Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος μακρινό, ζούσε μια λεμονιά. Η λεμονιά είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της: το μέρος όπου ζούσε ήταν όμορφο, ο καιρός σε εκείνο το μέρος ήταν σχεδόν πάντα ωραίος, και, επιπλέον, έκανε τα πιο μυρωδάτα και ζουμερά λεμόνια που υπήρχαν, κάτι για το οποίο όλες οι άλλες λεμονιές την παίνευαν κάθε τρεις και λίγο. Κι όμως, η λεμονιά είχε έναν μεγάλο καημό: ήθελε να κάνει μήλα και όχι λεμόνια!
Η ιδέα της είχε πρωτοέρθει όταν στη γειτονιά είχε εμφανιστεί μια ψηλή, καμαρωτή μηλιά, φορτωμένη κόκκινα, λαχταριστά μήλα. Η λεμονιά έκρινε ότι ήταν πολύ βαρετό να κάνεις λεμόνια, όλες οι λεμονιές λεμόνια έκαναν, ήταν το πιο εύκολο και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αν έκαναν, όμως, μήλα, δε θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον και πολύ πιο αξιόλογο;
Καμία άλλη λεμονιά, περιέργως, δε συμμεριζόταν τις απόψεις της. Όλες, άλλη λιγότερο, άλλη περισσότερο, είχαν συμβιβαστεί με τη ζωή τους και δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω από αυτήν. Πόσο βαρετές ήταν όλες τους! Ενώ εκείνη δεν ήταν καθόλου βαρετή - το αντίθετο μάλιστα - και, επιπλέον, ήταν και αποφασισμένη: εκείνη θα έκανε μήλα. Πόσο δύσκολο θα ήταν, πια; Αρκεί να προσπαθούσε.
Οι άλλες λεμονιές παραξενεύτηκαν με τα καμώματά της και προσπάθησαν να τη λογικέψουν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Και αφού είδαν ότι ήταν αποφασισμένη, την άφησαν στην ησυχία της και μόνο πότε-πότε την σχολίαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
Ο καιρός περνούσε και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι προσπάθειες της λεμονιάς, όσο επίμονες κι αν ήταν, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η λεμονιά άρχισε σιγά-σιγά να απογοητεύεται και όσο έβλεπε να μην καταφέρνει τίποτα, τόσο πιο πολύ απογοητευόταν. Στο τέλος, η απογοήτευσή της έγινε τόσο μεγάλη, που έπεσε σε μελαγχολία. Δεν ξυπνούσε πια το πρωί με χαρά, ούτε τραγουδούσε όλη μέρα, όπως έκαναν οι άλλες λεμονιές. Ξυπνούσε με γκρίνια και κάθε τρεις και λίγο έβαζε τα κλάματα. Οι άλλες λεμονιές προσπάθησαν να την παρηγορήσουν, αλλά εκείνη τις έδιωχνε μακριά. Ποτέ δε θα κατάφερνε να κάνει μήλα. Ήταν μια αποτυχημένη. Ένιωθε πολύ δυστυχισμένη, και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της.
Μια μέρα που η λεμονιά για πολλοστή φορά αναθεμάτιζε τη μοίρα της που ήταν τόσο άχρηστη, πέρασε από εκείνα τα μέρη ο βασιλιάς με τη συνοδεία του. Είχαν πάει επίσκεψη σε ένα μακρινό βασίλειο, για το γάμο ενός ξαδέλφου του, και επέστρεφαν. Αντί, όμως, από τις άμαξες να ακούγονται χαρούμενα τραγούδια, αφού επέστρεφαν από βασιλικό γάμο, η πομπή πήγαινε αργά και πένθιμα. Βλέπετε, στον δρόμο της επιστροφής, ένα φίδι είχε βρεθεί μπροστά στην άμαξα που κουβαλούσε το νερό και το κρασί, με αποτέλεσμα τα άλογα να τρομάξουν, η άμαξα να αναποδογυρίσει, και τα βαρέλια με το νερό και το κρασί να σπάσουν σε χίλια κομμάτια.
Ο βασιλιάς και η συνοδεία του διψούσαν πολύ. Το στόμα του βασιλιά, όπως και τα στόματα των υπολοίπων, είχε στεγνώσει.
- Το βασίλειό μου για λίγο νερό! είπε ο βασιλιάς, αν και ίσως να μην το εννοούσε επακριβώς.
Η πομπή στάθηκε. Οι στρατιώτες που συνόδευαν την πομπή έτρεξαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καβάλα στα άλογά τους. Επέστρεψαν ύστερα από λίγο. Δεν είχαν δει κανένα ίχνος νερού στην περιοχή, είπαν, ούτε λίμνη φαινόταν να υπάρχει εκεί κοντά, ούτε ποτάμι, ούτε καν ένα πηγάδι δεν είχαν συναντήσει.
Ο βασιλιάς φοβήθηκε ότι θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή. Αλλά τότε κάποιος πρόσεξε τη λεμονιά, που βρισκόταν εκεί πιο πέρα.
- Κοιτάξτε, είπε, πόσα πολλά λεμόνια έχει εκείνη η λεμονιά! Και πόσο ζουμερά φαίνονται! Γιατί να μην φτιάξουμε λεμονάδα; Η λεμονάδα είναι πολύ δροσιστική.
- Καλή ιδέα! συμφώνησαν όλοι.
Και πήγαν στη λεμονιά και μάζεψαν λεμόνια. Και τόσο ζουμερά ήταν τα λεμόνια της λεμονιάς, που η λεμονάδα που έφτιαξαν έφτασε για όλους. Ήπιε και ο βασιλιάς και ενθουσιάστηκε.
- Δεν έχω πιει πιο νόστιμη και πιο αρωματική λεμονάδα στη ζωή μου! είπε. Αυτή τη λεμονιά τη θέλω!
Η λεμονιά είδε τους στρατιώτες να την πλησιάζουν οπλισμένοι με φτυάρια και αξίνες και παρά τρίχα να λιποθυμήσει από την τρομάρα της! Νόμιζε ότι ήθελαν να την σκοτώσουν, αλλά οι στρατιώτες δεν είχαν τέτοιο σκοπό. Στάθηκαν σε απόσταση τριγύρω της, για να μην τραυματίσουν τις ρίζες της, και άρχισαν να σκάβουν. Έσκαβαν χωρίς σταματημό και στο τέλος κατάφεραν να τη βγάλουν από τη γη. Ύστερα τη φόρτωσαν στην άμαξα που πρωτύτερα είχε τα βαρέλια με το νερό και το κρασί, και ξαναξεκίνησαν για το παλάτι. Οι άλλες λεμονιές από πιο πέρα την αποχαιρετούσαν, κουνώντας τα κλαδιά τους. Ίσως να ζήλευαν και λίγο.
Η βασιλική πομπή γύρισε στο παλάτι και ο βασιλιάς, που είχε ενθουσιαστεί με τα ζουμερά λεμόνια της λεμονιάς, έβαλε να τη φυτέψουν δίπλα στο παλάτι, ακριβώς έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του! Η λεμονιά πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά της! Αλλά και ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος που την είχε έξω από το παράθυρό του, αφού όταν άνθιζε, όλη η βασιλική κρεβατοκάμαρα γέμιζε από το μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών της. Και κάθε απόγευμα, την ώρα που ο βασιλιάς καθόταν να χαλαρώσει, πάντα έπινε μια φρεσκοστυμμένη λεμονάδα από τα λεμόνια της προσωπικής του λεμονιάς.
Η λεμονιά ήταν πλέον πολύ ικανοποιημένη από τη ζωή της. Θυμόταν το κλάμα που είχε ρίξει και το πόσο αποτυχημένη ένιωθε τότε που προσπαθούσε να κάνει μήλα και δεν το κατάφερνε, και γελούσε. "Πόσο χαζή ήμουν", σκεφτόταν, "να νομίζω ότι αν κατάφερνα να κάνω μήλα, θα γινόμουν επιτυχημένη και ευτυχισμένη! Και πόσο πιο απλά ήταν τα πράγματα, τελικά..."
Είχε απόλυτο δίκιο. Αν είχε καταφέρει να κάνει μήλα, κανένας δε θα το είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα, αφού μήλα κάνουν και οι μηλιές, και μάλιστα είναι ειδικές σε αυτό. Ενώ, απλά και μόνο κάνοντας τα λεμόνια της μυρωδάτα και ζουμερά, είχε καταφέρει, όχι μόνο να εντυπωσιάσει κοτζάμ βασιλιά, αλλά και να μετακομίσει στο παλάτι του και να τον καλημερίζει κάθε μέρα.
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δική μου