Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μέρος άγριο και αφιλόξενο, υπήρχε ένας μεγάλος, όμορφος κήπος. Και ο κήπος ήταν γεμάτος με μαρμάρινα αγάλματα και εντυπωσιακά συντριβάνια, με παιχνιδιάρικους λαβύρινθους και περίτεχνα σχεδιασμένα μονοπάτια. Η μεγαλύτερη ομορφιά του κήπου, όμως, ήταν τα πανέμορφα λουλούδια του, που τον έκαναν να μοιάζει με ένα πανάκριβο, πολύχρωμο, μοσχομυριστό χαλί.
Πολύς κόσμος επισκεπτόταν τον κήπο για να θαυμάσει τα λουλούδια του, και εκείνα φρόντιζαν πάντα να φοράνε τις καλύτερες φορεσιές τους. Τέντωναν τα κεφαλάκια τους όσο πιο ψηλά γινόταν, για να βγαίνουν καλύτερα στις φωτογραφίες, και διαγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιο θα είχε τους περισσότερους θαυμαστές.
Μόνο ένα πράγμα δεν ήταν και τόσο καλό στον κήπο, πίστευαν τα λουλούδια, και αυτό ήταν τα κυπαρίσσια που υπήρχαν διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Μα τι άχαρα που ήταν τα κυπαρίσσια! Μόνο να πάνε ψηλά τα ενδιέφερε, ούτε που νοιάζονταν για τις ομορφιές της ζωής! Πού να λικνιστούν απαλά στο φύσημα του ανέμου με αυτόν τον σκληρό, άκαμπτο κορμό! Πού να τα φτάσουν οι πεταλούδες, να τα μαγέψουν με τις εντυπωσιακές τους χορογραφίες! Άσε που με την σκιά τους έκρυβαν τα λουλούδια από το φως του ήλιου και τους στερούσαν θαυμαστές!
- Τι θέλουν στον κήπο μας; αναρωτιούνταν τα λουλούδια. Γιατί δε φεύγουν, να πάνε κάπου αλλού, να μη μας κρύβουν τον ήλιο; Ναι, ναι, να φύγουν, να φύγουν! Δεν έχουν δουλειά σε αυτόν τον κήπο! Ο κήπος είναι δικός μας, και μόνο δικός μας!
Τα κυπαρίσσια, φυσικά, καθόλου δεν επηρεάζονταν από τα λόγια των λουλουδιών, αφού εκεί ψηλά που βρίσκονταν δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα από όσα γίνονταν χαμηλά, στο έδαφος, και συνέχιζαν τη μοναχική τους πορεία προς τον ουρανό. Και ο καιρός περνούσε, και τα κυπαρίσσια ψήλωναν, και η γκρίνια των λουλουδιών μεγάλωνε.
Μια μέρα που ο ουρανός είχε γεμίσει με γκρίζα σύννεφα και είχε βαρύνει πολύ, έφτασε στην περιοχή ένας πολυταξιδεμένος, πανίσχυρος άνεμος, που επιπλέον είχε τα νεύρα του. Φυσούσε μανιασμένα και ξερίζωνε ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Τα λουλούδια τρομοκρατήθηκαν. Πώς θα μπορούσαν να γλιτώσουν;
Το βλέμμα τους έπεσε στα άχαρα κυπαρίσσια, που παρέμεναν στον κόσμο τους, εντελώς ακίνητα. Μήπως τα κυπαρίσσια μπορούσαν να βοηθήσουν; Εκείνα δεν έμοιαζαν να επηρεάζονται από τίποτα, ίσως να μπορούσαν να νικήσουν τον επικίνδυνο άνεμο. Χωρίς να χάσουν άλλο καιρό, τα λουλούδια αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια. Και επειδή οι πεταλούδες δεν μπορούσαν να φτάσουν στα κυπαρίσσια, επιστρατεύτηκαν τα πουλιά.
Τα κυπαρίσσια πήραν το μήνυμα που τους μετέφεραν τα πουλιά, και μόνο τότε συνειδητοποίησαν ότι εκεί κοντά γινόταν χαλασμός. Κοίταξαν πιο πέρα και είδαν τον αγριεμένο άνεμο να πλησιάζει, κοίταξαν κάτω, χαμηλά, και είδαν τα λουλουδάκια που είχαν χλωμιάσει και έτρεμαν φοβισμένα. Και αποφάσισαν να βοηθήσουν.
Μαζεύτηκαν κοντά και σχημάτισαν μια όμορφη συστάδα. Φώναξαν τα πουλάκια να κρυφτούν όλα στα κλαδιά τους και να περιμένουν. Μόλις τα κυπαρίσσια θα έδιναν το σύνθημα, όλα μαζί τα πουλάκια θα έπρεπε να αρχίσουν να τιτιβίζουν τρομαγμένα.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ο άνεμος κατέφθασε στον κήπο ξεφυσώντας. Ο εκνευρισμός του ήταν μεγάλος και όταν είδε πόσο όμορφος και τακτοποιημένος ήταν ο κήπος, ένιωσε να φουντώνει ακόμα περισσότερο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και... Εκείνη την στιγμή, τα κυπαρίσσια έδωσαν το σύνθημα και αμέσως, όλα μαζί τα πουλάκια άρχισαν τα τιτιβίζουν τρομαγμένα.
Ο άνεμος κοντοστάθηκε. Τι ήταν αυτό; Τρομαγμένα τιτιβίσματα πουλιών! Αλλά πού βρίσκονταν τα πουλιά; Έκανε έναν γύρο με το βλέμμα του. Και τότε είδε τα κυπαρίσσια. Από εκεί έρχονταν τα τιτιβίσματα! Ώστε εκεί ήταν κρυμμένα τα πουλιά! Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο άνεμος όρμησε καταπάνω στα κυπαρίσσια. Μα, μόλις έπεσε επάνω τους, τα κυπαρίσσια μαζεύτηκαν πιο κοντά και ο άνεμος φυλακίστηκε ανάμεσά τους.
Άρχισε να χτυπιέται και να λυσσομανάει. Άρπαζε με τα χέρια του τους κορμούς των κυπαρισσιών και προσπαθούσε να τους λυγίσει, ή να τους σπάσει. Αλλά τα κυπαρίσσια κρατιούνταν μεταξύ τους πολύ σφιχτά και δε λύγιζαν με τίποτα. Από κάτω, χαμηλά, τα λουλούδια έτρεμαν, αλλά ταυτόχρονα θαύμαζαν τα κυπαρίσσια για τη μεγάλη τους δύναμη.
Η πάλη του ανέμου με τα κυπαρίσσια συνεχίστηκε πολλές μέρες και πολλές νύχτες. Τα κυπαρίσσια παρέμεναν πεισματικά στη θέση τους και ο άνεμος άρχισε να απογοητεύεται. Στο τέλος, άρχισε να παρακαλεί τα κυπαρίσσια να τον αφήσουν ελεύθερο, αλλά εκείνα δεν του έδωσαν σημασία. Ώσπου, μια μέρα τον άκουσαν να κλαίει απελπισμένος.
- Αν σε αφήσουμε να φύγεις, του είπαν τα κυπαρίσσια, υπόσχεσαι να μην ξανάρθεις ποτέ σε αυτά εδώ τα μέρη;
Ο άνεμος δεν ήθελε να δώσει μία τόσο μεγάλη υπόσχεση, αλλά δεν έβλεπε άλλο τρόπο για να απελευθερωθεί από το σφιχτό αγκάλιασμα των κυπαρισσιών, οπότε έδωσε όρκο βαρύ πως δεν θα ξαναεπισκεπτόταν ποτέ αυτόν τον κήπο. Τα κυπαρίσσια παραμέρησαν λίγο τους κορμούς τους, και ο άνεμος όρμησε έξω, ντροπιασμένος.
- Φύγε και μην ξανάρθεις, του είπαν αυστηρά τα κυπαρίσσια.
Και ο λυσσασμένος άνεμος έφυγε για πάντα. Όλος ο κήπος ανάσανε ανακουφισμένος και τα λουλούδια άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Δεν ήταν και τόσο κακά τα κυπαρίσσια, τελικά, και σίγουρα υπήρχε χώρος και για εκείνα μέσα στον κήπο. Κι ας ήταν ψηλά και άχαρα, κι ας μην τα έφταναν οι πεταλούδες.
Τα κυπαρίσσια προσπάθησαν να γυρίσουν στις αρχικές τους θέσεις, αλλά είχαν μείνει τόσες μέρες και τόσες νύχτες σφιχταγκαλιασμένα, που οι κορμοί και τα κλαδιά τους είχαν μπλεχτεί και δεν μπορούσαν πια να μετακινηθούν. Έτσι, παρέμειναν για πάντα στη θέση τους, σαν ένα ζωντανό μνημείο, και συνέχισαν να ψηλώνουν όλα μαζί, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο μόνιμα στον ουρανό και αγνοώντας ό,τι συνέβαινε κάτω, χαμηλά, στην ταπεινή γη με τα όμορφα λουλούδια.
Αλλά και τα λουλούδια σταμάτησαν να γκρινιάζουν για τα κυπαρίσσια. Και αν καμιά φορά τους ερχόταν η όρεξη να γκρινιάξουν, μια ματιά στα σφιχταγκαλιασμένα κυπαρίσσια αρκούσε για να τα επαναφέρει στην "τάξη".
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι της φίλης μου, Ειρήνης Στάμου, και την έβγαλε στον Εθνικό Κήπο.