Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Η ιτιά που Γελούσε




     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας γέρος μάγος. Ο μάγος αυτός ήταν πολύ ισχυρός και γι'αυτό η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη. Όλοι οι άλλοι μάγοι τον θαύμαζαν και ήθελαν να του μοιάσουν.
     Το μικρό σπιτάκι του μάγου ήταν γεμάτο παλιά βιβλία και ράφια με μπουκαλάκια γεμάτα φίλτρα. Γνώριζε όλα τα βότανα που υπήρχαν και ήξερε απ'έξω κι ανακατωτά τι έκανε το καθένα. Και το πιο δυνατό του φίλτρο ήταν ένα φίλτρο που όταν το έπινε γινόταν αόρατος. Τότε μπορούσε και ταξίδευε απαρατήρητος, και μάθαινε πράγματα που αλλιώς δεν θα μπορούσε να μάθει.
     Κάποια φορά που ταξίδευε σε ένα ξένο μέρος, ψάχνοντας για νέα βότανα, έφτασε σε μία μικρή πόλη και εκεί, όταν οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι ήταν μάγος, του είπαν περήφανοι ότι είχαν και εκείνοι έναν μάγο, και μάλιστα πάρα πολύ ισχυρό. Ο μάγος εκείνος, του είπαν, έκανε θαυμαστά πράγματα, πετούσε στον αέρα, μιλούσε με τα ζώα και μεταμορφωνόταν σε ό,τι ζώο ήθελε. Δεν είχαν συναντήσει στη ζωή τους πιο ισχυρό μάγο, του είπαν.
     Ο γέρος μάγος ήταν σίγουρος ότι οι άνθρωποι έκαναν λάθος, αλλά παρ'όλα αυτά αποφάσισε να γνωρίσει το μάγο για τον οποίο όλοι μιλούσαν με τόσο θαυμασμό. Ρώτησε και έμαθε πού ήταν το σπίτι του, και το επόμενο πρωί ξεκίνησε να πάει να τον βρει.
     Δεν δυσκολεύτηκε πολύ να βρει το σπίτι, και πήγε και του χτύπησε την πόρτα.
     - Καλημέρα, είπε ο γέρος μάγος στον νεαρό που του άνοιξε την πόρτα. Ήρθα να γνωρίσω τον σπουδαίο μάγο, για τον οποίο μιλάνε όλοι.
     - Εγώ είμαι, απάντησε ο νεαρός.
     Ο γέρος μάγος έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Μα πώς γινόταν κάποιος νέος να έχει προλάβει να έχει μάθει τόσα πολλά ώστε να μπορεί να κάνει τα τόσο εντυπωσιακά μαγικά, για τα οποία όλοι μιλούσαν με τόσο θαυμασμό;
     - Α, του είπε ο νέος μάγος, με έχει βοηθήσει πολύ ένα μαγικό βιβλίο που βρήκα κάποτε στο δάσος, μέσα στην κουφάλα μιας γέρικης βελανιδιάς. Εκεί βρήκα γραμμένα τα περισσότερα από τα πιο σπουδαία μαγικά που ξέρω.
     - Μου αρέσουν πολύ τα βιβλία, είπε ο γέρος μάγος, θα μπορούσες να μου το δείξεις;
     - Το έχω κρυμμένο σε ένα μυστικό μέρος, είπε ο νέος μάγος. Αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα προσπαθήσεις να μου το πάρεις, έλα αύριο ξανά και θα το έχω εδώ για να σου το δείξω.
     Ο γέρος μάγος το υποσχέθηκε, και έφυγε από το σπιτάκι του νέου μάγου. Καθώς, όμως, περπατούσε, όλο σκεφτόταν το μαγικό βιβλίο, που είχε γίνει η αιτία να γίνει τόσο σπουδαίος ο νεαρός μάγος. Και όσο το σκεφτόταν, τόσο άρχισε να ζηλεύει, που εκείνος δεν είχε μαγικό βιβλίο... Και πριν καλά-καλά βγει από το δάσος, είχε κιόλας αποφασίσει να το κλέψει.
