Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Πρωτότυπη λύση


    Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωράφι, ζούσε ένα δέντρο. Το δέντρο αυτό δεν είχε καθόλου φύλλα, αλλά αυτό δεν το εμπόδιζε να ζει ευτυχισμένο. Τα πρωινά, τέντωνε τα κλαδιά του προς όλες τις κατευθύνσεις και απολάμβανε τη ζέστη από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς έπεφταν στη γη. Τις νύχτες, κοίταζε ψηλά στον ουρανό και προσπαθούσε να ακούσει τι έλεγαν τα αστέρια μεταξύ τους. Όταν φυσούσε, έστηνε αυτί και άκουγε τα νέα που μετέφερε ο άνεμος από όλα τα μέρη από όπου είχε περάσει. Και όταν ο άνεμος είχε κέφια και τραγουδούσε, το δέντρο ξεκινούσε να χορεύει σαν χαριτωμένη μπαλαρίνα. 
     Μια μέρα, εκεί που απολάμβανε τη λιακάδα, πέρασε από πάνω του ένα μικρό σμήνος από πουλιά. Τα πουλιά ήταν πολύ κουρασμένα και κάθησαν στα κλαδιά του για να ξεκουραστούν. Είχαν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους και χρειάζονταν να πάρουν δυνάμεις. Το δέντρο έβαλε όλη του τη δύναμη για να σηκώσει όλα αυτά τα πουλιά στα κλαδιά του, και πολύ του άρεσε, που τα πουλιά ήταν ταξιδιάρικα. Αυτά είναι που ξέρουν και τις καλύτερες ιστορίες.
     Τα πουλιά ήταν, πράγματι, λαλίστατα και μόλις άρχισαν να ξαναπαίρνουν τις δυνάμεις τους άρχισαν να μιλάνε χωρίς σταματημό. Πονοκέφαλος το έπιασε το δέντρο από τις τόσες ομιλίες! Αλλά δεν παραπονέθηκε. Ίσα-ίσα που προσπαθούσε να μένει όσο πιο ακίνητο γινόταν, για να μην τα διακόψει επάνω στο καλύτερο. Και πόσο δύσκολο ήταν αυτό, αφού οι περισσότερες ιστορίες των πουλιών ήταν τόσο αστείες... Με το ζόρι κρατιόταν το δέντρο, για να μην αρχίσει να τραντάζεται από τα γέλια!
     Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου ένα μικρό πουλάκι, λίγο άμυαλο, λόγω ηλικίας, φώναξε ξαφνικά: "μα γιατί αυτό το δέντρο είναι φαλακρό;". Τότε τα πουλιά σταμάτησαν τις ιστορίες τους και άρχισαν να περιεργάζονται το δέντρο. "Μπορεί να είναι άρρωστο", είπε ένα πουλί. "Άρρωστο;" είπε ένα άλλο, που φοβόταν πολύ τις αρρώστιες. "Λέτε να είναι κολλητικό; Μήπως δεν έπρεπε να καθήσουμε εδώ;". "Μπορεί να είναι γέρικο", είπε ένα άλλο. "Τα γέρικα δέντρα συνήθως χάνουν τα μαλλιά τους". "Πάντως", είπε ένα νεαρό πουλί, "αυτό το δέντρο δε μοιάζει με κανένα από όσα έχουμε συναντήσει, πρώτη φορά συναντούμε δέντρο εντελώς φαλακρό". "Δεν έχει τίποτα από την ομορφιά των δέντρων που γνωρίζουμε", είπε ένα άλλο. "Στ'αλήθεια, είναι ένα άσχημο δέντρο", είπε ένα τρίτο. "Ναι", συμφώνησαν και τα υπόλοιπα, "όλη η ομορφιά ενός δέντρου βρίσκεται στο φύλλωμά του". "Άσε που χωρίς φύλλωμα δεν μπορεί να κάνει μια σκιά της προκοπής, ούτε μπορεί να είναι ασφαλές μέρος για να χτιστεί μια φωλιά", είπε ένα γέρικο πουλί. "Εγώ ποτέ δε θα έφτιαχνα φωλιά εδώ". "Ούτε εγώ", είπαν όλα τα πουλιά με μια φωνή, το καθένα για τον εαυτό του, βέβαια. "Αρκετά ξεκουραστήκαμε", είπε ο αρχηγός του σμήνους. "Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας. Θα πρέπει να φύγουμε". Και τα πουλιά τίναξαν τα φτερά τους και ύστερα πέταξαν όλα μαζί στον ουρανό, αφήνοντας το δέντρο ολομόναχο.
