Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Ποιος είναι το αφεντικό;

 


     Ο Χρόνος μπήκε στην τραπεζαρία σέρνοντας τα πόδια του. Η μέση του τον είχε πεθάνει.
     - Ωχ, είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας που βρισκόταν στην κορυφή του τραπεζιού.
     Κοντοστάθηκε. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;
     - Καλημέρα! του είπαν όλοι με ένα στόμα.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
     - Τι συμβαίνει; είπε η γυναίκα του, καθώς εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
     Ο Χρόνος πήγε σιγά-σιγά προς το μέρος της και πλησίασε το στόμα του στο αυτί της.
     - Ποιοι είναι αυτοί στο τραπέζι;
     Η γυναίκα του αναστέναξε. Το είχε ξαναδεί το έργο.
     - Αχ, καλέ, πάντα με το αστείο στο στόμα! είπε εκείνη. Ποτέ δεν το χάνεις το κέφι σου! Τα παιδιά σε περιμένουν για να πάρετε μαζί το πρωινό σας, δεν το θυμάσαι;
     - Α, ναι...
     Ο Χρόνος στράφηκε προς το τραπέζι. Σαν να θυμόταν κάτι. Και εκείνα τα πρόσωπα σαν να του φαίνονταν και λίγο πιο γνωστά από πριν. Ναι, βέβαια, εκείνος εκεί ο ψηλός δεν ήταν που έπαιζε στην αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά; Να δεις πώς την έλεγαν... Α, ναι, και εκείνος ο άλλος, αυτός με το μούσι, βέβαια, πώς δεν τον είδε νωρίτερα τον κολλητό του από τον στρατό; Τι έκπληξη και αυτή, να τον επισκεφτεί ύστερα από τόσα χρόνια!
     - Καλημέρα, παιδιά! είπε ο Χρόνος χαμογελαστά. Συγγνώμη που καθυστέρησα, αλλά με έχει πιάσει λουμπάγκο και δεν μπορώ να περπατάω πολύ γρήγορα. Ελπίζω να μην ξελιγωθήκατε περιμένοντάς με.
     - Θα πιείς καφέ, να σου βάλω, μπαμπά; ρώτησε ο κολλητός του από τον στρατό.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
     - Τι συμβαίνει; ρώτησε εκείνη.
     - Γιατί με λέει "μπαμπά" αυτός; τη ρώτησε ψιθυριστά.
     Η γυναίκα του έκανε νόημα στους παρευρισκόμενους. Κατάλαβαν αμέσως. Κι αυτοί το είχαν ξαναδεί το έργο.
     - Να σου βάλω καφέ, παλιοσειρά; είπε ο κολλητός.
     Ο Χρόνος χαλάρωσε. 
     - Βάλε μου, είπε.
     Ξεκίνησαν να τρώνε. Κανένας δε μιλούσε. 
     - Φάε και μηλαράκι, του πρότεινε αυτός που καθόταν στα δεξιά του.
     - Δε θέλω μήλο.
     - Μήπως προτιμάς μπανάνα; τον ρώτησε αυτός που καθόταν στα αριστερά του.
     - Μια μπανάνα θα τη φάω.
     Πήρε μια μπανάνα, την καθάρισε και άρχισε να την τρώει. Το μάτι του έπεσε στο καλάθι με τα κρουασάν.
     - Νοέμβριε, είπε, πιάσε μου ένα κρουασάν, σε παρακαλώ... 
     - Μπαμπά, με γνωρίζεις; Μαμά!
     - Φυσικά και σε γνωρίζω, παιδί μου, γιατί φωνάζεις τη μάνα σου;
     - Κι εμένα με γνωρίζεις; ρώτησε ο Αύγουστος.
     - Εννοείται, μα τι πάθατε όλοι σας; Πλάκα μου κάνετε;
     - Ναι, πλάκα. Αφού μας ξέρεις τι πλακατζήδες που είμαστε, είπε ο Ιούλιος.
     - Όλα καλά; ακούστηκε η γυναίκα του.
     - Μια χαρά, είπε ο Ιανουάριος.
     - Να σου στύψω χυμό; ρώτησε τον Χρόνο.
     - Προτιμώ λίγο καφέ ακόμα, είπε εκείνος.
     Το τραπέζι απόκτησε έναν πιο εύθυμο αέρα.