     Έβγαλε, τότε, από τον κόρφο του, ένα δερμάτινο σακουλάκι, το άνοιξε, έβγαλε ένα μικρό μπαλάκι, σαν σποράκι, και το έβαλε στο στόμα του, ενώ σιγομουρμούριζε κάποια ακαταλαβίστικα λόγια... Μεμιάς, ο γέρος μάγος εξαφανίστηκε, και στη θέση του δεν έμεινε ούτε καν η σκιά του.
     - Πρέπει να βιαστώ, είπε ο αόρατος πλέον γέρος μάγος, και αμέσως έκανε μεταβολή και γύρισε στο μέρος όπου βρισκόταν το σπιτάκι του νεαρού μάγου. 
     Πλησίασε έξω από το παράθυρο και προσπάθησε να δει μέσα, αλλά αυτό ήταν δύσκολο, αφού πλέον δεν είχε σκιά... Αλλά προτού αρχίσει να αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να δει τι γινόταν μέσα στο σπιτάκι, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο νεαρός μάγος. Ο γέρος μάγος κράτησε την ανάσα του, καθώς το παράθυρο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην πόρτα.
     Ο νεαρός μάγος κοίταξε ερευνητικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν προφανές ότι έπαιρνε προφυλάξεις. Αφού έστησε και αυτί και βεβαιώθηκε ότι οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι συνηθισμένοι ήχοι του δάσους, έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την ανατολή. Ο γέρος μάγος τον άφησε να απομακρυνθεί λίγο και ύστερα τον ακολούθησε.
     Η διαδρομή ήταν αρκετά μπερδεμένη, αλλά ο γέρος μάγος ήξερε να προσανατολίζεται καλά. Αφού περπάτησαν αρκετά μέσα στο δάσος, έφτασαν στην είσοδο μιας μικρής σπηλιάς. Ο νεαρός μάγος κοντοστάθηκε, και αφού ξανακοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς, πλησίασε έναν πολύ μεγάλο βράχο που είχε το σχήμα αυγού και είπε ένα ξόρκι. Αμέσως, ο βράχος έγειρε στο πλάι, αποκαλύπτοντας έναν μικρό λάκκο. Ο μάγος γονάτισε, έσκυψε μέσα στο λάκκο και έβγαλε από μέσα ένα πακέτο τυλιγμένο με ύφασμα. Ήταν το μαγικό βιβλίο.
     Ο ενθουσιασμός του γέρου μάγου ήταν τόσος που παρά τρίχα να ξεχαστεί και να φωνάξει, αλλά κρατήθηκε. Περίμενε υπομονετικά να φύγει ο νεαρός και ύστερα γύρισε πίσω, βάζοντας μαγικά σημάδια που μόνο εκείνος γνώριζε, σε όλο το μήκος της διαδρομής.  
     Την επόμενη μέρα, όπως είχαν συμφωνήσει, ο γέρος μάγος επισκέφτηκε το νέο μάγο, και εκείνος του έδειξε το βιβλίο και τον άφησε και να το ξεφυλλίσει. Ήταν πράγματι ένα βιβλίο μοναδικό, ένα βιβλίο που έλειπε από τη βιβλιοθήκη του γέρου μάγου. Ο γέρος μάγος αποχαιρέτησε τον νέο και ύστερα απομακρύνθηκε.
     Περίμενε να πέσει για τα καλά το βράδυ, και αφού βεβαιώθηκε ότι ο νέος μάγος είχε επιστρέψει  στο σπίτι του, πήρε τον δρόμο για τη μυστική κρυψώνα και, ακολουθώντας τα μαγικά σημάδια που είχε αφήσει σε όλο το μήκος της διαδρομής, δεν άργησε να φτάσει στην είσοδο της μικρής σπηλιάς. Και προτού αρχίσει να γλυκοχαράζει η αυγή, το θαυμαστό μαγικό βιβλίο βρισκόταν πολύ μακριά από τον βράχο που έμοιαζε με αυγό. 