     Το δέντρο απόμεινε να κοιτάζει το σμήνος των πουλιών που απομακρυνόταν γοργά. Η διάθεσή του είχε αλλάξει εντελώς. Ο άνεμος εκείνη τη μέρα είχε αρκετά κέφια και τραγουδούσε το ένα βαλσάκι μετά το άλλο, αλλά το δέντρο δεν είχε πια όρεξη για χορό. Και παρ'όλο που δεν έβρεχε, το δέντρο ένιωσε τα μάτια του νοτισμένα. 
     Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο έντονα την έλλειψη των φύλλων του, κι ας είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που στα κλαδιά του είχε κρύψει κάποιον. Επρόκειτο για μια κίσσα, που κρατούσε στο ράμφος της ένα δαχτυλίδι με ένα λαμπερό, κόκκινο πετράδι. Πόσο έλαμπε εκείνο το κόκκινο πετράδι! Μόνο πως η κίσσα το δαχτυλίδι το είχε κλέψει από μια μάγισσα, και όταν η μάγισσα ανακάλυψε τι είχε συμβεί, θύμωσε πολύ με το δέντρο. Για να το εκδικηθεί, λοιπόν, του έκανε ένα φοβερό ξόρκι και το δέντρο έχασε όλα του τα φύλλα. Και ποτέ δεν ξαναέκρυψε κάποιον στα κλαδιά του. 
     Τόσα χρόνια, και την είχε συνηθίσει αυτή του την κατάσταση. Είχε φτάσει, μάλιστα, στο σημείο να θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό, αφού χωρίς φύλλα τα κλαδιά του ήταν πιο ευκίνητα και το διευκόλυναν, όταν ήθελε να χορέψει. Αλλά τώρα, μερικά ταξιδιάρικα πουλιά τα είχαν αλλάξει όλα. Του έλειπαν τα φύλλα του. Και τι δε θα έδινε τώρα για να είχε έστω ένα φυλλαράκι επάνω του. Άρχισε να κλαίει σιγανά. 
     Σε λίγη ώρα το κλάμα του είχε δυναμώσει. Ένιωθε μεγάλη αδικία. Γιατί του είχε φερθεί τόσο σκληρά εκείνη η μάγισσα; Τι έφταιγε εκείνο που εκείνη η κίσσα είχε διαλέξει να κρυφτεί στα δικά του κλαδιά; Στον ουρανό φάνηκε ένα σμήνος από κουκίδες. "Κι άλλα ταξιδιάρικα πουλιά", σκέφτηκε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. 
     Μία κουκίδα αποσπάστηκε από το σμήνος και άρχισε να πλησιάζει το δέντρο. Η κουκίδα άρχισε να μεγαλώνει, και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά φάνηκε ότι επρόκειτο για μια μικρή, χαριτωμένη νεράιδα. Η νεράιδα κρατούσε ένα μικρό ραβδάκι.
     - Τι σου συμβαίνει; ρώτησε η νεράιδα. Μέχρι εκεί επάνω ακούγονται τα κλάματά σου!
     Αλλά το δέντρο δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα.
     - Πες μου, και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω, είπε η νεράιδα. Είμαι πολύ καλή στη λύση προβλημάτων. 
     Αλλά το δέντρο συνέχισε να κλαίει.
