Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Ο Ζηλιάρης γείτονας

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε ένας νάνος. Ο νάνος αυτός ήταν πολύ κοντός, όπως είναι όλοι οι νάνοι,  και ζούσε σε ένα πολύ μικρό σπιτάκι, με πόρτα από πλεγμένα καλάμια και παραθυρόφυλλα από κυκλαμινόφυλλα. Γύρω από το σπιτάκι υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος κήπος, τον οποίο ο νάνος φρόντιζε με μεγάλη προσοχή και στον οποίο υπήρχαν όλα τα λαχανικά που ο νάνος χρειαζόταν για να φτιάχνει την αγαπημένη του παντζαρόσουπα: παντζάρια, κρεμμυδόχορτα, κολοκυθοπατατιές και καρδαμολούλουδα. Υπήρχε επίσης μία ψηλή καμέλια, με όμορφα, γυαλιστερά φύλλα, στην οποία ο νάνος είχε κρεμάσει μια κούνια και όπου καθόταν κάθε απόγευμα, για να χαλαρώσει.
     Θα περίμενε κανείς πως ο νάνος ήταν πολύ ευτυχισμένος, με την παντζαρόσουπα και την κούνια στην καμέλια. Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική, κι αυτό επειδή ο νάνος είχε ένα μεγάλο ελάττωμα: ήταν πολύ ζηλιάρης. Αν έβλεπε κάποιον να φοράει ψηλό καπέλο, την επόμενη μέρα αυτός φορούσε ένα ψηλότερο. Αν έβλεπε κάποιον να φοράει κόκκινες μπότες, την επόμενη μέρα φορούσε και αυτός. Αν έβλεπε κάποιον να κυκλοφορεί με ένα λουλούδι στο αυτί, την επόμενη μέρα αυτός κυκλοφορούσε με δύο.
     Η μεγαλύτερη ατυχία του νάνου ήταν ότι ο γείτονάς του είχε όλα τα καλά: ήταν νέος, ωραίος, γεροδεμένος, και, το σημαντικότερο: δεν ήταν νάνος. Ο γείτονας δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με το νάνο, ο νάνος όμως είχε μόνιμα το βλέμμα του προς το γείτονα και πάντα σύγκρινε τον εαυτό του με εκείνον.
     Μια μέρα, ο γείτονας γύρισε στο σπίτι του επάνω σε ένα υπέροχο άλογο με χρυσή χαίτη.
     - Τι ωραίο άλογο! θαύμασαν όλοι.
     Και ο νάνος έχασε τον ύπνο του. Και δεν θα μπορούσε, τάχα, και εκείνος να αποκτήσει ένα άλογο με χρυσή χαίτη;
     Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, ο νάνος πήρε ένα σάκο με τα απαραίτητα και έφυγε ταξίδι. Και αφού δεν άφησε ζωοπανήγυρη για ζωοπανήγυρη, μια μέρα γύρισε κι εκείνος με ένα άλογο με χρυσή χαίτη και χρυσοκεντημένη σέλλα. 
     - Ωραίο άλογο, είπαν όλοι, και ο νάνος ένιωσε να ψηλώνει. Αλλά τι το θέλεις εσύ το άλογο; Πώς θα το φτάνεις;
     - Μα δεν το πήρα για να το καβαλάω, είπε ο νάνος, το πήρα απλώς επειδή μου άρεσε.
     Μια άλλη μέρα, ο γείτονας αγόρασε μία πανέμορφη άμαξα, γεμάτη στολίδια και με βελούδινα μαξιλάρια στα καθίσματα. 
     - Πανέμορφη άμαξα! είπαν όλοι. Θα ταιριάζει εξαιρετικά με το άλογο με την χρυσή χαίτη.
     Και πάλι ο νάνος έχασε τον ύπνο του. Και την επόμενη μέρα πήγε στον καλύτερο τεχνίτη και παρήγγειλε κι εκείνος μια άμαξα, πιο περίτεχνα στολισμένη και πιο μεγάλη από του γείτονα.
     - Τι την θέλεις την άμαξα; τον ρώτησαν όσοι τον είδαν. Αφού δεν ταξιδεύεις συχνά!
     - Κάποια στιγμή θα ταξιδέψω, τους είπε. Θέλω να είμαι έτοιμος.
     Μια μέρα, έφτασε η είδηση ότι η μοναχοκόρη του βασιλιά αρρώστησε βαριά και έχασε το χαμόγελό της. Ο βασιλιάς, επάνω στην απελπισία του, ανακοίνωσε ότι θα έκανε γαμπρό του όποιον έκανε καλά την πριγκήπισσα. Οι πιο άξιοι νέοι ξεκίνησαν από όλες τις άκρες του βασιλείου να πάνε για να παντρευτούν την πριγκήπισσα.
     - Πού θα πας; ρώτησε ο νάνος το γείτονά του, όταν τον είδε να ζεύει το άλογο με την χρυσή χαίτη στην στολισμένη του άμαξα. 
     - Ήρθε ο καιρός μου να παντρευτώ, είπε ο γείτονας, μεγάλωσα πια, και η πριγκήπισσα μου ακούγεται μια χαρά νύφη. Άσε που άκουσα ότι είναι και πολύ όμορφη. Εκείνη κι εγώ θα κάνουμε τα πιο όμορφα παιδιά... 
     - Α, ώστε έτσι; είπε ο νάνος. Και πιστεύεις ότι είσαι άξιος για μια πριγκήπισσα;
     - Γιατί, τι μου λείπει; Νέος είμαι, ωραίος είμαι, δυνατός είμαι, το όμορφο άλογό μου το έχω, την όμορφή μου την άμαξα επίσης... Εξάλλου, το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να βρω το χαμένο της χαμόγελο, πόσο δύσκολο να είναι αυτό;
     - Καλή τύχη, είπε ο νάνος, αν και δεν το εννοούσε.
     - Ευχαριστώ, είπε ο γείτονας και απομακρύνθηκε, μέσα στην στολισμένη του άμαξα, που την έσερνε το άλογο με την χρυσή τη χαίτη.
     Αμέσως, ο νάνος έτρεξε κι αυτός να ετοιμαστεί. Και τι σήμαινε, δηλαδή, που ο γείτονας ήταν νέος, ψηλός και ωραίος, ο βασιλιάς δεν είχε πει ότι το χαμένο χαμόγελο δεν θα μπορούσε να το βρει ένας νάνος...
     Ο δρόμος ήταν μακρύς και κουραστικός και ο νάνος χρειάστηκε να διασχίσει σχεδόν όλη τη χώρα για να φτάσει στα περίχωρα του παλατιού. Παντού έβλεπε νέους άντρες, επάνω στα άλογά τους ή μέσα σε άμαξες. Άλλοι πήγαιναν προς το παλάτι, καμαρωτοί-καμαρωτοί, άλλοι πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση, με το κεφάλι κατεβασμένο...
     - Φαίνεται δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεθεί το χαμένο χαμόγελο μίας πριγκήπισσας, σκεφτόταν χαιρέκακα ο νάνος.
     Σε μία από τις τελευταίες στροφές του δρόμου, ο νάνος είδε μία γριούλα, σκυμμένη δίπλα από ένα αναποδογυρισμένο καλάθι. Διάφορα λαχανικά ήταν σκόρπια γύρω της και η γριούλα τα μάζευε.
     - Χρειάζεσαι βοήθεια, καλή κυρία; ρώτησε ο νάνος.
     - Ναι, παιδί μου, ευχαριστώ. Μου έσπασε το καλάθι που κουβαλούσα τα υλικά για το φαγητό μου και δεν ξέρω πώς να τα μεταφέρω στο σπίτι μου.
     - Θα σε βοηθήσω εγώ, είπε πρόθυμα ο νάνος και, μαζί με την γριούλα, μάζεψε τα σκορπισμένα λαχανικά και τα έβαλε στο σπασμένο καλάθι. Ύστερα, τη συνόδεψε στο σπίτι της, με την άμαξά του.
     - Σε ευχαριστώ πολύ, παιδί μου, είπε η γριούλα. Χωρίς τη βοήθειά σου, δεν θα κατάφερνα να φέρω τα πράγματα στο σπίτι μου και θα έμενα νηστική... Θα μείνεις να φας μαζί μου; Εσύ είσαι πριγκηπόπουλο, βέβαια, φαίνεται από την άμαξα, σιγά μην καταδεχτείς να φας από το φτωχικό φαγητό μου...
     - Θα έμενα, είπε ο νάνος, αλλά βιάζομαι, πρέπει να φύγω...
     - Τότε, να μου επιτρέψεις να σου κάνω ένα δώρο...
     - Δεν είναι ανάγκη...
     - ... για την ευγένειά σου... Να, πάρε αυτό το καρύδι.
     Άλλο δώρο φανταζόταν ο νάνος.
     - Δεν είναι ένα συνηθισμένο καρύδι, είπε η γριούλα, που είδε πώς το κοίταζε. Είναι μαγικό.
     - Μαγικό;
     - Ναι. Πραγματοποιεί ευχές. Δηλαδή, πραγματοποιεί μία ευχή.
     Ο νάνος άρχισε να σκέφτεται όλα τα πράγματα που επιθυμούσε.
     - Κάνεις την ευχή σου, το τρως, και η ευχή πραγματοποιείται, είπε η γριούλα.
     - Τόσο απλά;
     - Τόσο απλά. Μόνο που θα πρέπει να διαλέξεις προσεκτικά ποια ευχή σου θα πραγματοποιήσεις. Βλέπεις, έχεις μόνο μία ευκαιρία.
     Ο νάνος ευχαρίστησε την γριούλα, αν και δεν είχε πολυπιστέψει την ιστορία με το καρύδι, έβαλε το καρύδι στην τσέπη του και έφυγε.
     Ταξίδεψε άλλη μια μέρα, μέχρι που έφτασε έξω από το παλάτι. Εκεί βρισκόταν και ο γείτονάς του, με τη δική του άμαξα.
     - Κι εσύ εδώ; ρώτησε ο γείτονας.
     - Ήρθε κι ο δικός μου καιρός να παντρευτώ, απάντησε ο νάνος.
     - Καλή τύχη, είπε ο γείτονας.
     - Ευχαριστώ, είπε ο νάνος.
     Ένας όμορφος πρίγκηπας βγήκε από την πόρτα του παλατιού, απογοητευμένος.
     - Φαίνεται πως δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεθεί ένα χαμένο χαμόγελο, είπε ο νάνος.
     - Ίσως, είπε ο γείτονας.
     - Συνεχίζεις να είσαι σίγουρος ότι θα το βρεις; ρώτησε ο νάνος.
     - Πιο σίγουρος από ποτέ, απάντησε ο γείτονας.
     - Και τι σε κάνει τόσο σίγουρο;
     Ο γείτονας κοίταξε γύρω του με προφύλαξη.
     - Έχω αυτό, είπε και έβγαλε ένα καρύδι από την τσέπη του.
     Ο νάνος δεν έδειξε την έκπληξή του.
     - Τι είναι αυτό;
     - Είναι μαγικό, είπε ο γείτονας. Μου το έδωσε μία γριούλα.
     - Μαγικό; Και τι κάνει;
     - Πραγματοποιεί μια ευχή.
     - Ε, και;
     - Τι "ε, και"; Θα ευχηθώ να βρω το χαμένο χαμόγελο! Και έτσι θα τα καταφέρω!
     - Α, έτσι! είπε ο νάνος.
     Όμως το μυαλό του άρχισε να σκέφτεται. Τι ατυχία ήταν αυτή, να πετύχει και ο γείτονας στον δρόμο του εκείνη την γριούλα! Και τι ατυχία να του δώσει και εκείνου ένα μαγικό καρύδι! Και τώρα, δηλαδή, εκείνος θα έβρισκε το χαμένο χαμόγελο και θα γινόταν γαμπρός του βασιλιά; Και το δικό του μαγικό καρύδι θα πήγαινε χαμένο; Όχι, αυτό δεν μπορούσε να γίνει! Εκείνος έπρεπε να γίνει γαμπρός του βασιλιά, μόνο εκείνος! 
     Αλλά φανταζόταν και την έκπληξη της πριγκήπισσας, όταν θα έβλεπε ότι ήταν νάνος. Δε θα της άρεσε καθόλου. Θα ξίνιζε τη μούρη της. Και τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια πριγκήπισσα με ξινισμένη μούρη. Ενώ, ο γείτονας... Εκείνος ήταν ψηλός, γεροδεμένος, σε καμία περίπτωση δε θα ξίνιζε τη μούρη της η πριγκήπισσα, όταν τον έβλεπε. Τον ξαναπλημμύρισε η ζήλεια. Κάτι έπρεπε να κάνει, αλλιώς ο γείτονας θα έβρισκε το χαμόγελο της πριγκήπισσας, χρησιμοποιώντας το μαγικό καρύδι, και θα γινόταν γαμπρός του βασιλιά. Και τότε, αντίο μεγαλεία! 
     Ξαφνικά, το μυαλό του φωτίστηκε.
     - Το βρήκα! είπε.
     Έβγαλε το δικό του μαγικό καρύδι από την τσέπη του, το έβαλε στο στόμα του και άρχισε να το μασουλάει. Έκλεισε τα μάτια του και έκανε την ευχή του.
     Την επόμενη μέρα, προτού ανοίξει η πύλη του παλατιού, από την σκηνή του γείτονα ακούστηκε μία κραυγή. Ο νάνος έτρεξε να δει τι συνέβαινε.
     - Τι συμβαίνει; ήθελε να ρωτήσει, αλλά δεν χρειάστηκε.
     - Κοίτα τι έπαθα! φώναζε ο γείτονας, που φαινόταν σαν να είχε ξυπνήσει από κακό όνειρο. Μα, εσύ πώς ψήλωσες έτσι;
     Ο νάνος, που δεν ήταν πια νάνος, χαμογέλασε. Η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί.
     - Τη συνάντησα κι εγώ την γριούλα που έδινε τα μαγικά καρύδια, είπε.
     Ο γείτονας, που πλέον ήταν νάνος, δεν πίστευε στα αυτιά του.
     - Το χαμένο χαμόγελο της πριγκήπισσας δε νομίζω πως θα σε βοηθήσει τώρα, είπε ο νάνος και βγήκε από την σκηνή του γείτονα, ικανοποιημένος.
     - Ποιος είναι ο επόμενος; ρώτησε ο φρουρός του παλατιού, που μόλις είχε ανοίξει την πύλη.
     - Εγώ, είπε ο νάνος και μπήκε στο παλάτι.
     Τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο βασιλιάς.
     - Σώσε το παιδί μου, είπε ο βασιλιάς και έδειξε την πριγκήπισσα, που καθόταν δίπλα στο βασιλιά, και τα μάτια της ήταν σκοτεινιασμένα.
     - Τι σου συμβαίνει, πριγκήπισσά μου; ρώτησε ο νάνος, όταν έμεινε μόνος μαζί της.
     - Δεν ξέρω, είπε η πριγκήπισσα.
     - Μήπως κάποιος σε πλήγωσε; 
     - Κανένας δε με πλήγωσε, είπε η πριγκήπισσα. Όλοι είναι πολύ ευγενικοί μαζί μου.
     - Μήπως πονάς κάπου;
     - Δεν πονάω πουθενά, είπε η πριγκήπισσα.
     - Μήπως σου λείπει κάτι;
     - Δε μου λείπει τίποτα, είπε η πριγκήπισσα. Πώς γίνεται να μου λείπει κάτι, όταν μου κάνουν όλα τα χατίρια;
     - Σίγουρα; ρώτησε ο νάνος και την κοίταξε με το πιο γοητευτικό του βλέμμα.
     Η πριγκήπισσα κατέβασε το βλέμμα της ντροπαλά.
     - Είναι κάτι που μου λείπει, είπε ύστερα από λίγο. Είχα ένα χρυσό δαχτυλίδι, που μου το είχε χαρίσει η πολυαγαπημένη μου μανούλα. Το φορούσα πάντα στο δάχτυλό μου, για να μην την ξεχάσω ποτέ. Αλλά το δαχτυλίδι μου χάθηκε!
     - Έψαξες να το βρεις;
     - Φυσικά! Μέχρι κάτω από τα χαλιά έβαλα να ψάξουν! Δεν βρέθηκε τίποτα! Είμαι να σκάσω!
     - Αυτό είναι! είπε ο νάνος. Θα σου το βρω εγώ το δαχτυλίδι σου, μην ανησυχείς καθόλου!
     Ο νάνος πήγε στο βασιλιά.
     - Η πριγκήπισσα θα βρει το χαμόγελό της, μόλις βρεθεί το δαχτυλίδι της μητέρας της, αυτό που φορούσε στο δάχτυλό της, είπε ο νάνος. 
     - Αυτό ήταν; είπε ο βασιλιάς. Ούτε που είχα προσέξει πως δε φορούσε πια το δαχτυλίδι.
     - Ζητώ την άδεια να ψάξω όλο το παλάτι, είπε ο νάνος. 
     Ο βασιλιάς έδωσε εντολή να ψαχτεί όλο το παλάτι. Κοίταξαν παντού, από τη σοφίτα, μέχρι τις αποθήκες, πίσω από τους πίνακες και κάτω από τα χαλιά. Δεν βρέθηκε τίποτα.
     - Μπορεί να βρήκες την αιτία που χάθηκε το χαμόγελο της πριγκήπισσας, είπε ο βασιλιάς στο νάνο, αλλά το δαχτυλίδι δεν το βρήκες. Λυπάμαι πολύ, δεν μπορώ να σε κάνω γαμπρό μου.
     Ο νάνος, απογοητευμένος, έφυγε από το παλάτι. Στην είσοδο συνάντησε το γείτονά του.
     - Ακόμα περιμένεις; ρώτησε ο νάνος.
     - Φυσικά, είπε ο γείτονας. Είναι η σειρά μου.
     - Καλή τύχη, είπε ο νάνος, αν και ήταν σίγουρος πια ότι κανείς δε θα το έβρισκε το δαχτυλίδι.
     Ο γείτονας παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά.
     - Ένας νάνος! αναφώνησε ο βασιλιάς.
     - Ένας νάνος! αναφώνησε η πριγκήπισσα.
     - Βασιλιά μου, είπε ο γείτονας, ζητώ την άδειά σου να ξαναβρώ το χαμένο χαμόγελο της πριγκήπισσας.
     - Δε νομίζω να το βρεις, είπε η πριγκήπισσα.
     - Θα άκουσες, φαντάζομαι, ότι αυτό που ψάχνουμε είναι ένα δαχτυλίδι, είπε ο βασιλιάς.
     - Το άκουσα, βασιλιά μου.
     - Θα άκουσες, επίσης, ότι έχουμε ψάξει παντού στο παλάτι, είπε ο βασιλιάς.
     - Το άκουσα, βασιλιά μου.
     - Και πιστεύεις ότι θα το βρεις;
     - Είμαι σίγουρος.
     Ο βασιλιάς έδωσε την άδεια στο γείτονα. Ο γείτονας πήρε από την τσέπη του το μαγικό καρύδι, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε.
     - Ας ψάξω πρώτα μόνος μου, σκέφτηκε. Τώρα είμαι νάνος, βλέπω τα πράγματα από άλλη γωνία, μπορεί να δω κάτι που οι άλλοι δεν είδαν.
     Ο γείτονας έκανε το γύρο του παλατιού προσεκτικά. Πήγε στις αποθήκες, πήγε στη σοφίτα, χώθηκε μέσα στα σακιά με το σιτάρι, κοίταξε κάτω από τα βαρέλια με το κρασί, κοίταξε μέσα στις ντουλάπες, κοίταξε κάτω από τα χαλιά, κοίταξε μέσα στις παπουτσοθήκες... Για τελευταίο άφησε το υπνοδωμάτιο της πριγκήπισσας.
     - Δεν βρήκες τίποτα, ε; τον ρώτησε η πριγκήπισσα.
     - Όχι ακόμα, αλλά δεν έχω τελειώσει το ψάξιμο, είπε ο γείτονας. Μπορείς να πας λίγο πιο πέρα; Μου κρύβεις το φως.
     Η πριγκήπισσα μετακινήθηκε ξεφυσώντας. Στον τοίχο υπήρχε μια μικρή ποντικότρυπα.
     - Ποτέ δε φανταζόμουν ότι σε ένα παλάτι θα υπήρχαν ποντικότρυπες, είπε ο γείτονας.
     - Ποτέ δε φανταζόμουν ότι ένας νάνος θα ψαχούλευε το δωμάτιό μου, είπε η πριγκήπισσα.
     - Τι είναι αυτό που γυαλίζει; είπε ξαφνικά ο γείτονας, που είχε πλησιάσει στο άνοιγμα της ποντικότρυπας.
     - Τι είναι; είπε η πριγκήπισσα.
     - Εύρηκα! φώναξε ο γείτονας από μέσα από την ποντικότρυπα.
     Και προτού η πριγκήπισσα προλάβει να πει "ποντικότρυπα", ο γείτονας στεκόταν μπροστά της, φορώντας στο χέρι του ένα χρυσό βραχιόλι.
     - Το δαχτυλίδι μου! αναφώνησε η πριγκήπισσα με χαρά. 
     Ο γείτονας παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά.
     - Το βρήκα το δαχτυλίδι, βασιλιά μου, είπε.
     - Το έμαθα, είπε ο βασιλιάς.
     - Υποσχέθηκες κάτι.
     - Το ξέρω.
     - Θα με κάνεις γαμπρό σου, λοιπόν;
     Ο βασιλιάς κοίταξε την κόρη του. Δε φαινόταν να της αρέσει πολύ η ιδέα.
     - Η υπόσχεση είναι υπόσχεση, είπε, αλλά για να είμαι ειλικρινής, δυσκολεύομαι λίγο... Βλέπεις, δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα γαμπρό μου έναν νάνο...
     - Α, μα δεν είμαι νάνος, είπε ο γείτονας και αμέσως έβγαλε το μαγικό καρύδι από την τσέπη του και το έβαλε στο στόμα του.
     Και ο νάνος, που ήδη είχε απομακρυνθεί αρκετά από το παλάτι, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει σωστά το μαγικό του δώρο. Και καθώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο κάθισμά του, αφού είχε ξαναγίνει νάνος, σκέφτηκε ότι, τελικά, κακώς την είχε αγοράσει την άμαξα.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Ο τσαγκάρης που ζούσε σαν Ερημίτης

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μικρή, όμορφη πόλη, ζούσε ένα αγοράκι. Το αγοράκι έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι με τον μπαμπά του και τη μαμά του και ήταν πολύ ευτυχισμένο, επειδή οι γονείς του το αγαπούσαν πολύ και του το έδειχναν με κάθε τρόπο. 
     Δυστυχώς, βέβαια, τίποτα καλό δεν κρατάει για πολύ, και η μαμά του μικρού αγοριού αρρώστησε βαριά και πέθανε, προτού το αγοράκι τελειώσει το σχολείο. Το αγοράκι έκλαψε πολύ, όχι μόνο επειδή αγαπούσε πολύ τη μαμά του, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε καταφέρει να τη ζωγραφίσει για να έχει την εικόνα της για πάντα μαζί του.
     Τα πράγματα στο σπίτι του μικρού αγοριού δυσκόλεψαν αρκετά, καθώς ο μπαμπάς του - ο οποίος ήταν ένας φτωχός τσαγκάρης - δεν ήξερε καθόλου να μαγειρεύει και έτσι δεν υπήρχε πια ζεστό, φρεσκομαγειρεμένο φαγητό στο τραπέζι. Ευτυχώς που υπήρχαν μερικές καλές γειτόνισσες και πού και πού τους έφερναν λίγο από το δικό τους φαγητό, αλλιώς το αγόρι και ο μπαμπάς του θα ζούσαν μόνο με ψωμί και τυρί.
     Ο μικρός δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το σχολείο. Προτιμούσε να περνάει τον καιρό του δίπλα στον μπαμπά του, και να τον παρακολουθεί καθώς επισκεύαζε τα παπούτσια που του έφερναν. Πίστευε ότι ο μπαμπάς του ήταν κάτι σαν μάγος, αφού μπορούσε να πάρει ένα ζευγάρι τρύπια παπούτσια και να τα κάνει καινούργια. Αλλά δεν ήταν μόνο το αγόρι που το πίστευε αυτό. Όλος ο κόσμος εκτιμούσε την τέχνη του και η δουλειά δεν του έλειπε ποτέ.
     Φυσικό ήταν το αγόρι να μάθει την τέχνη του πατέρα του, και μάλιστα ήταν τόσο καλό, που σύντομα άρχισε να φτιάχνει και παπούτσια από την αρχή. Οι πελάτες του πατέρα γνώρισαν σιγά-σιγά και τη δουλειά του γιού και ενθουσιάστηκαν. Η φήμη του γιου ξεπέρασε τη φήμη του πατέρα.
     Όταν, ύστερα από λίγα χρόνια, έφτασε και η ώρα του πατέρα να κλείσει τα μάτια του για πάντα, το αγόρι ήταν ήδη ένας σπουδαίος τσαγκάρης με πολλή και καλή πελατεία. Περνούσε όλη του τη μέρα σκυμμένος επάνω από ένα παπούτσι, και τόσο πολύ τον απορροφούσε η δουλειά του, που κάποιες μέρες ξεχνούσε και να φάει.
     Οι καλές γειτόνισσες, που είχαν φροντίσει για το φαγητό του αγοριού όταν είχε χάσει τη μητέρα του, ανέλαβαν δράση και πάλι, και το αγόρι, που τώρα πια ήταν ένας νέος άντρας, παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα, με φωτεινό βλέμμα και γλυκιά φωνή. Η κοπέλα ήταν κόρη μιας από τις γειτόνισσες, και ήταν πολύ προκομμένη. Ο νιόπαντρος τσαγκάρης άρχισε πάλι να απολαμβάνει το ζεστό, σπιτικό φαγητό και τη θαλπωρή ενός σπιτικού.
     Όμως, η αγάπη για την τέχνη του δεν ξέφτισε καθόλου, ίσα-ίσα που τώρα ο νέος προσπαθούσε να γίνει ακόμα καλύτερος στη δουλειά του, για να κάνει περήφανη τη γυναίκα του. Και ενώ η γυναίκα του στόλιζε με αγάπη το σπιτικό τους και γέμιζε κάθε γωνιά του με όμορφα χειροτεχνήματα, εκείνος ξανάρχισε να ξημεροβραδιάζεται στο τσαγκάρικο, προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της μεγάλης του πελατείας.  
     Ο καιρός περνούσε, και το φωτεινό βλέμμα της γυναίκας άρχιζε σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει. Πότε θα αποκτούσαν παιδιά; Πότε θα αντηχούσε το σπίτι από παιδικές φωνούλες; Δειλά-δειλά, εκμυστηρεύτηκε τις ανησυχίες της στον άντρα της. "Μην ανησυχείς", της είπε. "Θα έρθουν και τα παιδιά". "Ναι, αλλά πότε; Είμαστε κιόλας πέντε χρόνια παντρεμένοι!" "Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια;" 
     Το σπίτι συνέχιζε να γεμίζει με όμορφα χειροτεχνήματα, και το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό δεν έλειψε ποτέ από το τραπέζι. Αλλά κανένα παιδί δεν ήρθε στη ζωή του ζευγαριού, και το βλέμμα της γυναίκας σκοτείνιασε κι άλλο.
     - Μάλλον δεν θα γίνουμε ποτέ γονείς, του είπε μια μέρα.
     - Δεν καταλαβαίνω γιατί απογοητεύεσαι, της είπε.
     - Μα είμαστε δώδεκα χρόνια παντρεμένοι, δε νομίζεις πως δώδεκα χρόνια είναι αρκετά;
     - Πέρασαν κιόλας δώδεκα χρόνια; Για δες, δεν το κατάλαβα καθόλου!
     - Εμ, βέβαια, πώς να το καταλάβεις, όλη τη μέρα χωμένος μέσα στα παπούτσια! 
     - Μα τα παπούτσια είναι η δουλειά μου...
     - Και η ευτυχία της γυναίκας σου είναι δουλειά σου, αλλά δε φαίνεται να σε ενδιαφέρει και τόσο!
     Ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα του έκπληκτος. Δεν την είχε ξανακούσει να μιλάει έτσι.
     - Φυσικά και με νοιάζει η ευτυχία της γυναίκας μου, είπε. Για ποιον νομίζεις πως δουλεύω όλη μέρα;
     Κι άλλος καιρός πέρασε, και τα όμορφα χειροτεχνήματα στο σπίτι λιγόστεψαν, αλλά τα παπούτσια στο τσαγκάρικο συνέχιζαν να επιδιορθώνονται με γρήγορους ρυθμούς, όπως πάντα. Το βλέμμα της γυναίκας είχε σκοτεινιάσει κι άλλο, ενώ ο άντρας είχε αποκτήσει πλέον μία καθόλου ευκαταφρόνητη καμπούρα.
     - Πάει, τελείωσε, είπε μια μέρα η γυναίκα, δεν θα γίνουμε ποτέ γονείς!
     - Έχε υπομονή, είπε ο άντρας, δε μας πήραν δα και τα χρόνια!
     - Αλήθεια; είπε η γυναίκα. Για κοίταξέ με, σε παρακαλώ!
     Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του από το καστόρινο γοβάκι, που δούλευε εκείνη την στιγμή, και κοίταξε τη γυναίκα του.
     - Τέτοιο χρώμα είχαν τα μαλλιά σου; ρώτησε. Νομίζω πως ήταν λίγο διαφορετικά...
     - Φυσικά και ήταν διαφορετικά, δεν το βλέπεις ότι έχω γκριζάρει;
     - Α, ναι, βέβαια, είναι γκρίζα, μα δεν είναι λίγο νωρίς γι'αυτό;
     Η γυναίκα του του έφερε ένα μικρό καθρεφτάκι.
     - Κοιτάξου! του είπε.
     Ο άντρας νόμισε πως είδε τον πατέρα του.
     - Μα, τι έγινε, πότε άσπρισαν τα μαλλιά μου; ρώτησε το είδωλό του. Πότε απόκτησα όλες αυτές τις ρυτίδες;
     Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της.
     - Πότε θα καταλάβεις ότι ο χρόνος περνάει; ρώτησε. Είμαστε κιόλας εικοσιπέντε χρόνια παντρεμένοι, κι εσύ δεν έχεις πάρει χαμπάρι!
      - Εικοσιπέντε χρόνια! επανέλαβε ο άντρας. Ώστε, λοιπόν, δεν θα αποκτήσουμε παιδιά...
     Ο άντρας στενοχωρήθηκε πολύ και έσκυψε ακόμα περισσότερο επάνω στα παπούτσια του. Ο καιρός περνούσε πια άχρωμα και εντελώς αθόρυβα, παρ'όλο που από το τσαγκάρικο δεν έλειψε ποτέ η δουλειά. Και η ησυχία δεν διαταράχτηκε ούτε όταν, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, η γυναίκα πέθανε και ο άντρας απόμεινε μόνος κι έρημος.
     Τώρα περνούσε τη μέρα του σκεφτόμενος το παρελθόν και τα όσα θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ. Είχε γίνει μονόχνωτος και δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το τσαγκάρικο. Τα παπούτσια που έφτιαχνε, όμως, ήταν σκέτα αριστουργήματα. Τι κρίμα να μην έχει έναν γιο να του μεταδώσει την τέχνη του, όπως είχε κάνει ο πατέρας του με εκείνον...
     Ένα βράδυ, εκεί που ο άντρας κάρφωνε το τακούνι σε μία μπότα ιππασίας, του φάνηκε ότι άκουσε χτύπημα στην πόρτα.
     - Μπα, είπε στον εαυτό του, ιδέα μου θα είναι, θα κάνει αντίλαλο ο ήχος του σφυριού.
     Και συνέχισε τη δουλειά του. Όμως, πάλι του φάνηκε ότι άκουσε χτύπημα στην πόρτα.
     - Να είναι κάποιος στην πόρτα; αναρωτήθηκε. Αλλά ποιος; Δεν περιμένω κανέναν πελάτη τέτοια ώρα, την μπότα θα την πάρουν αύριο...
     Τώρα τα χτυπήματα ακούγονταν πιο καθαρά. Ο άντρας σηκώθηκε με κόπο και πήγε στην πόρτα. Μπροστά του εμφανίστηκε ένα πολύ αδύνατο, κοκαλιάρικο αγόρι.
     - Τι συμβαίνει; ρώτησε ο άντρας.
     - Συγγνώμη που ενοχλώ, κύριε, είπε το αγόρι. Είμαι ξένος σε αυτήν την πόλη και δεν έχω πού να μείνω.
     - Και εγώ τι φταίω; είπε ο άντρας και έκανε να κλείσει την πόρτα.
     - Κανένας δεν μου ανοίγει, είπε το αγόρι, αλλά άκουσα φασαρία και είπα να δοκιμάσω και εδώ.
     - Δεν είναι φιλανθρωπικό σωματείο εδώ.
     - Μία γωνίτσα μόνο χρειάζομαι, για να μην κοιμηθώ έξω, νομίζω πως ετοιμάζεται για βροχή... Μόνο μία γωνίτσα, και το πρωί θα φύγω.
     - Δεν υπάρχει χώρος...
     - Μου το είπαν ότι ζείτε σαν ερημίτης και ότι θέλετε την ησυχία σας. Σας δίνω το λόγο μου ότι δε θα ενοχλήσω καθόλου. Να, σε εκείνη εκεί τη γωνίτσα θα ξαπλώσω... Και το πρωί θα φύγω προτού ξημερώσει... 
     - Δε γίνεται...
     - Ε, καλά, αφού δε γίνεται... 
     Το αγόρι έστριψε να φύγει.
     - Μήπως είσαι κλέφτης; ρώτησε ο άντρας.
     - Κλέφτης; Εγώ; Όχι βέβαια! Εξάλλου, από πότε οι κλέφτες χτυπάνε την πόρτα;
     - Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο άντρας. Ώστε δεν είσαι κλέφτης...
     - Όχι μόνο δεν είμαι κλέφτης, αλλά και με έκλεψαν, μόλις έφτασα στα περίχωρα της πόλης σας!
     Ο άντρας κοίταξε το αγόρι από την κορυφή ως τα νύχια, όσο του επέτρεπε η καμπούρα του.
     - Και τι είχες εσύ για να σου κλέψουν;
     - Την κάπα μου είχα, που ήταν όλο μου το βιος!
     - Βοσκός είσαι;
     - Βοσκός ήμουν. Και η κάπα μου ήταν από χοντρό μαλλί προβάτου, και ήταν πολύ ζεστή...
     - Και πώς σου την έκλεψαν, δηλαδή;
     - Την πούλησα, και μου έδωσαν ένα τρύπιο κέρμα, που όπου και να το έδειξα μετά, μου είπαν ότι είναι ψεύτικο... Ούτε για να πάρω ένα κομμάτι ψωμί να φάω δεν κάνει! 
     Και το αγόρι άνοιξε την παλάμη του και έδειξε μια τρύπια δεκάρα.
     - Σε κορόιδεψαν δηλαδή, είπε ο άντρας.
     - Με έκλεψαν, είπε το αγόρι. Τους έδωσα κάτι που είχε αξία και μου έδωσαν κάτι που δεν άξιζε τίποτα!
     - Έχεις οικογένεια; ρώτησε ο άντρας.
     - Έχω μια γιαγιά, αλλά είναι μακριά.
     - Κι εμένα όλοι οι δικοί μου είναι μακριά, είπε ο άντρας και αναστέναξε... Κι αν σε αφήσω να κοιμηθείς εδώ, σε μια γωνιά, το πρωί θα φύγεις;
     - Φυσικά! Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να ψάξω για δουλειά...
     - Χμ, ώστε έτσι... Και, δε μου λες, για να'χουμε καλό ρώτημα, τι δουλειά ψάχνεις; Βοσκός, μια φορά, δεν νομίζω να βρεις, εδώ είναι πόλη...
     - Δε με νοιάζει καθόλου, δουλειά να είναι... Η δουλειά δε με τρομάζει!
     - Θα σε ενδιέφερε, για παράδειγμα, να φτιάχνεις παπούτσια;
     - Γιατί όχι; Ίσα-ίσα, που θα μπορέσω να επιδιορθώσω και τα δικά μου, που έχουν αρχίσει να τρυπάνε...
     Ο άντρας κοίταξε τα φθαρμένα παπούτσια του αγοριού και ύστερα γύρισε το βλέμμα του ψηλά. Από την άκρη της πόρτας φαινόταν ένα κομμάτι ουρανού. Αν φαινόταν το φεγγάρι, ίσως θα μπορούσε να φανταστεί ότι η γυναίκα του του χαμογελούσε από εκεί ψηλά. Αλλά ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα. Το αγόρι είχε δίκιο, ετοιμαζόταν για βροχή.
     - Πώς σε λένε; ρώτησε ο άντρας.
     - Γιάννη με λένε, είπε το αγόρι.
     - Γιάννη έλεγαν και τον πατέρα μου! είπε ο άντρας και χαμογέλασε.
     Από τότε, ο Γιάννης έμεινε δίπλα στον άντρα και έγινε ο γιος που δεν είχε αποκτήσει ποτέ. Ο άντρας του έδειξε όλη την τέχνη του, και πολύ σύντομα το τσαγκάρικο αντηχούσε από τις ομιλίες τους. Οι δυο τους ζούσαν πολύ καλά και όταν κάποιος ρωτούσε τον άντρα ποιο ήταν εκείνο το αγόρι, εκείνος το παρουσίαζε σαν γιο του. "Και ποιος σου τον χάρισε το γιο;" τον ρωτούσαν για να τον πειράξουν, αφού γνώριζαν ότι με τη γυναίκα του δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. "Μια τρύπια δεκάρα", απαντούσε χαμογελώντας, και επέστρεφε στη δουλειά του.      

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Παραμύθι μετ'εμποδίων


      - Ώρα για ύπνο! φώναξε η μαμά Σπουργίτη.
     - Άσε μας λίγο ακόμα, μαμά, παρακάλεσε η μεγάλη κόρη, δεν τελειώσαμε το παιχνίδι...
     - Και αύριο μέρα είναι, άντε, βράδιασε, είναι κιόλας αργά...
     Τα παιδιά γκρίνιαξαν λίγο ακόμα, αλλά ήξεραν ότι η μαμά δεν θα υποχωρούσε.
     - Θα μας πεις ένα παραμύθι;
     - Είναι αργά, είπε η μαμά Σπουργίτη.
     - Ένα μικρό...
     - Καλά, αν είναι ένα μικρό...
     Τα παιδιά χώθηκαν στα κρεβατάκια τους και περίμεναν.
     - Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ξεκίνησε η μαμά Σπουργίτη, ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν είχαν παιδιά. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, όμως, και παρ'όλο που ήταν στενοχωρημένοι, πάντα χαμογελούσαν και μιλούσαν ευγενικά...
     - Τι θα πει "χαμογελούσαν"; διέκοψε το παραμύθι ο βενιαμίν της οικογένειας.
     - Χαμογελούσαν θα πει χαμογελούσαν, είπε η μαμά Σπουργίτη. Να, είναι όταν το στόμα των ανθρώπων γίνεται όπως το μισοφέγγαρο στη Δύση...
     - Μα πώς γίνεται το στόμα σαν μισοφέγγαρο στη Δύση;
     - Γίνεται...
     - Ναι, αλλά πώς φαίνεται;
     - Φαίνεται.
     - Το στόμα πού βρίσκεται;
     - Α, ναι, έχετε δίκιο, δεν ξέρετε, δεν το έχετε δει. Το στόμα βρίσκεται πίσω από τη μάσκα.
     - Τι είναι η μάσκα; ρώτησε ο μεγάλος γιος.
     - Είναι αυτό που είναι κάτω από τα μάτια των ανθρώπων.
     - Και γιατί το στόμα βρίσκεται πίσω από τη μάσκα; Δεν τρώνε οι άνθρωποι;
     - Πώς δεν τρώνε! Αλλά όταν τρώνε, την βγάζουν τη μάσκα.
     - Και την βγάζουν και όταν χαμογελάνε;
     - Όχι, τότε δεν την βγάζουν...
     - Και τότε πώς βλέπουν οι άλλοι το μισοφέγγαρο;
     - Έλεος πια με τις ερωτήσεις, δεν θα τελειώσουμε ποτέ το παραμύθι... Στο παραμύθι δε φορούσαν μάσκες και φαινόταν το μισοφέγγαρο!
     - Α, εντάξει, τότε...
     - Να συνεχίσω;
     Τα παιδιά δεν είπαν τίποτα.
     - Συνεχίζω, λοιπόν... Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν πολύ καλοί, και γι'αυτό κάποια νεράιδα τους λυπήθηκε και τους έστειλε ένα όμορφο κοριτσάκι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους. Διοργάνωσαν στο παλάτι μία μεγάλη γιορτή, και το παλάτι στολίστηκε με πολλά φώτα, μπαλόνια και λουλούδια. Από όλα τα γειτονικά βασίλεια ήρθαν όλοι οι ευγενείς, με τις πιο όμορφες άμαξές τους...
     - Τι είναι η γιορτή; διέκοψε η δεύτερη κόρη.
     - Η γιορτή είναι γιορτή. Μαζεύονται πολλοί άνθρωποι και διασκεδάζουν, υπάρχουν πολλά φαγητά και γλυκά, και υπάρχει και μουσική...
     - Πόσοι άνθρωποι, δηλαδή; Οχτώ; Εννέα;
     - Περισσότεροι από εννέα.
     - Δέκα; είπε η κόρη και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Γίνεται αυτό;
     - Περισσότεροι από δέκα, είπε η μαμά Σπουργίτη και αναστέναξε. Όταν μιλάμε για βασιλική γιορτή, οι καλεσμένοι είναι περισσότεροι από εκατό.
     - Εκατό; φώναξαν όλα μαζί τα παιδιά.
     - Τουλάχιστον εκατό.
     - Μα αυτό δε γίνεται, καλέ μαμά, είπε η τρίτη κόρη. Δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο ποτέ.
     - Ναι, σωστά, εσείς δεν έχετε δει, παλιότερα γινόταν... Τέλος πάντων, στα παραμύθια όλα γίνονται.
     - Α, ναι, είναι παραμύθι.
     - Ναι, να συνεχίσω;... Συνεχίζω, λοιπόν. Το παλάτι γέμισε κόσμο, και όλοι περνούσαν πολύ καλά, και τα φαγητά και τα γλυκά ήταν πεντανόστιμα, και η μουσική ήταν υπέροχη, και όλοι άρχισαν να χορεύουν...
     - Χωρούσαν όλοι στο παλάτι; ρώτησε η τέταρτη κόρη. Και πώς χόρευαν; Πόσο μεγάλη ήταν η πίστα;
     - Αχ, μα το παλάτι ήταν τεράστιο, φυσικά και χωρούσαν... Και δεν υπήρχε πίστα, χόρευαν σε ζευγάρια, στη σάλα του παλατιού.
     - Σε ζευγάρια; Πιάνονταν, δηλαδή;
     - Ναι, φυσικά και πιάνονταν!
     - Φορούσαν γάντια;
     - Δεν νομίζω.
     - Περίεργο είναι αυτό, είπε ο μεγάλος γιος. Εσύ θα μας πεις ότι αγκαλιάζονταν κιόλας!
     - Φυσικά και αγκαλιάζονταν, πώς αλλιώς θα χόρευαν σε ζευγάρια;
     - Δε μου αρέσει αυτό το παραμύθι, είπε ο μικρός γιος, δεν ξέρεις κανένα καλύτερο;
     - Όχι, είπε η μαμά Σπουργίτη, που είχε αρχίσει να κουράζεται, να συνεχίσω αυτό ή να σας αφήσω να κοιμηθείτε;... Συνεχίζω, λοιπόν... Εκεί, που λέτε, που η γιορτή είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, και ένας-ένας οι καλεσμένοι, άρχισαν να δίνουν τα δώρα που είχαν φέρει για το μωρό, ακούστηκε μια δυνατή βροντή και τα φώτα αναβόσβησαν. Τότε εμφανίστηκε μία τρομαχτική μάγισσα. Οι καλεσμένοι φοβήθηκαν πολύ και μαζεύτηκαν όλοι μαζί στη μια πλευρά της σάλας...
     - Συ-νω-στί-στη-καν, δηλαδή; ρώτησε ο δεύτερος γιος, συλλαβίζοντας προσεκτικά τη λέξη.
     - Ναι, συνωστίστηκαν...
     - Μα πώς...
     - Α, δεν παλεύεστε πια! είπε η μαμά Σπουργίτη. Παραμύθι τέλος! Άκου "γιατί το ένα" και "γιατί το άλλο" και "πώς το ένα" και "πώς το άλλο"!
     - Μα αυτά που μας λες είναι περίεργα, δε συμβαίνουν πουθενά...
     - Είναι παραμύθι, είπαμε, και στα παραμύθια συμβαίνουν όλα! Αλλά αφού εσείς δεν το καταλαβαίνετε αυτό, τι να σας κάνω εγώ;
     - Δε θα το τελειώσεις, δηλαδή; ρώτησε ο βενιαμίν.
     - Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα... Και τώρα, ύπνο!... Και, τσιμουδιά!
     Η μαμά Σπουργίτη βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα.
     - Δε μου άρεσε καθόλου αυτό το παραμύθι, είπε ο μικρός γιος, και τα αδέρφια του συμφώνησαν.
     - Αύριο να πούμε στον μπαμπά να μας πει παραμύθι, αυτός τα λέει καλύτερα.
     - Ναι.
     Η μαμά Σπουργίτη έπεσε βαριά στην πολυθρόνα της.
     - Τι έχεις; τη ρώτησε ο μπαμπάς Σπουργίτης.
     - Τα παιδιά σου να ρωτήσεις...
     - Τι έγινε;
     - Ένα παραμύθι πήγα να τους πω και με τρέλλαναν στις ερωτήσεις!
     - Ε, μα φταις κι εσύ... Ποιος σου είπε να τους πεις κανονικό παραμύθι; Πες τους ένα με μάσκες και αντισηπτικά και θα δεις για πότε θα κοιμηθούν!