Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωράφι, ζούσε ένα δέντρο. Το δέντρο αυτό δεν είχε καθόλου φύλλα, αλλά αυτό δεν το εμπόδιζε να ζει ευτυχισμένο. Τα πρωινά, τέντωνε τα κλαδιά του προς όλες τις κατευθύνσεις και απολάμβανε τη ζέστη από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς έπεφταν στη γη. Τις νύχτες, κοίταζε ψηλά στον ουρανό και προσπαθούσε να ακούσει τι έλεγαν τα αστέρια μεταξύ τους. Όταν φυσούσε, έστηνε αυτί και άκουγε τα νέα που μετέφερε ο άνεμος από όλα τα μέρη από όπου είχε περάσει. Και όταν ο άνεμος είχε κέφια και τραγουδούσε, το δέντρο ξεκινούσε να χορεύει σαν χαριτωμένη μπαλαρίνα.
Μια μέρα, εκεί που απολάμβανε τη λιακάδα, πέρασε από πάνω του ένα μικρό σμήνος από πουλιά. Τα πουλιά ήταν πολύ κουρασμένα και κάθησαν στα κλαδιά του για να ξεκουραστούν. Είχαν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους και χρειάζονταν να πάρουν δυνάμεις. Το δέντρο έβαλε όλη του τη δύναμη για να σηκώσει όλα αυτά τα πουλιά στα κλαδιά του, και πολύ του άρεσε, που τα πουλιά ήταν ταξιδιάρικα. Αυτά είναι που ξέρουν και τις καλύτερες ιστορίες.
Τα πουλιά ήταν, πράγματι, λαλίστατα και μόλις άρχισαν να ξαναπαίρνουν τις δυνάμεις τους άρχισαν να μιλάνε χωρίς σταματημό. Πονοκέφαλος το έπιασε το δέντρο από τις τόσες ομιλίες! Αλλά δεν παραπονέθηκε. Ίσα-ίσα που προσπαθούσε να μένει όσο πιο ακίνητο γινόταν, για να μην τα διακόψει επάνω στο καλύτερο. Και πόσο δύσκολο ήταν αυτό, αφού οι περισσότερες ιστορίες των πουλιών ήταν τόσο αστείες... Με το ζόρι κρατιόταν το δέντρο, για να μην αρχίσει να τραντάζεται από τα γέλια!
Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου ένα μικρό πουλάκι, λίγο άμυαλο, λόγω ηλικίας, φώναξε ξαφνικά: "μα γιατί αυτό το δέντρο είναι φαλακρό;". Τότε τα πουλιά σταμάτησαν τις ιστορίες τους και άρχισαν να περιεργάζονται το δέντρο. "Μπορεί να είναι άρρωστο", είπε ένα πουλί. "Άρρωστο;" είπε ένα άλλο, που φοβόταν πολύ τις αρρώστιες. "Λέτε να είναι κολλητικό; Μήπως δεν έπρεπε να καθήσουμε εδώ;". "Μπορεί να είναι γέρικο", είπε ένα άλλο. "Τα γέρικα δέντρα συνήθως χάνουν τα μαλλιά τους". "Πάντως", είπε ένα νεαρό πουλί, "αυτό το δέντρο δε μοιάζει με κανένα από όσα έχουμε συναντήσει, πρώτη φορά συναντούμε δέντρο εντελώς φαλακρό". "Δεν έχει τίποτα από την ομορφιά των δέντρων που γνωρίζουμε", είπε ένα άλλο. "Στ'αλήθεια, είναι ένα άσχημο δέντρο", είπε ένα τρίτο. "Ναι", συμφώνησαν και τα υπόλοιπα, "όλη η ομορφιά ενός δέντρου βρίσκεται στο φύλλωμά του". "Άσε που χωρίς φύλλωμα δεν μπορεί να κάνει μια σκιά της προκοπής, ούτε μπορεί να είναι ασφαλές μέρος για να χτιστεί μια φωλιά", είπε ένα γέρικο πουλί. "Εγώ ποτέ δε θα έφτιαχνα φωλιά εδώ". "Ούτε εγώ", είπαν όλα τα πουλιά με μια φωνή, το καθένα για τον εαυτό του, βέβαια. "Αρκετά ξεκουραστήκαμε", είπε ο αρχηγός του σμήνους. "Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας. Θα πρέπει να φύγουμε". Και τα πουλιά τίναξαν τα φτερά τους και ύστερα πέταξαν όλα μαζί στον ουρανό, αφήνοντας το δέντρο ολομόναχο.
Το δέντρο απόμεινε να κοιτάζει το σμήνος των πουλιών που απομακρυνόταν γοργά. Η διάθεσή του είχε αλλάξει εντελώς. Ο άνεμος εκείνη τη μέρα είχε αρκετά κέφια και τραγουδούσε το ένα βαλσάκι μετά το άλλο, αλλά το δέντρο δεν είχε πια όρεξη για χορό. Και παρ'όλο που δεν έβρεχε, το δέντρο ένιωσε τα μάτια του νοτισμένα.
Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο έντονα την έλλειψη των φύλλων του, κι ας είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που στα κλαδιά του είχε κρύψει κάποιον. Επρόκειτο για μια κίσσα, που κρατούσε στο ράμφος της ένα δαχτυλίδι με ένα λαμπερό, κόκκινο πετράδι. Πόσο έλαμπε εκείνο το κόκκινο πετράδι! Μόνο πως η κίσσα το δαχτυλίδι το είχε κλέψει από μια μάγισσα, και όταν η μάγισσα ανακάλυψε τι είχε συμβεί, θύμωσε πολύ με το δέντρο. Για να το εκδικηθεί, λοιπόν, του έκανε ένα φοβερό ξόρκι και το δέντρο έχασε όλα του τα φύλλα. Και ποτέ δεν ξαναέκρυψε κάποιον στα κλαδιά του.
Τόσα χρόνια, και την είχε συνηθίσει αυτή του την κατάσταση. Είχε φτάσει, μάλιστα, στο σημείο να θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό, αφού χωρίς φύλλα τα κλαδιά του ήταν πιο ευκίνητα και το διευκόλυναν, όταν ήθελε να χορέψει. Αλλά τώρα, μερικά ταξιδιάρικα πουλιά τα είχαν αλλάξει όλα. Του έλειπαν τα φύλλα του. Και τι δε θα έδινε τώρα για να είχε έστω ένα φυλλαράκι επάνω του. Άρχισε να κλαίει σιγανά.
Σε λίγη ώρα το κλάμα του είχε δυναμώσει. Ένιωθε μεγάλη αδικία. Γιατί του είχε φερθεί τόσο σκληρά εκείνη η μάγισσα; Τι έφταιγε εκείνο που εκείνη η κίσσα είχε διαλέξει να κρυφτεί στα δικά του κλαδιά; Στον ουρανό φάνηκε ένα σμήνος από κουκίδες. "Κι άλλα ταξιδιάρικα πουλιά", σκέφτηκε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, χωρίς να μπορεί να σταματήσει.
Μία κουκίδα αποσπάστηκε από το σμήνος και άρχισε να πλησιάζει το δέντρο. Η κουκίδα άρχισε να μεγαλώνει, και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά φάνηκε ότι επρόκειτο για μια μικρή, χαριτωμένη νεράιδα. Η νεράιδα κρατούσε ένα μικρό ραβδάκι.
- Τι σου συμβαίνει; ρώτησε η νεράιδα. Μέχρι εκεί επάνω ακούγονται τα κλάματά σου!
Αλλά το δέντρο δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα.
- Πες μου, και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω, είπε η νεράιδα. Είμαι πολύ καλή στη λύση προβλημάτων.
Αλλά το δέντρο συνέχισε να κλαίει.
- Ξέρω, συνέχισε η νεράιδα, είμαι μικρή, και μπορεί να νομίζεις ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά, όμως σε πληροφορώ ότι σπουδάζω ήδη στο πανεπιστήμιο και είμαι η καλύτερη φοιτήτρια στο έτος μου. Όπου να'ναι παίρνω και το πτυχίο μου. Και μη νομίζεις ότι το πανεπιστήμιο για νεράιδες είναι εύκολο. Πέντε μεγάλα ράφια γεμίζουν τα βιβλία που καλύπτουν τη βασική ύλη! Και τα έχω διαβάσει όλα, τουλάχιστον από δύο φορές!
Το δέντρο σταμάτησε το κλάμα του, εντυπωσιασμένο από τα λόγια της νεράιδας. Δεν περίμενε τίποτα, αλλά δεν έχανε και τίποτα να δοκιμάσει. Σιγά-σιγά, άρχισε να διηγείται την ιστορία του. Της είπε για την κίσσα, της είπε για τη μάγισσα, της είπε και για τα ταξιδιάρικα πουλιά, προσπαθώντας να μην ξαναβάλει τα κλάματα.
Η νεράιδα το άκουσε προσεκτικά. Ύστερα έμεινε για λίγη ώρα σκεπτική.
- Η περίπτωσή σου είναι πολύ δύσκολη, είπε ύστερα από λίγο. Τα ξόρκια δεν είναι κλωστές, να τα κόψεις με ένα ψαλίδι, ή ένα μαχαίρι. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ένα ξόρκι λύνεται μόνο από αυτόν που το έχει κάνει. Άρα, για να ξαναποκτήσεις το φύλλωμά σου θα πρέπει να βρεις τη μάγισσα που σου έκανε το ξόρκι.
Το δέντρο αναστέναξε.
- Δεν ξέρω πού βρίσκεται, είπε. Αλλά ακόμα και να ήξερα, πώς θα την πείσω να λύσει το ξόρκι; Δεν υπάρχει περίπτωση!
- Ναι, αλλά δεν μπορείς να περάσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου κλαίγοντας, είπε η νεράιδα. Κάτι πρέπει να κάνεις!
Ο ουρανός είχε γεμίσει με πολλά, άσπρα σύννεφα, που έκαναν βόλτες πέρα-δώθε. Ο άνεμος άρχισε να τραγουδάει ένα λυπητερό τραγούδι. Η νεράιδα έξυσε το κεφάλι της. Ήθελε πολύ να βοηθήσει το δέντρο. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά.
Και τότε, της ήρθε μια ιδέα. Και σήκωσε ψηλά το ραβδάκι της και το κούνησε προς τον ουρανό. Και δυο στρουμπουλά σύννεφα ξεχώρισαν από τα υπόλοιπα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν στον ουρανό και άρχισαν να κατεβαίνουν και να πλησιάζουν. Και μόλις έφτασαν πολύ κοντά στο δέντρο, τα δύο σύννεφα κάθησαν αναπαυτικά επάνω του. Και το δέντρο είδε γεμάτο χαρά πως δεν ήταν πια φαλακρό. Και η νεράιδα χαμογέλασε, άνοιξε τα φτεράκια της και πέταξε ψηλά. Και πολύ σύντομα είχε ξαναγίνει μια μικρή κουκίδα στον ουρανό...