     - Ξέρω, συνέχισε η νεράιδα, είμαι μικρή, και μπορεί να νομίζεις ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά, όμως σε πληροφορώ ότι σπουδάζω ήδη στο πανεπιστήμιο και είμαι η καλύτερη φοιτήτρια στο έτος μου. Όπου να'ναι παίρνω και το πτυχίο μου. Και μη νομίζεις ότι το πανεπιστήμιο για νεράιδες είναι εύκολο. Πέντε μεγάλα ράφια γεμίζουν τα βιβλία που καλύπτουν τη βασική ύλη! Και τα έχω διαβάσει όλα, τουλάχιστον από δύο φορές!
     Το δέντρο σταμάτησε το κλάμα του, εντυπωσιασμένο από τα λόγια της νεράιδας. Δεν περίμενε τίποτα, αλλά δεν έχανε και τίποτα να δοκιμάσει. Σιγά-σιγά, άρχισε να διηγείται την ιστορία του. Της είπε για την κίσσα, της είπε για τη μάγισσα, της είπε και για τα ταξιδιάρικα πουλιά, προσπαθώντας να μην ξαναβάλει τα κλάματα.
     Η νεράιδα το άκουσε προσεκτικά. Ύστερα έμεινε για λίγη ώρα σκεπτική.
     - Η περίπτωσή σου είναι πολύ δύσκολη, είπε ύστερα από λίγο. Τα ξόρκια δεν είναι κλωστές, να τα κόψεις με ένα ψαλίδι, ή ένα μαχαίρι. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ένα ξόρκι λύνεται μόνο από αυτόν που το έχει κάνει. Άρα, για να ξαναποκτήσεις το φύλλωμά σου θα πρέπει να βρεις  τη μάγισσα που σου έκανε το ξόρκι.
     Το δέντρο αναστέναξε.
     - Δεν ξέρω πού βρίσκεται, είπε. Αλλά ακόμα και να ήξερα, πώς θα την πείσω να λύσει το ξόρκι; Δεν υπάρχει περίπτωση!
     - Ναι, αλλά δεν μπορείς να περάσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου κλαίγοντας, είπε η νεράιδα. Κάτι πρέπει να κάνεις!
     Ο ουρανός είχε γεμίσει με πολλά, άσπρα σύννεφα, που έκαναν βόλτες πέρα-δώθε. Ο άνεμος άρχισε να τραγουδάει ένα λυπητερό τραγούδι. Η νεράιδα έξυσε το κεφάλι της. Ήθελε πολύ να βοηθήσει το δέντρο. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά.
     Και τότε, της ήρθε μια ιδέα. Και σήκωσε ψηλά το ραβδάκι της και το κούνησε προς τον ουρανό. Και δυο στρουμπουλά σύννεφα ξεχώρισαν από τα υπόλοιπα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν στον ουρανό και άρχισαν να κατεβαίνουν και να πλησιάζουν. Και μόλις έφτασαν πολύ κοντά στο δέντρο, τα δύο σύννεφα κάθησαν αναπαυτικά επάνω του. Και το δέντρο είδε γεμάτο χαρά πως δεν ήταν πια φαλακρό. Και η νεράιδα χαμογέλασε, άνοιξε τα φτεράκια της και πέταξε ψηλά. Και πολύ σύντομα είχε ξαναγίνει μια μικρή κουκίδα στον ουρανό...     

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Παρενέργειες


     Ο Πουαρό άνοιξε την πόρτα. Στην είσοδό της, ο Χέιστινγκς τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Θεέ μου, είπε ο Χέιστινγκς, Ηρακλή, είσαι καλά;
     - Πέρασε μέσα, Χέιστινγκς, είπε ο Πουαρό. Τι σε φέρνει στο σπίτι μου, τέτοια ώρα;
     - Είναι δέκα και είκοσι.
     - Ω, μον Ντιέ! Θα έπαιρνα όρκο ότι είναι επτά και πέντε...
     - Είσαι καλά; ξαναρώτησε ο Χέιστινγκς.
     - Καλά είμαι, μόνο λίγο κουρασμένος..., είπε ο Πουαρό, καθώς περνούσε μπροστά από τον καθρέφτη του σαλονιού.
     Έριξε μια ματιά.
     - Ω, μον Ντιέ, είπε, έχεις δίκιο, Χέιστινγκς, το μουστάκι μου έχει τα χάλια του!
     - Φαίνεται πως πέρασες καλά, εχθές το βράδυ, σχολίασε ο Χέιστινγκς. 
     - Δεν ήταν κι άσχημα, είπε ο Πουαρό, ενώ προσπαθούσε να επαναφέρει το μουστάκι του στην αγαπημένη, τσιγκελωτή του μορφή. Ειλικρινά λυπάμαι που σε ανάγκασα να δεις το κατεστραμμένο μου μουστάκι.
     - Δεν πειράζει, είπε ο Χέιστινγκς.
     - Περίμενε εδώ, μέχρι να ντυθώ, είπε ο Πουαρό. Δυστυχώς, η Ντολόρες με εγκατέλειψε εχθές και δεν υπάρχει κανείς να σε σερβίρει ενόσω περιμένεις. Αν θέλεις, σερβιρίσου μόνος σου.
     - Εδώ έχεις μόνο μπύρες, είπε ο Χέιστινγκς.
     - Εννοείται, ακούστηκε ο Πουαρό από το διπλανό δωμάτιο. Μου τις στέλνουν απευθείας από τις Βρυξέλλες. Έχω μεγάλη ποικιλία, αν θέλεις, υπάρχουν και μπύρες με γεύσεις φρούτων.
     Μία έκφραση αηδίας σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Χέιστινγκς και χάρηκε που ο Πουαρό βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και δεν μπορούσε να τον δει.
     - Προτιμώ να μην πιώ, είπε.
     - Όπως θέλεις, απάντησε ο Πουαρό.
     Ο Χέιστινγκς κάθησε σε μία πολυθρόνα και άρχισε να χαζεύει το δωμάτιο. Ήταν αρκετά τακτοποιημένο. Η απουσία της Ντολόρες δεν ήταν ακόμα αισθητή, αν και στο τραπεζάκι του σαλονιού υπήρχε μία υποψία σκόνης. Ένα βιβλίο βρισκόταν επάνω στο τραπεζάκι. Ο Χέιστινγκς έσκυψε λίγο για να διαβάσει τον τίτλο. Δεν ήταν στα αγγλικά. Ξανακούμπησε στην πλάτη της πολυθρόνας.
     - Λοιπόν, είπε δυνατά για να τον ακούσει ο Πουαρό στο διπλανό δωμάτιο, πού ήσουν εχθές το βράδυ; Σου τηλεφώνησα κατά τις οκτώ και μισή και δεν σε βρήκα.
     - Δε σου είχα πει; Είχα πάει στο ριγιούνιον!
     - Α, ναι, τώρα θυμήθηκα! Θα πέρασες καλά, υποθέτω...
     - Ναι, αν εξαιρέσεις τον πονοκέφαλο με τον οποίο ξύπνησα σήμερα...
     - Πολύ αλκοόλ;
     - Κάθε άλλο!
     - Γιατί; Δεν είχαν ποτά; 
     - Και που είχαν...
     - Τι εννοείς;
     - Μα, σε ριγιούνιον της Ένωσης Επιφανών Βέλγων και να μην έχουν καθόλου μπύρα, είναι ποτέ δυνατόν; Η δική μου κάβα είναι πάντα γεμάτη!
     - Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Χέιστινγκς, καθώς κοιτούσε εντυπωσιασμένος την ποικιλία από μπύρες που στέκονταν περήφανα στο μικρό μπαράκι, η μία δίπλα στην άλλη.
     - Πρέπει, βέβαια, να ομολογήσω ότι το χαβιάρι ήταν εξαιρετικής ποιότητας και το τίμησα δεόντως, συνέχισε ο Πουαρό.
     - Δεν είχαν μύδια φέτος; ρώτησε ο Χέιστινγκς.
     - Αστειεύεσαι; Ύστερα από το περσινό φιάσκο;
     - Τι εννοείς;
     - Δε θυμάσαι που σου είχα πει ότι τα μύδια ήταν ισπανικά;
     - Α, ναι...
     - Αν υπάρχουν πέντε φημισμένα βελγικό προϊόντα, ένα από αυτά είναι τα μύδια! Και αν υπάρχει ένας ουρανίσκος που τα αναγνωρίζει, αυτός είναι ο δικός μου. Ύστερα από τα περσινά, λοιπόν, δε θα τολμούσαν, παρουσία μου, να ξαναπαρουσιάσουν μύδια υποδεέστερα των βελγικών. Προτίμησαν το ρωσικό χαβιάρι και τον νορβηγικό σολομό. Τουλάχιστον, επρόκειτο για γνήσια προϊόντα.
     Ο Πουαρό εμφανίστηκε στην πόρτα. Φορούσε παντελόνι με τσάκιση και άψογα σιδερωμένο λευκό πουκάμισο. Το μουστάκι του είχε αποκτήσει την γνωστή, τσιγκελωτή του γεωμετρία.
     - Καλύτερα έτσι, νε'σ'πα; είπε. Είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να πιείς κάτι;
     - Ήπια ήδη ένα ουίσκι καθώς ερχόμουν, δικαιολογήθηκε ο Χέιστινγκς.
     - Ουίσκι! έκανε ο Πουαρό με αποστροφή. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το πίνεις!
     - Κι όμως, στην Σκωτία λένε ότι όποιος δεν πίνει ουίσκι δεν είναι άντρας.
     - Τότε ίσως δεν είναι άντρας κι όποιος δε φοράει φούστα.
     - Κιλτ το λένε.
     - Ξέρω πολύ καλά πώς το λένε, όπως ξέρω και ότι το ουίσκι δεν πίνεται. Αλλά δε θα τσακωθούμε γι'αυτό. Έτσι κι αλλιώς, καθείς με τα γούστα του και την ανατροφή του.
     Του Χέιστινγκς δεν του άρεσε καθόλου το σχόλιο του Πουαρό αλλά δεν είπε τίποτα.
     - Αν ήταν εδώ η Ντολόρες, κάτι θα μου έφτιαχνε για τον πονοκέφαλο, είπε ο Πουαρό. Τώρα θα πρέπει να πορευτώ μόνος μου.
     - Γιατί έφυγε;
     - Για να παντρευτεί, λέει... Βρήκε τον άντρα της ζωής της και τον ακολούθησε στο Παρίσι.
     - Στο Παρίσι;
     - Ναι.
     - Η Ντολόρες;
     - Ακριβώς, μον αμί. Ο άντρας της ζωής της είναι Γάλλος και ονομάζεται Φρανσουά Τιρμπουσόν, ή κάπως έτσι.
     - Ποτέ δε φανταζόμουν ότι η Ντολόρες θα παντρευόταν Γάλλο. Πάντα πίστευα ότι θα επέλεγε κάποιον Ισπανό.
     - Λόγω ονόματος;
     - Ίσως.
     - Μα, η Ντολόρες δεν είναι Ισπανίδα, μον αμί!
     - Και τι είναι;
     - Κολομβιανή! Αλλά και Ισπανίδα να ήταν, σε αυτήν εδώ την πόλη βρίσκεις γαμπρό από οποιαδήποτε χώρα, γιατί να περιοριστεί σε κάποιον Χοσέ, Χουάν ή Κάρλος;
     - Σωστά. Εξάλλου, είναι και το Παρίσι στη μέση...
     - Σιγά την πόλη! Εντάξει, μεταξύ μας, είναι καλύτερο από το Λονδίνο, αλλά σαν τις Βρυξέλλες δεν είναι. Να μου το θυμηθείς πως οι Βρυξέλλες θα γίνουν το κέντρο της Ευρώπης, μια μέρα...
     Ο Χέιστινγκς προτίμησε να επαναφέρει το θέμα στην Ντολόρες.
