει! Αλλά, και πάλι, θα μπορούσα να τις βγάλω και να βάλω κάτι άλλο...
     - Δεν χρειάζεται να βάλουμε κάτι άλλο, τέτοια ώρα, είπε ο Σοφός. Έτσι κι αλλιώς, όπως σου είπα, τα λούνα παρκ είναι κλειστά.
     - Κρίμα, είπε ο Υπναράς.
     - Καλύτερα, είπε ο Γκρινιάρης. Θέλετε να μας μαζεύουν με τα κουταλάκια, στην ηλικία μας να τρέχουμε στα λούνα παρκ;
     - Όλο την καταστροφή φέρνεις εσύ, είπε ο Υπναράς και χασμουρήθηκε.
     - Ένα δίκιο το έχει ο Γκρινιάρης, είπε ο Σοφός.
     - Πολλά δίκια έχω... είπε ο Γκρινιάρης.
     Ο Σοφός έπιασε ξανά στα χέρια του το τετραδιάκι.
     - … αλλά πού να τα βρω; είπε πιο χαμηλόφωνα.
     Ο Σοφός ξανάφησε το τετραδιάκι επάνω στο τραπέζι με τα πιεσόμετρα.
     - Νιώθετε μια ψύχρα; ρώτησε ο Συναχωμένος.
     - Όχι, είπε ο Χαρούμενος.
     - Θέλετε να παίξουμε Θερμόμετρο, για αλλαγή;
     - Πάλι; Προχθές παίξαμε και κέρδισες, είπε ο Γκρινιάρης.
     - Εσύ έτσι κι αλλιώς δεν παίζεις.
     - Ναι, αλλά μπορώ να λέω την γνώμη μου!
     - Αν είναι στριμμένη, σαν κι εσένα, να μην την λες, αψού!
     - Παιδιά, ήρεμα! είπε ο Σοφός. Θέλετε να παίξουμε παντομίμα;
     - Δεν έχω δει πιο χαζό παιχνίδι, είπε ο Γκρινιάρης.
     - Εσένα μόνο το Πιεσόμετρο σου αρέσει, είπε ο Χαζούλης.
     - Εσένα δε σου μιλάω.
     - Πάντως, και το παζλ ήταν καλή ιδέα, είπε δειλά ο Ντροπαλός.
     - Πάω για ύπνο, είπε ο Υπναράς. Δεν μου αρέσει ούτε το Πιεσόμετρο, ούτε τα παζλ, μου φέρνουν νύσταααααα... Μόνο τα λούνα παρκ μου αρέσουν, αλλά αφού είναι κλειστάαααα...
     Ο Υπναράς έφυγε από το δωμάτιο.
     - Καλά που έφυγε, είπε ο Γκρινιάρης, παρά τρίχα να μας κολλήσει, με τόσο χασμουρητό. 
     - Εγώ πείνασα, είπε ο Χαρούμενος. Θέλει κανείς να παραγγείλουμε πίτσα;
     - Πίτσα βραδυάτικα; Θέλεις να μας ανεβάσεις κι άλλο την πίεση; είπε ο Γκρινιάρης. Αφού δεν παίζουμε Πιεσόμετρο!
     - Εγώ θέλω παγωτό, είπε ο Χαζούλης.
     - Εσύ μέτρα τον σφυγμό σου!
     - Πάω κι εγώ για ύπνο, βαρέθηκα, είπε ο Ντροπαλός. Καληνύχτα!
     - Δε θα φάμε, δηλαδή; ρώτησε ο Χαζούλης.
     - Πόσοι μείναμε; ρώτησε ο Σοφός.
     - Τέσσερεις, είπε ο Χαρούμενος.
     - Τρεις, είπε ο Συναχωμένος, εμένα μη με υπολογίζετε... Αψού! Μου φαίνεται πως κρύωσα. Πάω να ζεστάνω νερό για τη θερμοφόρα και ύστερα θα πέσω για ύπνο... Ίσως πάρω και ένα αντιπυρετικό, νομίζω πως έχω κρυάδες, σίγουρα εσείς δεν την νιώθετε την ψύχρα;
     - Και το κινέζικο μου αρέσει, είπε ο Χαζούλης. Θέλετε να παραγγείλουμε κινέζικο;
     - Φάε κανένα γιαούρτι, που μου θέλεις και κινέζικο! είπε ο Γκρινιάρης. Πού να τρέχει ο ντελιβεράς βραδυάτικα μέσα στο δάσος, σύνελθε! 
     - Ένας πόντος μείον για τον Γκρινιάρη, είπε ο Σοφός.
     - Ώχου, πια, κι εσύ με τους πόντους σου! είπε ο Γκρινιάρης. Σας βαρέθηκα όλους! Πάω στο δωμάτιό μου και να μη με ενοχλήσει κανείς!
     - Βρήκα μια τσίχλα! είπε ο Χαζούλης. Γιούπι!
     - Κοίτα μην ξεχαστείς πάλι και την καταπιείς, σαν την άλλη φορά, είπε ο Χαρούμενος. Τι θέλεις να παίξουμε, Σοφέ;
     - Θέλεις να παίξουμε σκάκι;
     - Πώς θα παίξουμε σκάκι, που λείπουν τρία πιόνια;
     - Α, ναι, σωστά... Τότε, αναγκαστικά, ας παίξουμε χαρτιά...
     - Πού είναι η τράπουλα;
     - Δεν είναι στη θέση της;
     - Όχι, δεν την βρίσκω.
     - Είδε κανείς την τράπουλα;
     - Εγώ την είδα! είπε ο Χαζούλης.
     - Πού είναι;
     - Δεν ξέρω.
     - Πώς δεν ξέρεις; Αφού είπες πως την είδες!
     - Την είδα την προηγούμενη βδομάδα, που την κρατούσες εσύ όταν παίζαμε Μουντζούρη. Γιατί δεν παίζουμε Μουντζούρη, που έχει πλάκα; Για εφτά παίχτες είναι και ο Μουντζούρης;
     - Σήμερα, την είδες;
     - Ποια;
     - Την τράπουλα. Σήμερα, την είδες την τράπουλα;
     - Σήμερα όχι.
     - Ε, τότε δεν βοηθάς.
     - Σήμερα είδα το ζάρι.
     - Το ζάρι δεν μας κάνει.
     - Είδα και το άλλο ζάρι. Ήταν παρέα. Θέλετε να παίξουμε κάτι με ζάρια;
     - Όχι.
     - Α, μου φαίνεται ότι έχετε αρχίσει να μοιάζετε στον Γκρινιάρη... Πού πήγε η τσίχλα μου;
     - Πάλι την κατάπιες;
     - Α, βρήκα ένα πιόνι από σκάκι!
     - Δώσ'το μου, είπε ο Χαρούμενος.
     - Τι θα πάθω τώρα, που κατάπια την τσίχλα;
     - Θα κολλήσει το στομάχι σου και δεν θα μπορείς να φας.
     - Χαρούμενε! είπε ο Σοφός.
     - Ούτε παγωτό;
     - Ούτε παγωτό.
     - Ούτε πίτσα;
     - Ούτε πίτσα.
     - Ούτε άλλη τσίχλα;
     - Αχ, ούτε άλλη τσίχλα, αλλά αν πας να κοιμηθείς τώρα αμέσως, ίσως μπορέσεις και γίνεις καλά.
     - Να πάω για ύπνο, τότε...
     - Να πας.
     - Και αύριο θα μπορώ να φάω;
     - Θα μπορείς.
     - Και παγωτό;
     - Ωχ, Θεέ μου, ναι, και παγωτό, και πίτσα, και άλλες τσίχλες, και μανιτάρια, και τα νύχια σου, και τα πάντα...
     - Χαρούμενε! είπε ο Σοφός και έπιασε το τετραδιάκι.
     - … αλλά πήγαινε τώρα, να προλάβεις, εντάξει;
     - Εντάξει.
     - Καληνύχτα, Χαζούλη.
     - Καληνύχτα, Σοφέ. Καληνύχτα, Χαρούμενε.
     - Καληνύχτα!
     Ο Σοφός και ο Χαρούμενος έμειναν μόνοι τους στο δωμάτιο.
     - Ώρες-ώρες τον καταλαβαίνω τον Γκρινιάρη, είπε ο Χαρούμενος.
     - Αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του, είπε ο Σοφός.
     - Τι λες να κάνουμε, τελικά;
     - Δεν πάμε κι εμείς για ύπνο; Όλη αυτή η ένταση με κούρασε. 
     - Νωρίς δεν είναι;
     - Ε, δεν είναι και τόσο νωρίς, περασμένα μεσάνυχτα... Εξάλλου, αφού δεν έχουμε τι να παίξουμε...
     - Ναι, δίκιο έχεις, ας πάμε, και αύριο θα ψάξω για την τράπουλα. Δεν μπορεί να χάθηκε έτσι.
     - Τι μέρα είναι σήμερα;
     - Δε θυμάμαι, έχει σημασία;
     - Για κοίτα το ημερολόγιο.
     - Τριάντα Μαΐου, λέει.
     - Παρά τρίχα να το ξεχάσω! Έχει αγενέθλια η Οξεία Γλωσσοπάθεια σήμερα.
     - Σοβαρά;
     - Ναι. Κλείνει τα εφτά χρόνια και τις εφτά ημέρες.
     - Πέρασε κιόλας τόσος καιρός;
     - Είδες τι γρήγορα που περνάει; Θυμήσου το πρωί να στείλουμε μια ευχετήρια κάρτα.
     - Εντάξει. Θα το θυμηθώ, αλλά, για καλό και για κακό, θα το σημειώσω κιόλας.
     - Να το σημειώσεις. Καληνύχτα, Χαρούμενε.
     - Καληνύχτα, Σοφέ. Όνειρα γλυκά.
    Στο μικρό σπιτάκι των νάνων άρχισαν να σβήνουν και τα τελευταία φώτα. Και προτού το σπιτάκι βυθιστεί εντελώς στο σκοτάδι, ο Χαρούμενος σημείωσε τη λέξη "κάρτα" στο μικρό του σημειωματάριο και το έβαλε στο κομοδίνο του, δίπλα από το ποτήρι με το νερό, όπου η χαμογελαστή του μασέλα έπαιρνε το νυχτερινό της μπάνιο...

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Όσα φέρνει μία μέρα

      Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο, και ακόμα πιο μυστήρια στον κόσμο της Πίπης. Τόσο μυστήρια, που όποιος τα ακούσει μπορεί μέχρι και να αμφιβάλλει. Όμως η αλήθεια είναι αλήθεια, όσο απίστευτη και αν φαίνεται. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
     Ήταν αρχές φθινοπώρου, και συγκεκριμένα αρχές του περασμένου φθινοπώρου, όταν η Πίπη μπήκε σε ένα πλοίο. Και αυτό το πλοίο, όπως γίνεται συνήθως με τα πλοία, πήγαινε σε ένα νησί, ένα νησί μικρό και όμορφο, με κάτασπρα σπίτια και, πολύ σημαντικό και αυτό, πεντανόστιμο φαγητό. Η Πίπη πέρασε πολύ ωραία, επισκέφτηκε αξιοθέατα, γνώρισε παραλίες με χρυσόσκονη στη θέση της άμμου, δοκίμασε διάφορες νοστιμιές, και όταν έφτασε η ώρα να φύγει, ήταν εντελώς σίγουρη ότι θα ήθελε να ξαναγυρίσει.
     Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα πράγματα που είδε, υπήρχε ένα δέντρο με πλούσιο φύλλωμα και καρπούς σαν διάφανα κινέζικα φαναράκια, το οποίο δεν θυμόταν να είχε δει πουθενά αλλού. Όπως ήταν λογικό, ρώτησε το όνομά του, αλλά η απάντηση που έλαβε δεν την ικανοποίησε καθόλου. "Δεν ξέρω", ήταν η απάντηση.
     Όμως η Πίπη δεν πτοείται από κάτι τέτοιο. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να αφήσει το όμορφο νησί για να επιστρέψει στην καθημερινότητά της, ζήτησε από την κυρία που είχε το δέντρο στον κήπο της να της δώσει σπόρο, το οποίο και η κυρία έκανε με μεγάλη χαρά.
      Και η Πίπη γύρισε με τις αποσκευές της γεμάτες ρούχα για πλύσιμο, αναμνηστικά και ένα σακουλάκι με σπόρους από το δέντρο χωρίς όνομα. Είχε ήδη σχηματιστεί στο μυαλό της μία πολύ συγκεκριμένη ιδέα: να σπείρει ένα τέτοιο δέντρο και να το τοποθετήσει στη μία γωνία της Χώρας της Πίσω Βεράντας, εκεί που αρχικά σκόπευε να τοποθετήσει ένα δεντρολίβανο - σκέψη που είχε ατυχήσει, καθώς το δεντρολίβανο είχε αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο στο άνθος της ηλικίας του, χτυπημένο από κάποια ανίατη ασθένεια.
     Όσοι ασχολούνται, έστω και λίγο, με την κηπουρική, θα ξέρουν ότι όλα - όπως ο κολιός - έχουν τον καιρό τους. Ο καιρός για τις σπορές είναι αμέσως μετά το χειμώνα, οπότε όταν έφτασε ο Φεβρουάριος, η Πίπη ετοίμασε μια μεγαλούτσικη γλάστρα, πήρε τέσσερεις στρουμπουλούς σπόρους, τους τοποθέτησε τρυφερά μέσα στην γλάστρα, και ύστερα τους σκέπασε με χώμα. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου, σκέφτηκε η Πίπη.
     Έκτοτε, κάθε φορά που πλησίαζε την γλάστρα, η Πίπη προσπαθούσε επίμονα να διακρίνει κάποιο φυντανάκι να ξεπροβάλλει δειλά, ή και θρασύτατα - δεν θα κολλήσουμε σε αυτό - μέσα από το χώμα. Έφυγε ο Φεβρουάριος, ήρθε ο Μάρτιος, ήρθε και ο κορονοϊός, έφυγε και ο Μάρτιος, έφυγε και ο Απρίλιος, παρά τρίχα να φύγει και ο κορονοϊός, ήρθε και ο Μάιος... Η Πίπη άρχισε να πιστεύει στα σοβαρά ότι το εγχείρημα είχε αποτύχει.
     Ευτυχώς, είχε πάρει μαζί της αρκετούς σπόρους. Και παρ'όλο που η εποχή της σποράς μάλλον είχε περάσει ανεπιστρεπτί, η Πίπη έκανε και δεύτερη απόπειρα, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας άδεια τσόφλια αυγών αντί για γλάστρες. Τώρα, εκτός από την γλάστρα, επιθεωρούσε και τα τσόφλια των αυγών. Αλλά δεν υπήρξε καμία αλλαγή.
     Ούτε εχθές το βράδυ υπήρχε καμία αλλαγή. Η Πίπη πότισε κανονικά, έλεγξε την γλάστρα, την βρήκε πεισματικά αδειανή, έλεγξε και τα τσόφλια, άδεια και αυτά, έλεγξε και το μικρό έκθετο - αυτό, τουλάχιστον, είχε καρδαμώσει και αναπτυσσόταν μια χαρά. 
     - Από ό,τι φαίνεται, σκέφτηκε η Πίπη, τζάμπα παιδεύομαι. Κάτι θα έπρεπε να έχει ξεμυτίσει μέχρι τώρα.
     Και ήρθε η σημερινή μέρα, μια μέρα που έμοιαζε αρκετά με την χθεσινή, και η Πίπη πήγε στη δουλειά, και αφού σχόλασε και γύρισε στο σπίτι της, και αφού τελείωσε με τις απολυμάνσεις και τα τοιαύτα, άρχισε να ανοίγει τα παράθυρα. Και τότε ήταν που η Πίπη διαπίστωσε ότι, τελικά, η σημερινή μέρα δεν έμοιαζε και τόσο με την χθεσινή και ότι κάτι είχε αλλάξει στη Χώρα της Πίσω Βεράντας: στην γλάστρα υπήρχαν, όχι ένα, όχι δύο, όχι τρία, αλλά τέσσερα ολόκληρα φυτά!
     Πότε έγινε αυτό το θαύμα, και πώς; Να φταίει η ζέστη του Μαΐου; Να πέρασε από τη Χώρα της Πίσω Βεράντας καμιά νεράιδα; Ή, μήπως, να πρόκειται για σπόρους μαγικούς, με υπερφυσικές ικανότητες, που μεγαλώνουν σαν τη μαγική φασολιά του Τζακ;
     Πόσα φέρνει μία μέρα, τέλος πάντων;


Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Εργασία με προθεσμία


     Από πέρυσι το καλοκαίρι η Πίπη είχε ένα πρόβλημα, ένα πρόβλημα που ελάχιστοι γνώριζαν και πολύ λιγότεροι υποπτεύονταν. Το πρόβλημα αυτό άκουγε στο όνομα Λάπτοπ, και ήταν ένα πιστό σκυλί που έκανε παρέα στην Πίπη εφτά ολόκληρα χρόνια. Η Πίπη και ο Λάπτοπ ήταν σχεδόν αχώριστοι και περνούσαν πάντα καλά.
     Έλα, όμως, που και τα πιστά σκυλιά κάποτε αρρωσταίνουν. Ήρθε, λοιπόν, και η σειρά του Λάπτοπ να αρρωστήσει, και μάλιστα με τρόπο που πολύ δυσκόλεψε τη φίλη μας, την Πίπη. Συγκεκριμένα, όταν η Πίπη του πετούσε το κλαδάκι προς το ίντερνετ και του έλεγε «Τρέξε, Λάπτοπ, τρέξε!», ο Λάπτοπ έκανε να τρέξει, αλλά μετά σταματούσε. Κάποιες φορές, βέβαια, το έφερνε πίσω το κλαδί, αλλά άλλες φορές καθόταν στα δύο πόδια και απλώς την κοιτούσε.
     Ρώτησε, λοιπόν, η Πίπη και έμαθε και κατάλαβε ότι ο Λάπτοπ είχε αρρωστήσει από μία ιδιαίτερη αρρώστια, που λεγόταν «κάρτα σύνδεσης με το ίντερνετ» και γι’αυτό είχε πρόβλημα να φέρει το κλαδί από εκεί. Ζύγισε τα υπέρ και τα κατά, συνυπολόγισε και το γεγονός ότι ο Λάπτοπ είχε εκπαιδευτεί σε περιβάλλον Windows XP Home edition και όταν της δόθηκε η ευκαιρία να τον μετεκπαιδεύσει σε περιβάλλον Windows 10 εκείνη το είχε αμελήσει, και κατέληξε στο ότι χρειαζόταν νέο κατοικίδιο. Και επειδή ο Λάπτοπ ήταν και εμβολιασμένος για έναν χρόνο, μαζί με τα άλλα κατοικίδια του σπιτιού, το τάμπλετ και το κινητό, η Πίπη αποφάσισε να αγοράσει νέο κατοικίδιο, όταν θα έληγε ο εμβολιασμός.
     Στο μεταξύ θα κάλυπτε το κενό της σύνδεσης στο ίντερνετ με το κινητό, αλλά ίδιο κατοικίδιο είναι το κινητό με το Λάπτοπ; Καμία σχέση.
     Και ο καιρός περνούσε και ήρθε το φθινόπωρο, και ήρθε και ο χειμώνας, και μετά ήρθε και η άνοιξη. Και φυσικά ήρθε και ο κορονοϊός, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Και ήρθε ο καιρός να αποκτηθεί το νέο κατοικίδιο. Και, επιτέλους, η Πίπη απόκτησε ένα νέο κατοικίδιο, που επίσης το ονόμασε Λάπτοπ – μα καμία φαντασία αυτό το παιδί; –, και που όταν η Πίπη του λέει «Τρέξε, Λάπτοπ, τρέξε!», εκείνο τρέχει και το φέρνει το κλαδί, όπου και να το έχει πετάξει η Πίπη.
     Αποκαταστάθηκε, τουτέστιν, η κανονικότητα στο σπίτι της Πίπης, και όλα βρήκαν το ρυθμό τους. Και προχθές, τι έλαβε η Πίπη; Ένα μέιλ!
     Αλλά το μέιλ δεν ήταν ένα συνηθισμένο μέιλ, δεν ήταν από την εφορία, δεν ήταν από τράπεζα, δεν ήταν ενημερωτικό, δεν ήταν διαφημιστικό, ούτε δυσφημιστικό ήταν, ήταν ένα μέιλ από την ανηψοβαφτιστήρα της. Και το άνοιξε το μέιλ η Πίπη για να το διαβάσει, αλλά δεν κατάλαβε τίποτα, ίσως επειδή δεν έχει πάει προνήπιο. Κάλεσε, λοιπόν, στο τηλέφωνο, την ανηψοβαφτιστήρα, και εκείνη της εξήγησε ότι θα έπρεπε να ενώσει τις γραμμές και να φτιάξει τα σχήματα, και ύστερα θα έπρεπε να τα ζωγραφίσει, αλλά θα έπρεπε να προσέχει για να μείνει μέσα στις γραμμές. Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο ήταν πολύ σημαντικό, από ό,τι κατάλαβε η Πίπη.
     «Ρώτα την αδερφή σου να σου εξηγήσει», είπε η ανηψοβαφτιστήρα στην Πίπη και απομακρύνθηκε από το τηλέφωνο, αφού είχε ήδη πει αυτά που ήθελε. Και αμέσως μετά γύρισε και είπε στην Πίπη, λίγο ενοχλημένη που η Πίπη ίσως να μην είχε καταλάβει ακόμα τι έπρεπε να κάνει: «Μα αφού σου έγραψα οδηγίες από κάτω!».
     Και τώρα η Πίπη πρέπει να διαβάσει προσεκτικά τις οδηγίες και να κάνει την εργασία σωστά, προτού περάσουν χίλιες μέρες, αφού η ανηψοβαφτιστήρα της ζήτησε συγκεκριμένα, αφού τελειώσει τη δουλειά που της ανατέθηκε, να της την παραδώσει ιδιοχείρως προτού περάσουν χίλιες μέρες.
     Ας ελπίσουμε να προλάβει την προθεσμία.