     - Άντε, τελειώνετε, είπε ο Χρόνος. Η ώρα περνάει, πρέπει να πάτε στη δουλειά. Μη νομίζετε ότι επειδή είστε αφεντικά μπορείτε να πηγαίνετε όποτε σας κάνει κέφι!
     Ύστερα από λίγο, το πρωινό είχε ολοκληρωθεί και οι μήνες άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι, σέρνοντας τις καρέκλες τους, όπως το συνήθιζαν.
     - Αμάν αυτή η φασαρία, είπε ο Χρόνος, δεν μπορείτε να μη σέρνετε τις καρέκλες σας;
     - Συγγνώμη, μπαμπά, είπε ο Μάιος, είναι που βιαζόμαστε λίγο...
     - Εσύ πού βιάζεσαι να πας;
     - Μα, στη δουλειά, φυσικά. Είναι ο μήνας που διευθύνω.
     - Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Δεν πας καμιά βόλτα, καλύτερα; Τι δουλειά έχεις εσύ να διευθύνεις φθινοπωριάτικα;
     - Ορίστε;
     - Οκτώβριε, παιδί μου, άντε, βιάσου, λίγο αν αργήσεις να πας στο γραφείο, ο Μάιος είναι έτοιμος να σου φάει τη θέση.
     - Την ποια;
     - Τη θέση! Μα, τι, κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις; Άντε, παιδί, μου, να ρίξεις καμιά βροχούλα να δροσίσεις τον τόπο, ύστερα από τόσο καλοκαίρι, τα πάντα διψάνε για νερό...
     Ο Οκτώβριος αλληλοκοιτάχτηκε με τον Μάιο.
     - Δε νιώθω πολύ καλά, είπε ο Οκτώβριος, με πονάει λίγο ο λαιμός μου, μήπως να πάει ο Μάιος σήμερα;
     - Τι πράγματα είναι αυτά; Τίποτα δεν έχεις! Να πας να σου δώσει η μάνα σου λίγο σιροπάκι και να πας στη δουλειά, ακούς; Άκου, να στείλει τον Μάιο στη θέση του, φθινοπωριάτικα...
     - Μα, μπαμπά, είπε δειλά ο Ιούνιος, άσε τον Μάιο να πάει στη δουλειά, δεν έχουμε φθινόπωρο, άνοιξη έχουμε, να, και αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι...
     - Τι ξεκινάει; Το καλοκαίρι; Ναι, καλά! Μην κάνεις όρεξη! Άκου, αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι... Μου φαίνεται ότι νομίζετε πως έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται, αλλά σας γελάσανε! Ξέρω πολύ καλά ότι έχουμε φθινόπωρο, αλλιώς γιατί να με πιάσει το λουμπάγκο μου;
     Οι μήνες έφυγαν για τη δουλειά, σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Ο Χρόνος πήγε στο σαλόνι και κάθησε στην πολυθρόνα του για να διαβάσει εφημερίδα. Τελικά, προτίμησε να δει λίγη τηλεόραση.
     Έξω έβρεχε. Ένιωσε μια ανατριχίλα.
     - Γυναίκα! φώναξε. Άναψε λίγο το καλοριφέρ, νομίζω ότι κάνει ψύχρα...
     Η γυναίκα του του έφερε μια κουβερτούλα.
     - Σκέπασε λίγο τα πόδια σου με την κουβέρτα, και αν συνεχίσεις να κρυώνεις, θα το ανάψω και το καλοριφέρ, του είπε.
     Ένα χελιδόνι στάθηκε έξω από το παράθυρο και άρχισε να τιτιβίζει. Το χελιδόνι ήταν βρεγμένο.
     - Α, μα δεν είναι κατάσταση αυτή! είπε ο Χρόνος. Μα τι κάνει αυτός ο Μάιος, ανοιξιάτικα; Πάλι βρέχει;
     Έπιασε το τηλέφωνό του και πάτησε έναν αριθμό.
     - Έλα, Μάιε, παιδί μου, τι θα γίνει; Θα συνεχίσεις για πολύ να ρίχνεις βροχές; Καλοκαίρι έφτασε πια! Τον Οκτώβριο αντιγράφεις; Τι;... Γιατί;... Τι δουλειά έχει ο Οκτώβριος στη θέση σου, ανοιξιάτικα;... Εγώ τον έστειλα; Ποιον δουλεύεις, βρε, τον ίδιο σου τον πατέρα; Ή νομίζεις ότι έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται;... Φυσικά και ξέρω τι εποχή έχουμε, όλοι το ξέρουμε... Δεν ακούω τίποτα! Να πας στο γραφείο σου και να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους! Μα, λέω κι εγώ, τι συμβαίνει και όλο βρέχει; Πού να φανταστώ ότι ο κυρ-Μάιος προτίμησε να πάει βόλτα αντί να πάει να δουλέψει!