     - Και τώρα τι θα κάνεις χωρίς την Ντολόρες;
     - Τι ερώτηση! Μία είναι η λύση, φυσικά, θα προσλάβω άλλη οικιακή βοηθό! Αλλά αυτή τη φορά θα προτιμήσω Βελγίδα, ίσως κάποια κοπέλα από την επαρχία, αλλά τουλάχιστον θα τρώω σωστό φαγητό. Η Ντολόρες ποτέ δεν κατάφερε να μου μαγειρέψει ένα φαγητό της προκοπής, και με την ευαισθησία που έχω στο στομάχι, κάθε τρεις και λίγο είχα δυσπεψία. Και να πει κανείς ότι δεν προσπάθησα να την εκπαιδεύσω... Τρεις από τους καλύτερους βελγικούς οδηγούς μαγειρικής της έφερα!
     - Ίσως να φταίει το ότι δεν γνώριζε γαλλικά, για να τους διαβάσει.
     - Στα φλαμανδικά ήταν, αλλά και πάλι, αφού της μετέφραζα εγώ! Τίποτα, τίποτα, αν η γυναίκα δεν έχει εκπαιδευτεί σωστά από τα μικράτα της, δεν υπάρχει ελπίδα αργότερα.
     - Τέλος πάντων, και πώς σκοπεύεις να την βρεις την Βελγίδα επαρχιώτισσα, θα βγεις στο δρόμο και θα ψάχνεις;
     - Εννοείται πως όχι, θα βάλω αγγελία στις εφημερίδες!
     - Α...
     - Ναι. Θα μπορούσες κιόλας να με βοηθήσεις με τη σύνταξη της αγγελίας, αν θέλεις.
     - Πολύ ευχαρίστως.
     Ο Πουαρό άνοιξε ένα συρταράκι του σεκρετέρ που βρισκόταν σε μια γωνία, έβγαλε από μέσα χαρτί και στυλό και τα έδωσε στον Χέιστινγκς.
     - Καλύτερα να την γράψεις εσύ, ενόσω εγώ θα υπαγορεύω, είπε. Σκέφτομαι καλύτερα όταν υπαγορεύω, παρά όταν γράφω.
     Ο Χέιστινγκς δεν είπε τίποτα.
     - Λοιπόν, άρχισε ο Πουαρό, ας αρχίσουμε. Επιφανής ιδιωτικός αστυνομικός ζητεί νεαρή Βελγίδα, είναι καλό το "επιφανής"; Μήπως να προτιμήσω το "διάσημος", που είναι πιο συνηθισμένο;
     - Τι να πω; Ίσως δεν είναι και η καλύτερη ιδέα να μιλάει κανείς έτσι για τον εαυτό του...
     - Α, μα τι λες, μον αμί, πώς αλλιώς θα γίνει, αφού εγώ ο ίδιος συντάσσω την αγγελία; Προτείνεις να προσλάβω άλλον για να με εκθειάζει; Εξάλλου, θα πρέπει να αναφερθεί και το πόσο καλός είμαι, για να ξέρουν οι υποψήφιες ότι πρόκειται για μια δουλειά με κύρος.
     - Η δουλειά της οικιακής βοηθού;
     - Εννοείται! Ίδια είναι η οικιακή βοηθός ενός παπά και η οικιακή βοηθός ενός επιφανούς ιδιωτικού αστυνομικού; Θα προτιμήσω το "επιφανής", τελικά. Θα λειτουργήσει και ως δοκιμασία γλωσσικού επιπέδου.
     - Τι το χρειάζεσαι το υψηλό γλωσσικό επίπεδο; Θα την χρησιμοποιείς και ως γραμματέα;
     - Όχι, αλλά σίγουρα θα χρειαστεί κάποιες φορές να μιλήσει στο τηλέφωνο. Δε θα ήθελα να κάνει άσχημη εντύπωση. Όταν καλούμε σε ένα σπίτι, το επίπεδο της οικιακής βοηθού που απαντάει στο τηλέφωνο αποτελεί ένδειξη για το επίπεδο του εργοδότη της.
