Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Ο Ιππομονόκερως


 

Ήταν μια μέρα πληρωμής, μπροστά σε ένα ταμείο, 
κόσμος πολύς και διάφορος στεκόταν στην ουρά.
Και η ουρά προχώραγε αργά, σαν σαλιγκάρι, 
και τα νεύρα τεντώνονταν, σαν ρούχα σε σχοινιά.

Αδύνατο φαινότανε να φτάσουν να πληρώσουν, 
πιο πιθανά θα έβγαζαν ρίζες, σαν τις ελιές.
Η κούραση μεγάλωνε κι άρχισαν να γκρινιάζουν, 
και από την γκρίνια γρήγορα περάσαν στις βρισιές.

Αρχίσαν τα σπρωξίματα, κλωτσιές, τσιμπιές και φάπες, 
και η ουρά σειότανε, σαν φίδι τρομερό,
τα πράγματα αγρίεψαν, ακούστηκαν κατάρες, 
και στον ταμία έριχναν βλέμμα απειλητικό.

Κι εκεί που ο υπάλληλος ένιωσε μέγα φόβο, 
και τη διαθήκη του άρχισε να γράφει, στα κρυφά,
εκεί, στη μέση της ουράς, ένας κεφάτος τύπος, 
στεκόταν χαμογελαστός και έστελνε φιλιά.

Οι άλλοι τον κοιτάξανε, παράξενος φαινόταν, 
φορούσε ρούχα χαλαρά, κι είχε μακριά μαλλιά,
ήτανε και αξύριστος, δεν φόραγε παπούτσια, 
και είχε κι ένα κέρατο στη μύτη εκεί, μπροστά.

"Πώς είναι έτσι, τούτος 'δω; Για άνθρωπος δε μοιάζει", 
είπαν και τον κοιτάζανε πολύ ερευνητικά.
"Τάχα, γιατί χαμογελά; Τίποτα δεν τον νοιάζει; 
Ή διασκεδάζει που εμείς δεν είμαστε καλά";

"Ψιτ, κύριος, καλέ, εσύ! Γιατί γελάς σαν βλάκας; 
Δεν βλέπεις πως κολλήσαμε εδώ για τα καλά;
Αντί να θες να προχωράς, στέκεσαι σαν το Βούδα, 
και από πάνω ολόγυρα στέλνεις παντού φιλιά"!

"Ειρήνη ημίν", είπε αυτός, "είναι κακό φενγκ σούι 
οι τόνοι να ανεβαίνουνε, και να'χουμε θυμό.
Καλύτερα όλοι αγκαλιά να κάνουμε, αδέρφια, 
να τραγουδήσουμε μαζί, να πιούμε ένα ποτό".

"Όχι κι αδέρφια, με αυτό το κέρατο στη μύτη! 
Πώς νόμισες πως μοιάζουμε, έστω και αμυδρά;
Θα φταίει που είσαι ακούρευτος και πέφτουν τα μαλλιά σου, 
σαν καταρράκτης μαλλιαρός, στα μάτια σου μπροστά".

"Αγάπη, κι όχι πόλεμο, να κάνουμε, σας λέω, 
κι ο κόσμος μας καλύτερος θα γίνει, παρευθύς."
"Τι χαζομάρες είναι αυτές, και από πού σου ήρθαν; 
Σε άλλα μέρη, σ'άλλα αυτιά να πας και να τις πεις".

"Σας λέω, η υπομονή, είναι αρετή μεγάλη, 
κι όποιος την έχει, σίγουρα, χαμένος δεν θα βγει,
το ξέρω εγώ πολύ καλά, χάρη σ'αυτήν και μόνο, 
το είδος μου κατάφερε ως σήμερα να ζει".

"Το είδος σου; Τι εννοείς; Τους άλλους τους μαλλιάδες, 
που παίζουνε χαρούμενα τραγούδια εδώ κι εκεί";
"Είμαι Ιππομονόκερως", είπε τότε εκείνος, 
"ένας από όλους, τους πολλούς, που ζουν πάνω στη γη".

"Τι όνομα είναι αυτό; Σίγουρα απ'το μυαλό σου
το έβγαλες και μας πουλάς φούμαρα διαλεχτά.
Εμείς θα το γνωρίζαμε αν ήτανε αλήθεια,
θα είχαμε δει ντοκυμαντέρ κι όλα τα σχετικά".

"Δε συνηθίζουμε πολύ να βγαίνουμε για βόλτα
εκεί που ζουν οι άνθρωποι, στις πόλεις, στα χωριά.
Σε δάση πράσινα, πυκνά, σε δροσερά ποτάμια,
και σε μέρη ερημικά φτιάχνουμε τη φωλιά".

Όλοι σταθήκαν γύρω του, να τον παρατηρήσουν,
σαν ζώο υπό εξαφάνιση έμοιαζε, τελικά.
Σίγουρα αυτός θα ήτανε από τους τελευταίους
και παρεούλα θα'ψαχνε σε εκείνη την ουρά.

"Γι'αυτό σας λέω, υπομονή", συνέχισε εκείνος,
"χάρη σ'αυτήν γλιτώσαμε εμείς απ'το χαμό,
ενώ όλοι οι μονόκεροι, που ήμαστε και ξαδέρφια,
απ'την πολλή βιασύνη τους, έπεσαν σε γκρεμό".

Το σκέφτηκαν όλοι καλά, βρε, σαν να είχε δίκιο,
ας δείξουνε υπομονή, κι ας είν'προσωρινή!
"Ο επόμενος!" ακούστηκε, τότε, απ'το ταμείο,
κι όλοι σαν να ξυπνήσανε από όνειρο βαθύ.

Κι αφού ο καυγάς ξανάρχισε άγριος, σαν και πρώτα,
κι αφού στα χέρια πιάστηκαν όλοι, σαν παλαιστές,
ο ιππομονόκερως αργά, ξεκίνησε να φύγει,
να αναζητήσει κάπου αλλού ουρές ειρηνικές.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου