Ο Χρόνος μπήκε στην τραπεζαρία σέρνοντας τα πόδια του. Η μέση του τον είχε πεθάνει.
- Ωχ, είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας που βρισκόταν στην κορυφή του τραπεζιού.
Κοντοστάθηκε. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;
- Καλημέρα! του είπαν όλοι με ένα στόμα.
- Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
- Τι συμβαίνει; είπε η γυναίκα του, καθώς εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
Ο Χρόνος πήγε σιγά-σιγά προς το μέρος της και πλησίασε το στόμα του στο αυτί της.
- Ποιοι είναι αυτοί στο τραπέζι;
Η γυναίκα του αναστέναξε. Το είχε ξαναδεί το έργο.
- Αχ, καλέ, πάντα με το αστείο στο στόμα! είπε εκείνη. Ποτέ δεν το χάνεις το κέφι σου! Τα παιδιά σε περιμένουν για να πάρετε μαζί το πρωινό σας, δεν το θυμάσαι;
- Α, ναι...
Ο Χρόνος στράφηκε προς το τραπέζι. Σαν να θυμόταν κάτι. Και εκείνα τα πρόσωπα σαν να του φαίνονταν και λίγο πιο γνωστά από πριν. Ναι, βέβαια, εκείνος εκεί ο ψηλός δεν ήταν που έπαιζε στην αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά; Να δεις πώς την έλεγαν... Α, ναι, και εκείνος ο άλλος, αυτός με το μούσι, βέβαια, πώς δεν τον είδε νωρίτερα τον κολλητό του από τον στρατό; Τι έκπληξη και αυτή, να τον επισκεφτεί ύστερα από τόσα χρόνια!
- Καλημέρα, παιδιά! είπε ο Χρόνος χαμογελαστά. Συγγνώμη που καθυστέρησα, αλλά με έχει πιάσει λουμπάγκο και δεν μπορώ να περπατάω πολύ γρήγορα. Ελπίζω να μην ξελιγωθήκατε περιμένοντάς με.
- Θα πιείς καφέ, να σου βάλω, μπαμπά; ρώτησε ο κολλητός του από τον στρατό.
- Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
- Τι συμβαίνει; ρώτησε εκείνη.
- Γιατί με λέει "μπαμπά" αυτός; τη ρώτησε ψιθυριστά.
Η γυναίκα του έκανε νόημα στους παρευρισκόμενους. Κατάλαβαν αμέσως. Κι αυτοί το είχαν ξαναδεί το έργο.
- Να σου βάλω καφέ, παλιοσειρά; είπε ο κολλητός.
Ο Χρόνος χαλάρωσε.
- Βάλε μου, είπε.
Ξεκίνησαν να τρώνε. Κανένας δε μιλούσε.
- Φάε και μηλαράκι, του πρότεινε αυτός που καθόταν στα δεξιά του.
- Δε θέλω μήλο.
- Μήπως προτιμάς μπανάνα; τον ρώτησε αυτός που καθόταν στα αριστερά του.
- Μια μπανάνα θα τη φάω.
Πήρε μια μπανάνα, την καθάρισε και άρχισε να την τρώει. Το μάτι του έπεσε στο καλάθι με τα κρουασάν.
- Νοέμβριε, είπε, πιάσε μου ένα κρουασάν, σε παρακαλώ...
- Μπαμπά, με γνωρίζεις; Μαμά!
- Φυσικά και σε γνωρίζω, παιδί μου, γιατί φωνάζεις τη μάνα σου;
- Κι εμένα με γνωρίζεις; ρώτησε ο Αύγουστος.
- Εννοείται, μα τι πάθατε όλοι σας; Πλάκα μου κάνετε;
- Ναι, πλάκα. Αφού μας ξέρεις τι πλακατζήδες που είμαστε, είπε ο Ιούλιος.
- Όλα καλά; ακούστηκε η γυναίκα του.
- Μια χαρά, είπε ο Ιανουάριος.
- Να σου στύψω χυμό; ρώτησε τον Χρόνο.
- Προτιμώ λίγο καφέ ακόμα, είπε εκείνος.
Το τραπέζι απόκτησε έναν πιο εύθυμο αέρα.
- Άντε, τελειώνετε, είπε ο Χρόνος. Η ώρα περνάει, πρέπει να πάτε στη δουλειά. Μη νομίζετε ότι επειδή είστε αφεντικά μπορείτε να πηγαίνετε όποτε σας κάνει κέφι!
Ύστερα από λίγο, το πρωινό είχε ολοκληρωθεί και οι μήνες άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι, σέρνοντας τις καρέκλες τους, όπως το συνήθιζαν.
- Αμάν αυτή η φασαρία, είπε ο Χρόνος, δεν μπορείτε να μη σέρνετε τις καρέκλες σας;
- Συγγνώμη, μπαμπά, είπε ο Μάιος, είναι που βιαζόμαστε λίγο...
- Εσύ πού βιάζεσαι να πας;
- Μα, στη δουλειά, φυσικά. Είναι ο μήνας που διευθύνω.
- Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Δεν πας καμιά βόλτα, καλύτερα; Τι δουλειά έχεις εσύ να διευθύνεις φθινοπωριάτικα;
- Ορίστε;
- Οκτώβριε, παιδί μου, άντε, βιάσου, λίγο αν αργήσεις να πας στο γραφείο, ο Μάιος είναι έτοιμος να σου φάει τη θέση.
- Την ποια;
- Τη θέση! Μα, τι, κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις; Άντε, παιδί, μου, να ρίξεις καμιά βροχούλα να δροσίσεις τον τόπο, ύστερα από τόσο καλοκαίρι, τα πάντα διψάνε για νερό...
Ο Οκτώβριος αλληλοκοιτάχτηκε με τον Μάιο.
- Δε νιώθω πολύ καλά, είπε ο Οκτώβριος, με πονάει λίγο ο λαιμός μου, μήπως να πάει ο Μάιος σήμερα;
- Τι πράγματα είναι αυτά; Τίποτα δεν έχεις! Να πας να σου δώσει η μάνα σου λίγο σιροπάκι και να πας στη δουλειά, ακούς; Άκου, να στείλει τον Μάιο στη θέση του, φθινοπωριάτικα...
- Μα, μπαμπά, είπε δειλά ο Ιούνιος, άσε τον Μάιο να πάει στη δουλειά, δεν έχουμε φθινόπωρο, άνοιξη έχουμε, να, και αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι...
- Τι ξεκινάει; Το καλοκαίρι; Ναι, καλά! Μην κάνεις όρεξη! Άκου, αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι... Μου φαίνεται ότι νομίζετε πως έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται, αλλά σας γελάσανε! Ξέρω πολύ καλά ότι έχουμε φθινόπωρο, αλλιώς γιατί να με πιάσει το λουμπάγκο μου;
Οι μήνες έφυγαν για τη δουλειά, σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Ο Χρόνος πήγε στο σαλόνι και κάθησε στην πολυθρόνα του για να διαβάσει εφημερίδα. Τελικά, προτίμησε να δει λίγη τηλεόραση.
Έξω έβρεχε. Ένιωσε μια ανατριχίλα.
- Γυναίκα! φώναξε. Άναψε λίγο το καλοριφέρ, νομίζω ότι κάνει ψύχρα...
Η γυναίκα του του έφερε μια κουβερτούλα.
- Σκέπασε λίγο τα πόδια σου με την κουβέρτα, και αν συνεχίσεις να κρυώνεις, θα το ανάψω και το καλοριφέρ, του είπε.
Ένα χελιδόνι στάθηκε έξω από το παράθυρο και άρχισε να τιτιβίζει. Το χελιδόνι ήταν βρεγμένο.
- Α, μα δεν είναι κατάσταση αυτή! είπε ο Χρόνος. Μα τι κάνει αυτός ο Μάιος, ανοιξιάτικα; Πάλι βρέχει;
Έπιασε το τηλέφωνό του και πάτησε έναν αριθμό.
- Έλα, Μάιε, παιδί μου, τι θα γίνει; Θα συνεχίσεις για πολύ να ρίχνεις βροχές; Καλοκαίρι έφτασε πια! Τον Οκτώβριο αντιγράφεις; Τι;... Γιατί;... Τι δουλειά έχει ο Οκτώβριος στη θέση σου, ανοιξιάτικα;... Εγώ τον έστειλα; Ποιον δουλεύεις, βρε, τον ίδιο σου τον πατέρα; Ή νομίζεις ότι έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται;... Φυσικά και ξέρω τι εποχή έχουμε, όλοι το ξέρουμε... Δεν ακούω τίποτα! Να πας στο γραφείο σου και να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους! Μα, λέω κι εγώ, τι συμβαίνει και όλο βρέχει; Πού να φανταστώ ότι ο κυρ-Μάιος προτίμησε να πάει βόλτα αντί να πάει να δουλέψει!
Ο Χρόνος έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο.
- Λίγο λάσκα να τους αφήσω, κάνουν του κεφαλιού τους, μονολόγησε.
Άναψε την τηλεόραση.
- Για να δούμε τι έχει σήμερα, είπε και ξεσκεπάστηκε. Σαν να κάνει λίγη ζέστη σήμερα...
Το χελιδόνι πέταξε μακριά. Ο ουρανός πήρε ένα καταγάλανο χρώμα.
- Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος. Φέρε μου, σε παρακαλώ, μια λεμονάδα από το ψυγείο! Σκάσαμε από τη ζέστη!
Η γυναίκα του του έφερε ένα ποτήρι με λεμονάδα.
- Καταντάει αηδία τόση ζέστη, φθινοπωριάτικα, είπε ο Χρόνος καθώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη του. Αυτός ο Οκτώβριος το έχει παρακάνει.
Ξανάπιασε το τηλέφωνο.
- Έλα, παιδί μου, Οκτ..., Μάιε, τι δουλειά έχεις εσύ να σηκώνεις το τηλέφωνο του γραφείου; Πού είναι ο αδερφός σου; Τι ποιος αδερφός; Ο Οκτώβριος, στην τουαλέτα έχει πάει;... Τι; Βόλτα; Ποιος του είπε να πάει βόλτα; Κι εσύ τι δουλειά έχεις εκεί, φθινοπωριάτικα;... Α, δε μου τα λες καλά, να πεις στον Οκτώβριο να πάει στη δουλειά του και να κόψει τις κοπάνες, άκουσες; Και εσύ να φύγεις από το γραφείο, δεν είναι η σειρά σου... Να φύγεις, και να κόψεις και την γκρίνια, αηδία έχεις καταντήσει!
Ο Χρόνος έκλεισε το τηλέφωνο.
- Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, μουρμούρισε. Μα, τι; Πάλι βρέχει; Αυτός ο Μάιος το έχει παραξεφτιλίσει! Ούτε Απόκριες να είχαμε και να είχε ντυθεί Οκτώβριος!
Και ο Χρόνος ξανάπιασε το τηλέφωνο...