     Ο γέρος μάγος ήταν πολύ χαρούμενος για το νέο του απόκτημα, αλλά δεν παρασύρθηκε τόσο από τη χαρά του ώστε να μην σκεφτεί ότι ο κάτοχος του βιβλίου θα αντιλαμβανόταν πολύ σύντομα ότι το βιβλίο του είχε κάνει φτερά. Το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα προλάβαινε καν να απομακρυνθεί εγκαίρως. Έπρεπε να βρει μια προσωρινή κρυψώνα για το βιβλίο, και έπρεπε να την βρει γρήγορα.
     Καθώς περπατούσε, και ενώ το μυαλό του ήταν χαμένο στις σκέψεις του, έφτασε στις όχθες μιας λίμνης. Το μέρος ήταν έρημο και δεν υπήρχε ψυχή. Παντού, γύρω από τη λίμνη, υπήρχαν δέντρα, ιτιές κυρίως, που έσκυβαν τα κλαδιά τους προς τα κάτω, όπως συνηθίζουν πολλές φορές να κάνουν οι ιτιές. Και τότε, ο γέρος μάγος αποφάσισε ότι είχε βρει το μέρος όπου θα έκρυβε τον θησαυρό του.
     Την επόμενη μέρα, ένας ψαράς που ψάρευε με τη βάρκα του κοντά στην όχθη, είδε πως μια ιτιά, αντί να γέρνει τα κλαδιά της προς τα κάτω, όπως ήταν το φυσικό, φαινόταν σαν να είχε κάνει ανάταση! Στην αρχή νόμιζε ότι δεν είχε δει καλά, αλλά όταν πλησίασε διαπίστωσε πως δεν είχε κάνει λάθος. Η ιτιά είχε σηκώσει τα κλαδιά της προς τον ουρανό!
     Το νέο διαδόθηκε αμέσως ανάμεσα στους ψαράδες, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί, και στη συνέχεια το έμαθαν όλοι στην περιοχή. Ένας βοτανολόγος, που εξέτασε την περίεργη ιτιά, δήλωσε ότι μάλλον επρόκειτο για ένα νέο είδος, την ονόμασε, δε, "ιτιά η μειδιώσα", σε αντιδιαστολή με την ιτιά την κλαίουσα. Ο απλός κόσμος, φυσικά, μην μπορώντας να θυμάται ένα τέτοιο όνομα, την ονόμασε απλά, "η ιτιά που γελάει".
     Από τότε, η μικρή ιτιά έγινε πόλος έλξης για όλη την περιοχή, και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το λόγο της ιδιαιτερότητάς της. Μόνο ο γέρος μάγος, πολλά χιλιόμετρα μακριά, στο σπίτι του, χωμένος μέσα στα βιβλία του, έψαχνε να βρει το ξόρκι που θα του επέτρεπε να μεταφέρει με ασφάλεια, από τη ρίζα της ιτιάς που γελούσε στην αγαπημένη του βιβλιοθήκη, το τελευταίο του απόκτημα.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Αποκαλυπτήρια

        
     Μεγάλο μπελά βρήκε η Πίπη, με όλα αυτά τα νέα, αγνώστου πατρός και ονόματος, φυτά στις βεράντες. Όσο και αν τα ρώτησε, όσο και αν επέμεινε, εκείνα απλώς την κοιτούσαν, σαν να μην καταλάβαιναν τι τους έλεγε. Είναι πολύ ενοχλητικό να μη σε καταλαβαίνουν τα φυτά, όπως ακριβώς συμβαίνει και όταν δεν σε καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
     Φυσικά, η ζωή δεν σταματάει με δυο άγνωστα φυτά, οπότε η Πίπη συνέχισε κανονικά τη ζωή της, και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξή τους, μέρα με τη μέρα. Από τα πρώτα πράγματα που διαπίστωσε ήταν ότι το δέντρο με τα φαναράκια τελικά δεν ήταν δέντρο - πώς δεν το είχε προσέξει, άραγε; -, αλλά αναρριχητικό. Δύο από τα φυντάνια τα έδωσε για υιοθεσία, ενώ από τα υπόλοιπα - στο μεταξύ είχαν φυτρώσει άλλα δύο, που σημαίνει ότι ούτε πόσα σποράκια είχε φυτέψει θυμόταν - κράτησε μόνο ένα, το οποίο άρχισε να μεγαλώνει, και σύντομα έβγαλε μικρά, λευκά λουλουδάκια. Αλλά πώς λεγόταν το δέντρο, που δεν ήταν δέντρο, αλλά αναρριχητικό φυτό; Όχι τίποτα άλλο, ένα σωρό μπλογκοφίλοι περίμεναν απάντηση στο φλέγον αυτό ερώτημα.
     Η Πίπη ρώτησε όποιον πιθανώς θα γνώριζε, έστειλε μέιλ σε σχετικές ιστοσελίδες, έκανε ό,τι μπορούσε, δηλαδή, και καθώς απάντηση δεν έπαιρνε, έφτασε στο σημείο να σκέφτεται σοβαρά να βαφτίσει εκείνη το φυτό, με επικρατέστερο όνομα το "φαναρόδεντρο" - αυτό, προτού διαπιστώσει ότι το δέντρο δεν ήταν δέντρο, φυσικά.
     Και να που η τεχνολογία, η οποία ανέκαθεν ασκούσε γοητεία στην Πίπη, έμελλε να την βοηθήσει. Και η Πίπη ανακάλυψε μια εφαρμογή για κινητά, που αναγνωρίζει τα φυτά, άκου τώρα τι γίνεται στον κόσμο...
     Αυτό ήταν. Μόλις η Πίπη φωτογράφισε το νεαρό αναρριχητικό, το αναρριχητικό φυτό απόκτησε ονοματεπώνυμο. Και το όνομα αυτού, Cardiospermum halicacabum. Ταυτόχρονα με την αποκάλυψη του ονόματος, αποκαλύφθηκε και ο λόγος που το φυτό δεν απαντούσε στις επίμονες ερωτήσεις της για την καταγωγή της σκούφιας του: επρόκειτο για αλλοδαπό, που απαντάται στην Αφρική, στην Αμερική, στην Αυστραλία, αλλά και στην Ινδία, όχι όμως και στην Ελλάδα. Άρα, πώς θα μπορούσε να μιλάει ελληνικά;
     Το επόμενο πράγμα που σκέφτηκε να κάνει, φυσικά, η Πίπη, ύστερα από τα αποκαλυπτήρια, ήταν να φωτογραφίσει και το αγνώστου πατρός έκθετο της Χώρας της μπροστινής βεράντας. Και η φωτογραφία "έδειξε", πέραν πάσης αμφιβολίας, το όνομα, τόσο του έκθετου, όσο και του άστοργου, μπερμπάντη, πατέρα: Ailanthus altissima, δηλαδή, Αείλανθος ο υψηλότατος, ή αλλιώς, βρωμοκαρυδιά, βρωμόδεντρο, ή βρωμούσα, πολύ κολακευτικά ονόματα όλα, το δίχως άλλο. Με καταγωγή από την Κίνα, δεν φαίνεται και τόσο περίεργο που εξαπλώνεται τόσο ευρέως και τόσο γρήγορα... Και τώρα η Πίπη ανησυχεί λίγο, μήπως η μικρή βρωμοκαρυδιά καταλάβει τη Χώρα της μπροστινής βεράντας, και έχει το νήπιο υπό επιτήρηση...
     Έτσι, απλά και - τελικά - εύκολα η αναζήτηση του ονόματος των δύο άγνωστων φυτών έφτασε στο τέλος της και η Πίπη, από εδώ και πέρα, μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Και, φυσικά, δεν χρειάζεται να πούμε ότι, ανεξάρτητα από το μέλλον των φυτών στις Χώρες των δύο βεραντών, η εφαρμογή έχει ρίξει άγκυρα στο κινητό της και έχει αράξει εκεί για τα καλά...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου