Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Επιστροφή στο κλασσικό



     Ο Άη-Βασίλης προβάριζε το καινούργιο του παντελόνι, ρουφώντας διακριτικά την κοιλιά του, όταν ένα από τα αρχιξωτικά του όρμησε μέσα στο δωμάτιο.
     - Αη-Βασίλη, φώναξε, το έλκηθρο έσπασε!
     -Τι; ρώτησε ο Αη-Βασίλης, αφήνοντας απότομα την κοιλιά του να ξαναξεχειλώσει, με κίνδυνο να πεταχτούν τα κουμπιά από τη θέση τους.
     - Έσπασε! επανέλαβε το αρχιξωτικό.
     - Μα, πώς έγινε αυτό; Δεν το ελέγξατε τις προάλλες και ήταν εντάξει;
     Το αρχιξωτικό χαμήλωσε το κεφάλι.
     - Ναι, απάντησε χαμηλόφωνα.
     - Και τότε, πώς έσπασε;
     - Δεν άντεξε το βάρος.
     Άλλο πάλι και τούτο! Πώς γίνεται ένα τέτοιο έλκηθρο, φτιαγμένο από τους καλύτερους τεχνίτες του κόσμου, με τις καλύτερες δυνατές προδιαγραφές, να σπάσει σαν να ήταν παιχνιδάκι; Ο Αη-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει.
     - Σου ετοίμασα το καλάθι με το κολατσιό, είπε η γυναίκα του Αη-Βασίλη, που μπήκε εκείνη την ώρα κρατώντας ένα τεράστιο καλάθι. Σου έβαλα και πέντε κομμάτια πουτίγκα, για τη λιγούρα…
     - Άσε την πουτίγκα, γυναίκα, και μάλλον δεν θα χρειαστεί.
     - Τι εννοείς;
     - Έσπασε το έλκηθρο.
     - Όχι δα!
     - Πώς θα πάω τώρα τα δώρα στα παιδιά;
     Η γυναίκα του Αη-Βασίλη στράφηκε στο αρχιξωτικό.
     - Δεν φτιάχνεται; ρώτησε.
     - Φαντάζομαι ότι θα φτιάχνεται, απάντησε το αρχιξωτικό, αλλά γι’αυτό θα χρειαστούμε πολύ χρόνο.
     - Καλά, πώς έγινε και έσπασε;
     - Έσπασε από το βάρος των δώρων.
     Η γυναίκα του Αη-Βασίλη έστρεψε το βλέμμα της στον άντρα της.
     - Ώστε δεν με άκουσες, του είπε επικριτικά.
     Εκείνος χαμογέλασε ένοχα.
     - Μα είναι παιδιά…
     - Άντρες, μονολόγησε εκείνη, πάντα ανυπάκουοι…
     - Δεν  μπορώ να τα απογοητεύσω, είπε ο Αη-Βασίλης.
     - Μα είναι δυνατόν να τους κάνεις όλα τα χατήρια; Έτσι κακομαθαίνουν τα παιδιά!
     - Μα αν δεν τους πάω τα δώρα τους θα νομίζουν ότι δεν υπάρχω.
     - Και αν τους πας όλα αυτά που ζητάνε, τι θα κερδίσουν;
     - Ε, εντάξει…
     - Είδες πώς έχουν καταντήσει τα γράμματα που σου στέλνουν; Σαν λίστα με ψώνια! «Θέλω μια κούκλα, και ένα αρκουδάκι, και ένα πατίνι, και μία μπάλα, και ένα ποδήλατο», και όλα στο ίδιο γράμμα, για το ίδιο παιδί! Αν είναι δυνατόν!
     - Παιδιά είναι…
     - Και παλιότερα τι ήταν; Παιδιά δεν ήταν και παλιότερα; Αλλά, βέβαια, τα κακομαθαίνουν οι γονείς τους, που τους παίρνουν τα δώρα με το τσουβάλι, και περιμένουν τα ίδια και περισσότερα από τον Άγιο Βασίλη!
     - Γι’αυτό σου λέω…
     - Τι μου λες; Είναι δυνατόν το έλκηθρο να μεταφέρει τριάντα δώρα για κάθε παιδί;
     - Και τις προηγούμενες χρονιές…
     - Α, ώστε και τις προηγούμενες χρονιές το παραφόρτωσες το έλκηθρο! Να δούμε τι θα κάνουν τώρα όλα τα κακομαθημένα, που θα μείνουν χωρίς δώρα!
     Ο Αη-Βασίλης δεν τόλμησε να πει τίποτα. Η γυναίκα του ήταν πυρ και μανία, αλλά είχε δίκιο. Και άλλες φορές τον είχε προειδοποιήσει να μην παραφορτώνει το έλκηθρο, και να πηγαίνει ένα μόνο δώρο σε κάθε παιδί, αλλά εκείνος παρασυρόταν από την επιθυμία του να ευχαριστήσει τα παιδιά και δεν την άκουγε.
     - Αυτό που με εκνευρίζει περισσότερο, είπε η γυναίκα του Αη-Βασίλη, είναι ότι εξαιτίας της πλεονεξίας των περισσότερων παιδιών, δεν θα πάρουν δώρα και κάποια παιδιά που ζήτησαν μόνο ένα δώρο…
     - Ναι, είναι εκνευριστικό… συμφώνησε ο Αη-Βασίλης.
     - …και βέβαια, με βγάζει εκτός εαυτού το ότι εγώ σου μιλάω και εσύ δε μου δίνεις καμία σημασία!
     Ο Αη-Βασίλης δε συνέχισε.
     - Άντρες! ξαναείπε η γυναίκα του Αη-Βασίλη, πάντα κάνουν του κεφαλιού τους!
     Στράφηκε στο αρχιξωτικό.
     - Πάμε να μου δείξεις το έλκηθρο, είπε.
     Οι δυο τους εξαφανίστηκαν από το δωμάτιο και ο Αη-Βασίλης πλησίασε το καλάθι με το κολατσιό. Όταν ταραζόταν τον έπιανε λιγούρα…
     Η γυναίκα του Αη-Βασίλη επιθεώρησε το έλκηθρο. Είχε σπάσει σε δύο-τρία σημεία. Επάνω του βρισκόταν ακόμα ο τεράστιος σάκος με τα δώρα.
     - Ξεφορτώστε το! είπε στα ξωτικά. Έτσι, φορτωμένο που είναι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
     Τα ξωτικά ίδρωσαν μέχρι να ξεφορτώσουν όλα τα δώρα.
     - Και τώρα, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, είπε η γυναίκα του Αη-Βασίλη.
     Το σπάσιμο δεν ήταν τόσο σοβαρό, τελικά. Με τίποτα, όμως, το έλκηθρο δεν θα μπορούσε να κουβαλήσει όλο εκείνο το φορτίο. Η γυναίκα του Αη-Βασίλη άρχισε να σκέφτεται. Και ύστερα από λίγο, της ήρθε μια ιδέα. Πήγε στο σπίτι και έφερε ένα βελονάκι και μερικά κουβάρια νήμα.
     - Είναι το νήμα με το οποίο φτιάχνω τα ρούχα του Αη-Βασίλη, είπε, είναι πολύ γερό.
     Και άρχισε να πλέκει. Σαν αφηνιασμένα δούλευαν τα χέρια της και το πλεκτό μεγάλωνε και μεγάλωνε… Τα ξωτικά την χάζευαν, μαγεμένα.
     Αφού έφτιαξε αυτό που ήθελε, πήγε στο έλκηθρο και άρχισε να το μερεμετίζει. Έβαλε στα σημεία όπου το ξύλο είχε σπάσει το ύφασμα που είχε πλέξει, το τύλιξε γύρω-γύρω και ύστερα το έραψε με τις πιο γερές βελονιές που ήξερε, αυτές που χρησιμοποιούσε και στο παντελόνι του Αη-Βασίλη. Από πάνω τα έδεσε κιόλας, με έξτρα κόμπους, από αυτούς που είχε μάθει στους προσκόπους, όταν ήταν κοριτσάκι. Και αφού βεβαιώθηκε ότι είχε κάνει καλή δουλειά, είπε να φωνάξουν τον Αη-Βασίλη.
     - Το έφτιαξες; ρώτησε εκείνος εντυπωσιασμένος.
     - Γιατί σου κάνει εντύπωση; Εγώ δεν τα φτιάχνω όλα στο σπίτι, όταν χαλάνε;
     - Άρα, τώρα μπορώ να μοιράσω τα δώρα;
     - Δε νομίζω να μπορεί να κουβαλήσει τόσο βάρος. Εγώ το έφτιαξα σχετικά πρόχειρα, για να μπορεί να ταξιδέψει. Αν το παραφορτώσεις, μπορεί και πάλι να σπάσει, σε άλλα σημεία.
     - Και τι θα κάνω, τότε;
     Η γυναίκα του Αη-Βασίλη δεν είπε τίποτα, αλλά έφυγε σκεφτική από το δωμάτιο. Και αυτό ήταν σημάδι ότι κάτι θα σκαρφιζόταν. Ο Αη-Βασίλης ήταν πολύ περίεργος. Και με όλη αυτή την αναστάτωση, του ήρθε και πάλι λιγούρα…
     Η γυναίκα του Αη-Βασίλη γύρισε, ύστερα από λίγο, κουβαλώντας έναν σάκο, ο οποίος, παρ’όλο που ήταν τεράστιος, φαινόταν ανάλαφρος σαν μπαλόνι.
     - Πού τα θυμήθηκες τώρα αυτά, βρε γυναίκα; είπε ο Αη-Βασίλης.
     - Ρωτάς αν τα ξέχασα και ποτέ; απάντησε εκείνη.
     - Με παλιατσούρες θα την βγάλουμε, δηλαδή;
     - Παλιατσούρες; Εσύ το λες αυτό; Εδώ μιλάμε για κλασσικά κομμάτια! Και το κλασσικό, να ξέρεις, δεν φεύγει ποτέ από τη μόδα…
     Ο Αη-Βασίλης δεν ήξερε πολλά από μόδα, ήξερε όμως ότι η γυναίκα του ήξερε πολύ περισσότερα από εκείνον, οπότε θα έπρεπε να την εμπιστευτεί.
     - Άντε, λοιπόν, τι κάθεστε; είπε εκείνη, καθώς τακτοποιούσε τον σάκο στο έλκηθρο. Ετοιμαστείτε! Λίγο ακόμα αν καθυστερήσετε, δεν θα προλάβετε να μοιράσετε όλα τα δώρα!
     Τα ξωτικά έτρεξαν αμέσως και βοήθησαν και τον Αη-Βασίλη να μπει μέσα στο έλκηθρο, καθώς η κοιλιά του τον ψιλοεμπόδιζε. Ο Αη-Βασίλης έπιασε τα γκέμια.
     - Εμπρός, λοιπόν, καλοί μου τάρανδοι! φώναξε χαρούμενος. Εμπρός, αγαπημένα μου ξωτικά! Ας μοιράσουμε τα δώρα στα παιδιά! Ο σάκος μας είναι γεμάτος μέχρι επάνω! Υπάρχουν τόσα δώρα, που φτάνουν να δώσουμε και στους μεγάλους! Καλή χρονιά σε όλους!
     Και προτού καλά-καλά τελειώσει την φράση του, το έλκηθρο είχε κιόλας εκτιναχθεί με ταχύτητα στον ουρανό και άρχιζε το μακρύ, υπέροχό του ταξίδι. Και σιγά-σιγά, ένα προς ένα, τα σπίτια γέμιζαν με δώρα, και ο σάκος ξεφούσκωνε. Και τα δώρα ήταν πανάλαφρα σαν το αεράκι, αλλά γεμάτα σημασία. Και τα σπίτια γέμισαν με αγάπη, με στοργή, με τρυφερότητα, με ειρήνη, με χαμόγελα, με αγκαλιές… Γέμισαν με γαλήνη, γέμισαν με ασφάλεια, γέμισαν με χάδι, γέμισαν με φως για τους τυφλούς, γέμισαν με μουσική για τους κουφούς, γέμισαν με δύναμη για τους ανάπηρους…
     Και το επόμενο πρωί που όλοι ξύπνησαν και έψαξαν να βρουν τα δώρα τους, κάποιοι δεν τα είδαν καν, κάποιοι τα είδαν, αλλά ούτε καν τα άνοιξαν, και κάποιοι άλλοι κατάλαβαν ότι, επιτέλους, είχαν αποκτήσει αυτό ακριβώς που χρειάζονταν.
     Και η γυναίκα του Αη-Βασίλη ήταν ευδιάθετη όλο εκείνο το πρωί, παρ’όλο που έκανε παγωνιά και πονούσαν τα κόκαλά της. Και ένιωθε τόσο καλά, που άρχισε να σκέφτεται ότι αν την επόμενη χρονιά το έλκηθρο δεν είχε πάλι τα χάλια του, θα το χαλούσε εκείνη με τα ίδια της τα χέρια…

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Σωτήρια παρέμβαση


     Ο πρίγκηπας φόρεσε το καλό του σπαθί, αυτό με τη θήκη με τους πολύτιμους λίθους, και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
     - Φτου σου, λεβέντη μου! είπε στο είδωλό του.
     Όλα ήταν έτοιμα: η άμαξα στολισμένη, τα άλογα ζεμένα, ο οδηγός στη θέση του… Είχε έρθει η ώρα να φύγουν για το ρεβεγιόν. Καμαρωτός-καμαρωτός, πλησίασε σε μία πόρτα και την άνοιξε. Μπροστά σε μία ντουλάπα ήταν κρεμασμένο ένα μακρύ, σατέν φόρεμα στο χρώμα της σαμπάνιας. Δίπλα από το φόρεμα υπήρχε ένα ζευγάρι ασορτί σατέν γοβάκια. Κάτι, μάλλον, δεν πήγαινε καλά.
     Ο πρίγκηπας πλησίασε σε μια άλλη πόρτα και χτύπησε ευγενικά.
     - Όλα είναι έτοιμα, αγάπη μου, είπε χαρούμενα.
     Κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Ξαναχτύπησε, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Αγάπη μου, είσαι έτοιμη;
     - Όχι, φύγε! ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, στα όρια της απόγνωσης.
     - Μα, τι συμβαίνει; ρώτησε ο πρίγκηπας και άνοιξε την πόρτα.
     Η Ραπουνζέλ καθόταν μπροστά στον καθρέφτη της, ενώ δίπλα της η προσωπική της κομμώτρια της έβαζε ένα μαργαριτάρι στα μαλλιά. Ο πρίγκηπας κοντοστάθηκε.
     - Είσαι πολύ όμορφη, είπε.
     - Μη με κοροϊδεύεις, είπε εκείνη. Τα μαλλιά μου είναι απαίσια!
     - Δεν έχετε δίκιο, Μεγαλειοτάτη, είπε η κομμώτρια, αυτό το χτένισμα θα συζητηθεί πολύ…
     - Δε σου είπα να φύγεις; είπε η Ραπουνζέλ στον πρίγκηπα. Και εσύ, είπε στην κομμώτρια, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα καλύτερο; Σε ρεβεγιόν είμαι καλεσμένη, όχι στη λαϊκή!
     - Μα, Μεγαλειοτάτη, το κεφάλι σας αυτήν την στιγμή έχει επάνω του 150 γνήσια μαργαριτάρια Καραϊβικής και 200 διαμάντια συνολικού βάρους χιλίων καρατίων, όλα δεμένα με κλωστές από ατόφιο χρυσάφι. Είναι ένα χτένισμα που δεν θα το έχει καμία άλλη…
     - Είσαι υπέροχη, αγάπη μου, είπε και ο πρίγκηπας.
     - Να πας μόνος σου στο ρεβεγιόν, είπε η Ραπουνζέλ. Εγώ, με αυτό το μαλλί, δεν έρχομαι.
     - Και, δηλαδή, θέλεις να μας συζητάνε; Θέλεις να λένε ότι δεν τα πηγαίνουμε καλά; Θυμάσαι πέρυσι που ο άντρας της Ωραίας Κοιμωμένης πήγε μόνος του στο ρεβεγιόν, και είπε ότι δεν μπορούσε να ξυπνήσει τη γυναίκα του, επειδή κοιμόταν πολύ βαριά; Κανένας δεν τον πίστεψε και όλοι έλεγαν ύστερα ότι η Ωραία Κοιμωμένη τον είχε παρατήσει για έναν πωλητή στρωμάτων, χωρισμένο, με τρία παιδιά.
     - Μα πώς να εμφανιστώ έτσι; Κοίτα εδώ!
     - Δεν νομίζω ότι έχεις δίκιο, καρδούλα μου. Τα μαλλιά σου είναι υπέροχα, ακόμα και έτσι.
     - Δεν έπρεπε να σε ακούσω, έπρεπε να τα αφήσω όπως ήταν.
     - Και το αυχενικό σου, αγάπη μου; Το ξεχνάς το αυχενικό; Δεν είσαι πολύ καλύτερα τώρα, με δέκα κιλά λιγότερα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι σου;
     - Θα φορούσα κολλάρο.
     - Και στο ρεβεγιόν;
     - Στο ρεβεγιόν θα το έβγαζα, για μια βραδιά θα άντεχα…
     - Αφού το είπε και ο γιατρός.
     - Σπουδαίο κομπογιαννίτη μου βρήκες!
     - Ε, όχι και κομπογιαννίτη, πρόκειται για σπουδαίο ορθοπεδικό, μου τον σύστησε ο Κουασιμόδος…
     - Τώρα μάλιστα!
     - …έχει κάνει θαύματα με την σκολίωσή του, τον είδες την τελευταία φορά τον Κουασιμόδο; Μέχρι που χόρεψε και βαλς με την Εσμεράλδα!
     - Καλά, αυτό δεν ήταν βαλς, ήταν κωμωδία!
     - Μη γίνεσαι κακιά, φταίει που δεν έχει κάνει αρκετά μαθήματα χορού ακόμη…
     - Ναι, καλά, τέλος πάντων… Πω-πω, δεν μπορώ να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη!
     - Υπερβάλλεις, μωρό μου, τα μαλλιά σου ακόμα και τώρα είναι πιο μακριά από τα μαλλιά όλων, και το χτένισμά σου είναι πολύ εντυπωσιακό, θα ταιριάζει υπέροχα με την σαμπανί την τουαλέτα που έραψες, είδες που έμαθα και το σαμπανί; Έλα να ντυθείς να πάμε στο ρεβεγιόν, πάντα τελευταίοι φτάνουμε…
     - Όλοι κάθε χρόνο περιμένουν να δουν το χτένισμά μου, τι θα πουν φέτος που θα δουν τα μαλλιά μου τόσο κοντά; Θα γελάνε μέχρι και οι σουπιέρες!
     - Ξέρεις πολύ καλά ότι οι σουπιέρες δε θα γελάνε, αλλιώς θα τους χυθεί απ’έξω το περιεχόμενο! Τα μαλλιά σου είναι υπέροχα, η τουαλέτα σου είναι μοναδική, τα γοβάκια σου επίσης…
     - Η Σταχτοπούτα φοράει πάντα τα καλύτερα γοβάκια, δεν μπορώ να τη συναγωνιστώ στα γοβάκια…
     - Μην το λες, ακούστηκε ότι μετά την τελευταία της εγκυμοσύνη, τα πόδια της παρέμειναν πρησμένα και τώρα φοράει μεγαλύτερο νούμερο… Άσε που της έμεινε και λίγη κοιλιά…
     - Αλήθεια;
     - Αλήθεια.
     - Αλήθεια, Μεγαλειοτάτη, είπε και η κομμώτρια, το άκουσα και εγώ.
     - Ναι, ε;
     - Και αν μιλήσουμε για τη Χιονάτη, το καλοκαίρι πήγε διακοπές στην Καραϊβική και το λευκό της πρόσωπο γέμισε πανάδες. Δεν μπορεί πια να εμφανιστεί δημόσια χωρίς βαρύ μέικ απ…
     - Πρέπει να βάφει και το μαλλί της η Χιονάτη.
     - Εννοείται πως το βάφει, είναι λογικό να έχει τόσο μαύρο μαλλί σε αυτή την ηλικία; Γι’αυτό σου λέω, καρδούλα μου, ντύσου να πάμε στο ρεβεγιόν, θα είσαι η πιο όμορφη εκεί μέσα.
     - Πιο όμορφη και από την Πεντάμορφη;
     - Ε, και τι είναι δηλαδή η Πεντάμορφη; Μια υπερτιμημένη καλλονή. Άσε που, όπως άκουσα τις προάλλες, ένα μποτοξάκι που έκανε δεν της πέτυχε και τόσο…
     - Πάντα το έλεγα ότι τόση ομορφιά δεν μπορούσε να είναι πραγματική…
     - Είδες; Στα λόγια μου έρχεσαι! Εσύ είσαι μία φυσική ομορφιά, κάθε μέρα που σε βλέπω μου φαίνεσαι και πιο όμορφη…
     - Μήπως υπερβάλλεις εσύ τώρα;
     - Καθόλου! Και, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η νέα κουπ – είδες, έμαθα και την κουπ – σε κάνει να φαίνεσαι ακόμα πιο νέα και πιο μοντέρνα…
     - Η αλήθεια είναι ότι καμία δεν έχει τολμήσει να αλλάξει κουπ.
     - Βλέπεις; Μόνο εσύ έχεις τόση αυτοπεποίθηση που τολμάς να κάνεις αλλαγές και να τις υποστηρίζεις…
     Η Ραπουνζέλ κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
     - Λες, δηλαδή, να αλλάξω και χρώμα;
     - Όλα θα τα μπορούσες εσύ!
     - Το κόκκινο θα μου πήγαινε, λες;
     - Κόκκινο; Δεν το έχω σκεφτεί.
     - Ή μήπως να τα έκοβα τελείως κοντά; Είδα μία ταινία, τις προάλλες, και η ηθοποιός είχε πολύ κοντά μαλλιά…
     - Ε, εντάξει, ας μην φτάσουμε στα άκρα…
     - Λες όχι, δηλαδή;
     - Ό,τι πεις εσύ, μωρό μου, εγώ τι να ξέρω;
     - Καλά, θα το σκεφτώ… Εντάξει, λοιπόν, θα έρθω στο ρεβεγιόν!
     - Μα φυσικά, γλυκιά μου, γίνεται να πάω στο ρεβεγιόν μόνος μου, σαν την καλαμιά στον κάμπο;
     - Βγες έξω, για να ντυθώ, σε παρακαλώ. Φέρτε μου, την τουαλέτα και τα γοβάκια μου, άντε, γρήγορα, έχω αργήσει!
     Ο πρίγκηπας βγήκε από το μπουντουάρ της Ραπουνζέλ ανακουφισμένος. Τελικά, τι σπουδαία ιδέα είχε τον προηγούμενο μήνα να παρακολουθήσει εκείνο το σεμινάριο αυτοβοήθειας για απεγνωσμένους συζύγους!

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Υπήρχε λόγος...



     - Ελιά δεν έχει, Παντελή; είπε ο Στέφανος, βλέποντας το πιατάκι που συνόδευε το κυριακάτικο ουζάκι του.
     Ο Παντελής έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το καφενείο.
     - Ελιές τέλος, είπε άγρια. Την επόμενη βδομάδα, θα σου έχω ατζούγιες.
     - Τι είπα; είπε απορημένα ο Στέφανος.
     - Τι να σου πω; είπε ο Φάνης, που καθόταν παραδίπλα. Τις τελευταίες μέρες είναι σαν να τον τσίμπησε μύγα.
     - Και με τις ελιές τι τον έπιασε;
     - Ποιος να ξέρει;
     - Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε, είπε ο παπα-Φώτης, που καθόταν κι εκείνος στο καφενείο. Ποιος ξέρει τι μαράζι βασανίζει καθενός την ψυχή!
     Ο Παντελής ξαναβγήκε με ένα πανί στο χέρι και άρχισε να καθαρίζει ένα τραπεζάκι.
     - Αλήθεια, Παντελή, είναι αλήθεια αυτό που μου είπε η γυναίκα μου; ρώτησε ο Λάμπρος, που μαζί με τον Αντρέα έπαιζαν τάβλι.
     - Τι σου είπε η γυναίκα σου; ρώτησε ο Παντελής και σταμάτησε το καθάρισμα.
     - Αρραβώνιασες το Βασίλη;
     - Ναι, είπε ο Παντελής και συνέχισε το καθάρισμα.
     - Και δε λες τίποτα, βρε τζαναμπέτη, να σου ευχηθούμε;
     - Πώς το λένε το κορίτσι; ρώτησε ο Φάνης. Πού το γνώρισε;
     - Πότε ο γάμος; ρώτησε και ο Στέφανος.
     - Ώχου, δε με παρατάτε, κουτσομπόληδες; είπε ο Παντελής και ξαναμπήκε στο καφενείο.
     - Μα γιατί κάνει έτσι; είπε ο Αντρέας.
     - Αφήστε, είπε ο Στέφανος, θα μας τα πει όλα ο Βασίλης.
     Ένας νεαρός είχε φανεί στην άκρη του δρόμου.
     - Καλώς τον τον αρραβωνιάρη, είπε ο Αντρέας, μόλις ο νεαρός έφτασε στο καφενείο.  Τι γένια είναι αυτά, καλέ;
     Ο Βασίλης χάιδεψε το πηγούνι του.
     - Δεν είναι γένια, μπαρμπα-Αντρέα, μούσι είναι.
     - Και ποια η διαφορά;
     - Το μούσι είναι περιποιημένο.
     - Α, καλά, άμα το λες εσύ…
     - Τι μάθαμε, αρραβωνιάστηκες; είπε ο Στέφανος.
     Ο Βασίλης χαμογέλασε αμήχανα.
     - Πού το μάθατε;
     - Μου το είπε η γυναίκα μου, είπε ο Λάμπρος. Της το είπε η μάνα σου. Αλήθεια είναι;
     - Αλήθεια είναι.
     - Πώς τη λένε;
     - Εύα…
     - Ωραίο όνομα!
     - Και πού την γνώρισες; Με το τσιγκέλι θα σου τα βγάζουμε;
     - Την γνώρισα στην σχολή.
     - Α, συμφοιτήτρια!
     - Μη μου πεις ότι είναι και από τα μέρη μας!
     - Ποια μέρη μας, μπαρμπα-Φάνη; Αθηναία είναι η κοπέλα, Αθηναία, και από πολύ καλή οικογένεια, κόρη διπλωμάτη.
     - Α! Ώστε γι’αυτό είναι έτσι ο πατέρας σου; Συγγένεψε με την αριστοκρατία και δε θέλει παρτίδες με τον απλό λαό;
     - Ο πατέρας μου; Γιατί, τι σας είπε;
     - Τίποτα.
     - Δεν ξέρω τι λέτε, η Εύα είναι η προσωποποίηση της απλότητας, γι’αυτό και ταιριάξαμε.
     - Πότε θα γίνει ο γάμος; ρώτησε ο παπα-Φώτης.
     - Αργεί ακόμα, παπα-Φώτη. Προς το παρόν, απλώς συζούμε.
     - Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα μοντέρνα, παιδί μου, η ένωση δύο ανθρώπων πρέπει να ευλογείται από το Θεό…
     - Θα γίνει και αυτό… Το σημαντικό είναι ότι είμαστε πρώτα σύντροφοι και αυτό από μόνο του αποτελεί τη βάση για μια αρμονική συμβίωση.
     - Και πότε θα μας την γνωρίσεις, βρε Βασίλη;
     - Όπου να’ναι… Θα περάσει από εδώ για να πάμε μια βόλτα στο χωριό. Ήρθε εχθές το βράδυ και δεν πρόλαβε να το δει. Α, να τη, έρχεται!
     Μια νεαρή, λεπτή κοπέλα φάνηκε να πλησιάζει με γοργά βήματα. Τα μακριά μαλλιά της ήταν λυτά. Καθώς πλησίαζε, άρχιζαν να διακρίνονται και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
     - Καλημέρα, είπε και χαμογέλασε με μία τέλεια οδοντοστοιχία.
     Κανείς όμως δεν είδε την τέλεια οδοντοστοιχία. Όλοι είχαν εστιάσει την προσοχή τους στην μεγάλη κρεατοελιά που υπήρχε στο σαγόνι της…

ΥΓ: Αυτή ήταν η συμμετοχή της Πίπης στο "Παίζοντας με τις λέξεις", που ξαναδιοργάνωσε, ύστερα από πολύμηνη απουσία, η αγαπημένη μας Μεμαρία, στο χάρτινο καραβάκι της, το οποίο ελπίζουμε σύντομα να ξανασαλπάρει για το επόμενο, παιχνιδιάρικό του ταξίδι.