Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ουράνιος ειρηνοποιός


      Ο Δίας είχε τα νεύρα του. Όχι, δεν επρόκειτο για κάποια ακόμα καλλονή που είχε αρνηθεί τον έρωτά του, εξάλλου αυτός είχε τον τρόπο να τις πείθει όλες... Επρόκειτο για την Αφροδίτη, την πιο όμορφη αδερφή του πατέρα του. Εντάξει, ήταν πάντα ζωηρούλα και τσαχπίνα, αλλά δεν ήταν πλέον και καμιά παιδούλα! Και όσο κι αν τα νεανικά της παραστρατήματα, με ένα της χαμόγελο όλοι της τα συγχωρούσαν, τώρα όλοι την σχολίαζαν υποτιμητικά.
     - Πάλι πήρε τους δρόμους, έλεγαν, μα δε σέβεται, επιτέλους, την ηλικία της;
     - Να το πάλι, το κούγκαρ, ψιθύριζαν, ποιον άραγε να έχει βάλει στο μάτι απόψε;
     - Μα δεν έχει το θεό της!, παρατηρούσαν, πότε θα σταματήσει τα νυχτοπερπατήματα, γριά γυναίκα;
     - Και καλά, δεν υπάρχει κάποιος να της πει μια κουβέντα, να τη συμμαζέψει; αναρωτιούνταν.
     Αυτά άκουσε ο Δίας και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Κι αυτός, εντάξει, δεν είχε σταματήσει να κυνηγάει τον ποδόγυρο, αλλά αυτός, τουλάχιστον, ήταν άντρας!
     - Πρέπει να της μιλήσω επειγόντως, αποφάσισε ο Δίας.
     Και ένα βράδυ, εκεί που η Αφροδίτη είχε στολιστεί και είχε παρφουμαριστεί για να βγει, ο Δίας πήγε και την βρήκε.
     - Τι θα γίνει με την περίπτωσή σου; της είπε.
     - Τι εννοείς; είπε εκείνη.
     - Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Τι καμώματα είναι αυτά, να βγαίνεις και να σουρτουκεύεις κάθε βράδυ, κυνηγώντας νεαρούς;
     - Δεν κυνηγάω νεαρούς, εκείνοι με κυνηγάνε.
     - Ναι, καλά!
     - Εκείνοι με κυνηγάνε, σου λέω! Εγώ απλώς βγαίνω βόλτα. Τι φταίω που γεννήθηκα όμορφη;
     - Θεία, συμμαζέψου!
     - Θειάφι!
     - Δεν το καταλαβαίνεις ότι έχεις γίνει περίγελος; Όλοι σε σχολιάζουν.
     - Κι εσένα τι σε νοιάζει;
     - Πώς, τι με νοιάζει; Θεία μου είσαι...
     - Σου έχω ξαναπεί να μη με λες θεία!
     - Έχω καθήκον να προστατέψω το όνομά μας, είμαι ο αρχηγός της οικογένειας. Δεν είναι σωστό να ζεις τόσο έξαλλα.
     - Ναι, κάνε μας μάθημα τώρα! Όλος ο κόσμος έχει να το λέει για τις κατακτήσεις σου!
     - Άσε με εμένα!
     - Πώς να σε αφήσω; Δεν έχεις αφήσει ούτε θηλυκιά μύγα και μου κάνεις κήρυγμα, επειδή αρέσω;
     - Εγώ είμαι άντρας!
     - Και τι μ'αυτό; Και εγώ είμαι γυναίκα! Και ως γυναίκα, έχω κι εγώ ανάγκες...
     - Σηκώσαμε και μπαϊράκι τώρα;
     - Δεν καταλαβαίνω τι λες. Εγώ ξέρω ότι έχουμε ισότητα. Ι-σό-τη-τα!
     - Ναι, μάθαμε τώρα ισότητα... Αυτά είναι βλακείες! Βλα-κεί-ες!
     - Μήπως ζηλεύεις;
     - Τι να ζηλέψω; Τα δέκα στρώματα μέικ-απ που βάζεις στο πρόσωπό σου για να μη φαίνονται οι ρυτίδες;
     - Ποιες ρυτίδες; Σε πληροφορώ ότι μόνο έναν καθαρισμό κάνω, μία φορά τον χρόνο. Το προσωπάκι μου είναι φρέσκο, σαν πρωινό τριαντάφυλλο.
