Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Ουράνια γέφυρα

     Ήταν μοιραίο και η πεταλούδα και το λουλούδι αγαπήθηκαν. Και αγαπήθηκαν πολύ, πάρα πολύ, τόσο πολύ που δεν ήξεραν τι να την κάνουν τόση αγάπη μαζεμένη.
     Ο έρωτάς τους γεννήθηκε από την πρώτη στιγμή που αντίκρισαν ο ένας τον άλλον. Εντυπωσιάστηκε το λουλούδι από τα πολύχρωμα, ανάλαφρα φτερά της και από τη χάρη με την οποία χόρευε στον αέρα. Γοητεύτηκε η πεταλούδα από τα όμορφά του πέταλα και από το μεθυστικό του άρωμα. Και έτσι οι δυο τους έγιναν αχώριστοι. Και όλο έσκυβε η πεταλούδα επάνω από το λουλούδι και το φιλούσε τρυφερά, και όλο ανατρίχιαζε το λουλούδι κάθε φορά που τα πέταλά του άγγιζαν την άκρη των φτερών της ή τα μικροσκοπικά της ποδαράκια, και ήταν απόλαυση να τους βλέπεις τους δυο ερωτευμένους.
     Όμως, η πεταλούδα ήταν πιο φευγάτη και αναζητούσε συνέχεια νέες συγκινήσεις. Αναρωτιόταν τι τάχα να βρισκόταν και πιο πέρα, πόσες ομορφιές έκρυβε αυτός ο κόσμος; Κάθε φορά που το ανέφερε αυτό στο λουλούδι, εκείνο αναστέναζε.
     - Τι σημασία έχει τι υπάρχει πιο πέρα, όταν έχουμε ο ένας τον άλλον; τη ρωτούσε.
     - Το λες αυτό επειδή εσύ δεν μπορείς να φύγεις από εκεί που είσαι, του απαντούσε. Αν είχες κι εσύ πόδια και μπορούσες να περπατήσεις, σίγουρα θα σκεφτόσουν διαφορετικά.
     Αυτή η παρατήρηση το πλήγωνε το λουλούδι, αλλά δεν έλεγε τίποτα, αφού κατά βάθος θα ήθελε και εκείνο να μπορεί να περπατάει και να χορεύει αγκαλιά με την αγαπημένη του πεταλούδα. Αλλά και η πεταλούδα το μετάνιωνε που είχε μιλήσει έτσι, και για να απαλύνει τον πόνο του αγαπημένου της τον γέμιζε φιλιά.
     Κάποτε όμως η περιέργεια της πεταλούδας φάνηκε να κερδίζει την αγάπη της για το λουλούδι και έτσι αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι.
     - Πού θα πας; Πού θα με αφήσεις μόνο μου; τη ρώτησε το λουλούδι και σκούπισε τις δροσοσταλίδες που του σκέπαζαν τα πέταλα.
     - Αφού σου είπα, απάντησε εκείνη, θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, δεν μπορώ να ζω στην άγνοια.
     - Μη με αφήνεις μόνο, σε παρακαλώ! Αν φύγεις θα με ξεχάσεις και δεν θα ξαναγυρίσεις πίσω.
     - Μα τι κουτό που είσαι! Ποιος σου είπε ότι θα σε ξεχάσω; Ένα σύντομο ταξίδι θα κάνω και θα γυρίσω. Αφού ξέρεις πόσο σε αγαπάω!
     - Και αν φύγεις και πας μακριά, πώς θα γυρίσεις πίσω; Θα χαθείς!
     - Μην ανησυχείς και δεν χάνομαι εγώ! Με δύο τινάγματα των φτερών μου θα είμαι πίσω προτού το καταλάβεις.
     Το λουλούδι κατάλαβε ότι δεν υπήρχε τρόπος να μεταπείσει την πεταλούδα.
     - Θα μου λείψεις, αγαπημένη μου, της είπε.
     - Και εμένα θα μου λείψεις, του απάντησε, αλλά δεν θα αργήσω, το υπόσχομαι.
     Και το φίλησε σε όλα τα πέταλά του. Ύστερα άνοιξε τα φτερά της και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
     Το λουλούδι έμεινε στη θέση του να περιμένει την επιστροφή της αγάπης του. Κάθε μέρα σήκωνε το κεφαλάκι του προς τον ουρανό και κοιτούσε όλο αγωνία, και κάθε βράδυ έγερνε το κεφαλάκι του προς τη γη στενοχωρημένο, αφού η πεταλούδα δεν είχε φανεί. 
     Και η αλήθεια είναι ότι η πεταλούδα περνούσε πολύ ωραία, αφού γνώριζε καινούργιους τόπους και έκανε νέες γνωριμίες, και χωρίς να το θέλει δεν το σκεφτόταν και πολύ το αγαπημένο της λουλούδι. Και σιγά-σιγά, σαν να το ξέχασε. Και όλο και κοίταζε το λουλούδι το πρωί ψηλά στον ουρανό, και όλο και έγερνε το κεφαλάκι του προς τη γη κάθε βράδυ...
     - Με ξέχασε, έλεγε μονάχο του και έκλαιγε σιωπηλά. Πάει η αγάπη μου...
     Όλα τα καλά όμως κάποια στιγμή τελειώνουν, και η πεταλούδα άρχισε να βαριέται. Και εκεί που βαριόταν κατάλαβε ότι κάτι της έλειπε. Και θυμήθηκε το λουλούδι της, το δικό της λουλούδι.
     - Πρέπει να γυρίσω πίσω! είπε και ξεκίνησε.
     Όμως, προς τα πού έπρεπε να πάει; Η απόσταση που είχε διανύσει ήταν πάρα πολύ μεγάλη και δεν μπορούσε να θυμηθεί προς τα πού έπρεπε να πετάξει. Όλοι οι δρόμοι της φαίνονταν ίδιοι, κανένας δεν της θύμιζε τον δρόμο που οδηγούσε προς την αγάπη της. Και τότε, η πεταλούδα ένιωσε τόσο λυπημένη που άρχισε να κλαίει.
     - Την έχασα την αγάπη μου, έλεγε καθώς έκλαιγε. Τι να κάνει τώρα το αγαπημένο μου λουλούδι; Θα ζει ή θα έχει μαραζώσει να με περιμένει; Αχ, τι κακό του έκανα, η άπονη!
     Όμως το κλάμα της πεταλούδας το άκουσε ο αέρας και την λυπήθηκε. Και πήγε μέχρι τον ήλιο και του το είπε. Και εκείνος είπε στον αέρα να μαζέψει τα σύννεφα και να τα στίψει καλά-καλά. Και ο αέρας έτρεξε γύρω-γύρω και μάζεψε όσα σύννεφα βρήκε, και τα έσφιξε μέχρι που άρχισαν να κλαίνε. Και τότε έλαμψε ο ήλιος. Και στον ουρανό εμφανίστηκε μία πολύχρωμη γέφυρα.
     - Τι όμορφη γέφυρα! σκέφτηκε η πεταλούδα. Άραγε πού να οδηγεί;
     Και ξεχνώντας την στενοχώρια της ακολούθησε την πολύχρωμη γέφυρα. Και όσο πετούσε, τόσο η καρδιά της γινόταν πιο ελαφριά, και ύστερα από λίγο ο κόσμος άρχισε να φαντάζει πιο οικείος, και η γέφυρα άρχισε να κατεβαίνει, και μαζί της κατέβαινε και η πεταλούδα, και όλο κατέβαινε, όλο κατέβαινε, και ξαφνικά, στη βάση της γέφυρας φάνηκε το αγαπημένο της λουλούδι, και τώρα η πεταλούδα πετούσε σαν τρελλή από τη χαρά της, και το λουλούδι, που κοιτούσε και εκείνο μαγεμένο την πολύχρωμη γέφυρα, είδε την αγαπημένη του πεταλούδα να πλησιάζει και δεν πίστευε στα μάτια του...
     - Τι χαζή που ήμουν! είπε η πεταλούδα. Αγαπημένο μου λουλούδι, δεν θα σε ξαναφήσω ποτέ!
     Και ο αέρας πήρε τα λόγια της πεταλούδας και τα μετέφερε μέχρι τον ήλιο. Και εκείνος τα άκουσε και χαμογέλασε ευχαριστημένος. Και η πολύχρωμη γέφυρα άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει...

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Λευκός πειρασμός

     Ε, λοιπόν, ναι! Όταν χιονίζει, τα πάντα φαίνονται πιο... τι; Είπατε "όμορφα"; Μα τι πεζοί που είστε! Πιο νόστιμα φαίνονται, πιο νόστιμα!