     - Με την Ντολόρες δεν είχες πρόβλημα.
    - Η Ντολόρες είχε έρθει εδώ όταν ήταν τεσσάρων ετών και πρακτικά ήταν Βρετανίδα.
     - Ωραία, λοιπόν. Επιφανής ιδιωτικός αστυνομικός ζητεί νεαρή Βελγίδα...
     - ... κατά προτίμηση από την περιοχή του Σπα, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Αξιοπρεπέστατο περιβάλλον, μισθός ικανοποιητικός. Επιθυμητά προσόντα: τιμιότητα, εχεμύθεια, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα. Θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα η γνώση της παραδοσιακής βελγικής μαγειρικής. Πώς σου φαίνεται;
     - Είναι λίγο μπερδεμένο... Διαβάζοντας κάποιος τα προσόντα, θα υπέθετε ότι πρόκειται για δουλειά ιδιαιτέρας γραμματέως...
     - Θέλεις να πεις ότι δεν χρειάζεται η εχεμύθεια ή η τιμιότητα; Η προηγούμενη οικιακή βοηθός του επιθεωρητή Τζαπ τον είχε ρημάξει! Ούτε μαχαίρι για να τρώει το φαγητό του δεν του είχε αφήσει, η αθεόφοβη!
     - Δε μιλάω για την τιμιότητα και την εχεμύθεια, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα όμως...
     - Δεν έχεις δίκιο. Φαντάσου να χρειαστεί να μου σιδερώσει ένα πουκάμισο και να το αφήσει με τις μισές ζάρες! Ή να της ζητήσω να μου φέρει το μπαστούνι και το καπέλο μου για να βγω εσπευσμένα έξω και να κάνει δέκα ώρες!
     - Το αφήνω, λοιπόν... Θέλεις να προσθέσεις τίποτα άλλο;
     - Α, ναι! Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην γράψουμε "μισθός ικανοποιητικός".
     - Το σκέφτηκα και εγώ, για να είμαι ειλικρινής. Καλύτερα να γράφαμε "ικανοποιητικότατος". Ταιριάζει καλύτερα με το "αξιοπρεπέστατο περιβάλλον"...
     - Μα, τι λες; Ικανοποιητικότατος; Θέλεις όποιος διαβάσει την αγγελία να νομίζει πως είμαι Κροίσος; Έλεγα περισσότερο να αφαιρούσαμε εντελώς το επίθετο.
     - Δε θα έβγαζε νόημα, αν αφήναμε το μισθό σκέτο...
     - Δεν εννοούσα αυτό. Αλλά, αντί να αφήσουμε τις υποψήφιες να φαντάζονται - σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια η κάθε μία - έναν μισθό που κατά πάσα πιθανότητα θα αδυνατώ να τους δώσω, καλύτερα να γράψουμε το ποσό κατευθείαν. Έτσι, θα γλιτώσουμε τις συνεντεύξεις με υποψήφιες που δε θα είναι διατεθειμένες να εργαστούν με το μισθό που είμαι διατεθειμένος να δώσω. Τι λες;
     - Είναι κάτι που δε συνηθίζεται, ομολογώ... αλλά εσύ αποφασίζεις. Και τι μισθό προτίθεσαι να δίνεις;
     - Ό,τι έδινα και στην Ντολόρες.
     - Δηλαδή;
     - Οκτώ λίρες την εβδομάδα.
     - Σοβαρά; Τόσο την πλήρωνες την Ντολόρες; Εγώ στη δικιά μου της έδινα δέκα.
     - Χέιστινγκς, Χέιστινγκς, το ξέρεις, δα, πως μπορεί να είμαι επιφανής, ταυτόχρονα όμως είμαι ένας πενιχρά αμοιβόμενος εργαζόμενος.
     - Δεν είναι ακριβώς έτσι...
     - Εξάλλου, μιλάμε για μηδενικά έξοδα διαβίωσης, αφού θα τρώει και θα κοιμάται στο σπίτι μου, για να μη μιλήσουμε για το κύρος του να εργάζεται για έναν τόσο επιφανή εργοδότη...
     - Να γράψω "οκτώ λίρες την εβδομάδα", λοιπόν;
     - Γράψ'το, ναι.
     - Κάτι άλλο;
     - Α, ναι, πρόσθεσε στο τέλος "Συστατικές επιστολές απαραίτητες". Θα γλιτώσουμε, έτσι, από αυτές που δεν έχουν προϋπηρεσία, και από αυτές που ίσως θεωρήσουν το μισθό που δίνω ως ένδειξη αναξιοπρεπούς διαβίωσης.
     - Ωραία, λοιπόν, το έγραψα.
     - Τέλεια! Θα μπορούσες να το πας εσύ σε κανα-δυο εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας;
     - Πολύ ευχαρίστως!
     - Ευχαριστώ πολύ, μον αμί.
     Ο Χέιστινγκς ξερόβηξε.
     - Τι συμβαίνει, Χέιστινγκς; ρώτησε ο Πουαρό.
     - Θα χρειαστώ χρήματα για την καταχώριση.
     - Α, ναι, βέβαια... Μπορείς να πληρώσεις εσύ, και να σου τα δώσω αργότερα, αφού πάω στην Τράπεζα; Δεν έχω καθόλου μετρητά στο σπίτι, τα τελευταία τα έδωσα εχθές το βράδυ στο ταξί.
     - ΟΚ, είπε ο Χέιστινγκς. Ποιες εφημερίδες προτιμάς για την καταχώριση;
     - Κάποιες με μεγάλη κυκλοφορία... Πήγαινε στην Ντέιλι Μίρορ και στην Γκάρντιαν... Α, πήγαινε και στην Ομπζέρβερ. Μερικοί διαβάζουν εφημερίδα μόνο τις Κυριακές.
     - Εντάξει, είπε ο Χέιστινγκς, πάω να κάνω την καταχώριση και ύστερα θα περάσω από το αστυνομικό τμήμα. Αν προλάβω το μεσημέρι, στο γυρισμό, θα περάσω και από εδώ.
     - Δε θα με βρεις. Εφόσον δεν έχω οικιακή βοηθό, θα αναγκαστώ να γευματίσω έξω. Ίσως επιλέξω το Γουίλτονς. Τα στρείδια τους είναι ένα καλό υποκατάστατο των βελγικών μυδιών... Εκτός αν έχεις σκοπό να με προσκαλέσεις στο σπίτι σου, οπότε δε θα ήθελα να σε προσβάλω... Εξαρτάται, βέβαια, και από το φαγητό που έχετε, το ξέρεις ότι το στομάχι μου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο...
     - Πίτα του βοσκού έχουμε, ξέφυγε του Χέιστινγκς.
     - Α, μα τότε δεν υπάρχει πρόβλημα, η πίτα του βοσκού είναι ένα από τα αγαπημένα μου αγγλικά πιάτα, άσε που δεν με πειράζει καθόλου στο στομάχι! Αλλά, δεν ξέρω τι θα πει και η γυναίκα σου... Με συμπαθεί, βέβαια, αλλά ίσως να μην θέλει...
     - Όχι, να έρθεις, θα χαρεί να σε δει, είπε ο Χέιστινγκς για να μη φανεί ότι δεν ήταν αφεντικό στο σπίτι του, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν την κατσάδα που θα έτρωγε.
     - Εντάξει, λοιπόν, θα έρθω... Τι ώρα τρώτε; Δε θα ήθελα να σας ξεβολέψω...
     - Στις δύο.
     - Θα είμαι εκεί στις δύο ακριβώς.
     Ο Χέιστινγκς βγήκε στον δρόμο. Καλός και άγιος ο Πουαρό, αλλά ούτε Σκωτσέζος τόσα καβούρια στις τσέπες! Πού να του άρεσε και το ουίσκι, δηλαδή...