Καιρό έχουμε να επισκεφτούμε τις χώρες των βεραντών που συνορεύουν με τη Χώρα του διαμερίσματος της Πίπης, και η αλήθεια είναι πως οι κάτοικοί τους είναι μάλλον ήσυχοι και μονιασμένοι, οπότε δεν συμβαίνουν δράματα, σε γενικές γραμμές. Ο καιρός κυλάει με τις εναλλαγές του, πότε κρύο, πότε ζέστη, πότε αέρας, πότε βροχή, πότε χιόνι (αυτό το τελευταίο πιο σπάνια) και τα φυτά έχουν γνωριστεί αρκετά καλά μεταξύ τους, ώστε να μην παρεξηγούνται εύκολα το ένα με τα σχόλια του άλλου.
Νέοι κάτοικοι πάντα θα υπάρχουν, όπως μία λουίζα στη Χώρα της πίσω βεράντας, που η Πίπη την προσκάλεσε με κρυφό σκοπό να πάρει τη θέση της προηγούμενης λουίζας, που κατέληξε γκλίτσα, όπως όλοι θυμόμαστε. Η νέα λουίζα ήρθε, πήρε τη θέση της, άρχισε να αναπτύσσεται, και η Πίπη έκρινε πως, επιτέλους, χωρίς αμφιβολία, αυτήν τη λουίζα θα κατάφερνε να την κάνει να γίνει δεντράκι, κλαδεύοντας τα χαμηλά κλαδάκια και αφήνοντας το κεντρικό ακλάδευτο.
Βέβαια, εδώ η Πίπη μάλλον υπήρξε κομματάκι αφελής, αφού αγνόησε εντελώς κάποιες παραμέτρους και, κυρίως, πως η Χώρα της πίσω βεράντας, θερμή οπαδός των χίπηδων και της ελεύθερης μετακίνησης των λαών, δεν έχει επενδύσει το παραμικρό στη φύλαξη των συνόρων της και στην αστυνόμευση, με αποτέλεσμα να έχει γίνει κέντρο διερχομένων. Και εκεί που η λουίζα φάνηκε να συμπλέει με τα μεγαλόπνοα σχέδια της Πίπης και να ονειρεύεται μέχρι και φωλιές πουλιών στα κλαδιά της, κάποιος είχε άλλη γνώμη. Και μια μέρα η Πίπη βρήκε το κεντρικό κλαδάκι της λουίζας τσακισμένο, με τρόπο που δεν επιδεχόταν την παραμικρή θεραπεία. Δε θα σας πω ψέματα: πολύ αμφιβάλλω αν η λουίζα καταφέρει να αποφύγει την ταπεινή μοίρα του θάμνου.
Αλλά και στη Χώρα της μπροστινής βεράντας υπήρξαν κανα-δυο νέοι κάτοικοι, όπως μία σάλβια και μία γαρυφαλλιά, που εγκλιματίστηκαν γρήγορα και έπιασαν το κουτσομπολιό μεταξύ τους, καθώς έγιναν γειτόνισσες. Με μόνη τη διαφορά ότι τον άνεμο τον έπιασε μια διεστραμμένη επιθυμία να παίζει σούμο με τη σάλβια, με αποτέλεσμα κάθε τρεις και λίγο η δόλια να ξαπλώνεται φαρδιά-πλατιά. Βαρέθηκε η Πίπη να τη βοηθάει συνέχεια να ξανασταθεί στα πόδια της. Τελικά, επιλέχθηκε η λύση της μετακόμισης, και τώρα η σάλβια τα λέει με το κυκλάμινο, μόνο πως εκείνο περνάει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του κοιμισμένο, και η σάλβια ψιλοπλήττει...
Η μετακόμιση της σάλβιας σήμανε λίγη μοναξιά για τη γαρυφαλλιά, αλλά μόνο προσωρινά, αφού πολύ σύντομα τακιμιάσανε με το γιασεμί, που είναι σκέτος καραγκιόζης, και αρχίσανε τα ανέκδοτα. Και τόσο πετυχημένα ήταν τα ανέκδοτά τους, που τα γέλια τους μεταδόθηκαν και στους υπόλοιπους κατοίκους της χώρας. Η γαρυφαλλιά έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλής, και όλοι άρχισαν να τη φωνάζουν χαϊδευτικά Λίτσα (εκ του γαρυφαλλίτσα, καταλαβαίνετε). Και ο καιρός περνούσε όμορφα και διασκεδαστικά.
Δυστυχώς, όμως, και η Χώρα της μπροστινής βεράντας έχει ανάλογες απόψεις με αυτές της Χώρας της πίσω βεράντας στο θέμα της φύλαξης των συνόρων, και αυτό έμελλε να έχει τις συνέπειές του. Ένα βράδυ που έμοιαζε με όλα τα άλλα, αλλά καθόλου δεν ήταν, μία νυχτοπεταλούδα έφτασε στη χώρα και, εντελώς τυχαία, κάθησε επάνω στη γαρυφαλλιά. Αλλά με το που ακούμπησε τη γαρυφαλλιά, εκείνη - που, ως γνωστόν, γαργαλιόταν πολύ εύκολα - τινάχτηκε στον ύπνο της και παρ'την κάτω τη νυχτοπεταλούδα!
Οι νυχτοπεταλούδες είναι, γενικά, ευγενικά πλάσματα, όμως η συγκεκριμένη νυχτοπεταλούδα ήταν μοναχοκόρη μιας κακιάς μάγισσας, και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα κακομαθημένη. Και, παρ'όλο που η γαρυφαλλιά ξύπνησε από τις φωνές της νυχτοπεταλούδας και της ζήτησε ευγενικά συγγνώμη, η νυχτοπεταλούδα πέταξε κατευθείαν στη μάνα της και της τα είπε όλα, με το νι και με το σίγμα, προσθέτοντας και πολλά άλλα σύμφωνα. Κοινώς, τα παραφούσκωσε. Της κακιάς μάγισσας δεν της άρεσε να κακομεταχειρίζονται τη μοναχοκόρη της, οπότε, το ίδιο κιόλας βράδυ επισκέφτηκε τη γαρυφαλλιά και της έριξε μια βαριά κατάρα.
"Ο λαιμός σου να ξεραθεί για πάντα και το νερό να περνάει από μέσα σου, όπως ο αέρας μέσα από ερειπωμένο κάστρο", είπε η μάγισσα. "Τα μάγια να μην σπάσουνε ποτέ, και να μείνεις πάντα ένα ξερόκλαδο", πρόσθεσε. Ύστερα, ακούστηκε ένα τσουφ! και η μάγισσα εξαφανίστηκε μέσα σε έναν κατάμαυρο καπνό, που δεν ξεχώριζε από τη μαυρίλα της νύχτας.
Έτσι, την επόμενη μέρα που η Πίπη σερβίριζε νερό στα φυτά της Χώρας της μπροστινής βεράντας, σαν αεροσυνοδός σε αεροπλάνο, παρατήρησε ότι η γαρυφαλλιά είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Όπως είναι λογικό, η Πίπη ανησύχησε και εκείνη τη μέρα έδωσε περισσότερο νερό στη γαρυφαλλιά, ελπίζοντας πως έτσι θα αναπλήρωνε τους ηλεκτρολύτες της και θα συνερχόταν. Αλλά πού να συνέλθει εκείνη! Ξεραινόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που μια μέρα δεν έμεινε ούτε ίχνος πράσινου χρώματος επάνω της.
Η γαρυφαλλιά, κατά το κοινώς λεγόμενο, είχε τινάξει τα πέταλα. Και η Πίπη, αφού συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση της γαρυφαλλιάς δεν επιδεχόταν πλέον καμία θεραπεία, σταμάτησε να της δίνει νερό. Και η ζωή στη Χώρα της μπροστινής βεράντας συνεχίστηκε, και τα φυτά αναπολούσαν τα ανέκδοτα της γαρυφαλλιάς, και τώρα το έβλεπαν ξεκάθαρα πως τα ανέκδοτα του γιασεμιού δεν ήταν τίποτα μπροστά στα ανέκδοτα της μακαρίτισσας.
Πέρασαν πολλές μέρες και νύχτες, και η γαρυφαλλιά παρέμενε ξερή και κίτρινη, σαν το στάχυ. Η Πίπη το πήρε, λοιπόν, απόφαση, ότι η γαρυφαλλιά δε θα συνερχόταν ποτέ. Είχε έρθει η ώρα να την πετάξει. Ξέρω, ακούγεται σκληρό, αλλά ύστερα από πολλές τέτοιου είδους απώλειες, η Πίπη το έχει πάρει, πλέον, απόφαση ότι μάλλον δεν το πολυέχει με την κηπουρική και δεν το παίρνει και τόσο βαριά. Πλησίασε, λοιπόν, την γαρυφαλλιά και άρχισε να κλαδεύει τα ξερά κλαδιά της, για να μειώσει τον όγκο των σκουπιδιών.
Αλλά, εκεί που κόντευε να τελειώσει με το κλάδεμα - και δεν έμενε σχεδόν τίποτα άλλο να κλαδέψει - το μάτι της έπιασε μία αμυδρή ιδέα πράσινου χρώματος! Και, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, η Πίπη είδε, έκπληκτη, πως η γαρυφαλλιά είχε αρχίσει να ζωντανεύει!
- Μα πώς να έγινε, άραγε αυτό; αναρωτήθηκε η Πίπη. Αφού εγώ είχα σταματήσει τα ποτίσματα εδώ και τόσες εβδομάδες! Θαύμα!
Αλλά, προτού το αναφωνήσουμε και εμείς, θα πρέπει να πούμε ότι εκείνο το μοιραίο βράδυ, στη Χώρα της μπροστινής βεράντας, την ώρα που η κακιά μάγισσα καταριόταν τη γαρυφαλλιά, εκεί παραδίπλα, και συγκεκριμένα επάνω στο βαθιά κοιμισμένο κυκλάμινο, βρισκόταν μια πονετική νεράιδα, που μόλις έφυγε η κακιά μάγισσα βάλθηκε να σπάσει την κατάρα. Τα μάγια ήταν πολύ ισχυρά και η πονετική νεράιδα πολύ νέα και άπειρη, αλλά ήταν επίσης και πολύ πεισματάρα. Και λίγο πριν από το ξημέρωμα, κατάλαβε ότι το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να αλλάξει την κατάρα. Πήρε, λοιπόν, το νεραϊδοραβδάκι της, το κούνησε μπροστά στη γαρυφαλλιά και είπε: "Να ξεραθείς, αλλά να μην πεθάνεις, μόνο να κοιμηθείς βαθιά. Και να κοιμηθείς μέρες πολλές και νύχτες, μέχρι να σε ξυπνήσει ένα αληθινά ουράνιο δάκρυ".
Και το ουράνιο δάκρυ είχε αργήσει να έρθει, αλλά λίγες μέρες προτού αποφασίσει η Πίπη να κλαδέψει τη γαρυφαλλιά, τον Ουρανό τον είχαν πιάσει πάλι οι κυκλοθυμίες του - του είχαν τελειώσει και τα αντικαταθλιπτικά - και είχε βαλθεί να κλαίει. Άπειρα ουράνια δάκρυα έπεφταν στη γη, και ένα από αυτά έπεσε επάνω στη μαγεμένη γαρυφαλλιά. Και τα μάγια λύθηκαν.
Και τώρα η Πίπη ξανάρχισε να δίνει νερό στη γαρυφαλλιά και εκείνη έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω της. Μέχρι και τα ανέκδοτα ξανάρχισε. Και οι κάτοικοι της Χώρας της μπροστινής βεράντας είναι πολύ χαρούμενοι και δεν σταματούν τα χάχανα. Όλα γίνονται σιγά-σιγά όπως και πριν. Μόνο το χαϊδευτικό της γαρυφαλλιάς άλλαξε. Τώρα δεν τη φωνάζουν Λίτσα, αλλά Ρίτσα. Εκ του... Λαζαρίτσα, καταλαβαίνετε...
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου