Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Ήτανε ένας γάιδαρος...

 


Ήτανε ένας γάιδαρος πολύ εκλεπτυσμένος,
φαινόταν πως στα πούπουλα ήταν μεγαλωμένος. 
Ανήκε εις τους ευγενείς που'ναι στο Λίμπρο Ντ'Όρο,
εκείνους που συχνά-πυκνά γλιτώνουνε το φόρο.

Φορούσε πάντα παπιγιόν ή, έστω, ένα φουλάρι,
και όλοι τον θαυμάζανε, που είχε τόση χάρη.
Μπαστούνι με ασημί λαβή κρατούσε εις το χέρι,
και κάτω απ'τη μασχάλη του ποίηση του Σεφέρη.

Απάγγελλε ποιήματα εις τις συνεστιάσεις
και χόρευε και τσάρλεστον σε κάποιες περιστάσεις.
Ήξερε και σκοποβολή, είχε καλό σημάδι,
και σκνίπα επετύχαινε σε απόλυτο σκοτάδι.

Η ανατροφή του εκλεκτή, με γαλλικά και πιάνο,
και ήξερε να οδηγεί μέχρι κι αεροπλάνο.
Είχε μελωδική φωνή, σπούδαζε στο ωδείο,
στο Μέγαρο είχε μόνιμα δικό του θεωρείο.

Άγνωστή του η ζαβολιά, εχθρός του η πονηρία,
γι'αυτόν καλύτερη οδός πάντα ήταν η ευθεία.
Μ'όλα αυτά τα χαρίσματα πασίγνωστος εγίνη,
κι όποιος τον γνώριζε, ευθύς ένιωθε τη σαγήνη.

Οι νέοι τον αντέγραφαν, οι νέες τον ποθούσαν,
και παπαράτσι άφθονοι, συχνά, τον κυνηγούσαν.
Τόση ήταν η επιρροή του θαυμαστού αυτού ζώου,
που για μια του συνέντευξη ερίζαν τα τοκ σόου.

Ήταν αναμενόμενο, σαν ήρθε ο καιρός του,            
νύφες να παρελαύνουνε, ναζιάρικα εμπρός του.
Ψηλές, κοντές, μελαχρινές, ξανθές, γαλανομάτες,
όλες μοιάζαν λαχταριστές, σαν ζουμερές ντομάτες.

Στο τέλος τον εκέρδισε μια χαμηλοβλεπούσα,
παντρεύτηκαν και πήγανε ταξίδι στην Σχοινούσα.
Περάσανε υπέροχα τα δύο πιτσουνάκια,
και γύρισαν στη βάση τους πιασμένοι απ'τα χεράκια.

Μα όταν καταλάγιασε του υμέναιου το κέφι,
άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα γκρίζα νέφη.
Η νύφη αποδείχτηκε πως ήταν αλανιάρα,
ήταν υπέρμετρα λουσού, και ήταν και γκρινιάρα.

Το φουκαρά το γάιδαρο όλο κατηγορούσε,
πως ήτανε ανάποδος και την παραμελούσε.
Στα ινστιτούτα ομορφιάς περνούσε τον καιρό της,
στις κάρτες τις πιστωτικές έπνιγε τον καημό της.

Τα πράγματα δεν έμοιαζαν ρόδινα, αντιθέτως,
κατά διαόλου πήγαιναν, σαφώς κι ανυπερθέτως.
Ο γάιδαρος υπομονή έκανε ως είχε μάθει,
σε ποιον να πει το βάσανο, αυτό που είχε πάθει;

Και εκείνη αντί να ηρεμεί, όλο εκτραχηλιζόταν,
το γάιδαρο και την κακιά τη μοίρα της μεμφόταν.
Αναίσθητο τον έκραζε, τον φώναζε γομάρι,
κι έλεγε πως για φορεσιά του'πρεπε ένα σαμάρι.

Κι εκείνος, από τα πολλά που του'σερνε η συμβία,
πέρασε της υπομονής τα όρια τα θεία.
Το στόμα του άνοιξε να πει κι αυτός την άποψή του
μα γκάρισμα ακούστηκε αντί για τη φωνή του.

Πάει κι η όμορφη φωνή, πάνε και οι φίνοι τρόποι,
με μια κλωτσιά την έστειλε μακριά, ως την Ευρώπη.
Ήτανε πλέον γάιδαρος με γάμα κεφαλαίο,
δε θύμιζε σε τίποτα τον τύπο τον ωραίο.

Τον ξέχασαν οι εκπομπές, τον ξέχασαν οι πάντες,
πέταξε όλα τα ρούχα του, μέχρι και τις τιράντες.
Τον διέγραψαν από τα κλαμπ, και από το Λίμπρο Ντ'Όρο,
στον κόσμο τον ανθρώπινο δεν είχε πλέον χώρο.

Και αφού ένιωσε έντονα το στίγμα του παρία,
στης φύσης τη ζεστή αγκαλιά βρήκε παρηγορία.
Σ'έναν αγρό κατέφυγε, ξέφραγο, δίχως πόρτα,
και έμεινε, σαν γάιδαρος, να μασουλάει χόρτα.

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Δέκα χρόνια και δέκα μέρες

 


     - Δεν πάει άλλο, είπε ο γερο-ναυτικός, καθώς άδειαζε έναν κουβά με νερό στο θαλασσοδαρμένο κατάστρωμα του πλοίου.
     - Θυμφωνώ, είπε ένας άλλος, συνομίληκός του, ναυτικός και άρχισε να τρίβει το κατάστρωμα με μανία.
     - Θυμφωνείθ, αλλά δεν κάνειθ τίποτα.
     - Θαν τι να κάνω; Εθύ, δηλαδή, τι προτείνειθ;
     - Δεν κθέρω, αλλά αυτή η κατάθταθη δεν μπορεί να θυνεχιθτεί. Αμούθστακο παιδί ήμουν όταν κθεκινήθαμε και τώρα έχω καταντήθει ερείπιο.  
     - Ε, εντάκθει, κόπθε κάτι... Αμούθτακο παιδί δεν ήθουν!
     - Πάντωθ ήμουν πολύ νέοθ... Και κοίτα πώθ κατάντηθα!
     - Όλοι μαθ έχουμε τα χάλια μαθ, πήρε το λόγο ένας άλλος ναυτικός, που περνούσε από δίπλα τους και κοντοστάθηκε. Κοιτάκθτε τα δόντια μου, είπε και χαμογέλασε, εφτά μου έχουν μείνει όλα κι όλα!
     - Μια χαρά είθαι εθύ, είπε ο ναυτικός που κρατούσε τον άδειο πλέον κουβά, εγώ έχω μόνο τέθθερα.
     - Καταραμένο θκορβούτο! είπαν και οι τρεις με ένα στόμα.
     Μία πόρτα άνοιξε. Ο καμαρότος του καπετάνιου βγήκε κρατώντας έναν άδειο δίσκο. Οι τρεις ναυτικοί αναστέναξαν.
     - Εμείθ βαθανιδόμαθτε, αλλά υπάρχουν κι άλλοι που καλοπερνάνε, είπε με νόημα ο ναυτικός που κρατούσε την σφουγγαρίστρα. Ο καπετάνιοθ και το φιλαράκι του, καλοτρώνε...
     - Αυτοί έχουν και δόντια, σχολίασε ο ναυτικός με τα εφτά εναπομείναντα δόντια.
     Εκείνη την στιγμή, άνοιξε ξανά η πόρτα και εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος άντρας, που κρατούσε παραμάσχαλα ένα βιβλίο.
     - Καλημέρα! είπε ο καλοντυμένος άντρας και χαμογέλασε, εμφανίζοντας μία πλήρη οδοντοστοιχία.
     - Αυτόθ μαθ έλειπε τώρα, είπε ο ναυτικός με τα εφτά δόντια. Αλλά, βέβαια, τι ανάγκη έχει αυτόθ;
     - Ωραία μέρα σήμερα, είπε ο καλοντυμένος άντρας.
     - Πού την είδε την ωραία μέρα; είπε ο ναυτικός με την σφουγγαρίστρα.
     - Ο ουρανός είναι τόσο υπέροχα γαλάζιος και αυτό το αεράκι είναι τόσο, μα τόσο αναζωογονητικό..., συνέχισε εκείνος. Τι τύχη να ταξιδεύουμε σε αυτά εδώ τα πλάτη!
     - Βρε, παιδιά, τι λέει ο μίθτερ; ρώτησε ένας κοκκινοτρίχης ναυτικός, που ήταν λίγο βαρήκοος. Τον πονάει η πλάτη;
     - Άθε με, γιατί θα τον βαρέθω! είπε αυτός με την σφουγγαρίστρα. Να μαθ τρώει η θάλαθθα και η αρμύρα, να μη μαθ έχει μείνει ούτε δόντι θτο θτόμα, και αυτόθ να τα βρίθκει όλα υπέροχα...
     - Τι τον θέλαμε αυτόν τον βλαμμένο θτο πλοίο; ρώτησε αυτός με τον κουβά. Δεν κάνει τίποτα, μόνο τρώει και θαυμάδει το τοπίο...
     - Είναι επιθτήμοναθ, λέει, φυθιοδίφηθ...
     - Τι είναι; ρώτησε ο βαρήκοος.
     - Φυθιοδίφηθ!
     - Θιγά, καλέ, μην φτύνειθ! Δε μου φτάνει η υγραθία τηθ θάλαθθαθ, να έχω και τη δική θου τώρα;
     Ο κοκκινοτρίχης απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας.
     - Και τι τον χρειαδόμαθτε εμείθ τον φυθιοδίφη; είπε αυτός με τα εφτά δόντια. Αφού θτεριά ακούμε και θτεριά δεν βλέπουμε!
     - Πεθ το πθέματα! Θυμπληρώθαμε κιόλαθ δέκα χρόνια που γυρνοβολάμε θαν την άδικη κατάρα, είπε αυτός με τον κουβά. Από το πολύ κούνημα πάνω θτο πλοίο, δε θα μπορούμε να περπατήθουμε θε θταθερό έδαφοθ...
     - Δέκα χρόνια και δέκα μέρεθ, τον διόρθωσε αυτός με την σφουγγαρίστρα. Εικοθιτρείθ Μαΐου ήτανε, το θυμάμαι πολύ καλά.
     Ο καλοντυμένος άντρας είχε ακουμπήσει στην κουπαστή. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο καπετάνιος.
     - Α, δε βαθτιέμαι, θα του μιλήθω, είπε αυτός με τον κουβά και κατευθύνθηκε προς τον καπετάνιο.
     - Καλημέρα, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος, καθώς περνούσε δίπλα του, πηγαίνοντας προς το πηδάλιο. Όλα καλά;
     - Καθόλου καλά, καπετάνιε, είπε εκείνος.
     - Τι συμβαίνει; 
     - Τι να θυμβαίνει; Ό,τι θυμβαίνει κάθε μέρα τώρα, εδώ και δέκα χρόνια.
     Αυτός με την σφουγγαρίστρα του έκανε νόημα για τις δέκα μέρες.
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος.
     - Εννοώ, θα πάει μακριά αυτή η βαλίτθα; Δέκα χρόνια δεν τα λεθ και λίγα...
     - Ω, πετάχτηκε ο καλοντυμένος άντρας, που είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στο διάλογο μεταξύ ναυτικού και καπετάνιου, δέκα χρόνια δεν είναι λίγα, αλλά δεν είναι και κάτι πρωτοφανές. Κι ο Οδυσσέας δέκα χρόνια έκανε να φτάσει στην Ιθάκη.
     - Ποιοθ έχει θτηθάγχη; ρώτησε ο κοκκινοτρίχης που είχε πλησιάσει κι αυτός.
     - Ο Οδυθθέαθ, λέει, του είπε ένας στραβοκάνης και λίγο αλλοίθωρος, που είχε έρθει κι αυτός κοντά. Βρε, παιδιά, ποιοθ είναι αυτόθ ο Οδυθθέαθ, που δεν τον κθέρει η μάνα του;
     - Κάτι τέτοια χαδά λένε όλοι αυτοί οι μορφωμένοι, σχολίασε αυτός με τα εφτά δόντια, και άντε να τουθ καταλάβειθ μετά...
     - Εμένα δε με νοιάδει πόθα χρόνια έκανε αυτόθ ο Οδυθθέαθ, συνέχισε ο Τζέικομπ. Εμένα με νοιάδει που μαθ έτακθαν πλούτη και καλοπέραθη, και μέχρι τώρα δεν είδαμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πότε, επιτέλουθ, θα πιάθουμε θτεριά; Δεν μπορεί να υπάρχει θτον κόδμο τόθο νερό... Βαρέθηκα, θιχάθηκα το μπλε, θέλω επιτέλουθ να πατήθω χώμα...
     - Δίκιο έχει, πήρε το λόγο αυτός με την σφουγγαρίστρα, δεν είναι δωή αυτή, καπετάνιοθ είθαι, κάνε κάτι, οι προμήθειεθ τελείωθαν, έχουμε πει το πθωμί πθωμάκι, μόνο πθάρια τρώμε, ωθ πού θα πάει αυτό; 
     - Βλέπω ότι απόκτησες και δικηγόρο, Τζέικομπ, είπε ο καπετάνιος. Δε σου αρέσει η ζωή στο πλοίο, Τζορτζ; απευθύνθηκε σε αυτόν με την σφουγγαρίστρα. Δυστυχώς, δεν έχεις άλλη επιλογή, εδώ που είμαστε, καταμεσίς της θάλασσας.
     - Δέκα χρόνια είναι πάρα πολλά, καπετάνιε, είπε ο Τζέικομπ.
     - Είναι και οι δέκα μέρεθ, συμπλήρωσε ο Τζόρτζ.
     - Ναι, είναι και οι δέκα μέρεθ. Και, λοιπόν, ο κόμποθ έφταθε θτο χτένι, και εγώ δεν αντέχω άλλο!
     - Ούτε εγώ, είπε ο Τζορτζ.
     - Ούτε εγώ αντέχω, είπε ο κοκκινοτρίχης.
     - Ούτε εγώ, είπε και ο αλλοίθωρος στραβοκάνης.
     Ένας-ένας, όλοι οι ναυτικοί άρχισαν να διαμαρτύρονται.
     - Ε, ωραία, και τι θα κάνετε, δηλαδή, εδώ που είμαστε; είπε ο καπετάνιος. Θα φύγετε; Δεν μπορείτε!
     - Μπορούμε, όμωθ, να θε καθαιρέθουμε! είπε ο Τζέικομπ αποφασιστικά.
     - Να με καθαιρέσετε;
     - Ακριβώθ! Αν δεν είθαι εθύ άκθιοθ να μαθ οδηγήθειθ σε μια θτεριά, θα αναλάβουμε εμείθ!
      Μια στιγμιαία ησυχία εξαπλώθηκε στο πλοίο.
     - Ανταρθία! φώναξε ο κοκκινοτρίχης και σήκωσε την γροθιά του στον αέρα.
     - Ανταρθία! φώναξαν όλοι και τα μάτια τους γυάλισαν.
     Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά και οι εξαγριωμένοι ναυτικοί είχαν αρχίσει να τον πλησιάζουν απειλητικά. Ο καπετάνιος έφερε το χέρι στη ζώνη του και συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει το όπλο του στην καμπίνα του. Ήταν χαμένος από χέρι. Λίγο πιο πέρα, ο καλοντυμένος άντρας είχε παγώσει κι αυτός απ'το φόβο του.
     Μια βραχνή φωνή ακούστηκε αχνά, μέσα στην οχλοβοή, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Οι ναυτικοί είχαν ήδη περικυκλώσει τον καπετάνιο. Η φωνή ξανακούστηκε, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Κθηρά! είπε η φωνή. 
     - Παιδιά, ηθυχία! φώναξε ο Τζέικομπ. Κάτι είπε ο παρατηρητήθ.
     Όλοι σώπασαν.
     - Ε, εκεί πάνω, είπεθ κάτι; φώναξε ο Τζέικομπ προς το μεσιανό κατάρτι, κάνοντας τα χέρια του σαν χωνί.
     - Κθηράαααααα!!! φώναξε ο παρατηρητής, δείχνοντας ξεκάθαρα προς τα ανατολικά. 
    Όλοι έτρεξαν στην κουπαστή και έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα ανατολικά. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στο βάθος, πράγματι, διακρινόταν μια ξηρά.
     Την ίδια στιγμή, το γιασεμί, ο καλύτερος βιγλάτορας της Χώρας της μπροστινής βεράντας, διέκρινε στο βάθος του ορίζοντα ένα άγνωστο ιστιοφόρο, ακριβώς δέκα χρόνια και δέκα μέρες μετά τη γέννηση της Οξείας Γλωσσοπάθειας...