Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Ζωντανό μνημείο


      Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μέρος άγριο και αφιλόξενο, υπήρχε ένας μεγάλος, όμορφος κήπος. Και ο κήπος ήταν γεμάτος με μαρμάρινα αγάλματα και εντυπωσιακά συντριβάνια, με παιχνιδιάρικους λαβύρινθους και περίτεχνα σχεδιασμένα μονοπάτια. Η μεγαλύτερη ομορφιά του κήπου, όμως, ήταν τα πανέμορφα λουλούδια του, που τον έκαναν να μοιάζει με ένα πανάκριβο, πολύχρωμο, μοσχομυριστό χαλί.
     Πολύς κόσμος επισκεπτόταν τον κήπο για να θαυμάσει τα λουλούδια του, και εκείνα φρόντιζαν πάντα να φοράνε τις καλύτερες φορεσιές τους. Τέντωναν τα κεφαλάκια τους όσο πιο ψηλά γινόταν, για να βγαίνουν καλύτερα στις φωτογραφίες, και διαγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιο θα είχε τους περισσότερους θαυμαστές.
     Μόνο ένα πράγμα δεν ήταν και τόσο καλό στον κήπο, πίστευαν τα λουλούδια, και αυτό ήταν τα κυπαρίσσια που υπήρχαν διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Μα τι άχαρα που ήταν τα κυπαρίσσια! Μόνο να πάνε ψηλά τα ενδιέφερε, ούτε που νοιάζονταν για τις ομορφιές της ζωής! Πού να λικνιστούν απαλά στο φύσημα του ανέμου με αυτόν τον σκληρό, άκαμπτο κορμό! Πού να τα φτάσουν οι πεταλούδες, να τα μαγέψουν με τις εντυπωσιακές τους χορογραφίες! Άσε που με την σκιά τους έκρυβαν τα λουλούδια από το φως του ήλιου και τους στερούσαν θαυμαστές!
     - Τι θέλουν στον κήπο μας; αναρωτιούνταν τα λουλούδια. Γιατί δε φεύγουν, να πάνε κάπου αλλού, να μη μας κρύβουν τον ήλιο; Ναι, ναι, να φύγουν, να φύγουν! Δεν έχουν δουλειά σε αυτόν τον κήπο! Ο κήπος είναι δικός μας, και μόνο δικός μας!
     Τα κυπαρίσσια, φυσικά, καθόλου δεν επηρεάζονταν από τα λόγια των λουλουδιών, αφού εκεί ψηλά που βρίσκονταν δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα από όσα γίνονταν χαμηλά, στο έδαφος, και συνέχιζαν τη μοναχική τους πορεία προς τον ουρανό. Και ο καιρός περνούσε, και τα κυπαρίσσια ψήλωναν, και η γκρίνια των λουλουδιών μεγάλωνε.
     Μια μέρα που ο ουρανός είχε γεμίσει με γκρίζα σύννεφα και είχε βαρύνει πολύ, έφτασε στην περιοχή ένας πολυταξιδεμένος, πανίσχυρος άνεμος, που επιπλέον είχε τα νεύρα του. Φυσούσε μανιασμένα και ξερίζωνε ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Τα λουλούδια τρομοκρατήθηκαν. Πώς θα μπορούσαν να γλιτώσουν;
     Το βλέμμα τους έπεσε στα άχαρα κυπαρίσσια, που παρέμεναν στον κόσμο τους, εντελώς ακίνητα. Μήπως τα κυπαρίσσια μπορούσαν να βοηθήσουν; Εκείνα δεν έμοιαζαν να επηρεάζονται από τίποτα, ίσως να μπορούσαν να νικήσουν τον επικίνδυνο άνεμο. Χωρίς να χάσουν άλλο καιρό, τα λουλούδια αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια. Και επειδή οι πεταλούδες δεν μπορούσαν να φτάσουν στα κυπαρίσσια, επιστρατεύτηκαν τα πουλιά.
     Τα κυπαρίσσια πήραν το μήνυμα που τους μετέφεραν τα πουλιά, και μόνο τότε συνειδητοποίησαν ότι εκεί κοντά γινόταν χαλασμός. Κοίταξαν πιο πέρα και είδαν τον αγριεμένο άνεμο να πλησιάζει, κοίταξαν κάτω, χαμηλά, και είδαν τα λουλουδάκια που είχαν χλωμιάσει και έτρεμαν φοβισμένα. Και αποφάσισαν να βοηθήσουν.
     Μαζεύτηκαν κοντά και σχημάτισαν μια όμορφη συστάδα. Φώναξαν τα πουλάκια να κρυφτούν όλα στα κλαδιά τους και να περιμένουν. Μόλις τα κυπαρίσσια θα έδιναν το σύνθημα, όλα μαζί τα πουλάκια θα έπρεπε να αρχίσουν να τιτιβίζουν τρομαγμένα.
     Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ο άνεμος κατέφθασε στον κήπο ξεφυσώντας. Ο εκνευρισμός του ήταν μεγάλος και όταν είδε πόσο όμορφος και τακτοποιημένος ήταν ο κήπος, ένιωσε να φουντώνει ακόμα περισσότερο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και... Εκείνη την στιγμή, τα κυπαρίσσια έδωσαν το σύνθημα και αμέσως, όλα μαζί τα πουλάκια άρχισαν τα τιτιβίζουν τρομαγμένα. 
     Ο άνεμος κοντοστάθηκε. Τι ήταν αυτό; Τρομαγμένα τιτιβίσματα πουλιών! Αλλά πού βρίσκονταν τα πουλιά; Έκανε έναν γύρο με το βλέμμα του. Και τότε είδε τα κυπαρίσσια. Από εκεί έρχονταν τα τιτιβίσματα! Ώστε εκεί ήταν κρυμμένα τα πουλιά! Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο άνεμος όρμησε καταπάνω στα κυπαρίσσια. Μα, μόλις έπεσε επάνω τους, τα κυπαρίσσια μαζεύτηκαν πιο κοντά και ο άνεμος φυλακίστηκε ανάμεσά τους.
     Άρχισε να χτυπιέται και να λυσσομανάει. Άρπαζε με τα χέρια του τους κορμούς των κυπαρισσιών και προσπαθούσε να τους λυγίσει, ή να τους σπάσει. Αλλά τα κυπαρίσσια κρατιούνταν μεταξύ τους πολύ σφιχτά και δε λύγιζαν με τίποτα. Από κάτω, χαμηλά, τα λουλούδια έτρεμαν, αλλά ταυτόχρονα θαύμαζαν τα κυπαρίσσια για τη μεγάλη τους δύναμη.
     Η πάλη του ανέμου με τα κυπαρίσσια συνεχίστηκε πολλές μέρες και πολλές νύχτες. Τα κυπαρίσσια παρέμεναν πεισματικά στη θέση τους και ο άνεμος άρχισε να απογοητεύεται. Στο τέλος, άρχισε να παρακαλεί τα κυπαρίσσια να τον αφήσουν ελεύθερο, αλλά εκείνα δεν του έδωσαν σημασία. Ώσπου, μια μέρα τον άκουσαν να κλαίει απελπισμένος.
     - Αν σε αφήσουμε να φύγεις, του είπαν τα κυπαρίσσια, υπόσχεσαι να μην ξανάρθεις ποτέ σε αυτά εδώ τα μέρη;
     Ο άνεμος δεν ήθελε να δώσει μία τόσο μεγάλη υπόσχεση, αλλά δεν έβλεπε άλλο τρόπο για να απελευθερωθεί από το σφιχτό αγκάλιασμα των κυπαρισσιών, οπότε έδωσε όρκο βαρύ πως δεν θα ξαναεπισκεπτόταν ποτέ αυτόν τον κήπο. Τα κυπαρίσσια παραμέρησαν λίγο τους κορμούς τους, και ο άνεμος όρμησε έξω, ντροπιασμένος.
     - Φύγε και μην ξανάρθεις, του είπαν αυστηρά τα κυπαρίσσια.
     Και ο λυσσασμένος άνεμος έφυγε για πάντα. Όλος ο κήπος ανάσανε ανακουφισμένος και τα λουλούδια άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Δεν ήταν και τόσο κακά τα κυπαρίσσια, τελικά, και σίγουρα υπήρχε χώρος και για εκείνα μέσα στον κήπο. Κι ας ήταν ψηλά και άχαρα, κι ας μην τα έφταναν οι πεταλούδες.
     Τα κυπαρίσσια προσπάθησαν να γυρίσουν στις αρχικές τους θέσεις, αλλά είχαν μείνει τόσες μέρες και τόσες νύχτες σφιχταγκαλιασμένα, που οι κορμοί και τα κλαδιά τους είχαν μπλεχτεί και δεν μπορούσαν πια να μετακινηθούν. Έτσι, παρέμειναν για πάντα στη θέση τους, σαν ένα ζωντανό μνημείο, και συνέχισαν να ψηλώνουν όλα μαζί, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο μόνιμα στον ουρανό και αγνοώντας ό,τι συνέβαινε κάτω, χαμηλά, στην ταπεινή γη με τα όμορφα λουλούδια.
     Αλλά και τα λουλούδια σταμάτησαν να γκρινιάζουν για τα κυπαρίσσια. Και αν καμιά φορά τους ερχόταν η όρεξη να γκρινιάξουν, μια ματιά στα σφιχταγκαλιασμένα κυπαρίσσια αρκούσε για να τα επαναφέρει στην "τάξη".   
     ΥΓ: Η φωτογραφία είναι της φίλης μου, Ειρήνης Στάμου, και την έβγαλε στον Εθνικό Κήπο.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Χωρίς κανένα λόγο

 


     Το γνωστό ινστιτούτο ομορφιάς "Marilou's hair and beauty salon" ήταν και πάλι γεμάτο, όταν η Χιονάτη μπήκε μέσα φουριόζα.
     - Καλημέρα, κορίτσια, είπε.
     - Καλημέρα, απάντησαν όλες.
     - Αχ, Μαριλού μου, μη μου πεις ότι άργησα! είπε στην κομμώτρια.
     - Ίσα-ίσα, πάνω στην ώρα ήρθες. Το ραντεβού μας είναι για τις 11 ακριβώς. Ούτε Εγγλέζα να ήσουν! Τι θα κάνουμε; Χτένισμα;
     - Όχι, όχι χτένισμα. 
     - Μη μου πεις ότι αποφάσισες να κάνεις περμανάντ!
     - Όχι, όχι, βαφή θα ήθελα.
     - Βαφή; Μη μου πεις ότι εμφανίστηκαν κιόλας τα λευκά! Μόλις την προηγούμενη βδομάδα τα έβαψες!
     - Δεν με κατάλαβες, όταν λέω βαφή μιλάω για αλλαγή χρώματος.
     Οι υπόλοιπες την κοίταξαν με έκπληξη. 
     - Ε, αυτό δεν το περίμενα ποτέ! είπε η Σταχτοπούτα. Εσύ ήσουν υπέρμαχος του φυσικού χρώματος! Μήπως σου συμβαίνει κάτι και ξεσπάς στο μαλλί;
     - Τι της λες; πετάχτηκε η Ραπουνζέλ. Δηλαδή, κι εσύ προβλήματα έχεις, που κάθε τρεις και λίγο αλλάζεις ανταύγειες;
     - Όχι βέβαια! Μήπως εσύ κρίνεις από τον εαυτό σου, που ξημεροβραδιάζεσαι εδώ μέσα;
     - Ε, όχι και ξημεροβραδιάζομαι! Αφού ξέρετε, το μαλλί μου θέλει ιδιαίτερη περιποίηση, τόσα χρόνια ταλαιπωρίας, να ανεβοκατεβάζω κόσμο με τις πλεξίδες μου, τα έχουν κάνει πολύ ευαίσθητα! Πες κι εσύ, Μαριλού!
     - Έτσι είναι, είπε η Μαριλού, αλλά καθήστε να πει η Χιονάτη τι θέλει ακριβώς. Ώστε αποφάσισες να τα ξανοίξεις; στράφηκε στη Χιονάτη. Έναν τόνο πιο ανοιχτό, ας πούμε, για να σε φωτίσει λίγο; Ή μήπως θα αρκεστείς σε μερικές ανταύγειες;
     - Πολύ καλή ιδέα! πετάχτηκε η Πεντάμορφη, με το κεφάλι της γεμάτο ρόλεϊ. Κάν'τα σαν και τα δικά μου. Εγγυημένη επιτυχία!
     - Μη λες χαζομάρες, είπε η Ραπουνζέλ, όλος ο κόσμος το ξέρει ότι οι άντρες προτιμούν τις ξανθές. Ξανθά να τα βάψεις!
     - Κορίτσια, είπε η Ωραία Κοιμωμένη και χασμουρήθηκε ελαφρά, μη λέμε υπερβολές, δεν μπορεί να πάει από το μαύρο στο ξανθό έτσι, απότομα. Θα πρέπει να ξεκινήσει με ανταύγειες και σιγά-σιγά να το ξανοίγει.
     - Έχει δίκιο η Ραπουνζέλ, είπε η Χιονάτη. Ξανθά τα θέλω!
     - Είναι πολύ απότομη η αλλαγή, είπε η Μαριλού. Θα σου προτείνω τις ανταύγειες, όπως λέει η Ωραία Κοιμωμένη... Στο σπίτι, όλα καλά;
     - Δε θέλω ανταύγειες, θέλω μια ριζική αλλαγή!
     Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια στρουμπουλή, χαμογελαστή κοπέλα.
    - Καλημέρα, κορίτσια! Καλημέρα, Μαριλού, ήρθα για ένα φρεσκάρισμα, όπως σου είπα και στο τηλέφωνο.
     - Καλημέρα, Λάουρα! είπαν όλες με μία φωνή.
     - Πολύ χαρούμενη σε βλέπω, είπε η Μαριλού, έγινε τίποτα;
     - Τα συνηθισμένα, είπε εκείνη και χαμογέλασε.
     - Δε με κοροϊδεύεις εμένα! Έλα, πες μου! είπε η Μαριλού.
     - Έλα, είπε και η Ραπουνζέλ, πες μας να χαρούμε κι εμείς, φίλες δεν είμαστε; Έλα, και θα μας σκάσεις!
     - Ε, εντάξει, θα σας πω: το μωρό μου θα με πάει ταξίδι!
     - Α, τι ωραία! είπαν οι υπόλοιπες.
     - Την προηγούμενη βδομάδα δε θα πήγαινες; ρώτησε η Μαριλού.
     - Εκείνο ήταν εκδρομή. Τώρα θα πάμε ταξίδι. Το μωρό μου θα με πάει στις Μαλδίβες! Έχει κλείσει ένα σπιτάκι για εμάς, ακριβώς επάνω από το νερό! Θα είναι τέλεια!
     Η Χιονάτη αναστέναξε.
     - Τι έγινε; ρώτησε η Μαριλού.
     - Τίποτα, τίποτα, κάτι σκεφτόμουν... 
     - Μήπως δεν είναι τόσο ωραία στις Μαλδίβες; αναρωτήθηκε η Λάουρα. Να του πω να το ακυρώσει;
     - Α, δεν ξέρω, είπε η Χιονάτη, δεν έχω πάει.
     - Εσύ, Πεντάμορφη, έχεις πάει στις Μαλδίβες;
     - Α, όχι, ο δικός μου φοβάται τα αεροπλάνα και τα πλοία, δεν υπάρχει περίπτωση να με πάει στις Μαλδίβες!
     - Και ο δικός μου, όσο να πεις, περνάει μια δύσκολη φάση, είπε η Ραπουνζέλ. Οι επενδύσεις του στο χρηματιστήριο δεν πάνε και τόσο καλά τελευταία, οπότε τα μόνα ταξίδια που μας επιτρέπονται, προς το παρόν, είναι μέχρι το κάστρο των γονιών του.
     - Αχ, ο δικός μου, ευτυχώς, τα πάει μια χαρά. Και όσο θυμάμαι, που όταν τον πρωτοπαρουσίασα στους δικούς μου, κανενός δεν του γέμιζε το μάτι...
     - Δεν τον ήθελαν;
     - Όχι. "Τι δουλειά έχεις εσύ, μια χαρά κοπέλα, με αυτόν, μισή μερίδα άνθρωπο"; μου έλεγαν, "Τι μπορεί να σου προσφέρει";
     - Η αλήθεια είναι ότι δεν σε κερδίζει με την πρώτη, είπε η Σταχτοπούτα. Ίσως, βέβαια, αν κόψει τα κρύα αστεία, αυτό να αλλάξει...
     - Ε, εντάξει, δεν είναι και τόσο χάλια το χιούμορ του! Αλλά, και να ήταν, αν αυτό το προσπεράσεις, θα δεις ότι η καρδιά του είναι όμορφη σαν ανθισμένος κήπος! Οι γονείς μου τώρα πίνουν νερό στο όνομά του! Και όσο βλέπουν πόσο με προσέχει, τόσο πιο πολύ τον λατρεύουν! Όσο για τους άλλους, αδιαφορώ, ας λένε ό,τι θέλουν! Ή νομίζετε πως δεν ξέρω ότι μόλις γυρίσω την πλάτη μου, όλοι είναι έτοιμοι να πιάσουν το φτυάρι και να θάβουν;
     - Αλήθεια, πάνε καλά οι δουλειές του; ρώτησε η Χιονάτη.
     - Πολύ καλά! Τα δωμάτια απόδρασης είναι η τελευταία λέξη της μόδας, και το μωρό μου έχει τα καλύτερα! Φαντάσου, ότι υπάρχει λίστα αναμονής, τόσο που σκέφτεται να φτιάξει άλλα είκοσι μέχρι το τέλος του χρόνου!
     - Μπράβο, μπράβο! είπε η Χιονάτη.
     - Εσύ είσαι καλά; Σε βλέπω λίγο σκεπτική.
     - Όχι, όχι, μια χαρά είμαι.
     - Καλά, εγώ δε θα το έλεγα, είπε η Μαριλού κοιτάζοντας τη Χιονάτη με νόημα. Έρχεται δεύτερη φορά μέσα σε δέκα μέρες, και από πάνω μου ζητάει και αλλαγή χρώματος!
     - Αλήθεια; Μα το χρώμα των μαλλιών σου είναι ό,τι πρέπει για το πρόσωπό σου! είπε η Λάουρα στη Χιονάτη. Εγώ στη θέση σου δε θα το άλλαζα.
     - Ε, αφού τα βάφω που τα βάφω, γιατί να μη δοκιμάσω κάτι διαφορετικό;
     - Γιατί δεν αλλάζεις κούρεμα, αντί να αλλάξεις το χρώμα;
     - Πώς να τα κάνω, δηλαδή;
     - Αν θέλεις τόσο πολύ μια ριζική αλλαγή, γιατί δεν τα κόβεις κοντά;
     - Κοντά; Δηλαδή, αντρικά εννοείς;
     - Ναι.
     - Μπα, δε νομίζω να μου πηγαίνουν.
     - Τότε κάνε μία περμανάντ.
     - Δεν ξέρω...
     - Θα σου πηγαίνει πολύ, και δεν θέλει και ιδιαίτερη περιποίηση... Λίγο αφρό μόνο, τόσο όσο ένα ρεβύθι περίπου, για να διατηρούνται οι μπούκλες.
     - Της την πρότεινα και εγώ την περμανάντ, αλλά δεν το αποφασίζει, είπε η Μαριλού.
     Μία χαρούμενη μουσική ακούστηκε. Η Λάουρα έπιασε το κινητό της.
     - Εμπρός! είπε. Στο ινστιτούτο είμαι, μόλις ήρθα... Σήμερα ήταν; Πω-πω, το ξέχασα!... Όχι, όχι, μη φύγεις! Κλείνω κι έρχομαι! Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί!
     Πετάχτηκε από το κάθισμά της.
     - Κορίτσια, θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, είχα ραντεβού με τη μοδίστρα και το ξέχασα! Ράβω μια τουαλέτα για τη δεξίωση του Γάλλου πρέσβη που γίνεται τον επόμενο μήνα, ξέρετε, μη φοράω την περσινή, δεν κάνει... Αλλά πού να μου μείνει μυαλό; Και έχω να ετοιμάσω και βαλίτσες...
     - Και το ραντεβού μας; ρώτησε η Μαριλού.
     - Θα περάσω ξανά το απόγευμα, αν έχεις κενό.
     - Θέλεις να έρθεις αύριο;
     - Δε γίνεται, αύριο πετάμε!
     - Όπως θέλεις, είπε η Μαριλού, αλλά η Λάουρα βρισκόταν ήδη στον δρόμο.
     Ένας αναστεναγμός ακούστηκε από όλες τις παρευρισκόμενες μαζί. 
     - Μαλδίβες! είπε η Χιονάτη.
     - Με αεροπλάνο, συμπλήρωσε η Πεντάμορφη.
     - Και η δεξίωση του πρέσβη μια χαρά ακούγεται, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Ναι, και η καινούργια τουαλέτα θα είναι φανταστική, είμαι σίγουρη, πρόσθεσε η Σταχτοπούτα. 
     - Τυχερή! είπε η Χιονάτη.
     Το ινστιτούτο βυθίστηκε για λίγο στη σιωπή.
     - Εντάξει, έσπασε τη σιωπή η Ραπουνζέλ, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν έχει και τόσα πολλά να της ζηλέψουμε. 
     - Εννοείται, είπε η Σταχτοπούτα, ο άντρας της δεν πιάνει μία μπροστά στο δικό μου.
     - Γιατί, με το δικό μου, που είναι δυο μέτρα παληκάρι, συγκρίνεται; είπε η Πεντάμορφη. 
     - Δεν είναι καν γαλαζοαίματος, είπε η Χιονάτη.
     - Όχι, είπε η Σταχτοπούτα, πού να τον παρουσιάσεις τον κοντοπίθαρο χωρίς να σου πέσουν τα μούτρα;
     - Και πώς να τον παρουσιάσεις, είπε η Ραπουνζέλ, "από εδώ ο σύζυγός μου, ο Κοντορεβυθούλης"; Θα γελάσει κάθε πικραμένος!
     - Τη Λάουρα, όμως, δε φαίνεται να την ενοχλεί, παρατήρησε η Μαριλού.
     - Η καρδούλα της το ξέρει, είπε η Ραπουνζέλ, είδες πώς μιλούσε για τις Μαλδίβες; Για να είμαι ειλικρινής, τη λυπήθηκα!
     - Ναι, να δείτε που το σπιτάκι θα είναι χάλια, είπε η Σταχτοπούτα.
     - Και ποιος ξέρει πόσο θα βαρεθεί και στη δεξίωση του πρέσβη, πρόσθεσε η Πεντάμορφη.
     - Δεν υπάρχει αμφιβολία, κορίτσια, είπε η Χιονάτη, η καημένη κακοπερνάει και δεν το ομολογεί ούτε στον εαυτό της. 
     - Ε, δεν μπορούν όλες να έχουν τις τύχες τις δικές σας, είπε η Μαριλού. Λοιπόν, Χιονάτη μου, τι αποφάσισες τελικά;
     - Ξανθό πλατινέ, είπε η Χιονάτη.