Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Με άλλα λόγια

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του δάσους, ζούσε ένα μικρό αγοράκι με τη μαμά του. Η μαμά του το αγαπούσε πολύ το αγοράκι της και ανησυχούσε πολύ μην της κρυώσει. Γι’αυτό και του είχε πλέξει ένα κόκκινο σκουφάκι και το έβαζε να το φοράει συνέχεια. Ο μικρός αγαπούσε κι αυτός πολύ τη μαμά του και δεν ήθελε να την στενοχωρεί. Γι’αυτό και φορούσε συνέχεια το κόκκινο σκουφάκι του, και τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν και τον φώναζαν Κοκκινοσκουφάκη, και ο Κοκκινοσκουφάκης δεν είχε κανέναν φίλο και περνούσε το διάλειμμα μόνος του, κλωτσώντας πέτρες.
     Μια μέρα, η μαμά του Κοκκινοσκουφάκη αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Φώναξε, λοιπόν, τον γιατρό, και εκείνος της έγραψε να παίρνει κάτι χάπια. Μόνο πως τα χάπια αυτά τα είχαν στο φαρμακείο του γειτονικού χωριού, που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του δάσους. Τι να κάνει, λοιπόν, η μαμά, φώναξε τον Κοκκινοσκουφάκη και του είπε να πάει στο γειτονικό χωριό να αγοράσει τα χάπια για να της τα φέρει και να γίνει καλά.
     - Μόνο να προσέχεις πολύ, είπε η μαμά. Να μην χαζεύεις στον δρόμο. Είναι ήδη αργά και δεν θέλω να σε πιάσει η νύχτα μέσα στο δάσος. Να πας γρήγορα, να πάρεις τα χάπια και να γυρίσεις, και να μην μιλήσεις σε κανέναν στον δρόμο.
     - Εντάξει, μαμά, είπε ο Κοκκινοσκουφάκης, αλλά όπως όλος ο κόσμος ξέρει, όταν ένα παιδί λέει εντάξει δεν το εννοεί και έτσι ακριβώς.
     Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ο Κοκκινοσκουφάκης είχε όλη την καλή διάθεση να υπακούσει τη μαμά του. Έφυγε, λοιπόν, τρέχοντας και ύστερα από λίγη ώρα έφτασε στο γειτονικό χωριό. Πήγε στο φαρμακείο, αγόρασε τα χάπια της μαμάς του και  πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
     Επειδή, όμως, ήταν κουρασμένος από το τρέξιμο, τώρα περπατούσε πιο αργά. Ήταν και η μέρα ωραία και σε λίγο ο Κοκκινοσκουφάκης ξεχάστηκε. Έτσι, ύστερα από λίγο έτρεχε χοροπηδώντας μέσα στο δάσος κυνηγώντας πεταλούδες και ψάχνοντας για χελώνες και σαλιγκάρια, και καθόλου δεν σκεφτόταν ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του.
     Ο ήλιος άρχισε να χαμηλώνει στον ουρανό, και το δάσος άρχισε να σκοτεινιάζει. Τα πουλάκια και όλα τα ζώα του δάσους άρχισαν να μαζεύονται στις φωλιές τους. Μόνο τότε ο Κοκκινοσκουφάκης θυμήθηκε την άρρωστη μαμά του και κατάλαβε ότι είχε αργήσει.
     Έτρεξε, λοιπόν, για να γυρίσει γρήγορα, αλλά το δάσος ήταν αρκετά σκοτεινό και δεν μπορούσε να διακρίνει το μονοπάτι. Έψαξε από εδώ, έψαξε από εκεί, τίποτα. Στο μεταξύ, ο ήλιος έδυσε και ο ουρανός σκοτείνιασε τελείως. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε το φεγγάρι, στρογγυλό σαν τα χάπια που είχε αγοράσει στο φαρμακείο. Τι μεγάλο που φαινόταν το φεγγάρι! Και τι όμορφο που ήταν, έτσι ασημένιο μέσα στον κατάμαυρο ουρανό!
     Και τότε ακούστηκε ένας ήχος: Ουουουουουουουου! Ο Κοκκινοσκουφάκης νόμιζε ότι ήταν ο αέρας, αλλά ο αέρας κάνει Βουουοουου και όχι ουουοουου. Ουουουουουουου! ακούστηκε και πάλι και τότε ο Κοκκινοσκουφάκης θυμήθηκε: όταν το φεγγάρι ήταν στρογγυλό έβγαιναν οι λυκάνθρωποι και ούρλιαζαν στο φεγγαρόφωτο.
     Φοβήθηκε πολύ και ευτυχώς που δεν είχε πιει πολύ νερό εκείνη τη μέρα, αλλιώς θα κατουριόταν επάνω του. Τα ουρλιαχτά συνέχιζαν, για την ακρίβεια όχι απλώς συνέχιζαν αλλά γίνονταν και περισσότερα. Πόσοι λυκάνθρωποι να υπήρχαν μέσα στο δάσος;
     Ο Κοκκινοσκουφάκης άρχισε να ψάχνει μέρος για να κρυφτεί, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να δει πού πήγαινε μέσα στο δάσος. Μπορεί να υπήρχε το φεγγάρι, αλλά το δάσος ήταν πολύ πυκνό και το φως του φεγγαριού δεν έφτανε μέχρι μέσα.
     Εκεί που έψαχνε να βρει κρυψώνα, ο Κοκκινοσκουφάκης άκουσε μία φωνή:
     - Ε, εσύ, τι ψάχνεις;
     Γύρισε τρομαγμένος και κοίταξε. Μπροστά του υπήρχε κάποιος, όμως δεν ξεχώριζε ποιος ήταν.
     - Ποιος είσαι εσύ; ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης, παρ’όλη την τρομάρα του.
     - Είμαι φίλος.
     - Τι φίλος;
     - Φίλος. Πώς ξέμεινες τέτοια ώρα μονάχος στο δάσος;
     Και ο Κοκκινοσκουφάκης ξέχασε που του είχε πει η μαμά του να μην μιλήσει σε κανέναν στον δρόμο και του τα είπε όλα του άγνωστου φίλου.
     - Καημένο παιδί, είπε εκείνος, πόσο ταλαιπωρήθηκες! Αν θέλεις, μπορείς να έρθεις μέχρι το σπίτι μου που είναι εδώ παραπέρα, να κοιμηθείς μέχρι το πρωί και ύστερα να φύγεις να πας στη μαμά σου.
     - Εντάξει, είπε ο Κοκκινοσκουφάκης και ακολούθησε τον νέο του φίλο.
     Προχώρησαν λίγο και έφτασαν σε ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί δεν υπήρχαν δέντρα για να εμποδίζουν το φως του φεγγαριού.
     - Γιατί είσαι τόσο τριχωτός; ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης.
     - Για να μην κρυώνω.
     Συνέχισαν να περπατάνε και ύστερα από λίγο έφτασαν σε άλλο ξέφωτο.
     - Γιατί έχεις μυτερά αυτιά; ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης.
     - Επειδή μου τα τραβούσε η μάνα μου όταν ήμουν μικρός.
     Προχώρησαν λίγο ακόμα και τότε ο Κοκκινοσκουφάκης άρχισε να διακρίνει ένα σπιτάκι.
     - Φτάσαμε, είπε ο φίλος.
     - Α, μα γιατί έχεις και τόσο μεγάλο στόμα; ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης.
     - Για να γελάω! είπε ο φίλος, ουουουουουουουουουχαχαχαχα!.....
     Και τότε ο Κοκκινοσκουφάκης κατάλαβε ότι ο φίλος ήταν λυκάνθρωπος. Το αίμα του πάγωσε και δεν μπορούσε να κουνηθεί.
     - Μη φοβάσαι, του είπε ο λυκάνθρωπος, δεν θα σε πειράξω. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Εμένα μου αρέσει μόνο να κάνω αστεία και να γελάω. Οι άλλοι λυκάνθρωποι με κοροϊδεύουν και δεν έχω κανέναν φίλο.
     - Και εμένα με κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά που φοράω το σκουφί που μου έφτιαξε η μαμά μου, είπε ο Κοκκινοσκουφάκης.
     - Θέλεις να γίνουμε φίλοι; ρώτησε ο λυκάνθρωπος.
     - Ναι, αμέ, είπε ο Κοκκινοσκουφάκης. Πώς σε λένε;
     Και έτσι ξεκίνησε μία φιλία περίεργη, μία φιλία ασυνήθιστη, αλλά και τόσο αναγκαία για τα δύο μοναχικά πλάσματα, που από τότε έγιναν πραγματικά αχώριστοι.
     Και η μαμά του Κοκκινοσκουφάκη τι έγινε; Α, η μαμά πήρε τα χάπια και έγινε καλά και τόση ήταν η χαρά της που ο γιος της απόκτησε έναν φίλο, έστω και λυκάνθρωπο, που έπλεξε ένα κόκκινο σκουφάκι και για εκείνον.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Επαγγελματική ευκαιρία



     Ο διευθυντής της εφημερίδας σήκωσε το τηλέφωνο.
     - Θα πιείτε καφέ; ρώτησε.
     - Ευχαριστώ, αλλά έχω ήδη πιει, απάντησε ο Πινόκιο.
     - Μερόπη, φέρε μου, σε παρακαλώ, τον καφέ μου και δύο ποτήρια νερό.
     Έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Όπως σας έλεγα, λοιπόν, η "Αλήθεια" για εμένα είναι κάτι περισσότερο από εργασία, είναι η κληρονομιά του πατέρα μου, και γι'αυτό δε θα ήθελα ποτέ να ξεπέσει. Είναι το προσωπικό μου στοίχημα, αν θέλετε, να διατηρήσει την αναγνωσιμότητά της και να παραμείνει στις πρώτες θέσεις της δημοσιογραφίας. 
     Ο Πινόκιο κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
     - Συνεπώς, συνέχισε ο διευθυντής, δεν μπορώ να αφήσω τίποτα στην τύχη και φροντίζω να ελέγχω τα πάντα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να εργάζομαι ατελείωτες ώρες, και να μη με βλέπει το σπίτι μου.
     Ο Πινόκιο δε μίλησε.
     - Φυσικά, δεν έχω την ίδια απαίτηση από τους συνεργάτες μου, ίσα-ίσα που καταλαβαίνω ότι υπάρχουν και υποχρεώσεις εκτός δουλειάς, αλλά, από ό,τι διαβάσατε και στην αγγελία, η αφοσίωση είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που εκτιμώ ιδιαίτερα σε έναν συνεργάτη.
     Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Μία ηλικιωμένη, ελαφρώς καμπουριασμένη, γυναίκα με ένα δίσκο στα χέρια της εμφανίστηκε. Φορούσε ένα σκουρόχρωμο ταγιέρ και είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Η ηλικιωμένη πήγε αργά μέχρι το γραφείο. Ο δίσκος έτρεμε και το περιεχόμενό του κροτάλιζε ελαφρά.
     - Πάλι σου χύθηκε ο καφές, παρατήρησε ο διευθυντής.
     - Λεφτά θα πάρεις, αποκρίθηκε εκείνη.
     Η ηλικιωμένη γυναίκα έφυγε σέρνοντας τα πόδια της και έκλεισε πίσω της την πόρτα.
     - Αυτό εννοώ, όταν μιλάω για αφοσίωση, είπε ο διευθυντής, δείχνοντας προς την πόρτα. Η κυρία Μερόπη δουλεύει εδώ από όταν ήμουν παιδί, την κληρονόμησα, κατά κάποιον τρόπο, μαζί με την εφημερίδα και δεν μπορώ να διανοηθώ το γραφείο χωρίς εκείνη. Θα μπορούσε να έχει βγει στη σύνταξη εδώ και χρόνια, κι όμως εκείνη βρίσκεται πάντα εδώ, πιστή σαν τον Άργο του Οδυσσέα. 
     Ο διευθυντής πήρε το φλυτζανάκι με το μισοχυμένο καφέ μπροστά του και ύστερα έπιασε ένα πακέτο με τσιγάρα, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του.
     - Σας πειράζει αν καπνίσω; ρώτησε τυπικά, ενώ άνοιγε το πακέτο.
     Μια έκφραση τρόμου είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του Πινόκιο.
     - Μα εσείς ασπρίσατε! είπε ο διευθυντής και έμεινε με το χέρι που κρατούσε τον αναπτήρα μετέωρο. Τι σας συμβαίνει;
     - Ξέρετε, είπε ο Πινόκιο, έχω μια ανεξήγητη φοβία με τις φωτιές, όσο μικρές κι αν είναι. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω.
     - Αλήθεια; Τι μου λέτε! 
     - Ναι, να φανταστείτε, ούτε τη θέα του καπνού δεν αντέχω.
     - Κάποιο παιδικό τραύμα, ενδεχομένως;
     - Δεν ξέρω, μπορεί.
     - Εντάξει, λοιπόν, δεν θα καπνίσω, δε χάθηκε και ο κόσμος. Ας έρθουμε στο θέμα μας. Μιλήστε μου για εσάς.
     - Δε μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου, είπε ο Πινόκιο και έξυσε ελαφρά τη μύτη του, εξάλλου τα λέει όλα το βιογραφικό μου.
     Ο διευθυντής έπιασε στα χέρια του το βιογραφικό και στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά του, που είχαν γλιστρήσει λίγο.
     - Ναι, το διάβασα και είναι αρκετά εντυπωσιακό, είπε. Σπουδές στις πολιτικές επιστήμες, μεταπτυχιακά στα οικονομικά, σπουδές δημοσιογραφίας, και όλα αυτά σε πανεπιστήμια της Ιταλίας...
     - Ναι, εκεί γεννήθηκα.
     - Στην Ιταλία; Α, ωραία χώρα!
     - Ναι.
     - Είχα πάει πριν από κάποια χρόνια, για να πάρω συνέντευξη από τον Πάπα.
     - Αλήθεια;
     - Για να είμαι ειλικρινής, όχι ακριβώς. Αλλά τότε τα είχα με μια ανερχόμενη τραγουδίστρια και της είχα υποσχεθεί ρομαντικό ταξιδάκι στην αιώνια πόλη.
     - Δεν καταλαβαίνω: και ο Πάπας τι σχέση είχε με αυτό;
     - Δεν μπορούσα να πω την αλήθεια στη γυναίκα μου, έπρεπε να βρω μια δικαιολογία.
     - Α, μάλιστα! Και με τη συνέντευξη τι έγινε;
     - Τι να γίνει; Ούτε στο μπαλκόνι του δεν τον είδα τον Πάπα! Έκανα, όμως, ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στις γέφυρες του Τίβερη, μεγάλη επιτυχία!
     - Και στη γυναίκα σας τι είπατε; 
     - Την αλήθεια: ότι τελικά δεν κατάφερα να τον δω τον Πάπα.
     - Όλα καλά, λοιπόν... Και η ανερχόμενη;
     - Η ανερχόμενη δεν είναι πλέον ανερχόμενη. Έχει γίνει πρώτο όνομα και τραγουδάει στις μεγαλύτερες πίστες. Στις τελευταίες εκλογές, δε, της πρότειναν και συνεργασία με ένα από τα μεγάλα κόμματα... Ας επανέλθουμε, όμως, στο βιογραφικό σας. Βλέπω εδώ ότι έχετε εργαστεί και στην τηλεόραση.
     - Ναι, είπε ο Πινόκιο, είχα την ευθύνη του πολιτικού ρεπορτάζ στο δελτίο ειδήσεων της RAI. Αλλά, το βλέπετε, εξάλλου, και στο βιογραφικό, δεν χρειάζεται να τα επαναλαμβάνω εγώ.
     - Ναι, ναι, το βλέπω... σας συμβαίνει κάτι; Γιατί ξύνεστε;
     - Δεν είναι τίποτα, αλλεργίες...
     - Α, ξέρω, έχω κι εγώ, στις αντζούγιες και στα αμύγδαλα. Τούμπανο γίνομαι άμα φάω. Με πιάνει δύσπνοια, κλείνει ο λαιμός μου, βραχνιάζει η φωνή μου, με πιάνει βήχας... Δράμα η κατάσταση! Ευτυχώς, έχω πάντα κοντά μου αντιισταμινικά, για παν ενδεχόμενο. 
     Άνοιξε ένα συρτάρι στα αριστερά του και έβγαλε ένα κουτάκι με χάπια.
     - Για του λόγου το αληθές, είπε και ξανάβαλε το κουτάκι στο συρτάρι. Έχω και ένεση αδρεναλίνης, πρόσθεσε. 
     Ο Πινόκιο ένευσε με το κεφάλι.
     - Εργαστήκατε, βλέπω, και στην Corriere de la sera, συνέχισε ο διευθυντής.
     - Μ...άλιστα.
     - Τρία χρόνια... μα, δε μου λέτε, έτσι ακριβώς ήταν η μύτη σας όταν ήρθατε;
     - Τι εννοείτε; είπε ο Πινόκιο και κάλυψε τη μύτη του βιαστικά με το χέρι του.
     - Μην τρομάζετε, δεν έχει τίποτα, απλώς είναι - πώς να το πω; - αρκετά εντυπωσιακή. Θα σας το έχουν ξαναπεί, άλλωστε. Μία τέτοια μύτη δεν περνάει ποτέ απαρατήρητη.
     - Μάλλον, είπε ο Πινόκιο και κατέβασε το χέρι του.
     Ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.
     - Περάστε! είπε ο διευθυντής.
     Ένας νέος άντρας μπήκε στο γραφείο κρατώντας ένα λάπτοπ.
     - Έτοιμο το αυριανό φύλλο, κύριε Διευθυντά, είπε ο νεαρός και πλησίασε στο γραφείο του. Σας έφερα να δείτε το πρωτοσέλιδο.
     - Α, ωραία, ευχαριστώ, είπε ο διευθυντής, και πήρε στα χέρια του το λάπτοπ. Μα, πώς ανοίγει αυτός ο διάολος;
     - Χρειάζεστε βοήθεια; ρώτησε ο νεαρός. Ορίστε, πατήστε εδώ.
     - Δε θα τη μάθω ποτέ τη νέα τεχνολογία... Χμμμ, για να δούμε, λοιπόν, α, καλό φαίνεται. "Αποκάλυψη τώρα: στα άδυτα του χρηματοκιβωτίου του Σκρουτζ Μακ Ντακ". Μη μου πεις ότι μπήκαμε στο χρηματοκιβώτιο του Σκρουτζ Μακ Ντακ;
     - Όχι μέσα, αλλά έχουμε φωτογραφία της εισόδου.
     - Ναι, αλλά τι σας έχω πει; Μην τα δίνουμε όλα από τον τίτλο! Άσε που αν δει το όνομά του ο Σκρουτζ Μακ Ντακ, θα μας κάνει μήνυση...
     - Πού να το δει, καλέ; Αφού με τόση οικονομία που κάνει δεν αγοράζει εφημερίδες.
     - Δεν αγοράζει, αλλά διαβάζει δωρεάν τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα. Θα μας κάνει μήνυση, σου λέω! 
     - Σιγά μην ξοδέψει λεφτά για να μας κάνει μήνυση! 
     - Εσείς οι νέοι νομίζετε πως τα ξέρετε όλα! Σε πληροφορώ ότι έχει έναν ψωμόλυσσα δικηγόρο που τον πληρώνει με κουπόνια φαγητού της φοιτητικής εστίας των ΤΕΙ.
     - Και λοιπόν;
     - Για έναν δίσκο με φακές, σαλάτα, τυρί και μήλο, του κάνει μέχρι και κωλοτούμπες.
     - Καλά, και πού τα βρίσκει ο Σκρουτζ τα κουπόνια φαγητού;
     - Τον είχαν κάνει επίτιμο διδάκτορα κάποτε και διατήρησε τον τίτλο του. Αλλά, ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας: το όνομα του Σκρουτζ βγαίνει από τον τίτλο, δεν το συζητάω! "Αποκάλυψη τώρα: στα άδυτα του χρηματοκιβωτίου πασίγνωστου μεγιστάνα", αρκεί. Αλήθεια, με εκείνες τις τόπλες φωτογραφίες της Κλάραμπελ τι έγινε;
     - Τις έχουμε έτοιμες για το επόμενο φύλλο.
     - Κοιτάξτε μην μπερδευτείτε πάλι και τις βάλετε μαζί με τα αθλητικά... "Οι 10 τοπ προορισμοί για το καλοκαίρι", αυτό τι είναι;
     - Το αφιέρωμα στα ελληνικά νησιά που έχουμε ετοιμάσει. Το εγκρίνατε την προηγούμενη εβδομάδα, θυμάστε;
     - Ναι, αλλά τι τίτλος είναι αυτός; Ποιος θα θέλει να αγοράσει την εφημερίδα έτσι; "Το καλοκαίρι του τρόμου. Σοκ και δέος", αυτόν τον τίτλο να βάλετε!
     - Και τι θα γράφει το άρθρο;
     - Τα ίδια που γράφει και τώρα.
     - Και τι σχέση έχει αυτός ο τίτλος με το περιεχόμενο του αφιερώματος;
     - Άμεση. Προσθέστε δυο-τρεις παραγράφους στο τέλος για τις μωβ μέδουσες και για την ακρίβεια στη βενζίνη, τα εισιτήρια, τα καταλύματα και τα εστιατόρια, και έτοιμο! Δεν προκαλούν σοκ και δέος όλα αυτά σε έναν οικογενειάρχη που ονειρεύεται μερικές μέρες διακοπών σε κάποιο ελληνικό νησί;
     - Έχετε δίκιο, κύριε Διευθυντά...
     - Μα, όλα εγώ θα σας τα λέω; Και αυτό εδώ τι είναι;
     - "Η Άριελ χωρίς ίχνος ρετούς - αποκλειστικές φωτογραφίες". Επάνω αριστερά δεν είχατε πει να μπει;
     - Ναι. Βγήκαν καλές οι φωτογραφίες;
     - Αρκετά καλές, αλλά, τελικά, χρειάστηκε να κάνουμε και λίγο ρετούς. Η γωνία λήψης δημιουργούσε περίεργες σκιές που θύμιζαν προγούλι.
     - Ε, και; Αφού έχει παχύνει, δεν έχει παχύνει;
     - Ναι, αλλά δεν έχει προγούλι. Μην ανησυχείτε, όμως, της φαρδύναμε λίγο τους γοφούς...
     - Πόσο λίγο;
     - Ελάχιστα. Ίσα που να αντισταθμίσουμε το ρετούς στο προγούλι.
     - Φιρί-φιρί το πάτε να τη φάμε τη μήνυση.
     - Μην ανησυχείτε, έτσι όπως της φτιάξαμε τους γοφούς φαίνεται πολύ πιο σέξι, θα μείνει και ικανοποιημένη.
     - Τέλος πάντων. Να κάνετε τις διορθώσεις που είπα και να πάει τυπογραφείο αμέσως.
     - Μάλιστα. 
     Ο νεαρός έφυγε και έκλεισε την πόρτα. Ο διευθυντής κοίταξε τον Πινόκιο και αναστέναξε.
     - Όλα από τα χέρια μου περνάνε, αλλά τι να γίνει; Ας επανέλθουμε, όμως, στη συνέντευξή σας. Το βιογραφικό σας είναι εντυπωσιακό, όπως σας έλεγα, και θα ήθελα να σας προσλάβω δοκιμαστικά, αφού προηγουμένως σας τονίσω ότι όλοι εδώ τιμάμε το όνομα της εφημερίδας μας και με το παραπάνω: η αλήθεια είναι πάνω απ'όλα.
     - Συμφωνώ, είπε ο Πινόκιο και έξυσε λίγο τη μύτη του.
     - Η αλλεργία σας πάλι; ρώτησε ο διευθυντής.
     - Ναι.
     - Μα η μύτη σας είναι πραγματικά πολύ μεγάλη, είστε σίγουρος ότι ήταν τόση προηγουμένως;  
     - Μ...ναι...
     - Τι έγινε μόλις τώρα; 
     - Δεν ξέρω, είπε ο Πινόκιο.
     Η μύτη του πλησίασε απειλητικά τη μύτη του διευθυντή. 
     - Πώς δεν ξέρετε; Δεν το βλέπετε κι εσείς ότι η μύτη σας μεγαλώνει; Μπροστά στα μάτια σας βρίσκεται!
     Ο Πινόκιο δεν ήξερε τι να πει.     
     - Νομίζω πως η συνέντευξή μας έφτασε στο τέλος της, είπε έντρομος ο διευθυντής. Θα σας ειδοποιήσουμε...
     - Ω, ποιον κοροϊδεύουμε; είπε ξεφυσώντας ο Πινόκιο. Το ξέρουμε κι οι δυο πολύ καλά ότι δε θα με προσλάβετε!
     - Όχι,.. δεν... δηλαδή, μου είστε συμπαθέστατος, αλλά η μύτη σας είναι ιδιαίτερα... επιθετική, μήπως να σκεφτόσασταν σοβαρά μια ρινοπλαστική;
     - Ας είναι, θα σας πω όλη την αλήθεια. Έχω μία σπάνια ιδιαιτερότητα: η μύτη μου μεγαλώνει κάθε φορά που λέω κάποιο ψέμα, ορίστε, το είπα!
     - Πρώτη φορά ακούω κάτι τόσο εξωφρενικά παράξενο.
     - Κι όμως, είναι η αλήθεια...
     - Και, δηλαδή, τόσην ώρα με έχετε φλομώσει στα ψέματα;
     - Απλώς πείραξα λίγο το βιογραφικό μου. Ούτε σπουδές έχω κάνει, ούτε έχω δουλέψει σε μεγάλες εφημερίδες, ούτε στην τηλεόραση. Αλλά ήθελα πολύ να εργαστώ ως δημοσιογράφος, και ήλπιζα να μου δοθεί μία ευκαιρία στην εφημερίδα σας.
     Ο διευθυντής ήπιε λίγο νερό και ανάσανε αργά. Είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.
     - Βλέπω ότι η μύτη σας μικραίνει και πάλι, έτσι γίνεται; ρώτησε.
     - Ναι, μικραίνει όταν λέω αλήθεια και μεγαλώνει όταν λέω ψέματα.
     - Μα τότε θα σας είναι σχεδόν αδύνατο να κρυφτείτε!
     - Είναι.
     Η μύτη του Πινόκιο είχε γίνει ξανά σχεδόν φυσιολογική σε μέγεθος. Ο διευθυντής αναστέναξε.
     - Κοιτάξτε, μου είστε πολύ συμπαθής και θα ήθελα να σας δώσω μια ευκαιρία. Φαντάζομαι ότι θα μπορείτε να δουλέψετε στην εφημερίδα μας, αρκεί, βέβαια, να περιοριστείτε στο να γράφετε μόνο την αλήθεια, τι λέτε;
     - Έχω μία έμφυτη ροπή προς το ψέμα.
     - Α, μα δε βοηθάτε και εσείς!
     - Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής. Δεν πειράζει, σας ευχαριστώ πολύ για την καλή σας πρόθεση. Καλή σας μέρα.
     Ο Πινόκιο άπλωσε το χέρι του για να χαιρετήσει το διευθυντή.
     - Μισό λεπτό, είπε εκείνος. Με τη μυθοπλασία τι σχέση έχετε;
     - Δεν έχω ασχοληθεί ποτέ.
     - Ξέρετε, εδώ και λίγο καιρό σκέφτομαι να εμπλουτίσω την εφημερίδα με μία στήλη μυθοπλασίας και αναζητούσα συνεργάτη. Μη φανταστείτε κάτι απαιτητικό, ένα μονόστηλο κείμενο 150 λέξεων περίπου, έτσι, για την τέρψη των αναγνωστών. Τι θα λέγατε να το αναλαμβάνατε εσείς; Θα μπορείτε να γράφετε ό,τι θέλετε, χωρίς κανέναν περιορισμό, εκτός από αυτόν του αριθμού των λέξεων.
     - Σοβαρολογείτε; Υπάρχει τέτοια περίπτωση; Θα μου δώσετε αυτή την ευκαιρία;
     - Θα σας τη δώσω. Αλλά πείτε μου: η μύτη σας μεγαλώνει μόνο όταν λέτε ψέματα ή και όταν γράφετε;
     - Δεν το έχω προσέξει.
     - Εντάξει, τότε. Θα εργάζεστε για εμάς, αλλά - για καλό και για κακό - δεν θα έχετε γραφείο στην εφημερίδα. Τα κείμενά σας θα τα γράφετε στο σπίτι σας και θα μας τα στέλνετε μέσω μέιλ. Δε θα ήθελα σε καμία περίπτωση να σας πετύχει κάποιος επάνω στον... οίστρο σας. Και, κυρίως, δε θα ήθελα να σας δει η κυρία Μερόπη, είναι μεγάλη, η καημένη, έχει και την καρδιά της, καταλαβαίνετε...
     - Καταλαβαίνω, είπε ο Πινόκιο. Πότε ξεκινάω;

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Εννέα χρόνια και εννέα μέρες

 

     Η Πίπη κοιτάζει το ημερολόγιο και συλλογιέται.
     - Εννέα χρόνια και εννέα μέρες, σκέφτεται. Βρε, πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια; Πότε ήταν που τα μάτια μου έβλεπαν κοντά λες και ήταν μικροσκόπια; Πότε ήταν που δύο βραδιές με γιαούρτι σήμαιναν δύο κιλά μείον;
     Εννέα χρόνια και εννέα μέρες, λοιπόν, όλα στη Χώρα του διαμερίσματος και στις όμορές της χώρες της μπροστινής και της πίσω βεράντας. Και πόσα ταξίδια δεν ξεκίνησαν μέσα σε αυτές τις χώρες! Ταξίδια μικρά, ταξίδια μεγάλα, ταξίδια στο μικρόκοσμο, ταξίδια στο διάστημα, σε δάση, βουνά, λίμνες, ποτάμια, ζούγκλες... Συνομιλίες με λουλούδια, δέντρα, ζώα, έντομα, αλλά και ανθρώπους...
     Και τότε είναι που η Πίπη συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν και άπειρα, μακρινά ταξίδια που έχει κάνει χωρίς καν να κουνηθεί από τη θέση της. Επειδή, δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, εκτός από τους πιστούς ακολούθους της, που ποζάρουν καμαρωτοί στις κερκίδες της Οξείας Γλωσσοπάθειας (ογδόντα ένας νοματαίοι, την στιγμή που μιλάμε), υπάρχουν και πολλοί άλλοι, προφανώς, που την παρακολουθούν κρυμμένοι πίσω από ορθάνοιχτες εφημερίδες, φορώντας σκούρα γυαλιά.
     Είναι όλοι εκείνοι που δεν φαίνονται στις κερκίδες, αλλά που η Πίπη μπορεί και βλέπει τα ίχνη τους στα στατιστικά του μπλογκ. Και τα ίχνη των αναγνωστών που βλέπει η Πίπη δεν της αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία: η Πίπη είναι πολύ ταξιδιάρα! Έτσι, εκτός από όλα τα πέρατα της Ελλάδας, η Πίπη έχει "ταξιδέψει": στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σουηδία, την Ουκρανία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, τον Καναδά, την Ινδονησία, την Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Ρουμανία, την Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σιγκαπούρη, την Ιαπωνία, την Πολωνία, τις Φιλιππίνες, το Βέλγιο, το Βιετνάμ, το Λουξεμβούργο, το Ιράν, τη Νότια Κορέα, την Σλοβακία, την Αυστραλία, το Ισραήλ, την Τσεχία, την Πορτογαλία, το Χονγκ Κονγκ, την Ελβετία, την Βραζιλία, την Αίγυπτο, την Ιταλία, το Μεξικό, το Πακιστάν, την Κίνα, το Περού, την Ινδία, τη Δανία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Μολδαβία, την Ισπανία, την Αργεντινή, τη Βενεζουέλα, την Ουρουγουάη, τη Χιλή, τη Νότια Αφρική, το Μαρόκο, τη Νιγηρία, την Αλγερία, την Κύπρο, τη Νορβηγία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Φινλανδία, αλλά και σε μία περιοχή που δεν εμφανίζεται στο χάρτη και αποδίδεται από τον blogger ως άγνωστη περιοχή, αφήνοντας υπόνοιες και για ταξίδια της Πίπης είτε στο διάστημα είτε στο υπερπέραν!
     Τζετ λαγκ την έπιασε την Πίπη από τα τόσα ταξίδια που έκανε και κάνει. Και φαντάζεται την υποδοχή που της επιφυλάσσει κάθε αναγνώστης που την καλεί, κατά κάποιον τρόπο, να του διηγηθεί τα όσα της συμβαίνουν. Πιθανότατα θα την υποδέχεται με μία αχνιστή κούπα καφέ στο χέρι (ίσως όχι στην Αγγλία - εκεί πιθανώς θα την περιμένει με τσάι και βουτήματα -, αλλά στην Βραζιλία σίγουρα), ή μπορεί να την υποδέχεται καθισμένος σε μία αναπαυτική πολυθρόνα, δίπλα σε ένα ανοιχτό, φωτεινό παράθυρο, με μια ανάλαφρη κουρτίνα που χορεύει στον αέρα. Μπορεί να έχει δίπλα του ένα μισάνοιχτο βιβλίο, με σελιδοδείκτη ή χωρίς, ή μπορεί να έχει στα πόδια του ένα αγαπημένο κατοικίδιο. Μπορεί να είναι άρρωστος, ανακαθισμένος σε ένα κρεβάτι, και να τρώει ζεστή σουπίτσα ή να πίνει κάποιο χρωματιστό χαπάκι. Μπορεί να κάνει ένα διάλειμμα από τη δουλειά του και το βλέμμα του να ταξιδεύει μακριά, πίσω από αστραφτερούς ουρανοξύστες, ή να χαζεύει κάποια επιβλητική, χιονισμένη βουνοκορφή στο βάθος, να ακολουθεί ένα κοπάδι ταξιδιάρικες χήνες στον ουρανό ή να μπερδεύεται σε ένα κοπάδι παιχνιδιάρικα σύννεφα, που αλλάζουν σχήματα σε ένα ουράνιο καρουζέλ. Μπορεί να είναι ένα κρύο πρωινό και να χουχουλιάζει στο κρεβάτι του κοιτάζοντας τα θολά τζάμια, ή μπορεί να είναι ένα παγωμένο, χειμωνιάτικο βράδυ και να την υποδέχεται δίπλα στο αναμμένο τζάκι, με ψημένα κάστανα και γλυκό κρασί. Μπορεί να κάνει ζέστη και να την υποδέχεται σε μία σκιερή βεράντα, πίνοντας μυρωδάτη, δροσερή λεμονάδα, ή κάτω από μία μεγάλη ομπρέλα θαλάσσης, ακούγοντας τη χαλαρωτική μουσική των κυμάτων. 
     Και η Πίπη νιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλους τους αναγνώστες της Οξείας Γλωσσοπάθειας, ορατούς και "αόρατους", που την έχουν πάρει μαζί τους σε όλα αυτά τα θαυμαστά μέρη. Και θέλει να ευχαριστήσει όλον αυτόν τον κόσμο που την "προσκαλεί" στο σπίτι του ή στη δουλειά του - ή όπου αλλού, τέλος πάντων -, στέλνοντας ευχαριστήριες κάρτες, μόνο που δεν ξέρει τις διευθύνσεις, και οι κάρτες τελικά στοιβάζονται η μία επάνω στην άλλη. 
     Ακόμα και έτσι, όμως, η Πίπη αισθάνεται πάρα πολύ τυχερή. Τυχερή επειδή μπόρεσε να ταξιδέψει σε τόσα μέρη και να γίνει κοσμοπολίτισσα. Τυχερή επειδή ο δρόμος που ξεκίνησε πριν από εννέα χρόνια και εννέα μέρες δεν έχει φτάσει σε αδιέξοδο, αλλά συνεχίζεται και συνεχίζεται... Και μπορεί μερικές φορές το οδόστρωμα να είναι λίγο ταλαιπωρημένο, και παντού να χάσκουν λακκούβες και ίσως και τρύπες, μπορεί να υπάρχουν πεσμένοι κορμοί ή πεσμένα ηλεκτρικά καλώδια, μπορεί κάποιο μονοπάτι να το έχει καλύψει πυκνή βλάστηση, αλλά αν συνεχίσει να περπατάει αργά και προσεκτικά, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μπορέσει να αποφύγει τις παγίδες και να προχωρήσει πολύ παραπέρα. Ποιος ξέρει τι την περιμένει κάτω από εκείνο εκεί το κουτσομπόλικο πλατάνι; Ποιος ξέρει τι θα συναντήσει επάνω σε εκείνο εκεί το ψηλομύτικο βουνό; Άραγε, τι θα μάθει πίσω από εκείνα εκεί τα χρυσαφιά τα σύννεφα;
     Το βλέμμα της Πίπης πέφτει τώρα επάνω στις κάρτες, που - γραμμένες με καλλιγραφικά γράμματα - στοιβάζονται η μία επάνω στην άλλη, και νιώθει μια μεγάλη σιγουριά: ότι θα βρεθεί ο τρόπος και ότι θα έρθει η στιγμή που οι κάρτες θα φτάσουν στους παραλήπτες τους. Και τόσο μεγάλη είναι αυτή η σιγουριά, που η Πίπη πασπαλίζει τις κάρτες και με λίγη χρυσόσκονη, ξέρετε, από εκείνη που αιωρείται κατά καιρούς στη Χώρα του διαμερίσματος.