     - Θα'θελες!
     - Λοιπόν, για να τελειώνουμε, εγώ θα κάνω ό,τι μου αρέσει, και λογαριασμό δε δίνω σε κανέναν!
     - Αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να σέρνεις το όνομα της οικογένειάς μας στο βούρκο, και να μας πιάνει στο στόμα της ο οποιοσδήποτε, είσαι πολύ γελασμένη!
     - Μωρέ, τι μας λες!
     - Πού πας;
     - Γιατί νομίζεις ότι ετοιμάστηκα; Για να βγω!
     - Δε θα πας πουθενά!
     - Φύγε από τη μέση να περάσω!
     - Αν κάνεις ένα βήμα, θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα!
     - Τσακ! Ορίστε, το έκανα!
     - Σύνελθε, είπα! Θα με κάνεις να πάρω δραστικά μέτρα!
     - Δε σε φοβάμαι, και, επιτέλους, απαιτώ σεβασμό! Είμαι αδερφή του πατέρα σου!
     - Φέρσου, τότε, ανάλογα με την ηλικία σου!
     - Να αφήσεις την ηλικία μου ήσυχη! Εξάλλου, ούτε εσύ είσαι κανένα μωρό! Όσο και να ρουφιέσαι, τα γεροντόπαχα δεν κρύβονται...
     - Δεν έχω γεροντόπαχα!
     - Ενώ εγώ... κορμί λαμπάδα!
     - Έλα, εδώ, σου λέω, μη φεύγεις!
     Αλλά η Αφροδίτη τίναξε με νάζι τα καλοχτενισμένα της μαλλιά και συνέχισε να απομακρύνεται. Έξαλλος ο Δίας όρμησε στο κατόπι της, με άγριες διαθέσεις. Θα την κούρευε γουλί. Αλλά η Σελήνη, που είχε μείνει πετσί και κόκαλο ύστερα από μια εξαντλητική δίαιτα και γι'αυτό τα νεύρα της ήταν ιδιαίτερα τσιτωμένα, έτρεξε και στάθηκε ανάμεσά τους.
     - Τι πράγματα είναι αυτά; φώναξε. Ήρθατε βραδιάτικα να μου χαλάσετε την ηρεμία; Εδώ είναι το βασίλειό μου και δεν επιτρέπω φασαρίες!
     - Μα..., πήγαν να δικαιολογηθούν και οι δύο.
     - Δεν ακούω τίποτα. Αυτά να τα κάνετε τη μέρα, που δε σας βλέπω! Και τώρα, απομακρυνθείτε! Και μη σας ξαναδώ κοντά, αλλιώς θα δείτε και την άλλη μου πλευρά! Μίλησα!
     Και ο Δίας με την Αφροδίτη υπάκουσαν. Όχι, βέβαια, επειδή είχαν λύσει τις διαφορές τους, αλλά επειδή δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δουν την άλλη πλευρά της Σελήνης... 


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Επαναφορά μνήμης


     - Μπαμπά, φώναξε ο μικρός, πες του, με πειράζει!
     - Μην πειράζεις τον αδερφό σου, είπε ο Πήτερ Παν.
     - Δεν τον πειράζω, είπε εκείνος, ψέματα λέει.
     - Δε λέω ψέματα! είπε ο μικρός.
     - Λες! είπε ο μεγάλος.
     - Δε λέω!
     - Λες!
     - Μπαμπά!
     - Ησυχία! φώναξε ο Πήτερ Παν. Θα με αναγκάσετε να σας τιμωρήσω!
     - Μα δεν έκανα τίποτα! είπαν και οι δύο με μια φωνή.
     - Έκανες! απάντησαν ο ένας στον άλλον ταυτόχρονα.
     - Εσύ έκανες! ανταπάντησαν.
     - Σιωπή! είπε ο Πήτερ Παν. Πηγαίνετε στο δωμάτιό σας!
