Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Αυτό που πραγματικά την εκνεύριζε

 


     - Αυτό να πάρεις, σου πάει τέλεια! είπε η μία φίλη στην άλλη.
     - Α, μπα, δε νομίζω... Το κίτρινο με χλωμιάζει.
     - Δεν έχεις δίκιο, αυτό το συγκεκριμένο κίτρινο δε σε χλωμιάζει καθόλου.
     - Όχι, όχι, μην επιμένεις. Εγώ θέλω ένα φόρεμα, να το φοράω και να κάνω σαματά. Ενώ με αυτό, το πολύ-πολύ να μοιάζω σαν να πάσχω από αβιταμίνωση...
     - Τι να πω, εσύ ξέρεις καλύτερα... 
     - Το θέλω για την επέτειο, σου είπα. Θέλω κάτι πιο εντυπωσιακό.
     - Αυτό εδώ, πώς σου φαίνεται;
     - Αυτό, μάλιστα, είναι ένα φόρεμα που σίγουρα θα κάνει σαματά. Θα ξετρελλαθεί ο Αποστόλης!
     - Σίγουρα. Αν και είναι ήδη τόσο ξετρελλαμένος μαζί σου, που δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα παραπάνω γι'αυτό!
     - Φαίνεται, ε;
     - Αν φαίνεται λέει! Στα μάτια σε κοιτάζει!
     - Ναι, το μωρό μου, δεν είναι γλύκας;
     - Ναι! Αν δεν ήταν και παντρεμένος, βέβαια, θα ήταν ακόμα καλύτερα.
     - Ναι, ο γλυκούλης μου... Αλλά θα τη χωρίσει τη γυναίκα του, δεν την αντέχει άλλο, μου το είπε!
     - Πρόσεχε, έτσι σου έλεγε και ο Γεράσιμος, ότι ήταν στα χωρίσματα, αλλά αντί να τρέχει στους δικηγόρους έτρεχε με τη γυναίκα του στους γιατρούς για εξωσωματική! Για να μη μιλήσω για το Μιχάλη, που υποτίθεται ότι θα ζητούσε διαζύγιο, αλλά όχι μόνο δε ζήτησε διαζύγιο, αλλά εκτός από εσένα τα είχε και με εκείνη την αεροσυνοδό!
     - Τι πας και θυμάσαι τώρα! Ο Γεράσιμος και ο Μιχάλης δεν ήταν εντάξει, ο Αποστόλης, όμως, είναι κύριος! Τι τρως;
     - Μαστίχα, θέλεις;
     - Όχι.
     - Λοιπόν, το αποφάσισα: αυτό θα πάρω. Θα βάλω και τα σέξι μου τα πέδιλα, θα βάλω και το μενταγιόν που μου πήρε το μωρό μου, κούκλα θα είμαι για την επέτειο!
     - Πού θα σε πάει;
     - Μου είπε ότι θα μου κάνει έκπληξη.
     - Έτσι σου είχε πει και ο Βασίλης - θυμάσαι; - και πήγατε για ρομαντικό διήμερο στα Καλάβρυτα και βρεθήκατε μούρη με μούρη με τη γυναίκα του, που είχε πάει για σκι με την κολλητή της. Θα μου πεις, βέβαια, ότι ο Βασίλης σού παρίστανε και τον ανύπαντρο, οπότε, όπως και να το κάνεις, την έκπληξη σου την έκανε... 
     - Ώχου, τι σε έπιασε; Μήπως ζηλεύεις;
     - Εγώ; Είσαι με τα καλά σου; Απλώς, σου τα θυμίζω για να προσέχεις.
     - Μην ανησυχείς, προσέχω!
     - Και τις προηγούμενες φορές πρόσεχες, υποτίθεται, αλλά την πάτησες.
     - Προσέχω, σου λέω!
     - Ό,τι πεις... Ώστε θα σου κάνει έκπληξη για την επέτειο; Τι γλυκό!
     - Ναι! Βέβαια, η επέτειός μας είναι την Κυριακή, αλλά ο Αποστόλης δεν μπορεί την Κυριακή, τις Κυριακές τις περνάνε στα πεθερικά του, είναι και η πεθερά του πολύ άρρωστη...
     - Και του Βαγγέλη ήταν άρρωστη η πεθερά του και...
     - Μην ανακατεύεις το Βαγγέλη, ο Βαγγέλης ήταν άλλη περίπτωση!
     - Απλώς, είπα...
     - Να μη λες!
     - Εντάξει...
     - Τι θέλεις, δηλαδή, να πεθάνει η πεθερά του και να έχω τύψεις στη συνείδηση, επειδή δεν τον άφησα να πάει στο Κυριακάτικο τραπέζι; Αφού είναι πολύ άρρωστη, σου λέει, τη βγάζει δεν τη βγάζει...
     - Μη με παρεξηγείς, εγώ το καλό σου θέλω!
     - Ναι, αλλά λες κάτι πράγματα! Αφού θα τη γιορτάσουμε την επέτειό μας, δε θα τη γιορτάσουμε;
     - Και πότε θα τη γιορτάσετε;
     - Την Παρασκευή το βράδυ η γυναίκα του θα πάει στο σπίτι μιας φίλης της για χαρτάκι, οπότε το πεδίο θα είναι εντελώς ελεύθερο... 
     - Το λες και ξεφτίλα...
     - Δίκιο έχεις, ντροπή της να χαρτοπαίζει και να μη νοιάζεται ούτε για τον άντρα της, ούτε για τη μάνα της που πεθαίνει... 
     - Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό, αλλά ναι, εντάξει, ντροπή της... Και, δηλαδή, δεν κατάφερες να τον ψαρέψεις και να μάθεις πού θα σε πάει;
     - Τι να καταφέρω; Όταν θέλει να κρατήσει κάτι μυστικό, δεν του παίρνεις κουβέντα! Χρυσό τον έκανα να μου δώσει κάποιο στοιχείο, άδικος κόπος. Αν και κάτι πήρε το αυτί μου τις προάλλες που έλεγε στο τηλέφωνο, κάπως χαμηλόφωνα, κάτι σαν "τσιαπάτα" ή "τα πιάτα", δεν μπόρεσα να καταλάβω...
     - Τσιαπάτα; Τα πιάτα; Μήπως είπε "Τραβιάτα";
     - Τρα-τί;
     - Τραβιάτα.
     - Τι είναι αυτό; Το τσιαπάτα και τα πιάτα ξέρω τι είναι, και μάλιστα ταιριάζουν με αυτό που φαντάζομαι, κάποιο κέντρο διασκέδασης, προφανώς, αλλά αυτό το... τραβιάτα τι είναι; Κάποια σπεσιαλιτέ; Ελπίζω να μη είναι καμιά γκουρμεδιά και βγάλω τα άντερά μου! Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τραβιάτα είπε, έχεις δίκιο, το θυμήθηκα. 
     - Χμμμ...
     - Τι να είναι αυτό το τραβιάτα; Ή, μάλλον, το τραβιάτο, τραβιάτα πρέπει να είναι στον πληθυντικό...
     - Τραβιάτα είναι όνομα όπερας.
     - Όπερας; Εννοείς αυτό που τσιρίζουν μετά μουσικής;
     - Αυτό εννοώ.
     - Δεν το πιστεύω! Αφού ο Αποστόλης το ξέρει ότι εμένα μου αρέσουν τα μπουζούκια!
     - Ε, θα ήθελε κάτι διαφορετικό για την επέτειο.
     - Χαλάστηκα τώρα! Τι φοράνε εκεί πέρα; Ζιβάγκο; Κάνει αυτό το φόρεμα ή πρέπει να βάλω κάτι άλλο;
     - Θα σε στενοχωρήσω, αλλά νομίζω ότι το κίτρινο ταιριάζει καλύτερα...
     - Φαγώθηκες να πάρω αυτό το κίτρινο! Αφού σου λέω, με χλωμιάζει!
     - Ναι, αλλά το κόκκινο είναι πολύ κοντό και, επιπλέον, είναι γεμάτο στρας!
     - Βρε, τι έπαθα, στα καλά καθούμενα...
     - Έλα, μην γκρινιάζεις τώρα, ο Αποστόλης να σε ευχαριστήσει θέλει.
     - Ε, ναι, εντάξει, δεν μπορώ να πω...
     - Στα όπα-όπα σε έχει, δε σου χαλάει χατήρι, και, για να είμαι ειλικρινής, μέχρι και που τον πιστεύω που σου λέει ότι θα χωρίσει...
     - Ναι, φιλενάδα, θα χωρίσει, άντε να μπω κι εγώ σε μια σειρά, κουράστηκα πια να μου τάζουν διαζύγια και να με κοροϊδεύουν... Τι ώρα είναι;
     - Μεσημέριασε. Θα το πάρεις το κίτρινο, τελικά;
     - Θα το πάρω, τι να κάνω, αφού το μωρό μου αποφάσισε να με πάει να ακούω τσιρίδες; Αλλά θα το πάρω και το κόκκινο, αφόρετο δε θα μείνει, μεθαύριο η γυναίκα του θα πάει πάλι για χαρτάκι και εμείς θα πάμε στην "Ανδρομέδα", πρώτο τραπέζι πίστα, δε γίνεται να μη βάλω κάτι εντυπωσιακό... Αλήθεια, θέλεις να έρθεις και εσύ; Ο Αποστόλης δε θα έχει πρόβλημα.
     - Εγώ; Α-πα-πα...
     - Μα γιατί; Δε σου αρέσει η Ανδρομέδα, το πιο μοδάτο κέντρο; Τα μεγαλύτερα ονόματα τραγουδάνε εκεί, γίνεται τρελλό κέφι, λέμε!
     - Δε λέω, ωραία είναι η Ανδρομέδα - σε ποιον δεν αρέσει; - και το πρώτο τραπέζι πίστα ωραίο είναι, αλλά, τι τα θες, στους δύο τρίτος δε χωρεί.
     - Αυτό είναι; Μα, κι εσύ κολλάς σε κάτι λεπτομέρειες! Θα κανονίσουμε να μην είμαστε μόνο τρεις. Θα πω στον Αποστόλη να καλέσει και τον Στάθη, τον κολλητό του. Θα σου φτιάξω κατάσταση, θα δεις!
     - Κάτσε, τώρα, μισό λεπτό... Τον ξέρεις εσύ αυτόν τον Στάθη; Τον έχεις γνωρίσει;
     - Δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά ο Αποστόλης μου έχει μιλήσει γι'αυτόν αρκετές φορές. Γνωρίστηκαν στον στρατό, μου είπε, αργότερα ξαναβρέθηκαν τυχαία, όταν ο Αποστόλης πήρε το δάνειό του, και από τότε δεν ξαναχώρισαν, έγιναν κολλητοί.
     - Τι δουλειά έχει ο Στάθης με το δάνειο του Αποστόλη;
     - Σε τράπεζα δουλεύει. Αυτός του έδωσε το δάνειο.
     - Α...
     - Ναι, θα πω στον Αποστόλη να τον καλέσει. Να δεις που θα ταιριάξετε οι δυο σας. Και εγώ κουμπάρα!
     - Δεν πιστεύω να είναι παντρεμένος!
     - Όχι, από όσο ξέρω...
     - Βεβαιώσου, σε παρακαλώ. Δε θα ήθελα να κάνω σχέση με παντρεμένο.
     - Θα ρωτήσω τον Αποστόλη για λεπτομέρειες και θα σου πω.
     - Δε με παρεξηγείς, έτσι; Εννοώ, που δε θέλω τους παντρεμένους... Είναι που δεν νιώθω καλά με τους ανθρώπους που απατούν το ταίρι τους...
     - Μα, τι λες; Είναι ποτέ δυνατόν να σε παρεξηγήσω; Αφού το ξέρεις: και εμένα αυτό που πραγματικά με εκνευρίζει σε μία σχέση είναι το κέρατο!

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Απλά τα πράγματα

 

     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος μακρινό, ζούσε μια λεμονιά. Η λεμονιά είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της: το μέρος όπου ζούσε ήταν όμορφο, ο καιρός σε εκείνο το μέρος ήταν σχεδόν πάντα ωραίος, και, επιπλέον, έκανε τα πιο μυρωδάτα και ζουμερά λεμόνια που υπήρχαν, κάτι για το οποίο όλες οι άλλες λεμονιές την παίνευαν κάθε τρεις και λίγο. Κι όμως, η λεμονιά είχε έναν μεγάλο καημό: ήθελε να κάνει μήλα και όχι λεμόνια!
     Η ιδέα της είχε πρωτοέρθει όταν στη γειτονιά είχε εμφανιστεί μια ψηλή, καμαρωτή μηλιά, φορτωμένη κόκκινα, λαχταριστά μήλα. Η λεμονιά έκρινε ότι ήταν πολύ βαρετό να κάνεις λεμόνια, όλες οι λεμονιές λεμόνια έκαναν, ήταν το πιο εύκολο και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αν έκαναν, όμως, μήλα, δε θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον και πολύ πιο αξιόλογο;
     Καμία άλλη λεμονιά, περιέργως, δε συμμεριζόταν τις απόψεις της. Όλες, άλλη λιγότερο, άλλη περισσότερο, είχαν συμβιβαστεί με τη ζωή τους και δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω από αυτήν. Πόσο βαρετές ήταν όλες τους! Ενώ εκείνη δεν ήταν καθόλου βαρετή - το αντίθετο μάλιστα - και, επιπλέον, ήταν και αποφασισμένη: εκείνη θα έκανε μήλα. Πόσο δύσκολο θα ήταν, πια; Αρκεί να προσπαθούσε.
     Οι άλλες λεμονιές παραξενεύτηκαν με τα καμώματά της και προσπάθησαν να τη λογικέψουν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Και αφού είδαν ότι ήταν αποφασισμένη, την άφησαν στην ησυχία της και μόνο πότε-πότε την σχολίαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
     Ο καιρός περνούσε και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι προσπάθειες της λεμονιάς, όσο επίμονες κι αν ήταν, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η λεμονιά άρχισε σιγά-σιγά να απογοητεύεται και όσο έβλεπε να μην καταφέρνει τίποτα, τόσο πιο πολύ απογοητευόταν. Στο τέλος, η απογοήτευσή της έγινε τόσο μεγάλη, που έπεσε σε μελαγχολία. Δεν ξυπνούσε πια το πρωί με χαρά, ούτε τραγουδούσε όλη μέρα, όπως έκαναν οι άλλες λεμονιές. Ξυπνούσε με γκρίνια και κάθε τρεις και λίγο έβαζε τα κλάματα. Οι άλλες λεμονιές προσπάθησαν να την παρηγορήσουν, αλλά εκείνη τις έδιωχνε μακριά. Ποτέ δε θα κατάφερνε να κάνει μήλα. Ήταν μια αποτυχημένη. Ένιωθε πολύ δυστυχισμένη, και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της.
     Μια μέρα που η λεμονιά για πολλοστή φορά αναθεμάτιζε τη μοίρα της που ήταν τόσο άχρηστη, πέρασε από εκείνα τα μέρη ο βασιλιάς με τη συνοδεία του. Είχαν πάει επίσκεψη σε ένα μακρινό βασίλειο, για το γάμο ενός ξαδέλφου του, και επέστρεφαν. Αντί, όμως, από τις άμαξες να ακούγονται χαρούμενα τραγούδια, αφού επέστρεφαν από βασιλικό γάμο, η πομπή πήγαινε αργά και πένθιμα. Βλέπετε, στον δρόμο της επιστροφής, ένα φίδι είχε βρεθεί μπροστά στην άμαξα που κουβαλούσε το νερό και το κρασί, με αποτέλεσμα τα άλογα να τρομάξουν, η άμαξα να αναποδογυρίσει, και τα βαρέλια με το νερό και το κρασί να σπάσουν σε χίλια κομμάτια. 
     Ο βασιλιάς και η συνοδεία του διψούσαν πολύ. Το στόμα του βασιλιά, όπως και τα στόματα των υπολοίπων, είχε στεγνώσει.
     - Το βασίλειό μου για λίγο νερό! είπε ο βασιλιάς, αν και ίσως να μην το εννοούσε επακριβώς.
     Η πομπή στάθηκε. Οι στρατιώτες που συνόδευαν την πομπή έτρεξαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καβάλα στα άλογά τους. Επέστρεψαν ύστερα από λίγο. Δεν είχαν δει κανένα ίχνος νερού στην περιοχή, είπαν, ούτε λίμνη φαινόταν να υπάρχει εκεί κοντά, ούτε ποτάμι, ούτε καν ένα πηγάδι δεν είχαν συναντήσει.
     Ο βασιλιάς φοβήθηκε ότι θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή. Αλλά τότε κάποιος πρόσεξε τη λεμονιά, που βρισκόταν εκεί πιο πέρα.
     - Κοιτάξτε, είπε, πόσα πολλά λεμόνια έχει εκείνη η λεμονιά! Και πόσο ζουμερά φαίνονται! Γιατί να μην φτιάξουμε λεμονάδα; Η λεμονάδα είναι πολύ δροσιστική.
     - Καλή ιδέα! συμφώνησαν όλοι.
     Και πήγαν στη λεμονιά και μάζεψαν λεμόνια. Και τόσο ζουμερά ήταν τα λεμόνια της λεμονιάς, που η λεμονάδα που έφτιαξαν έφτασε για όλους. Ήπιε και ο βασιλιάς και ενθουσιάστηκε.
     - Δεν έχω πιει πιο νόστιμη και πιο αρωματική λεμονάδα στη ζωή μου! είπε. Αυτή τη λεμονιά τη θέλω!
     Η λεμονιά είδε τους στρατιώτες να την πλησιάζουν οπλισμένοι με φτυάρια και αξίνες και παρά τρίχα να λιποθυμήσει από την τρομάρα της! Νόμιζε ότι ήθελαν να την σκοτώσουν, αλλά οι στρατιώτες δεν είχαν τέτοιο σκοπό. Στάθηκαν σε απόσταση τριγύρω της, για να μην τραυματίσουν τις ρίζες της, και άρχισαν να σκάβουν. Έσκαβαν χωρίς σταματημό και στο τέλος κατάφεραν να τη βγάλουν από τη γη. Ύστερα τη φόρτωσαν στην άμαξα που πρωτύτερα είχε τα βαρέλια με το νερό και το κρασί, και ξαναξεκίνησαν για το παλάτι. Οι άλλες λεμονιές από πιο πέρα την αποχαιρετούσαν, κουνώντας τα κλαδιά τους. Ίσως να ζήλευαν και λίγο.
     Η βασιλική πομπή γύρισε στο παλάτι και ο βασιλιάς, που είχε ενθουσιαστεί με τα ζουμερά λεμόνια της λεμονιάς, έβαλε να τη φυτέψουν δίπλα στο παλάτι, ακριβώς έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του! Η λεμονιά πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά της! Αλλά και ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος που την είχε έξω από το παράθυρό του, αφού όταν άνθιζε, όλη η βασιλική κρεβατοκάμαρα γέμιζε από το μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών της. Και κάθε απόγευμα, την ώρα που ο βασιλιάς καθόταν να χαλαρώσει, πάντα έπινε μια φρεσκοστυμμένη λεμονάδα από τα λεμόνια της προσωπικής του λεμονιάς.
     Η λεμονιά ήταν πλέον πολύ ικανοποιημένη από τη ζωή της. Θυμόταν το κλάμα που είχε ρίξει και το πόσο αποτυχημένη ένιωθε τότε που προσπαθούσε να κάνει μήλα και δεν το κατάφερνε, και γελούσε. "Πόσο χαζή ήμουν", σκεφτόταν, "να νομίζω ότι αν κατάφερνα να κάνω μήλα, θα γινόμουν επιτυχημένη και ευτυχισμένη! Και πόσο πιο απλά ήταν τα πράγματα, τελικά..."
     Είχε απόλυτο δίκιο. Αν είχε καταφέρει να κάνει μήλα, κανένας δε θα το είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα, αφού μήλα κάνουν και οι μηλιές, και μάλιστα είναι ειδικές σε αυτό. Ενώ, απλά και μόνο κάνοντας τα λεμόνια της μυρωδάτα και ζουμερά, είχε καταφέρει, όχι μόνο να εντυπωσιάσει κοτζάμ βασιλιά, αλλά και να μετακομίσει στο παλάτι του και να τον καλημερίζει κάθε μέρα.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δική μου
     

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Παταγώδης αποτυχία


      Κάτι χρόνια είχε η Πίπη να βρεθεί με τη φίλη της τη Ροδαλόφτερη, και γι'αυτό δεν έφταιγε που η Ροδαλόφτερη είναι μια χαμογελαστή νεράιδα με διάφανα φτερά, ούτε που η Πίπη είναι μια αλλοπαρμένη. Όλοι το ξέρουμε, δα, ότι πολλές φορές προσπαθούμε να κανονίσουμε συναντήσεις, αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Όταν, όμως, υπάρχει η θέληση, τελικά βρίσκεται και ο τρόπος, και η Πίπη κατάφερε να βρεθεί με τη Ροδαλόφτερη!
     Οι δύο φίλες είχαν πολλά να πουν, έπρεπε να καλύψουν τόσον καιρό, που μιλούσαν, και μιλούσαν, και μιλούσαν... Και όπως με όλες τις φιλίες, ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από την τελευταία τους συνάντηση.
     Βέβαια, έτσι καθώς ήταν απορροφημένες στα δικά τους, η αλήθεια είναι ότι δεν πρόσεχαν και πολύ τι συνέβαινε γύρω τους. Και αυτό δεν είναι κατ'ανάγκην κακό, όμως τη συγκεκριμένη μέρα... Χμ, μάλλον θα πρέπει να την πιάσουμε αλλιώς την ιστορία.
     Θυμάστε εκείνο το καμουφλαρισμένο κάστρο εκείνης της κακιάς μάγισσας, που είχε ανακαλύψει η Πίπη και το είχε βγάλει και φωτογραφία; Ε, λοιπόν, αυτό δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα στον κόσμο των μαγισσών, και είναι λογικό να το φέρουν βαρέως όταν τα μαγικά τους κόλπα αποκαλύπτονται. Όταν αποκαλύφθηκε, λοιπόν, το καμουφλαρισμένο κάστρο, η Παγκόσμια Ομοσπονδία των Απανταχού Μαγισσών - Π.Ο.Α.Μ., για συντομία - συγκάλεσε εκτάκτως συνέδριο!
     Οι μάγισσες από όλο τον κόσμο μαζεύτηκαν σε μία μυστική τοποθεσία, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, και ήταν όλες τους πολύ εκνευρισμένες, που ένας άνθρωπος - έστω κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν η Πίπη - είχε ανακαλύψει ένα ολόκληρο κάστρο μάγισσας, κρυμμένο πίσω από τις ομίχλες άπειρων μαγικών φίλτρων και καμουφλαρισμένο με χιλιάδες ξόρκια. Η μάγισσα του κάστρου κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Ήταν προφανές ότι κάτι δεν είχε κάνει σωστά.
     Η μάγισσα, που ο ήχος του ονόματός της θύμιζε κρώξιμο κορακιού, κάτι που σήμαινε ότι το όνομά της δεν μπορούσε να γραφτεί με τα γράμματα κανενός ανθρώπινου αλφαβήτου, διαβεβαίωσε ότι είχε ακολουθήσει το σωστό τελετουργικό και είχε χρησιμοποιήσει τις σωστές δοσολογίες στα φίλτρα της, όπως αυτά ήταν καταγεγραμμένα στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Μαγικής Σοφίας, που ως γνωστόν υπάρχει στη βιβλιοθήκη κάθε μάγισσας που σέβεται τον εαυτό της. Ορκίστηκε στο Μαγικό Καταρολόγιο ότι δεν είχε παραβεί κανέναν απολύτως κανόνα και ότι είχε υπάρξει πάντα πιστή στο πρωτόκολλο.
     Η μάγισσα - ας την πούμε Κρακρά, χάριν ευκολίας - δε φαίνεται να έπεισε τις υπόλοιπες μάγισσες για την αθωότητά της. Στην καλύτερη περίπτωση, είπαν, είχε υποπέσει σε ασυγχώρητο σφάλμα. Αλλά δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να μείνει ατιμώρητη. Ο κίνδυνος να τη μιμηθούν και άλλες μάγισσες στην επιπολαιότητα ήταν υπαρκτός, και τι θα γινόταν αν, το ένα μετά το άλλο, αποκαλύπτονταν στους ανθρώπους όλα τους τα μυστικά; Η τιμωρία που προτάθηκε ήταν ιδιαίτερα αυστηρή: αποβολή από την ομοσπονδία, αφαίρεση της κάρτας μέλους, κατάσχεση της σκούπας της, του μυτερού της καπέλου, και όλων των μαγικών της βιβλίων. Με άλλα λόγια, η μάγισσα Κρακρά θα έπαυε να είναι μάγισσα.
     Αυτό ήταν κάτι που η μάγισσα Κρακρά θεώρησε μεγάλη προσβολή προς το πρόσωπό της, κυρίως επειδή είχε ξοδέψει τα τελευταία οκτακόσια πενήντα δύο χρόνια για να χτίσει - με μεγάλο κόπο, είναι η αλήθεια - το όνομά της, και να γίνει μία από τις πιο κακές μάγισσες όλων των εποχών. Επικαλούμενη, λοιπόν, το άμεμπτο παρελθόν της, ζήτησε να της δοθεί μια ευκαιρία για να μπορέσει να διορθώσει τα πράγματα. 
     Δεν χρειαζόταν τα βιβλία της, αφού, ύστερα από τόσα χρόνια όλα τα ξόρκια τα ήξερε απ'έξω, χωρίς το μυτερό της καπέλο, όμως, ένιωθε γυμνή. Σε αντάλλαγμα για το μυτερό της καπέλο, λοιπόν, υποσχόταν να εντοπίσει την Πίπη, να την παρακολουθήσει, να βρει όλα της τα αδύνατα σημεία, και να φροντίσει ώστε να πάψει να αποτελεί απειλή για τον κόσμο των μαγισσών. Αυτό ήταν κάτι που όλες οι μάγισσες το επιθυμούσαν, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κάποιες από τις μάγισσες του προεδρείου της είχαν μια μικρή αδυναμία, η μάγισσα Κρακρά πέτυχε αυτό που ήθελε.
     - Εντάξει, της είπαν, θα σου τη δώσουμε την ευκαιρία, όμως έχεις προθεσμία τρία χρόνια για να  βρεις την Πίπη και να την τακτοποιήσεις, ή να την φέρεις σε εμάς να την τακτοποιήσουμε. 
     - Θα την βρω πολύ νωρίτερα, είπε εκείνη.
     - Και, θυμήσου: σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεις αντιληπτή. Αυτό, ως γνωστόν, είναι η μεγαλύτερη ντροπή για μία μάγισσα και θα σημάνει την οριστική σου διαγραφή, τόσο από την ομοσπονδία, όσο και από το Λίμπρο Ντ'Όρο των μαγισσών, καθώς επίσης και την οριστική και αμετάκλητη κατάσχεση του καπέλου σου. Συνεννοηθήκαμε;
     Εννοείται ότι η μάγισσα δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση - δε θα μπορούσε, άλλωστε - και, έτσι, από εκείνη τη μέρα άρχισε να ψάχνει μανιωδώς την Πίπη. Την έψαχνε παντού: στις πόλεις, στα χωριά, στη θάλασσα, στον ουρανό, μέσα στις μυρμηγκότρυπες, μέσα στις αετοφωλιές... Αλλά, πουθενά δεν την έβρισκε. Ώσπου μια μέρα της ήρθε μια ιδέα. Και αν η Πίπη ζούσε κάπου εκεί κοντά στο κάστρο της; Και αποφάσισε να παρακολουθήσει την παλιά της γειτονιά.
     Χρειάστηκε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική για να μη γίνει αντιληπτή, βέβαια. Το κάστρο της είχε γίνει τουριστικό αξιοθέατο και περιτριγυριζόταν όλες τις ώρες από τουρίστες οπλισμένους με φωτογραφικές μηχανές και κινητά. Και πότε το φωτογράφιζαν από την μία του πλευρά, πότε από την άλλη, πότε με το φως του ήλιου, πότε με το φως του φεγγαριού...
     Η μάγισσα Κρακρά κρύφτηκε σε έναν κήπο εκεί κοντά και παρακολουθούσε με τις ώρες. Πέρασε μία μέρα, πέρασαν δύο, πέρασε μία βδομάδα, η μάγισσα κόντευε να βγάλει ρίζες και να γίνει ένα με τα φυτά του κήπου. Και πάνω που άρχισε να απελπίζεται, τσουπ! Να'τη η Πίπη!
     Η μάγισσα χάρηκε με την επιτυχία της και άρχισε να ακολουθεί την Πίπη πολύ προσεκτικά, για να μη γίνει αντιληπτή. Την είδε να μπαίνει σε ένα σπίτι.
     - Ώστε εδώ μένει! είπε η μάγισσα και χαμογέλασε.
     Και κρύφτηκε σε κάτι δέντρα απέναντι για να συνεχίσει την παρακολούθηση. Όμως, ύστερα από μερικές ώρες η Πίπη ξαναπρόβαλε στον δρόμο.
     - Πού πάει, βραδιάτικα; αναρωτήθηκε η μάγισσα.
     Άρχισε και πάλι να ακολουθεί την Πίπη, και ευτυχώς που είχε σκοτεινιάσει, διότι η παρακολούθηση στα σκοτεινά ήταν πολύ πιο εύκολη για εκείνη. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η Πίπη περπατούσε και όλο περπατούσε, και δε φαινόταν να έχει σκοπό να σταματήσει να περπατάει. Μα πού πήγαινε, επιτέλους; 
     Τη μάγισσα την πονούσαν τα πόδια της από το πολύ περπάτημα και ένιωσε πολύ μεγάλη νοσταλγία για την σκούπα της, σε αντίθεση με την Πίπη, που συνέχιζε να περπατά απτόητη και δε φαινόταν να χρειάζεται καμία σκούπα. Και πάνω που η μάγισσα είχε αρχίσει να νιώθει ότι ίσως και να μην κατάφερνε να ακολουθήσει την Πίπη μέχρι το τέλος, η Πίπη μπήκε σε ένα άλλο σπίτι. Είχαν φτάσει στη Χώρα του διαμερίσματος. Και η μάγισσα κατάλαβε ότι εκεί έμενε, τελικά, η Πίπη.
     Έκτοτε, η μάγισσα ακολουθούσε την Πίπη παντού, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα αδύνατά της σημεία. Άλλες φορές, πάλι, κρυβόταν λίγο πιο μακριά και παρακολουθούσε τη Χώρα της μπροστινής ή τη Χώρα της πίσω βεράντας, αλλά και οι συζητήσεις με τα φυτά δεν την βοήθησαν ιδιαίτερα.
     Μέχρι τη μέρα που η Πίπη κανόνισε να βρεθεί με τη φίλη της τη Ροδαλόφτερη, η μάγισσα δεν είχε κάνει την παραμικρή πρόοδο. Όταν, όμως, την ακολούθησε και την είδε να συναντάει τη φίλη της, κατάλαβε ότι θα μάθαινε πολλά.
     Και έτσι, λοιπόν, η Πίπη και η Ροδαλόφτερη μιλούσαν, και μιλούσαν, και έλεγαν τα νέα τους, και η μάγισσα λίγο πιο πέρα είχε βγάλει ένα σημειωματάριο και σημείωνε, και σημείωνε... Ω, πόσο εύκολο ήταν τελικά να παρακολουθήσεις την Πίπη, αρκεί να βρεθείς στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή! Η Πίπη και η Ροδαλόφτερη, στο μεταξύ, δεν είχαν πάρει χαμπάρι! Κι ας είναι η Πίπη, τόσο ανοιχτομάτα! Κι ας είναι η Ροδαλόφτερη τόσο ευαίσθητη!
     Πέρασε η ώρα, και η Πίπη με τη Ροδαλόφτερη αποφάσισαν να περπατήσουν λίγο. Το περιβάλλον ήταν πολύ όμορφο, και η βόλτα θα ήταν πολύ ευχάριστη. Η μάγισσα άρχισε να τις ακολουθεί. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο για εκείνην να κρυφτεί ανάμεσα σε όλα εκείνα τα δέντρα που υπήρχαν γύρω-γύρω.
     Οι δύο φίλες περπατούσαν και μιλούσαν, περπατούσαν και μιλούσαν, και η μάγισσα τις ακολουθούσε και σημείωνε, τις ακολουθούσε και σημείωνε.
     - Τι ωραία που είναι εδώ! είπαν οι δύο φίλες. Τα δέντρα είναι τόσο όμορφα, τα χρώματα, το φως, είναι όλα υπέροχα!
     Και τότε, η Ροδαλόφτερη είπε κάτι που κανείς δε θα περίμενε να πει.
     - Α, για δες: ένα καπέλο μάγισσας! είπε.
     Η Πίπη στράφηκε προς το μέρος που κοιτούσε η Ροδαλόφτερη. Ναι, φυσικά, το έβλεπε και αυτή. Ήταν ξεκάθαρα ένα μυτερό καπέλο μάγισσας. Πράσινο σαν τα γύρω δέντρα, αλλά τόσο, μα τόσο διαφορετικό από εκείνα!
     Και εκείνη την στιγμή η Πίπη κατάλαβε ότι το καπέλο δεν βρισκόταν μόνο του εκεί πέρα, ανάμεσα στα δέντρα, αλλά ότι, σίγουρα, από κάτω του έκρυβε μια μάγισσα. Αλλά και η μάγισσα κατάλαβε κάτι. Κατάλαβε ότι όλη η παρακολούθηση είχε πάει χαμένη και ότι εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που φορούσε το αγαπημένο της καπέλο. Από την επόμενη θα ήταν μία απλή, κοινή θνητή.
     Και όλα αυτά, χάρη στην παρατηρητικότητα της Ροδαλόφτερης...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δική μου και βγήκε εξαιτίας της Ροδαλόφτερης, που εντόπισε το μυτερό καπέλο.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Επάνω στην ώρα



     Το φεγγάρι είχε γίνει σχεδόν ολοστρόγγυλο. Η Ιουλιέτα ακούμπησε στο περβάζι του παραθύρου της. Το κεφάλι της ήταν σκυμμένο και το πρόσωπό της φωτιζόταν από ένα γαλαζωπό, απόκοσμο φως.
     - Τι βαρεμάρα είναι αυτή! αναστέναξε, καθώς μετακινούσε τις εικόνες στην οθόνη του κινητού της. Όλο τα ίδια και τα ίδια!
     Ένα κουνούπι άρχισε να βουίζει κάπου εκεί κοντά. Τι εκνευριστικό! Και αυτός ο Ρωμαίος, άφαντος... Πού γυρνούσε, άραγε;
     - Ρωμαίο, Ρωμαίο, πού είσαι Ρωμαίο; μονολόγησε η Ιουλιέτα, καθώς έψαχνε τα ίχνη του στο διαδίκτυο. 
     Πουθενά ο Ρωμαίος! Μα, πού γυρνούσε; Μήπως, μήπως, μήπως - λέω - είχε βρει άλλη; Την Ιουλιέτα την έλουσε κρύος ιδρώτας. Όχι ότι θα δυσκολευόταν να βρει άλλον - από κούκλους γεμάτα τα κοινωνικά δίκτυα -, αλλά ήταν θέμα πρεστίζ. Άλλο να παρατάς, άλλο να σε παρατάνε!
     - Θα του δείξω εγώ, του γάιδαρου! είπε η Ιουλιέτα.
     Και αποφάσισε να ανεβάσει μια φωτογραφία της από την τελευταία της εκδρομή στα περίχωρα της πόλης. Βρήκε μία που είχε βγάλει δίπλα στο ποτάμι, κρατώντας στο χέρι της ένα χορταστικό σάντουιτς με προσούτο, μορταδέλα, σαλάμι και διπλό προβολόνε. Ήταν μια φωτογραφία με πολλές προοπτικές.
     - Αυτή θα ανεβάσω, είπε η Ιουλιέτα, να τη δει, να του πεταχτούν τα μάτια έξω. Θα αφαιρέσω το σάντουιτς, βέβαια. Και θα ανοίξω και λίγο το ντεκολτέ, να φαίνομαι πιο σέξι.
     Κοντοστάθηκε. Στο μυαλό της ήρθαν οι φωτογραφίες του Ρωμαίου, με τους καλογραμμωμένους κοιλιακούς, το σέξι χαμόγελο και τα πυκνά του μαλλιά. Αναστέναξε. 
     - Μήπως, όμως, είμαι υπερβολική; αναρωτήθηκε. Μήπως του συμβαίνει τίποτα;
     Στον δρόμο κάτω από το παράθυρό της δεν υπήρχε ψυχή. Κόντευαν μεσάνυχτα.
     - Ναι, αλλά άλλες φορές, τέτοια ώρα, με τάραζε στα μηνύματα και τις φωτογραφίες. Όχι, όχι, τίποτα δεν του συμβαίνει. Απλώς, ο κύριος με βαρέθηκε. Αλλά θα του δείξω εγώ!
     Στο μυαλό της ξαναήρθαν οι φωτογραφίες του Ρωμαίου με τους κοιλιακούς. Ένας τέτοιος άντρας δικαιούταν μια δεύτερη ευκαιρία, αν μη τι άλλο.
     - Αχ, Θεέ μου, στείλε μου ένα σημάδι ότι ο Ρωμαίος μου με σκέφτεται! είπε η Ιουλιέτα, με το βλέμμα της στραμμένο προς το φεγγάρι, λες και ο Θεός κατοικούσε εκεί επάνω...
     Στην άκρη του δρόμου φάνηκε μια κοντόχοντρη σιλουέτα. Ήταν ένας νέος άντρας, κατά τα φαινόμενα. Ο άντρας ήταν μόνος του. Περπατούσε αργά και μάλλον αφηρημένα, καθώς η προσοχή του ήταν στραμμένη στο κινητό που κρατούσε στο χέρι του.
       - Τι κάνει αυτός ο τύπος τέτοια ώρα; αναρωτήθηκε η Ιουλιέτα. Το σπίτι μου δεν βρίσκεται δα σε κεντρικό σημείο...
     Ο άντρας κάθησε σε ένα παγκάκι απέναντι.
     - Λες να έχει ραντεβού; σκέφτηκε η Ιουλιέτα και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Μπα, κατέληξε, σιγά τον άντρα που θα έχει και ραντεβού! Μισή πιθαμή άνθρωπος και στρογγυλός σαν μπάλα! Ποια θα γυρίσει να τον κοιτάξει;
     Εκείνη την ώρα, ο άντρας σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω και διέκρινε ότι το παράθυρο του απέναντι σπιτιού ήταν ανοιχτό. Μια φιγούρα διακρινόταν στο άνοιγμα του παραθύρου.
     - Γυναίκα είναι αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε ο άντρας. Πω, πω, τι άσχημη! Σαν μάγισσα μοιάζει! 
     - Τι με κοιτάζει τώρα αυτός; αναρωτήθηκε η Ιουλιέτα. Δεν κοιτάει τα χάλια του, που θα σηκώσει τα μάτια του επάνω μου;
     Ο άντρας κατέβασε το βλέμμα του και το πρόσωπό του φωτίστηκε και πάλι από το γαλαζωπό φως του κινητού του.
     - Να δεις που τον έστησαν, σκέφτηκε η Ιουλιέτα. Εμ, βέβαια, με αυτά τα μούτρα, πώς να μην τον στήσουν!
     Ο άντρας άρχισε να κοιτάζει μία-μία τις φωτογραφίες που ήταν αποθηκευμένες στο κινητό. 
     - Χάλια είναι όλες, είπε. Ποια να ανεβάσω τώρα; Τι βάσανο!
      Στο μεταξύ, η Ιουλιέτα είχε ξεκινήσει την επεξεργασία της φωτογραφίας της. Αφού εξαφάνισε το σάντουιτς και άνοιξε το ντεκολτέ, επιδόθηκε σε πιο εξειδικευμένες διορθώσεις. Μίκρυνε λίγο τη μύτη της, που κάλυπτε μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφίας από εκείνο που της αναλογούσε, και φούσκωσε τα χείλη της. Ύστερα, έδωσε καλύτερο σχήμα στα μάτια της, και τους άλλαξε λίγο και το χρώμα. Εκείνο που είχε στην πραγματικότητα, ήταν πολύ αδιάφορο.
     - Καλύτερα έτσι, είπε. Κάτσε λίγο να φτιάξω και το δέρμα μου, νομίζω ότι γυαλίζει υπερβολικά...
     Αποφάσισε να σκουρύνει λίγο τον τόνο του δέρματος, θα μπορούσε να έχει πάρει λίγο χρώμα στην εκδρομή, άσχετα που δεν πήρε. Το βλέμμα της έπεσε στον άντρα στο απέναντι παγκάκι.
     - Τι κάνει τόση ώρα εκεί πέρα; σκέφτηκε.
     Ο άντρας μόλις είχε βρει μια μάλλον υποφερτή φωτογραφία. Ήταν μια φωτογραφία στον καναπέ του σπιτιού του. 
     - Καλή η πόζα, αλλά θα χρειαστεί να κάνω μια μικρή ζαβολιά.
     Η ζαβολιά, στην πραγματικότητα, δεν ήταν και τόσο μικρή. Ο άντρας αφαίρεσε από το τραπεζάκι μπροστά του όλα τα φαγώσιμα, αφαίρεσε από το χέρι του το κομμάτι πίτσας που κρατούσε, μέχρι και τα ψίχουλα από τον καναπέ εξαφάνισε! Ύστερα, άλλαξε το χρώμα του τοίχου και το χρώμα του καναπέ, για να ταιριάζουν καλύτερα με τα φυσικά του χρώματα.
     - Σίγουρα τον έστησαν, είπε η Ιουλιέτα. Και να δεις τώρα που στέλνει μηνύματα!
     Η Ιουλιέτα χαμογέλασε, και επειδή τον άντρα τον είχαν στήσει, αλλά και επειδή είχε καταφέρει να αφαιρέσει καμιά εικοσαριά κιλά από τη φωτογραφία της. 
       - Θα του δώσω μία ευκαιρία, είπε αναφερόμενη στο Ρωμαίο. Αν σε πέντε λεπτά δεν δώσει σημεία ζωής, θα ανεβάσω τη φωτογραφία. Και ύστερα, θα ψάξω για άλλον, πρόσθεσε.
     Ο άντρας κοίταξε ικανοποιημένος τη φωτογραφία του. Καμία σχέση με το προηγούμενο χάλι, αυτή τη φωτογραφία θα μπορούσε σίγουρα να την ανεβάσει. Πρόσθεσε λίγες ακόμα τούφες μαλλιών, διόρθωσε λίγο ακόμα το χαμόγελο και ετοιμάστηκε να πατήσει το πλήκτρο "δημοσίευση".
     - Πω, πω, τι έπαθα, είπε και έμεινε με το δάχτυλο μετέωρο, παρά τρίχα να ξεχάσω τους κοιλιακούς, πώς την πάτησα έτσι;
     Ο άντρας βάλθηκε να εμφανίσει κοιλιακούς εκεί όπου δεν υπήρχαν. Δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα, ήταν κάτι που το έκανε συχνά. 
     - Έτοιμη η φωτογραφία, είπε, αλλά καθώς έκανε να πατήσει το πλήκτρο "δημοσίευση", το βλέμμα του έπεσε στο απέναντι παράθυρο.
     Η γυναίκα - κατά τα φαινόμενα -  ήταν ακόμα στο παράθυρο και τον κοίταζε.
     - Να δεις που αυτήν την έστησαν, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Και τώρα αυτή έχει λυσσάξει για άντρα...
     Η Ιουλιέτα κοίταξε το ρολόι. Τρία λεπτά έμεναν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που είχε δώσει στο Ρωμαίο. Αλλά, γιατί την κοίταζε εκείνος εκεί ο αποτυχημένος;
     - Να δεις που αυτή με λιμπίζεται, σκέφτηκε ο άντρας και μια νέα ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του.
     Καλό το κυβερνοσέξ, αλλά υπήρχε και το σεξ το απλό, το γνήσιο, το αληθινό... Αυτή η τύπισσα, και ας μην βλεπόταν, έτσι καθώς την είχαν στήσει, ήταν τώρα τόσο λυσσασμένη για άντρα, που σίγουρα θα τον έβλεπε σαν ξερολούκουμο! Δεν έχανε τίποτα να δοκίμαζε την τύχη του. Η φωτογραφία μπορούσε να περιμένει. Σηκώθηκε από το παγκάκι και πήγε κάτω από το παράθυρό της.
     - Τι κάνει τώρα; αναρωτήθηκε η Ιουλιέτα. Γιατί ήρθε εδώ; Λες να έφαγε χυλόπιτα και τώρα να θέλει να δοκιμάσει την τύχη του μαζί μου; Αλλά ψώνισε από σβέρκο, δεν κάνω εγχείρηση αλλαγής φύλου καλύτερα;
     Έσκυψε λίγο προς τα κάτω και προσποιήθηκε ότι δεν είχε δει κανέναν.
     - Είναι κανείς εκεί; ρώτησε ύστερα από λίγο.
     Ο άντρας δεν απάντησε.
     - Είναι κανείς εκεί; ξαναρώτησε.
     Ο άντρας ξεροκατάπιε.
     - Καλησπέρα, είπε, περνούσα από εδώ και σας είδα ακουμπισμένη στο παράθυρο. Είστε καλά, μήπως σας συμβαίνει τίποτα;
     - Τίποτα δε μου συμβαίνει, πώς σας φάνηκε;
     - Σκέφτηκα ότι είναι μάλλον ασυνήθιστο για μια κοπέλα να μην κοιμάται, τέτοια ώρα...
     - Να κοιτάτε τη δουλειά σας! Και, εδώ που τα λέμε, τι δουλειά έχετε εδώ; Δεν βρισκόμαστε δα σε κανένα κεντρικό σημείο...
     - Σας είπα, απλώς περνούσα... Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω, αλλά αν θέλετε παρέα, έστω να μιλήσετε...
     - Τι; Πώς τολμάτε; Γιατί να θέλω παρέα; Και τι εννοείτε "έστω να μιλήσουμε"; Υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσαμε να κάνουμε; Αν είναι δυνατόν!
     - Με συγχωρείτε, αλλά είδα ότι με κοιτούσατε που καθόμουν στο παγκάκι απέναντι...
     - Πώς; Εγώ σας κοιτούσα; Δεν θα είδατε καλά! Εγώ δεν κοιτάω άντρες, τι με περάσατε, για καμιά ξελιγωμένη;
     - Όχι, βέβαια...
     - Εγώ, εξάλλου, είμαι σχεδόν λογοδοσμένη με έναν παίδαρο ίσαμε κει επάνω, σιγά μην έχω μάτια για άλλον... Για να μην πω ότι, εκτός από κούκλος, είναι και πολύ δυνατός και δεν τον φτάνετε ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι!
     - Δεν ήθελα να σας θίξω, προς Θεού...
     - Δεν κοιτάτε τα χάλια σας, καλύτερα; Ή νομίζετε ότι με αυτά τα μούτρα θα σταυρώσετε γυναίκα;
     - Τώρα το παρατραβάτε. Εγώ δε σας έθιξα...
     - Αυτό έλειπε!
     - Θα με αναγκάσετε να ξεχάσω τους καλούς μου τρόπους!
     - Σιγά τον αριστοκράτη! Αμ' ο άνθρωπος φαίνεται!
     - Τώρα, τι να σας πω;
     - Να μην πείτε τίποτα, και να κάνετε μεταβολή όπως είστε, και να φύγετε.
     - Εγώ φταίω, που είμαι ευγενής και καταδέχτηκα να θυσιαστώ για να σας χαρίσω μερικές όμορφες στιγμές!
     - Εσείς, θα χαρίζατε σε εμένα όμορφες στιγμές; Ας γελάσω!
     - Γελάστε όσο θέλετε, αλλά το ξέρετε πως έχω δίκιο. Εκτός αν στο σπίτι σας δεν έχετε καθρέφτες. Αλλά, σιγά μην έχετε!
     - Φυσικά και έχουμε καθρέφτες στο σπίτι, τι εννοείτε;
     - Και τότε πώς αντέχετε να κοιτάζετε τον εαυτό σας στον καθρέφτη;
     - Α, μα εσείς το παρακάνατε! Πώς μιλάτε έτσι;
     - Μιλάω όπως μου μιλάνε!
     - Έχετε χάρη που δεν είναι εδώ ο καλός μου να με υπερασπιστεί, αλλιώς θα βλέπατε!
     - Ναι, φοβήθηκα τώρα!
     - Το λέτε επειδή δεν είναι εδώ.
     - Το λέω επειδή, κρίνοντας από αυτό που βλέπω, δε μου φαίνεται να έχει ιδιαίτερα καλή όραση!
     - Είστε ανάγωγος!
     - Ανάγωγη είστε εσείς, αλλά εγώ φταίω που σκέφτηκα να θυσιαστώ για χάρη σας!
     - Σιγά τον οσιομάρτυρα!
     - Δηλαδή, δεν με γλυκοκοιτούσατε πριν;
     - Εγώ; Ας γελάσω! Εσείς με κοιτούσατε!
     - Εγώ απλώς προσπαθούσα να διακρίνω αν το ον στο παράθυρο ήταν άντρας ή γυναίκα...
     - Πώς; Α, μα αυτό πάει πολύ! Λοιπόν, και για να τελειώνουμε, η μόνη περίπτωση να σας γλυκοκοιτούσα θα ήταν αν είχε γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Αλλά, από όσο μπορώ να κρίνω, ο κόσμος είναι στη θέση του. Οπότε, πηγαίνετε, κύριε!
     - Και ανάποδος να ήταν ο κόσμος, πάλι θυσία θα ήταν για εμένα μια συνεύρεση μαζί σας! Αλλά εγώ φταίω, που άφησα τα φιλάνθρωπα αισθήματά μου να εκφραστούν. Καληνύχτα σας!
     Ο άντρας άρχισε να απομακρύνεται με βιαστικά βήματα.
     - Άκου τον γελοίο! είπε η Ιουλιέτα. Πώς μπόρεσε να νομίσει ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάμεσά μας;
     Το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι.
     - Ωχ, με αυτόν τον ηλίθιο, πέρασε η ώρα! είπε. Η προθεσμία έχει προ πολλού εκπνεύσει. Ήρθε η ώρα να ανεβάσω τη φωτογραφία.
     Η Ιουλιέτα ετοιμάστηκε να πατήσει το πλήκτρο "δημοσίευση". Δεν πρόλαβε. Ο Ρωμαίος μόλις είχε ανεβάσει φωτογραφία! Ήταν καθιστός σε έναν καναπέ και χαμογελούσε. Μόνο το ένα του χέρι φαινόταν κάπως περίεργο, σαν να κρατούσε κάτι, όμως δεν κρατούσε τίποτα. Η Ιουλιέτα ξέχασε ό,τι είχε σκεφτεί μέχρι εκείνη την στιγμή, και έμεινε να θαυμάζει τους κοιλιακούς του...

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Εν αναμονή της αποπεράτωσης


     - Υπέροχο το παλάτι σου, χρυσή μου, είπε η μαντάμ Κουσκουσουά, καθώς έτρωγε προσεκτικά το μιλφέιγ που της είχαν προσφέρει.
     - Καλό είναι, νεσ'πα; συμφώνησε η οικοδέσποινα, η μαντάμ Πατιρντί.
     - Σελεστίν, Σελεστίν, όχι απλώς καλό, εξαιρετικό! Όπως αυτό εδώ το υπέροχο μιλφέιγ!
     - Σε ευχαριστώ, καλή μου Λιζέτ, είσαι πάντα τόσο ευγενική! Όμως, η αλήθεια είναι πως μένουν πολλά ακόμα να γίνουν...
     - Για τον κήπο μιλάς;
     - Και για τον κήπο...
     - Πολύ ωραίος και ο κήπος! Εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, και τα συντριβάνια, ένα κι ένα!
     - Είπα να βάλουμε μόνο εφτά, δεν ήθελα να το παρακάνω...
     - Καθόλου δεν το παράκανες!
     - Αν είχε ολοκληρωθεί και το κεντρικό συντριβάνι, θα έβλεπες!
     - Και τώρα όμορφος είναι ο κήπος, όσο για το κεντρικό συντριβάνι, μην στενοχωριέσαι που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, αυτό, εξάλλου, δεν είναι ένα κοινό συντριβάνι, είναι ένα θαύμα, αν πεις, δε, για το μέγεθός του... Αμφιβάλλω αν οι κήποι του βασιλιά έχουν συντριβάνι αντάξιό του.
     - Ε, ας μην υπερβάλλουμε, χρυσή μου, η αλήθεια είναι ότι ένα ίδιο έχουν και στον κήπο των Βερσαλλιών.
     - Μη μου το λες!
     - Σου το λέω! Ο αρχιτέκτονας είναι ο ίδιος που εργάστηκε εκεί και του ζήτησα να επαναλάβει το σχέδιο.
     - Ω!
     - Με μόνη τη διαφορά ότι το δικό μου δεν θα έχει καθόλου μπρούτζινα αγάλματα και θα είναι εξ'ολοκλήρου κατασκευασμένο από μάρμαρο Καράρας.
     - Εντυπωσιακό!
     - Ναι, και αυτός είναι και ο λόγος, δηλαδή, που το συντριβάνι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Τα μάρμαρα παραμένουν εδώ και τρεις μήνες στο τελωνείο, με πρόσχημα την έλλειψη κάποιων συνοδευτικών εγγράφων, τάχα...
     - Τι μου λες;
     - Ναι. Έχω αρχίσει να απελπίζομαι. Τα γενέθλιά μου είναι σε πέντε μήνες, και το συντριβάνι δε θα είναι έτοιμο για τους εορτασμούς. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι να χρησιμοποιήσω ντόπιο μάρμαρο.
     - Σε νε πα ποσίμπλ!
     - Αλλά, και πάλι, δεν νιώθω καλά να μην κάνω έστω μία εισαγωγή υλικών από το εξωτερικό, δεν είμαι, δα, καμία παρακατιανή...
     - Όχι, όχι, μην σκέφτεσαι έτσι, θα λυθεί το πρόβλημα, θα δεις. Θα μιλήσω και εγώ στον άντρα μου, γνωρίζει προσωπικά τον πρέσβη μας στην Ιταλία.
     - Θα το κάνεις αυτό για εμένα; Ω, μα σου είμαι υπόχρεη!
     - Μα τι λες, χρυσή μου; Θα αφήσω την καλύτερή μου φίλη να ταλαιπωρείται από την αλλοδαπή γραφειοκρατία; Ζαμέ! Αλλά, και αυτοί οι Ιταλοί, βρε παιδί μου, όσο ικανοί είναι σε άλλα πράγματα, τόσο αρτηριοσκληρωτικοί είναι σε θέματα της απλής καθημερινότητας!
     - Είναι οι Ιταλοί ικανοί σε κάτι;
     - Ε, δεν είναι;
     Η μαντάμ Κουσκουσουά έκλεισε το μάτι της. Η μαντάμ Πατιρντί κοκκίνησε ελαφρά.
     - Ω, μα πού το θυμήθηκες αυτό; είπε και έβαλε στο στόμα της ένα μαρόν γλασέ, που πήρε από μία ασημένια φοντανιέρα.
     - Ξεχνιούνται αυτά, καλή μου Σελεστίν; 
     Οι δύο φίλες χαμογέλασαν συνένοχα.
     - Ας τα αφήσουμε, όμως, αυτά, είπε η μαντάμ Πατιρντί. Θέλεις άλλο ένα μιλφέιγ;
     - Δε θα έλεγα όχι.
     - Ντελφίν, βάλτε, σας παρακαλώ, άλλο ένα μιλφέιγ στη μαντάμ Κουσκουσουά, είπε η μαντάμ Πατιρντί στην υπηρέτρια που στεκόταν στην άκρη της σάλας.
     Η υπηρέτρια πλησίασε και σερβίρισε με χάρη την καλεσμένη.
     - Ευχαριστώ πολύ, είπε εκείνη. Αυτό το μιλφέιγ είναι πραγματικά ένα ποίημα. Εμένα, ποτέ δεν κατάφεραν να μου το φτιάξουν έτσι!
     - Είναι επειδή δεν έχεις δώσει την πρέπουσα σημασία στο προσωπικό της κουζίνας σου, μα σερί. Εγώ τους έχω φέρει όλους από το Παρίσι, και τους προσέλαβα ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο των ικανοτήτων τους. Ενώ εσύ προσέλαβες τον πρώτο που σου πρότεινε η μαντάμ Μπουλανζέ. Δε λέω, καλή η μαντάμ Μπουλανζέ, αλλά δεν είναι δα και η καλύτερη γνώστρια επί του θέματος. Ένα μήνα μόνο έζησε στο Παρίσι, όταν πήγαν για μήνα του μέλιτος με τον άντρα της, τι να προλάβει να μάθει; Ενώ, εγώ πηγαινοέρχομαι συνέχεια!
     - Ναι, ξέρω, δεν υπάρχει σύγκριση. Γι'αυτό και το παλάτι σου είναι κλάσεις ανώτερο από αυτό της μαντάμ Μπουλανζέ.
     - Ναι, χρυσή μου, αλλά - μεταξύ μας - η ανέγερση παλατιού είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, σκέτη δοκιμασία για τα νεύρα. Όλο προβλήματα ανακύπτουν, και αναποδιές, και καθυστερήσεις... Όπως αυτό με το μάρμαρο.
     - Κάνε υπομονή, σου λέω, και θα μιλήσω κι εγώ στον άντρα μου. Πάντως, ανεξάρτητα από αυτό, το παλάτι σου έγινε κουκλάκι!
     - Χαριτωμένο είναι, νεσ'πα; 
     - Φανταστικό, σου λέω!
     - Δεν ήθελα κάτι υπερβολικό, εννοείται, αλλά κάτι που να είναι καλόγουστο.
     - Είναι όλα εξαιρετικά: τα δωμάτια ευρύχωρα και φωτεινά, τα έπιπλα καλοφτιαγμένα και με υπέροχες παραστάσεις επάνω, οι πολυέλαιοι τεράστιοι και λαμπεροί, τα υφάσματα εξαιρετικής ποιότητας, οι πίνακες... Α προπό, ποιον προσέλαβες για τους πίνακες;
     - Ω, άλλο βάσανο κι αυτό! Αρχικά, ήθελα τον Ντε Λα Τουρ...
     - Εξαιρετική επιλογή!
     - Ναι, αλλά δεν μπορούσε να με αναλάβει, του είχαν αναθέσει ένα μεγάλο έργο στο Λούβρο.
     - Τι κρίμα!
     - Θα έπρεπε να περιμένω δύο χρόνια, και εγώ βιαζόμουν. Έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ στον Φραγκονάρ.
     - Ποιος είναι αυτός; Δεν τον έχω ακούσει.
     - Είναι νέος καλλιτέχνης. Έχει ζήσει κάποια χρόνια στην Ιταλία, τα τελευταία χρόνια όμως ζει στο Παρίσι. Πρόσφατα τον δέχτηκαν και στην Ακαδημία των τεχνών.
     - Α, μα τότε θα είναι καλός!
     - Είναι, αλλά τι να το κάνεις; Ανάποδος άνθρωπος!
     - Γιατί το λες αυτό;
     - Για το παρεκκλήσι του παλατιού του είχα ζητήσει να ζωγραφίσει την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.
     - Α, ναι, την είδα...
     - Ήθελα, όμως, μια μικρή τροποποίηση.
     - Τι τροποποίηση;
     - Του ζήτησα ο Χριστός να είναι επάνω σε ένα άλογο. Καταλαβαίνεις, ο γάιδαρος είναι ένα εντελώς ταπεινό ζώο για να απεικονίζεται στο δικό μου το παρεκκλήσι. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι αρνείται να κάνει τέτοιου είδους παρεμβάσεις σε θρησκευτικά θέματα!
     - Παρντόν, χρυσή μου, αλλά μήπως δεν θα ήταν και πολύ κομ ιλ φο να προβείς σε τέτοιες αλλαγές;
     - Σιγά την αλλαγή, ζώο το ένα, ζώο και το άλλο! Και μάλιστα, ζώα που μοιάζουν. Απλώς, το άλογο είναι πολύ πιο ευγενές από τον γάιδαρο.
     Η μαντάμ Πατιρντί πήρε άλλο ένα μαρόν γλασέ και το έβαλε στο στόμα της.
     - Τι μου τον θύμισες τον Φραγκονάρ τώρα; Συγχίστηκα πάλι!
     - Ηρέμησε, χρυσή μου! 
     - Μα, καταλαβαίνεις τι τράβηξα; Ένα μειράκιο, ακόμα καλά-καλά δεν βγήκε από το αυγό, και να μιλάει έτσι, με τέτοια ασέβεια! Και, σε ποιον; Σε εμένα!
     - Μην το παίρνεις προσωπικά, χρυσή μου...
     - Ούτε που σκέφτηκε ότι εγώ πλήρωνα!
     - Πάντως, εγώ που τον είδα τον πίνακα, τον βρήκα μια χαρά.
     - Τι να πεις κι εσύ;
     - Όχι, αλήθεια σου λέω, ο γάιδαρος δε με ενόχλησε καθόλου.
     - Ζω ένα δράμα, πώς θα εκκλησιάζομαι στο παρεκκλήσι μου εγώ τώρα;
     - Είμαι σίγουρη ότι θα εκκλησιάζεσαι μια χαρά.
     - Αλλά ας έχει χάρη που δεν μπορούσε ο Ντε Λα Τουρ!
     - Εδώ που τα λέμε, ίσως και ο Ντε Λα Τουρ να έκανε το ίδιο. Βλέπεις, τα θρησκευτικά θέματα είναι πολύ ευαίσθητα...
     - Τουλάχιστον, ο Ντε Λα Τουρ έχει και κάποια ηλικία. Ενώ το νιάνιαρο...
     Η μαντάμ Πατιρντί έφαγε άλλο ένα μαρόν γλασέ.
     - Τον αβά Πασκάλ τον ρώτησες;
     - Φυσικά και τον ρώτησα, αφού ξέρεις ότι είμαι πάρα πολύ θρησκευόμενη...
     - Και τι σου είπε;
     - Μου είπε ότι ο γάιδαρος συμβολίζει την ταπεινότητα του Χριστού και γι'αυτό ορθώς απεικονίζεται στον πίνακα.
     - Βλέπεις, λοιπόν;
     - Και εγώ λέω ότι η ταπεινότητα του Χριστού δεν χρειάζεται το γάιδαρο για να αναδειχτεί. Και επάνω σε χρυσό άρμα να ήταν, ντυμένος με χρυσά και φορώντας περιδέραια, πάλι ταπεινός θα ήταν!
     - Μη μου πεις ότι ζήτησες του Φραγκονάρ να ντύσει τον Χριστό με χρυσά και με περιδέραια...
     - Για να είμαι ειλικρινής, το σκέφτηκα, αλλά με ξέρεις εμένα, δε μου αρέσουν οι υπερβολές!
     - Αμ' δεν το ξέρω;
     - Μόνο τον γάιδαρο του ζήτησα να κάνει άλογο και αυτός μου έβγαλε και γλώσσα... Αλλά, μην ανησυχείς, θα την κάνω εγώ τη ζαβολιά μου.
     - Τι εννοείς;
     - Τον κύριο Καμπαγιέ, τον αρχισταβλίτη μου, τον γνωρίζεις;
     - Νομίζω τον έχω δει, δεν είναι εκείνος με το μεγάλο σημάδι στο μάγουλο; Αλήθεια, πώς το απόκτησε;
     - Σε μια μονομαχία. Τέλος πάντων, άλλο ήθελα να σου πω.
     - Έχεις δίκιο, σε διέκοψα. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τον κύριο Καμπαγιέ;
     - Τίποτα δε συμβαίνει με τον κύριο Καμπαγιέ, όμως ο μικρός του γιος, ο Αντουάν, είναι κωφάλαλος.
     - Ε, και;
     - Έχει ταλέντο στη ζωγραφική.
     - Σοβαρά;
     - Ναι, έχω μάτι εγώ, τα καταλαβαίνω αυτά.
     - Λοιπόν;
     - Λοιπόν, θα τον βάλω να ζωγραφίσει από πάνω από τον γάιδαρο ένα άλογο. Θα του πω να το φτιάξει σε χρώμα καφέ, να μην πολυξεχωρίζει.
     - Μα, τι λες;
     - Όχι, που θα μου πουν εμένα ότι ο Χριστός πρέπει οπωσδήποτε να είναι επάνω σε γάιδαρο!
     - Και θα τα καταφέρει ο μικρός;
     - Φυσικά και θα τα καταφέρει. Δεν άκουσες τι σου είπα; Μέσα στους στάβλους μεγάλωσε! Πιο πολλή παρέα κάνει με τα άλογα, παρά με τους ανθρώπους! Και όχι μόνο θα τα καταφέρει, αλλά και έτσι κωφάλαλος που είναι, σε ποιον θα μπορέσει να το πει ύστερα;
     - Τι να πω; Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ, πάντως, συνεχίζω να πιστεύω ότι ο γάιδαρος είναι μια χαρά...
     - Τι επιμονή είναι αυτή με το γάιδαρο; Λιζέτ, έχω την αίσθηση ότι έχεις αρχίσει να μου προκαλείς ταχυπαλμία...
     Η μαντάμ Κουσκουσουά σηκώθηκε.
     - Νομίζω ότι έφτασε η ώρα να φύγω, χρυσή μου, είπε.
     Η μαντάμ Πατιρντί σηκώθηκε και εκείνη.
     - Μα, από τόσο νωρίς; είπε και έκανε νόημα στις υπηρέτριες να μαζέψουν τα κεράσματα. Τι κρίμα! Άφησέ με, τουλάχιστον, να σε συνοδεύσω μέχρι την πόρτα της σάλας.
     Οι δύο γυναίκες διένυσαν τα δεκαεννέα βήματα που τις χώριζαν από την πόρτα και κοντοστάθηκαν.
     - Λοιπόν, χρυσή μου, σε χαιρετώ. Εύχομαι να αποπερατωθεί σύντομα το συντριβάνι σου. Θα μιλήσω και εγώ στον άντρα μου, να μιλήσει στον φίλο του, τον πρέσβη.
     - Ευχαριστώ πολύ, καλή μου Λιζέτ, θα σε ξανακαλέσω μόλις ολοκληρωθούν όλες οι εργασίες. Θα σε καλέσω να δεις και το παρεκκλήσι, πρόσθεσε.
     Η μαντάμ Κουσκουσουά βγήκε από τη σάλα, χωρίς να σχολιάσει. Η μαντάμ Πατιρντί επέστρεψε στη θέση της.
     - Σιγά μη σε καλέσω, μονολόγησε. Είσαι εσύ άξια να καταλάβεις τη διαφορά ενός αλόγου από έναν γάιδαρο;

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Ήτανε ένας γάιδαρος...

 


Ήτανε ένας γάιδαρος πολύ εκλεπτυσμένος,
φαινόταν πως στα πούπουλα ήταν μεγαλωμένος. 
Ανήκε εις τους ευγενείς που'ναι στο Λίμπρο Ντ'Όρο,
εκείνους που συχνά-πυκνά γλιτώνουνε το φόρο.

Φορούσε πάντα παπιγιόν ή, έστω, ένα φουλάρι,
και όλοι τον θαυμάζανε, που είχε τόση χάρη.
Μπαστούνι με ασημί λαβή κρατούσε εις το χέρι,
και κάτω απ'τη μασχάλη του ποίηση του Σεφέρη.

Απάγγελλε ποιήματα εις τις συνεστιάσεις
και χόρευε και τσάρλεστον σε κάποιες περιστάσεις.
Ήξερε και σκοποβολή, είχε καλό σημάδι,
και σκνίπα επετύχαινε σε απόλυτο σκοτάδι.

Η ανατροφή του εκλεκτή, με γαλλικά και πιάνο,
και ήξερε να οδηγεί μέχρι κι αεροπλάνο.
Είχε μελωδική φωνή, σπούδαζε στο ωδείο,
στο Μέγαρο είχε μόνιμα δικό του θεωρείο.

Άγνωστή του η ζαβολιά, εχθρός του η πονηρία,
γι'αυτόν καλύτερη οδός πάντα ήταν η ευθεία.
Μ'όλα αυτά τα χαρίσματα πασίγνωστος εγίνη,
κι όποιος τον γνώριζε, ευθύς ένιωθε τη σαγήνη.

Οι νέοι τον αντέγραφαν, οι νέες τον ποθούσαν,
και παπαράτσι άφθονοι, συχνά, τον κυνηγούσαν.
Τόση ήταν η επιρροή του θαυμαστού αυτού ζώου,
που για μια του συνέντευξη ερίζαν τα τοκ σόου.

Ήταν αναμενόμενο, σαν ήρθε ο καιρός του,            
νύφες να παρελαύνουνε, ναζιάρικα εμπρός του.
Ψηλές, κοντές, μελαχρινές, ξανθές, γαλανομάτες,
όλες μοιάζαν λαχταριστές, σαν ζουμερές ντομάτες.

Στο τέλος τον εκέρδισε μια χαμηλοβλεπούσα,
παντρεύτηκαν και πήγανε ταξίδι στην Σχοινούσα.
Περάσανε υπέροχα τα δύο πιτσουνάκια,
και γύρισαν στη βάση τους πιασμένοι απ'τα χεράκια.

Μα όταν καταλάγιασε του υμέναιου το κέφι,
άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα γκρίζα νέφη.
Η νύφη αποδείχτηκε πως ήταν αλανιάρα,
ήταν υπέρμετρα λουσού, και ήταν και γκρινιάρα.

Το φουκαρά το γάιδαρο όλο κατηγορούσε,
πως ήτανε ανάποδος και την παραμελούσε.
Στα ινστιτούτα ομορφιάς περνούσε τον καιρό της,
στις κάρτες τις πιστωτικές έπνιγε τον καημό της.

Τα πράγματα δεν έμοιαζαν ρόδινα, αντιθέτως,
κατά διαόλου πήγαιναν, σαφώς κι ανυπερθέτως.
Ο γάιδαρος υπομονή έκανε ως είχε μάθει,
σε ποιον να πει το βάσανο, αυτό που είχε πάθει;

Και εκείνη αντί να ηρεμεί, όλο εκτραχηλιζόταν,
το γάιδαρο και την κακιά τη μοίρα της μεμφόταν.
Αναίσθητο τον έκραζε, τον φώναζε γομάρι,
κι έλεγε πως για φορεσιά του'πρεπε ένα σαμάρι.

Κι εκείνος, από τα πολλά που του'σερνε η συμβία,
πέρασε της υπομονής τα όρια τα θεία.
Το στόμα του άνοιξε να πει κι αυτός την άποψή του
μα γκάρισμα ακούστηκε αντί για τη φωνή του.

Πάει κι η όμορφη φωνή, πάνε και οι φίνοι τρόποι,
με μια κλωτσιά την έστειλε μακριά, ως την Ευρώπη.
Ήτανε πλέον γάιδαρος με γάμα κεφαλαίο,
δε θύμιζε σε τίποτα τον τύπο τον ωραίο.

Τον ξέχασαν οι εκπομπές, τον ξέχασαν οι πάντες,
πέταξε όλα τα ρούχα του, μέχρι και τις τιράντες.
Τον διέγραψαν από τα κλαμπ, και από το Λίμπρο Ντ'Όρο,
στον κόσμο τον ανθρώπινο δεν είχε πλέον χώρο.

Και αφού ένιωσε έντονα το στίγμα του παρία,
στης φύσης τη ζεστή αγκαλιά βρήκε παρηγορία.
Σ'έναν αγρό κατέφυγε, ξέφραγο, δίχως πόρτα,
και έμεινε, σαν γάιδαρος, να μασουλάει χόρτα.

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Δέκα χρόνια και δέκα μέρες

 


     - Δεν πάει άλλο, είπε ο γερο-ναυτικός, καθώς άδειαζε έναν κουβά με νερό στο θαλασσοδαρμένο κατάστρωμα του πλοίου.
     - Θυμφωνώ, είπε ένας άλλος, συνομίληκός του, ναυτικός και άρχισε να τρίβει το κατάστρωμα με μανία.
     - Θυμφωνείθ, αλλά δεν κάνειθ τίποτα.
     - Θαν τι να κάνω; Εθύ, δηλαδή, τι προτείνειθ;
     - Δεν κθέρω, αλλά αυτή η κατάθταθη δεν μπορεί να θυνεχιθτεί. Αμούθστακο παιδί ήμουν όταν κθεκινήθαμε και τώρα έχω καταντήθει ερείπιο.  
     - Ε, εντάκθει, κόπθε κάτι... Αμούθτακο παιδί δεν ήθουν!
     - Πάντωθ ήμουν πολύ νέοθ... Και κοίτα πώθ κατάντηθα!
     - Όλοι μαθ έχουμε τα χάλια μαθ, πήρε το λόγο ένας άλλος ναυτικός, που περνούσε από δίπλα τους και κοντοστάθηκε. Κοιτάκθτε τα δόντια μου, είπε και χαμογέλασε, εφτά μου έχουν μείνει όλα κι όλα!
     - Μια χαρά είθαι εθύ, είπε ο ναυτικός που κρατούσε τον άδειο πλέον κουβά, εγώ έχω μόνο τέθθερα.
     - Καταραμένο θκορβούτο! είπαν και οι τρεις με ένα στόμα.
     Μία πόρτα άνοιξε. Ο καμαρότος του καπετάνιου βγήκε κρατώντας έναν άδειο δίσκο. Οι τρεις ναυτικοί αναστέναξαν.
     - Εμείθ βαθανιδόμαθτε, αλλά υπάρχουν κι άλλοι που καλοπερνάνε, είπε με νόημα ο ναυτικός που κρατούσε την σφουγγαρίστρα. Ο καπετάνιοθ και το φιλαράκι του, καλοτρώνε...
     - Αυτοί έχουν και δόντια, σχολίασε ο ναυτικός με τα εφτά εναπομείναντα δόντια.
     Εκείνη την στιγμή, άνοιξε ξανά η πόρτα και εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος άντρας, που κρατούσε παραμάσχαλα ένα βιβλίο.
     - Καλημέρα! είπε ο καλοντυμένος άντρας και χαμογέλασε, εμφανίζοντας μία πλήρη οδοντοστοιχία.
     - Αυτόθ μαθ έλειπε τώρα, είπε ο ναυτικός με τα εφτά δόντια. Αλλά, βέβαια, τι ανάγκη έχει αυτόθ;
     - Ωραία μέρα σήμερα, είπε ο καλοντυμένος άντρας.
     - Πού την είδε την ωραία μέρα; είπε ο ναυτικός με την σφουγγαρίστρα.
     - Ο ουρανός είναι τόσο υπέροχα γαλάζιος και αυτό το αεράκι είναι τόσο, μα τόσο αναζωογονητικό..., συνέχισε εκείνος. Τι τύχη να ταξιδεύουμε σε αυτά εδώ τα πλάτη!
     - Βρε, παιδιά, τι λέει ο μίθτερ; ρώτησε ένας κοκκινοτρίχης ναυτικός, που ήταν λίγο βαρήκοος. Τον πονάει η πλάτη;
     - Άθε με, γιατί θα τον βαρέθω! είπε αυτός με την σφουγγαρίστρα. Να μαθ τρώει η θάλαθθα και η αρμύρα, να μη μαθ έχει μείνει ούτε δόντι θτο θτόμα, και αυτόθ να τα βρίθκει όλα υπέροχα...
     - Τι τον θέλαμε αυτόν τον βλαμμένο θτο πλοίο; ρώτησε αυτός με τον κουβά. Δεν κάνει τίποτα, μόνο τρώει και θαυμάδει το τοπίο...
     - Είναι επιθτήμοναθ, λέει, φυθιοδίφηθ...
     - Τι είναι; ρώτησε ο βαρήκοος.
     - Φυθιοδίφηθ!
     - Θιγά, καλέ, μην φτύνειθ! Δε μου φτάνει η υγραθία τηθ θάλαθθαθ, να έχω και τη δική θου τώρα;
     Ο κοκκινοτρίχης απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας.
     - Και τι τον χρειαδόμαθτε εμείθ τον φυθιοδίφη; είπε αυτός με τα εφτά δόντια. Αφού θτεριά ακούμε και θτεριά δεν βλέπουμε!
     - Πεθ το πθέματα! Θυμπληρώθαμε κιόλαθ δέκα χρόνια που γυρνοβολάμε θαν την άδικη κατάρα, είπε αυτός με τον κουβά. Από το πολύ κούνημα πάνω θτο πλοίο, δε θα μπορούμε να περπατήθουμε θε θταθερό έδαφοθ...
     - Δέκα χρόνια και δέκα μέρεθ, τον διόρθωσε αυτός με την σφουγγαρίστρα. Εικοθιτρείθ Μαΐου ήτανε, το θυμάμαι πολύ καλά.
     Ο καλοντυμένος άντρας είχε ακουμπήσει στην κουπαστή. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο καπετάνιος.
     - Α, δε βαθτιέμαι, θα του μιλήθω, είπε αυτός με τον κουβά και κατευθύνθηκε προς τον καπετάνιο.
     - Καλημέρα, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος, καθώς περνούσε δίπλα του, πηγαίνοντας προς το πηδάλιο. Όλα καλά;
     - Καθόλου καλά, καπετάνιε, είπε εκείνος.
     - Τι συμβαίνει; 
     - Τι να θυμβαίνει; Ό,τι θυμβαίνει κάθε μέρα τώρα, εδώ και δέκα χρόνια.
     Αυτός με την σφουγγαρίστρα του έκανε νόημα για τις δέκα μέρες.
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος.
     - Εννοώ, θα πάει μακριά αυτή η βαλίτθα; Δέκα χρόνια δεν τα λεθ και λίγα...
     - Ω, πετάχτηκε ο καλοντυμένος άντρας, που είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στο διάλογο μεταξύ ναυτικού και καπετάνιου, δέκα χρόνια δεν είναι λίγα, αλλά δεν είναι και κάτι πρωτοφανές. Κι ο Οδυσσέας δέκα χρόνια έκανε να φτάσει στην Ιθάκη.
     - Ποιοθ έχει θτηθάγχη; ρώτησε ο κοκκινοτρίχης που είχε πλησιάσει κι αυτός.
     - Ο Οδυθθέαθ, λέει, του είπε ένας στραβοκάνης και λίγο αλλοίθωρος, που είχε έρθει κι αυτός κοντά. Βρε, παιδιά, ποιοθ είναι αυτόθ ο Οδυθθέαθ, που δεν τον κθέρει η μάνα του;
     - Κάτι τέτοια χαδά λένε όλοι αυτοί οι μορφωμένοι, σχολίασε αυτός με τα εφτά δόντια, και άντε να τουθ καταλάβειθ μετά...
     - Εμένα δε με νοιάδει πόθα χρόνια έκανε αυτόθ ο Οδυθθέαθ, συνέχισε ο Τζέικομπ. Εμένα με νοιάδει που μαθ έτακθαν πλούτη και καλοπέραθη, και μέχρι τώρα δεν είδαμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πότε, επιτέλουθ, θα πιάθουμε θτεριά; Δεν μπορεί να υπάρχει θτον κόδμο τόθο νερό... Βαρέθηκα, θιχάθηκα το μπλε, θέλω επιτέλουθ να πατήθω χώμα...
     - Δίκιο έχει, πήρε το λόγο αυτός με την σφουγγαρίστρα, δεν είναι δωή αυτή, καπετάνιοθ είθαι, κάνε κάτι, οι προμήθειεθ τελείωθαν, έχουμε πει το πθωμί πθωμάκι, μόνο πθάρια τρώμε, ωθ πού θα πάει αυτό; 
     - Βλέπω ότι απόκτησες και δικηγόρο, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος. Δε σου αρέσει η ζωή στο πλοίο, Τζορτζ; απευθύνθηκε σε αυτόν με την σφουγγαρίστρα. Δυστυχώς, δεν έχεις άλλη επιλογή, εδώ που είμαστε, καταμεσίς της θάλασσας.
     - Δέκα χρόνια είναι πάρα πολλά, καπετάνιε, είπε ο Τζέικομπ.
     - Είναι και οι δέκα μέρεθ, συμπλήρωσε ο Τζόρτζ.
     - Ναι, είναι και οι δέκα μέρεθ. Και, λοιπόν, ο κόμποθ έφταθε θτο χτένι, και εγώ δεν αντέχω άλλο!
     - Ούτε εγώ, είπε ο Τζορτζ.
     - Ούτε εγώ αντέχω, είπε ο κοκκινοτρίχης.
     - Ούτε εγώ, είπε και ο αλλοίθωρος στραβοκάνης.
     Ένας-ένας, όλοι οι ναυτικοί άρχισαν να διαμαρτύρονται.
     - Ε, ωραία, και τι θα κάνετε, δηλαδή, εδώ που είμαστε; είπε ο καπετάνιος. Θα φύγετε; Δεν μπορείτε!
     - Μπορούμε, όμωθ, να θε καθαιρέθουμε! είπε ο Τζέικομπ αποφασιστικά.
     - Να με καθαιρέσετε;
     - Ακριβώθ! Αν δεν είθαι εθύ άκθιοθ να μαθ οδηγήθειθ σε μια θτεριά, θα αναλάβουμε εμείθ!
      Μια στιγμιαία ησυχία εξαπλώθηκε στο πλοίο.
     - Ανταρθία! φώναξε ο κοκκινοτρίχης και σήκωσε την γροθιά του στον αέρα.
     - Ανταρθία! φώναξαν όλοι και τα μάτια τους γυάλισαν.
     Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά και οι εξαγριωμένοι ναυτικοί είχαν αρχίσει να τον πλησιάζουν απειλητικά. Ο καπετάνιος έφερε το χέρι στη ζώνη του και συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει το όπλο του στην καμπίνα του. Ήταν χαμένος από χέρι. Λίγο πιο πέρα, ο καλοντυμένος άντρας είχε παγώσει κι αυτός απ'το φόβο του.
     Μια βραχνή φωνή ακούστηκε αχνά, μέσα στην οχλοβοή, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Οι ναυτικοί είχαν ήδη περικυκλώσει τον καπετάνιο. Η φωνή ξανακούστηκε, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Κθηρά! είπε η φωνή. 
     - Παιδιά, ηθυχία! φώναξε ο Τζέικομπ. Κάτι είπε ο παρατηρητήθ.
     Όλοι σώπασαν.
     - Ε, εκεί πάνω, είπεθ κάτι; φώναξε ο Τζέικομπ προς το μεσιανό κατάρτι, κάνοντας τα χέρια του σαν χωνί.
     - Κθηράαααααα!!! φώναξε ο παρατηρητής, δείχνοντας ξεκάθαρα προς τα ανατολικά. 
    Όλοι έτρεξαν στην κουπαστή και έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα ανατολικά. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στο βάθος, πράγματι, διακρινόταν μια ξηρά.
     Την ίδια στιγμή, το γιασεμί, ο καλύτερος βιγλάτορας της Χώρας της μπροστινής βεράντας, διέκρινε στο βάθος του ορίζοντα ένα άγνωστο ιστιοφόρο, ακριβώς δέκα χρόνια και δέκα μέρες μετά τη γέννηση της Οξείας Γλωσσοπάθειας...

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Ποιος είναι το αφεντικό;

 


     Ο Χρόνος μπήκε στην τραπεζαρία σέρνοντας τα πόδια του. Η μέση του τον είχε πεθάνει.
     - Ωχ, είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας που βρισκόταν στην κορυφή του τραπεζιού.
     Κοντοστάθηκε. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;
     - Καλημέρα! του είπαν όλοι με ένα στόμα.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
     - Τι συμβαίνει; είπε η γυναίκα του, καθώς εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
     Ο Χρόνος πήγε σιγά-σιγά προς το μέρος της και πλησίασε το στόμα του στο αυτί της.
     - Ποιοι είναι αυτοί στο τραπέζι;
     Η γυναίκα του αναστέναξε. Το είχε ξαναδεί το έργο.
     - Αχ, καλέ, πάντα με το αστείο στο στόμα! είπε εκείνη. Ποτέ δεν το χάνεις το κέφι σου! Τα παιδιά σε περιμένουν για να πάρετε μαζί το πρωινό σας, δεν το θυμάσαι;
     - Α, ναι...
     Ο Χρόνος στράφηκε προς το τραπέζι. Σαν να θυμόταν κάτι. Και εκείνα τα πρόσωπα σαν να του φαίνονταν και λίγο πιο γνωστά από πριν. Ναι, βέβαια, εκείνος εκεί ο ψηλός δεν ήταν που έπαιζε στην αγαπημένη του τηλεοπτική σειρά; Να δεις πώς την έλεγαν... Α, ναι, και εκείνος ο άλλος, αυτός με το μούσι, βέβαια, πώς δεν τον είδε νωρίτερα τον κολλητό του από τον στρατό; Τι έκπληξη και αυτή, να τον επισκεφτεί ύστερα από τόσα χρόνια!
     - Καλημέρα, παιδιά! είπε ο Χρόνος χαμογελαστά. Συγγνώμη που καθυστέρησα, αλλά με έχει πιάσει λουμπάγκο και δεν μπορώ να περπατάω πολύ γρήγορα. Ελπίζω να μην ξελιγωθήκατε περιμένοντάς με.
     - Θα πιείς καφέ, να σου βάλω, μπαμπά; ρώτησε ο κολλητός του από τον στρατό.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος.
     - Τι συμβαίνει; ρώτησε εκείνη.
     - Γιατί με λέει "μπαμπά" αυτός; τη ρώτησε ψιθυριστά.
     Η γυναίκα του έκανε νόημα στους παρευρισκόμενους. Κατάλαβαν αμέσως. Κι αυτοί το είχαν ξαναδεί το έργο.
     - Να σου βάλω καφέ, παλιοσειρά; είπε ο κολλητός.
     Ο Χρόνος χαλάρωσε. 
     - Βάλε μου, είπε.
     Ξεκίνησαν να τρώνε. Κανένας δε μιλούσε. 
     - Φάε και μηλαράκι, του πρότεινε αυτός που καθόταν στα δεξιά του.
     - Δε θέλω μήλο.
     - Μήπως προτιμάς μπανάνα; τον ρώτησε αυτός που καθόταν στα αριστερά του.
     - Μια μπανάνα θα τη φάω.
     Πήρε μια μπανάνα, την καθάρισε και άρχισε να την τρώει. Το μάτι του έπεσε στο καλάθι με τα κρουασάν.
     - Νοέμβριε, είπε, πιάσε μου ένα κρουασάν, σε παρακαλώ... 
     - Μπαμπά, με γνωρίζεις; Μαμά!
     - Φυσικά και σε γνωρίζω, παιδί μου, γιατί φωνάζεις τη μάνα σου;
     - Κι εμένα με γνωρίζεις; ρώτησε ο Αύγουστος.
     - Εννοείται, μα τι πάθατε όλοι σας; Πλάκα μου κάνετε;
     - Ναι, πλάκα. Αφού μας ξέρεις τι πλακατζήδες που είμαστε, είπε ο Ιούλιος.
     - Όλα καλά; ακούστηκε η γυναίκα του.
     - Μια χαρά, είπε ο Ιανουάριος.
     - Να σου στύψω χυμό; ρώτησε τον Χρόνο.
     - Προτιμώ λίγο καφέ ακόμα, είπε εκείνος.
     Το τραπέζι απόκτησε έναν πιο εύθυμο αέρα.
     - Άντε, τελειώνετε, είπε ο Χρόνος. Η ώρα περνάει, πρέπει να πάτε στη δουλειά. Μη νομίζετε ότι επειδή είστε αφεντικά μπορείτε να πηγαίνετε όποτε σας κάνει κέφι!
     Ύστερα από λίγο, το πρωινό είχε ολοκληρωθεί και οι μήνες άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι, σέρνοντας τις καρέκλες τους, όπως το συνήθιζαν.
     - Αμάν αυτή η φασαρία, είπε ο Χρόνος, δεν μπορείτε να μη σέρνετε τις καρέκλες σας;
     - Συγγνώμη, μπαμπά, είπε ο Μάιος, είναι που βιαζόμαστε λίγο...
     - Εσύ πού βιάζεσαι να πας;
     - Μα, στη δουλειά, φυσικά. Είναι ο μήνας που διευθύνω.
     - Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Δεν πας καμιά βόλτα, καλύτερα; Τι δουλειά έχεις εσύ να διευθύνεις φθινοπωριάτικα;
     - Ορίστε;
     - Οκτώβριε, παιδί μου, άντε, βιάσου, λίγο αν αργήσεις να πας στο γραφείο, ο Μάιος είναι έτοιμος να σου φάει τη θέση.
     - Την ποια;
     - Τη θέση! Μα, τι, κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις; Άντε, παιδί, μου, να ρίξεις καμιά βροχούλα να δροσίσεις τον τόπο, ύστερα από τόσο καλοκαίρι, τα πάντα διψάνε για νερό...
     Ο Οκτώβριος αλληλοκοιτάχτηκε με τον Μάιο.
     - Δε νιώθω πολύ καλά, είπε ο Οκτώβριος, με πονάει λίγο ο λαιμός μου, μήπως να πάει ο Μάιος σήμερα;
     - Τι πράγματα είναι αυτά; Τίποτα δεν έχεις! Να πας να σου δώσει η μάνα σου λίγο σιροπάκι και να πας στη δουλειά, ακούς; Άκου, να στείλει τον Μάιο στη θέση του, φθινοπωριάτικα...
     - Μα, μπαμπά, είπε δειλά ο Ιούνιος, άσε τον Μάιο να πάει στη δουλειά, δεν έχουμε φθινόπωρο, άνοιξη έχουμε, να, και αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι...
     - Τι ξεκινάει; Το καλοκαίρι; Ναι, καλά! Μην κάνεις όρεξη! Άκου, αύριο ξεκινάει το καλοκαίρι... Μου φαίνεται ότι νομίζετε πως έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται, αλλά σας γελάσανε! Ξέρω πολύ καλά ότι έχουμε φθινόπωρο, αλλιώς γιατί να με πιάσει το λουμπάγκο μου;
     Οι μήνες έφυγαν για τη δουλειά, σιγοψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Ο Χρόνος πήγε στο σαλόνι και κάθησε στην πολυθρόνα του για να διαβάσει εφημερίδα. Τελικά, προτίμησε να δει λίγη τηλεόραση.
     Έξω έβρεχε. Ένιωσε μια ανατριχίλα.
     - Γυναίκα! φώναξε. Άναψε λίγο το καλοριφέρ, νομίζω ότι κάνει ψύχρα...
     Η γυναίκα του του έφερε μια κουβερτούλα.
     - Σκέπασε λίγο τα πόδια σου με την κουβέρτα, και αν συνεχίσεις να κρυώνεις, θα το ανάψω και το καλοριφέρ, του είπε.
     Ένα χελιδόνι στάθηκε έξω από το παράθυρο και άρχισε να τιτιβίζει. Το χελιδόνι ήταν βρεγμένο.
     - Α, μα δεν είναι κατάσταση αυτή! είπε ο Χρόνος. Μα τι κάνει αυτός ο Μάιος, ανοιξιάτικα; Πάλι βρέχει;
     Έπιασε το τηλέφωνό του και πάτησε έναν αριθμό.
     - Έλα, Μάιε, παιδί μου, τι θα γίνει; Θα συνεχίσεις για πολύ να ρίχνεις βροχές; Καλοκαίρι έφτασε πια! Τον Οκτώβριο αντιγράφεις; Τι;... Γιατί;... Τι δουλειά έχει ο Οκτώβριος στη θέση σου, ανοιξιάτικα;... Εγώ τον έστειλα; Ποιον δουλεύεις, βρε, τον ίδιο σου τον πατέρα; Ή νομίζεις ότι έχω γεράσει και δεν ξέρω τι μου γίνεται;... Φυσικά και ξέρω τι εποχή έχουμε, όλοι το ξέρουμε... Δεν ακούω τίποτα! Να πας στο γραφείο σου και να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους! Μα, λέω κι εγώ, τι συμβαίνει και όλο βρέχει; Πού να φανταστώ ότι ο κυρ-Μάιος προτίμησε να πάει βόλτα αντί να πάει να δουλέψει!
     Ο Χρόνος έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο.
     - Λίγο λάσκα να τους αφήσω, κάνουν του κεφαλιού τους, μονολόγησε.
     Άναψε την τηλεόραση.
     - Για να δούμε τι έχει σήμερα, είπε και ξεσκεπάστηκε. Σαν να κάνει λίγη ζέστη σήμερα...
     Το χελιδόνι πέταξε μακριά. Ο ουρανός πήρε ένα καταγάλανο χρώμα.
     - Γυναίκα! φώναξε ο Χρόνος. Φέρε μου, σε παρακαλώ, μια λεμονάδα από το ψυγείο! Σκάσαμε από τη ζέστη!
     Η γυναίκα του του έφερε ένα ποτήρι με λεμονάδα.
     - Καταντάει αηδία τόση ζέστη, φθινοπωριάτικα, είπε ο Χρόνος καθώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη του. Αυτός ο Οκτώβριος το έχει παρακάνει.
     Ξανάπιασε το τηλέφωνο.
     - Έλα, παιδί μου, Οκτ..., Μάιε, τι δουλειά έχεις εσύ να σηκώνεις το τηλέφωνο του γραφείου; Πού είναι ο αδερφός σου; Τι ποιος αδερφός; Ο Οκτώβριος, στην τουαλέτα έχει πάει;... Τι; Βόλτα; Ποιος του είπε να πάει βόλτα; Κι εσύ τι δουλειά έχεις εκεί, φθινοπωριάτικα;... Α, δε μου τα λες καλά, να πεις στον Οκτώβριο να πάει στη δουλειά του και να κόψει τις κοπάνες, άκουσες; Και εσύ να φύγεις από το γραφείο, δεν είναι η σειρά σου... Να φύγεις, και να κόψεις και την γκρίνια, αηδία έχεις καταντήσει!
     Ο Χρόνος έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, μουρμούρισε. Μα, τι; Πάλι βρέχει; Αυτός ο Μάιος το έχει παραξεφτιλίσει! Ούτε Απόκριες να είχαμε και να είχε ντυθεί Οκτώβριος!
     Και ο Χρόνος ξανάπιασε το τηλέφωνο...

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Άγνωστο είδος

 
     Και έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα: εκεί που όλα φαίνονται να βαίνουν καλώς, εκεί που όλα φαίνονται να έχουν μπει σε μία τάξη, εκεί είναι που τελικά αποδεικνύεται ότι κάτι όχι και τόσο ευχάριστο συμβαίνει στη χώρα της Δανιμαρκίας, ωχ, συγγνώμη, στη Χώρα του διαμερίσματος ήθελα να πω...
     Και άνοιξε η Πίπη μια μέρα την βρύση της έμπνευσης, και άκουσε κάτι ήχους από άδειους σωλήνες, αλλά ούτε μία σταγόνα έμπνευσης δεν βγήκε. Και έκλεισε την βρύση, και την ξανάνοιξε, και κοίταξε και τον γενικό, και το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να βγουν κανα δυο σταγόνες γεμάτες σκουριά... Με άλλα λόγια, πάει η έμπνευση!
     "Εντάξει", σκέφτηκε η Πίπη, που δεν θέλει το μυαλό της να πηγαίνει στο χειρότερο, "είναι μία παροδική βλάβη του δικτύου, κάπου θα έκαναν έργα και θα έσπασαν κάποιον σωλήνα της παροχής, θα επισκευαστεί η βλάβη και θα ξανάρθει η τρεχούμενη έμπνευση". Και κάθε πρωί, με την ελπίδα φρέσκια-φρέσκια και ανανεωμένη λόγω του ύπνου, η Πίπη πήγαινε στην βρύση και την άνοιγε, αλλά πού... Και οι μέρες περνούσαν, και η ελπίδα της άρχισε να κουράζεται... Και σιγά-σιγά κατέληξε να ανοίγει την βρύση μόνο από συνήθεια. Και όσο προσπαθούσε να καλέσει την έμπνευση - είτε με τελετουργικούς χορούς, είτε με μαγικά φίλτρα - τόσο η έμπνευση δεν καταδεχόταν να της κάνει ούτε μία επίσκεψη.
     Και παρ'όλο που δεν της άρεσε αυτή η σκέψη, η Πίπη άρχισε να το παίρνει απόφαση. Πάει το δίκτυο, καταστράφηκε, ποιος ξέρει τι βλάβη είχε προκληθεί, αλλά σίγουρα θα ήταν πολύ μεγάλη αφού ακόμη δεν είχε φτιαχτεί, μόνη της θα έπρεπε να πορεύεται από εδώ και μπρος. Αλλά πώς να πορευτεί χωρίς έμπνευση; Εντωμεταξύ, η Γλωσσοπάθεια είχε αρχίσει κιόλας να γεμίζει ιστούς αράχνης...
     Με τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι της, λοιπόν, η Πίπη περπατούσε μια μέρα στον δρόμο, όταν σε μία διασταύρωση πήρε το μάτι της μια γάτα. Η ώρα ήταν λίγο προχωρημένη, οπότε τα χαρακτηριστικά της γάτας δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα, πιο πολύ η σιλουέτα της διακρινόταν. Η Πίπη συνέχισε τον δρόμο της, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που συναντούσε γάτα στον δρόμο, αλλά λίγο πιο κάτω κοντοστάθηκε. Εκείνη η γάτα, η σιλουέτα της, δηλαδή, δε θα μπορούσε να είναι και σιλουέτα... κουκουβάγιας;
     Ναι, ξέρω, θα μου πείτε ότι η έλλειψη έμπνευσης τη βάρεσε στο κεφάλι, και ίσως να έχετε και δίκιο, απλώς εγώ μεταφέρω τα γεγονότα. Η Πίπη άρχισε να σκέφτεται ότι πολύ έμοιαζε η σιλουέτα εκείνης της γάτας με σιλουέτα κουκουβάγιας και... ήταν σίγουρα γάτα αυτό που είχε δει; Όσο περισσότερο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο κατέληγε στην σκέψη ότι το ζώο που είχε δει δεν ήταν γάτα. Ούτε κουκουβάγια, όμως, ήταν. Τι δουλειά είχε μια κουκουβάγια κάτω, στο οδόστρωμα;
     "Να δεις που θα είναι κάτι άλλο", είπε η Πίπη. "Είμαι σίγουρη ότι είναι ένα ζώο με χαρακτηριστικά και κουκουβάγιας και γάτας. Πρέπει να μάθω περισσότερα γι'αυτό".
     Και η Πίπη άρχισε να αναζητεί το ασυνήθιστο αυτό ζώο με επιμονή. Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Καθώς φαίνεται, επρόκειτο για ζώο που δεν αγαπάει πολύ την έκθεση και προτιμάει να κινείται στα σκοτάδια. "Πώς θα το λένε, άραγε;" αναρωτήθηκε η Πίπη. "Γατουβάγια" απάντησε μόνη της, ύστερα από αρκετή σκέψη. "Ούτε γάτα, ούτε κουκουβάγια, αλλά κάτι και από τα δύο".
     Και τότε, δε θα το πιστέψετε, το περίεργο αυτό ζώο με το όνομα γατουβάγια, εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά στην Πίπη. Και η έκπληξή της ήταν τόσο μεγάλη, που στην αρχή δεν μπόρεσε να πει κουβέντα.
     "Κουκουνιάου", είπε η γατουβάγια.
     Τσιμουδιά η Πίπη.
     "Κουκουνιάου", ξαναείπε η γατουβάγια. "Με ψάχνεις για κάποιον λόγο";
     Μόνο τότε μπόρεσε η Πίπη να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει.
     "Ναι", απάντησε, σε ψάχνω επειδή θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. "Να φανταστείς, δεν ήξερα καν ότι υπάρχεις".
     "Ναι, πολλοί δεν το ξέρουν αυτό", απάντησε η γατουβάγια, "και καλύτερα, επειδή μας αφήνουν στην ησυχία μας".
     "Πολύ μεγάλα μάτια έχεις", είπε η Πίπη.
     "Ναι, για να βλέπω καλά στο σκοτάδι", απάντησε η γατουβάγια και έγλειψε λίγο το μουσούδι της. "Πώς αλλιώς θα βρίσκω την τροφή μου";
     "Και τι τρως"; 
     "Θέλει και ρώτημα; Ποντίκια! Αν και, καμιά φορά, δε λέω όχι και σε κανένα ψαράκι"...
     "Και πού κοιμάσαι; Πού φτιάχνεις τη φωλιά σου";
     "Κάποιες φορές στα κεραμίδια, αν υπάρχουν κεραμίδια. Αλλιώς, την φτιάχνω στα δέντρα, πάνω-πάνω, κοντά στην κορυφή".
     "Και δεν κινδυνεύεις να πέσεις από εκεί ψηλά";
     "Και γιατί την έχω την ουρά; Την τυλίγω γύρω από το κλαδί όπου βρίσκομαι, και δεν πέφτω ποτέ".
     Η ουρά της γατουβάγιας κουνιόταν ρυθμικά, σαν για να υπογραμμίσει τα λεγόμενά της.
     "Και υπάρχουν πολλές γατουβάγιες στον κόσμο"; ρώτησε η Πίπη.
     "Δεν ξέρω πόσες ακριβώς, αλλά είμαστε μπόλικες".
     "Και γιατί δε σας είδε ποτέ κανείς";
     "Μας είδες εσύ"...
     "Ναι, αλλά εκτός από εμένα, κανείς άλλος".
     "Αφού κυκλοφορούμε τη νύχτα! Επιπλέον, αποφεύγουμε τις επαφές με τους ανθρώπους, ποτέ κανείς δεν κέρδισε κάτι από δαύτους".
     "Σωστό κι αυτό"... Θα μου επιτρέψεις να σε βγάλω μια φωτογραφία";
     "Τι να την κάνεις";
     "Να τη δείχνω σε όσους δεν πιστεύουν ότι υπάρχεις".
     "Αστειεύεσαι; Για να ξαμολυθούν και να μας κυνηγάνε, να μη μας αφήνουν σε ησυχία, να μας ακολουθούν για να μελετήσουν τις συνήθειές μας, να κάνουν πειράματα επάνω μας και στο τέλος να μας αποδεκατίσουν και να εξαφανιστούμε από προσώπου γης";
     Η γατουβάγια φαινόταν πολύ θυμωμένη. Τα γαμψά της νύχια γυάλιζαν, όσο και τα μεγάλα, θυμωμένα της μάτια.
     "Συγγνώμη", είπε η Πίπη, "δεν ήθελα να σου δημιουργήσω πρόβλημα. Δε θα σε βγάλω φωτογραφία, μην ανησυχείς".
     Η γατουβάγια άνοιξε τα φτερά της και τα τίναξε.
     "Είναι ώρα να πηγαίνω", είπε. "Το στομάχι μου γουργουρίζει και δε νομίζω να έχεις εδώ μέσα κανένα ποντικάκι να με κεράσεις".
     Η Πίπη δεν είχε κανένα ποντικάκι στο σπίτι, αφήστε που και να είχε δε θα αισθανόταν και πολύ καλά να το προσφέρει στη γατουβάγια... Και η γατουβάγια χτύπησε τα φτερά της δυνατά και έφυγε πετώντας από το παράθυρο, ενώ η άκρη της ουράς της ακούμπησε λίγο το φωτιστικό και το έκανε να χορεύει...
     Και η Πίπη έμεινε μόνη της να σκέφτεται ότι πολύ θα ήθελαν οι φίλοι της να μάθουν για την ύπαρξη της γατουβάγιας, αλλά ίσως και να μην την πίστευαν, αφού δεν είχε στα χέρια της κάποιο πειστήριο. Και έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να τη ζωγραφίσει, όσο πιο πιστά μπορούσε. Πήρε τα μολύβια της και άρχισε να σχεδιάζει. Σχεδίαζε, έσβηνε, ξανασχεδίαζε, ξανάσβηνε... Και σιγά-σιγά το σχέδιό της άρχισε να θυμίζει τη γατουβάγια που είχε γνωρίσει. Ορίστε και τα μεγάλα της μάτια, να τα και τα γαμψά της νύχια, να το και το μουσούδι της, ορίστε και η ευλύγιστη ουρά της... Μέχρι και τη θυμωμένη της έκφραση κατάφερε να αποδώσει η Πίπη. Και αφού ολοκληρώθηκε το πορτρέτο της γατουβάγιας, έφτασε πια η ώρα να μάθει ο κόσμος για την ύπαρξή της.
     Τώρα, βέβαια, μένει να δούμε πόσοι θα πιστέψουν την Πίπη και πόσοι θα αμφισβητήσουν την ύπαρξη της γατουβάγιας, αφού δεν υπάρχει το αδιάψευστο πειστήριο μιας φωτογραφίας...