Το οδόστρωμα γλιστρούσε. Η Αλίκη έσφιξε, άθελά της, το τιμόνι. Καλά της το είχε πει ο Άρθουρ, ήθελε μεγάλη προσοχή τέτοια εποχή. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, γεμάτος σύννεφα. Το δελτίο καιρού για την περιοχή μιλούσε για αυξημένη πιθανότητα βροχής. Δεν ανησυχούσε και τόσο. Βρισκόταν ήδη αρκετά κοντά στο πατρικό της και, σε όσο άσχημη κατάσταση κι αν βρισκόταν, θα μπορούσε να την προστατέψει από μια βροχούλα.
Ακολουθούσε μια κάπως απότομη ανηφόρα, και καθώς ο δρόμος φιδογύριζε, έμοιαζε σαν μια γκρίζα κάμπια. Στην κορυφή της ανηφόρας ένα γκρίζο σύννεφο, λίγο πιο σκούρο από τα υπόλοιπα, έμοιαζε με καπνό που έβγαινε από την άκρη του δρόμου. Όλο μαζί, δρόμος και σύννεφο, έμοιαζε με κάμπια που κάπνιζε, ίσως ναργιλέ. Τι παλαβή ιδέα!
Άλλαξε ταχύτητα και δυνάμωσε τη θέρμανση. Λάθος εποχή είχε διαλέξει να πάει στο πατρικό της, αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά οι ευκαιρίες δεν πρέπει να χάνονται. Και οι πλούσιοι Αμερικανοί σε αναζήτηση σπιτιών στην βρετανική ύπαιθρο δε φυτρώνουν στα δέντρα. Ο κύριος Τζέφερσον θα έφευγε σε δυο βδομάδες, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, αν ήθελε να πουλήσει το σπίτι.
Ήταν σίγουρη πως ήθελε να το πουλήσει; Αυτό την είχε ρωτήσει και ο Άρθουρ, όταν τον είχε επισκεφτεί για να της δώσει το κλειδί. Και γιατί να μη θέλει; Δεν είχε τίποτα να την συνδέει με αυτό το σπίτι, πέρα από το γεγονός ότι ανήκε στην οικογένειά της και ότι είχε περάσει μερικά καλοκαίρια εκεί. Ο Άρθουρ της είχε ζητήσει να το ξανασκεφτεί. Μεγάλη αδιακρισία εκ μέρους του. Δεν ήταν καν μέλος της οικογένειας, για να του πέφτει λόγος και, αν η Αλίκη δεν είχε σκεφτεί το προχωρημένο της ηλικίας του, θα του είχε απαντήσει ανάλογα.
Τι τον έκανε να νομίζει ότι έχοντας εργαστεί εκεί επί είκοσι χρόνια αποκτούσε τέτοιου είδους δικαιώματα; Το σπίτι ήταν δική της κληρονομιά, ανήκε αποκλειστικά σε εκείνη. Μπορούσε, αν ήθελε, να το γκρεμίσει συθέμελα, μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το κάψει, όπως είχε κάνει ο Νέρωνας στη Ρώμη, και δεν όφειλε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, πόσο μάλλον στον Άρθουρ, που με τη χοντρή του κοιλιά και το παχύ του μουστάκι θύμιζε φαφούτη θαλάσσιο ελέφαντα.
Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή της ανηφόρας. Η θέα που εμφανίστηκε ήταν υπέροχη. Στο βάθος, τα βουνά άσπριζαν από το χιόνι. Λίγο πιο κάτω, ανάμεσα από την ομίχλη, διακρινόταν η στέγη του πατρικού της σπιτιού. Από αυτήν την απόσταση, μια χαρά φαινόταν. Ένιωσε χαρά. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να το πουλήσει. Δεν είχε ιδιαίτερες αναμνήσεις από εκεί. Κάποιες βόλτες στην εξοχή θυμόταν αμυδρά, όσο για τους γονείς της, ό,τι θυμόταν ήθελε να το ξεχάσει...
Μακριά από το Λονδίνο με τους τύπους του, μακριά από τα μάτια του κόσμου, έβρισκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν όλη τους τη δυσαρμονία, με καθημερινούς τσακωμούς και πικρόχολα σχόλια. Μετά την πρώτη βδομάδα, ο πατέρας έφευγε για κυνήγι και εξαφανιζόταν για μέρες, και η μητέρα την έβγαζε όλη μέρα στον κήπο, φυτεύοντας κόκκινες τριανταφυλλιές, που ήταν οι αγαπημένες της. Άλλοτε, έπαιρνε το κέντημά της και κεντούσε με τις ώρες. Ένα ολόκληρο σεντούκι με κεντήματα είχε αφήσει πεθαίνοντας. Κεντήματα, που τώρα σάπιζαν σε μια γωνιά της αποθήκης, μαζί με το σεντούκι. Όσο για τις τριανταφυλλιές της, αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Μόνο αγριόχορτα φύτρωναν πια στο κτήμα. Αγριόχορτα και κισσός.
Επρόκειτο σαφώς για έναν γάμο σύμφωνο με όλα τα πρωτόκολλα, καθώς και με τα συμφέροντα των οικογενειών τους, καθόλου σύμφωνο, όμως, με τα γούστα των άμεσα ενδιαφερόμενων. Η Αλίκη αναρωτιόταν πώς, με τόσες διαφορές ανάμεσα στους γονείς της, είχαν προκύψει πέντε παιδιά. Από την άλλη, δεν αναρωτιόταν καθόλου, πώς και τα πέντε παιδιά είχαν επιλέξει να παντρευτούν με αλλοδαπούς και να πάνε να ζήσουν στο εξωτερικό. Ήθελαν όλα να ξεφύγουν από εκείνο το άρρωστο περιβάλλον.
Η Αλίκη έφτασε στο κτήμα. Άνοιξε με κόπο την φαρδιά, ξύλινη αυλόπορτα και μπήκε μέσα, οδηγώντας αργά. Το σπίτι δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, πολλά κεραμίδια είχαν φύγει, υπήρχαν κάποιες ρωγμές στους τοίχους, και ο κισσός το είχε καλύψει σχεδόν ολόκληρο. Θα ήταν δύσκολο να το πουλήσει. Όμως, είχε μπροστά της πάνω από δέκα μέρες για να προσλάβει εργάτες και να το σουλουπώσει, προκειμένου να φανεί αρκετά δελεαστικό στον κύριο Τζέφερσον.
Το κλειδί που της είχε δώσει ο Άρθουρ γύρισε με μεγάλη δυσκολία. Προφανώς, η κλειδαριά είχε σκουριάσει. Σίγουρα ήθελε αλλαγή. Η πόρτα έτριξε, καθώς άνοιγε. Η Αλίκη άναψε το φακό που είχε μαζί της. Ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Το κόστος του "σουλουπώματος" μάλλον θα ήταν μεγαλύτερο από όσο υπολόγιζε.
Αργά και προσεκτικά, πήγε μέχρι τα παράθυρα και τα άνοιξε με το φόβο να της μείνουν στα χέρια, καθώς είχαν πολλές φθορές, μάλλον ήθελαν αντικατάσταση. Κάποιοι ήχοι μέσα στο σπίτι την έκαναν να κοντοσταθεί, να δεις που θα ήταν ποντίκια. Να κάτι που σίγουρα την ένωνε με εκείνο το σπίτι: ο φόβος. Ένα ρίγος την διαπέρασε καθώς θυμήθηκε τους ήχους ροκανίσματος που άκουγε κάθε βράδυ και που την έκαναν να κουκουλώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Πώς θα περνούσε το βράδυ εκεί μέσα;
Το αχνό φως που μπήκε από τα ανοιχτά παράθυρα, δε βελτίωσε ιδιαίτερα την κατάσταση. Η Αλίκη σάρωσε το σαλόνι με το βλέμμα της. Όσα έπιπλα είχαν μείνει, ήταν σκεπασμένα με μεγάλα πανιά. Ο μεγάλος καθρέφτης είχε μαυρίσει. Τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου τρεμούλιαζαν απειλητικά, καθώς η ακόμα μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου δημιουργούσε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα μέσα στο σπίτι. Η Αλίκη πλησίασε το πιάνο και το ξεσκέπασε. Ακούμπησε τα πλήκτρα. Ο ήχος τους, εντελώς ξεκούρδιστος, της θύμισε τις ατελείωτες ώρες που περνούσε κάθε μέρα κάνοντας ασκήσεις, προκειμένου να μην χάσει τη φόρμα της, ώστε να μπορούν οι γονείς της να την επιδεικνύουν στους συγγενείς, όποτε είχαν μάζωξη στο σπίτι τους στο Λονδίνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να το ξεφορτωθεί, ακόμα και αν δεν κατάφερνε να το πουλήσει στον κύριο Τζέφερσον.
