Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Απρόσμενη έκπληξη

 


     
          Τα ξωτικά στο εργαστήριο του Άη-Βασίλη δούλευαν υπερωρίες. Τόσα πολλά παιδιά, τόσες πολλές παραγγελίες να προλάβουν, τόσος λίγος χρόνος μέχρι να παραδοθούν οι παραγγελίες... Και αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, μόνο που φέτος τα ξωτικά είχαν μία καταπληκτική ιδέα: να κάνουν έκπληξη στον Άη-Βασίλη και να φτιάξουν ένα δώρο και για εκείνον!
Την ιδέα - για να είμαστε ειλικρινείς - την είχε ο Τρίτσι-τρατς, το μεγαλύτερο αρχιξωτικό.
     - Πώς θα σας φαινόταν, ρώτησε τα υπόλοιπα ξωτικά, να φτιάχναμε φέτος και ένα δώρο για τον Άη-Βασίλη;
     - Ωραία ιδέα! είπαν όλα.
     Αλλά, τι δώρο θα του έφτιαχναν;
     - Μια όμορφη κούπα, για να πίνει την αγαπημένη σοκολάτα του! είπε ο Κρίτσι-κρατς, ένα κουτσοδόντικο ξωτικό.
     - Τέλεια ιδέα! είπαν όλα.
     Και ανάθεσαν το δώρο στον Σβιν-σβιν, που ήταν άσος στον πηλό. Και ο Σβιν-σβιν σχεδίασε μία υπέροχη κούπα, με ανάγλυφες χιονονιφάδες, που έπαιζε εορταστική μουσική, όταν την έπαιρνες στα χέρια σου. Αλλά, εκεί που έφτιαχνε την κούπα, να'σου ο Άη-Βασίλης στο εργαστήριο!
     - Τι φτιάχνεις εκεί; ρώτησε ο Άη-Βασίλης τον Σβιν-σβιν.
     - Μία κούπα.
     - Για ποιον την φτιάχνεις;
     - Ε..., μα..., για την Βασούλα, φυσικά...
     - Ποια Βασούλα;
     - Εκείνη τη Βασούλα... που είχε γράψει εκείνο το ωραίο γράμμα...
     - Α, ναι, ναι, θυμάμαι... πολύ καλό παιδί... μα, η Βασούλα δεν ζητούσε κούπα, μια κούκλα ζητούσε!
     - Α, ναι;
     - Α, Σβιν-σβιν, μου φαίνεται πως άρχισες να ξεκουτιαίνεις... Δεν πειράζει, φερ'την εδώ την κούπα, θα τη δώσω στη γυναίκα μου, που χρειάζεται δοσομετρητή για τα γλυκά της. Και εσύ να φτιάξεις μια κούκλα για τη Βασούλα.
     Και ο Άη-Βασίλης έφυγε με την κούπα.
     - Και τώρα; είπαν τα ξωτικά.
     - Έφτιαξα μία κούκλα με μπούκλες για τη Βασούλα, είπε ο Σβιν-σβιν. Ανοιγοκλείνει και τα μάτια της, ελπίζω να της αρέσει.
     - Γιατί δεν του φτιάχνουμε μια όμορφη κουνιστή πολυθρόνα; Αυτή που έχει τώρα, έχει παλιώσει πολύ και τρίζει, όπου να'ναι θα σπάσει, είπε ο Χρίτσι-χριτς, ένα ξωτικό με φακίδες στη μύτη.
     - Ωραία ιδέα! είπαν όλα.
     Και την κατασκευή της πολυθρόνας την ανέλαβε ο ίδιος ο Χρίτσι-χριτς, που κατά σύμπτωση ήταν μάστορας στις κατασκευές από ξύλο. Και ο Χρίτσι-χριτς πήρε αρωματικό ξύλο πεύκου και άρχισε να κατασκευάζει την κουνιστή πολυθρόνα του Άη-Βασίλη. Αλλά, εκεί που έφτιαχνε την πολυθρόνα, να'σου ο Άη-Βασίλης!
     - Τι φτιάχνεις εκεί; ρώτησε ο Άη-Βασίλης τον Χρίτσι-χριτς.
     - Ε..., δεν... έχω... αποφασίσει ακόμα...
     - Τι δεν έχεις αποφασίσει; Αφού φτιάχνεις μια πολυθρόνα, έτοιμη την έχεις!
     - Τι; Α, ναι, για φαντάσου! Ναι, πολυθρόνα φτιάχνω...
     - Σαν να μη μου τα λες καλά, Χρίτσι-χριτς, μήπως με κοροϊδεύεις;
     - Εγώ; Όχι, καθόλου, ποιος είμαι εγώ για να σε κοροϊδέψω, Άη-Βασίλη μου, όχι, καθόλου δε σε κοροϊδεύω, απλώς, να,... ήμουν λίγο... αφηρημένος, ναι, φτιάχνω μια πολυθρόνα...
     - Και για ποιον είναι αυτή η πολυθρόνα;
     - Για ποιον είναι; Α, ναι, να δεις πώς τον λένε,... είναι για τον... για το Γιαννάκη είναι!
     - Για ποιον Γιαννάκη;
     - Για εκείνον, καλέ, που... γράφει τα ωραία τα γράμματα... και έχει και τόσο ωραίο γραφικό χαρακτήρα...
     - Εκείνος ο Γιαννάκης δε ζητούσε πολυθρόνα, ζητούσε ποδήλατο, και μάλιστα το ήθελε και κόκκινο!
     - Να, εδώ έχω μπογιές από όλα τα χρώματα... σίγουρα έχω και κόκκινο...
     - Ναι, αλλά όχι για πολυθρόνα, για ποδήλατο!
     - Πώς; Μα, ναι... φυσικά... για... ποδήλατο...
     - Δεν μπορώ να καταλάβω τι έχετε πάθει τώρα τελευταία... προχθές ο Σβιν-σβιν, σήμερα εσύ...
     - Πάω να φέρω τα υλικά για το ποδήλατο.
     - Ναι, να πας... Και εγώ θα την πάρω την πολυθρόνα... Μια που την έφτιαξες, αμαρτία είναι να πάει χαμένη... Θα τη δώσω στον Κρίτσι-κρατς, ο καημενούλης έχει γεράσει πολύ και έχει σκεβρώσει... Μία κουνιστή πολυθρόνα είναι ό,τι πρέπει για τους ρευματισμούς του!
     - Και τώρα τι κάνουμε; είπε ο Σβιν-σβιν στα υπόλοιπα ξωτικά, αφού τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
     - Να του φτιάξουμε ένα ρολόι! είπε ο Τίκι-τακ. Ένα ρολόι είναι μικρό και μπορούμε να το κρύψουμε να μην το δει.
