Κάθομαι στη βεράντα μου και απολαμβάνω το καλοκαιράκι. Είναι μία από τις αγαπημένες μου εποχές, από όταν ήμουν παιδί, τότε που καλοκαίρι σήμαινε ατέλειωτα παιχνίδια, και παγωτά, και ρακέτες στον δρόμο, και μπάνια στη θάλασσα και βόλτες με το ποδήλατο...
Νιώθω ευλογημένη που ζω σε μια χώρα όπου το καλοκαίρι κάνει τόσο έντονη την παρουσία του, που δεν είναι υποτονικό και μη μου άπτου, αλλά δυναμικό και ρωμαλέο. Το γέλιο του καλοκαιριού δεν είναι απαλό, δεν είναι μειδίαμα σαν της Τζοκόντας, είναι γέλιο γάργαρο σαν κελαρυστό ρυάκι και τόσο τρανταχτό, που δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Και ορίστε, και τώρα αυτό κάνει το καλοκαίρι. Γελάει, γελάει με την καρδιά του και ο ήχος του γέλιου του μοιάζει εκπληκτικά με τον ήχο των τζιτζικιών, που ακούγεται παντού.
Και, αλήθεια, δεν υπάρχει άλλος ήχος από τον ήχο των τζιτζικιών, πιο άρρηκτα συνδεδεμένος με το καλοκαίρι. Είναι και η θάλασσα, βέβαια, που τα κύματά της σκάνε στην παραλία χαϊδευτικά και παιχνιδιάρικα και όχι θυμωμένα και άγρια, όπως το χειμώνα, αλλά τα τζιτζίκια είναι, όπως και να το κάνουμε, οι τραγουδιστάδες του καλοκαιριού.
Όμως, εμένα το τραγούδι των τζιτζικιών μου φέρνει στο νου και κάτι άλλο. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, εμένα τα τζιτζίκια μου φέρνουν στο μυαλό εργατικούς ξυλοκόπους, που πριονίζουν εντατικά τα δέντρα, και όλο στήνω αυτί μήπως και ακούσω "Πέεεεεεφτει!". Μπορώ να τα φανταστώ, κιόλας, τα τζιτζίκια να φεύγουν από το σπίτι τους, φορώντας τη φόρμα εργασίας τους και τα κράνη τους, καθώς φροντίζουν πάντα για την ασφάλεια στο χώρο εργασίας. Οι γυναίκες τους - τα φαντάζομαι οικογενειάρχες, τι να κάνουμε; - τα ξεπροβοδίζουν και τους δίνουν μαζί και το κολατσιό τους. Και εκείνα πηγαίνουν στη δουλειά, και όλη τη μέρα πριονίζουν, πριονίζουν, πριονίζουν, και ο ιδρώτας τρέχει συνέχεια και τους μουσκεύει τη φόρμα εργασίας... Και το βράδυ γυρίζουν κατάκοπα στο σπίτι τους, και σκέφτονται πόσα ακόμα δέντρα τους μένουν για να πριονίσουν... Δύσκολη η ζωή του ξυλοκόπου τζίτζικα. Και μεγάλη αδικία να τον χαρακτηρίζουμε τεμπέλη, βασιζόμενοι στο μύθο του Αισώπου....
Τέλος πάντων, τίποτα δεν είναι δίκαιο σε αυτή τη ζωή... Εμένα άλλο με ενδιαφέρει, κατ'ουσίαν: πώς θα μπορέσω να φυλακίσω το καλοκαίρι και να το έχω δίπλα μου όλο τον χρόνο; Και όποιος μου πει "να κοιτάς τις φωτογραφίες του καλοκαιριού", μάλλον δεν καταλαβαίνει τι εννοώ. Εγώ δε θέλω να νοσταλγώ το καλοκαίρι, αυτό το κάνω και χωρίς τις καλοκαιρινές φωτογραφίες, εγώ θέλω να νιώθω καλοκαίρι όποτε επιλέγω.
Θα μου πείτε: "τι σε έπιασε τώρα με το καλοκαίρι;". Δεν ξέρω, ίσως να φταίει που δεν πήγα διακοπές, ίσως πάλι και όχι, δεν είναι ωραίο να μπορείς να ζεις μια ευχάριστη εμπειρία όποτε το επιλέξεις;
Επειδή, λοιπόν, η μύτη και τα αυτιά είναι τα όργανα με τα οποία ταξιδεύει κανείς (άποψη προσωπική, φυσικά, αλλά μάλλον σωστή), σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα να είχα ένα μπουκαλάκι με άρωμα καλοκαιριού και ένα cd με ήχους καλοκαιριού και θα τα κατάφερνα μια χαρά να έχω καλοκαίρι οποτεδήποτε θελήσω. Και όσο για το cd, είναι αυτονόητο τι ήχο θα επιλέξω: τον ήχο των τζιτζικιών. Για το άρωμα, όμως, τι; Ποιο είναι το άρωμα του καλοκαιριού;
Κάποιος μπορεί να πει ότι το άρωμα του καλοκαιριού είναι το άρωμα του ιωδίου που μυρίζει δίπλα στη θάλασσα, ή το άρωμα του καρπουζιού, ή επίσης το άρωμα του γιασεμιού και του αγιοκλήματος, το θέμα αυτό, όμως, μάλλον είναι προσωπικό για τον καθένα. Για εμένα, λοιπόν, το άρωμα του καλοκαιριού είναι συνδυασμός δύο αρωμάτων: της συκιάς και του ξερού χόρτου. Ίσως επειδή μου θυμίζει δύο καλοκαίρια στο χωριό της μαμάς, που καθόμασταν στην σκιά της μεγάλης συκιάς του παππού, και που τρέχαμε ανέμελα στα θερισμένα χωράφια, που ήταν χρυσά από το χρώμα των ξερών χόρτων... Το σούρουπο, ο ήλιος έπεφτε στο βάθος των χωραφιών, κουρασμένος από την σκληρή δουλειά της ημέρας, και η φύση, νυσταγμένη, αφηνόταν στα χάδια της νύχτας. Οι γρύλλοι Ερωτόκριτοι ξυπνούσαν και άρχιζαν να καλούν συνθηματικά τις Αρετούσες τους. Και ο ουρανός γέμιζε με τόσα αστέρια, που νόμιζες ότι το φωτεινό τμήμα του ουρανού ήταν μεγαλύτερο από το σκοτεινό. Πού να τα δεις αυτά στην πόλη...
Αλλά, τώρα την βρήκα τη λύση. Φανταστείτε, λοιπόν, να είναι χειμώνας, και έξω να φυσάει και να κάνει κρύο, και οι διαβάτες να τρέχουν τυλιγμένοι με τα κασκόλ τους, και ο αέρας να χαστουκίζει τα δέντρα, και εγώ να είμαι στο σπίτι μου, και να ακούγονται τζιτζίκια και να μυρίζει συκιά και ξερά χόρτα... Ε, μη μου πείτε ότι έτσι δε θα φέρω το καλοκαίρι στην καρδιά του χειμώνα!