     Και δε μιλάω για τις περιπτώσεις όπου όλα καλύπτονται από το χιόνι και μοιάζουν σαν ένα απέραντο, λευκό χαλί, όχι, μιλάω για τις περιπτώσεις όπου το χιόνι είναι τόσο ώστε όλα να φαίνονται πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη, που κάτω από το λευκό διακρίνονται τα σχήματα, για τις περιπτώσεις που σκεφτόμαστε "Μισή δουλειά!", αφού θα προτιμούσαμε να το έχει στρώσει για τα καλά, για να αποκλειστούμε μέσα στο σπίτι και να χουχουλιάζουμε σαν καθωσπρέπει σπιτόγατοι.
     Μια τέτοια μέρα ήταν και σήμερα, αφού η βραδυνή χιονόπτωση ήταν αρκετή για να πασπαλίσει τα πάντα με αφράτο, λευκό χιονάκι, αλλά όχι αρκετή για να αποκλειστούμε στα σπίτια μας. Και όταν βγήκα από το σπίτι μου για να πάω στη δουλειά, μόλις έπεσε το μάτι μου επάνω στις χιονισμένες επιφάνειες, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Ναι, το ομολογώ: πρωί-πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, με έπιασαν λιγούρες!
     Μα τι λαχταριστό τοπίο ήταν αυτό! Τι όμορφοι εκείνοι οι θάμνοι! Και πόσο αφράτοι φαίνονταν! Σαν αμυγδαλωτά... Και το χορταράκι εκεί πέρα, πόσο νόστιμο έμοιαζε, σαν μαλλί της γριάς... Και εκείνα εκεί τα δεντράκια, ναι, βέβαια, αυτά θα ήταν πιο τραγανά, σαν καραμελίτσες... Και δώσ'του να περνάνε από δίπλα μου του κόσμου οι πειρασμοί... Μέχρι και τα βουνά στο βάθος φαίνονταν πολύ νόστιμα, έτσι όπως ρόδιζαν στο φως της αυγής... Μους, το δίχως άλλο, μους φράουλα!
     Τι ήταν πάλι αυτό που έπαθα; Τι δοκιμασίες έπρεπε να περάσω πρωινιάτικα; Δεν έφτανε το πρωινό ξύπνημα; Να, κοίτα εκεί, πόσο τρυφερά πρέπει να είναι εκείνα τα φυλλαράκια! Και μήπως δεν δείχνουν πεντανόστιμα εκείνα τα χορταράκια στη νησίδα; Μέχρι και εκείνο το παρκαρισμένο αυτοκίνητο με προκαλούσε να το δοκιμάσω! Ήμαρτον, Κύριε!
     Λοιπόν, το αποφάσισα: θα μεταναστεύσω. Θα πάω κάπου που να μη χιονίζει ποτέ, κάπου που να μην πέφτει ποτέ ζάχαρη άχνη από τον ουρανό, που τα δέντρα να μην θυμίζουν καραμέλες, ούτε οι θάμνοι αμυγδαλωτά. Κάπου, που να βγαίνω από το σπίτι μου και να μην νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα τεράστιο ζαχαροπλαστείο, που να μην συναντάω τον πειρασμό σε κάθε μου βήμα...
     Αλλά, μεταξύ μας, ποιον κοροϊδεύω; Αυτό που πραγματικά πρέπει να κάνω είναι να πάω κάπου όπου να μην χρειάζεται να ξυπνάω πρωί-πρωί...

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Αντικρουόμενες απόψεις



    

     Γενικά θα αναφέρω ότι δεν μου αρέσουν καθόλου οι αδικίες. Και άλλοι θα πουν το ίδιο, είμαι σίγουρη, αλλά κάποιοι θα αναφέρονται απλώς στις αδικίες που μπορεί να υποστούν οι ίδιοι και όχι στις αδικίες γενικά. Εγώ αναφέρομαι στις αδικίες γενικά.
     Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες και εγώ πήγαινα στη δουλειά, προσποιούμενη όπως πάντα ότι δεν υπήρχαν άλλα, σημαντικότερα πράγματα για να γίνουν εκείνη την ώρα. Και εκεί που το βλέμμα μου περιπλανιόταν στους δρόμους, καθώς τους διέσχιζε το λεωφορείο, τις είδα. Δεν ήταν μία, ήταν δύο. Και ήταν και οι δύο ανθισμένες.
     - Δύο ανθισμένες αμυγδαλιές! θα σκεφτούν όλοι με χαρά. Τι ωραία, αφού άνθισαν οι αμυγδαλιές, ο χειμώνας όπου να'ναι μας αποχαιρετάει!
     Έλα όμως που δεν ήταν αμυγδαλιές, δυο γαζίες ήταν, φορτωμένες κατακίτρινα λουλούδια. Η εικόνα μου φάνηκε λίγο εξωπραγματική, καθώς ήταν Γενάρης μήνας. Και πώς στο καλό άνθισαν οι γαζίες, αφού πρώτα ανθίζουν οι αμυγδαλιές;
     Πολύ προβληματίστηκα, αλήθεια. Και το έψαξα λίγο το θέμα. Και άκρη δεν έβγαλα, αλλά το γεγονός είναι ότι είδα τις γαζίες προτού δω τις αμυγδαλιές. Τι να έγινε, λοιπόν; Μήπως οι γαζίες και οι αμυγδαλιές δίνουν κάποιον αγώνα δρόμου που εμείς αγνοούμε, προσπαθώντας να κόψουν το νήμα του χειμώνα πρώτες;
     Α, δεν γινόταν, θα έπρεπε να βασιστώ σε προσωπικές μαρτυρίες για να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα. Και μια και δυο, πήγα να συναντήσω τις γαζίες για να τους πάρω συνέντευξη. Λίγο πριν φτάσω στις γαζίες, όμως, στον δρόμο μου βρέθηκε μια αμυγδαλιά. Ήταν ολάνθιστη, γεμάτη ασπρορόδινα λουλουδάκια.
     - Παπαράτσι; με ρώτησε.
     - Όχι.
     - Ερευνήτρια του National Geographic;
     - Όχι, όχι.
     - Προσκοπίνα;
     - Όχι.
     - Αρχαιολόγος;
     - Όχι, ούτε.
     - Μα τι είσαι, επιτέλους;
     - Απλώς, περίεργη.
     - Περίεργη; Και τι θέλεις να μάθεις;
     - Ουσιαστικά θέλω να μάθω ποιος ανθίζει πρώτος το χειμώνα: οι αμυγδαλιές ή οι γαζίες;
     - Θέλει και ρώτημα; Οι αμυγδαλιές, φυσικά.

     - Μα εγώ τις προάλλες είδα ανθισμένες γαζίες προτού συναντήσω ανθισμένη αμυγδαλιά.
     - Τι κακοήθειες είναι αυτές; Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι οι αμυγδαλιές ανθίζουν πρώτες...
     - Ναι, αλλά εγώ είδα...
     - Δεν με ενδιαφέρει τι βλέπει ο καθένας, σημασία έχει τι ξέρει ο κόσμος.
     - Από πότε;
     - Από πάντα.
     - Και, λοιπόν, το αποκλείεις να ανθίζουν πρώτες οι γαζίες;
     - Ούτε κατά διάνοια!
     - Καλά, άντε γεια...
     - Ε, στάσου, πού πας;
     - Να πάρω συνέντευξη από τις γαζίες που είδα ανθισμένες τις προάλλες.
     - Αυτό το αστειάκι με τις ανθισμένες γαζίες πρέπει να σταματήσει.
     - Μα αφού τις είδα!
     - Τίποτα δεν είδες. Μα, ακόμα και αν είδες κάτι, συγκρίνεται ό,τι κι αν είδες με μία ανθισμένη αμυγδαλιά; Κοίτα τι όμορφα που είναι τα λουλούδια μου, κοίτα τα πώς χορεύουν στον αέρα, σκέψου πόσα ωραία αμυγδαλάκια θα βγουν από αυτά τα όμορφα λουλουδάκια...
     - Όλα αυτά ωραία και καλά είναι, αλλά εγώ θέλω να ακούσω και τι έχουν να μου πουν οι γαζίες.
     - Ωραία! Δώσε τώρα βήμα και στις γαζίες, να πάρουν αέρα και ποιος τις μαζεύει ύστερα! Αυτή η ελευθερία του λόγου μάς έφαγε!
     Την άφησα να μουρμουρίζει και πήγα στις γαζίες. Δεν με περίμεναν, φυσικά.
     - Ήρθα να σας πάρω συνέντευξη, τους είπα.