     - Ωραία ιδέα! είπαν τα ξωτικά.
     Και ο Τίκι-τακ ανέλαβε να φτιάξει το ρολόι. Και το ρολόι είχε ταράνδους που πετούσαν, και χιόνι που έπεφτε σαν αληθινό... Αλλά, πάνω που το τελείωνε, να'σου ο Άη-Βασίλης! Ο Τίκι-τακ ήταν τόσο απορροφημένος στη δουλειά του, που αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να κρύψει το ρολόι.
     - Τι φτιάχνεις, Τίκι-τακ; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Αη-Βασίλη, με τρόμαξες!
     - Τι φτιάχνεις;
     - Ε, τίποτα... δηλαδή... δοκίμαζα κάτι...
     - Α, μα εσύ φτιάχνεις ένα ρολόι!
     - Ναι, ένα ρολόι δοκίμαζα να φτιάξω, το βρήκες, Άη-Βασίλη μου!
     - Καλά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το βρω... Αλλά, Τίκι-τακ, θα σε μαλώσω! Αφήνεις τη δουλειά σου τέτοια εποχή, με τόσες παραγγελίες παιδιών που περιμένουν, για να κάνεις δοκιμές; Δεν το περίμενα αυτό από εσένα, πάντα ήσουν τόσο τυπικός με τις υποχρεώσεις σου...
     - Όχι, Άη-Βασίλη, δεν αφήνω τη δουλειά μου, μην ανησυχείς...
     - Και τότε γιατί φτιάχνεις αυτό το ρολόι, ενώ ξέρεις ότι αυτή την εποχή φτιάχνουμε μόνο δώρα;
     - Μα,... δώρο είναι και αυτό!
     - Δώρο; Για ποιον;
     - Για ένα αγοράκι...
     - Για ποιο αγοράκι;
     - Μα, για τον... ε, για τον..., α, ναι, για τον Βασιλάκη είναι.
     - Για ποιον Βασιλάκη;
     - Για εκείνον, καλέ, δε θυμάσαι; Εκείνον το μικρό, που... αλήθεια δε θυμάσαι;
     - Για εκείνον που απόκτησε πρόσφατα μια αδερφούλα λες;
     - Ναι, γεια σου!
     - Και ζήτησε ο Βασιλάκης ρολόι;
     - Και πώς δε ζήτησε, το θυμάμαι πολύ καλά, θέλει να έχει ένα χαρούμενο ρολόι...
     - Δηλαδή, αν βρούμε το γράμμα του και το ξαναδιαβάσουμε, θα διαβάσουμε ότι ο Βασιλάκης θέλει ρολόι;
     - Ε... ναι... τι άλλο θα διαβάσουμε;
     - Μήπως νομίζεις ότι γέρασα και ξεκούτιανα; είπε ο Άη-Βασίλης. Τα θυμάμαι απ'έξω όλα τα γράμματα των παιδιών. Και ο Βασιλάκης που λες, δε ζητάει ρολόι, ζητάει ένα ρομπότ!
     - Ρομπότ ζητάει;
     - Φυσικά.
     - Α, θα μπερδεύτηκα, μάλλον... Είναι που ξεκινάνε και τα δύο από ρο.
     - Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, είπε ο Άη-Βασίλης. Τη μια ο Σβιν-σβιν, την άλλη ο Χρίτσι-χριτς, τώρα εσύ...
     - Τι έπαθε ο Χρίτσι-χριτς;
     - ... Πάλι καλά που σας επιθεωρώ και προλαβαίνω τα χειρότερα! Να φτιάξεις ένα ρομπότ για το Βασιλάκη... και δώσε μου εδώ το ρολόι που έφτιαξες. Θα το δώσω στον Φλίπι-φλοπ, που είναι πολύ ξεχασιάρης και όλο καθυστερεί στη δουλειά του. Με αυτό το ρολόι θα είναι πάντα στην ώρα του.
     Και ο Άη-Βασίλης πήρε το ρολόι με τους ταράνδους και το χιόνι και έφυγε.
     - Τι θα κάνουμε τώρα; είπαν τα ξωτικά μόλις έμαθαν τα καθέκαστα.
     - Έχω μια ιδέα, είπε ο Φρουτ-φρουτ. Να του φτιάξουμε ένα ζευγάρι όμορφες, ζεστές παντόφλες, όλο και κάποιο παιδί θα ζητάει ένα ζευγάρι παντόφλες... Έτσι, αν μας πιάσει να τις φτιάχνουμε, δεν θα καταλάβει ότι τις φτιάχνουμε για εκείνον...
     - Κανένα παιδί δεν ζήτησε παντόφλες, όλα ζήτησαν παιχνίδια, είπε ο Φλίπι-φλοπ, που στο χέρι του φορούσε το ρολόι με τους ταράνδους και το χιόνι.
     - Κι όμως, είπε ο Φρουτ-φρουτ, η Ελενίτσα, που λατρεύει το μπαλέτο, ζήτησε ένα ζευγάρι πουέντ.
     - Θα φτιάξουμε πουέντ για τον Άη-Βασίλη, τελικά; ρώτησε ο Τρίκι-τρακ, που μερικές φορές ήταν λίγο αργόστροφος.
     - Φυσικά και όχι, είναι δυνατόν να τον υποβάλουμε σε ασκήσεις ισορροπίας στην ηλικία του; Παντόφλες θα φτιάξουμε, αλλά αν μας τσακώσει να τις φτιάχνουμε, θα πούμε ότι φτιάχνουμε πουέντ για την Ελενίτσα, κατάλαβες;
     - Α... τώρα το κατάλαβα! είπε ο Τρίκι-τρακ.
     - Θέλεις να τις φτιάξεις εσύ τις παντόφλες του Άη-Βασίλη; ρώτησε ο Φρουτ-φρουτ τον Τρίκι-τρακ.
     - Με μεγάλη μου χαρά! είπε ο Τρίκι-τρακ και στρώθηκε στη δουλειά.
     Μα, εκεί που ο Τρίκι-τρακ έφτιαχνε ένα ζευγάρι παντόφλες, που όταν περπατούσαν ακούγονταν κουδουνάκια, να'σου ο Άη-Βασίλης!
     - Τι φτιάχνεις εδώ, Τρίκι-τρακ; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Τι φτιάχνω; Μα, ένα ζευγάρι παντοφ...ουέντ, φυσικά!
