Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Να δεις πώς το λένε...



     Ο Άη-Βασίλης χάιδεψε τη γενειάδα του ικανοποιημένος. Οι ατμοί τον είχαν τυλίξει για τα καλά και τα γυαλιά του είχαν θολώσει. Ένιωθε ήδη την ευεργετική επίδραση του ζεστού νερού στην πονεμένη του μέση. Τι φανταστική ιδέα που είχε, να πάει με τη γυναίκα του για μερικές μέρες σε αυτό το απομονωμένο σπα στην Ισλανδία! 
     Μία νεαρή, λεπτή γυναίκα με πολύ λευκό δέρμα πλησίασε.
     - Καλημέρα, κύριε Σάντα, όλα εντάξει;
     - Καλημέρα, Χέλγκα, όλα είναι υπέροχα. Θα μπορούσα να έχω άλλο ένα από αυτά τα υπέροχα αφεψήματα με νερό θερμής πηγής;
     - Φυσικά, αν και θα σας συμβούλευα να μην κάνετε κατάχρηση των αφεψημάτων. Η υπερβολική χρήση τους, εκτός από έντονη εφίδρωση, προκαλεί και συχνοουρία.
     - Πού είναι η γυναίκα μου;
     - Η κυρία Σάντα μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμα γεωθερμικής αναζωογόνησης με ζεστές πέτρες από το όρος Χέκλα και τώρα απολαμβάνει το πρωινό της στην αίθουσα ευεξίας, ακούγοντας πεντατονική μουσική, προκειμένου να συνδεθεί με το εσώτερο εγώ της και να αποβάλει το στρες. Θα θέλατε να με ακολουθήσετε στην αίθουσα μασάζ; Σήμερα θα σας περιποιηθεί ο Έλβαρ. Έχει ειδίκευση στις παθήσεις των μεσοσπονδύλιων δίσκων. Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω. Ποιο άρωμα θα θέλατε να έχει η αίθουσα μασάζ; Πεύκο, σημύδα, ρείκι ή αρκτικό θυμάρι;
     - Σημύδα, είπε ο Άη-Βασίλης, που του έλειπε λίγο και το σπίτι του.
     Η Χέλγκα τον βοήθησε να βγει από τη φυσική δεξαμενή ζεστού νερού όπου είχε περάσει το τελευταίο μισάωρο, και να φορέσει ένα ζεστό, αφράτο μπουρνούζι με το μονόγραμμα του σπα κεντημένο με χρυσή κλωστή.
     - Ακολουθήστε με, παρακαλώ, είπε η Χέλγκα.
     Ο Άη-Βασίλης την ακολούθησε υπάκουα. Περπατώντας επάνω σε έναν όμορφο, ξύλινο διάδρομο, που ούτε καν έτριζε, πέρασαν ανάμεσα από μια σειρά άλλες, φυσικές δεξαμενές, όπου άλλοι λουόμενοι απολάμβαναν τις ευεργεσίες του ζεστού νερού. Οι δεξαμενές ήταν διαφόρων μεγεθών και σχημάτων: άλλες ήταν μικρές, για δυο, το πολύ τρία άτομα, και άλλες ήταν μεγαλύτερες, για δέκα ή δεκαπέντε. Άλλες ήταν στενόμακρες, άλλες ήταν στρογγυλές, και υπήρχε και μία που το σχήμα της, με λίγη καλή θέληση, θύμιζε καρδιά. Οι λουόμενοι ήταν ως επί το πλείστον γυναίκες μέσης και προχωρημένης ηλικίας, αλλά υπήρχαν και άντρες, και μικρά παιδιά.
     Η Χέλγκα έφτασε στο χώρο του μασάζ, άνοιξε την πόρτα και περίμενε ευγενικά, ώσπου ο Άη-Βασίλης να περάσει μέσα. Ο Έλβαρ, ένας ψηλός και αρκετά μυώδης, ξανθός νέος, τον περίμενε δίπλα στο κρεβάτι του μασάζ. Η Χέλγκα προχώρησε μέχρι το παράθυρο, όπου βρισκόταν ένα ράφι με διάφορα μικρά μπουκαλάκια. Διάλεξε ένα και ύστερα πήγε μέχρι το τζάκι, όπου έκαιγε μια ωραία φωτιά. Η Χέλγκα άνοιξε το μπουκαλάκι και έριξε τρεις σταγόνες από το περιεχόμενό του σε ένα μικρό, πορσελάνινο δοχείο που κρεμόταν μέσα στο τζάκι. Αμέσως ο χώρος πλημμύρισε από το γνώριμο άρωμα της σημύδας. Ο Άη-Βασίλης ανάσανε βαθιά. Η Χέλγκα χαμογέλασε.
     - Καλή σας απόλαυση, κύριε Σάντα, είπε και βγήκε αμέσως από το δωμάτιο.
     Ο Έλβαρ βοήθησε τον Άη-Βασίλη να βγάλει το μπουρνούζι του και να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ύστερα, έβαλε στα χέρια του ένα αρωματικό λάδι και άρχισε με επιδέξιες κινήσεις να τον τρίβει, επιμένοντας στην περιοχή της μέσης. Ο Άη-Βασίλης ένιωσε πως βρισκόταν στον Παράδεισο. Λίγο ακόμα και θα αποκοιμιόταν.
     Η ξύλινη πόρτα του δωματίου άνοιξε και εμφανίστηκε και πάλι η Χέλγκα, κρατώντας ένα ογκωδέστατο πακέτο.
     - Κύριε Σάντα, μόλις ήρθε η αλληλογραφία σας, είπε και ακούμπησε το πακέτο σε ένα τραπεζάκι, που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Θα θέλατε, μήπως, να σας το ανοίξω;
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει με τίποτα την ανωνυμία του.
     - Όχι, ευχαριστώ, είπε. Θα το ανοίξω μόνος μου.
     - Μήπως προτιμάτε να το πάω στο δωμάτιό σας;
     - Αφήστε το καλύτερα εδώ, θα το ανοίξω μετά.
     - Όπως θέλετε.
     Η Χέλγκα εξαφανίστηκε και πάλι. Ο Έλβαρ τώρα μάλαζε εντατικά τον αυχένα του. Ο Άη-Βασίλης αφέθηκε και πάλι στα μαγικά χέρια του μασέρ και έκλεισε τα μάτια του. Αποκοιμήθηκε ύστερα από μερικά λεπτά.
     Ξύπνησε ύστερα από ένα τέταρτο περίπου, όταν ο Έλβαρ τον σκούντηξε ελαφρά και τον ενημέρωσε ότι το μασάζ του είχε τελειώσει.
     - Μπορείτε τώρα να περάσετε στη θερμαινόμενη πισίνα που βρίσκεται δίπλα, είπε ο Έλβαρ, καθώς τον βοηθούσε να ξαναφορέσει το μπουρνούζι του. Ένα σύντομο, ζεστό μπάνιο θα παρατείνει τα αποτελέσματα του μασάζ. Και για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα, μπορείτε κατόπιν να κάνετε ένα κρύο ντους στον τεχνητό καταρράκτη που βρίσκεται στο αίθριο. Το νερό του καταρράκτη έρχεται απευθείας από το πάρκο Βατναγιόκουλ, στα νοτιοανατολικά της χώρας.
     - Ναι, το γνωρίζω το Βατναγιόκουλ, έχω πάει, είπε ο Άη-Βασίλης και δαγκώθηκε για να μην πει περισσότερα και προδώσει την ταυτότητά του. Θα μπορέσετε να μου φέρετε το πακέτο μου στο χώρο της θερμαινόμενης πισίνας; Μου φαίνεται αρκετά ογκώδες για να το κουβαλήσω μόνος μου.
     - Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Έλβαρ, και πήρε στα χέρια του το πακέτο. Παρακαλώ, μετά από εσάς...
     Οι δύο άντρες πέρασαν στο χώρο της θερμαινόμενης πισίνας, όπου διάφοροι λουόμενοι κολυμπούσαν νωχελικά. Ένα ζευγάρι στη μία άκρη της πισίνας έπαιζε μία παρτίδα σκάκι. Δυο-τρία πιτσιρίκια έπαιζαν φορώντας σωσίβια.
     Ο Άη-Βασίλης άφησε το μπουρνούζι του σε μία ξαπλώστρα και μπήκε στην πισίνα, κατεβαίνοντας προσεκτικά από τη μικρή, μεταλλική σκάλα. Ο Έλβαρ έβαλε το πακέτο στο κάτω μέρος της ξαπλώστρας, χαιρέτησε τον Άη-Βασίλη με μια ελαφριά υπόκλιση και αποχώρησε.
     Ο Άη-Βασίλης έκανε δύο απλωτές, αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησε πόσο δίκιο είχε η Χέλγκα σχετικά με τα αφεψήματα του σπα και την επίδρασή τους στον οργανισμό. Δεν μπορούσε να ξέρει αν είχε ιδρώσει εξαιτίας των αφεψημάτων που είχε πιει νωρίτερα ή εξαιτίας της αγωνίας του να προλάβει να πάει στην τουαλέτα.
     Γύρισε στην ξαπλώστρα του από την τουαλέτα ξαλαφρωμένος και ξέχασε εντελώς να πάει στον καταρράκτη με το νερό από το πάρκο Βατναγιόκουλ για το κρύο ντους που του είχε συστήσει ο Έλβαρ. Στο μεταξύ, η γυναίκα του μόλις είχε φτάσει στο χώρο της πισίνας. Φαινόταν πραγματικά ανανεωμένη.
     - Μεγάλη εφεύρεση η πεντατονική μουσική, είπε η γυναίκα του. Έπρεπε να έρθεις και εσύ.
     - Ίσως αύριο, απάντησε ο Άη-Βασίλης. Θα καθήσεις εδώ, μαζί μου, ή έχεις κανονίσει κάποια άλλη θεραπεία για μετά;
     - Έχει μία συνεδρία αρκτικής γιόγκα που θέλω να παρακολουθήσω, αλλά είναι το απόγευμα, οπότε μέχρι τότε είμαι ελεύθερη. Εξάλλου, κοντεύει μεσημέρι, όπου να'ναι θα σερβιριστεί το γεύμα. Ζήτησα να μας σερβίρουν στο δωμάτιο, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Δεν χρειάζεται να πολυκυκλοφορείς όταν το μέρος είναι γεμάτο από κόσμο, όλο και κάποιο παιδάκι θα σε αναγνωρίσει.
     - Τι επιλογές έχουμε;
     - Έχω παραγγείλει ήδη. Βακαλάο με πατάτες για εμένα και καπνιστό αρνί για εσένα, που δε σου αρέσουν τα ψάρια. Το σερβίρουν με μία σως αγριοφράουλας, μου είπαν. Τι είναι αυτό;
     - Η σημερινή αλληλογραφία.
     - Αντί να λιγοστεύει, όλο και αυξάνεται, όσο πλησιάζουμε στην παραμονή.
     - Τι να κάνουμε;
     - Θα τα διαβάσεις τώρα τα γράμματα ή μετά το φαγητό;
     - Έλεγα να τα διαβάσω τώρα, αλλά ίσως είναι καλύτερα να τα διαβάσω στο δωμάτιο.
     - Συμφωνώ. Πάμε, λοιπόν, στο δωμάτιο. Θα σε βοηθήσω και εγώ.

     Λίγο αργότερα, στο δωμάτιό τους, καθισμένοι σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες, με θέα τον Ατλαντικό στο βάθος, ο Άη-Βασίλης και η γυναίκα του άνοιξαν το πακέτο. Πάνω από εκατό γράμματα ξεχύθηκαν από μέσα. Ο Άη-Βασίλης άρχισε να τα διαβάζει. Ήταν όλα από παιδιά, και τα περισσότερα ήταν στολισμένα με όμορφες, χαρούμενες ζωγραφιές. Ο Άη-Βασίλης διάβαζε, η γυναίκα του κρατούσε σημειώσεις και τα ταξινομούσε αλφαβητικά, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης.
     Ξαφνικά, ο Άη-Βασίλης κοντοστάθηκε. 
     - Τι είναι τούτο; αναρωτήθηκε.
     Τα γράμματα επάνω στο φάκελο δε φαίνονταν παιδικά, αλλά ούτε και τα γράμματα μέσα του. Ο Άη-Βασίλης διάβασε:
     "Αγαπητέ μου Άγιε Βασίλη, πρώτα-πρώτα ελπίζω να είσαι καλά. Θα θυμάμαι για πάντα την περσινή μας συνάντηση που στάθηκε αφορμή για να αποκτήσω ένα κουτί με χρωματιστά μολύβια..."
     - Δεν το πιστεύω! είπε ο Άη-Βασίλης. 
     - Τι τρέχει; ρώτησε η γυναίκα του.
     - Η Πίπη μου έστειλε γράμμα!
     - Η Πίπη; Αλήθεια; Αυτό κι αν είναι περίεργο! Αλλά μήπως γράφει εκ μέρους κάποιου παιδιού;
     - Κάτσε να δούμε: "Αυτά τα χρωματιστά μολύβια ήταν στ'αλήθεια το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω πάρει. Με αυτά κατάφερα να φτιάξω την πρώτη παγκοσμίως γνωστή απεικόνιση μιας γατουβάγιας, καθώς επίσης και το πορτρέτο μιας λαγανομάτας κόρης, μεταξύ άλλων..."
     - Ώστε είναι ευχαριστήριο γράμμα!
     - Γράφει κι άλλα, περίμενε: "Η κίνησή σου αυτή, να μου φέρεις πρωτοχρονιάτικο δώρο, με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν φέρνεις δώρα μόνο στα παιδιά. Έτσι, και καθώς η πρωτοχρονιά ξαναπλησιάζει, αποφάσισα να σου στείλω αυτό το γράμμα και να σε πληροφορήσω ότι ήμουν καλή όλο το 2023, παρ'όλο που μου δόθηκαν άπειρες ευκαιρίες να μην είμαι. Αυτό μπορούν να σου το βεβαιώσουν όλοι, αλλά μάλλον το ξέρεις ήδη..."
     - Πού το πάει, άραγε;
     - "... Αφού, λοιπόν, υπήρξα καλή όλο τον χρόνο, θα ήθελα φέτος να μου φέρεις ένα δώρο αντίστοιχο με το περσινό και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι ένα ατελιέ..."
     - Τι θέλει, λέει; Ένα ατελιέ; Α, μα αυτή έχει ξεφύγει!
     - "Σκέψου τι ωραία πράγματα θα μπορώ να φτιάξω, πόσα ακόμα σπάνια πορτρέτα, αν έχω τον κατάλληλο χώρο γι'αυτό. Και προτού βιαστείς να πεις ότι ζητάω πολλά, θα σου πω ότι βολεύομαι και με ένα μικρό. Σε ευχαριστώ προκαταβολικά και σου υπόσχομαι ότι αν μου φέρεις ένα ατελιέ, θα είσαι ο πρώτος που θα ζωγραφίσω το 2024.

     Με αγάπη,
     Πίπη"

     Ο Άη-Βασίλης δίπλωσε το γράμμα και το άφησε δίπλα του.
     - Τι να κάνω με το γράμμα; Να το πετάξω στα σκουπίδια; ρώτησε η γυναίκα του. Ή προτιμάς να το κρατήσουμε και να το διαβάζουμε για να γελάμε;
     - Κράτησέ το και βλέπουμε... Να δεις πώς το λένε οι Έλληνες...
     - Ποιο;
     - Αυτό... Κάτσε λίγο, και θα το βρω. Πού είναι το βιβλίο μου;
     - Στο κομοδίνο, εκεί που το άφησες.
     Ο Άη-Βασίλης πήγε μέχρι το κομοδίνο και πήρε το χοντρό βιβλίο που βρισκόταν εκεί. "Παροιμίες και γνωμικά από όλο τον κόσμο" ήταν ο τίτλος του βιβλίου. Ο Άη-Βασίλης το άνοιξε και το ξεφύλλισε αργά. 
     - Να'το! είπε. Δε σου είπα ότι θα το έβρισκα; "Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ'ανέβει στο κρεβάτι", έτσι το λένε!

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Λόγω των ημερών

 

     Νέα περίοδος ιδεοξηρασίας στη χώρα της Γλωσσοπάθειας, παρ'όλο που έρχονται Χριστούγεννα. 
     - Μα τι θα γίνει, επιτέλους; λέει η Πίπη και πηγαινοέρχεται πέρα-δώθε, περιμένοντας να γεννηθεί καμιά ιδέα, όπως περιμένουν στο μαιευτήριο οι συγγενείς των επιτόκων.
     Αλλά άδικα περιμένει η Πίπη. Και, αντίθετα από τους συγγενείς των επιτόκων, που κάποια στιγμή βλέπουν ένα μωρό, εκείνη δεν βλέπει ιδέα ούτε για δείγμα. Και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, και η Γλωσσοπάθεια ακόμα να στολίσει...
     Μήπως να πήγαινε ένα ταξίδι, να αλλάξει τον αέρα της; Και δε μιλάμε καν για το Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα, ας είναι ένα ταξίδι εδώ κοντά, στη Χώρα των Θαυμάτων, ας πούμε, ή στη Χώρα του Ποτέ... Θα συναντούσε την Αλίκη, ή τον Πήτερ Παν, και όλο και κάποια ιδέα θα της έδιναν. Αλλά η Αλίκη - άκουσε η Πίπη - μεγάλωσε πια και πάχυνε και την τελευταία φορά που μπήκε στο λαγούμι του κουνελιού σφήνωσε και έμεινε σφηνωμένη στο λαγούμι πέντε μέρες και παρά τρίχα να την βρουν τα Χριστούγεννα σφηνωμένη, οπότε φέτος δεν θα πάει καθόλου στη Χώρα των Θαυμάτων, θα κάτσει στο σπίτι της να τρώει μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες.... Όσο για τον Πήτερ Παν, μεγάλωσε και εκείνος και άρχισε τις εξόδους και τα ξενύχτια, με αποτέλεσμα να κάνει μπυροκοιλιά, και όλοι ξέρουμε ότι η μπυροκοιλιά λειτουργεί σαν βαρίδι και δεν επιτρέπει το πέταγμα. Και τι να πάει να κάνει ο Πήτερ Παν στη Χώρα του Ποτέ, αν δεν μπορεί να πετάξει; Θα τον κοροϊδεύουν μέχρι και οι πυγολαμπίδες!
     - Αχ! αναστενάζει η Πίπη και σκέφτεται ότι πρέπει να αγοράσει μελομακάρονα, να πνίξει την θλίψη της στην γλυκιά τους αγκαλιά, και ύστερα να πάει εκείνη στο λαγούμι του κουνελιού, να σφηνώσει μεταξύ της Χώρας της Πραγματικότητας και της Χώρας των Θαυμάτων.
     Προς το παρόν, βέβαια, είναι ήδη σχεδόν σφηνωμένη ανάμεσα στις χώρες των βεραντών. Μεγάλη βαρεμάρα και εκεί. Πού είναι οι πολυλογίες και τα χάχανα; Πού είναι οι τσακωμοί; Πού είναι τα κουτσομπολιά; Οι ένοικοι των δύο χωρών δεν έχουν και πολλή όρεξη, ούτε σε απεργίες για τακτικότερο πότισμα δεν κατεβαίνουν πια...
     Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όλο και κάτι συμβαίνει σε αυτές τις δύο χώρες, όχι πάντα χαρούμενο, φυσικά... Ορίστε, για παράδειγμα, τη θυμάστε τη ρίγανη; Ε, λοιπόν, ξεχάστε την... Έμεινε και ο βασιλικός χωρίς παρέα δίπλα του για να κουτσομπολεύει και άρχισε τις προσπάθειες να μπει στη Χώρα του διαμερίσματος. Ώσπου, πάει η Πίπη μια μέρα να κλείσει την μπαλκονόπορτα, πάει ο βασιλικός να μπει μέσα, ορίστε ένα κάταγμα καραμπινάτο για τον επίδοξο μετανάστη! Για να μη μιλήσουμε για την γλάστρα με τα κερασοκούκουτσα, που με περισσό θράσος  ενημέρωσε την Πίπη ότι οι κερασιές δε θα φυτρώσουν φέτος (ούτε του χρόνου, φυσικά), αλλά, βέβαια, η Πίπη δεν το άφησε έτσι, γέμισε την γλάστρα με ροδακινοκούκουτσα και τώρα βλέπει το μέλλον με μια σχετική αισιοδοξία (η γλάστρα, πάλι, το αντίθετο, το παίζει Κασσάνδρα).
     - Πάει, λέει η Πίπη, τελείωσε, θα έρθουν τα Χριστούγεννα και δεν θα έχω καμία ιστορία... Τι κρίμα!
     - Τι κρίμα! επαναλαμβάνουν και οι ένοικοι των χωρών των δύο βεραντών, αλλά η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, ούτε που τους νοιάζει...
     Αλλά μια μέρα, εκεί που άνοιγε ένα από τα παράθυρά της, πού νομίζετε ότι έπεσε το μάτι της Πίπης; Στην γλάστρα με τις δίδυμες βερυκοκίτσες, έπεσε. Και, βέβαια, εκεί βρίσκονταν οι δύο αδερφούλες, που έχοντας χάσει - λόγω εποχής - τα φυλλαράκια τους, κοιμούνταν ειρηνικά, δίπλα-δίπλα, μόνο πως η Πίπη είδε και κάτι άλλο. Δίπλα ακριβώς στις δίδυμες κοιμωμένες, επάνω σε ένα ξυλάκι από αυτά που χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα, υπήρχε μία στρουμπουλή, πράσινη κάμπια!
     - Μπλιαχ! έκανε η Πίπη. Τι δουλειά έχει μία στρουμπουλή, πράσινη κάμπια στη Χώρα της πίσω βεράντας, και μάλιστα δίπλα στις βερυκοκοαδερφούλες; Θα πρέπει να την διώξω πάραυτα!
     Η Πίπη οπλίστηκε με όσο θάρρος μπόρεσε να βρει και πήγε στην μπαλκονόπορτα που βρισκόταν κοντά στην επίμαχη γλάστρα. Αλλά μόλις πλησίασε στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, η κάμπια, που προφανώς την είχε δει, μετακινήθηκε ελαφρώς και κρύφτηκε πίσω από το ξυλάκι! Καλέ, τι περίεργο πράγμα; Αυτή η κάμπια είχε πόδια!
     Η Πίπη το ξανασκέφτηκε. Αυτή η κάμπια ήταν πολύ περίεργη και, ενδεχομένως επικίνδυνη. Και αν, αφού είχε πόδια, ήξερε και καράτε; Και αν, με το που πλησίαζε η Πίπη, η κάμπια την άρχιζε στις κλωτσιές;  
     Η Πίπη πήγε στην άλλη μπαλκονόπορτα, από την άλλη πλευρά της γλάστρας, που είναι και λίγο πιο μακριά, και την άνοιξε προσεκτικά. Αμέσως η κάμπια ξαναμετακινήθηκε προς την αντίθετη πλευρά και ξανακρύφτηκε πίσω από το ξυλάκι. Η Πίπη αναθάρρησε λίγο, αλλά και πάλι... Αυτή η κάμπια, αν ήταν κάμπια, ήταν η πιο περίεργη κάμπια που είχε δει ποτέ της. Ήθελε να την παρατηρήσει, αλλά ήθελε και να κρατήσει απόσταση ασφαλείας, πώς θα γινόταν αυτό;
     Και τότε θυμήθηκε πως είχε μία φωτογραφική μηχανή. Αυτό ήταν! Θα φωτογράφιζε την κάμπια και ύστερα θα έκανε ζουμ στη φωτογραφία για να τη δει και να τη μελετήσει καλύτερα. Έτρεξε, λοιπόν, η Πίπη, πήρε τη φωτογραφική της μηχανή, βγήκε στη Χώρα της πίσω βεράντας πολύ προσεκτικά και, προσπαθώντας να μην πλησιάσει υπερβολικά κοντά - είπαμε, ίσως η κάμπια να ήξερε και καράτε - άρχισε να βγάζει φωτογραφίες. Η κάμπια έμενε ακίνητη, ευτυχώς.
     Έβγαλε τις φωτογραφίες που ήθελε η Πίπη και γύρισε στην ασφάλεια της Χώρας του διαμερίσματος. Έκανε ζουμ και άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά την κάμπια... Και, ναι, τελικά είχε δίκιο. Δηλαδή, δεν ξέρω αν είχε δίκιο για το καράτε, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα ότι η κάμπια μάλλον δεν ήταν κάμπια. Και τι ήταν, τότε; Η Πίπη κοίταξε προσεκτικά τα δύο μακριά πόδια, που είχαν κολλήσει επάνω στο ξυλάκι και ίσα-ίσα ξεχώριζαν, τα φτερά που μισοσκέπαζαν τα πόδια σαν τέντα κατασκηνωτή, το σκυφτό της κεφάλι, σαν ευσεβούς προσκυνητή... Ε, λοιπόν, αν δεν επρόκειτο για ακρίδα, η Πίπη δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να είναι!
     Η Πίπη πρώτη φορά έβλεπε ακρίδα σε αυτήν την στάση. Τι έκανε εκεί; Και γιατί δεν πετούσε μακριά; Ήθελε πολύ να μάθει, αλλά δεν τολμούσε να πολυπλησιάσει, αφού την ανατριχιάζουν οι ακρίδες. Είπε, λοιπόν, με τρόπο στο βασιλικό, να πει στη λουίζα, να πει στο δυόσμο, να πει στην ντοματιά, που είναι δίπλα στην γλάστρα με τις δίδυμες κοιμισμένες βερυκοκίτσες, να ρωτήσει την ακρίδα και να μάθει.
     Και ο βασιλικός, παρ'όλο που ακόμα της κρατούσε μούτρα για το κάταγμά του, είπε στη λουίζα, που είπε στο δυόσμο, που είπε στην ντοματιά, να ρωτήσει την ακρίδα.
     - Ε, ψιτ! είπε η ντοματιά.
     Τσιμουδιά η ακρίδα.
     - Ε, ψιτ, σε εσένα μιλάω! επέμεινε η ντοματιά. Ε, ψιτ, καλέ!
     - Παρντόν, είπε η ακρίδα, είπατε κάτι;
     - Καλέ, τι σνομπαρία είναι τούτη! είπε ο δυόσμος στη λουίζα, που κούνησε τα κλαδάκια της πάνω-κάτω, για να δείξει πως συμφωνούσε.
     - Ναι, είπε η ντοματιά. Ποια είσαι και από πού έρχεσαι;
     - Καλά μου το έλεγε η μητέρα μου, είπε η ακρίδα. Πολλή μπασκλασαρία κυκλοφορεί...
     - Τι; είπε η ντοματιά και γύρισε προς τον δυόσμο, μην τυχόν είχε ακούσει, αλλά εκείνος - είναι και λίγο βαρύκοος, λόγω ηλικίας - σήκωσε τα φυλλαράκια του ψηλά, εννοώντας πως δεν είχε ιδέα.
     Η ακρίδα αναστέναξε.
     - Ποια είσαι και από πού έρχεσαι; επανέλαβε η ντοματιά.
     - Είναι τουλάχιστον ανάγωγο να ρωτάει κάποιος τέτοιες προσωπικές πληροφορίες, χωρίς προηγουμένως να έχει συστηθεί ο ίδιος, είπε.
     - Τι σου είπα; Σνομπαρία, είπε ο δυόσμος στη λουίζα.
     - Είμαι η ντοματιά, είπε η ντοματιά, και ζω εδώ τα τελευταία χρόνια. Εσύ ποια είσαι και από πού έρχεσαι;
     - Με λένε Λήδα και, προφανώς, είμαι ακρίδα, είπε η ακρίδα. Όσο για το από πού έρχομαι, είναι μεγάλη ιστορία...
     - Εδώ μας αρέσουν οι ιστορίες, πετάχτηκε η λουίζα. Είμαι η λουίζα, πρόσθεσε. Και από εδώ είναι ο δυόσμος και ο βασιλικός. Όλοι είμαστε φίλοι και μένουμε εδώ πολύ καιρό.
     - Εγώ είμαι βασιλοπούλα, η μοναχοκόρη του βασιλιά της Ακριδανίας. 
     - Α, της Ακριδανίας! είπαν όλα τα φυτά μαζί, παρ'όλο που δεν ήξεραν πού πέφτει η Ακριδανία.
     - Μεγάλωσα με όλες τις περιποιήσεις που αρμόζουν σε μία βασιλοκόρη και είχα τις καλύτερες τροφούς. Έμαθα χορό και τραγούδι, και είμαι πτυχιούχος στην άρπα.
     - Ω, της άρπας! έκαναν τα φυτά, παρ'όλο που δεν ήξεραν τι είναι η άρπα.
     - Δυστυχώς, όμως, ο πατέρας μου έχει πολλούς και πολύ ισχυρούς εχθρούς. Και ένας από αυτούς, ένας κακός μάγος από το Κατάρ, μας έριξε μια βαριά κατάρα.
     - Κατάρα;
     - Ναι. Με καταράστηκε να πεθάνω, την ημέρα των πρώτων γενεθλίων μου, την ώρα που θα έσβηνα το κεράκι στην τούρτα.
     - Τρομερό!
     - Και όχι μόνο αυτό. Καταράστηκε και όλους τους υπηκόους του βασιλείου να πεθάνουν μαζί με εμένα. 
     - Πόση κακία! 
     - Έτσι, για να σώσω το βασίλειο του πατέρα μου - και καθώς πλησιάζουν τα πρώτα μου γενέθλια -, αποφάσισα να φύγω μακριά... και έφτασα μέχρι εδώ.
     - Τι συγκινητική ιστορία! είπε η λουίζα.
     - Θα με πάρουν τα ζουμιά, είπε η ντοματιά.
     - Μέχρι και εγώ δάκρυσα, είπε ο δυόσμος. Τι αυταπάρνηση!
     - Αλλά το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό και χρειάζομαι ξεκούραση. Γι'αυτό, αν δε σας πειράζει, θα ήθελα να κοιμηθώ... Σιλάνς!
     Και τα φυτά σώπασαν, παρ'όλο που δεν ήξεραν τι σημαίνει σιλάνς.
     Όταν, λίγο αργότερα, η Πίπη βγήκε στη βεράντα, τα φυτά τής είπαν σχεδόν ψιθυριστά την ιστορία της Λήδας της ακρίδας. Αλλά εκείνη, σε αντίθεση με τα φυτά, όχι μόνο δεν συγκινήθηκε, όχι μόνο δεν δάκρυσε, αλλά επέδειξε μία μάλλον παγερή αδιαφορία. Βλέπετε, είχε ήδη μάθει ότι έτσι κάνουν όλες οι ακρίδες το χειμώνα και είχε καταλάβει, επιπλέον, ότι η συγκεκριμένη ακρίδα ήταν και πολύ ψηλομύτα. Και θα την είχε διώξει κακήν κακώς τη Λήδα την ακρίδα από τη Χώρα της πίσω βεράντας, αν δεν σκεφτόταν ότι έρχονται Χριστούγεννα...


ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Γεροντοέρωτες...


      Όλοι γνωρίζουν, πλέον, ότι η Πίπη περνάει συχνά περιόδους χωρίς έμπνευση, όπως επίσης και ότι όταν δεν έχει έμπνευση, η Πίπη καταφεύγει στα παιχνίδια με τις λέξεις. Είναι πολύ πονηρή, αυτή η Πίπη.
     Έλα, όμως, που το κόλπο δεν πιάνει πάντα... Έτσι έγινε και τον τελευταίο καιρό η Πίπη κατέληξε να τον περνάει κοιτάζοντας τις πέντε λέξεις που διάλεξε, χωρίς να μπορεί να γράψει ούτε λέξη. Ποιος της φταίει, βέβαια, όταν κάνει τέτοιες επιλογές; Ποιος θα διάλεγε τις λέξεις  ζωγραφιά, πέτρα, τουαλέτα, δεξαμενή, σκουπίδια, και θα περίμενε ύστερα να γράψει κάτι της προκοπής; Και οι μέρες περνούσαν, και οι λέξεις παρέμεναν εκεί, αυστηρές και αδιαπραγμάτευτες, να θυμίζουν στην Πίπη ότι κανένας γνωστός ή άγνωστος ήρωας δε θέλει πια να περάσει από τη γειτονιά της Γλωσσοπάθειας, κινδυνεύοντας να συνδεθεί με αυτές τις λέξεις...
     Και η Πίπη ένιωθε μεγάλη απογοήτευση, στ'αλήθεια, και αποφάσισε να δει λίγη τηλεόραση. Και τότε συνέβη το μοιραίο: η Πίπη ερωτεύτηκε! Ποιος να το περίμενε! Και τόσο δυνατά χτυπήθηκε η Πίπη από τα βέλη του έρωτα, που άρχισε να παραμιλάει! Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν ότι επρόκειτο για έναν έρωτα αδύνατο, σχεδόν ανέφικτο. Γι'αυτό και η Πίπη το έριξε στους αναστεναγμούς. Τι την ήθελε την τηλεόραση; Και μάλιστα την κρατική; Κατάρα στα ποιοτικά προγράμματα!
     Όμως, προτού βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα για το αντικείμενο του πόθου της Πίπης, προτού αρχίσετε να σκέφτεστε πανέμορφους ηθοποιούς ή παρουσιαστές, θα σας πω εγώ το όνομα του γεροντοέρωτα της Πίπης: Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα.
     Ισπανός ευγενής, θα μου πείτε - δεν περιμένατε τίποτα λιγότερο, εξάλλου - γέννημα-θρέμμα της ισπανικής αυλής, αλλά και βιρτουόζος της καστανιέτας και του φλαμένκο. Αμ' δε! Έτσι νόμιζα κι εγώ, αλλά όχι, έκανα λάθος. Διότι το Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα δεν είναι άνθρωπος, είναι μία μικρή πόλη στην Τενερίφη! Και τόσο μαγεύτηκε η Πίπη από τις εικόνες που είδε στην τηλεόραση από τη συγκεκριμένη πόλη, που ένιωσε την ανάγκη να μεταναστεύσει!


     Μα τι όμορφη πόλη ήταν αυτή, που ξεκίνησε να χτίζεται σε ένα μέρος όπου υπήρχε μια φυσική δεξαμενή νερού, από την οποία πήρε και το όνομά της, και που επεκτάθηκε και γέμισε όμορφα, πολύχρωμα σπίτια, σύμφωνα με οικοδομικά σχέδια που πρωτοδοκιμάστηκαν εκεί, προτού ταξιδέψουν μέχρι την Αμερική! Φαντάσου τώρα να πηγαίνεις εδώ, λίγο πιο πέρα, να, δίπλα από την Αφρική, ίσα που να σε πιτσιλάει ο Ατλαντικός, και να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στη Λατινική Αμερική! Να συναντάς μια πόλη γεμάτη αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, με μεγάλα, χαρακτηριστικά παράθυρα και ξύλινους εξώστες, φτιαγμένους από κοκκινωπό ξύλο τοπικού πεύκου, που ακόμα και ύστερα από 300 χρόνια συνεχίζει να βγάζει ρετσίνι! Να βγαίνεις για βόλτα και να μην ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις! Η Πίπη έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όταν είδε όλες αυτές τις ομορφιές στην τηλεόραση.


     Και φαντάσου, να μένεις σε ένα από αυτά τα πανέμορφα σπίτια, που πίσω από τις όμορφες προσόψεις τους κρύβουν υπέροχες, εσωτερικές αυλές, άλλες γεμάτες τροπική βλάστηση και άλλες λίγο πιο "σουλουπωμένες"! Έξω ο κόσμος να πηγαινοέρχεται, και εσύ, στην ιδιωτική σου αυλή, να κάνεις γιόγκα ή να κοιμάσαι σε μια αιώρα! Αυτό κι αν την ενθουσίασε την Πίπη! Και ας μην κάνει γιόγκα, και ας μην έχει αιώρα για να κοιμάται.
     - Εκεί θα πάω να ζήσω, σκέφτηκε η Πίπη, που δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της και αποφάσισε να τον μοιραστεί μέχρι και με τους ενοίκους της μπροστινής και της πίσω βεράντας.
     Αλλά εκείνοι δε φάνηκε να εντυπωσιάζονται.
     - Σιγά το μέρος! της είπαν. Δεν πιάνει μία μπροστά στις χώρες μας. Και γιατί, παρακαλώ, να είναι εσωτερικές οι αυλές; Για να μην έχουν θέα τα φυτά; Ενώ εδώ που είμαστε, κοίτα τι ωραία θέα που έχουμε! Να πας μόνη σου σ'αυτήν τη Λαγούνα, αλλά, να ξέρεις, θα το μετανιώσεις!


     - Μα, αντέτεινε η Πίπη, δεν έχετε δίκιο, κοιτάξτε τις φωτογραφίες, μέχρι και όταν βρέχει, η πόλη είναι μία σκέτη ζωγραφιά, είναι πανέμορφη, σας λέω!
     - Και δεν είναι πανέμορφη η Χώρα της μπροστινής βεράντας όταν βρέχει; ρώτησε το αγιόκλημα.
     - Και δεν είναι πανέμορφη η Χώρα της πίσω βεράντας όταν βρέχει; ρώτησε και ο βασιλικός. Για να μη σου θυμίσω ότι όταν είχε βουλώσει η υδρορροή και είχε πλημμυρίσει η πίσω βεράντα, ίσως να ήταν και μεγαλύτερη από εκείνη τη Λαγούνα...
     Αυτό καθόλου δεν της άρεσε της Πίπης, ήταν μια πολύ δυσάρεστη ανάμνηση. Αλλά ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί την άποψή της.
     - Χωρίς να θέλω να σας στενοχωρήσω, το Σαν Κριστόμπαλ είναι πιο όμορφο, είπε.
     - Και έτσι να είναι, πού να τρέχουμε τώρα; είπε και το κλήμα, που είχε γραπωθεί επάνω στα κάγκελα και δεν έλεγε να τα αφήσει.


     - Μα έχουν και όμορφες παραδόσεις! επέμεινε η Πίπη.
     - Και από πότε εσύ πετάς την σκούφια σου για τις παραδόσεις; ρώτησε η μία από τις δύο τριανταφυλλιές.
     - Γιατί το λες αυτό; είπε η Πίπη. Δεν χορεύω εγώ παραδοσιακούς χορούς;
     - Αλήθεια είναι αυτό, είπε το γιασεμί. Εγώ την έχω δει αρκετές φορές που χοροπηδάει σαν κατσίκι.
     - Αλλά, έτσι κι αλλιώς, συνέχισε η Πίπη, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ακόμα και αν κάποιος δεν είναι λάτρης των θρησκευτικών εκδηλώσεων, για παράδειγμα, δεν μπορεί να μη θαυμάσει τον τρόπο που στολίζουν τους δρόμους για τις θρησκευτικές τους λιτανείες! Δείτε εδώ!
     - Φρίκη! φώναξαν οι τριανταφυλλιές με μια φωνή. Τι παιδομάζωμα είναι αυτό! Και θέλεις να πάμε εκεί, να μας παίρνουν τα παιδιά μας και να τα στρώνουν στους δρόμους να τα πατάνε; Αν είναι δυνατόν! Εμείς δεν πάμε σε αυτήν τη χώρα των κανιβάλων! Ποτέ!
     Και έδειξαν αγριεμένες τα αγκάθια τους.


    - Μα τι λέτε; τους είπε η Πίπη. Ίσα-ίσα που στην Τενερίφη τα φυτά προκόβουν. Εκεί κοντά στο Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα υπάρχει ένα από τα αρχαιότερα δάση του κόσμου! Η βλάστηση εκεί είναι πολύ πυκνή και τα δέντρα είναι τόσο ψηλά, που πίνουν νερό κατευθείαν από τον ουρανό, το φαντάζεστε;
     - Όχι όπως εδώ, μουρμούρισε ο δυόσμος, που μας το δίνεις το νερό με το σταγονόμετρο...
     - ...και παρακαλάμε να βρέξει για να ξεδιψάσουμε, συμπλήρωσε η λουίζα.
     - Δεν πιστεύω να θέλεις να πας για να προσπαθήσεις να σκαρφαλώσεις στον ουρανό, είπε και το αγιόκλημα και την κοίταξε λοξά.



     - Όχι, βρε παιδιά, αλλά δείτε τι παραμυθένιο που φαίνεται! είπε η Πίπη. Για να μη σας πω ότι φιλοξενεί εκατομμύρια έντομα...
     - Έντομα; Μπλιαχ! έκαναν όλα τα φυτά μαζί.
    - ... αλλά σίγουρα υπάρχουν και πολλές χιλιάδες καναρίνια εκεί, το ξέρετε ότι η Τενερίφη βρίσκεται στα Κανάρια νησιά, που είναι η πατρίδα των καναρινιών;
    - Μη μου τα θυμίζεις τα καναρίνια, είπε η μπουκαμβίλια, είναι πολύ φωνακλάδικα και μου φέρνουν πονοκέφαλο!
     - Έτσι είναι, είπε και το γιασεμί, αυτό το καναρίνι του τετάρτου μας έχει πάρει τα αυτιά, τι στο καλό, όλο σε οίστρο βρίσκεται;
     - Πουθενά δε σας βρίσκει κανείς, είπε η Πίπη. Μα, σας λέω το κλίμα εκεί είναι εξαιρετικό, ό,τι πρέπει για φυτά, γι'αυτό και τα δέντρα ψηλώνουν τόσο πολύ!
     - Αμάν πια, αυτή η μανία σου για τα ύψη! πετάχτηκε το κυκλάμινο. Τι να το κάνεις το ύψος; Τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια!
     - Και σιγά το μέρος! είπε και το κλήμα. Δηλαδή, για λίγη υγρασία παραπάνω, θα πρέπει να ξενιτευτούμε; Άσε που η υγρασία δε βοηθάει στους ρευματισμούς...
     - Και σε τελευταία ανάλυση, είπε και το γιασεμί, ένα απλό δάσος είναι, αξίζει να αλλάξεις άρδην τη ζωή σου για χάρη του; Πήγαινε, δες το και ξαναγύρνα!


    - Δε σας καταλαβαίνω, είπε η Πίπη, άλλα φυτά στη θέση σας θα πέθαιναν να πάνε σε ένα τεράστιο φυσικό πάρκο, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι πολύ περιορισμένη. Είναι πραγματικός Παράδεισος, σας λέω! Κανένας δεν τα ενοχλεί τα φυτά. Η ανθρώπινη παρουσία περιορίζεται σε κανα-δυο μικροοικισμούς, όπως είναι η Τσιναμάδα, με τα πολύχρωμα σπιτάκια της, τα φτιαγμένα μέσα στους βράχους...
     - Τι όνομα είναι αυτό; ρώτησε το ένα γεράνι.
     - Αυτοί οι τύποι εκεί πέρα δεν ξέρουν να βγάζουν ονόματα, είπε το άλλο γεράνι. Άκου, Τσιπανάδα...
     - Τσιπουράδα το λένε, το διόρθωσε το πρώτο.
     - Παιδιά, δεν το ακούσατε καλά, είπε το αγιόκλημα. Τσιγγανάδα το είπε.
     - Τσιναμάδα το είπα, είπε η Πίπη, και είναι μια χαρά όνομα.
     - Ποιος χαζός διαλέγει να ζήσει μέσα στους βράχους; είπε η μια τριανταφυλλιά. Εξάλλου, αν θέλεις να δεις σκαμμένους βράχους πήγαινε στα Μάταλα, έχω μια ξαδέρφη εκεί που μου λέει ότι το μέρος είναι γεμάτο τρύπες. Κάποτε τις χρησιμοποιούσαν για κατοικίες, αλλά δεν έχουν καθόλου πόρτες, να δεις που τώρα πια θα είναι γεμάτες σκουπίδια και θα βρωμάνε σαν τουαλέτες, πιφ! Όχι, όχι, ούτε στα Μάταλα να πας.


     - Μα σας λέω, είναι πολύ όμορφο μέρος, και αν σε κάποιον δεν αρέσουν τα βουνά και τα δάση, έχει ένα σωρό φυσικές πισίνες στις ακτές, και το νερό εκεί έχει σταθερή θερμοκρασία 22 βαθμών. Είναι ονειρεμένο το μέρος. Είμαι σίγουρη ότι εκεί θα μπορούσα να ζω μια υπέροχη ζωή...
     - Σιγά τη ζωή!
     - Μα...
     - Δεν έχει μα, άσε τη διαφήμιση και πιάσε το ποτιστήρι! φώναξε ο δυόσμος.
     - Ναι, πιάσε το ποτιστήρι, διψάμε! φώναξαν και τα άλλα φυτά.
     Αναστέναξε η Πίπη. Το έβλεπε ξεκάθαρα πια, το Σαν Κριστόμπαλ απομακρυνόταν από τον ορίζοντα των πιθανοτήτων της.
     - Ανάθεμα την κρατική τηλεόραση και τα προγράμματά της! σκέφτηκε. Πώς θα συνεχίσω τώρα στη Χώρα του διαμερίσματος, που δεν έχει αίθριο και αιώρα, όταν ξέρω ότι υπάρχει το Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Λαγούνα, δίπλα στο αρχαίο δάσος με τα πανύψηλα δέντρα;
     Αλλά εκείνη την στιγμή θυμήθηκε και τα εκατομμύρια έντομα του αρχαίου δάσους και, όπως τα φυτά νωρίτερα, ένιωσε μια τρομερή απέχθεια. Αν γινόταν να έλειπαν αυτά... Κρίμα όμως. Κρίμα να πάνε χαμένες τόσες γνώσεις που είχε αποκτήσει από το ντοκυμαντέρ. Έπρεπε να τις μοιραστεί. Να τις πει, έστω στην Πέτρα. Εκείνη είναι πολύ ταξιδιάρα, μπορεί και να πήγαινε. Και ύστερα να έκανε και μια όμορφη ανάρτηση γεμάτη υπέροχες φωτογραφίες... 
 

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Λαγανομάτα κόρη

 

Είσαι μια σκέτη ζωγραφιά, λαγανομάτα κόρη,
όμορφη, χαμογελαστή, φοράς και μεσοφόρι.
Πολύχρωμα έχεις τα μαλλιά, με σερπαντίνες μοιάζουν,
άντρες, γυναίκες και παιδιά, άπαντες σε θαυμάζουν.

Λατρεύεις τους χαρταετούς, μα και τους μασκαράδες,
τρως ντολμαδάκια γιαλαντζί, βολβούς και φασολάδες.
Χαλβά τρως για επιδόρπιο, αυτόν με το ταχίνι,
και ο ταραμάς αγαπητή συνήθεια σου'χει γίνει.

Από μικρή στα άρματα, και στην σκληρή την πάλη,
για να'χουνε δικαίωμα όλοι στο Καρναβάλι.
Στολές πολλές εφόρεσες, κλόουν και κολομπίνα,
γιατρός, σεΐχης, πειρατής, σούπερμαν, μπαλαρίνα...

Φόρεσες μάσκες διάφορες, περούκες και μουτσούνες,
ανέβηκες σε φορτηγά, σε τρένα και μαούνες.
Ταξίδεψες στο Ρέθυμνο, στην Πάτρα, και στην Ξάνθη,
στη Βενετία υποδοχή σου έκαναν με άνθη.

Πάντα στη μεταμφίεση ήσουνα πρωτοπόρος,
στις παρελάσεις άξιζες να΄σαι σημαιοφόρος.
Κι αφού για τον Καρνάβαλο πάλεψες σαν θηρίο,
ανδριάντα θα σου στήσουνε καταμεσίς στο Ρίο.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

Αποδεικτικό στοιχείο

 


     Όλοι ξέρουμε ότι η Πίπη, παρ'όλο που δεν πρωτοεμφανίστηκε εδώ μέσα από τα γεννοφάσκια της Οξείας Γλωσσοπάθειας, έχει γίνει βασικό συστατικό της, και πολλές φορές δίνει την εντύπωση ότι  βρίσκεται στο κέντρο της θεματολογίας της. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι και η Οξεία Γλωσσοπάθεια βρίσκεται στο κέντρο των λογισμών της Πίπης. Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, είναι σίγουρο ότι η Πίπη ενδιαφέρεται για τη μακροημέρευση αυτού εδώ του χώρου και πραγματικά δυσαρεστείται όταν στον εγκέφαλό της παρατηρείται ανομβρία ιδεών. Ακριβώς όπως και τον τελευταίο καιρό...
     Για πολλοστή φορά, λοιπόν, η Πίπη ξέμεινε από ιδέες. Πού το έσκασαν, πάλι, οι σουρτούκες; Πού κρύφτηκαν; Και δωσ'του η Πίπη να ανοίγει συρτάρια, να αγναντεύει τον ορίζοντα και των δύο χωρών της Μπροστινής και της Πίσω βεράντας, να ξύνει το κεφάλι της, και ιδέες να μην κατεβάζει...
     Τα νεύρα της την έπιασαν την Πίπη. Και αποφάσισε να πάει να περπατήσει. Το περπάτημα κάνει καλό, το λένε και οι γιατροί, άσε που μπορεί κάτι να συναντούσε στο διάβα της... Και περπατούσε η Πίπη, και κοίταζε γύρω-γύρω, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν ταλαιπωρημένες πλάκες πεζοδρομίου, και αυτοκίνητα, άλλα εν κινήσει και άλλα ακίνητα... Σιγά το ενδιαφέρον!
     Να, όμως, που εκεί που περπατούσε, άκουσε μία φωνή. Και πρέπει να ήταν αρκετά δυνατή η φωνή, αφού ακούστηκε παρ'όλο το σαματά που έκαναν τα αυτοκίνητα...
     - Ε, ψιτ, εσύ! είπε η φωνή.
     Η Πίπη κοντοστάθηκε. Κοίταξε πίσω της, κανείς. Ξεκίνησε να φύγει.
     - Ε, πού πας; ξανάπε η φωνή. Έλα εδώ μια στιγμή, καλέ! 
     Μα από πού ερχόταν αυτή η φωνή; Η Πίπη κοίταξε ξανά πίσω της, κοίταξε δεξιά της, κοίταξε αριστερά της, κοίταξε στο απέναντι πεζοδρόμιο, μήπως ήταν κανένας γνωστός, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί κοντά. Άρχισε να νιώθει ότι μεταμορφωνόταν στη Ζαν Ντ'Αρκ και αυτό δεν της άρεσε και τόσο. Έκανε και πάλι να φύγει.
     - Πού πας; είπε η φωνή, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Έλα εδώ που σου λέω! Χρειάζομαι βοήθεια!
     Πάλι άρχισε η Πίπη να σαρώνει με το βλέμμα της γύρω-γύρω, χωρίς αποτέλεσμα. Και επάνω που άρχιζε να πιστεύει ότι κάποιος της έκανε φάρσα, εκεί, ακριβώς μπροστά της, είδε μία μαϊμού!
     Αυτή η μαϊμού, βέβαια, δεν ήταν σαν τις άλλες...
     - Επιτέλους, είπε η μαϊμού, νόμιζα πως δε θα με έβλεπες ποτέ! Χρειάζομαι τη βοήθειά σου!
     - Τι είδους βοήθεια; ρώτησε η Πίπη.
     - Μα, δεν είναι εμφανές; είπε η μαϊμού. Θέλω να με βγάλεις από εδώ μέσα!
     Η Πίπη κοίταξε πιο προσεκτικά. Σίγουρα είχε ξαναδεί μαϊμού επάνω σε δέντρο, πρώτη φορά όμως έβλεπε μαϊμού μέσα σε δέντρο!
     - Τι κάνεις εκεί μέσα; ρώτησε.
     - Κάνω διαλογισμό, τι σου φαίνεται πως κάνω; είπε η μαϊμού, φανερά εκνευρισμένη. 
     - Εννοώ, πώς μπήκες εκεί; είπε η Πίπη.
     - Ας όψεται η λιγούρα μου και η κακή μου τύχη! είπε η μαϊμού. Είδα μια μπανανιά σε έναν κήπο και λιμπίστηκα μία μπανάνα. Αλλά σε εκείνο το σπίτι έμενε ένας μάγος και η μπανανιά ήταν δική του. Όταν, λοιπόν, ο μάγος κατάλαβε ότι είχα φάει μια μπανάνα από την μπανανιά του θύμωσε και με έκλεισε εδώ μέσα. Και σιγά το έγκλημα, δηλαδή! Ενώ η δική του συμπεριφορά, αν το καλοσκεφτείς, είναι ξεκάθαρα κατάχρηση εξουσίας. Γι'αυτό σου ζητάω και βοήθεια, δηλαδή...
     Η Πίπη έμεινε σκεφτική.
     - Τι το σκέφτεσαι; είπε η μαϊμού. Δε σου ζητάω να μου δώσεις δάνειο, μια μικρή βοήθεια σου ζήτησα...
     - Τι θέλεις να κάνω; ρώτησε η Πίπη.
     - Να με βοηθήσεις να βγω από εδώ μέσα, θέλει και ρώτημα;
     Η Πίπη το σκέφτηκε λίγο.
     - Για δώσε μου λίγο το χέρι σου, είπε, να δω αν μπορώ να σε τραβήξω έξω...
     Και η μαϊμού με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να βγάλει την άκρη του χεριού της, την οποία η Πίπη έπιασε και άρχισε να τραβάει με όση δύναμη είχε.
     - Σιγά! φώναξε η μαϊμού. Πονάω!
     - Ναι, αλλά πώς θα σε βγάλω από το δέντρο, αν δεν σε τραβήξω; είπε η Πίπη και συνέχισε να τραβάει το χέρι της μαϊμούς.
     - Πονάω, σου λέω!
     - Μήπως να σε πιάσω από τη μούρη; Αλλά είναι πιο δύσκολο έτσι, θα πρέπει να σε πιάσω από τα αυτιά...
     - Όχι από τα αυτιά, θα μου τα βγάλεις!
     - Βλέπεις εσύ κάποιο άλλο σημείο από το οποίο θα μπορούσα να σε πιάσω;
     - Άδικος κόπος...
     - Εκτός αν κόψω το δέντρο!
     - Τι; Κι αν μαζί με το δέντρο κόψεις και εμένα; Άσε καλύτερα!
     - Μπα, δε γίνεται τίποτα, τραβάω το χέρι σου τόση ώρα, αλλά εσύ δεν κουνιέσαι καθόλου, φαίνεται πως έχεις κολλήσει!
     - Δε φωνάζεις και κανέναν άλλον να έρθει να βοηθήσει και εκείνος; Ίσως αν είστε περισσότεροι να τα καταφέρετε να με βγάλετε...
     - Με δουλεύεις; Πιστεύεις στ'αλήθεια ότι αν πω "Παρακαλώ, ελάτε να με βοηθήσετε να βγάλω μια μαϊμού από ένα δέντρο", θα υπάρξει ανταπόκριση; Το πιθανότερο είναι να νομίσουν όλοι ότι παραφρόνησα, όχι να έρθουν να βοηθήσουν κιόλας!
     - Γιατί είσαι τόσο αρνητική;
     - Δεν είμαι αρνητική, λογική είμαι...
     - Και από πότε η Πίπη έγινε λογική;
     - Τι; Πώς ξέρεις το όνομά μου;
     - Σιγά το κρατικό μυστικό! Όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Όλος ο κόσμος;
     - Ε, εντάξει, όχι όλος ο κόσμος, κάποιος κόσμος... Εμένα μου το σφύριξε ένα περιστέρι πριν από λίγη ώρα. "Αυτή που έρχεται είναι η Πίπη", μου είπε. "Είναι η μόνη που μπορεί να σε βοηθήσει".
     - Και επειδή ένα περιστέρι που δεν ξέρουμε και από πού κρατάει η σκούφια του σου είπε ότι μπορώ να σε βοηθήσω, σημαίνει ότι μπορώ;
     - Μα αφού είσαι η Πίπη!
     - Και ο Πάπας να ήμουν, πάλι δε θα μπορούσα να σε βοηθήσω, το πολύ-πολύ να είχα προσευχηθεί για εσένα...
     - Και δε θα με βοηθήσεις, δηλαδή; Έτσι θα με αφήσεις; Βαστάει η καρδιά σου;
     - Μα, αφού είδες, προσπάθησα, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω... Ούτε μάγια ξέρω να λύνω, αν σου είπαν κάτι τέτοιο, σου είπαν ψέματα, να το ξέρεις...
     - Γιατί δεν πας να βρεις το μάγο;
     - Δε θα είσαι με τα καλά σου!
     - Μα, γιατί; Να πας να τον βρεις και να τον πείσεις να με απελευθερώσει.
     - Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Για να νευριάσει χειρότερα και να με φυλακίσει και εμένα μέσα σε κανέναν φίκο; Ξέχασέ το!
     - Μα εσύ δεν είσαι που έβγαλες στη φόρα το κάστρο της Μαλέφισεντ; Εσύ δεν είσαι που την ξεμπρόστιασες την άλλη φορά, που σε παρακολουθούσε; Εσύ δεν είσαι που βγάζεις τα άπλυτα όλων στη φόρα;
     - Μη συγκρίνεις περιπτώσεις! Άλλο είναι να βγάλεις φωτογραφία μια μάγισσα ή το κάστρο μιας μάγισσας, και άλλο να βρεθείς τετ-α-τετ με έναν μάγο, και να του ζητάς και τα ρέστα από πάνω!
     - Μα δε σου είπα να του ζητήσεις τα ρέστα! Να τον πείσεις να με αφήσει ελεύθερο σου είπα!
     - Ούτε να το σκέφτεσαι! Και, εξάλλου, δεν ξέρω πού μένει.
     - Δικαιολογίες! Θα σου πω εγώ. Μένει στο τέλος εκείνου εκεί του δρόμου που ανηφορίζει προς το βουνό, σε ένα μικρό σπίτι με κεραμίδια και με μια μπανανιά στον κήπο. Είναι γέρος, με άσπρη γενειάδα, και κυκλοφορεί πάντα κρατώντας ένα μπαστούνι, φτιαγμένο από κέρατο ελαφιού. Λοιπόν; Θα πας;
     - Όχι.
     - Καλά το κατάλαβα! Όλο λόγια είσαι! Και μας πουλάς μούρη ότι είσαι ατρόμητη και ότι δε φοβάσαι κανέναν... Πες μας, καλύτερα, ότι είσαι μια χέστρα!
     Η μαϊμού είχε νευριάσει πάρα πολύ. Αλλά και η Πίπη δεν είχε την παραμικρή διάθεση να πάει να βρει τον μάγο. Είχε και η περιπετειώδης διάθεση τα όριά της!
     - Πίστευε ό,τι θέλεις, είπε η Πίπη, αλλά αυτό που μου ζητάς δεν μπορώ να το κάνω. Αν θέλεις, και με κίνδυνο να φανώ ηλίθια, μπορώ να σου φέρνω καμιά μπανάνα να τρως... Μη μου ζητάς, όμως, να πάω να βρω το μάγο.
     - Με κίνδυνο να φανείς ηλίθια; Και δε νομίζεις ότι τόση ώρα που μιλάς σε ένα δέντρο φαίνεσαι ήδη ηλίθια;
     - Ε, εντάξει, από μακριά δε φαίνεται πως μιλάω, έτσι όπως ανοιγοκλείνω το στόμα μου θα μπορούσα απλώς να μασάω μαστίχα...
     - Τι μαστίχα και κουραφέξαλα; Είμαι σίγουρος πως αυτοί εκεί απέναντι σε έχουν ήδη πάρει είδηση και σε κοροϊδεύουν...
     Η Πίπη κοίταξε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πράγματι, δύο τύποι την κοιτούσαν και κάτι έλεγαν μεταξύ τους.
     - Την πάτησες, είπε η μαϊμού. Όχι, που νόμιζες ότι δε θα σε έπαιρναν χαμπάρι!
     - Έχεις δίκιο, είπε η Πίπη. Άντε τώρα να αποδείξω ότι δεν μιλούσα στο δέντρο, ή ότι δε μιλούσα μόνη μου, και ότι μιλούσα σε εσένα!
     - Καλά να πάθεις! είπε η μαϊμού, αλλά προτού προλάβει να ολοκληρώσει την φράση της, η Πίπη είχε ήδη βρει τον τρόπο να αποδείξει ότι δεν μιλούσε στο δέντρο: είχε βγάλει τη μαϊμού φωτογραφία.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δική μου

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Ευτυχώς...

  


     - Διάνα και πάλι! φώναξε ο αδελφός Τακ. Ένα, δύο, τρία, πέντε βέλη, όλα στο κέντρο.
     - Το κέρατό μου! αναφώνησε ο Σκωτσέζος. 
     - Μην βρίζεις, είπε ο αδελφός Τακ.
     - Τι κωλοφαρδία είναι αυτή; συνέχισε ο Σκωτσέζος. Είναι η δέκατη φορά στη σειρά που κερδίζεις!
     - Θα πρέπει να το πάρεις απόφαση, είπε ο Λιτλ Τζον. Δεν υπάρχει Σκωτσέζος που να μπορεί να κερδίσει Εγγλέζο στο σημάδι. Πολύ, δε, περισσότερο, όταν ο Εγγλέζος είναι κολλητός του Θεού.
     - Λιτλ Τζον, αμαρτάνεις, είπε ο αδελφός Τακ.
     Το δάσος του Σέργουντ αντήχησε από τα βροντερά γέλια των εύθυμων αντρών.
     - Γελάτε εσείς, είπε ο Σκωτσέζος, αλλά όλος ο κόσμος το ξέρει ότι το τόξο είναι για τα κοριτσάκια που φοβούνται τις μάχες σώμα με σώμα. Στο σπαθί μετριούνται οι πραγματικοί άντρες.
     - Κι εμείς πραγματικοί άντρες είμαστε, είπε ο Λιτλ Τζον.
     - Κάποιοι, όμως, φοράνε φουστάνια...
     - Δε σε παρεξηγώ, είπε ο αδελφός Τακ. Να σου θυμίσω, όμως, ότι παρ'όλο που φοράω ράσο, ποτέ μου δε δείλιασα στη μάχη. Επιπλέον, υπάρχει ένας γνωστός μύθος του Αισώπου που σου ταιριάζει γάντι.
     - Κάποιος έρχεται, είπε ο Γουίλ Σκάρλετ, που καθόταν λίγο πιο πέρα.
     Οι άντρες σκορπίστηκαν στις γύρω οξιές. Ένας άντρας εμφανίστηκε, ερχόμενος από τα ανατολικά. Τα ρούχα του ήταν φθαρμένα και οι μπότες του γεμάτες λάσπες.
     - Είναι κανείς εδώ; φώναξε ο άντρας. Ψάχνω τον Ρομπέν και τους άντρες του!
     Ένας κορυδαλλός ακούστηκε.
     - Ψάχνω τον Ρομπέν! ξαναφώναξε ο άντρας. Χρειάζομαι τη βοήθειά του!
     Ο κορυδαλλός ξανακούστηκε.
     - Βγείτε! Μόνος του είναι, ακούστηκε μια φωνή πίσω από τον άντρα.
     Οι οξιές ζωντάνεψαν. Άντρες με πρασινοκαφέ ενδυμασίες εμφανίστηκαν από παντού.
     - Ποιος ψάχνει το Ρομπέν; είπε ένας άντρας με ευγενικά χαρακτηριστικά.
     - Είμαι ο Μπομπ Σμιθ, γιος του Φρανκ, του μυλωνά, από το Σέργουντ.
     - Του Φρανκ, του μυλωνά; είπε ένας στρουμπουλός καλόγερος. Τον θυμάμαι τον Φρανκ. Πάντα μας βοηθούσε στο μοναστήρι. Τι κάνει;
     - Μας άφησε χρόνους πριν από πέντε χρόνια, απάντησε ο Μπομπ Σμιθ.
     - Πολύ λυπάμαι, είπε ο καλόγερος και σταυροκοπήθηκε, ο Θεός ας τον αναπαύσει!
     - Και τι τον θέλεις τον Ρομπέν; ρώτησε ο άντρας με τα ευγενικά χαρακτηριστικά.
     - Χρειάζομαι τη βοήθειά του, αλλιώς ο σερίφης του Νότιγχαμ θα μου πάρει το μύλο!
     - Τι εννοείς;
     - Από τον πατέρα μου κληρονόμησα το μύλο, και συνέχισα να δουλεύω στη θέση του. Όμως ο μύλος είναι τόσο παλιός και φθαρμένος που κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάτι παθαίνει. Πέρυσι, δε, η ατυχία μου ήταν τέτοια, που του έσπασε η φτερωτή. Η ζημιά ήταν πολύ μεγάλη και χρειάστηκε να φτιάξω καινούργια φτερωτή. 
     - Και λοιπόν;
     - Τι λοιπόν; Ξέρεις πολλούς μάστορες να μην πληρώνονται; Χρειάστηκα λεφτά. Λεφτά που δεν είχα. Και όποιος χρειάζεται λεφτά, αλλά δεν έχει, τι κάνει;
     - Δανείζεται.
     - Ακριβώς! Και ποιος έχει αρκετά λεφτά για να δανείζει;
     - Η τράπεζα.
     Οι άντρες έσκασαν στα γέλια. Ο Μπομπ Σμιθ αναστέναξε.
     - Η τράπεζα χρειάζεται εγγύηση για να δώσει δάνειο και ο μύλος μου δεν ήταν αρκετή εγγύηση για εκείνους. Οπότε, απευθύνθηκα αλλού. Πήγα στον Μέλβιλ τον χρυσοχόο, που κάνει και οικονομικές διευκολύνσεις.
     - Και;
     - Μου δάνεισε τα λεφτά που χρειαζόμουν, μου έδωσε να υπογράψω χαρτιά, φτωχός, αγράμματος άνθρωπος είμαι, τα υπόγραψα.
     - Δεν έπρεπε να υπογράψεις κάτι που δεν ήξερες τι ήταν.
     - Πώς αλλιώς θα έπαιρνα τα λεφτά που χρειαζόμουν; Χωρίς φτερωτή, ο μύλος είναι άχρηστος, θα αναγκαζόμουν να τον πουλήσω για ένα κομμάτι ψωμί και ύστερα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ζητιανεύοντας. Πώς θα ζήσω την οικογένειά μου; Πέντε παιδιά έχω, και η κυρά μου περιμένει και έκτο!
     - Και λοιπόν;
     - Και λοιπόν, τον έφτιαξα το μύλο και συνέχισα να τον δουλεύω, και κουτσά-στραβά θα κατάφερνα να εξοφλήσω και το χρέος μου. Ή, έτσι πίστευα...
     -  Τι συνέβη; Και πού κολλάει ο σερίφης του Νότιγχαμ στην ιστορία;
     - Όπως αποδείχτηκε, τα λεφτά που μου δάνεισε ο Μέλβιλ ήταν στην πραγματικότητα λεφτά του σερίφη, ο οποίος έβαλε στο μάτι το μύλο μου. 
     - Τον κερατά! είπε ο μεγαλόσωμος άντρας.
     - Λιτλ Τζον! είπε αυστηρά ο καλόγερος.
     - Συνέχισε, είπε ο άντρας με τα ευγενικά χαρακτηριστικά. 
     - Την προηγούμενη βδομάδα ο σερίφης έστειλε τους ανθρώπους του να μου ζητήσουν τα λεφτά, επειδή, λέει, στα χαρτιά που υπόγραψα, υποσχέθηκα να τον εξοφλήσω μέχρι το τέλος του μήνα. Εγώ είχα συνεννοηθεί με τον Μέλβιλ να εξοφλήσω στο τέλος του έτους. Παρ'όλ'αυτά, είπα στους άντρες του σερίφη ότι θα εξοφλούσα μέχρι το τέλος του μήνα. Είχα μαζέψει το μεγαλύτερο μέρος του ποσού, θα πουλούσα και τις βέρες μας, μαζί με το καλό πανωφόρι του πατέρα μου, θα τα κατάφερνα. Και προχθές την Κυριακή, γυρίζοντας με την οικογένειά μου από την εκκλησία, άκουσα σαματά προς τη μεριά του μύλου. Έτρεξα να δω τι συνέβαινε και τον βρήκα μέσα στις φλόγες! Πέσαμε με τη γυναίκα μου και με τους δυο μεγάλους γιους μου - έντεκα ο μεγάλος, δέκα ο μικρός - και καταφέραμε να σβήσουμε τη φωτιά προτού κάψει εξ'ολοκλήρου το μύλο, αλλά η ζημιά είναι μεγάλη. Καταστράφηκα! Γι'αυτό τον ψάχνω τον Ρομπέν.
     - Ε, λοιπόν, τον βρήκες, είπε ο άντρας με τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Εγώ είμαι.
     - Σώσε με, άρχοντά μου, είπε ο Μπομπ Σμιθ και γονάτισε.
     - Δεν υπάρχουν άρχοντες εδώ πέρα, είπε ο Ρομπέν, σήκω όρθιος. Ο σερίφης του Νότιγχαμ είναι τέτοιος κλέφτης, που οι κλέφτες ωχριούν μπροστά του. Επιπλέον, είναι προσωπικός μου εχθρός και δε θα ησυχάσω αν δεν τον δω πίσω από τα σίδερα όπου κλείνει τους φτωχούς ανθρώπους, εκμεταλλευόμενος την εξουσία του.
     - Το ξέρω, είπε ο Μπομπ Σμιθ, και ξέρω ότι βοηθάς τους φτωχούς, γι'αυτό ήρθα σε εσένα. Ο μύλος χρειάζεται εκτεταμένες επισκευές, η οικογένειά μου είναι στον δρόμο - προς το παρόν μας φιλοξενεί μια αδερφή της γυναίκας μου, αλλά κι εκείνη φτωχή γυναίκα είναι - και η προθεσμία για την εξόφληση του χρέους μου λήγει την επόμενη Τρίτη. Αν δε με βοηθήσεις εσύ, πάω χαμένος. Και εγώ, και η οικογένειά μου.
     - Μην ανησυχείς Μπομπ Σμιθ, είπε ο αδελφός Τακ. Όλοι οι άντρες του Ρομπέν είναι άντρες που το λέει η καρδιά τους, και όλοι τους είναι χεροδύναμοι. Θα σε βοηθήσουμε εμείς να επισκευάσεις το μύλο σου.
     - Όσο για το χρέος σου, είπε ο Λιτλ Τζον, πάρε αυτό το τσουβάλι. Είναι γεμάτο χρυσά αντικείμενα που κατασχέσαμε την προηγούμενη βδομάδα από ένα καραβάνι που μετέφερε τρόφιμα και χρυσαφικά για λογαριασμό του πρίγκηπα Ιωάννη, του άθλιου αυτού σφετεριστή. Πάρ'τα και πούλησέ τα να πάρεις τα λεφτά που χρειάζεσαι και να εξοφλήσεις τον αχρείο το σερίφη.
     Ο Μπομπ Σμιθ άνοιξε το τσουβάλι.
     - Είναι πάρα πολλά, είπε.
     - Αν σου περισσέψουν λεφτά δώσ'τα σε κανέναν άλλο φτωχό, είπε ο αδελφός Τακ. Ή, κάνε μια δωρεά στο αβαείο του Γιορκ. Ο αιδεσιμότατος Γουίλιαμ θα ξέρει τι να τα κάνει.
     - Τι είναι αυτό το πουγκί; είπε ο Μπομπ Σμιθ και έβγαλε ένα μικρό πουγκί από μέσα από το σακί. Καλέ, αυτό έχει μέσα σκόνη!
     - Τι σκόνη; ρώτησε ο αδελφός Τακ και πήρε το πουγκί από τα χέρια του. Για να δω! Μμμ, αυτή η σκόνη μοσχομυρίζει, να δεις τι μου θυμίζει...
     - Μήπως είναι λιβάνι; είπε ο Σκωτσέζος.
     - Μη λες βλακείες, είπε ο αδελφός Τακ, το λιβάνι δε μυρίζει έτσι, αυτή η σκόνη είναι... να δεις πώς τη λένε... α, ναι! Μαστίχα τη λένε!
     - Μαστίχα; Τι είναι αυτό;
     - Προέρχεται από κάπου στην Ανατολή, όπου την εκτιμούν πολύ για το άρωμά της. Από όσο ξέρω, ο πασάς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν κάνει χωρίς αυτήν. Τη βάζουν μέχρι και στο φαγητό, στα γλυκά κυρίως. Σπάνιο προϊόν και πανάκριβο.
     - Τι να την κάνω; είπε ο Μπομπ Σμιθ. Εγώ δεν έχω να φάω φαΐ, πού να το βρω το γλυκό; Πάρτε την καλύτερα εσείς.
     - Δίκιο έχεις, είπε ο αδελφός Τακ. Αύριο είναι η μέρα που φτιάχνω ψωμί. Θα τη βάλω στη ζύμη.
     - Τρελλάθηκες; είπε ο Σκωτσέζος. Θέλεις να μας δηλητηριάσεις; Πάρ'την, άνθρωπέ μου, και δώσ'την σε κανένα χάνι, ή σε κανένα πανδοχείο. Όλο και κάπου θα τη χρησιμοποιήσουν εκείνοι. Ή, έστω, σκόρπισέ την να την πάρει ο αέρας, μακριά από εδώ, εννοείται...
     - Ευτυχώς που δε φοράς φουστάνια, σχολίασε ο αδελφός Τακ.

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Αυτό που πραγματικά την εκνεύριζε

 


     - Αυτό να πάρεις, σου πάει τέλεια! είπε η μία φίλη στην άλλη.
     - Α, μπα, δε νομίζω... Το κίτρινο με χλωμιάζει.
     - Δεν έχεις δίκιο, αυτό το συγκεκριμένο κίτρινο δε σε χλωμιάζει καθόλου.
     - Όχι, όχι, μην επιμένεις. Εγώ θέλω ένα φόρεμα, να το φοράω και να κάνω σαματά. Ενώ με αυτό, το πολύ-πολύ να μοιάζω σαν να πάσχω από αβιταμίνωση...
     - Τι να πω, εσύ ξέρεις καλύτερα... 
     - Το θέλω για την επέτειο, σου είπα. Θέλω κάτι πιο εντυπωσιακό.
     - Αυτό εδώ, πώς σου φαίνεται;
     - Αυτό, μάλιστα, είναι ένα φόρεμα που σίγουρα θα κάνει σαματά. Θα ξετρελλαθεί ο Αποστόλης!
     - Σίγουρα. Αν και είναι ήδη τόσο ξετρελλαμένος μαζί σου, που δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα παραπάνω γι'αυτό!
     - Φαίνεται, ε;
     - Αν φαίνεται λέει! Στα μάτια σε κοιτάζει!
     - Ναι, το μωρό μου, δεν είναι γλύκας;
     - Ναι! Αν δεν ήταν και παντρεμένος, βέβαια, θα ήταν ακόμα καλύτερα.
     - Ναι, ο γλυκούλης μου... Αλλά θα τη χωρίσει τη γυναίκα του, δεν την αντέχει άλλο, μου το είπε!
     - Πρόσεχε, έτσι σου έλεγε και ο Γεράσιμος, ότι ήταν στα χωρίσματα, αλλά αντί να τρέχει στους δικηγόρους έτρεχε με τη γυναίκα του στους γιατρούς για εξωσωματική! Για να μη μιλήσω για το Μιχάλη, που υποτίθεται ότι θα ζητούσε διαζύγιο, αλλά όχι μόνο δε ζήτησε διαζύγιο, αλλά εκτός από εσένα τα είχε και με εκείνη την αεροσυνοδό!
     - Τι πας και θυμάσαι τώρα! Ο Γεράσιμος και ο Μιχάλης δεν ήταν εντάξει, ο Αποστόλης, όμως, είναι κύριος! Τι τρως;
     - Μαστίχα, θέλεις;
     - Όχι... Λοιπόν, το αποφάσισα: αυτό θα πάρω. Θα βάλω και τα σέξι μου τα πέδιλα, θα βάλω και το μενταγιόν που μου πήρε το μωρό μου, κούκλα θα είμαι για την επέτειο!
     - Πού θα σε πάει;
     - Μου είπε ότι θα μου κάνει έκπληξη.
     - Έτσι σου είχε πει και ο Βασίλης - θυμάσαι; - και πήγατε για ρομαντικό διήμερο στα Καλάβρυτα και βρεθήκατε μούρη με μούρη με τη γυναίκα του, που είχε πάει για σκι με την κολλητή της. Θα μου πεις, βέβαια, ότι ο Βασίλης σού παρίστανε και τον ανύπαντρο, οπότε, όπως και να το κάνεις, την έκπληξη σου την έκανε... 
     - Ώχου, τι σε έπιασε; Μήπως ζηλεύεις;
     - Εγώ; Είσαι με τα καλά σου; Απλώς, σου τα θυμίζω για να προσέχεις.
     - Μην ανησυχείς, προσέχω!
     - Και τις προηγούμενες φορές πρόσεχες, υποτίθεται, αλλά την πάτησες.
     - Προσέχω, σου λέω!
     - Ό,τι πεις... Ώστε θα σου κάνει έκπληξη για την επέτειο; Τι γλυκό!
     - Ναι! Βέβαια, η επέτειός μας είναι την Κυριακή, αλλά ο Αποστόλης δεν μπορεί την Κυριακή, τις Κυριακές τις περνάνε στα πεθερικά του, είναι και η πεθερά του πολύ άρρωστη...
     - Και του Βαγγέλη ήταν άρρωστη η πεθερά του και...
     - Μην ανακατεύεις το Βαγγέλη, ο Βαγγέλης ήταν άλλη περίπτωση!
     - Απλώς, είπα...
     - Να μη λες!
     - Εντάξει...
     - Τι θέλεις, δηλαδή, να πεθάνει η πεθερά του και να έχω τύψεις στη συνείδηση, επειδή δεν τον άφησα να πάει στο Κυριακάτικο τραπέζι; Αφού είναι πολύ άρρωστη, σου λέει, τη βγάζει δεν τη βγάζει...
     - Μη με παρεξηγείς, εγώ το καλό σου θέλω!
     - Ναι, αλλά λες κάτι πράγματα! Αφού θα τη γιορτάσουμε την επέτειό μας, δε θα τη γιορτάσουμε;
     - Και πότε θα τη γιορτάσετε;
     - Την Παρασκευή το βράδυ η γυναίκα του θα πάει στο σπίτι μιας φίλης της για χαρτάκι, οπότε το πεδίο θα είναι εντελώς ελεύθερο... 
     - Το λες και ξεφτίλα...
     - Δίκιο έχεις, ντροπή της να χαρτοπαίζει και να μη νοιάζεται ούτε για τον άντρα της, ούτε για τη μάνα της που πεθαίνει... 
     - Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό, αλλά ναι, εντάξει, ντροπή της... Και, δηλαδή, δεν κατάφερες να τον ψαρέψεις και να μάθεις πού θα σε πάει;
     - Τι να καταφέρω; Όταν θέλει να κρατήσει κάτι μυστικό, δεν του παίρνεις κουβέντα! Χρυσό τον έκανα να μου δώσει κάποιο στοιχείο, άδικος κόπος. Αν και κάτι πήρε το αυτί μου τις προάλλες που έλεγε στο τηλέφωνο, κάπως χαμηλόφωνα, κάτι σαν "τσιαπάτα" ή "τα πιάτα", δεν μπόρεσα να καταλάβω...
     - Τσιαπάτα; Τα πιάτα; Μήπως είπε "Τραβιάτα";
     - Τρα-τί;
     - Τραβιάτα.
     - Τι είναι αυτό; Το τσιαπάτα και τα πιάτα ξέρω τι είναι, και μάλιστα ταιριάζουν με αυτό που φαντάζομαι, κάποιο κέντρο διασκέδασης, προφανώς, αλλά αυτό το... τραβιάτα τι είναι; Κάποια σπεσιαλιτέ; Ελπίζω να μη είναι καμιά γκουρμεδιά και βγάλω τα άντερά μου! Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τραβιάτα είπε, έχεις δίκιο, το θυμήθηκα. 
     - Χμμμ...
     - Τι να είναι αυτό το τραβιάτα; Ή, μάλλον, το τραβιάτο, τραβιάτα πρέπει να είναι στον πληθυντικό...
     - Τραβιάτα είναι όνομα όπερας.
     - Όπερας; Εννοείς αυτό που τσιρίζουν μετά μουσικής;
     - Αυτό εννοώ.
     - Δεν το πιστεύω! Αφού ο Αποστόλης το ξέρει ότι εμένα μου αρέσουν τα μπουζούκια!
     - Ε, θα ήθελε κάτι διαφορετικό για την επέτειο.
     - Χαλάστηκα τώρα! Τι φοράνε εκεί πέρα; Ζιβάγκο; Κάνει αυτό το φόρεμα ή πρέπει να βάλω κάτι άλλο;
     - Θα σε στενοχωρήσω, αλλά νομίζω ότι το κίτρινο ταιριάζει καλύτερα...
     - Φαγώθηκες να πάρω αυτό το κίτρινο! Αφού σου λέω, με χλωμιάζει!
     - Ναι, αλλά το κόκκινο είναι πολύ κοντό και, επιπλέον, είναι γεμάτο στρας!
     - Βρε, τι έπαθα, στα καλά καθούμενα...
     - Έλα, μην γκρινιάζεις τώρα, ο Αποστόλης να σε ευχαριστήσει θέλει.
     - Ε, ναι, εντάξει, δεν μπορώ να πω...
     - Στα όπα-όπα σε έχει, δε σου χαλάει χατήρι, και, για να είμαι ειλικρινής, μέχρι και που τον πιστεύω που σου λέει ότι θα χωρίσει...
     - Ναι, φιλενάδα, θα χωρίσει, άντε να μπω κι εγώ σε μια σειρά, κουράστηκα πια να μου τάζουν διαζύγια και να με κοροϊδεύουν... Τι ώρα είναι;
     - Μεσημέριασε. Θα το πάρεις το κίτρινο, τελικά;
     - Θα το πάρω, τι να κάνω, αφού το μωρό μου αποφάσισε να με πάει να ακούω τσιρίδες; Αλλά θα το πάρω και το κόκκινο, αφόρετο δε θα μείνει, μεθαύριο η γυναίκα του θα πάει πάλι για χαρτάκι και εμείς θα πάμε στην "Ανδρομέδα", πρώτο τραπέζι πίστα, δε γίνεται να μη βάλω κάτι εντυπωσιακό... Αλήθεια, θέλεις να έρθεις και εσύ; Ο Αποστόλης δε θα έχει πρόβλημα.
     - Εγώ; Α-πα-πα...
     - Μα γιατί; Δε σου αρέσει η Ανδρομέδα, το πιο μοδάτο κέντρο; Τα μεγαλύτερα ονόματα τραγουδάνε εκεί, γίνεται τρελλό κέφι, λέμε!
     - Δε λέω, ωραία είναι η Ανδρομέδα - σε ποιον δεν αρέσει; - και το πρώτο τραπέζι πίστα ωραίο είναι, αλλά, τι τα θες, στους δύο τρίτος δε χωρεί.
     - Αυτό είναι; Μα, κι εσύ κολλάς σε κάτι λεπτομέρειες! Θα κανονίσουμε να μην είμαστε μόνο τρεις. Θα πω στον Αποστόλη να καλέσει και τον Στάθη, τον κολλητό του. Θα σου φτιάξω κατάσταση, θα δεις!
     - Κάτσε, τώρα, μισό λεπτό... Τον ξέρεις εσύ αυτόν τον Στάθη; Τον έχεις γνωρίσει;
     - Δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά ο Αποστόλης μου έχει μιλήσει γι'αυτόν αρκετές φορές. Γνωρίστηκαν στον στρατό, μου είπε, αργότερα ξαναβρέθηκαν τυχαία, όταν ο Αποστόλης πήρε το δάνειό του, και από τότε δεν ξαναχώρισαν, έγιναν κολλητοί.
     - Τι δουλειά έχει ο Στάθης με το δάνειο του Αποστόλη;
     - Σε τράπεζα δουλεύει. Αυτός του έδωσε το δάνειο.
     - Α...
     - Ναι, θα πω στον Αποστόλη να τον καλέσει. Να δεις που θα ταιριάξετε οι δυο σας. Και εγώ κουμπάρα!
     - Δεν πιστεύω να είναι παντρεμένος!
     - Όχι, από όσο ξέρω...
     - Βεβαιώσου, σε παρακαλώ. Δε θα ήθελα να κάνω σχέση με παντρεμένο.
     - Θα ρωτήσω τον Αποστόλη για λεπτομέρειες και θα σου πω.
     - Δε με παρεξηγείς, έτσι; Εννοώ, που δε θέλω τους παντρεμένους... Είναι που δεν νιώθω καλά με τους ανθρώπους που απατούν το ταίρι τους...
     - Μα, τι λες; Είναι ποτέ δυνατόν να σε παρεξηγήσω; Αφού το ξέρεις: και εμένα αυτό που πραγματικά με εκνευρίζει σε μία σχέση είναι το κέρατο!

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Απλά τα πράγματα

 

     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος μακρινό, ζούσε μια λεμονιά. Η λεμονιά είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της: το μέρος όπου ζούσε ήταν όμορφο, ο καιρός σε εκείνο το μέρος ήταν σχεδόν πάντα ωραίος, και, επιπλέον, έκανε τα πιο μυρωδάτα και ζουμερά λεμόνια που υπήρχαν, κάτι για το οποίο όλες οι άλλες λεμονιές την παίνευαν κάθε τρεις και λίγο. Κι όμως, η λεμονιά είχε έναν μεγάλο καημό: ήθελε να κάνει μήλα και όχι λεμόνια!
     Η ιδέα της είχε πρωτοέρθει όταν στη γειτονιά είχε εμφανιστεί μια ψηλή, καμαρωτή μηλιά, φορτωμένη κόκκινα, λαχταριστά μήλα. Η λεμονιά έκρινε ότι ήταν πολύ βαρετό να κάνεις λεμόνια, όλες οι λεμονιές λεμόνια έκαναν, ήταν το πιο εύκολο και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αν έκαναν, όμως, μήλα, δε θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον και πολύ πιο αξιόλογο;
     Καμία άλλη λεμονιά, περιέργως, δε συμμεριζόταν τις απόψεις της. Όλες, άλλη λιγότερο, άλλη περισσότερο, είχαν συμβιβαστεί με τη ζωή τους και δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω από αυτήν. Πόσο βαρετές ήταν όλες τους! Ενώ εκείνη δεν ήταν καθόλου βαρετή - το αντίθετο μάλιστα - και, επιπλέον, ήταν και αποφασισμένη: εκείνη θα έκανε μήλα. Πόσο δύσκολο θα ήταν, πια; Αρκεί να προσπαθούσε.
     Οι άλλες λεμονιές παραξενεύτηκαν με τα καμώματά της και προσπάθησαν να τη λογικέψουν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Και αφού είδαν ότι ήταν αποφασισμένη, την άφησαν στην ησυχία της και μόνο πότε-πότε την σχολίαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
     Ο καιρός περνούσε και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι προσπάθειες της λεμονιάς, όσο επίμονες κι αν ήταν, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η λεμονιά άρχισε σιγά-σιγά να απογοητεύεται και όσο έβλεπε να μην καταφέρνει τίποτα, τόσο πιο πολύ απογοητευόταν. Στο τέλος, η απογοήτευσή της έγινε τόσο μεγάλη, που έπεσε σε μελαγχολία. Δεν ξυπνούσε πια το πρωί με χαρά, ούτε τραγουδούσε όλη μέρα, όπως έκαναν οι άλλες λεμονιές. Ξυπνούσε με γκρίνια και κάθε τρεις και λίγο έβαζε τα κλάματα. Οι άλλες λεμονιές προσπάθησαν να την παρηγορήσουν, αλλά εκείνη τις έδιωχνε μακριά. Ποτέ δε θα κατάφερνε να κάνει μήλα. Ήταν μια αποτυχημένη. Ένιωθε πολύ δυστυχισμένη, και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της.
     Μια μέρα που η λεμονιά για πολλοστή φορά αναθεμάτιζε τη μοίρα της που ήταν τόσο άχρηστη, πέρασε από εκείνα τα μέρη ο βασιλιάς με τη συνοδεία του. Είχαν πάει επίσκεψη σε ένα μακρινό βασίλειο, για το γάμο ενός ξαδέλφου του, και επέστρεφαν. Αντί, όμως, από τις άμαξες να ακούγονται χαρούμενα τραγούδια, αφού επέστρεφαν από βασιλικό γάμο, η πομπή πήγαινε αργά και πένθιμα. Βλέπετε, στον δρόμο της επιστροφής, ένα φίδι είχε βρεθεί μπροστά στην άμαξα που κουβαλούσε το νερό και το κρασί, με αποτέλεσμα τα άλογα να τρομάξουν, η άμαξα να αναποδογυρίσει, και τα βαρέλια με το νερό και το κρασί να σπάσουν σε χίλια κομμάτια. 
     Ο βασιλιάς και η συνοδεία του διψούσαν πολύ. Το στόμα του βασιλιά, όπως και τα στόματα των υπολοίπων, είχε στεγνώσει.
     - Το βασίλειό μου για λίγο νερό! είπε ο βασιλιάς, αν και ίσως να μην το εννοούσε επακριβώς.
     Η πομπή στάθηκε. Οι στρατιώτες που συνόδευαν την πομπή έτρεξαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καβάλα στα άλογά τους. Επέστρεψαν ύστερα από λίγο. Δεν είχαν δει κανένα ίχνος νερού στην περιοχή, είπαν, ούτε λίμνη φαινόταν να υπάρχει εκεί κοντά, ούτε ποτάμι, ούτε καν ένα πηγάδι δεν είχαν συναντήσει.
     Ο βασιλιάς φοβήθηκε ότι θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή. Αλλά τότε κάποιος πρόσεξε τη λεμονιά, που βρισκόταν εκεί πιο πέρα.
     - Κοιτάξτε, είπε, πόσα πολλά λεμόνια έχει εκείνη η λεμονιά! Και πόσο ζουμερά φαίνονται! Γιατί να μην φτιάξουμε λεμονάδα; Η λεμονάδα είναι πολύ δροσιστική.
     - Καλή ιδέα! συμφώνησαν όλοι.
     Και πήγαν στη λεμονιά και μάζεψαν λεμόνια. Και τόσο ζουμερά ήταν τα λεμόνια της λεμονιάς, που η λεμονάδα που έφτιαξαν έφτασε για όλους. Ήπιε και ο βασιλιάς και ενθουσιάστηκε.
     - Δεν έχω πιει πιο νόστιμη και πιο αρωματική λεμονάδα στη ζωή μου! είπε. Αυτή τη λεμονιά τη θέλω!
     Η λεμονιά είδε τους στρατιώτες να την πλησιάζουν οπλισμένοι με φτυάρια και αξίνες και παρά τρίχα να λιποθυμήσει από την τρομάρα της! Νόμιζε ότι ήθελαν να την σκοτώσουν, αλλά οι στρατιώτες δεν είχαν τέτοιο σκοπό. Στάθηκαν σε απόσταση τριγύρω της, για να μην τραυματίσουν τις ρίζες της, και άρχισαν να σκάβουν. Έσκαβαν χωρίς σταματημό και στο τέλος κατάφεραν να τη βγάλουν από τη γη. Ύστερα τη φόρτωσαν στην άμαξα που πρωτύτερα είχε τα βαρέλια με το νερό και το κρασί, και ξαναξεκίνησαν για το παλάτι. Οι άλλες λεμονιές από πιο πέρα την αποχαιρετούσαν, κουνώντας τα κλαδιά τους. Ίσως να ζήλευαν και λίγο.
     Η βασιλική πομπή γύρισε στο παλάτι και ο βασιλιάς, που είχε ενθουσιαστεί με τα ζουμερά λεμόνια της λεμονιάς, έβαλε να τη φυτέψουν δίπλα στο παλάτι, ακριβώς έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του! Η λεμονιά πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά της! Αλλά και ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος που την είχε έξω από το παράθυρό του, αφού όταν άνθιζε, όλη η βασιλική κρεβατοκάμαρα γέμιζε από το μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών της. Και κάθε απόγευμα, την ώρα που ο βασιλιάς καθόταν να χαλαρώσει, πάντα έπινε μια φρεσκοστυμμένη λεμονάδα από τα λεμόνια της προσωπικής του λεμονιάς.
     Η λεμονιά ήταν πλέον πολύ ικανοποιημένη από τη ζωή της. Θυμόταν το κλάμα που είχε ρίξει και το πόσο αποτυχημένη ένιωθε τότε που προσπαθούσε να κάνει μήλα και δεν το κατάφερνε, και γελούσε. "Πόσο χαζή ήμουν", σκεφτόταν, "να νομίζω ότι αν κατάφερνα να κάνω μήλα, θα γινόμουν επιτυχημένη και ευτυχισμένη! Και πόσο πιο απλά ήταν τα πράγματα, τελικά..."
     Είχε απόλυτο δίκιο. Αν είχε καταφέρει να κάνει μήλα, κανένας δε θα το είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα, αφού μήλα κάνουν και οι μηλιές, και μάλιστα είναι ειδικές σε αυτό. Ενώ, απλά και μόνο κάνοντας τα λεμόνια της μυρωδάτα και ζουμερά, είχε καταφέρει, όχι μόνο να εντυπωσιάσει κοτζάμ βασιλιά, αλλά και να μετακομίσει στο παλάτι του και να τον καλημερίζει κάθε μέρα.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δική μου
     

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Παταγώδης αποτυχία


      Κάτι χρόνια είχε η Πίπη να βρεθεί με τη φίλη της τη Ροδαλόφτερη, και γι'αυτό δεν έφταιγε που η Ροδαλόφτερη είναι μια χαμογελαστή νεράιδα με διάφανα φτερά, ούτε που η Πίπη είναι μια αλλοπαρμένη. Όλοι το ξέρουμε, δα, ότι πολλές φορές προσπαθούμε να κανονίσουμε συναντήσεις, αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Όταν, όμως, υπάρχει η θέληση, τελικά βρίσκεται και ο τρόπος, και η Πίπη κατάφερε να βρεθεί με τη Ροδαλόφτερη!
     Οι δύο φίλες είχαν πολλά να πουν, έπρεπε να καλύψουν τόσον καιρό, που μιλούσαν, και μιλούσαν, και μιλούσαν... Και όπως με όλες τις φιλίες, ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από την τελευταία τους συνάντηση.
     Βέβαια, έτσι καθώς ήταν απορροφημένες στα δικά τους, η αλήθεια είναι ότι δεν πρόσεχαν και πολύ τι συνέβαινε γύρω τους. Και αυτό δεν είναι κατ'ανάγκην κακό, όμως τη συγκεκριμένη μέρα... Χμ, μάλλον θα πρέπει να την πιάσουμε αλλιώς την ιστορία.
     Θυμάστε εκείνο το καμουφλαρισμένο κάστρο εκείνης της κακιάς μάγισσας, που είχε ανακαλύψει η Πίπη και το είχε βγάλει και φωτογραφία; Ε, λοιπόν, αυτό δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα στον κόσμο των μαγισσών, και είναι λογικό να το φέρουν βαρέως όταν τα μαγικά τους κόλπα αποκαλύπτονται. Όταν αποκαλύφθηκε, λοιπόν, το καμουφλαρισμένο κάστρο, η Παγκόσμια Ομοσπονδία των Απανταχού Μαγισσών - Π.Ο.Α.Μ., για συντομία - συγκάλεσε εκτάκτως συνέδριο!
     Οι μάγισσες από όλο τον κόσμο μαζεύτηκαν σε μία μυστική τοποθεσία, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, και ήταν όλες τους πολύ εκνευρισμένες, που ένας άνθρωπος - έστω κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν η Πίπη - είχε ανακαλύψει ένα ολόκληρο κάστρο μάγισσας, κρυμμένο πίσω από τις ομίχλες άπειρων μαγικών φίλτρων και καμουφλαρισμένο με χιλιάδες ξόρκια. Η μάγισσα του κάστρου κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Ήταν προφανές ότι κάτι δεν είχε κάνει σωστά.
     Η μάγισσα, που ο ήχος του ονόματός της θύμιζε κρώξιμο κορακιού, κάτι που σήμαινε ότι το όνομά της δεν μπορούσε να γραφτεί με τα γράμματα κανενός ανθρώπινου αλφαβήτου, διαβεβαίωσε ότι είχε ακολουθήσει το σωστό τελετουργικό και είχε χρησιμοποιήσει τις σωστές δοσολογίες στα φίλτρα της, όπως αυτά ήταν καταγεγραμμένα στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Μαγικής Σοφίας, που ως γνωστόν υπάρχει στη βιβλιοθήκη κάθε μάγισσας που σέβεται τον εαυτό της. Ορκίστηκε στο Μαγικό Καταρολόγιο ότι δεν είχε παραβεί κανέναν απολύτως κανόνα και ότι είχε υπάρξει πάντα πιστή στο πρωτόκολλο.
     Η μάγισσα - ας την πούμε Κρακρά, χάριν ευκολίας - δε φαίνεται να έπεισε τις υπόλοιπες μάγισσες για την αθωότητά της. Στην καλύτερη περίπτωση, είπαν, είχε υποπέσει σε ασυγχώρητο σφάλμα. Αλλά δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να μείνει ατιμώρητη. Ο κίνδυνος να τη μιμηθούν και άλλες μάγισσες στην επιπολαιότητα ήταν υπαρκτός, και τι θα γινόταν αν, το ένα μετά το άλλο, αποκαλύπτονταν στους ανθρώπους όλα τους τα μυστικά; Η τιμωρία που προτάθηκε ήταν ιδιαίτερα αυστηρή: αποβολή από την ομοσπονδία, αφαίρεση της κάρτας μέλους, κατάσχεση της σκούπας της, του μυτερού της καπέλου, και όλων των μαγικών της βιβλίων. Με άλλα λόγια, η μάγισσα Κρακρά θα έπαυε να είναι μάγισσα.
     Αυτό ήταν κάτι που η μάγισσα Κρακρά θεώρησε μεγάλη προσβολή προς το πρόσωπό της, κυρίως επειδή είχε ξοδέψει τα τελευταία οκτακόσια πενήντα δύο χρόνια για να χτίσει - με μεγάλο κόπο, είναι η αλήθεια - το όνομά της, και να γίνει μία από τις πιο κακές μάγισσες όλων των εποχών. Επικαλούμενη, λοιπόν, το άμεμπτο παρελθόν της, ζήτησε να της δοθεί μια ευκαιρία για να μπορέσει να διορθώσει τα πράγματα. 
     Δεν χρειαζόταν τα βιβλία της, αφού, ύστερα από τόσα χρόνια όλα τα ξόρκια τα ήξερε απ'έξω, χωρίς το μυτερό της καπέλο, όμως, ένιωθε γυμνή. Σε αντάλλαγμα για το μυτερό της καπέλο, λοιπόν, υποσχόταν να εντοπίσει την Πίπη, να την παρακολουθήσει, να βρει όλα της τα αδύνατα σημεία, και να φροντίσει ώστε να πάψει να αποτελεί απειλή για τον κόσμο των μαγισσών. Αυτό ήταν κάτι που όλες οι μάγισσες το επιθυμούσαν, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κάποιες από τις μάγισσες του προεδρείου της είχαν μια μικρή αδυναμία, η μάγισσα Κρακρά πέτυχε αυτό που ήθελε.
     - Εντάξει, της είπαν, θα σου τη δώσουμε την ευκαιρία, όμως έχεις προθεσμία τρία χρόνια για να  βρεις την Πίπη και να την τακτοποιήσεις, ή να την φέρεις σε εμάς να την τακτοποιήσουμε. 
     - Θα την βρω πολύ νωρίτερα, είπε εκείνη.
     - Και, θυμήσου: σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεις αντιληπτή. Αυτό, ως γνωστόν, είναι η μεγαλύτερη ντροπή για μία μάγισσα και θα σημάνει την οριστική σου διαγραφή, τόσο από την ομοσπονδία, όσο και από το Λίμπρο Ντ'Όρο των μαγισσών, καθώς επίσης και την οριστική και αμετάκλητη κατάσχεση του καπέλου σου. Συνεννοηθήκαμε;
     Εννοείται ότι η μάγισσα δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση - δε θα μπορούσε, άλλωστε - και, έτσι, από εκείνη τη μέρα άρχισε να ψάχνει μανιωδώς την Πίπη. Την έψαχνε παντού: στις πόλεις, στα χωριά, στη θάλασσα, στον ουρανό, μέσα στις μυρμηγκότρυπες, μέσα στις αετοφωλιές... Αλλά, πουθενά δεν την έβρισκε. Ώσπου μια μέρα της ήρθε μια ιδέα. Και αν η Πίπη ζούσε κάπου εκεί κοντά στο κάστρο της; Και αποφάσισε να παρακολουθήσει την παλιά της γειτονιά.
     Χρειάστηκε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική για να μη γίνει αντιληπτή, βέβαια. Το κάστρο της είχε γίνει τουριστικό αξιοθέατο και περιτριγυριζόταν όλες τις ώρες από τουρίστες οπλισμένους με φωτογραφικές μηχανές και κινητά. Και πότε το φωτογράφιζαν από την μία του πλευρά, πότε από την άλλη, πότε με το φως του ήλιου, πότε με το φως του φεγγαριού...
     Η μάγισσα Κρακρά κρύφτηκε σε έναν κήπο εκεί κοντά και παρακολουθούσε με τις ώρες. Πέρασε μία μέρα, πέρασαν δύο, πέρασε μία βδομάδα, η μάγισσα κόντευε να βγάλει ρίζες και να γίνει ένα με τα φυτά του κήπου. Και πάνω που άρχισε να απελπίζεται, τσουπ! Να'τη η Πίπη!
     Η μάγισσα χάρηκε με την επιτυχία της και άρχισε να ακολουθεί την Πίπη πολύ προσεκτικά, για να μη γίνει αντιληπτή. Την είδε να μπαίνει σε ένα σπίτι.
     - Ώστε εδώ μένει! είπε η μάγισσα και χαμογέλασε.
     Και κρύφτηκε σε κάτι δέντρα απέναντι για να συνεχίσει την παρακολούθηση. Όμως, ύστερα από μερικές ώρες η Πίπη ξαναπρόβαλε στον δρόμο.
     - Πού πάει, βραδιάτικα; αναρωτήθηκε η μάγισσα.
     Άρχισε και πάλι να ακολουθεί την Πίπη, και ευτυχώς που είχε σκοτεινιάσει, διότι η παρακολούθηση στα σκοτεινά ήταν πολύ πιο εύκολη για εκείνη. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η Πίπη περπατούσε και όλο περπατούσε, και δε φαινόταν να έχει σκοπό να σταματήσει να περπατάει. Μα πού πήγαινε, επιτέλους; 
     Τη μάγισσα την πονούσαν τα πόδια της από το πολύ περπάτημα και ένιωσε πολύ μεγάλη νοσταλγία για την σκούπα της, σε αντίθεση με την Πίπη, που συνέχιζε να περπατά απτόητη και δε φαινόταν να χρειάζεται καμία σκούπα. Και πάνω που η μάγισσα είχε αρχίσει να νιώθει ότι ίσως και να μην κατάφερνε να ακολουθήσει την Πίπη μέχρι το τέλος, η Πίπη μπήκε σε ένα άλλο σπίτι. Είχαν φτάσει στη Χώρα του διαμερίσματος. Και η μάγισσα κατάλαβε ότι εκεί έμενε, τελικά, η Πίπη.
     Έκτοτε, η μάγισσα ακολουθούσε την Πίπη παντού, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα αδύνατά της σημεία. Άλλες φορές, πάλι, κρυβόταν λίγο πιο μακριά και παρακολουθούσε τη Χώρα της μπροστινής ή τη Χώρα της πίσω βεράντας, αλλά και οι συζητήσεις με τα φυτά δεν την βοήθησαν ιδιαίτερα.
     Μέχρι τη μέρα που η Πίπη κανόνισε να βρεθεί με τη φίλη της τη Ροδαλόφτερη, η μάγισσα δεν είχε κάνει την παραμικρή πρόοδο. Όταν, όμως, την ακολούθησε και την είδε να συναντάει τη φίλη της, κατάλαβε ότι θα μάθαινε πολλά.
     Και έτσι, λοιπόν, η Πίπη και η Ροδαλόφτερη μιλούσαν, και μιλούσαν, και έλεγαν τα νέα τους, και η μάγισσα λίγο πιο πέρα είχε βγάλει ένα σημειωματάριο και σημείωνε, και σημείωνε... Ω, πόσο εύκολο ήταν τελικά να παρακολουθήσεις την Πίπη, αρκεί να βρεθείς στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή! Η Πίπη και η Ροδαλόφτερη, στο μεταξύ, δεν είχαν πάρει χαμπάρι! Κι ας είναι η Πίπη, τόσο ανοιχτομάτα! Κι ας είναι η Ροδαλόφτερη τόσο ευαίσθητη!
     Πέρασε η ώρα, και η Πίπη με τη Ροδαλόφτερη αποφάσισαν να περπατήσουν λίγο. Το περιβάλλον ήταν πολύ όμορφο, και η βόλτα θα ήταν πολύ ευχάριστη. Η μάγισσα άρχισε να τις ακολουθεί. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο για εκείνην να κρυφτεί ανάμεσα σε όλα εκείνα τα δέντρα που υπήρχαν γύρω-γύρω.
     Οι δύο φίλες περπατούσαν και μιλούσαν, περπατούσαν και μιλούσαν, και η μάγισσα τις ακολουθούσε και σημείωνε, τις ακολουθούσε και σημείωνε.
     - Τι ωραία που είναι εδώ! είπαν οι δύο φίλες. Τα δέντρα είναι τόσο όμορφα, τα χρώματα, το φως, είναι όλα υπέροχα!
     Και τότε, η Ροδαλόφτερη είπε κάτι που κανείς δε θα περίμενε να πει.
     - Α, για δες: ένα καπέλο μάγισσας! είπε.
     Η Πίπη στράφηκε προς το μέρος που κοιτούσε η Ροδαλόφτερη. Ναι, φυσικά, το έβλεπε και αυτή. Ήταν ξεκάθαρα ένα μυτερό καπέλο μάγισσας. Πράσινο σαν τα γύρω δέντρα, αλλά τόσο, μα τόσο διαφορετικό από εκείνα!
     Και εκείνη την στιγμή η Πίπη κατάλαβε ότι το καπέλο δεν βρισκόταν μόνο του εκεί πέρα, ανάμεσα στα δέντρα, αλλά ότι, σίγουρα, από κάτω του έκρυβε μια μάγισσα. Αλλά και η μάγισσα κατάλαβε κάτι. Κατάλαβε ότι όλη η παρακολούθηση είχε πάει χαμένη και ότι εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που φορούσε το αγαπημένο της καπέλο. Από την επόμενη θα ήταν μία απλή, κοινή θνητή.
     Και όλα αυτά, χάρη στην παρατηρητικότητα της Ροδαλόφτερης...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δική μου και βγήκε εξαιτίας της Ροδαλόφτερης, που εντόπισε το μυτερό καπέλο.