     - Συνέντευξη; Τι είναι αυτό;
     - Να, θα σας κάνω μερικές ερωτήσεις.
     Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία, αλλά από ό,τι φαίνεται αποφάσισαν να συμμετάσχουν σε αυτό που τους πρότεινα.
     - Τι θέλεις να μάθεις; με ρώτησε η μία.
     - Ήθελα να μου πείτε ποιος ανθίζει πρώτα, οι αμυγδαλιές ή οι γαζίες;
     - Μα, θέλει και ρώτημα; Οι γαζίες φυσικά!
     - Ναι, επειδή όλος ο κόσμος ξέρει ότι οι αμυγδαλιές ανθίζουν...
     - Και τι σημασία έχει τι ξέρει ο κόσμος; πετάχτηκε η άλλη. Όλα τα ξέρει πια αυτός ο κόσμος; Δεν υπάρχει κάτι που να το αγνοεί;
     - Φυσικά και υπάρχει.
     - Και τότε γιατί θα πρέπει να έχει δίκιο ο κόσμος και όχι εμείς;
     Με κοίταξαν και οι δύο ερωτηματικά.
     - Δεν είναι απαραίτητο να έχει δίκιο, εγώ απλώς ρωτάω...
     - Ε, κι εμείς απαντάμε: οι γαζίες ανθίζουν πρώτες!
     Έδειχναν πολύ σίγουρες για τον εαυτό τους.
     - Είσαι δημοσιογράφος; με ρώτησαν ύστερα από λίγο.
     - Όχι.
     - Παπαράτσι;
     - Όχι.
     - Ερευνήτρια του National Geographic;
     - Όχι, από πού κι ως πού;
     - Μήπως αρχαιολόγος;
     - Τίποτα από όλα αυτά. Απλώς, είμαι ένας άνθρωπος με απορίες.
     - Μία από αυτές μόλις σου την λύσαμε.
     - Και δε μου λέτε: αφού οι γαζίες ανθίζουν πρώτες, τότε γιατί ο κόσμος ξέρει για τις αμυγδαλιές;
     - Μας έφαγε η χρησιμοθηρία.
     - Η ποια;
     - Ελληνικά δεν μιλάς;
     - Ναι.
     - Ε, δεν ξέρεις τι θα πει χρησιμοθηρία;
     - Ξέρω, αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε.
     - Κρίμα, και φαινόσουν έξυπνη! Εννοούμε ότι οι αμυγδαλιές κάνουν αμύγδαλα, χελόουουου!
     - Θα ήταν λίγο περίεργο να κάνατε εσείς αμύγδαλα, δεν νομίζετε;
     - Οι εξυπνάδες σε μάραναν, θέλεις να μάθεις, ναι ή όχι;
     - Φυσικά και θέλω να μάθω.
     - Άκου, λοιπόν, επειδή οι αμυγδαλιές κάνουν αμύγδαλα, που τρώγονται και άρα είναι χρήσιμα, γι'αυτό και τα άνθη της αμυγδαλιάς θεωρούνται πιο σημαντικά και τους δίνεται μεγαλύτερη σημασία. Αλλιώς, μη μου πεις ότι τα δικά μας λουλουδάκια δεν είναι πανέμορφα! Κοίτα τι όμορφες που είμαστε όταν λικνίζονται τα ανθισμένα μας κλαδιά στον αέρα!
     Και για να μου το αποδείξουν, άρχισαν να χορεύουν.
     - Δεν είναι εντυπωσιακό το θέαμα; με ρώτησαν.
     - Ναι, αλλά και οι αμυγδαλιές...
     - Έλεος πια με αυτήν την προπαγάνδα υπέρ των αμυγδαλιών! Μη μας πεις: τα τρως και εσύ τα αμυγδαλάκια, έτσι;
     - Σας παρακαλώ, τα αμύγδαλα δεν έχουν καμία σχέση, είναι απλώς θέμα αισθητικής!
     - Και δεν είναι πιο όμορφο ένα δέντρο με καταπράσινα φύλλα και κατακίτρινα άνθη; Προτιμάς ένα δέντρο χωρίς φύλλα, που μοιάζει να είναι καλυμμένο από χιόνι;
     - Δεν μπορώ να πω, είστε εντυπωσιακές...
     - Ε, τότε;
     - Τι να πω;
     - Και ύστερα βγαίνει αυτός ο τύπος και γράφει και ένα ποιηματάκι, και κάποιος άλλος το μελοποιεί, και έτσι δημιουργούνται οι προκαταλήψεις...
     - Σε ποιο τραγουδάκι αναφέρεστε;
     - Θα το ξέρεις κι εσύ, υποθέτω: "ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά..."
     - Α, ναι....
     - Βλέπεις; Παντού αδικίες, αδερφάκι μου, παντού αδικίες!
     - Δηλαδή, αν βγει ένα άλλο τραγουδάκι να μιλάει για τις γαζίες θα αποκατασταθεί η αδικία; ρώτησα.
     - Ίσως και να μην αποκατασταθεί, αλλά τουλάχιστον θα έχει γίνει κάποιο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά ποιος θα ασχοληθεί τώρα με τις γαζίες;
     - Εγώ, τους είπα, επειδή πολύ με είχε συγκινήσει το πρόβλημά τους. 
     Και έστιψα το μυαλό μου και βγήκε αυτό:
     
     Ετίναξε την ανθισμένη τη γαζία,
     και τα κλαδιά της χόρευαν
     και κίτρινο ήταν το φόρεμά της 
     να την κοιτάζουν δεν την χόρταιναν.
     - Τρελλή, γαζία, που είσαι ανθισμένη,
     τον κρύο τον καιρό δεν τον θωρείς;
     - Ας έχει κρύο, καθόλου δεν φοβάμαι,
     η Άνοιξη ζυγώνει, θα το δεις.

     Οι γαζίες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
     - Εντάξει, καλό είναι, είπαν, δεν είναι βέβαια και σαν το άλλο, αλλά κάτι είναι και αυτό, σε ευχαριστούμε και μόνο για την προσπάθεια.
     Και για να με ευχαριστήσουν, άρχισαν και πάλι να χορεύουν.
     - Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη, τους είπα καθώς έφευγα.
     - Και εμείς σε ευχαριστούμε, μου απάντησαν.
     Γυρίζοντας στο σπίτι πέρασα και από την αμυγδαλιά.
     - Τι έγινε, την πήρες τη συνέντευξη; με ρώτησε.
     - Ναι, την πήρα.
     - Και τι συμπέρασμα έβγαλες; 
     - Ότι οι γαζίες είναι πολύ αδικημένες...
     - Ώστε έτσι, ε; είπε και μερικά πέταλα έπεσαν χορεύοντας στο έδαφος.
     - Μη θυμώνεις, είναι η προσωπική μου άποψη.
     - Θα θυμώνω όσο θέλω! Ξέρεις τι δύσκολο που είναι να πρέπει να ανθίσεις για να δείξεις στον κόσμο ότι έρχεται η Άνοιξη, άσχετα με το πόσο κρύο κάνει ακόμη;
     - Μα και η γαζίες...
     - Ξέρεις τι ευθύνη είναι να ξέρεις ότι από εσένα περιμένουν να δουν πότε έρχεται η Άνοιξη; Εγώ είμαι ταγμένη στην υπηρεσία του κόσμου, εκτελώ λειτούργημα! Ενώ οι γαζίες έχουν το ελεύθερο να ανθίζουν όποτε τους έρθει και να κάνουν μποέμικη ζωή!
     - Μήπως είσαι υπερβολική;
     - Καθόλου υπερβολική! Και να είμαι υποχρεωμένη να ανθίσω όταν πρέπει, και ύστερα να δίνω τους καρπούς μου, τα αμυγδαλάκια μου... Ενώ, οι γαζίες τι δίνουν; Τίποτα!
     - Ε, καλά, αν το θέτεις έτσι...
     - Και πώς αλλιώς να το θέσω;
     Η αλήθεια είναι πως ένα δίκιο το είχε και η αμυγδαλιά. Φτου, να πάρει, πάλι μπερδεύτηκα!
     Γύρισα στο σπίτι χωρίς να έχω αποφασίσει ούτε υπέρ της μίας, ούτε υπέρ της άλλης πλευράς. Και τότε - για την ακρίβεια, λίγες μέρες αργότερα - έπαθα οξεία αμυγδαλίτιδα και η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει σταθερά προς τις γαζίες, αφού ούτε να ακούσω για αμύγδαλο δεν ήθελα.  Και μέχρι και το όνομα του μπλογκ σκέφτηκα να αλλάξω. Θύμιζε επικίνδυνα την οξεία αμυγδαλίτιδα...