Ένα τραπεζάκι στο σαλόνι δεν ήταν καλυμμένο με πανί. Επάνω του βρισκόταν μια ανοιγμένη τράπουλα. Ένα χαρτί ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Η Αλίκη έσκυψε και το μάζεψε. Ήταν η Ντάμα Κούπα. Της φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρή, και μάλλον κακοσχεδιασμένη. Την ακούμπησε επάνω στο τραπεζάκι και συνέχισε την επιθεώρηση. Ποιος έπαιζε χαρτιά; Δε θυμόταν καθόλου.
Το σαλόνι είχε αρκετά καλές προοπτικές και το ηθικό της αναπτερώθηκε. Ίσως και τα επάνω δωμάτια να ήταν σε καλή κατάσταση. Η Αλίκη ανέβηκε με προσοχή στον επάνω όροφο. Κάθε βήμα της προκαλούσε ένα τρίξιμο στην σκάλα και έναν καλπασμό στην καρδιά της. Η σκέψη μιας πιθανής κατάρρευσης της σκάλας, μέσα σε εκείνη την ερημιά, με τον αέρα να σφυρίζει έξω από τα παράθυρα, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική. Έφτασε στο σημείο να σκεφτεί ότι αν κατάφερνε να φτάσει σώα και αβλαβής στον επάνω όροφο, δεν θα επιχειρούσε να ξανακατέβει ποτέ.
Ανάσανε με ανακούφιση, όταν πάτησε το πόδι της στο κεφαλόσκαλο. Εκεί δεξιά ήταν το υπνοδωμάτιό της. Άνοιξε την πόρτα και προσεκτικά προχώρησε προς το μέρος όπου βρισκόταν το παράθυρο. Ακούστηκαν τρομαγμένα φτερουγίσματα πουλιών, καθώς το άνοιξε. Έστρεψε το βλέμμα της στο εσωτερικό του δωματίου. Δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Η ταπετσαρία ήταν η ίδια που θυμόταν, και το κρεβάτι της φαινόταν το ίδιο μαλακό όπως τότε. Αν μη τι άλλο, θα είχε ένα μέρος να κοιμηθεί το βράδυ. Και ας έπρεπε να κουκουλωθεί όπως και τότε, για το φόβο των ποντικών...
Ακούστηκε ο αέρας να δυναμώνει, και τα κλαδιά των δέντρων έξω από το παράθυρο του δωματίου άρχισαν να χορεύουν απειλητικά. Το τζάμι του παραθύρου ήταν βρώμικο και θολό, αλλά σαν να της φάνηκε ότι έβρεχε. Το φως μέσα στο δωμάτιο λιγόστεψε. Προφανώς, λόγω της βροχής, είχε σκοτεινιάσει έξω. Θα έπρεπε να βγει και να πάρει τα πράγματά της από το αυτοκίνητο, προτού να δυναμώσει η βροχή. Η σκέψη της ετοιμόρροπης σκάλας την έκανε να αλλάξει γνώμη. Έπρεπε να τα είχε πάρει τα πράγματά της από την αρχή, προτού ανοίξει την πόρτα και βρεθεί μέσα σε εκείνο το αναθεματισμένο το σπίτι!
Ένιωσε ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να μπαίνει από κάπου. Θυμήθηκε τα κεραμίδια που έλειπαν από την σκεπή. Ίσως το παλιό της υπνοδωμάτιο να μην ήταν και τόσο φιλόξενο, τελικά. Ένιωσε παγιδευμένη. Ήθελε να μπορούσε να κλείσει τα μάτια της, να τα ξανανοίξει και όλα να ήταν ένα κακό όνειρο, να βρισκόταν στο ζεστό της διαμέρισμα και εκείνο το σπίτι να είχε πουληθεί και να είχε φύγει από επάνω της. Πώς μπορούσε να αναρωτιέται ο Άρθουρ αν ήθελε να το πουλήσει; Τι άξιο λόγου υπήρχε, που να την ενώνει με αυτό το ερείπιο;
Θα το πουλούσε και δεν θα κρατούσε τίποτα, ούτε καν το παλιό κλειδί. Θα έπρεπε το συντομότερο να πάει στην πόλη, να βρει κάποιον να αλλάξει την κλειδαριά. Τα κλαδιά που βρίσκονταν έξω από το παράθυρο κινήθηκαν έντονα. Κάποιος ήταν εκεί! Ένιωσε να παγώνει το αίμα στις φλέβες της. Ήταν ολομόναχη, και το μέρος έρημο, πώς θα προστατευόταν; Ασυναίσθητα, άρπαξε δυο βοτσαλάκια που βρίσκονταν επάνω στο κομοδίνο και τα κράτησε στο χέρι της σαν χειροβομβίδες. Μια σκιά εμφανίστηκε να πλησιάζει.
Δεν μπορούσε να πει πόσα δευτερόλεπτα πέρασε κρατώντας την ανάσα της, προσπαθώντας να γίνει αόρατη. Η σκιά άρχισε να πυκνώνει και να συγκεκριμενοποιείται, αφήνοντας στη θέση της μια γάτα. Η γάτα άνοιξε το στόμα της, σε ένα άηχο νιαούρισμα. Ο αέρας είχε δυναμώσει τόσο, που δεν ακουγόταν τίποτα άλλο. Ανάσανε ανακουφισμένη. Η γάτα φαινόταν να κρυώνει, αλλά είχε μια περίεργη έκφραση, σαν να χαμογελούσε. Στο μυαλό της πετάχτηκε μια λέξη: Τσέσαϊρ. Περίεργη λέξη, δεν της έλεγε τίποτα. Μόνο το τυρί τσένταρ της θύμιζε. Η γάτα την κοίταξε μια τελευταία φορά και εξαφανίστηκε.
Κάθησε στο κρεβάτι και άφησε τα βοτσαλάκια πίσω στο κομοδίνο. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και ήταν ζωγραφισμένα, προφανώς από εκείνη, δεν θυμόταν πότε. Είχαν μάτια, μύτη και στόμα, σαν δυο δίδυμα, ασχημούτσικα πετραδερφάκια. Περίεργο που τόσον καιρό κανείς δεν τα είχε πετάξει, τόσο κακοφτιαγμένα που ήταν.
Ο αέρας έξω δυνάμωσε κι άλλο, και μια νιφάδα χιονιού κόλλησε στο τζάμι, σαν χαλκομανία. Αμέσως μετά, κι άλλη χιονονιφάδα κόλλησε στο τζάμι. Χιόνιζε! Και μάλιστα πολύ. Έπρεπε επειγόντως να κατέβει κάτω, να πάει στο αυτοκίνητο και να πάρει τα πράγματά της, είχε μαζί της νερό και μπισκότα. Να υπήρχε, άραγε, και κανένα κούτσουρο, να ανάψει το τζάκι; Ή θα ήταν προτιμότερο να οδηγήσει μέχρι την κοντινότερη πόλη, μία ώρα μακριά, και να περάσει εκεί το βράδυ της, για μεγαλύτερη ασφάλεια;
Με την καρδιά της να καλπάζει από το φόβο, κατέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα και πήγε βιαστικά στην είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Τα πάντα ήταν λευκά και το χιόνι έπεφτε σε πυκνές ριπές. Το αυτοκίνητο είχε κιόλας καλυφθεί μέχρι το ύψος των τροχών. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγε τώρα! Είχε αποκλειστεί. Τρέμοντας από το κρύο, πήγε μέχρι το αυτοκίνητο, άνοιξε με κόπο την πόρτα και πήρε την τσάντα με τα τρόφιμα και το σακβουαγιάζ με τα λίγα ρούχα που είχε πάρει μαζί της. Η χιονοθύελλα μαστίγωνε το σπίτι από παντού.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Αυτό ήταν, θα άφηνε τα κοκαλάκια της εκεί μέσα. Μόνο ο Άρθουρ γνώριζε ότι βρισκόταν εκεί, για να ειδοποιήσει να την ψάξουν. Αλλά αν η χιονοθύελλα συνεχιζόταν πολλή ώρα, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει κάποιος μέχρι εκεί. Αναθεματισμένο σπίτι! Ένας ήχος ρολογιού ακούστηκε. Τικ-τακ. Από πού ερχόταν αυτός ο ήχος; Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει εκεί μέσα ρολόι που να λειτουργεί, ύστερα από τόσα χρόνια. Η ιδέα της θα ήταν. Αλλά ο ήχος ξανακούστηκε: τικ-τακ.
Τικ-τακ, τικ-τακ... Στο μυαλό της ήρθαν οι ιστορίες για τα φαντάσματα, που τους διηγόταν η θεία Γερτρούδη, όταν έπινε κανένα σέρι παραπάνω. Τις νύχτες με πανσέληνο, έλεγε η θεία, το φάντασμα της προγιαγιάς της τριγυρνούσε στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, σέρνοντας τα βήματά του μέχρι τη σοφίτα, όπου θρονιαζόταν και θρηνούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Πλησίασε στο πιο κοντινό παράθυρο, το καθάρισε λίγο με το χέρι της, και κοίταξε έξω. Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο. Πανσέληνος. Τικ-τακ, τικ-τακ.
Το τικ-τακ συνοδεύτηκε από ένα δυνατό ροκάνισμα. Να το και το ποντίκι! Δε θα την γλίτωνε απόψε: ή από φάντασμα θα πήγαινε, ή από ποντίκι. Ας έβγαινε ζωντανή από εκεί μέσα και θα το έκαιγε το σπίτι πατόκορφα. Και ας έχανε την ευκαιρία με τον κύριο Τζέφερσον. Ήταν πλέον σίγουρη. Το μόνο που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι ήταν η επιθυμία της να το ξεφορτωθεί.
Ένα ρεύμα παγωμένου αέρα της χάιδεψε τον σβέρκο. Ανατρίχιασε. Το ροκάνισμα συνεχίστηκε. Ερχόταν από την κουζίνα. Λογικό. Από εκεί ερχόταν και ο ήχος του ρολογιού. Μία σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μέτωπό της και ακολούθησε την γραμμή της μύτης της. Θυμήθηκε ότι φορούσε τον σταυρό της. Ευτυχώς. Με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει, άρχισε να κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ο ήχος του ρολογιού και ο ήχος του ροκανίσματος δυνάμωναν, καθώς πλησίαζε. Η πόρτα έτριξε. Μια χαραμάδα φωτός φάνηκε στο άνοιγμά της. Κάποιος ήταν εκεί!
Η Αλίκη έσπρωξε την πόρτα.
- Επιτέλους, πάνω στην ώρα! είπε το κουνέλι, που στεκόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κρατώντας ένα ρολόι τσέπης και μασουλώντας ένα καρότο. Ίσα που προλαβαίνουμε το πάρτυ των αγενεθλίων!
Και εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Αλίκη θυμήθηκε τι ήταν αυτό που τη συνέδεε με εκείνο το σπίτι...
ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: "Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και την φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί, αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό, προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του/της. Ίσως να μην περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σας αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο, μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; Ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;" Ο Γιάννης μας άφησε ακόμα πιο ελεύθερους αυτή τη φορά και εγώ οργίασα, ως συνήθως. Ελπίζω η εκδοχή μου να ικανοποιεί τα περισσότερα ζητούμενα της κεντρικής ιδέας, και ελπίζω, την επόμενη φορά, να εμπνευστώ γρηγορότερα.