     - Γιατί να μην κάτσουμε στο σαλόνι, να δούμε τηλεόραση; είπε ο μεγάλος.
     - Όλο τηλεόραση βλέπετε, τα μαθήματά σας τα έχετε κάνει;
     - Ώχου, με τα μαθήματα!
     - Να πάτε να διαβάσετε, αρκετά χαζέψατε.
     - Μα δεν έχουμε σχολείο αύριο!
     - Έχετε, όμως, μεθαύριο.
     - Έλα, μπαμπά, σε παρακαλώ! είπε ο μικρός. Έχει τους πυτζαμοήρωες σε λίγο...
     - Είπα, δεν έχει τηλεόραση... Και σιγά το πρόγραμμα, όλο χαζομάρες βλέπετε, δείτε και κανένα ντοκυμαντέρ να ξεστραβωθείτε!
     - Δεν είμαι στραβός, μπαμπά...
     Ο Πήτερ Παν συγκράτησε ένα χαμόγελο.
     - Να πάτε να κάνετε τα μαθήματά σας, είπα.
     - Γιατί να μη δούμε τους πυτζαμοήρωες; επέμεινε ο μικρός.
     - Μα τι σου αρέσει από αυτούς;
     - Είναι πολύ καλοί, και πολεμάνε με τους κακούς, και ο Γκέκο είναι πολύ δυνατός, η Ολέτ πετάει και ο Κάτμποϊ είναι κι αυτός πολύ καλός, και έχουν και αρχηγείο, και έχουν και ένα πολύ ωραίο αυτοκίνητο που πετάει...
     - Αυτοκίνητο που πετάει... είπε ο Πήτερ Παν. Τι άλλες βλακείες θα βάλουν στην τηλεόραση; Μα πώς μπορείτε και τα βλέπετε αυτά;
     - Γιατί, καλέ μπαμπά; είπε ο μεγάλος. Είναι ωραίες οι περιπέτειες! Και οι πυτζαμοήρωες πάντα σώζουν τον κόσμο!
     - Δεν υπάρχουν πυτζαμοήρωες, ούτε αυτοκίνητα που πετάνε...
     - Υπάρχουν, είπε ο μικρός.
     - Αγόρι μου, αυτά όλα είναι ψέματα...
     - Αφού το αυτοκίνητό τους πετάει, το είδα!
     - Είναι τηλεόραση, παιδί μου, δεν πρέπει να την πιστεύεις.
     - Εσύ γιατί την πιστεύεις; πετάχτηκε ο μεγάλος.
     - Ποια πιστεύω;
     - Την τηλεόραση.
     - Πότε την πίστεψα;
     - Προχθές δεν έλεγες στο θείο ότι αρχίσανε τις παροχές, ενόψει των επερχόμενων εκλογών; Αλήθεια, τι είναι η ενόψη; Μερικές φορές δυσκολεύομαι να σε καταλάβω...
     - Αυτό το είδα στις ειδήσεις...
     - Ναι, στην τηλεόραση, δηλαδή.
     - Ε, ναι...
     - Άρα, κι εσύ την πιστεύεις την τηλεόραση!
     - Άλλο πράγμα οι ειδήσεις, άλλο τα παραμύθια... Και το ενόψει...
     - Εκπομπή δεν είναι οι ειδήσεις;
     - Ναι, αλλά...
     - Και οι πυτζαμοήρωες εκπομπή είναι.
     - Ναι, είναι εκπομπή! είπε και ο μικρός.
     - Πρέπει να καταλάβετε ότι άλλο πράγμα είναι το ένα, άλλο το άλλο. Οι ειδήσεις είναι σαν τα ντοκυμαντέρ.
     - Δε μου αρέσουν τα ντοκυμαντέρ, όλο βαρετά πράγματα δείχνουν, είπε ο μικρός.
     - Ε, όχι δα... Δεν είδατε τις προάλλες ένα ωραίο ντοκυμαντέρ με τα ζώα της ζούγκλας;
     - Σιγά το ντοκυμαντέρ! Ούτε έναν ιπτάμενο ελέφαντα δεν έδειξε!
     - Μα δεν υπάρχουν ιπτάμενοι ελέφαντες!
     - Υπάρχουν!
     - Άντε πάλι! Δεν υπάρχουν, αγόρι μου, ιπτάμενοι ελέφαντες...
     - Και ο Ντάμπο τι είναι; Δεν είναι ελέφαντας ο Ντάμπο;
     Ο μικρός κοίταξε τον μεγάλο.
     - Είναι, είπε εκείνος.
     - Ωραία, λοιπόν, συνέχισε ο μικρός, τι ντοκυμαντέρ είναι αυτό που δεν τα δείχνει όλα;
     Ο Πήτερ Παν ένιωσε να τον πιάνει πονοκέφαλος.
     - Δεν υπάρχουν ιπτάμενοι ελέφαντες, ξαναείπε, όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Τώρα, πηγαίνετε να διαβάσετε τα μαθήματά σας.
     - Όλο να διαβάζουμε θέλεις, είπε ο μεγάλος.
     - Θέλω να διαβάζετε τα μαθήματά σας. Πώς αλλιώς θα προκόψετε στη ζωή σας;
     - Ο Ντάμπο δε διάβαζε και έγινε αστέρι του τσίρκου, είπε ο μικρός.
     - Άντε πάλι με τον Ντάμπο!
     - Κι εγώ θα γίνω αστέρι του τσίρκου, συνέχισε ο μικρός.
     - Ωραία δουλειά διάλεξες.
     - Κι εγώ θα γίνω ξυλουργός, είπε ο μεγάλος.
     - Χμμ...
     - Και θα φτιάξεις ένα ξύλινο αγόρι που θα γίνει αληθινό; ρώτησε ο μικρός.
     - Ίσως, είπε ο μεγάλος. Ίσως, πάλι, να φτιάξω ένα ξύλινο κορίτσι, θα δω.
     - Οι ξυλουργοί δεν φτιάχνουν ξύλινα παιδιά που ζωντανεύουν, είπε ο Πήτερ Παν, όσο πιο ήρεμα γινόταν.
     - Ο Τζεπέτο πώς έφτιαξε; είπε ο μικρός.
     - Θα πρέπει να βρω μαγικό ξύλο πρώτα, είπε ο μεγάλος.
     - Τι μαγικό ξύλο και κουραφέξαλα είναι αυτά; Δεν υπάρχει μαγικό ξύλο!
     - Υπάρχει, αλλά πρέπει να το βρεις.
     - Θα σε βοηθήσω κι εγώ, είπε ο μικρός. Και τις Απόκριες θα ντυθώ χταπόδι!
     - Τώρα αυτό πού κολλάει; ρώτησε ο Πήτερ Παν.
     - Κολλάει. Θα μου πάρεις στολή;
     - Χταποδιού;
     - Ναι, και θέλω τα πόδια του να έχουν τατουάζ...
     - Τατουάζ; ρώτησε ο μεγάλος. Γιατί;
     - Θα είμαι χταπόδι-σεφ.
     - Ωραία ιδέα! Κι εγώ θα ντυθώ βατραχονεράιδα!
     - Δεν υπάρχουν χταπόδια-σεφ, είπε ο Πήτερ Παν, μόνο σεφ που μαγειρεύουν χταπόδια... Ούτε βατραχονεράιδες, τι δουλειά έχεις εσύ, αγόρι πράγμα, να ντύνεσαι νεράιδα;
     - Όχι νεράιδα, βατραχονεράιδα, είπα. Με φόρεμα από νούφαρα και ραβδάκι που θα μοιάζει με βούρλο!
     - Δεν υπάρχουν βατραχονεράιδες!
     - Ω, τι βαρετός που είσαι, τελικά!
     - Βούρλο, είπε ο μικρός που πρώτη φορά άκουγε τη λέξη. Βούρλο, βούρλο, βούρλο! επανέλαβε.
     - Στο δωμάτιό σας, τώρα αμέσως! φώναξε ο Πήτερ Παν. Και μην ακούσω κιχ!
     - Δεν μας καταλαβαίνεις, είπε ο μεγάλος καθώς αποχωρούσε.
     - Τι είπα μόλις τώρα; Ούτε κιχ!
     - Αλλά, βέβαια, πού να μας καταλάβεις, εσύ δεν είσαι παιδί!
     - Φυσικά και δεν είμαι, αλλά αυτό δε σημαίνει...
     - Ούτε ήσουν ποτέ! φώναξε ο μεγάλος και μπήκε στο δωμάτιό τους.
     - Κιχ! είπε και ο μικρός και έκλεισε με θόρυβο την πόρτα. 
     Ο Πήτερ Παν έμεινε μόνος του στο δωμάτιο. Ένιωθε πολύ κουρασμένος. Τι βάσανο να μεγαλώνεις παιδιά! Μα γιατί να μην μπορούν να καταλάβουν μερικά απλά πράγματα; Ίσως να πρέπει να μεγαλώσουν λίγο ακόμα...
     Ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να υποχωρήσει. Πήγε στο μπάνιο να πάρει ένα παυσίπονο. Το βλέμμα του έπεσε στον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε. Τα γένια του είχαν παραμεγαλώσει. Έπρεπε να πάει στον κουρέα, να τον σουλουπώσει λίγο. Μεθαύριο είχε και ραντεβού, πώς θα πήγαινε με αυτά τα γένια; Άντε να δει πώς θα πήγαινε και αυτό... Είναι δύσκολο να βρεις κάποια, όταν έχεις δύο μικρά παιδιά στην πλάτη σου. Βαρετός... Άκου βαρετός! Η ζωή είναι βαρετή, όχι αυτός. 
     Ξανακοίταξε τον εαυτό του. Μήπως υπήρχε κάτι που δε θυμόταν; Όχι, του είπε η τόσο γνώριμή του αντανάκλαση, όλα είναι όπως τα ξέρεις. Όλα ήταν πάντα έτσι, όπως τα ξέρεις.
     Πήρε το παυσίπονο, πήγε στο σαλόνι και κάθησε να δει λίγη τηλεόραση. Εκείνη την ώρα τελείωναν οι πυτζαμοήρωες. Μα τι χαζομάρες έβλεπαν τα παιδιά στην τηλεόραση; Έβαλε να δει ένα ντοκυμαντέρ με τα ζώα της ερήμου. Τα βλέφαρά του άρχισαν να βαραίνουν. Το παυσίπονο του είχε φέρει νύστα. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν αρκετά νωρίς ακόμα. 
     Δεν έπρεπε να αποκοιμηθεί. Είχε να ελέγξει και τα παιδιά, να δει αν είχαν διαβάσει. Και μετά, έπρεπε να ετοιμαστούν για ύπνο. Πάλι θα του έβγαζαν την πίστη, μέχρι να πάνε στα κρεβάτια τους. Χασμουρήθηκε. Κάτι έπρεπε να κάνει για να μην τον πάρει ο ύπνος. Αποφάσισε να κάνει ένα ντους.
     Το ντους τελικά έγινε μπάνιο και το δωμάτιο του μπάνιου γέμισε υδρατμούς. Ο Πήτερ Παν αισθάνθηκε λίγο καλύτερα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και σκούπισε τους υδρατμούς με το χέρι του. Και γιατί να μην τα περιποιηθεί ο ίδιος τα γένια του; Ή, μήπως, να ξυριζόταν εντελώς; Πώς θα έμοιαζε, άραγε, αν ξυριζόταν; Είχε υπάρξει, άραγε, ποτέ χωρίς γένια; Ούτε που θυμόταν. Πήρε τον αφρό ξυρίσματος και τον άπλωσε στο πρόσωπό του. Ύστερα, αργά-αργά, άρχισε να ξυρίζεται...
     Ο καθρέφτης του μπάνιου είχε ξαναθολώσει. Ο Πήτερ Παν είχε τελειώσει το ξύρισμά του. Άπλωσε το χέρι του και ξανακαθάρισε τον καθρέφτη από τους υδρατμούς. Κοίταξε το είδωλό του. Το πρόσωπό του έλαμπε, καλοξυρισμένο. Και μαζί με το πρόσωπό του, έλαμψε και η μνήμη του. Και ο Πήτερ Παν αναγνώρισε και αυτό του το πρόσωπο, ενώ πίσω από την πλάτη του τα πλακάκια του μπάνιου καλύπτονταν από φύλλα και ένας ιπτάμενος ελέφαντας του χαμογελούσε μέσα από την πυκνή, καταπράσινη βλάστηση...
     

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Φιλική επίσκεψη


     - Καλώς τες, είπε η Άριελ και χαμογέλασε, περάστε, περάστε!
     Η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα σκούπισαν προσεκτικά τα παπούτσια τους στο πράσινο, μαλλιαρό, χαλάκι της εισόδου και έκαναν ένα βήμα μπροστά.
     - Μα τι κάνατε, είπε η Άριελ, φέρατε και δώρα; Δεν έπρεπε!
     - Δεν είναι τίποτα, είπε η Χιονάτη και της πρόσφερε το πακέτο που κρατούσε. Έφτιαξα μηλόπιτα και σου έφερα λίγη να δοκιμάσεις.
     Η Άριελ έκρυψε με χάρη μια γκριμάτσα αηδίας που πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό της και άπλωσε τα χέρια της για να πάρει τη μηλόπιτα.
     - Και εγώ, είπε η Σταχτοπούτα, έφτιαξα κολοκυθόπιτα, πάει τέλεια με το τσάι.
     Η Άριελ πήρε την κολοκυθόπιτα στα χέρια της.
     - Με κολοκύθια; ρώτησε.
     - Με κολοκύθα, είπε η Σταχτοπούτα. Είναι γλυκιά πίτα, η αγαπημένη συνταγή της νονάς μου.
     Η Άριελ έκρυψε άλλη μια γκριμάτσα αηδίας.
     - Μα περάστε, είπε, μην ντρέπεστε!
     Στην είσοδο της σάλας η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα κοντοστάθηκαν. Ένα τεράστιο χταπόδι δέσποζε στη μέση του δωματίου, κρεμασμένο από το ταβάνι. Η Άριελ τις κοίταξε ικανοποιημένη.
     - Ωραίο δεν είναι; είπε. Είναι από φυσητό γυαλί. Το έφερα από τη Βενετία, ειδική παραγγελία. 
     Πήγε στον τοίχο και άναψε έναν διακόπτη. Μεμιάς, οι βεντούζες του χταποδιού - που στην πραγματικότητα ήταν λάμπες - φωτίστηκαν και γέμισαν τη σάλα με φως.
     - Ε; είπε η Άριελ. Δεν είναι φανταστικό;
     - Πρωτότυπο, είπε η Χιονάτη.
     - Ιδιαίτερο, είπε η Σταχτοπούτα.
     - Καθήστε όπου θέλετε, είπε η Άριελ.
     Στη σάλα βρίσκονταν διάσπαρτα σε ομάδες διάφορα καθίσματα, που έμοιαζαν με ορθάνοιχτα όστρακα. Η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα διάλεξαν έναν διθέσιο καναπέ, που έμοιαζε με στρείδι. Η Άριελ κάθησε σε μία από τις δύο πολυθρόνες-χτένια, που βρίσκονταν απέναντι από τον καναπέ.
     - Αυτή η ανακαίνιση κόστισε πολύ, αλλά άξιζε τον κόπο. Επιτέλους, η σάλα απόκτησε χαρακτήρα!
     Η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα κούνησαν ελαφρά το κεφάλι τους. 
     - Μόνη σου τα σκέφτηκες όλα αυτά; ρώτησε η Χιονάτη.
     - Εγώ είχα την αρχική ιδέα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα που βλέπετε είναι έργο του διάσημου Μαρσέλ Πουασόν. 
     - Πουασόν; είπε η Σταχτοπούτα.
      - Μη μου πείτε ότι δεν τον ξέρετε! Έχει σχεδιάσει τα πιο φαντασμαγορικά θαλάσσια πάρκα και ενυδρεία παγκοσμίως. 
     - Θαλάσσια πάρκα και ενυδρεία; είπε η Χιονάτη. Α, έτσι εξηγείται...
     - Στην αρχή, βέβαια, αρνήθηκε να μου διακοσμήσει τη σάλα. Μου είπε ότι ήταν κλεισμένος για τα επόμενα δύο χρόνια, αναμενόμενο ήταν. Αλλά, ευτυχώς, ο άντρας μου δεν υπολογίζει τα χρήματα, όταν θέλει να με ευχαριστήσει, και έτσι κατάφερα να τον πείσω να τροποποιήσει το πρόγραμμά του.
     - Ευτυχώς, είπαν η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα με μία φωνή.
     Η Άριελ έπιασε το κουδουνάκι που βρισκόταν στο τραπεζάκι και το κούνησε ελαφρά. Ένας μπάτλερ με ιριδίζον κοστούμι εμφανίστηκε στην είσοδο της σάλας. 
     - Θα πιείτε ένα τσάι; είπε στις φίλες της.
     - Ένα τσάι θα το πιούμε, είπε η Χιονάτη.
     Ο μπάτλερ εξαφανίστηκε και ύστερα από ένα λεπτό εμφανίστηκε ξανά, σπρώχνοντας ένα τρόλεϊ. Μοίρασε τα φλιτζάνια και τοποθέτησε διάφορους μικρούς δίσκους στο τραπεζάκι.
     - Καβουροκροκέτες; ρώτησε έκπληκτη η Σταχτοπούτα.
     - Ναι, είπε η Άριελ. Είναι η σπεσιαλιτέ της μαγείρισσας.
     - Και αυτά τι είναι; ρώτησε η Χιονάτη δείχνοντας το δίσκο με τα καναπεδάκια που βρισκόταν μπροστά της.
     - Μα δεν βλέπεις; Είναι καναπεδάκια με σολομό, σαρδέλλα ή σκουμπρί, κρύα σάντουιτς με αυγά αχινού και φιλέτο τόνου, και μπρουσκέτες με πατέ σαλαχιού... Μήπως έχετε κάποια αλλεργία στο σαλάχι; Αν είναι, να πω να φέρουν μπρουσκέτες με αφρό καπνιστού χελιού... Νώε!
     - Όχι, όχι, δεν χρειάζεται, είπε η Χιονάτη, απλώς δεν ξέρω αν ταιριάζουν όλα αυτά με το τσάι...
     - Μια χαρά ταιριάζουν! Εξάλλου, αυτό δεν είναι συνηθισμένο τσάι, αφέψημα φυκιών είναι...
     Η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα κοιτάχτηκαν προβληματισμένες.
     - Είναι νοστιμότατο, καμία σχέση με το συνηθισμένο τσάι, και είναι και πλούσιο σε ιώδιο, είπε η Άριελ. Μου το φέρνουν κατευθείαν από τον κοραλλιογενή ύφαλο της Αυστραλίας.
     - Αχ, μόλις θυμήθηκα, είπε η Σταχτοπούτα, πρέπει να ξέχασα αναμμένο το φούρνο! Τι μνήμη είναι αυτή που έχω!
     - Και πώς κάνεις έτσι; είπε η Άριελ. Πάρε τηλέφωνο να τον σβήσουν! Ολόκληρη Σταχτοπούτα, να ασχολείσαι η ίδια με το φούρνο;
     - Ε, ναι, αλλά σήμερα έχω παστίτσιο, και είναι το αγαπημένο του άντρα μου, το παστίτσιο από τα χεράκια μου, δε θα ήθελα να το κάψω...
     - Παστίτσιο; Τι σύμπτωση! Και εμείς παστίτσιο έχουμε! Με πετροσωλήνες ολικής και κιμά θαλάσσιας ανεμώνης! Θα σου βάλω ταπεράκι, να πάρεις μαζί. Νώε!
     - Μην μπαίνεις σε κόπο, είπε η Σταχτοπούτα.
     - Καλέ, τι κόπος; Νώε!
     - Όχι, όχι, αλήθεια, είναι που του άντρα μου οι πετροσωλήνες του φέρνουν νύστα και όλη αυτή την εβδομάδα έχει μεταμεσημβρινά συμβούλια, δε γίνεται να αποκοιμηθεί στη διάρκεια συμβουλίου.
     - Όπως θέλεις, είπε η Άριελ.
     Ο μπάτλερ εμφανίστηκε και πάλι.
     - Με ζητήσατε, κυρία;
     - Όχι, εντάξει, Νώε, δεν ήθελα τίποτα, μπορείς να αποσυρθείς.
     Ο μπάτλερ εξαφανίστηκε και η Σταχτοπούτα σηκώθηκε.
     - Χίλια συγγνώμη που φεύγω έτσι, είπε, αλλά, καταλαβαίνεις... Ποιος τον ακούει τον άντρα μου μετά, αν μου καεί το φαγητό.
       - Θα σας περιμένω και τους δύο για φαγητό, όποτε θέλετε, είπε η Άριελ.
     - Ναι, ναι, θα το κανονίσουμε, είπε η Σταχτοπούτα.
     - Πω-πω, κορίτσια, κι εγώ το ξέχασα, είπε ξαφνικά η Χιονάτη και σηκώθηκε από τη θέση της. Πού το έχω το μυαλό μου; Σήμερα ο μικρός έχει μάθημα ξιφασκίας και περιμένει εμένα να τον πάω, δεν θέλει κανέναν άλλον. Περίμενε, Σταχτοπούτα, έρχομαι κι εγώ!
     - Μα ούτε εσύ θα κάτσεις για φαγητό; 
     - Δε γίνεται, δυστυχώς...
     - Μήπως δε σου αρέσει το παστίτσιο; Έχουμε και θαλάσσιες ανεμώνες στιφάδο.
     - Δε γίνεται, λυπάμαι, έχω αργήσει. Και δε θέλω το παιδί να χάσει το μάθημά του, προετοιμάζεται για αγώνες.   
     - Γιατί δεν παίρνεις τηλέφωνο να σου τον στείλουν εδώ; Έχω ειδική αίθουσα ξιφασκίας, και εξαίρετο δάσκαλο. Θα κάνει το παιδί το μάθημά του και ύστερα θα φάμε όλοι μαζί. Θα φτιάξουμε και χελωνομπουκιές τηγανιτές για το παιδί.
     - Καλή ιδέα, αλλά ο μικρός είναι πολύ ντροπαλός και δεν ξανοίγεται εύκολα. Άλλη φορά θα τον φέρω, να παίξει και στην πισίνα.
     - Α, ναι, την πισίνα δεν την είδατε, την άλλαξα κι αυτή, τώρα έχει και νεροτσουλήθρα, θα ξετρελλαθεί ο μικρός.
     - Ναι, ναι, την επόμενη φορά θα το κανονίσουμε καλύτερα, είπε η Χιονάτη.
     - Καλά, κορίτσια, όπως θέλετε... είπε η Άριελ και τις συνόδευσε μέχρι την πόρτα.

     - Μα, καλά, θα με άφηνες μόνη μου; είπε η Χιονάτη στην Σταχτοπούτα.
     - Δε λες που καταφέραμε να ξεμπλέξουμε; είπε η Σταχτοπούτα. 
     
     - Έφυγαν οι φίλες σας, κυρία; ρώτησε ο μπάτλερ την Άριελ, καθώς μάζευε τους δίσκους από το τραπεζάκι.
     - Ναι, χρειάστηκε να φύγουν βιαστικά.
     - Και δε δοκίμασαν τίποτα. Μήπως είχαν κάποια αλλεργία;
     - Τι αλλεργίες, μην κοιτάς που έκανα την ανήξερη, αν είχαν αλλεργίες θα το θυμόμουν, έχω μνήμη ελέφαντα εγώ...
     - Θα ξανάρθουν, κυρία;
     - Θα δούμε, Νώε. Προς το παρόν, μόνο για το ότι έφυγαν μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
     - Τους άρεσε η σάλα, κυρία;
     - Ξέρεις κάτι, Νώε; Αυτό θα είναι!
     - Ποιο, κυρία;
     - Θα έσκασαν από τη ζήλια τους, μόλις είδαν τη σάλα, τις είδα εγώ πώς έμειναν με ανοιχτό το στόμα... Φίλες να σου πετύχουν... Αλλά, βέβαια, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να τους διακοσμήσει τη σάλα ένας Μαρσέλ Πουασόν!