     - Παντοφουέντ;
     - Ναι,... δηλαδή... όχι... στάσου, μια στιγμή, πώς τις λένε, φ...ουέντ,... φλ...ουέντ, μπ...ουέ..., α, ναι, πουέντ!
     - Α, πουέντ... Και γιατί μοιάζουν τόσο πολύ με παντόφλες;
     - Έτσι λες;
     - Δε λέω έτσι, έτσι είναι!
     - Μα, όχι, αυτή είναι η τελευταία λέξη της μόδας στις φλ... π...ουέντ...
     - Περίεργο είναι αυτό που μου λες...
     - Καθόλου περίεργο, είναι η τελευταία λέξη της μόδας, σου λέω!
     - Και κουδουνίζουν κιόλας, είπε ο Άη-Βασίλης, καθώς περιεργαζόταν τη μία από τις παντόφλες.
     - Ναι,... κουδουνίζουν, επειδή... ναι,... επειδή... είναι για... να δεις πώς το λένε... μισό λεπτό, να θυμηθώ... α, ναι, θυμήθηκα, είναι για μια ειδική παράσταση, χριστουγεννιάτικη!
     - Για ποια χριστουγεννιάτικη παράσταση;
     - Ναι, είναι μία παράσταση με... Χριστούγεννα... και δώρα... α, ναι, καλέ, θυμάσαι εκείνη την παράσταση με εκείνο το κοριτσάκι που γνώρισε εκείνον τον... πώς τον έλεγαν... κυματοθραύστη; Γι'αυτήν την παράσταση είναι, είναι ένα ζευγάρι π...πουέντ για την παράσταση του κυματοθραύστη!
     - Μήπως, κατά σύμπτωση, εννοείς τον Καρυοθραύστη;
     - Ε, ναι, αυτό δεν είπα;
     - Είπες κυματοθραύστη.
     - Ε, δεν πειράζει, καρυοθραύστη εννοούσα.
     - Ώστε φτιάχνεις ένα ζευγάρι πουέντ για την παράσταση του Καρυοθραύστη...
     - Ακριβώς! είπε ο Τρίκι-τρακ και κορδώθηκε.
     - Μάλιστα... και ποιος τις ζήτησε αυτές τις πουέντ;
     - Ένα κοριτσάκι ήταν, πώς το έλεγαν... Ε...λβίρα... Ε...λίνα... Ελ...εάννα... α, ναι, η Ελενίτσα! Η Ελενίτσα που λατρεύει το μπαλέτο τις ζήτησε!
     - Αλήθεια είναι, η Ελενίτσα ζήτησε ένα ζευγάρι πουέντ... Αλλά, βρε παιδί μου, μήπως τις φτιάχνεις κομματάκι μεγάλες;
     - Μα όχι... καλές είναι... νομίζω...
     - Αυτές είναι μεγάλες, μέχρι και σε εμένα θα έκαναν!
     - Η Ελενίτσα έχει μεγάλα πόδια...
     - Σαν να μη μου τα λες καλά... Σαράντα τρία νούμερο φοράει η Ελενίτσα;
     - Σαράντα τρία είναι αυτές; Α, θα μπερδεύτηκα, τριάντα τέσσερα τις ήθελα... Θα φτιάξω άλλες...
     - Να φτιάξεις άλλες, αλλά αυτές που έφτιαξες φερ'τις εδώ, μην τις κρύβεις... Θα τις γεμίσω με ξερά φύλλα και βαμβάκι και θα τις δέσω στα κλαδιά του έλατου που βρίσκεται έξω από το εργαστήριο... Θα γίνουν δύο πρώτης τάξεως φωλιές για άστεγα πουλάκια...
     - Ωραίες φωλιές! θαύμασαν τα ξωτικά, όταν είδαν τις κρεμασμένες στο έλατο παντόφλες, αφού είχαν ακούσει την ιστορία του Τρίκι-τρακ.
     - Δε θα τα καταφέρουμε ποτέ, είπε ο Φλίπι-φλοπ, ο Άη-Βασίλης βρίσκεται παντού, δεν μπορούμε να του κρυφτούμε!
     - Τι άλλο θα μπορούσαμε να του φτιάξουμε; είπε ο Τσούκου-τσουκ, ένα ξωτικό με πεταχτά αυτιά.
     - Ο Φλίπι-φλοπ έχει δίκιο, είπε ο Χρίτσι-χριτς, μάλλον θα πρέπει να τα παρατήσουμε...
     - Όχι, είπε ο Τσούκου-τσουκ, που ήταν πολύ μικρός και πάντα ήθελε να γίνεται το δικό του, δεν πρέπει να τα παρατήσουμε, έχουμε χρόνο ακόμα!
     - Δε θα τα καταφέρουμε, σας λέω! είπε ο Φλίπι-φλοπ, που δεν του άρεσε να του φέρνουν αντίρρηση.
     - Έχουμε χρόνο! ανέβασε τον τόνο της φωνής του ο Τσούκου-τσουκ.
     - Γιατί τσακώνεστε; ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη. Γιατί δεν είστε στο εργαστήριο; Δεν θα προλάβουμε τις παραγγελίες!
     Τα ξωτικά πάγωσαν λίγο, αλλά, ευτυχώς, ο Χρίτσι-χριτς κράτησε την ψυχραιμία του.
     - Δεν τσακωνόμαστε, Άη-Βασίλη, είπε, απλώς συζητούσαμε για τις παραγγελίες...
     - Και γιατί φωνάζατε;
     - Ε, να,... απλώς, μας είχε συνεπάρει η συζήτηση...
     - Α, καλά, αφήστε όμως τις συζητήσεις, ο χρόνος τρέχει, στις θέσεις σας όλοι!
     Τα ξωτικά πήγαν στις θέσεις τους, όπως τους είπε ο Άη-Βασίλης. Και εκείνη τη μέρα δεν κατάφεραν να ξαναβρεθούν μόνα τους.
     Αλλά ούτε και τις επόμενες το κατάφεραν, αφού ο Άη-Βασίλης δεν έφευγε πια ούτε στιγμή από το εργαστήριο. Τα ξωτικά έβλεπαν τα σχέδιά τους να γκρεμίζονται. Είχε φτάσει η παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
     Οι βοηθοί του Άη-Βασίλη γυάλισαν το έλκηθρο και έζεψαν τους ταράνδους. Τα ξωτικά έφεραν τα σακιά με τα δώρα, σέρνοντάς τα με κόπο, επειδή ήταν πολύ βαριά, και οι βοηθοί τα φόρτωσαν στο έλκηθρο. Ήταν όλα έτοιμα! 
     - Έτοιμο το έλκηθρο, Άη-Βασίλη! είπε ο Τρίτσι-τρατς στον Άη-Βασίλη.
     - Ωραία, είπε ο Άη-Βασίλης, πάω να βάλω την στολή μου και ξεκινάμε.
     Αλλά όπως έκανε να σηκωθεί ο Άη-Βασίλης, τον έπιασε λουμπάγκο.
     - Ωχ! έκανε και ξανακάθησε.
     - Τι έπαθες; τον ρώτησε η γυναίκα του, που άκουσε τις φωνές του.
     - Πονάω, δεν μπορώ να κουνηθώ!
     - Η μέση σου πάλι;
     - Ναι, αχ, τι πόνος!
     - Να σου βάλω ένα έμπλαστρο;
     - Τι να μου κάνει το έμπλαστρο; Πονάω, σου λέω!
     - Να σου φέρω ένα παυσίπονο;
     - Πω-πω, τι έπαθα, πώς θα μπω στις καμινάδες για να μοιράσω τα δώρα των παιδιών τώρα;
     - Ποιες καμινάδες; Ποια δώρα; Θυμάσαι τι είπε ο γιατρός την τελευταία φορά; Θα πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι, να ξεκουράσεις τη μέση σου...
     - Στο κρεβάτι; Τρελλάθηκες; Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα! Πώς γίνεται να την περάσω ξαπλωμένος στο κρεβάτι;
     - Μα αφού δεν μπορείς να κουνηθείς!
     - Θα μπορέσω, να, αν προσπαθήσω, να, δες, μπορ... αχ, αχ, αχ!
     - Πάω να φέρω το παυσίπονο...
     Ο Άη-Βασίλης αφέθηκε στην πολυθρόνα του.
     - Ωχ! είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Κριτς! έτριξε η πολυθρόνα.
     - Πω-πω, τι έπαθα, πώς θα μοιράσω τα δώρα των παιδιών; Πώς θα μπαίνω στις καμινάδες;
     Ο Τρίτσι-τρατς έτρεξε να ενημερώσει τα άλλα ξωτικά για το λουμπάγκο του Άη-Βασίλη.
     - Τον καημένο τον Άη-Βασίλη, είπαν τα ξωτικά, πόσο πολύ θα πονάει!
     - Και πόσο θα στενοχωρηθούν τα παιδιά που δε θα πάρουν δώρα! είπε ο Φρουτ-φρουτ.
     - Θα πρέπει να βρούμε χώρο να αποθηκεύσουμε τα παιχνίδια, είπε ο Φλίπι-φλοπ.
     - Και γιατί να τα αποθηκεύσουμε; είπε ο Τσούκου-τσουκ. Μας είναι άχρηστα πλέον, αφού δεν γίνεται να τα δώσουμε άλλη μέρα... 
     - Ούτε το χρόνου γίνεται να τα δώσουμε, συμφώνησε ο Φρουτ-φρουτ, τα παιδιά του χρόνου θα δώσουν καινούργιες παραγγελίες!
     - Και τι θα τα κάνουμε; Θα τα πετάξουμε; ρώτησε ο Τρίκι-τρακ.
     - Και γιατί να μην τα μοιράσουμε εμείς; είπε ο Τρίτσι-τρατς.
     - Μα, μπορούμε;
     - Και γιατί να μην μπορούμε; Αφού το δρομολόγιο το ξέρουμε!
     - Θα μπορούσαμε να βάψουμε και τις φορεσιές μας κόκκινες, είπε ο Χρίτσι-χριτς, έχω πολλή κόκκινη μπογιά στο εργαστήριο.
     - Ναι, είπε ο Σβιν-σβιν, θα φτιάξουμε και μούσια από βαμβάκι... θα φουσκώσουμε και τις κοιλιές μας με βαμβάκι και θα μοιάζουμε με τον Άη-Βασίλη. Έτσι, αν τύχει και μας δει κάποιο παιδί, θα νομίζει ότι είδε τον Άη-Βασίλη.
     - Τέλεια ιδέα! φώναξαν τα ξωτικά, και έτρεξαν να μεταμφιεστούν.
     Σε λίγη ώρα, ο χώρος είχε γεμίσει από πολλούς μικρούς αγιοβασίληδες. Και λίγο αργότερα, το φορτωμένο με δώρα έλκηθρο πετούσε ψηλά στον ουρανό.
          Το παυσίπονο που έδωσε η κυρα-Βασίλαινα στον Άη-Βασίλη άρχισε να ενεργεί σιγά-σιγά και ο πόνος άρχισε να μαλακώνει, αλλά ο Άη-Βασίλης δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Η κυρα-Βασίλαινα, βλέπετε, είχε τη φαεινή ιδέα να του φτιάξει και μία βαλεριάνα, οπότε η χαλάρωση ήταν μονόδρομος. Ιπτάμενοι τάρανδοι άρχισαν να περνάνε ένας-ένας μπροστά από τα μάτια του, πηδώντας με χάρη πάνω από σωρούς από γκι, και τα βλέφαρά του άρχισαν να βαραίνουν. Ύστερα από λίγο, στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μόνο το ροχαλητό του Άη-Βασίλη ακουγόταν.
     Ξύπνησε με το πρώτο φως του ήλιου. Η μέση του τον πονούσε ακόμα πάρα πολύ, αλλά πολύ περισσότερο τον πονούσε που τα παιδιά είχαν μείνει χωρίς δώρα. Πώς θα περνούσε τώρα ο νέος χρόνος; Κι αν τα παιδιά έπαυαν να πιστεύουν στην ύπαρξή του; Κι αν σταματούσαν να του στέλνουν γράμματα; Κι αν σταματούσαν να ονειρεύονται;
     Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Τρίτσι-τρατς, μαζί με μία επιτροπή από πέντε ξωτικά.
     - Καλημέρα, Άη-Βασίλη, και καλή χρονιά! είπαν όλοι με μια φωνή.
     - Καλημέρα, καλά μου ξωτικά, είπε κακόκεφα ο Άη-Βασίλης, όσο για την χρονιά, δεν μπορώ να πω... μα σαν κάπως διαφορετικά μου φαίνεστε σήμερα... μήπως κουρευτήκατε;
     - Όχι.
     - Τέλος πάντων, θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τα δώρα των παιδιών...
     - Ποια δώρα;
     - ... Θα πρέπει να φτιάξουμε μια τεράστια αποθήκη για να τα φυλάξουμε εκεί.
     - Δεν χρειάζεται.
     - Φυσικά και χρειάζεται, αν μείνουν έξω θα χαλάσουν από το χιόνι και το κρύο.
     - Δεν χρειάζεται, Άη-Βασίλη.
     - Μα πώς δεν χρειάζεται, έτσι θα τα αφήσουμε; Μα, για σταθείτε, αλλάξατε τα ρούχα σας; Φοράτε κόκκινα ή μου φαίνεται;
     Και τότε τα ξωτικά του τα είπαν όλα. Και του εξήγησαν ότι τα δώρα είχαν παραδοθεί στα παιδιά κανονικά. Και του έδειξαν και τα μούσια από βαμβάκι, και τις ψεύτικες κοιλιές τις γεμισμένες με βαμβάκι. Και τα μάτια του Άη-Βασίλη δάκρυσαν, αλλά τα δάκρυα δεν ήταν από το λουμπάγκο. Ήταν από τη χαρά του. Επειδή τα ξωτικά είχαν πετύχει τον στόχο τους και, τελικά, είχαν καταφέρει να του κάνουν το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο δώρο.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Αποτελεσματική θεραπεία

 


     Ε, λοιπόν, ναι, συνέβη και αυτό: τα Χριστούγεννα αρρώστησαν! Ξύπνησαν μια μέρα και δεν είχαν κουράγιο να σηκωθούν από το κρεβάτι τους. Οι καμπάνες στο νησί (των Χριστουγέννων, εννοείται) χτυπούσαν χαρμόσυνα, όπως κάθε μέρα, ο ήλιος έλαμπε, τα πουλάκια κελαηδούσαν, όμως τα Χριστούγεννα ένιωθαν χάλια!
     Η μαμά τους, τους έβαλε θερμόμετρο, τους κοίταξε το λαιμό, μήπως ήταν κόκκινος, όλα καλά. Τους έφερε το πρωινό τους στο κρεβάτι - σοκολατούχο γάλα και κάτασπροι, μυρωδάτοι κουραμπιέδες.
     - Μπλιαχ! είπαν τα Χριστούγεννα.
     Τους έφερε μελομακάρονα και δίπλες.
     - Σκέτη αηδία! είπαν τα Χριστούγεννα.
     Τους έβαλε να ακούσουν τα αγαπημένα τους κάλαντα.
     - Πω-πω, τι θόρυβος! είπαν τα Χριστούγεννα.
     Η μαμά, θορυβημένη από αυτή την ασυνήθιστη συμπεριφορά, έφερε άρον-άρον το γιατρό. Ο γιατρός, που πρώτη φορά ερχόταν στο σπίτι των Χριστουγέννων, τα εξέτασε προσεκτικά, τα έβαλε να ανασάνουν βαθιά, να βήξουν, να ξεροκαταπιούν, άκουσε την καρδιά και τα πνευμόνια τους, τους πήρε την πίεση, κοίταξε το λαιμό τους, τα αυτιά τους, τη μύτη τους, και τα βρήκε υγιέστατα.
     - Δεν φαίνεται να έχουν κάτι παθολογικό, είπε. 
     - Ναι, αλλά γιατί φέρονται έτσι; ρώτησε η μαμά τους. Μοιάζουν σαν να τους έχει φύγει όλη η χαρά της ηλικίας τους.
     - Θα πρότεινα να τα δει ένας ψυχολόγος, είπε ο γιατρός.
     Και η μαμά, πιο ανήσυχη πλέον, κάλεσε έναν ψυχολόγο.
     Ο ψυχολόγος τα ρώτησε διάφορα πράγματα για την καθημερινότητά τους, τους έδειξε περίεργες φωτογραφίες που ανάλογα με το πώς τις κοιτούσες έβλεπες και διαφορετικά πράγματα, τα έβαλε να του ζωγραφίσουν ό,τι ήθελαν, και αφού μελέτησε τις ζωγραφιές και ό,τι του είχαν πει, έβγαλε την ετυμηγορία του:
     - Δυστυχώς, κυρία μου, είπε, τα παιδιά σας πάσχουν από αγοραφοβία, με ενδείξεις υφέρπουσας καλαντοφοβίας και καλπάζουσας κουραμπιεδοφοβίας.
     - Υπάρχει θεραπεία; ρώτησε η μαμά, έτοιμη να βάλει τα κλάματα από τα δυσοίωνα νέα.
     - Η ίαση των ψυχικών διαταραχών και νόσων είναι μία επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, στην περίπτωση των διδύμων σας, όμως, είμαι αρκετά αισιόδοξος.
     - Τι θα πρέπει να γίνει, κατά την γνώμη σας;
     - Συστήνω ανεπιφύλακτα την απομάκρυνση από τις καθημερινές συνήθειες. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να ξεφύγουν από τη ρουτίνα τους. Κομμένοι οι κουραμπιέδες - για καλό και για κακό, ας κόψουν και τα μελομακάρονα -, κομμένα τα κάλαντα και τα εορταστικά άσματα εν γένει. Και, εννοείται, απαγορεύονται δια ροπάλου τα πάρτυ και τα πάσης φύσεως ρεβεγιόν. Η αγοραφοβία δεν αστειεύεται.
      - Εντάξει, θα τους τα κόψω τα γλυκά, θα κόψω και την εορταστική μουσική. Μα πώς μπορώ να τους κόψω τα πάρτυ; Οι προσκλήσεις κάθε μέρα έρχονται σωρό, δεν μπορούν να τις αρνούνται όλες!
     - Σε αυτήν την περίπτωση θα πρότεινα ένα ταξιδάκι, κατά προτίμηση εξωτικό, μακριά από όλους τους πειρασμούς. Αλλιώς, ακόμα κι αν υπάρξει βελτίωση, θα είναι πρόσκαιρη.
     - Και πού να τα στείλω;
     - Αυτό δεν μπορώ να σας το πω εγώ. Όμως, αν δεν τα κρατήσετε μακριά από όσα σας είπα, η κατάστασή τους θα χειροτερέψει. 
     - Θεός φυλάξοι! είπε τρομαγμένη η μαμά. Θα κάνω ό,τι μου είπατε, θα τα στείλω ταξίδι. Θα τα στείλω στην ξαδέρφη μου, που μεγαλώσαμε μαζί. Έχω χρόνια να τη δω, ζει μακριά, σε άλλο νησί. Αλλά, σίγουρα θα χαρεί να γνωρίσει τα ανήψια της. Όταν τα γέννησα, εκείνη είχε ήδη μετακομίσει.
     - Πολύ καλή ιδέα, είπε ο ψυχολόγος.
     Και έτσι η μαμά ανακοίνωσε στα Χριστούγεννα ότι θα τα έστελνε για μερικές μέρες να γνωρίσουν τη θεία τους και τα ξαδέρφια τους, να ξεδώσουν και λίγο. Και τους έφτιαξε τις βαλίτσες τους, και τους έβαλε και σάντουιτς για τον δρόμο, και τους έβαλε στις βαλίτσες και δυο-τρεις ζακέτες, να έχουν να πορεύονται. Και τα Χριστούγεννα βρέθηκαν, από τη μια μέρα στην άλλη, στο νησί του Πάσχα.
     Στο μεταξύ, σε όλο τον κόσμο, οι δείκτες των ρολογιών πάγωσαν. Οι άνθρωποι παρατήρησαν ότι οι μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα έπαψαν να λιγοστεύουν και άρχισαν να φοβούνται ότι φέτος δεν θα γιόρταζαν Χριστούγεννα. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές θα έπρεπε να ξεχάσουν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές - το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και τα παιδιά, τα οποία έπεσαν σε μελαγχολία -, όλοι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να ξεχάσουν το δώρο, πάει η εορταστική ατμόσφαιρα, εξαφανίστηκε! Αλλά τα Χριστούγεννα, εκεί που βρίσκονταν, τίποτα από όλα αυτά δεν είχαν καταλάβει. 
     Όλα στο νησί του Πάσχα ήταν καινούργια για εκείνα, και τόσο διαφορετικά... Η θεία τους ήταν πολύ γλυκιά και περιποιητική και τα ξαδέρφια τους αξιαγάπητα. Αφήστε που είχαν και την ίδια ηλικία... Τα Χριστούγεννα ήταν ενθουσιασμένα. Ούτε κουραμπιέδες, ούτε κάλαντα, ούτε φασαρία... Καθόλου δεν τους έλειπε το σπίτι τους. Μόνο η μαμά τους τους έλειπε λίγο, αλλά μιλούσαν στο τηλέφωνο. Και τόσο καλά περνούσαν τα Χριστούγεννα στο νησί του Πάσχα, που άρχισαν να σκέφτονται να μείνουν για πάντα εκεί.
     Όπως είχε προβλέψει ο ψυχολόγος, σύντομα η αγοραφοβία, η καλαντοφοβία και η κουραμπιεδοφοβία πήγαν περίπατο. Τα Χριστούγεννα ξαναβρήκαν τη χαρά της ζωής.
     - Να'χαμε τώρα έναν κουραμπιέ! είπαν μια μέρα.
     - Κουραμπιέ; είπαν τα ξαδέρφια τους έκπληκτα. Είναι δυνατόν; Κουραμπιέ σε περίοδο νηστείας; Ο κουραμπιές γίνεται με βούτυρο και αυγά!
     - Ε, καλά, ας μη φάμε κουραμπιέ, μελομακάρονο μπορούμε; 
     - Το μελομακάρονο είναι νηστίσιμο, αλλά δεν ταιριάζει με το Πάσχα...
     - Ε, δεν έγινε και τίποτα, ας μη φάμε γλυκό. Πάμε μια βόλτα μέχρι την παραλία; Θα πάρουμε τα ποδήλατα, και όπως θα τρέχουμε και το αεράκι θα χαϊδεύει τα μάγουλά μας, θα τραγουδάμε κιόλας! Θα είναι τέλεια!
     - Είστε σοβαροί; Τραγούδια Μεγαλοβδομαδιάτικα; Ίσως θα μπορούσαμε, βέβαια, να ψάλλουμε κάποιον ύμνο...
     - Ε, όχι και να ψάλλουμε! Όταν μιλάμε για τραγούδια, εννοούμε τραγούδια! Ξέρουμε κάτι κάλαντα...
     - Κάλαντα; Πασχαλινά κάλαντα;
     - Όχι, χριστουγεννιάτικα.
     - Τρελλαθήκατε; Χριστουγεννιάτικα κάλαντα στο νησί του Πάσχα;
     - Δεν ταιριάζουν, ε; Μήπως, τότε, να κάναμε ένα πάρτυ;
     - Πάρτυ; Τι εννοείτε;
     - Δεν ξέρετε τι είναι το πάρτυ;
     - Γλυκό είναι;
     - Μα, καλά, πού ζείτε; 
     - Α, θα είναι φαγητό!
     - Δεν έχετε πάρτυ εδώ; Δεν γιορτάζετε ποτέ;
     - Έχουμε ψαλμούς, και περιφορές επιταφίων, βάφουμε και αυγά...
     - ... αλλά δεν τα τρώτε...
     - Αφού έχουμε νηστεία! Α, έχουμε και βραδιά πυροτεχνημάτων, μία στο τόσο, είναι πολύ εντυπωσιακή...
     - Καλά, καλά, αφήστε το καλύτερα!
     Και τα Χριστούγεννα δεν ξαναμίλησαν σχεδόν καθόλου εκείνη τη μέρα.
     - Θέλετε να πάμε να στολίσουμε τον επιτάφιο; ρώτησαν τα ξαδέρφια τους μερικές μέρες μετά.
     - Τι εννοείτε;
     - Θα του βάλουμε πολλά λουλούδια και θα γίνει όμορφος.
     - Καταπληκτική ιδέα! Μπορούμε να του βάλουμε και κορδέλες, να γίνει πιο εντυπωσιακός.
     - Μπα, όχι καλύτερα...
     - Ή μήπως να του βάλουμε λαμπιόνια;
     - Τρελλαθήκατε; Τι τον περάσατε τον επιτάφιο, χριστουγεννιάτικο δέντρο; Μόνο λουλούδια θα του βάλουμε...
     - Α, καλά, δεν πειράζει, πηγαίνετε εσείς να στολίσετε τον επιτάφιο και εμείς θα πάμε μια βόλτα μέχρι την παραλία, να διασκεδάσουμε λίγο. Θα πάρουμε μαζί μας και μια κιθάρα, θα τραγουδήσουμε, θα χορέψουμε...
     - Διασκέδαση, μουσική, τέτοια μέρα; Είστε σοβαροί; Απαγορεύεται, θα σας συλλάβουν!
     Τότε ήταν που τα Χριστούγεννα άρχισαν να πιστεύουν ότι δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να μείνουν για πάντα στο νησί του Πάσχα. Και συνειδητοποίησαν ότι τους έλειπε πάρα πολύ το σπίτι τους. Επιθυμούσαν διακαώς να φάνε κουραμπιέδες, να τραγουδήσουν κάλαντα, να πάνε σε πάρτυ... Όλοι οι φίλοι τους θα διασκέδαζαν τώρα, ενώ αυτοί...
     Χωρίς δεύτερη σκέψη, τα Χριστούγεννα έβγαλαν εισιτήρια με το πρώτο αεροπλάνο, έφτιαξαν τις βαλίτσες τους και αποχαιρέτησαν την γλυκιά τους θεία και τα αξιαγάπητα ξαδέρφια τους. Και σε όλο τον κόσμο, οι δείκτες των ρολογιών ξανάρχισαν να κουνιούνται και οι μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα ξανάρχισαν να λιγοστεύουν. 
     Η έκπληξη της μαμάς τους όταν τα είδε στην πόρτα της ήταν μεγάλη, αφού δεν της είχαν πει το παραμικρό και εκείνη συνέχιζε να νομίζει ότι περνούσαν υπέροχα.
     - Καλώς τα τα παιδιά μου! είπε γεμάτη χαρά. Τι ωραία έκπληξη είναι αυτή που μου κάνατε! Μα εσείς δεν λέγατε ότι περνούσατε τόσο ωραία, που σκεφτόσασταν να μείνετε για πάντα με τη θεία και τα ξαδέρφια σας;
     - Μα, αφού το ξέρεις, καλέ μαμά, είπαν τα Χριστούγεννα και χαμογέλασαν γλυκά. Σαν το σπίτι δεν υπάρχει πουθενά.
     

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Στρίβειν αποτόμως


     Η Κοκκινοσκουφίτσα άπλωσε το κονσίλερ προσεκτικά. Αυτό ήταν! Τα ίχνη του χθεσινοβραδινού ξενυχτιού εξαφανίστηκαν, ως δια μαγείας. Μόνο η κάπα της ήταν ακόμα μουσκεμένη από την ξαφνική βροχή που έπιασε λίγο προτού επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά η σημερινή καλοκαιρία θα βοηθούσε να στεγνώσει χωρίς να το αντιληφθεί κανείς.
     - Κοκκινοσκουφίτσα, ακούστηκε η φωνή της μητέρας της.
    Ωχ! σκέφτηκε η Κοκκινοσκουφίτσα.
     - Ορίστε, μαμά! είπε.
     Η πόρτα άνοιξε.
     - Καλημέρα, είπε η μητέρα της και άρχισε να οσφρίζεται την ατμόσφαιρα, μα τι μυρίζει εδώ μέσα, καπνός;
     Η Κοκκινοσκουφίτσα θυμήθηκε την αποπνικτική ατμόσφαιρα στο πάρτυ. Έπρεπε να έχει αερίσει τα ρούχα της.
     - Δεν πιστεύω να καπνίζεις, είπε αυστηρά η μητέρα της.
     - Μα όχι, καλέ μαμά, εννοείται πως όχι!
     Η μητέρα της την κοίταξε διερευνητικά. Ευτυχώς που είχε προλάβει να βάλει το κονσίλερ.
     - Τέλος πάντων, είπε η μητέρα. Με πήρε η γιαγιά σου τηλέφωνο, είναι χάλια. Έχει πυρετό, μου είπε, και την πονάνε τα κομμάτια της.
     - Πάλι;
     - Τι εννοείς, "πάλι"; 
     - Μα και πριν από δυο βδομάδες, πάλι άρρωστη ήταν!
     - Ντροπή σου να μιλάς έτσι για την αγαπημένη σου γιαγιά, ξεχνάς τα τυροπιτάκια και τους μπακλαβάδες που έφτιαχνε ειδικά για εσένα, όταν ήσουνα μικρή;
     - Η άλλη γιαγιά δεν αρρωσταίνει σχεδόν ποτέ...
     - Η άλλη γιαγιά δεν έχει ανάγκη, είναι σαν τον πατέρα σου...
     - Εννοείς το μουστάκι;
     - Μη με κοροϊδεύεις εμένα! Μα, είμαι σίγουρη ότι εδώ μέσα κάποιος έχει καπνίσει!
     - Ιδέα σου είναι... Τέλος πάντων, μου έλεγες για τη γιαγιά που αρρώστησε.
     - Ναι. Είναι χάλια η καημένη και δεν μπορεί ούτε να μαγειρέψει. Της έφτιαξα, λοιπόν, λίγη σούπα και θέλω να της την πας.
     - Γιατί δεν της την πας εσύ; Δικιά σου μάνα είναι!
     - Και εσένα είναι γιαγιά σου!
     - Ναι, αλλά όλο εμένα στέλνεις!
     - Δεν μπορώ να πάω εγώ, σε μία ώρα έχω ραντεβού στο κομμωτήριο, δεν προλαβαίνω να πάω και να γυρίσω σε μια ώρα.
     - Να μην πας στο κομμωτήριο!
     - Τρελλάθηκες; Πρέπει οπωσδήποτε να βάψω τη ρίζα! Και αν ακυρώσω τώρα το ραντεβού, ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρώ, τέτοιες μέρες... Θέλεις να έχω άσπρα μαλλιά στο ρεβεγιόν;
     Η Κοκκινοσκουφίτσα αναστέναξε και έπιασε την κάπα της. Θα στέγνωνε στον δρόμο.
     - Μια και θα πας, κάνε της και καμιά δουλειά, αν χρειάζεται... Βάλ'της και θερμόμετρο, και αν δεις ο πυρετός να επιμένει, δώσ'της και αντιπυρετικό, φτιάξ'της και ένα τσαγάκι...
     - Να της βάλω και βεντούζες; είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.
     - Να προσέχεις τους τρόπους σου, δεσποινίς! Και μη νομίζεις ότι επειδή μεγάλωσες θα ντραπώ να σου τις βρέξω!
       Η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στην κουζίνα, όπου την περίμενε ένα καλαθάκι με δύο φαγητοδοχεία.
     - Το ένα φαγητοδοχείο έχει σουπίτσα, είπε η μητέρα της. Αλλά της έβαλα και λίγο κρεατάκι ξεχωριστά, μήπως το προτιμάει έτσι.
     Η Κοκκινοσκουφίτσα φόρεσε την κάπα της.
     - Τις γαλότσες σου να βάλεις, είπε η μητέρα της. Μετά την πρωινή βροχή, ο δρόμος για το σπίτι της γιαγιάς θα είναι γεμάτος λάσπες. Και να σκουπίσεις καλά τα πόδια σου πριν μπεις στο σπίτι της, μην της το κάνεις χάλια!
     Η Κοκκινοσκουφίτσα έβαλε τις γαλότσες της.
     - Να προσέχεις στον δρόμο και να μη μιλάς σε αγνώστους... Ούτε να χαζεύεις και να καθυστερήσεις. Τα φαγητοδοχεία δε θα μπορέσουν να διατηρήσουν το φαγητό ζεστό για πάντα!
     Η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το καλαθάκι και βγήκε στον δρόμο.
     Η πρωινή δροσιά, σε συνδυασμό με τη νοτισμένη κάπα, της έφερε ανατριχίλα. Μπρρρ! Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.
     Αν εξαιρέσουμε το ότι βαριόταν να πηγαίνει σούπα στην άρρωστη γιαγιά της για πολλοστή φορά, οι βόλτες στο δάσος της άρεσαν πολύ. Τα τραγούδια των πουλιών και τα αρώματα των αγριολούλουδων και των βοτάνων την ηρεμούσαν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
     Δεν είχε περπατήσει πολλή ώρα, όταν συνειδητοποίησε ότι μάλλον δεν ήταν μόνη. Τα κελαηδήματα των πουλιών είχαν σταματήσει, και κάτι φτέρες εκεί πιο πέρα κουνιούνταν σαν τρελλές.
     - Ποιος είναι εκεί; ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
     - Με τσάκωσες, ακούστηκε μια βραχνή φωνή και ένας λύκος εμφανίστηκε μπροστά της.
     Ο λύκος χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν μυτερά και καλογυαλισμένα.
     - Γεια σου, κούκλα, είπε ο λύκος, πώς από τα μέρη μας;
     - Καλά, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα, δε βαρέθηκες ακόμα;
     - Γιατί να βαρεθώ; 
     - Νομίζεις ότι αν αλλάξεις τρόπο προσέγγισης θα με ρίξεις;
     - Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα... Άλλαξες χτένισμα;
     - Άσε με, δεν έχω χρόνο!
     - Εγώ σου κάνω κομπλιμέντα και εσύ με γράφεις...
     - Παρ'όλ'αυτά, δεν βλέπω να πτοείσαι...
     - Μα, πού πας; Κάτσε να συζητήσουμε λίγο!
     - Δεν έχω χρόνο...
     - Αχ, οι γυναίκες τη σήμερον ημέρα είναι όλες βιαστικές... Δε λέω, έχει και η μπίζνες γούμαν τη γοητεία της, αλλά εμένα μου αρέσουν οι πιο παραδοσιακές...
     - Ε, τότε άσε με στην ησυχία μου, εγώ δεν είμαι καθόλου παραδοσιακή.
     - Δεν κάθεσαι, λοιπόν, στο παραθύρι σου με τις ώρες, να κεντάς;
     - Δεν είμαστε καλά!
     - Ούτε μαγειρεύεις;
     - Αστειεύεσαι;
     - Και πώς θα ζήσεις, αν δεν μαγειρεύεις;
     - Και τα ντελίβερι γιατί υπάρχουν;
     - Δωρεάν είναι τα ντελίβερι;
     - Όχι.
     - Αλλά;
     - Θα παντρευτώ έναν πλούσιο και δεν θα έχω ανάγκη!
     - Αυτό δεν μου ακούγεται και πολύ επαναστατικό...
     Η Κοκκινοσκουφίτσα τον αγριοκοίταξε.
     - Δε με ενδιαφέρει η γνώμη σου, είπε.
     - Δεν είσαι και πολύ ευγενική, αλλά μου αρέσεις.
     - Κι είχα μια σκασίλα!
     - Αφού, λοιπόν, δεν είσαι παραδοσιακή γυναίκα, τι θα έλεγες να πάμε για ένα ποτάκι την Παρασκευή το βράδυ; Ξέρω ένα όμορφο μπαράκι, όπου τα ποτά δεν είναι ποτέ μπόμπες.
     - Δεν πάω σε μπαρ...
     - Έτσι λένε όλες... και μετά ανεβαίνουν στην μπάρα και ξεγοφιάζονται στο χορό...
     - Εγώ δεν ξεγοφιάζομαι!
     - Πάντως, έτσι όπως τρέχεις με τις γαλότσες, μάλλον θα ξεγοφιαστείς...
     - Δεν έχεις τίποτα άλλο καλύτερο να κάνεις;
     - Α, μπα... Κυνήγησα κάτι λαγούς πρωί-πρωί, ύστερα κάτι ασβούς, τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα... Τι έχεις στο καλαθάκι;
     - Φαγητό.
     - Μου έχει σπάσει τη μύτη... κρέας, ε;
     - Ναι... αλλά μην γλείφεσαι!
     - Πας για πικ-νικ;
     - Αφού το ξέρεις, στη γιαγιά μου πάω!
     - Είναι άρρωστη η γιαγιά σου;
     - Ναι, είναι άρρωστη, και σταμάτα να με ακολουθείς!
     - Ε, όχι και σε ακολουθώ! Απλώς σε συνοδεύω... Μια κοπέλα μόνη στο δάσος... πολλά μπορεί να της συμβούν...
     - Ξέρω καράτε.
     - ... όλο και κάποιος κίνδυνος θα παραμονεύ... αλήθεια; Ξέρεις καράτε;
     - Ναι.
     - Ενδιαφέρον, πάντα ήθελα να μάθω... Είναι δύσκολο;
     - Πω-πω, πολυλογάς που είσαι, αδερφάκι μου! Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις;
     - Καλύτερο από εσένα; Δε νομίζω! Έλα, μίλα μου κι εσύ λίγο! Αν δε σε ενδιαφέρουν αυτά που λέω, διάλεξε εσύ το θέμα... Θέλεις να μιλήσουμε πιο επιστημονικά; Τι πιστεύεις για την τρύπα του όζοντος;
     Είχαν φτάσει σε ένα ξέφωτο. Επάνω από το κεφάλι τους φαινόταν ο καταγάλανος ουρανός.
     - Είναι εφικτή η αειφόρος ανάπτυξη; συνέχισε ο λύκος. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η τεχνητή νοημοσύνη;
     - Τι γνώμη έχεις για το κυνήγι; είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.
     - Για το κυνήγι; Τι να πω, κάποιοι το θεωρούν σπορ, για εμένα είναι κάτι παραπάνω, θα έλεγα... Αλλά γιατί ρωτάς;
     Μια ντουφεκιά αντήχησε στο ξέφωτο. Ο κυνηγός, που η Κοκκινοσκουφίτσα είχε διακρίνει ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων, κατέβασε το όπλο του.
     - Φτου, να πάρει, πάλι αστόχησα! είπε. Μα, τι στο καλό, το κοκαλάκι της νυχτερίδας έχει αυτός ο λύκος;