     Ο Χρόνος έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο.
     - Λίγο λάσκα να τους αφήσω, κάνουν του κεφαλιού τους, μονολόγησε.
     Άναψε την τηλεόραση.
     - Για να δούμε τι έχει σήμερα, είπε και ξεσκεπάστηκε. Σαν να κάνει λίγη ζέστη σήμερα...
     Το χελιδόνι πέταξε μακριά. Ο ουρανός πήρε ένα καταγάλανο χρώμα.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος. Φέρε μου, σε παρακαλώ, μια λεμονάδα από το ψυγείο! Σκάσαμε από τη ζέστη!
     Η γυναίκα του του έφερε ένα ποτήρι με λεμονάδα.
     - Καταντάει αηδία τόση ζέστη, φθινοπωριάτικα, είπε ο Χρόνος καθώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη του. Αυτός ο Οκτώβριος το έχει παρακάνει.
     Ξανάπιασε το τηλέφωνο.
     - Έλα, παιδί μου, Οκτ..., Μάιε, τι δουλειά έχεις εσύ να σηκώνεις το τηλέφωνο του γραφείου; Πού είναι ο αδερφός σου; Τι ποιος αδερφός; Ο Οκτώβριος, στην τουαλέτα έχει πάει;... Τι; Βόλτα; Ποιος του είπε να πάει βόλτα; Κι εσύ τι δουλειά έχεις εκεί, φθινοπωριάτικα;... Α, δε μου τα λες καλά, να πεις στον Οκτώβριο να πάει στη δουλειά του και να κόψει τις κοπάνες, άκουσες; Και εσύ να φύγεις από το γραφείο, δεν είναι η σειρά σου... Να φύγεις, και να κόψεις και την γκρίνια, αηδία έχεις καταντήσει!
     Ο Χρόνος έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, μουρμούρισε. Μα, τι; Πάλι βρέχει; Αυτός ο Μάιος το έχει παραξεφτιλίσει! Ούτε Απόκριες να είχαμε και να είχε ντυθεί Οκτώβριος!
     Και ο Χρόνος ξανάπιασε το τηλέφωνο...

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Άγνωστο είδος

 
     Και έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα: εκεί που όλα φαίνονται να βαίνουν καλώς, εκεί που όλα φαίνονται να έχουν μπει σε μία τάξη, εκεί είναι που τελικά αποδεικνύεται ότι κάτι όχι και τόσο ευχάριστο συμβαίνει στη χώρα της Δανιμαρκίας, ωχ, συγγνώμη, στη Χώρα του διαμερίσματος ήθελα να πω...
     Και άνοιξε η Πίπη μια μέρα την βρύση της έμπνευσης, και άκουσε κάτι ήχους από άδειους σωλήνες, αλλά ούτε μία σταγόνα έμπνευσης δεν βγήκε. Και έκλεισε την βρύση, και την ξανάνοιξε, και κοίταξε και τον γενικό, και το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να βγουν κανα δυο σταγόνες γεμάτες σκουριά... Με άλλα λόγια, πάει η έμπνευση!
     "Εντάξει", σκέφτηκε η Πίπη, που δεν θέλει το μυαλό της να πηγαίνει στο χειρότερο, "είναι μία παροδική βλάβη του δικτύου, κάπου θα έκαναν έργα και θα έσπασαν κάποιον σωλήνα της παροχής, θα επισκευαστεί η βλάβη και θα ξανάρθει η τρεχούμενη έμπνευση". Και κάθε πρωί, με την ελπίδα φρέσκια-φρέσκια και ανανεωμένη λόγω του ύπνου, η Πίπη πήγαινε στην βρύση και την άνοιγε, αλλά πού... Και οι μέρες περνούσαν, και η ελπίδα της άρχισε να κουράζεται... Και σιγά-σιγά κατέληξε να ανοίγει την βρύση μόνο από συνήθεια. Και όσο προσπαθούσε να καλέσει την έμπνευση - είτε με τελετουργικούς χορούς, είτε με μαγικά φίλτρα - τόσο η έμπνευση δεν καταδεχόταν να της κάνει ούτε μία επίσκεψη.
     Και παρ'όλο που δεν της άρεσε αυτή η σκέψη, η Πίπη άρχισε να το παίρνει απόφαση. Πάει το δίκτυο, καταστράφηκε, ποιος ξέρει τι βλάβη είχε προκληθεί, αλλά σίγουρα θα ήταν πολύ μεγάλη αφού ακόμη δεν είχε φτιαχτεί, μόνη της θα έπρεπε να πορεύεται από εδώ και μπρος. Αλλά πώς να πορευτεί χωρίς έμπνευση; Εντωμεταξύ, η Γλωσσοπάθεια είχε αρχίσει κιόλας να γεμίζει ιστούς αράχνης...
     Με τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι της, λοιπόν, η Πίπη περπατούσε μια μέρα στον δρόμο, όταν σε μία διασταύρωση πήρε το μάτι της μια γάτα. Η ώρα ήταν λίγο προχωρημένη, οπότε τα χαρακτηριστικά της γάτας δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα, πιο πολύ η σιλουέτα της διακρινόταν. Η Πίπη συνέχισε τον δρόμο της, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που συναντούσε γάτα στον δρόμο, αλλά λίγο πιο κάτω κοντοστάθηκε. Εκείνη η γάτα, η σιλουέτα της, δηλαδή, δε θα μπορούσε να είναι και σιλουέτα... κουκουβάγιας;
     Ναι, ξέρω, θα μου πείτε ότι η έλλειψη έμπνευσης τη βάρεσε στο κεφάλι, και ίσως να έχετε και δίκιο, απλώς εγώ μεταφέρω τα γεγονότα. Η Πίπη άρχισε να σκέφτεται ότι πολύ έμοιαζε η σιλουέτα εκείνης της γάτας με σιλουέτα κουκουβάγιας και... ήταν σίγουρα γάτα αυτό που είχε δει; Όσο περισσότερο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο κατέληγε στην σκέψη ότι το ζώο που είχε δει δεν ήταν γάτα. Ούτε κουκουβάγια, όμως, ήταν. Τι δουλειά είχε μια κουκουβάγια κάτω, στο οδόστρωμα;
     "Να δεις που θα είναι κάτι άλλο", είπε η Πίπη. "Είμαι σίγουρη ότι είναι ένα ζώο με χαρακτηριστικά και κουκουβάγιας και γάτας. Πρέπει να μάθω περισσότερα γι'αυτό".
     Και η Πίπη άρχισε να αναζητεί το ασυνήθιστο αυτό ζώο με επιμονή. Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Καθώς φαίνεται, επρόκειτο για ζώο που δεν αγαπάει πολύ την έκθεση και προτιμάει να κινείται στα σκοτάδια. "Πώς θα το λένε, άραγε;" αναρωτήθηκε η Πίπη. "Γατουβάγια" απάντησε μόνη της, ύστερα από αρκετή σκέψη. "Ούτε γάτα, ούτε κουκουβάγια, αλλά κάτι και από τα δύο".
     Και τότε, δε θα το πιστέψετε, το περίεργο αυτό ζώο με το όνομα γατουβάγια, εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά στην Πίπη. Και η έκπληξή της ήταν τόσο μεγάλη, που στην αρχή δεν μπόρεσε να πει κουβέντα.
     "Κουκουνιάου", είπε η γατουβάγια.
     Τσιμουδιά η Πίπη.
     "Κουκουνιάου", ξαναείπε η γατουβάγια. "Με ψάχνεις για κάποιον λόγο";
     Μόνο τότε μπόρεσε η Πίπη να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει.
     "Ναι", απάντησε, σε ψάχνω επειδή θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. "Να φανταστείς, δεν ήξερα καν ότι υπάρχεις".
     "Ναι, πολλοί δεν το ξέρουν αυτό", απάντησε η γατουβάγια, "και καλύτερα, επειδή μας αφήνουν στην ησυχία μας".
     "Πολύ μεγάλα μάτια έχεις", είπε η Πίπη.
     "Ναι, για να βλέπω καλά στο σκοτάδι", απάντησε η γατουβάγια και έγλειψε λίγο το μουσούδι της. "Πώς αλλιώς θα βρίσκω την τροφή μου";
     "Και τι τρως"; 
     "Θέλει και ρώτημα; Ποντίκια! Αν και, καμιά φορά, δε λέω όχι και σε κανένα ψαράκι"...
     "Και πού κοιμάσαι; Πού φτιάχνεις τη φωλιά σου";
     "Κάποιες φορές στα κεραμίδια, αν υπάρχουν κεραμίδια. Αλλιώς, την φτιάχνω στα δέντρα, πάνω-πάνω, κοντά στην κορυφή".
     "Και δεν κινδυνεύεις να πέσεις από εκεί ψηλά";
     "Και γιατί την έχω την ουρά; Την τυλίγω γύρω από το κλαδί όπου βρίσκομαι, και δεν πέφτω ποτέ".
     Η ουρά της γατουβάγιας κουνιόταν ρυθμικά, σαν για να υπογραμμίσει τα λεγόμενά της.
     "Και υπάρχουν πολλές γατουβάγιες στον κόσμο"; ρώτησε η Πίπη.
     "Δεν ξέρω πόσες ακριβώς, αλλά είμαστε μπόλικες".
     "Και γιατί δε σας είδε ποτέ κανείς";
     "Μας είδες εσύ"...
     "Ναι, αλλά εκτός από εμένα, κανείς άλλος".
     "Αφού κυκλοφορούμε τη νύχτα! Επιπλέον, αποφεύγουμε τις επαφές με τους ανθρώπους, ποτέ κανείς δεν κέρδισε κάτι από δαύτους".
     "Σωστό κι αυτό"... Θα μου επιτρέψεις να σε βγάλω μια φωτογραφία";
     "Τι να την κάνεις";
     "Να τη δείχνω σε όσους δεν πιστεύουν ότι υπάρχεις".
     "Αστειεύεσαι; Για να ξαμολυθούν και να μας κυνηγάνε, να μη μας αφήνουν σε ησυχία, να μας ακολουθούν για να μελετήσουν τις συνήθειές μας, να κάνουν πειράματα επάνω μας και στο τέλος να μας αποδεκατίσουν και να εξαφανιστούμε από προσώπου γης";
     Η γατουβάγια φαινόταν πολύ θυμωμένη. Τα γαμψά της νύχια γυάλιζαν, όσο και τα μεγάλα, θυμωμένα της μάτια.
     "Συγγνώμη", είπε η Πίπη, "δεν ήθελα να σου δημιουργήσω πρόβλημα. Δε θα σε βγάλω φωτογραφία, μην ανησυχείς".
     Η γατουβάγια άνοιξε τα φτερά της και τα τίναξε.
     "Είναι ώρα να πηγαίνω", είπε. "Το στομάχι μου γουργουρίζει και δε νομίζω να έχεις εδώ μέσα κανένα ποντικάκι να με κεράσεις".
     Η Πίπη δεν είχε κανένα ποντικάκι στο σπίτι, αφήστε που και να είχε δε θα αισθανόταν και πολύ καλά να το προσφέρει στη γατουβάγια... Και η γατουβάγια χτύπησε τα φτερά της δυνατά και έφυγε πετώντας από το παράθυρο, ενώ η άκρη της ουράς της ακούμπησε λίγο το φωτιστικό και το έκανε να χορεύει...
     Και η Πίπη έμεινε μόνη της να σκέφτεται ότι πολύ θα ήθελαν οι φίλοι της να μάθουν για την ύπαρξη της γατουβάγιας, αλλά ίσως και να μην την πίστευαν, αφού δεν είχε στα χέρια της κάποιο πειστήριο. Και έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να τη ζωγραφίσει, όσο πιο πιστά μπορούσε. Πήρε τα μολύβια της και άρχισε να σχεδιάζει. Σχεδίαζε, έσβηνε, ξανασχεδίαζε, ξανάσβηνε... Και σιγά-σιγά το σχέδιό της άρχισε να θυμίζει τη γατουβάγια που είχε γνωρίσει. Ορίστε και τα μεγάλα της μάτια, να τα και τα γαμψά της νύχια, να το και το μουσούδι της, ορίστε και η ευλύγιστη ουρά της... Μέχρι και τη θυμωμένη της έκφραση κατάφερε να αποδώσει η Πίπη. Και αφού ολοκληρώθηκε το πορτρέτο της γατουβάγιας, έφτασε πια η ώρα να μάθει ο κόσμος για την ύπαρξή της.
     Τώρα, βέβαια, μένει να δούμε πόσοι θα πιστέψουν την Πίπη και πόσοι θα αμφισβητήσουν την ύπαρξη της γατουβάγιας, αφού δεν υπάρχει το αδιάψευστο πειστήριο μιας φωτογραφίας...