Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Το χρονικό ενός (μη) θαύματος

 



     Καιρό έχουμε να επισκεφτούμε τις χώρες των βεραντών που συνορεύουν με τη Χώρα του διαμερίσματος της Πίπης, και η αλήθεια είναι πως οι κάτοικοί τους είναι μάλλον ήσυχοι και μονιασμένοι, οπότε δεν συμβαίνουν δράματα, σε γενικές γραμμές. Ο καιρός κυλάει με τις εναλλαγές του, πότε κρύο, πότε ζέστη, πότε αέρας, πότε βροχή, πότε χιόνι (αυτό το τελευταίο πιο σπάνια) και τα φυτά έχουν γνωριστεί αρκετά καλά μεταξύ τους, ώστε να μην παρεξηγούνται εύκολα το ένα με τα σχόλια του άλλου.
     Νέοι κάτοικοι πάντα θα υπάρχουν, όπως μία λουίζα στη Χώρα της πίσω βεράντας, που η Πίπη την προσκάλεσε με κρυφό σκοπό να πάρει τη θέση της προηγούμενης λουίζας, που κατέληξε γκλίτσα, όπως όλοι θυμόμαστε. Η νέα λουίζα ήρθε, πήρε τη θέση της, άρχισε να αναπτύσσεται, και η Πίπη έκρινε πως, επιτέλους, χωρίς αμφιβολία, αυτήν τη λουίζα θα κατάφερνε να την κάνει να γίνει δεντράκι, κλαδεύοντας τα χαμηλά κλαδάκια και αφήνοντας το κεντρικό ακλάδευτο.
     Βέβαια, εδώ η Πίπη μάλλον υπήρξε κομματάκι αφελής, αφού αγνόησε εντελώς κάποιες παραμέτρους και, κυρίως, πως η Χώρα της πίσω βεράντας, θερμή οπαδός των χίπηδων και της ελεύθερης μετακίνησης των λαών, δεν έχει επενδύσει το παραμικρό στη φύλαξη των συνόρων της και στην αστυνόμευση, με αποτέλεσμα να έχει γίνει κέντρο διερχομένων. Και εκεί που η λουίζα φάνηκε να συμπλέει με τα μεγαλόπνοα σχέδια της Πίπης και να ονειρεύεται μέχρι και φωλιές πουλιών στα κλαδιά της, κάποιος είχε άλλη γνώμη. Και μια μέρα η Πίπη βρήκε το κεντρικό κλαδάκι της λουίζας τσακισμένο, με τρόπο που δεν επιδεχόταν την παραμικρή θεραπεία. Δε θα σας πω ψέματα: πολύ αμφιβάλλω αν η λουίζα καταφέρει να αποφύγει την ταπεινή μοίρα του θάμνου.
     Αλλά και στη Χώρα της μπροστινής βεράντας υπήρξαν κανα-δυο νέοι κάτοικοι, όπως μία σάλβια και μία γαρυφαλλιά, που εγκλιματίστηκαν γρήγορα και έπιασαν το κουτσομπολιό μεταξύ τους, καθώς έγιναν γειτόνισσες. Με μόνη τη διαφορά ότι τον άνεμο τον έπιασε μια διεστραμμένη επιθυμία να παίζει σούμο με τη σάλβια, με αποτέλεσμα κάθε τρεις και λίγο η δόλια να ξαπλώνεται φαρδιά-πλατιά. Βαρέθηκε η Πίπη να τη βοηθάει συνέχεια να ξανασταθεί στα πόδια της. Τελικά, επιλέχθηκε η λύση της μετακόμισης, και τώρα η σάλβια τα λέει με το κυκλάμινο, μόνο πως εκείνο περνάει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του κοιμισμένο, και η σάλβια ψιλοπλήττει...
     Η μετακόμιση της σάλβιας σήμανε λίγη μοναξιά για τη γαρυφαλλιά, αλλά μόνο προσωρινά, αφού πολύ σύντομα τακιμιάσανε με το γιασεμί, που είναι σκέτος καραγκιόζης, και αρχίσανε τα ανέκδοτα. Και τόσο πετυχημένα ήταν τα ανέκδοτά τους, που τα γέλια τους μεταδόθηκαν και στους υπόλοιπους κατοίκους της χώρας. Η γαρυφαλλιά έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλής, και όλοι άρχισαν να τη φωνάζουν χαϊδευτικά Λίτσα (εκ του γαρυφαλλίτσα, καταλαβαίνετε). Και ο καιρός περνούσε όμορφα και διασκεδαστικά.
     Δυστυχώς, όμως, και η Χώρα της μπροστινής βεράντας έχει ανάλογες απόψεις με αυτές της Χώρας της πίσω βεράντας στο θέμα της φύλαξης των συνόρων, και αυτό έμελλε να έχει τις συνέπειές του. Ένα βράδυ που έμοιαζε με όλα τα άλλα, αλλά καθόλου δεν ήταν, μία νυχτοπεταλούδα έφτασε στη χώρα και, εντελώς τυχαία, κάθησε επάνω στη γαρυφαλλιά. Αλλά με το που ακούμπησε τη γαρυφαλλιά, εκείνη - που, ως γνωστόν, γαργαλιόταν πολύ εύκολα - τινάχτηκε στον ύπνο της και παρ'την κάτω τη νυχτοπεταλούδα!
          Οι νυχτοπεταλούδες είναι, γενικά, ευγενικά πλάσματα, όμως η συγκεκριμένη νυχτοπεταλούδα ήταν μοναχοκόρη μιας κακιάς μάγισσας, και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα κακομαθημένη. Και, παρ'όλο που η γαρυφαλλιά ξύπνησε από τις φωνές της νυχτοπεταλούδας και της ζήτησε ευγενικά συγγνώμη, η νυχτοπεταλούδα πέταξε κατευθείαν στη μάνα της και της τα είπε όλα, με το νι και με το σίγμα, προσθέτοντας και πολλά άλλα σύμφωνα. Κοινώς, τα παραφούσκωσε. Της κακιάς μάγισσας δεν της άρεσε να κακομεταχειρίζονται τη μοναχοκόρη της, οπότε, το ίδιο κιόλας βράδυ επισκέφτηκε τη γαρυφαλλιά και της έριξε μια βαριά κατάρα.
     "Ο λαιμός σου να ξεραθεί για πάντα και το νερό να περνάει από μέσα σου, όπως ο αέρας μέσα από ερειπωμένο κάστρο", είπε η μάγισσα. "Τα μάγια να μην σπάσουνε ποτέ, και να μείνεις πάντα ένα ξερόκλαδο", πρόσθεσε. Ύστερα, ακούστηκε ένα τσουφ! και η μάγισσα εξαφανίστηκε μέσα σε έναν κατάμαυρο καπνό, που δεν ξεχώριζε από τη μαυρίλα της νύχτας.
     Έτσι, την επόμενη μέρα που η Πίπη σερβίριζε νερό στα φυτά της Χώρας της μπροστινής βεράντας, σαν αεροσυνοδός σε αεροπλάνο, παρατήρησε ότι η γαρυφαλλιά είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Όπως είναι λογικό, η Πίπη ανησύχησε και εκείνη τη μέρα έδωσε περισσότερο νερό στη γαρυφαλλιά, ελπίζοντας πως έτσι θα αναπλήρωνε τους ηλεκτρολύτες της και θα συνερχόταν. Αλλά πού να συνέλθει εκείνη! Ξεραινόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που μια μέρα δεν έμεινε ούτε ίχνος πράσινου χρώματος επάνω της. 
     Η γαρυφαλλιά, κατά το κοινώς λεγόμενο, είχε τινάξει τα πέταλα. Και η Πίπη, αφού συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση της γαρυφαλλιάς δεν επιδεχόταν πλέον καμία θεραπεία, σταμάτησε να της δίνει νερό. Και η ζωή στη Χώρα της μπροστινής βεράντας συνεχίστηκε, και τα φυτά αναπολούσαν τα ανέκδοτα της γαρυφαλλιάς, και τώρα το έβλεπαν ξεκάθαρα πως τα ανέκδοτα του γιασεμιού δεν ήταν τίποτα μπροστά στα ανέκδοτα της μακαρίτισσας.
     Πέρασαν πολλές μέρες και νύχτες, και η γαρυφαλλιά παρέμενε ξερή και κίτρινη, σαν το στάχυ. Η Πίπη το πήρε, λοιπόν, απόφαση, ότι η γαρυφαλλιά δε θα συνερχόταν ποτέ. Είχε έρθει η ώρα να την πετάξει. Ξέρω, ακούγεται σκληρό, αλλά ύστερα από πολλές τέτοιου είδους απώλειες, η Πίπη το έχει πάρει, πλέον, απόφαση ότι μάλλον δεν το πολυέχει με την κηπουρική και δεν το παίρνει και τόσο βαριά. Πλησίασε, λοιπόν, την γαρυφαλλιά και άρχισε να κλαδεύει τα ξερά κλαδιά της, για να μειώσει τον όγκο των σκουπιδιών.
     Αλλά, εκεί που κόντευε να τελειώσει με το κλάδεμα - και δεν έμενε σχεδόν τίποτα άλλο να κλαδέψει - το μάτι της έπιασε μία αμυδρή ιδέα πράσινου χρώματος! Και, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, η Πίπη είδε, έκπληκτη, πως η γαρυφαλλιά είχε αρχίσει να ζωντανεύει!
     - Μα πώς να έγινε, άραγε αυτό; αναρωτήθηκε η Πίπη. Αφού εγώ είχα σταματήσει τα ποτίσματα εδώ και τόσες εβδομάδες! Θαύμα!
     Αλλά, προτού το αναφωνήσουμε και εμείς, θα πρέπει να πούμε ότι εκείνο το μοιραίο βράδυ, στη Χώρα της μπροστινής βεράντας, την ώρα που η κακιά μάγισσα καταριόταν τη γαρυφαλλιά, εκεί παραδίπλα, και συγκεκριμένα επάνω στο βαθιά κοιμισμένο κυκλάμινο, βρισκόταν μια πονετική νεράιδα, που μόλις έφυγε η κακιά μάγισσα βάλθηκε να σπάσει την κατάρα. Τα μάγια ήταν πολύ ισχυρά και η πονετική νεράιδα πολύ νέα και άπειρη, αλλά ήταν επίσης και πολύ πεισματάρα. Και λίγο πριν από το ξημέρωμα, κατάλαβε ότι το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να αλλάξει την κατάρα. Πήρε, λοιπόν, το νεραϊδοραβδάκι της, το κούνησε μπροστά στη γαρυφαλλιά και είπε: "Να ξεραθείς, αλλά να μην πεθάνεις, μόνο να κοιμηθείς βαθιά. Και να κοιμηθείς μέρες πολλές και νύχτες, μέχρι να σε ξυπνήσει ένα αληθινά ουράνιο δάκρυ".
     Και το ουράνιο δάκρυ είχε αργήσει να έρθει, αλλά λίγες μέρες προτού αποφασίσει η Πίπη να κλαδέψει τη γαρυφαλλιά, τον Ουρανό τον είχαν πιάσει πάλι οι κυκλοθυμίες του - του είχαν τελειώσει και τα αντικαταθλιπτικά - και είχε βαλθεί να κλαίει. Άπειρα ουράνια δάκρυα έπεφταν στη γη, και ένα από αυτά έπεσε επάνω στη μαγεμένη γαρυφαλλιά. Και τα μάγια λύθηκαν.
     Και τώρα η Πίπη ξανάρχισε να δίνει νερό στη γαρυφαλλιά και εκείνη έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω της. Μέχρι και τα ανέκδοτα ξανάρχισε. Και οι κάτοικοι της Χώρας της μπροστινής βεράντας είναι πολύ χαρούμενοι και δεν σταματούν τα χάχανα. Όλα γίνονται σιγά-σιγά όπως και πριν. Μόνο το χαϊδευτικό της γαρυφαλλιάς άλλαξε. Τώρα δεν τη φωνάζουν Λίτσα, αλλά Ρίτσα. Εκ του... Λαζαρίτσα, καταλαβαίνετε...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Ζήτημα λογικής


     - Το τσάι σας, κύριε, είπε ο μπάτλερ και τοποθέτησε με προσοχή το δίσκο στο τραπεζάκι της βεράντας. 
     - Ευχαριστώ, Άρθουρ, είπε ο Σέρλοκ Χολμς, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το άρθρο που διάβαζε.
     Τα τζιτζίκια είχαν γίνει υπερβολικά εκκωφαντικά για τα αυτιά του. Πιο ήσυχο το είχε φανταστεί το ελληνικό καλοκαίρι
     - Θα σε παρακαλούσα να συντομεύεις, είπε καθώς γύριζε σελίδα στην εφημερίδα. Το άρωμα της κανέλλας είναι υπερβολικά έντονο για τους οσφρητικούς μου υποδοχείς.
     - Για το χαλβά μιλάς; ρώτησε ο Γουάτσον, αφού πρώτα κατάπιε μια κουταλιά. Μα είναι θαύμα, πρέπει να δοκιμάσεις!
     - Θα προτιμούσα να το αποφύγω, αν δε σε πειράζει. Και μόνο το κακόηχο όνομά του είναι αρκετό για να μου προκαλέσει βαθύτατη απέχθεια.
     - Όπως θέλεις, είπε ο Γουάτσον και έχωσε στο στόμα του μια μεγάλη κουταλιά. Αλήθεια, τι θα έλεγες το βράδυ να πηγαίναμε σε μία ταβέρνα, για λίγο τοπικό χρώμα; Θα έχει ενδιαφέρον, δεν βρίσκεις;
     - Υποθέτω.
     - Ο μαιτρ του ξενοδοχείου μου είπε για μία ταβέρνα που φημίζεται για τα κρεατικά της. Το μενού της περιλαμβάνει κάθε λογής ψητά: μπριζόλες, παϊδάκια, λουκάνικα, σφαιρίδια από κιμά σε διάφορα σχήματα, που δε συγκράτησα το όνομά τους, και ένα πράγμα με άντερα τυλιγμένα γύρω από εντόσθια, που το βάζουν σε σούβλα, να δεις πώς το λένε... τέλος πάντων, δεν έχει σημασία πώς το λένε, ο μαιτρ μου είπε πως είναι πεντανόστιμο. 
     - Φοβάμαι πως το μόνο έδεσμα εντοσθίων που μπορεί να χωνέψει το στομάχι μου είναι το χάγκις.
     - Καλό είναι το χάγκις, αλλά πού να το βρούμε εδώ;
     - Δυστυχώς, θα συμφωνήσω μαζί σου. Μόνο οι σκωτσέζοι γνωρίζουν να το φτιάχνουν σωστά. Αλλά, συντόμευε, σε παρακαλώ, με τον χαλβά! Η μυρωδιά της κανέλλας δε με αφήνει να απολαύσω το τσάι μου.
     - Έχεις δίκιο, συγγνώμη, είπε ο Γουάτσον και έχωσε στο στόμα του μια τελευταία, τεράστια κουταλιά.
     Ο Σέρλοκ άφησε λίγο την εφημερίδα που διάβαζε και ήπιε μία γουλιά τσάι.
     - Ευτυχώς που είχα την ιδέα να πάρω μαζί μου και τον Άρθουρ, είπε, αλλιώς αμφιβάλλω αν θα έπινα ένα τσάι της προκοπής.
     - Ακόμα δεν το πιστεύω ότι βρίσκομαι στην Ελλάδα, είπε ο Γουάτσον, και ήπιε κι εκείνος μια γουλιά από το δικό του τσάι. Από μικρός ονειρευόμουν να έρθω. Από τότε που ο κύριος Μάκιντος στο σχολείο μάς μίλησε για τις αρχαιότητες.
     - Το κακό είναι ότι, δυστυχώς, δεν έχουν αλλάξει και τόσο τα πράγματα από τον καιρό της αρχαιότητας. 
     - Τι εννοείς;
     - Μα να μην υπάρχει μία παμπ; Ένα γήπεδο γκολφ; Ένας αξιόλογος ιππόδρομος; Ένα γήπεδο μπάντμιντον; Για να μη μιλήσω για τη βασιλεία τους, φτηνή απομίμηση των γελοιοδέστερων οίκων!
     Ο Σέρλοκ έβαλε λίγο καπνό και άναψε την πίπα του. Ο καπνός της πίπας πάντα τον ηρεμούσε.
     - Έχεις δίκιο, εννοείται, είπε ο Γουάτσον, αλλά εγώ το βλέπω απλώς σαν έναν εξωτικό προορισμό. Εξάλλου, δε θα μείνουμε για πάντα. Σε δέκα μέρες τελειώνουν οι διακοπές μας.
     - Όπως και να'χει, μιλάμε για μία χώρα όπου στην αρχαιότητα άνθισε ένας σημαντικός πολιτισμός. Δεν μπορεί να μην ενδιαφέρει τους σύγχρονους Έλληνες να τηρήσουν κάποια ελάχιστα στάνταρντ πολιτισμού. Είδες το αλαλούμ που επικρατεί στους δρόμους; Καμία οργάνωση, κανένας σεβασμός, καμία ευγένεια. Και, επιπλέον, την εποχή που σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο η μετακίνηση γίνεται πλέον με αυτοκίνητα, εδώ ακόμα κυκλοφορούν κάρα!
     - Υπάρχουν και άμαξες...
     - Μου φαίνεται πως η υπερκατανάλωση ζάχαρης των τελευταίων ημερών έχει αρχίσει να θολώνει την κρίση σου, αγαπητέ μου. Οποιαδήποτε από αυτές εδώ τις άμαξες, στην Αγγλία θα θεωρείτο κάρο. Με εξαίρεση, ίσως, τη βασιλική άμαξα, την οποία δεν έχω δει, αλλά εκτιμώ πως έχει τις απαραίτητες προδιαγραφές.
     - Δε θα διαφωνήσω, αλλά, τουλάχιστον, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι ο καιρός είναι θαυμάσιος.
     - Πολλή ζέστη. Θα έλεγε κανείς πως βρισκόμαστε στη διακεκαυμένη ζώνη.
     - Αν ντυθείς πιο ελαφρά, η ζέστη υποφέρεται.
     - Υπάρχουν κανόνες ένδυσης που ένας τζέντλεμαν δεν μπορεί να παραγνωρίζει.
     - Παρ'όλ'αυτά, θα μπορούσες να βγάλεις τη ρομπ ντε σαμπρ. Στο δωμάτιό σου βρίσκεσαι!
     - Δεν ήμουν ποτέ καλός στα γαλλικά, όμως, αν δεν κάνω λάθος, ρομπ ντε σαμπρ σημαίνει ρόμπα δωματίου. Οπότε, τι λογικότερο από το να τη φοράω στο δωμάτιό μου; Εξάλλου, πρέπει να είμαι ευπρεπώς ενδεδυμένος, σε περίπτωση που δεχτώ επισκέψεις.
     Ο Άρθουρ εμφανίστηκε στη βεράντα.
     - Έχετε επισκέψεις, κύριε, είπε.
     - Ακριβώς όπως το φανταζόμουν, είπε ο Σέρλοκ και σηκώθηκε.
     Στη βεράντα εμφανίστηκε ο ξενοδόχος, συνοδευόμενος από έναν άντρα μετρίου αναστήματος, με παχύ μουστάκι.
     - Κύριε Χολμς, είπε ο ξενοδόχος, λυπάμαι που διακόπτω την ώρα του απογευματινού σας ύπνου...
     - Το σχόλιό σας είναι μάλλον ατυχές, είπε ο Σέρλοκ. Είναι προφανές ότι δεν κοιμόμουν. Γνωρίζω, βέβαια, ότι ο απογευματινός ύπνος είναι κάτι που συνηθίζεται σε αυτά εδώ τα μέρη, όμως εγώ προτιμώ να περνώ τον χρόνο μου με εποικοδομητικότερο τρόπο.
     Ο άντρας με το παχύ μουστάκι ξερόβηξε.
     - Ο κύριος είναι...
     - Αστυνομικός, το βλέπω, είπε ο Σέρλοκ.
     - Πώς το καταλάβατε; Αφού δε φοράει στολή.
     - Βρίσκομαι αρκετές μέρες στη χώρα σας, ώστε να ξέρω ότι η προσεγμένη ένδυση δε συνηθίζεται, όταν δεν το επιβάλλει κάποιου είδους πρωτόκολλο. Το προσεγμένο ντύσιμο του κυρίου, σε συνδυασμό με τα γυαλισμένα του παπούτσια, υποδεικνύει σαφώς κάποιον που πηγαίνει ή που βρίσκεται στην εργασία του.
     - Θα μπορούσε να είναι υπάλληλος του ξενοδοχείου.
     - Οι υπάλληλοι αυτού του ξενοδοχείου φορούν συγκεκριμένη ενδυμασία, με το όνομα του ξενοδοχείου στο πέτο. Στο πέτο του κυρίου δεν υπάρχει κανένα όνομα. Επιπλέον, ποιος ο λόγος να με φέρετε σε επαφή με κάποιον που δεν είναι αστυνομικός, την στιγμή που εγώ είμαι ντετέκτιβ και στο ξενοδοχείο έχει διαπραχθεί φόνος;
     - Μα, πώς το ξέρετε;
     - Ναι, είπε ο Γουάτσον, πώς το ξέρεις;
     - Πριν από μισή ώρα περίπου - για την ακρίβεια στις τέσσερεις και είκοσι επτά -, την ώρα που εσύ μασούλαγες εκείνο το κολλώδες πράγμα, που έκανε εκείνο το εκνευριστικό κριτς-κριτς...
     - Ποιο κολλώδες πράγμα;
     - Μπακλαβά δεν τον λένε;
     - Α, ναι...
     - Εκείνη την ώρα που μασούλαγες, λοιπόν, στην είσοδο του ξενοδοχείου σταμάτησε ένα κάρο με  τρεις άντρες, ντυμένους στα λευκά. Οι άντρες μπήκαν βιαστικά στο ξενοδοχείο, και μάλιστα κρατούσαν και ένα φορείο. Ύστερα από λίγη ώρα, οι τρεις άντρες βγήκαν από το ξενοδοχείο, με το φορείο άδειο, ανέβηκαν στο κάρο και έφυγαν. Λίγο αργότερα, και συγκεκριμένα στις τέσσερεις και σαράντα τέσσερα, ένα κάρο της αστυνομίας...
     - Μια άμαξα, εννοείτε, διέκοψε ο άντρας με το παχύ μουστάκι.
     - Ένα κάρο εννοώ, αλλά επειδή προβλέπω ότι θα διαφωνήσουμε στον ορισμό, ας το πούμε όχημα. Και συνεχίζω: ένα όχημα, λοιπόν, της αστυνομίας σταμάτησε μπροστά στο ξενοδοχείο και πέντε άντρες βγήκαν από το όχημα και μπήκαν στο ξενοδοχείο. Ανακεφαλαιώνοντας, αρχικά ζητήθηκε ιατρική βοήθεια για κάποιον, πιθανώς τραυματισμένο - εξ'ου και το φορείο - όμως, ήταν ήδη αργά, γι'αυτό και το φορείο επέστρεψε άδειο. Και επειδή, προφανώς, δεν επρόκειτο για ατύχημα, κλήθηκε η αστυνομία για να αναλάβει την υπόθεση. Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, δεν μπορώ παρά να συμπεράνω ότι στο ξενοδοχείο έχει γίνει κάποιο έγκλημα, και συγκεκριμένα φόνος. Στοιχειώδες, Γουάτσον.
     - Η φήμη ενός μύθου ωχριά μπροστά στον ίδιο το μύθο, είπε ο ξενοδόχος εντυπωσιασμένος.
     - Υπερβολές, αλλά δέχομαι τη φιλοφρόνηση, είπε ο Σέρλοκ. Ώστε η ελληνική αστυνομία χρειάζεται τις υπηρεσίες μου; απευθύνθηκε στον άντρα με το παχύ μουστάκι.
     - Αστυνόμος Αγησίλαος Παπαχριστόπουλος, συστήθηκε εκείνος, απλώνοντας το χέρι του για χειραψία.
     - Εντυπωσιακό όνομα, είπε ο Γουάτσον.
     - Χτίζετε κάτι, κύριε Παπα...χριστόπουλε; ρώτησε ο Σέρλοκ.
     - Μα πώς;... 
     - Υπάρχουν ίχνη τσιμέντου στα νύχια σας. 
     Ο αστυνόμος κοίταξε τα νύχια του.
     - Έχετε δίκιο, είπε, δεν το είχα προσέξει.
     Ο Σέρλοκ κούνησε ελαφρά το κεφάλι του.
     - Λοιπόν, είπε, τι χτίζετε, αν μου επιτρέπετε να ρωτήσω;
     - Έχω ένα κτήμα στα Πατήσια, και φτιάχνω ένα εξοχικό. Με το μισθό που παίρνω, όμως, δεν μπορώ να πληρώνω εργάτες, οπότε, αναγκαστικά, το χτίζω σχεδόν μόνος μου.
     - Πατήσια, είπατε; ρώτησε ο Γουάτσον.
     - Ναι, είναι αρκετά κοντά στην Αθήνα, είπε ο αστυνόμος. Πολύ όμορφη περιοχή. Αξίζει να την επισκεφτείτε, ιδιαίτερα την Άνοιξη, που ανθίζουν οι αγροί...
     - Ίσως κάποια άλλη φορά, είπε ο Σέρλοκ. Αστυνόμε, επιτρέψτε μου να σας συστήσω το βοηθό μου, τον Τζον Γουάτσον.
     - Χαίρω πολύ, είπε ο Γουάτσον.
     - Κύριε Χολμς, πήρε το λόγο ο ξενοδόχος, το ξενοδοχείο μας ελπίζει να συνδράμετε την ελληνική αστυνομία με τρόπο ώστε η υπόθεση να διαλευκανθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα. Δε θα θέλαμε επ'ουδενί να ταράξουμε την εκλεκτή μας πελατεία.
     - Η αλήθεια είναι ότι βρίσκομαι σε διακοπές, αλλά η επίλυση ενός αστυνομικού γρίφου ποτέ δε με αφήνει αδιάφορο. Όσο για τη διακριτικότητά μου, είναι περιττό να μου τη ζητάτε. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για μια υπόθεση που μπορεί να διαλευκανθεί αποκλειστικά δια της νοητικής οδού. Επιπλέον, το θύμα δεν είχε ιδιαίτερες επαφές με τους πελάτες του ξενοδοχείου, οπότε είναι περιττό να τους ενοχλήσουμε με ερωτήσεις.
     Ο ξενοδόχος τον κοίταξε με απορία.
     - Εκτός αν ο σεφ του ξενοδοχείου σας συνήθιζε να κάνει δημόσιες σχέσεις, συνέχισε ο Σέρλοκ. Αλλά, στις τόσες μέρες που μένω εδώ, δεν τον είδα ούτε μία φορά, ούτε καν στο εστιατόριο. Οπότε...
     - Μα, πώς ξέρετε...
     - ... ότι το θύμα είναι ο σεφ; Μα, αγαπητέ μου, ο σεφ του ξενοδοχείου σας θεωρείται αστέρι! Ποιος σεφ του επιπέδου του, λοιπόν, δε θα ήξερε να αλατίσει σωστά το φαγητό; Κανείς. Και η αθηναϊκή σαλάτα που επέλεξα να φάω σήμερα το μεσημέρι είχε πάρα πολύ αλάτι. Συνεπώς, κάποιος άλλος την έφτιαξε τη σαλάτα, και όχι ο ίδιος ο σεφ. Και ο λόγος ήταν απλός: ο σεφ δεν μπορούσε να την φτιάξει, επειδή ήταν ήδη νεκρός. Στοιχειώδες!
     - Με εντυπωσιάζετε, είπε ο αστυνόμος.
     - Όντως ήταν αλμυρό το φαγητό, είπε ο Γουάτσον.
     - Το μυαλό υπάρχει για να χρησιμοποιείται, είπε ο Σέρλοκ.
     - Σωστά, είπε ο αστυνόμος. 
     - Ας μην χρονοτριβούμε, είπε ο Σέρλοκ, θα συνεργαστώ πολύ ευχαρίστως με την ελληνική αστυνομία. Θα πρότεινα, μάλιστα, να ξεκινήσουμε από εκείνον το μοναχικό Γάλλο με το μακρύ μούσι, που στο εστιατόριο του ξενοδοχείου καθόταν πάντα στο τραπέζι δίπλα από την είσοδο.
     - Νόμιζα πως είπατε ότι δε θα χρειαστεί να ενοχληθούν οι πελάτες του ξενοδοχείου, είπε ο ξενοδόχος.
     - Κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, και ο συγκεκριμένος πελάτης είναι η εξαίρεση του συγκεκριμένου κανόνα. 
     - Τον μεσιέ Λεκλέρ, εννοείτε;
     - Ναι, αν έτσι ονομάζεται ο άντρας που ταιριάζει στην περιγραφή που σας έδωσα.
     - Και γιατί θα πρέπει να αναζητήσουμε τον μεσιέ Λεκλέρ; ρώτησε ο αστυνόμος.
     - Επειδή στις τέσσερεις και τρία τον είδα να βγαίνει βιαστικά από το ξενοδοχείο, κρατώντας τη βαλίτσα του.
     - Είναι αλήθεια ότι ο μεσιέ Λεκλέρ αναχώρησε από το ξενοδοχείο μας σήμερα, είπε ο ξενοδόχος, αλλά αυτό δεν τον κάνει ύποπτο. 
     - Φυσικά, όμως, πείτε μου: παρατηρήσατε κάτι διαφορετικό επάνω του την ώρα που έφευγε;
     - Τίποτα απολύτως.
     - Το μούσι του ήταν το ίδιο μακρύ;
     - Έτσι πιστεύω. Έφτανε μέχρι το μέσο του στήθους του, και μάλιστα το παραμέρισε για να βγάλει το μονόκλ από την τσέπη του, όταν του ζήτησα να υπογράψει στο βιβλίο των αναχωρήσεων.
     - Θυμάστε τι ώρα ήταν;
     - Τέσσερεις. Το σημείωσα και στο βιβλίο αναχωρήσεων, αν θέλετε να το δείτε.
     - Δεν χρειάζεται. Και συνεχίζω το συλλογισμό μου: Αφού, λοιπόν, ο μουσάτος μεσιέ Λεκλέρ αναχώρησε σύμφωνα με το βιβλίο αναχωρήσεων του ξενοδοχείου στις τέσσερεις, πώς είναι δυνατόν στις τέσσερεις και τρία που τον είδα εγώ, να είναι εντελώς ξυρισμένος;
     - Αποκλείεται!
     - Αγαπητέ μου, ο ένας τοίχος του γραφείου μου στο Λονδίνο είναι γεμάτος από τρόπαια πρωταθλημάτων σκοποβολής, μερικά εκ των οποίων τα κέρδισα τα τελευταία δύο έτη. Καταλαβαίνετε ότι η όρασή μου είναι άριστη.
     - Συμφωνώ πως το να φοράει κάποιος ψεύτικη γενειάδα είναι το λιγότερο περίεργο, είπε ο αστυνόμος, και στην περίπτωση του μεσιέ Λεκλέρ είναι σίγουρα ύποπτο. Αν, όμως, αυτός είναι ο δολοφόνος του σεφ, ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο του φόνου;
     - Ίσως το κίνητρο να ήταν εμφανέστερο, αν γνωρίζαμε το πραγματικό όνομα του μεσιέ Λεκλέρ.
     - Τι εννοείτε;
     - Ένας άνθρωπος που αλλάζει την εμφάνισή του, και μάλιστα με σκοτεινό σκοπό, δε γίνεται να μην μπει στον πειρασμό να αλλάξει και το όνομά του.
     - Αν ισχύει αυτό...
     - Είμαι απόλυτα σίγουρος πως ισχύει.
     - ... είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλύψουμε το πραγματικό του όνομα.
     - Εγώ, πάλι, θυμάμαι ότι πριν από μερικά χρόνια, βρισκόμουν στο Παρίσι, για μία υπόθεση, θυμάσαι Γουάτσον, την κλοπή εκείνου του πίνακα από το Μουσείο του Λούβρου; Το τελευταίο βράδυ επισκεφτήκαμε ένα εστιατόριο που μας είχαν συστήσει. Λε Μπον Γκου, λεγόταν, και ο σεφ του λεγόταν Φιλίπ Γκαστόν. Θυμάσαι το εστιατόριο, Γουάτσον;
     - Πώς να μην το θυμάμαι; Εκείνο το μιλφέιγ ήταν αφρός! Για να μην μιλήσω για την κρεμ καραμελέ...
     - Στο Λε Μπον Γκου, κύριοι, έφαγα για πρώτη φορά μία υπέροχη σαλάτα, που ήταν προσωπική δημιουργία του σεφ, και μάλιστα της είχε δώσει το όνομά του: σαλάτα Γκαστόν. Την επόμενη μέρα φύγαμε από το Παρίσι και δεν είχα ποτέ ξανά την ευκαιρία να φάω αυτήν την υπέροχη σαλάτα.
     - Ειλικρινά, είπε ο αστυνόμος, δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχει το μενού ενός εστιατορίου στο Παρίσι με την υπόθεσή μας.
     - Δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα, μυρωδιές και γεύσεις. Θα μπορούσα, λοιπόν, να πάρω όρκο ότι προχθές, σε αυτό εδώ το ξενοδοχείο, έφαγα για δεύτερη φορά στη ζωή μου τη σαλάτα Γκαστόν! Με μόνη διαφορά ότι στον κατάλογό σας η σαλάτα αναγράφεται ως "σαλάτα του σεφ"...
      - Δεν καταλαβαίνω το συλλογισμό σας, είπε ο αστυνόμος.
      - Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο σεφ του ξενοδοχείου μας δεν λεγόταν Γκαστόν, είπε και ο ξενοδόχος.
     - Μα, φυσικά και δε λεγόταν Γκαστόν, αλλά σίγουρα είχε σπουδάσει μαγειρική στο Παρίσι, πώς αλλιώς θα γινόταν σεφ; Εκεί βρίσκονται οι μόνες παγκοσμίως αναγνωρισμένες σχολές μαγειρικής.
     - Πράγματι, είχε σπουδάσει στο Παρίσι, και μάλιστα είχε δουλέψει και πέντε χρόνια εκεί, προτού έρθει να εργαστεί στο ξενοδοχείο μας.
     Ο Σέρλοκ έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε ελαφρά μερικές σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό του.  
     - Όπως σας είπα και προηγουμένως, είπε, δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα, μυρωδιές και γεύσεις. Επίσης, ξέχασα να σας πω ότι τη μία και μόνη φορά που έφαγα στο Λε Μπον Γκου, είχα την τιμή να συναντήσω  τον Φιλίπ Γκαστόν και να τον συγχαρώ για τις δημιουργίες του. Μπορείτε, λοιπόν, να φανταστείτε, πόση έκπληξη μου προκάλεσε το γεγονός ότι ο μεσιέ Λεκλέρ, χωρίς το μακρύ του μούσι, ήταν ίδιος ο Φιλίπ Γκαστόν! Ή, αν προτιμάτε, ο Φιλίπ Γκαστόν, αν αποφάσιζε να αφήσει μακρύ μούσι, θα ήταν ίδιος ο μεσιέ Λεκλέρ. Διαλέγετε όποια εκδοχή θέλετε, και οι δύο καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή.
     - Εντυπωσιακό! είπε ο ξενοδόχος, ύστερα από μια μάλλον μακρά σιωπή.
     - Συνεπώς, είπε ο αστυνόμος, το κίνητρο του φόνου...
     - Διεστραμμένος επαγγελματικός ανταγωνισμός, είπε ο Σέρλοκ. Ο σεφ οικειοποιήθηκε τη συνταγή του Γκαστόν και εκείνος εκδικήθηκε με έναν καθ'όλα ακραίο τρόπο.
     - Πρέπει να βιαστώ να βγάλω ένταλμα σύλληψης, είπε ο αστυνόμος, προτού ο Γκαστόν εγκαταλείψει τη χώρα. Κύριε Χολμς, σας ευχαριστώ θερμότατα για τη συνεργασία. Ήταν τιμή μου που σας γνώρισα.
     - Χαίρομαι που βοήθησα, είπε ο Σέρλοκ.
     Ο ξενοδόχος και ο αστυνόμος αποχώρησαν. Ο Σέρλοκ και ο Γουάτσον ξανακάθησαν στη βεράντα. Ο Σέρλοκ άνοιξε την εφημερίδα του. Ο Γουάτσον έπιασε το φλιτζάνι του και το έφερε στα χείλη του.
     - Α, μα αυτό το τσάι έχει κρυώσει! είπε και ξανακούμπησε το φλιτζάνι στη θέση του. 
     - Δεν εκπλήσσομαι, είπε ο Σέρλοκ, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από την εφημερίδα. Τόση ώρα έχει περάσει από όταν σερβιρίστηκε. Στοιχειώδες, Γουάτσον.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Διασκέδαση κάτω από τα αρμυρίκια


     Τα δυνατά χάχανα μιας παρέας νεαρών έκαναν τη Ραπουνζέλ να σηκώσει ενοχλημένη το βλέμμα της από το βιβλίο που διάβαζε. Ο γοητευτικός Αρμάνδος ήταν έτοιμος να ξεκουμπώσει και το τελευταίο κουμπί της διαβολικής, αλλά σέξι Ρενάτας, μέσα στο είκοσι μέτρων κότερό του, ενώ έξω από το κότερο λυσσομανούσε μια τροπική καταιγίδα. Η Ραπουνζέλ έριξε μια θυμωμένη ματιά προς το μέρος της παρέας και επέστρεψε στο διάβασμά της. Η πόρτα της πολυτελούς καμπίνας άνοιξε διάπλατα. Στο άνοιγμά της φάνηκε ο εξαιρετικά αρρενωπός Αρσένιο, δίδυμος αδερφός του Αρμάνδου, φορώντας μόνο το πανάκριβο μπουρνούζι του, με το κεντημένο μονόγραμμα. Ένα επιφώνημα έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη της Ραπουνζέλ. Αυτό θα πει ανατροπή!
     Ένα ροχαλητό ακούστηκε στο πλάι της. Κατέβασε και πάλι το βιβλίο, εκνευρισμένη. Τι κατάσταση κι αυτή, να μην μπορεί να απολαύσει λίγη λογοτεχνία! Κοίταξε γύρω της: γύρω-τριγύρω σκηνές διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων, αρμυρίκια φορτωμένα τζιτζίκια, μερικές διάσπαρτες ξαπλώστρες, μπροστά της η θάλασσα που λαμπύριζε κάτω από το μεσημεριανό ήλιο, μερικοί λουόμενοι στη θάλασσα, μερικές ψαρόβαρκες στο βάθος, και μερικά θαλασσοπούλια να τριγυρίζουν τις βάρκες... Σκέτη βαρεμάρα! Και να έχεις και τους ενοχλητικούς να χαχανίζουν από πάνω, λες και βρίσκονται σε πάρτυ!
     Έριξε μια ματιά δίπλα της. Ο άντρας της ροχάλιζε μακαρίως. Εμ, βέβαια, τι ανάγκη είχε αυτός; Του έριξε μια αγκωνιά. 
     - Τι έγινε; ρώτησε αυτός, αλαφιασμένος.
     - Ξύπνα, του είπε η Ραπουνζέλ, πρέπει να μου βάλεις αντηλιακό, η πλάτη μου καίει.
     - Ε, καλά, και πώς κάνεις έτσι;
     - Θέλεις να ξεφλουδίσει η πλάτη μου και να τσούζει;
     - Όχι, βέβαια, αλλά δεν μπορούσες να βάλεις μόνη σου;
     Η Ραπουνζέλ σκέφτηκε ότι ούτε ο γοητευτικός Αρμάνδος, αλλά ούτε και ο εξαιρετικά αρρενωπός Αρσένιο θα έχανε την ευκαιρία να της βάλει αντηλιακό, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο άντρας της άνοιξε το μπουκαλάκι του αντηλιακού και της έβαλε λίγο στην πλάτη, απλώνοντάς το βιαστικά. Ο γοητευτικός Αρμάνδος, στη θέση του, θα είχε βρει σίγουρα την ευκαιρία να της κάνει ένα αισθησιακό μασάζ. Και ο εξαιρετικά αρρενωπός Αρσένιο, όμως, δε θα είχε χάσει την ευκαιρία να της λύσει - τάχα κατά λάθος - τον κόμπο που κρατούσε το μαγιό στη θέση του. Ο άντρας της έκλεισε το μπουκαλάκι του αντηλιακού και ξαναξάπλωσε.
     - Θα ξανακοιμηθείς; τον ρώτησε η Ραπουνζέλ.
     - Μάλλον, απάντησε αυτός. Μα είναι θαυμάσιος ο ύπνος κάτω από τα αρμυρίκια!
     - Αν το ήξερα ότι θα περνούσαμε έτσι τις διακοπές, δε θα σε άφηνα να με φέρεις εδώ.
     - Μα γιατί το λες αυτό; Εδώ τα έχουμε όλα: ήλιο, θάλασσα, ησυχία...
     - Και, δηλαδή, δε θα τα είχαμε όλα αυτά, αν είχαμε πάει στο all-inclusive που είχα βρει;
     - Βρε, κουτό, εκεί δε θα είχαμε αυθεντική επαφή με το καλοκαίρι...
     - Μια χαρά επαφή θα είχαμε! Θα είχαμε την πισίνα μας, τις ωραίες μας τις ξαπλώστρες, τις ομπρέλες μας, τα δροσερά μας τα κοκτέιλ, τις ωραίες μας τις ντουζιέρες, το σπα μας, το μασάζ με τα αιθέρια έλαια, το δωμάτιό μας με τον κλιματισμό και την στρογγυλή μπανιέρα με θέα τη θάλασσα...
     - Ε, τώρα είσαι υπερβολική! Και εδώ έχουμε τα πάντα: και ξαπλώστρα σου έχω...
     - Αυτήν την πλαστική της πλάκας, εννοείς;
     - ... ομπρέλα δεν χρειαζόμαστε, αφού τα αρμυρίκια έχουν τόσο πυκνό φύλλωμα...
     - Ναι, και κάθε τρεις και λίγο μαδάνε επάνω μου!
     - ...δροσιά έχουμε άφθονη, ντουζιέρες έχει...
     - Στην άλλη άκρη του κάμπινγκ;
     - ... και το βράδυ κοιμόμαστε κάτω από τα αστέρια!
     - Ναι, και αγκαλιά με όλα τα ζωύφια της παραλίας! Κοίτα πώς έχω γίνει από τα τσιμπήματα!
     - Εντύπωση μου κάνει αυτό, εμένα δεν με έχει τσιμπήσει τίποτα...
     - Φυσικά, αφού εσύ είσαι παχύδερμο!
     - Με πληγώνεις!
     - Κάθεσαι ξάπλα όλη την ώρα και ροχαλίζεις και δε σε νοιάζει πώς περνάω!
     - Τώρα νομίζω ότι δεν έχεις δίκιο. Όλο τον χρόνο δουλεύω για να μη σου λείψει τίποτα - μόνο για το κομμωτήριό σου πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου - και περιμένω πώς και πώς τις μέρες των διακοπών, για να ξεκουραστώ κι εγώ λιγάκι. Δεν αξίζω λίγη χαλάρωση;
     - Ναι, και για να χαλαρώσεις εσύ, εγώ πρέπει να χαλάσω το δερματάκι μου από τον ήλιο, από τα τσιμπήματα και από το αλάτι της θάλασσας!
     - Σου φταίει και το αλάτι της θάλασσας τώρα;
     - Όλα μου φταίνε! Αν είχαμε πάει στο all-inclusive δε θα έπρεπε να το υποστώ και αυτό. Η πισίνα δεν έχει αλάτι.
     - Έχει χλώριο.
     - Χίλιες φορές καλύτερα, ασπρίζει και τα δόντια!
     - Τι να σου πω, βρε γυναίκα, δε σε βρίσκω πουθενά. Αφού σε ρώτησα προτού να έρθουμε!
     - Πού να ξέρω πόσο χάλια θα ήταν; Στις φωτογραφίες φαινόταν καλύτερο. Οργανωμένο μου είπες πως ήταν, δε φαντάστηκα τόσο πρωτόγονες καταστάσεις!
     - Ε, όχι και πρωτόγονες, υπάρχει και τουαλέτα.
     - Κοινόχρηστη; Να περιμένω στη σειρά, όπως περιμένουν οι άποροι στα συσσίτια; Και όταν έρθει η σειρά μου, να νιώθω σαν κυνηγημένη και να ακούω συνέχεια χτυπήματα στην πόρτα και να πρέπει κάθε φορά να φωνάζω το συνθηματικό "άλλος", ζητώντας βοήθεια; Και ποιος είναι αυτός ο άλλος, τέλος πάντων, και γιατί δεν έρχεται όταν τον φωνάζεις;
     Η παρέα των νεαρών είχε αρχίσει τα τραγούδια, με τη συνοδεία κιθάρας.
     - Βλέπεις; είπε ο άντρας της. Ο κόσμος περνάει καλά εδώ, μόνο εσύ γκρινιάζεις. Έλα, χαλάρωσε λίγο, και το βράδυ θα δεις... Στην καλύτερη ταβέρνα θα σε πάω!
     - Πού; Εδώ;
     - Στο διπλανό χωριό.
     - Καλά, μην ξενιτευτούμε κιόλας!
     - Με κοροϊδεύεις;
     - Πώς σου ήρθε αυτό;
     - Θα πιούμε τα ουζάκια μας...
     - Σιγά το Μερλό!
     - ...θα φάμε τα καλαμαράκια μας, τους κολοκυθοκεφτέδες μας, τα τζατζίκια μας, τις τυροκαυτερές μας...
     - Μμμμμ, σιγά τις γκουρμεδιές! Ο σεφ του all-inclusive έχει τρία αστέρια Μισελέν! Απορώ πώς σε άφησα να με πείσεις να έρθουμε εδώ. Όλες μου οι φίλες απολαμβάνουν παροχές πεντάστερων ξενοδοχείων και εγώ κάθομαι εδώ, να ακούω το ροχαλητό σου!
     - Αφού το ξέρεις, δεν φταίω εγώ για το ροχαλητό, τα κρεατάκια φταίνε...
     - Ας τα έβγαζες!
     - Δε θα με αφήσεις να κοιμηθώ, το βλέπω εγώ...
     - Θα μπορούσαμε, τουλάχιστον, να είχαμε νοικιάσει ένα σκάφος και να είμαστε μόνοι μας, όχι όπως εδώ, να ακούμε τις αγριοφωνάρες του καθενός...
     - Σκάφος; Και ποιος θα το οδηγούσε; Εγώ μόνο άλογο ξέρω να καβαλάω. Να πνιγούμε θέλεις;
     - Την καταστροφή φέρνεις... Θα νοικιάζαμε και σκίπερ.
     - Εντάξει, λοιπόν, του χρόνου θα νοικιάσουμε σκάφος, άσε με τώρα να χαλαρώσω, να χαρείς, είπε ο άντρας της και έριξε στο πρόσωπό του το καπέλο του.
     - Ναι, καλά, είπε η Ραπουνζέλ και ξανάπιασε το βιβλίο της.
     Τα δύο δίδυμα αδέρφια κοιτάχτηκαν αγριεμένα. Ήταν γνωστό από την αρχή σχεδόν του βιβλίου, ότι και οι δύο διεκδικούσαν την ίδια γυναίκα. Η Ρενάτα κουμπώθηκε βιαστικά και σηκώθηκε, κοιτάζοντας το ρολόι της. Έπρεπε να βρει δικαιολογία για να φύγει, σε δέκα λεπτά είχε ραντεβού στο κατάστρωμα με τον Αλφόνσο, τον νεαρό ιερέα και μικρότερο αδερφό των διδύμων...
     Ένα ροχαλητό ακούστηκε. Γύρισε εκνευρισμένη με σκοπό να σκουντήσει τον άντρα της. Ένα ζευγάρι αντρικά πόδια με μαύρες σαγιονάρες στέκονταν πίσω από την κοιμισμένη κοιλιά που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Σήκωσε το βλέμμα της. Ήταν ένας από τους νεαρούς της παρέας.
     - Ελπίζουμε να μην ενοχλούμε, είπε ο νεαρός. 
     Αν φορούσε ένα πανάκριβο μπουρνούζι με κεντημένο μονόγραμμα θα ήταν φτυστός ο Αρσένιο.
     - Όχι, καθόλου, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Αν θέλετε, μπορείτε να έρθετε κι εσείς στην παρέα μας, συνέχισε ο Αρσένιο. Έχουμε και ψυγειάκι με παγωμένες μπύρες.
     - Ίσως αργότερα, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Όπως θέλετε, είπε ο Αρσένιο και γύρισε στην παρέα του.
     Βυθίστηκε ξανά στο βιβλίο της. Τα δύο δίδυμα αδέρφια είχαν πιαστεί στα χέρια, εξαπολύοντας λεκτικές απειλές ο ένας στον άλλον. Ακούστηκαν βήματα. Ξανασήκωσε το κεφάλι.
     - Μία μπυρίτσα κερασμένη, είπε ο Αρσένιο και της πρόσφερε το διάστικτο από δροσοσταλίδες κουτάκι.
     - Ευχαριστώ, δεν ήταν ανάγκη, είπε και πήρε την μπύρα.
     - Μα εσείς θα καείτε από τον ήλιο, έχετε ήδη κοκκινήσει!
     - Αλήθεια; Δεν το κατάλαβα καθόλου!
     - Είναι ύπουλα τα αρμυρίκια, ξεθαρρεύεις λόγω της δροσιάς και δεν καταλαβαίνεις ότι ο ήλιος περνάει μέσα από τα φύλλα... Θα θέλατε να σας βάλω λίγο αντηλιακό στην πλάτη; Ο άντρας σας, βλέπω, κοιμάται, μην τον ενοχλούμε τον καημένο...
     Η Ραπουνζέλ του έδωσε το μπουκαλάκι με το αντηλιακό. Έτσι θα της έβαζε αντηλιακό και ο Αρμάνδος, ε, βέβαια, ο Αρμάνδος ήξερε...
     - Σας ευχαριστώ πολύ, είπε.
     - Ευχαρίστησή μου, απάντησε ο Αρσένιο-Αρμάνδος και της έδωσε πίσω το μπουκαλάκι με το αντηλιακό. Και τώρα, θα μου επιτρέψετε να γυρίσω στην παρέα μου. Και, όποτε θελήσετε, έρχεστε...
     Ο Αρσένιο-Αρμάνδος απομακρύνθηκε. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και μαυρισμένες. Η Ραπουνζέλ έριξε μια κλωτσιά στον άντρα της.
     - Τι έγινε πάλι; είπε αυτός και πετάχτηκε μισοκαθιστός.
     - Μου αρέσει που ρωτάς! Εσύ ροχαλίζεις του καλού καιρού, και τη γυναίκα σου την φλερτάρουν ασύστολα!
     - Ποιος, καλέ, σε φλερτάρει;
     - Ένας, από εκείνη εκεί την παρέα. Ορίστε, μου έφερε και μπύρα, να με κεράσει.
     - Η μάρκα μου! Και είναι και παγωμένη!
     - Αυτό έχεις να πεις; Μου έβαλε και αντηλιακό στην πλάτη!
     - Πολύ ευγενικό εκ μέρους του, τέτοια ώρα ο ήλιος είναι πολύ δυνατός...
     - Δεν το πιστεύω! Τι χαλβάς που είσαι! Φλερτάρουν τη γυναίκα σου, και εσύ λίγο ακόμα και θα κρατάς το φανάρι!
     - Θα την πιεις την μπύρα;
     - Η μπύρα σε νοιάζει;
     - Είναι αμαρτία να την αφήσεις να ζεσταθεί, αν δεν τη θέλεις.
     - Ε, τι να σου πω;
     - Ωραία, τότε, θα την πιώ εγώ.
     Ο άντρας της πήρε το κουτάκι και το άνοιξε. Ήπιε μια γουλιά.
     - Τέλεια είναι, χάνεις! είπε.
     Η Ραπουνζέλ γύρισε στο βιβλίο της. Εκεί, τουλάχιστον, τα πράγματα πήγαιναν όπως έπρεπε να πάνε. Και η διαβολική, σέξι Ρενάτα, βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και να τρέξει στο κατάστρωμα, όπου ο νεαρός Αλφόνσο την περίμενε, διαβάζοντας ένα βιβλίο με ψαλμούς. Η τροπική καταιγίδα είχε πια περάσει. Η διαβολική, σέξι Ρενάτα έκοψε δυο-τρία κουμπιά και τα πέταξε στη θάλασσα. Το ρούχο της άρχισε να ανεμίζει σαν δαιμονισμένο.
     Ένα ρέψιμο ακούστηκε από τον ήδη ξαπλωμένο άντρα της. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε από το ξαπλωμένο κορμί που βρισκόταν δίπλα της στα μαυρισμένα κορμιά της παρέας των νεαρών. Ο Αρσένιο-Αρμάνδος έπινε μια μπύρα. Ο νεαρός που έπαιζε κιθάρα τραγουδούσε με τα μάτια μισόκλειστα. Αν φορούσε ράσο, θα έμοιαζε καταπληκτικά με τον Αλφόνσο. Ξανακοίταξε τον άντρα της.
     Ακούμπησε το βιβλίο στην πετσέτα της, φόρεσε το καπέλο της και σηκώθηκε. Τύλιξε χαλαρά το παρεό της γύρω από τους γοφούς της. Το παρεό ανέμιζε όπως το ξεκούμπωτο ρούχο της Ρενάτας. Τα πόδια της βυθίστηκαν στην άμμο, καθώς άρχισε να περπατά με αργά βήματα προς την παρέα των νεαρών.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου