Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Απλά τα πράγματα

 

     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος μακρινό, ζούσε μια λεμονιά. Η λεμονιά είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της: το μέρος όπου ζούσε ήταν όμορφο, ο καιρός σε εκείνο το μέρος ήταν σχεδόν πάντα ωραίος, και, επιπλέον, έκανε τα πιο μυρωδάτα και ζουμερά λεμόνια που υπήρχαν, κάτι για το οποίο όλες οι άλλες λεμονιές την παίνευαν κάθε τρεις και λίγο. Κι όμως, η λεμονιά είχε έναν μεγάλο καημό: ήθελε να κάνει μήλα και όχι λεμόνια!
     Η ιδέα της είχε πρωτοέρθει όταν στη γειτονιά είχε εμφανιστεί μια ψηλή, καμαρωτή μηλιά, φορτωμένη κόκκινα, λαχταριστά μήλα. Η λεμονιά έκρινε ότι ήταν πολύ βαρετό να κάνεις λεμόνια, όλες οι λεμονιές λεμόνια έκαναν, ήταν το πιο εύκολο και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αν έκαναν, όμως, μήλα, δε θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον και πολύ πιο αξιόλογο;
     Καμία άλλη λεμονιά, περιέργως, δε συμμεριζόταν τις απόψεις της. Όλες, άλλη λιγότερο, άλλη περισσότερο, είχαν συμβιβαστεί με τη ζωή τους και δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω από αυτήν. Πόσο βαρετές ήταν όλες τους! Ενώ εκείνη δεν ήταν καθόλου βαρετή - το αντίθετο μάλιστα - και, επιπλέον, ήταν και αποφασισμένη: εκείνη θα έκανε μήλα. Πόσο δύσκολο θα ήταν, πια; Αρκεί να προσπαθούσε.
     Οι άλλες λεμονιές παραξενεύτηκαν με τα καμώματά της και προσπάθησαν να τη λογικέψουν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Και αφού είδαν ότι ήταν αποφασισμένη, την άφησαν στην ησυχία της και μόνο πότε-πότε την σχολίαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
     Ο καιρός περνούσε και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι προσπάθειες της λεμονιάς, όσο επίμονες κι αν ήταν, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η λεμονιά άρχισε σιγά-σιγά να απογοητεύεται και όσο έβλεπε να μην καταφέρνει τίποτα, τόσο πιο πολύ απογοητευόταν. Στο τέλος, η απογοήτευσή της έγινε τόσο μεγάλη, που έπεσε σε μελαγχολία. Δεν ξυπνούσε πια το πρωί με χαρά, ούτε τραγουδούσε όλη μέρα, όπως έκαναν οι άλλες λεμονιές. Ξυπνούσε με γκρίνια και κάθε τρεις και λίγο έβαζε τα κλάματα. Οι άλλες λεμονιές προσπάθησαν να την παρηγορήσουν, αλλά εκείνη τις έδιωχνε μακριά. Ποτέ δε θα κατάφερνε να κάνει μήλα. Ήταν μια αποτυχημένη. Ένιωθε πολύ δυστυχισμένη, και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της.
     Μια μέρα που η λεμονιά για πολλοστή φορά αναθεμάτιζε τη μοίρα της που ήταν τόσο άχρηστη, πέρασε από εκείνα τα μέρη ο βασιλιάς με τη συνοδεία του. Είχαν πάει επίσκεψη σε ένα μακρινό βασίλειο, για το γάμο ενός ξαδέλφου του, και επέστρεφαν. Αντί, όμως, από τις άμαξες να ακούγονται χαρούμενα τραγούδια, αφού επέστρεφαν από βασιλικό γάμο, η πομπή πήγαινε αργά και πένθιμα. Βλέπετε, στον δρόμο της επιστροφής, ένα φίδι είχε βρεθεί μπροστά στην άμαξα που κουβαλούσε το νερό και το κρασί, με αποτέλεσμα τα άλογα να τρομάξουν, η άμαξα να αναποδογυρίσει, και τα βαρέλια με το νερό και το κρασί να σπάσουν σε χίλια κομμάτια. 
     Ο βασιλιάς και η συνοδεία του διψούσαν πολύ. Το στόμα του βασιλιά, όπως και τα στόματα των υπολοίπων, είχε στεγνώσει.
     - Το βασίλειό μου για λίγο νερό! είπε ο βασιλιάς, αν και ίσως να μην το εννοούσε επακριβώς.
     Η πομπή στάθηκε. Οι στρατιώτες που συνόδευαν την πομπή έτρεξαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καβάλα στα άλογά τους. Επέστρεψαν ύστερα από λίγο. Δεν είχαν δει κανένα ίχνος νερού στην περιοχή, είπαν, ούτε λίμνη φαινόταν να υπάρχει εκεί κοντά, ούτε ποτάμι, ούτε καν ένα πηγάδι δεν είχαν συναντήσει.
     Ο βασιλιάς φοβήθηκε ότι θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή. Αλλά τότε κάποιος πρόσεξε τη λεμονιά, που βρισκόταν εκεί πιο πέρα.
     - Κοιτάξτε, είπε, πόσα πολλά λεμόνια έχει εκείνη η λεμονιά! Και πόσο ζουμερά φαίνονται! Γιατί να μην φτιάξουμε λεμονάδα; Η λεμονάδα είναι πολύ δροσιστική.
     - Καλή ιδέα! συμφώνησαν όλοι.
     Και πήγαν στη λεμονιά και μάζεψαν λεμόνια. Και τόσο ζουμερά ήταν τα λεμόνια της λεμονιάς, που η λεμονάδα που έφτιαξαν έφτασε για όλους. Ήπιε και ο βασιλιάς και ενθουσιάστηκε.
     - Δεν έχω πιει πιο νόστιμη και πιο αρωματική λεμονάδα στη ζωή μου! είπε. Αυτή τη λεμονιά τη θέλω!
     Η λεμονιά είδε τους στρατιώτες να την πλησιάζουν οπλισμένοι με φτυάρια και αξίνες και παρά τρίχα να λιποθυμήσει από την τρομάρα της! Νόμιζε ότι ήθελαν να την σκοτώσουν, αλλά οι στρατιώτες δεν είχαν τέτοιο σκοπό. Στάθηκαν σε απόσταση τριγύρω της, για να μην τραυματίσουν τις ρίζες της, και άρχισαν να σκάβουν. Έσκαβαν χωρίς σταματημό και στο τέλος κατάφεραν να τη βγάλουν από τη γη. Ύστερα τη φόρτωσαν στην άμαξα που πρωτύτερα είχε τα βαρέλια με το νερό και το κρασί, και ξαναξεκίνησαν για το παλάτι. Οι άλλες λεμονιές από πιο πέρα την αποχαιρετούσαν, κουνώντας τα κλαδιά τους. Ίσως να ζήλευαν και λίγο.
     Η βασιλική πομπή γύρισε στο παλάτι και ο βασιλιάς, που είχε ενθουσιαστεί με τα ζουμερά λεμόνια της λεμονιάς, έβαλε να τη φυτέψουν δίπλα στο παλάτι, ακριβώς έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του! Η λεμονιά πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά της! Αλλά και ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος που την είχε έξω από το παράθυρό του, αφού όταν άνθιζε, όλη η βασιλική κρεβατοκάμαρα γέμιζε από το μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών της. Και κάθε απόγευμα, την ώρα που ο βασιλιάς καθόταν να χαλαρώσει, πάντα έπινε μια φρεσκοστυμμένη λεμονάδα από τα λεμόνια της προσωπικής του λεμονιάς.
     Η λεμονιά ήταν πλέον πολύ ικανοποιημένη από τη ζωή της. Θυμόταν το κλάμα που είχε ρίξει και το πόσο αποτυχημένη ένιωθε τότε που προσπαθούσε να κάνει μήλα και δεν το κατάφερνε, και γελούσε. "Πόσο χαζή ήμουν", σκεφτόταν, "να νομίζω ότι αν κατάφερνα να κάνω μήλα, θα γινόμουν επιτυχημένη και ευτυχισμένη! Και πόσο πιο απλά ήταν τα πράγματα, τελικά..."
     Είχε απόλυτο δίκιο. Αν είχε καταφέρει να κάνει μήλα, κανένας δε θα το είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα, αφού μήλα κάνουν και οι μηλιές, και μάλιστα είναι ειδικές σε αυτό. Ενώ, απλά και μόνο κάνοντας τα λεμόνια της μυρωδάτα και ζουμερά, είχε καταφέρει, όχι μόνο να εντυπωσιάσει κοτζάμ βασιλιά, αλλά και να μετακομίσει στο παλάτι του και να τον καλημερίζει κάθε μέρα.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δική μου
     

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Παταγώδης αποτυχία


      Κάτι χρόνια είχε η Πίπη να βρεθεί με τη φίλη της τη Ροδαλόφτερη, και γι'αυτό δεν έφταιγε που η Ροδαλόφτερη είναι μια χαμογελαστή νεράιδα με διάφανα φτερά, ούτε που η Πίπη είναι μια αλλοπαρμένη. Όλοι το ξέρουμε, δα, ότι πολλές φορές προσπαθούμε να κανονίσουμε συναντήσεις, αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Όταν, όμως, υπάρχει η θέληση, τελικά βρίσκεται και ο τρόπος, και η Πίπη κατάφερε να βρεθεί με τη Ροδαλόφτερη!
     Οι δύο φίλες είχαν πολλά να πουν, έπρεπε να καλύψουν τόσον καιρό, που μιλούσαν, και μιλούσαν, και μιλούσαν... Και όπως με όλες τις φιλίες, ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από την τελευταία τους συνάντηση.
     Βέβαια, έτσι καθώς ήταν απορροφημένες στα δικά τους, η αλήθεια είναι ότι δεν πρόσεχαν και πολύ τι συνέβαινε γύρω τους. Και αυτό δεν είναι κατ'ανάγκην κακό, όμως τη συγκεκριμένη μέρα... Χμ, μάλλον θα πρέπει να την πιάσουμε αλλιώς την ιστορία.
     Θυμάστε εκείνο το καμουφλαρισμένο κάστρο εκείνης της κακιάς μάγισσας, που είχε ανακαλύψει η Πίπη και το είχε βγάλει και φωτογραφία; Ε, λοιπόν, αυτό δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα στον κόσμο των μαγισσών, και είναι λογικό να το φέρουν βαρέως όταν τα μαγικά τους κόλπα αποκαλύπτονται. Όταν αποκαλύφθηκε, λοιπόν, το καμουφλαρισμένο κάστρο, η Παγκόσμια Ομοσπονδία των Απανταχού Μαγισσών - Π.Ο.Α.Μ., για συντομία - συγκάλεσε εκτάκτως συνέδριο!
     Οι μάγισσες από όλο τον κόσμο μαζεύτηκαν σε μία μυστική τοποθεσία, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, και ήταν όλες τους πολύ εκνευρισμένες, που ένας άνθρωπος - έστω κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν η Πίπη - είχε ανακαλύψει ένα ολόκληρο κάστρο μάγισσας, κρυμμένο πίσω από τις ομίχλες άπειρων μαγικών φίλτρων και καμουφλαρισμένο με χιλιάδες ξόρκια. Η μάγισσα του κάστρου κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Ήταν προφανές ότι κάτι δεν είχε κάνει σωστά.
     Η μάγισσα, που ο ήχος του ονόματός της θύμιζε κρώξιμο κορακιού, κάτι που σήμαινε ότι το όνομά της δεν μπορούσε να γραφτεί με τα γράμματα κανενός ανθρώπινου αλφαβήτου, διαβεβαίωσε ότι είχε ακολουθήσει το σωστό τελετουργικό και είχε χρησιμοποιήσει τις σωστές δοσολογίες στα φίλτρα της, όπως αυτά ήταν καταγεγραμμένα στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Μαγικής Σοφίας, που ως γνωστόν υπάρχει στη βιβλιοθήκη κάθε μάγισσας που σέβεται τον εαυτό της. Ορκίστηκε στο Μαγικό Καταρολόγιο ότι δεν είχε παραβεί κανέναν απολύτως κανόνα και ότι είχε υπάρξει πάντα πιστή στο πρωτόκολλο.
     Η μάγισσα - ας την πούμε Κρακρά, χάριν ευκολίας - δε φαίνεται να έπεισε τις υπόλοιπες μάγισσες για την αθωότητά της. Στην καλύτερη περίπτωση, είπαν, είχε υποπέσει σε ασυγχώρητο σφάλμα. Αλλά δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να μείνει ατιμώρητη. Ο κίνδυνος να τη μιμηθούν και άλλες μάγισσες στην επιπολαιότητα ήταν υπαρκτός, και τι θα γινόταν αν, το ένα μετά το άλλο, αποκαλύπτονταν στους ανθρώπους όλα τους τα μυστικά; Η τιμωρία που προτάθηκε ήταν ιδιαίτερα αυστηρή: αποβολή από την ομοσπονδία, αφαίρεση της κάρτας μέλους, κατάσχεση της σκούπας της, του μυτερού της καπέλου, και όλων των μαγικών της βιβλίων. Με άλλα λόγια, η μάγισσα Κρακρά θα έπαυε να είναι μάγισσα.
     Αυτό ήταν κάτι που η μάγισσα Κρακρά θεώρησε μεγάλη προσβολή προς το πρόσωπό της, κυρίως επειδή είχε ξοδέψει τα τελευταία οκτακόσια πενήντα δύο χρόνια για να χτίσει - με μεγάλο κόπο, είναι η αλήθεια - το όνομά της, και να γίνει μία από τις πιο κακές μάγισσες όλων των εποχών. Επικαλούμενη, λοιπόν, το άμεμπτο παρελθόν της, ζήτησε να της δοθεί μια ευκαιρία για να μπορέσει να διορθώσει τα πράγματα. 
     Δεν χρειαζόταν τα βιβλία της, αφού, ύστερα από τόσα χρόνια όλα τα ξόρκια τα ήξερε απ'έξω, χωρίς το μυτερό της καπέλο, όμως, ένιωθε γυμνή. Σε αντάλλαγμα για το μυτερό της καπέλο, λοιπόν, υποσχόταν να εντοπίσει την Πίπη, να την παρακολουθήσει, να βρει όλα της τα αδύνατα σημεία, και να φροντίσει ώστε να πάψει να αποτελεί απειλή για τον κόσμο των μαγισσών. Αυτό ήταν κάτι που όλες οι μάγισσες το επιθυμούσαν, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κάποιες από τις μάγισσες του προεδρείου της είχαν μια μικρή αδυναμία, η μάγισσα Κρακρά πέτυχε αυτό που ήθελε.
     - Εντάξει, της είπαν, θα σου τη δώσουμε την ευκαιρία, όμως έχεις προθεσμία τρία χρόνια για να  βρεις την Πίπη και να την τακτοποιήσεις, ή να την φέρεις σε εμάς να την τακτοποιήσουμε. 
     - Θα την βρω πολύ νωρίτερα, είπε εκείνη.
     - Και, θυμήσου: σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεις αντιληπτή. Αυτό, ως γνωστόν, είναι η μεγαλύτερη ντροπή για μία μάγισσα και θα σημάνει την οριστική σου διαγραφή, τόσο από την ομοσπονδία, όσο και από το Λίμπρο Ντ'Όρο των μαγισσών, καθώς επίσης και την οριστική και αμετάκλητη κατάσχεση του καπέλου σου. Συνεννοηθήκαμε;
     Εννοείται ότι η μάγισσα δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση - δε θα μπορούσε, άλλωστε - και, έτσι, από εκείνη τη μέρα άρχισε να ψάχνει μανιωδώς την Πίπη. Την έψαχνε παντού: στις πόλεις, στα χωριά, στη θάλασσα, στον ουρανό, μέσα στις μυρμηγκότρυπες, μέσα στις αετοφωλιές... Αλλά, πουθενά δεν την έβρισκε. Ώσπου μια μέρα της ήρθε μια ιδέα. Και αν η Πίπη ζούσε κάπου εκεί κοντά στο κάστρο της; Και αποφάσισε να παρακολουθήσει την παλιά της γειτονιά.
     Χρειάστηκε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική για να μη γίνει αντιληπτή, βέβαια. Το κάστρο της είχε γίνει τουριστικό αξιοθέατο και περιτριγυριζόταν όλες τις ώρες από τουρίστες οπλισμένους με φωτογραφικές μηχανές και κινητά. Και πότε το φωτογράφιζαν από την μία του πλευρά, πότε από την άλλη, πότε με το φως του ήλιου, πότε με το φως του φεγγαριού...
     Η μάγισσα Κρακρά κρύφτηκε σε έναν κήπο εκεί κοντά και παρακολουθούσε με τις ώρες. Πέρασε μία μέρα, πέρασαν δύο, πέρασε μία βδομάδα, η μάγισσα κόντευε να βγάλει ρίζες και να γίνει ένα με τα φυτά του κήπου. Και πάνω που άρχισε να απελπίζεται, τσουπ! Να'τη η Πίπη!
     Η μάγισσα χάρηκε με την επιτυχία της και άρχισε να ακολουθεί την Πίπη πολύ προσεκτικά, για να μη γίνει αντιληπτή. Την είδε να μπαίνει σε ένα σπίτι.
     - Ώστε εδώ μένει! είπε η μάγισσα και χαμογέλασε.
     Και κρύφτηκε σε κάτι δέντρα απέναντι για να συνεχίσει την παρακολούθηση. Όμως, ύστερα από μερικές ώρες η Πίπη ξαναπρόβαλε στον δρόμο.
     - Πού πάει, βραδιάτικα; αναρωτήθηκε η μάγισσα.
     Άρχισε και πάλι να ακολουθεί την Πίπη, και ευτυχώς που είχε σκοτεινιάσει, διότι η παρακολούθηση στα σκοτεινά ήταν πολύ πιο εύκολη για εκείνη. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η Πίπη περπατούσε και όλο περπατούσε, και δε φαινόταν να έχει σκοπό να σταματήσει να περπατάει. Μα πού πήγαινε, επιτέλους; 
     Τη μάγισσα την πονούσαν τα πόδια της από το πολύ περπάτημα και ένιωσε πολύ μεγάλη νοσταλγία για την σκούπα της, σε αντίθεση με την Πίπη, που συνέχιζε να περπατά απτόητη και δε φαινόταν να χρειάζεται καμία σκούπα. Και πάνω που η μάγισσα είχε αρχίσει να νιώθει ότι ίσως και να μην κατάφερνε να ακολουθήσει την Πίπη μέχρι το τέλος, η Πίπη μπήκε σε ένα άλλο σπίτι. Είχαν φτάσει στη Χώρα του διαμερίσματος. Και η μάγισσα κατάλαβε ότι εκεί έμενε, τελικά, η Πίπη.
     Έκτοτε, η μάγισσα ακολουθούσε την Πίπη παντού, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα αδύνατά της σημεία. Άλλες φορές, πάλι, κρυβόταν λίγο πιο μακριά και παρακολουθούσε τη Χώρα της μπροστινής ή τη Χώρα της πίσω βεράντας, αλλά και οι συζητήσεις με τα φυτά δεν την βοήθησαν ιδιαίτερα.
     Μέχρι τη μέρα που η Πίπη κανόνισε να βρεθεί με τη φίλη της τη Ροδαλόφτερη, η μάγισσα δεν είχε κάνει την παραμικρή πρόοδο. Όταν, όμως, την ακολούθησε και την είδε να συναντάει τη φίλη της, κατάλαβε ότι θα μάθαινε πολλά.
     Και έτσι, λοιπόν, η Πίπη και η Ροδαλόφτερη μιλούσαν, και μιλούσαν, και έλεγαν τα νέα τους, και η μάγισσα λίγο πιο πέρα είχε βγάλει ένα σημειωματάριο και σημείωνε, και σημείωνε... Ω, πόσο εύκολο ήταν τελικά να παρακολουθήσεις την Πίπη, αρκεί να βρεθείς στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή! Η Πίπη και η Ροδαλόφτερη, στο μεταξύ, δεν είχαν πάρει χαμπάρι! Κι ας είναι η Πίπη, τόσο ανοιχτομάτα! Κι ας είναι η Ροδαλόφτερη τόσο ευαίσθητη!
     Πέρασε η ώρα, και η Πίπη με τη Ροδαλόφτερη αποφάσισαν να περπατήσουν λίγο. Το περιβάλλον ήταν πολύ όμορφο, και η βόλτα θα ήταν πολύ ευχάριστη. Η μάγισσα άρχισε να τις ακολουθεί. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο για εκείνην να κρυφτεί ανάμεσα σε όλα εκείνα τα δέντρα που υπήρχαν γύρω-γύρω.
     Οι δύο φίλες περπατούσαν και μιλούσαν, περπατούσαν και μιλούσαν, και η μάγισσα τις ακολουθούσε και σημείωνε, τις ακολουθούσε και σημείωνε.
     - Τι ωραία που είναι εδώ! είπαν οι δύο φίλες. Τα δέντρα είναι τόσο όμορφα, τα χρώματα, το φως, είναι όλα υπέροχα!
     Και τότε, η Ροδαλόφτερη είπε κάτι που κανείς δε θα περίμενε να πει.
     - Α, για δες: ένα καπέλο μάγισσας! είπε.
     Η Πίπη στράφηκε προς το μέρος που κοιτούσε η Ροδαλόφτερη. Ναι, φυσικά, το έβλεπε και αυτή. Ήταν ξεκάθαρα ένα μυτερό καπέλο μάγισσας. Πράσινο σαν τα γύρω δέντρα, αλλά τόσο, μα τόσο διαφορετικό από εκείνα!
     Και εκείνη την στιγμή η Πίπη κατάλαβε ότι το καπέλο δεν βρισκόταν μόνο του εκεί πέρα, ανάμεσα στα δέντρα, αλλά ότι, σίγουρα, από κάτω του έκρυβε μια μάγισσα. Αλλά και η μάγισσα κατάλαβε κάτι. Κατάλαβε ότι όλη η παρακολούθηση είχε πάει χαμένη και ότι εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που φορούσε το αγαπημένο της καπέλο. Από την επόμενη θα ήταν μία απλή, κοινή θνητή.
     Και όλα αυτά, χάρη στην παρατηρητικότητα της Ροδαλόφτερης...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δική μου και βγήκε εξαιτίας της Ροδαλόφτερης, που εντόπισε το μυτερό καπέλο.