Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Group therapy

     


     - Άντε, στην υγειά μας! είπε ο ένας και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά.
     - Να πάνε κάτω τα φαρμάκια! είπε ο άλλος και τσούγκρισε το ποτήρι του.
     - Κουράγιο, αδέρφια! είπε ο τρίτος και τσούγκρισε κι εκείνος το δικό του ποτήρι.
     - Άσπρο πάτο! είπε και ο τέταρτος.
     Οι τέσσερεις φίλοι άδειασαν τα ποτήρια τους αργά, μέσα στην απόλυτη σιγή, παρ'όλο το διάχυτο μουρμουρητό που ακουγόταν από τα γύρω τραπέζια.
     - Βάλσαμο ήταν! είπε ο πρώτος και έγλειψε τον λιγοστό αφρό που είχε παγιδευτεί στο μουστάκι του.
     - Αν ήταν και λίγο πιο παγωμένη, θα ήταν όνειρο, είπε και ο δεύτερος.
     - Να πάρουμε άλλη μία; πρότεινε ο τρίτος.
     - Λέτε; αναρωτήθηκε ο τέταρτος.
     - Και γιατί όχι; είπε ο δεύτερος. Σάμπως θα οδηγήσουμε;
     - Α, δεν ξέρω, είπε ο πρώτος, αν πιω δεύτερη, ίσως έχω φασαρίες στο σπίτι.
     - Μη μου πεις ότι σου γκρινιάζει η δικιά σου!
     - Γιατί, η δικιά σου δε σου γκρινιάζει;
     Ο τέταρτος κοίταξε προς την πόρτα, που μόλις είχε ανοίξει. Μία λεπτή κοπέλα μπήκε μέσα και αφού έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω-γύρω κατευθύνθηκε προς το μπαρ, ακολουθούμενη από έναν νεαρό με σκουλαρίκι στο αυτί, ο οποίος τη συνόδευε. Ξανακοίταξε τους φίλους του. 
     - Λοιπόν; επέμεινε ο άλλος.
     - Τι λοιπόν;
     - Η δικιά σου δε σου γκρινιάζει;
     Δεν την είχε γλιτώσει. Απρόθυμα, ένευσε με το κεφάλι.
     - Αφήστε τα, παιδιά, είπε ο πρώτος, οφείλουμε να το ομολογήσουμε: την πατήσαμε!
     - Και να πει κανείς ότι παντρευτήκαμε από συνοικέσιο... είπε ο τρίτος. Αλλά, βρε παιδιά, δεν ήταν έτσι στην αρχή!
     - Όχι, συμφώνησαν και οι άλλοι τρεις.
     - Εμένα η δικιά μου, συνέχισε αυτός, ήταν όλο μέσα στις γλύκες, και να τα τραγούδια, και να τα γέλια, και όλο μηλόπιτες μου έφτιαχνε, αφού μέχρι να παντρευτούμε είχα πάρει εφτά κιλά! Το γαμπριάτικο κουστούμι τρεις φορές μου το άνοιξε ο ράφτης! Αλλά, τώρα, τι να πω; Σαν να έχει μεταλλαχθεί! Όλο μέσα στην γκρίνια την βρίσκω! Μήλο δεν μπαίνει πια στο σπίτι, της προκαλεί τραύμα, λέει. Κομμένες και οι μηλόπιτες, κομμένα και όλα!
     - Σε καταλαβαίνω, φίλε μου, είπε ο δεύτερος. Εγώ να δεις τι τραβάω! Όσο γλυκιά και χαμογελαστή ήταν πριν από το γάμο, τόσο γκρινιάρα έχει γίνει τώρα. Με κυνηγάει από πίσω με ένα ξεσκονόπανο, μου φωνάζει να πατάω επάνω στα πατάκια για να μη χαλάω, λέει, το παρκέ, φωνάζει όταν ξεχνάω να χρησιμοποιήσω σουβέρ επειδή, λέει, αφήνει σημάδια επάνω στα έπιπλα... Πριν να παντρευτούμε, όλο τραγούδαγε, τώρα μόνο με ψέλνει! Μέχρι και για τα πόδια της που μεγάλωσαν εγώ φταίω, λέει!
     - Πώς, δηλαδή;
     - Που την άφησα έγκυο.
     - Ε, καλά, κι εσύ, εδώ που τα λέμε, το παράκανες, πέντε παιδιά σε έξι χρόνια...
     - Φταίω εγώ που είμαι καρπερός; Και το άλλο, δε σας το είπα: με ζηλεύει αφόρητα! Ούτε μια βόλτα δεν μπορώ να πάω μόνος μου, θέλει να πηγαίνουμε παντού μαζί. Και όταν γυρίζω από τη δουλειά, πέφτει επάνω μου και με μυρίζει σαν λαγωνικό.
     - Και σήμερα πώς σε άφησε;
     - Της είπα ότι είχα συμβούλιο με τους μετόχους, έδειξε να το πιστεύει.
     - Και αν τηλεφωνήσει στο γραφείο;
     - Ζήτησα να βγάλουν εκτός λειτουργίας το τηλεφωνικό κέντρο, μόνο στο κινητό θα μπορεί να με βρει.
     - Κι αν σε πάρει στο κινητό;
     - Θα βγω έξω να απαντήσω και θα βρω κάποια δικαιολογία, θα της πω ότι είμαι στο δρόμο για το σπίτι.
      - Τι τραβάς, καημένε... είπε ο πρώτος.
     - Άσε, δράμα η κατάσταση!
     - Εγώ να δείτε τι τραβάω, είπε ο τέταρτος. Δεν φτάνει που με παραμελεί, με έχει γονατίσει και οικονομικά. Όλα τα λεφτά που της δίνω τα ξοδεύει σε λούσα. Για να μην πω για τα λεφτά που ξοδεύει στο κομμωτήριο!
     - Μακάρι και η δικιά μου να ασχολιόταν με τα λούσα και να με άφηνε στην ησυχία μου, είπε ο δεύτερος.
     - Μην το λες, είπε ο τέταρτος και έβγαλε το μπουφάν του. 
     Το μπλουζάκι που φορούσε έμοιαζε σαν βαφτιστικό.
     - Πού το βρήκες αυτό; ρώτησε ο πρώτος. Στο μπαούλο με τα βαφτιστικά;
     - Ήταν το μόνο που δεν ήταν τρύπιο, και το μόνο που δεν ήταν στα άπλυτα.
     - Καλά, από πότε το έχεις;
     - Τον προηγούμενο μήνα το αγόρασα!
     - Και μεγάλωσες τόσο πολύ μέσα σε ένα μήνα;
     - Μη λες βλακείες, δε μεγάλωσα εγώ, αυτό μίκρυνε!
     - Πρώτη φορά το ακούω αυτό, είπε ο τρίτος.
     - Φυσικά και το ακούς πρώτη φορά, επειδή η δικιά σου μπορεί να σου γκρινιάζει και να σε ζηλεύει, αλλά τουλάχιστον είναι νοικοκυρά και ξέρει πώς να πλένει τα ρούχα. Ενώ η δικιά μου δεν έχει ιδέα. Το συγκεκριμένο μπλουζάκι είναι μάλλινο και το έβαλε στο πλυντήριο, στους 60 βαθμούς. Έμεινε μισό.
     - Δε σε σφίγγει;
     - Πώς δε με σφίγγει, αλλά δεν είχα άλλο, γυμνός θα ερχόμουν; Εξάλλου, έτσι όπως έχει μπει, την κοιλιά την αφήνει ακάλυπτη, οπότε μπορώ να τρώω και να πίνω...
     - Πάλι καλά!
     - Και μη νομίζετε ότι την γκρίνια την γλιτώνω, απλώς η δικιά μου γκρινιάζει για άλλους λόγους, πότε επειδή δεν της πετυχαίνουν το χρώμα στα μαλλιά, πότε επειδή δεν της πέφτουν τα ρούχα της όπως ακριβώς θα ήθελε, πότε επειδή της έχει φύγει το κραγιόν ή της έχει χαλάσει το ημιμόνιμο στο νύχι...
     - Έχεις τα δίκια σου και εσύ, είπε ο πρώτος.
     - Εσύ, πάντως, πρέπει να την περνάς καλύτερα, του είπε ο δεύτερος. Φρεσκαδούρα σε βλέπω!
     - Ναι, τι να σου πω...
     - Γιατί;
     - Όσο πάρτυ άνιμαλ ήταν στην αρχή που γνωριστήκαμε, τόσο μούχλα έχει γίνει πλέον!
     - Τι μου λες;
     - Άσε! Φαντάσου, πριν παντρευτούμε, όποτε βγαίναμε και τη ρωτούσα μήπως ήθελε να γυρίσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε, μου έλεγε "Δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω μαζέψει τόσο ύπνο που μπορώ να περάσω μια ολόκληρη ζωή διασκεδάζοντας". Και τώρα, πριν καλά-καλά δύσει ο ήλιος, έχει πέσει για ύπνο!
     - Τουλάχιστον δεν μπορεί να σου γκρινιάζει, αφού κοιμάται...
     - Ναι, καλά... Αν, τυχόν, ανεβάσω λίγο την ένταση στην τηλεόραση, ξυπνάει και βάζει τις φωνές ότι κάνω φασαρία!
     - Ε, κι εσύ γιατί τη δυναμώνεις την τηλεόραση;
     - Στο 1 τη βάζω! Μερικά προγράμματα δεν έχουν υποτίτλους, βλέπεις...
     - Α, κατάλαβα... Και γιατί δεν βγαίνεις, τότε, να κάνεις καμιά βόλτα, να μην την ενοχλείς και να ξεσκάσεις και λίγο;
     - Δεν μπορεί να κοιμηθεί αν λείπω από το σπίτι, λέει, θέλει να νιώθει την παρουσία μου.
     - Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή... 
     - Πριν από δυο βδομάδες είχαμε επέτειο. Είπα κι εγώ να της κάνω έκπληξη. Αγόρασα μια τούρτα, αγόρασα και κρασί, νωρίς ήταν, λέω δε θα κοιμάται ακόμη, θα περάσουμε καλά... Αμ' δε! Χαλάει ο καιρός, σκοτεινιάζει ο ουρανός, πιάνει βροχή...
     - Χάλασε η τούρτα;
     - Μια χαρά ήταν η τούρτα... Μπαίνω στο σπίτι χαμογελαστός, φωνάζω "Χρόνια μας πολλά!", και ακούω τα εξ'αμάξης, επειδή την ξύπνησα.
     - Μα αφού ακόμα δεν είχε δύσει ο ήλιος, νωρίς δεν ήταν;
     - Αυτό είπα κι εγώ. Αλλά, βλέπετε, η βροχή της είχε φέρει υπνηλία... Μια ώρα με έψελνε. Και κοιμήθηκα και στον καναπέ.
     - Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, είπε ο τέταρτος. Αξίζω κι εγώ λίγη προσοχή, επιτέλους!
     - Ναι, και δεν πειράζει να τρώμε και καμιά μηλόπιτα πού και πού, είπε ο τρίτος, θέλω να φάω λίγη μηλόπιτα, κακό είναι;
     - Και δεν πέθανε και κανείς από σημάδι ποτηριού επάνω σε έπιπλο, συμπλήρωσε ο δεύτερος. Ή από μερικά σημάδια στο παρκέ, συμπλήρωσε.
     - Και, επιτέλους, θέλω να βάλω την τηλεόραση στο πέντε! είπε ο πρώτος. Λοιπόν, το αποφάσισα: θα ζητήσω διαζύγιο!
     - Μωρέ, καλά τα λες, είπε ο τρίτος.
     - Πολύ σωστά, πρόσθεσε ο δεύτερος.
     - Ναι, κι εγώ θα ζητήσω διαζύγιο, είπε ο τέταρτος. Λοιπόν, να πάρουμε άλλη μια μπύρα να το γιορτάσουμε;
     - Ναι, συμφώνησαν και οι άλλοι και σήκωσαν το χέρι τους να παραγγείλουν. Ένας ήχος κινητού ακούστηκε.
     - Αμάν, η Σταχτοπούτα! είπε ο δεύτερος και όρμησε έξω από το μαγαζί.
     - Το δόλιο, σούζα τον έχει! είπε ο πρώτος. Τι ώρα είναι; Ωχ, όπου να'ναι σκοτεινιάζει, θα πιω την μπύρα μου βιαστικά και θα φύγω, αλλιώς ποιος την ακούει την Ωραία Κοιμωμένη, που δε θα μπορεί να κοιμηθεί...
     Ο δεύτερος επέστρεψε.
     - Είχα ξεχάσει να πετάξω τα σκουπίδια φεύγοντας, είπε. Θα πιω την μπύρα μου βιαστικά και θα πάω σπίτι.
     - Κι εγώ θα την πιω βιαστικά και θα φύγω να προλάβω ανοιχτά τα μαγαζιά, μπας και πάρω καμιά καινούργια μπλούζα, αμφιβάλλω αν η Ραπουνζέλ έχει βάλει πλυντήριο, είπε ο τέταρτος.
     - Κάτι λέγαμε για διαζύγιο, είπε ο τρίτος. 
     - Α, ναι, ε, εντάξει, έχουμε καιρό να το σκεφτούμε, είπε ο πρώτος.
     - Ναι, είπε και ο δεύτερος, εξάλλου εγώ έχω και πέντε παιδιά, θα πρέπει να το σκεφτώ καλά. Και η Σταχτοπούτα, εδώ που τα λέμε, είναι εξαιρετική μητέρα.
     - Και η Ωραία Κοιμωμένη είναι τόσο γλυκιά, όταν κοιμάται, είπε ο πρώτος.
     - Εξάλλου, μία μηλόπιτα μπορώ να τη φάω και εκτός σπιτιού, είπε ο τρίτος, δεν είναι ανάγκη να είναι από τα χεράκια της Χιονάτης... Που, εδώ που τα λέμε, φτιάχνει εξαιρετικό μουσακά...
     Έφτασαν οι μπύρες.
     - Λοιπόν, αδέρφια, άσπρο πάτο! είπε ο τρίτος.
     Κατέβασαν τις μπύρες μονορούφι.
     - Ραντεβού την επόμενη βδομάδα, ίδια ώρα; ρώτησε ο πρώτος.
     - Ναι, είπαν όλοι.
     - Ποιος κερνάει; ρώτησε ο τέταρτος. Θα σας κέρναγα εγώ, αλλά η Ραπουνζέλ, σας το είπα, με έχει γονατίσει. Εχθές πάλι αποφάσισε να κάνει ισιωτική...

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Στα καλά του καθουμένου


     Όλοι ξέρουμε ότι όταν η Πίπη πηγαίνει βόλτα, όλο και κάτι περίεργο ή, έστω, ενδιαφέρον συναντάει. Ξέρουμε όμως και ότι πολλά περίεργα ή, έστω, ενδιαφέροντα πάνε τα ίδια και την βρίσκουν. Κάτι τέτοιο έγινε και καμιά δεκαριά μέρες πριν, που η Πίπη βγήκε στη Χώρα της πίσω βεράντας για να ποτίσει τα φυτά. 
     Στη Χώρα της πίσω βεράντας υπήρχαν δύο άδειες γλαστρούλες που είχαν μετακομίσει εκεί από το προηγούμενο καλοκαίρι. Καθώς, λοιπόν, η Πίπη πότιζε τη μία από τις δύο γλαστρούλες, σαν να της φάνηκε ότι ένα κομματάκι χώμα είχε βγει προς τα έξω.
     Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε, βέβαια, ότι η Πίπη δεν είχε σαλτάρει, είχε λόγο που πότιζε τις συγκεκριμένες άδειες γλαστρούλες. Και ο λόγος ήταν απλούστατος: οι γλαστρούλες δεν ήταν καθόλου άδειες, είχαν μέσα κουκούτσια. Συγκεκριμένα, η μία είχε κουκούτσια βερυκοκιάς και η άλλη είχε κουκούτσια κερασιάς.
     Θα μου πείτε, βέβαια: τι την έπιασε τώρα την Πίπη να γεμίζει γλάστρες με κουκούτσια και να περιμένει να φυτρώσουν; Δεν πάει καλύτερα να αγοράσει ένα έτοιμο φυντάνι; Η περιέργεια την έπιασε, φίλοι μου, αυτό φταίει. Βλέπετε, στο παρελθόν είχε κάνει το ίδιο κόλπο με τα κουκούτσια από ένα μήλο, και της είχε μπει η ιδέα να ξαναδοκιμάσει και με άλλα φρούτα. Οπότε έβαλε από πέντε-έξι κουκούτσια σε καθεμιά από τις γλάστρες και τις πότιζε ευλαβικά από το προηγούμενο καλοκαίρι.
     Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες περνούσαν, ήρθε ο χειμώνας, άρχισε να πλησιάζει το τέλος του, και η Πίπη συνέχιζε να ποτίζει τις άδειες γλάστρες υπομονετικά. Και, παρ'όλο που υπήρχε πάντα μία πιθανότητα όλο αυτό το πότισμα να πήγαινε χαμένο, και παρ'όλο που στο βάθος ίσως να ένιωθε και μια μικρή απογοήτευση, ούτε μια στιγμή δεν γκρίνιαξε. Η γκρίνια, εξάλλου, δεν ταιριάζει στην Πίπη.
     Και να που ίσως κάτι να άλλαξε στη μία από τις γλάστρες. Αλλά, άλλαξε; Στην αρχή η Πίπη πίστεψε ότι ήταν η ιδέα της, δηλαδή, εντάξει, το χώμα φαινόταν σαν να είχε φουσκώσει, αλλά το πιο πιθανό ήταν κάτι να είχε σκάψει λίγο το χώμα της γλαστρούλας. Δεν είναι και τόσο σπάνιοι οι επισκέπτες σε μία χώρα σαν τη Χώρα της πίσω βεράντας. 
     Η Πίπη συνέχισε το πότισμα και δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Την επόμενη μέρα, όμως, που ξαναείδε το φούσκωμα, κατάλαβε ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Και, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, ανακάλυψε ένα τόσο δα βερυκοκοφυντανάκι, κάτω από το ανασηκωμένο χώμα.
     - Ώστε έπιασε το κόλπο, σκέφτηκε η Πίπη. Τώρα μένει να φυτρώσει και κάποιο από τα κουκούτσια της κερασιάς. 
     Από εκείνη τη μέρα, όπως είναι λογικό, την προσοχή της Πίπης σχεδόν τη μονοπώλησε το νέο φυντάνι. "Αγκού!" έκανε το φυντάνι, "Άχου το!" έλεγε η Πίπη. "Αγκού!" ξανάκανε το φυντάνι, "Άχου το!" ξανάλεγε η Πίπη και το χάιδευε, και του μιλούσε για να μεγαλώσει γρήγορα.
     Και μπορεί το βερυκοκοφυντανάκι να μην ήταν από μόνο του και τόσο μεγάλη έκπληξη για την Πίπη, τελικά, όμως της επιφύλασσε μία έκπληξη. Αλλιώς, τι ήταν εκείνο εκεί ακριβώς δίπλα του; Άλλο πάλι και τούτο! Κι άλλο φυντανάκι, και μάλιστα κολλητά με το πρώτο; Μα η Πίπη θυμόταν πεντακάθαρα, είχε αφήσει αποστάσεις ανάμεσα στα κουκούτσια, δεν μπορεί να υπήρχαν δύο κουκούτσια το ένα δίπλα στο άλλο! Και το δεύτερο φυντανάκι άρχισε κι εκείνο να μεγαλώνει όπως ακριβώς το πρώτο.
     - Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε η Πίπη τον εαυτό της.
     - Ό,τι κάναμε και με τα κουκούτσια της μηλιάς, της απάντησε ο εαυτός της. Το δεύτερο θα πρέπει να κοπεί, για να μην παρεμποδίζει την ανάπτυξη του πρώτου.
     - Κι αν τελικά αποδειχτεί ότι το πρώτο είναι ασθενικό; Και αν κόψουμε το δεύτερο για να μεγαλώσει το πρώτο και εκείνο ξεραθεί από μόνο του;
     - Ε, τότε ας περιμένουμε λίγο να δούμε ποιο είναι πιο δυνατό.
     Και η Πίπη αποφάσισε να περιμένει. Και, σαν να κατάλαβε ότι κινδύνευε, το δεύτερο φυντάνι άρχισε να αναπτύσσεται πιο γρήγορα και σύντομα έφτασε σε ύψος το πρώτο. Και η Πίπη άρχισε να ψυλλιάζεται ότι τα δύο φυντανάκια προέρχονταν από το ίδιο κουκούτσι, γι'αυτό ήταν τόσο κολλητά το ένα με το άλλο. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Δύο δίδυμα φυντάνια! Και τώρα το δίλημμα μεγαλώνει: διότι αν και τα δίδυμα φυντάνια είναι τόσο δεμένα μεταξύ τους όπως τα δίδυμα παιδιά, μήπως αυτό που θα μείνει πέσει σε μελαγχολία;
     - Πολλή φασαρία για το τίποτα, θα πει κάποιος. Ας ρίξει κλήρο να τελειώνουμε!
     Ναι, κι αυτό μια ιδέα είναι. Αλλά, με τι καρδιά να ρίξεις κλήρο; Μήπως αν κοιτάξεις προσεκτικά διακρίνεις κάποιο ελάττωμα στο ένα, ή έστω, κάποια διαφορά στην ανάπτυξη;
     Βοήθεια, χριστιανοί! Εμένα μου φαίνονται ολόιδια! 

  

Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Ο χαρταετός που γελούσε πολύ


     Μια φορά κι έναν καιρό, στη χώρα των χαρταετών γεννήθηκε ένας χαρταετός διαφορετικός από τους άλλους. Όταν λέμε διαφορετικός, βέβαια, δεν εννοούμε ότι του έλειπε τίποτα. Όχι, απ'όλα είχε: και πολύχρωμος ήταν και ουρά είχε, και σκοινί. Απλώς, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χαρταετούς που ήταν συνέχεια πολύ σοβαροί, εκείνος ήταν ένας αετός πολύ χαρούμενος.
     Θα μου πείτε τώρα: μα γιατί να είναι τόσο σοβαροί οι χαρταετοί; Μα, επειδή το να πετάει κανείς δεν είναι καθόλου εύκολο. Χρειάζεται πολύς χρόνος, πολλή προσπάθεια, πολλή μελέτη, πολλή δουλειά για να μπορέσει ένας χαρταετός να πετάξει. Και αν δεν κάνει σοβαρή δουλειά, δεν θα πετάξει ποτέ. Και ένας χαρταετός που δεν πετάει δεν έχει θέση στη χώρα των χαρταετών.
     Οι γονείς του χαρούμενου χαρταετού, που ήταν επίσης πολύ σοβαροί χαρταετοί, δεν καταλάβαιναν την ανάγκη του να γελάει και να διασκεδάζει, αλλά ακόμα κι έτσι, τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Και ούτε τον μάλωναν, όταν τους έκανε ρεζίλι με τα αστεία του, όποτε πήγαιναν κάποια επίσκεψη. Εξάλλου, όταν θα πήγαινε σχολείο θα σοβαρευόταν, όπως όλοι οι χαρταετοί.
     Έτσι, όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του τον έγραψαν στο σχολείο. Εκεί, ο μικρός χαρταετός γνώρισε κι άλλους χαρταετούς στην ηλικία του και ήταν πολύ χαρούμενος, που θα είχε τόσους φίλους για να παίζει στα διαλείμματα. 
     - Πάμε να παίξουμε κρυφτό; ρωτούσε τους άλλους χαρταετούς στο διάλειμμα.
     - Δύο επί δύο, τέσσερα, έλεγε ο ένας. Δύο επί τρία, έξι, δύο επί τέσσερα, οχτώ...
     - Κρυφτό; έλεγε ο άλλος. Δεν μπορώ, πρέπει να διαβάσω ορθογραφία. Υπάρχουν τρεις λέξεις που ακόμα δεν τις έχω μάθει καλά.
     - Να σας πω ένα ανέκδοτο, τότε; Μόλις τώρα το έβγαλα.
     - Η ταχύτητα του αέρα στην επάνω πλευρά πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του αέρα στην κάτω πλευρά, έλεγε ένας άλλος. Ανέκδοτο; Είσαι σοβαρός; Ξεχνάς ότι έχουμε διαγώνισμα αεροδυναμικής την επόμενη ώρα; Καλύτερα να κάνουμε μια τελευταία επανάληψη. Δε θέλω να πάρω κακό βαθμό. 
     Και όλοι του γυρνούσαν την πλάτη και συνέχιζαν να διαβάζουν και να κάνουν επανάληψη στα μαθήματά τους. Και ο χαρταετός έμενε μόνος του. Αλλά δεν το έβαζε κάτω.
     - Πάμε το απόγευμα στην αλάνα, να παίξουμε ποδόσφαιρο; ρωτούσε στο σχόλασμα.
     - Το απόγευμα έχω φροντιστήριο, έλεγε ο ένας.
     - Και εγώ, έλεγε ο άλλος.
     - Γιατί, εγώ δεν έχω φροντιστήριο; έλεγε ένας τρίτος. Δύο φροντιστήρια έχω, μάλιστα!
     - Βρε παιδιά, και εγώ θα διαβάσω τα μαθήματά μου πρώτα, έλεγε εκείνος. Μετά το διάβασμα εννοώ να πάμε.
     - Δεν έχουμε χρόνο, δεν μπορούμε, ήταν η απάντηση.
     Και κανένας δεν πήγαινε το απόγευμα στην αλάνα να παίξει ποδόσφαιρο με το μικρό χαρταετό. Και εκείνος έπαιζε ποδόσφαιρο με τα δέντρα που βρίσκονταν γύρω από την αλάνα. Και μερικές φορές τους έλεγε και τους νόμους της αεροδυναμικής, να μαθαίνουν και εκείνα. Και τα δέντρα ήταν πολύ καλά στις αποκρούσεις. Και καμιά φορά κατάφερνε να τους βάλει και γκολ. Και τα γέλια του ήταν τόσα, που αντηχούσαν πιο πέρα από την αλάνα. Και οι γειτόνισσες άνοιγαν τα παράθυρα θυμωμένες και του φώναζαν να σταματήσει τις φωνές, επειδή ενοχλούσε τα παιδιά τους που μελετούσαν για το σχολείο.
     - Να σας πω ένα ανέκδοτο που σκέφτηκα μόλις τώρα; είπε πάλι μια μέρα ο χαρταετός την ώρα του διαλείμματος.
     - Ώχου, μας ζάλισες με τα ανέκδοτά σου! Άλλη δουλειά δεν έχεις να κάνεις;
     - Διάλειμμα έχουμε! Επιπλέον, δεν πειράζει να γελάμε πού και πού...
     - Ναι, αλλά εσύ το παράκανες! Γελάς όλη την ώρα!
     - Χάχα! είπε ένας χαρταετός με γυαλιά.
     - Ναι, είσαι ένας χάχας! είπε ένας άλλος, χωρίς γυαλιά.
     - Αλήθεια, εσύ δεν είσαι χαρταετός, είσαι χαχαετός, είπε και ένας τρίτος.
     - Χαχαετός; Τι αστεία λέξη! είπε και ένας τέταρτος.
     Και οι υπόλοιποι χαρταετοί, παρ'όλο που δεν το συνήθιζαν, έσκασαν στα γέλια. Και από τότε όλοι τον κορόιδευαν τον χαρταετό και τον φώναζαν χαχαετό.
     Ο χαρταετός πειράχτηκε. Εντάξει, να μη θέλουν να παίξουν μαζί του, να μη θέλουν να ακούνε τα ανέκδοτά του, αλλά να του βγάλουν παρατσούκλι;
     - Τι έχεις, παιδί μου; τον ρώτησε η μαμά του, μόλις γύρισε στο σπίτι. Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι λυπημένο.
     - Τα παιδιά με κοροϊδεύουν, με φωνάζουν χαχαετό, είπε εκείνος με παράπονο.
     - Χαχαετό; Τι σημαίνει αυτό;
     - Είμαι χάχας, λέει, και γελάω όλη την ώρα.
     - Είναι αλήθεια αυτό; Γελάς όλη την ώρα;
     - Όχι, μόνο όταν σκεφτώ κάτι αστείο. Αλλά τα άλλα παιδιά είναι συνέχεια σοβαρά...
     Η μαμά του σκέφτηκε λίγο πριν μιλήσει. Είπαμε, κι εκείνη ήταν πολύ σοβαρή.
     - Δεν είναι κακό να είναι κανείς σοβαρός, είπε. Όταν είσαι σοβαρός, κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου, μαθαίνεις καλύτερα τα μαθήματά σου, τα κάνεις όλα καλύτερα.
     Ο μικρός χαρταετός είχε αρχίσει να δακρύζει.
     - Από την άλλη, συνέχισε η μαμά του, δεν μπορώ να πω ότι εσύ δεν είσαι σοβαρός, όταν μελετάς τα μαθήματά σου. Ίσα-ίσα, όταν κάθεσαι να μελετήσεις είσαι πολύ σοβαρός και δε χαζεύεις. Την προπαίδεια την ξέρεις απ'έξω κι ανακατωτά, τα σχέδια πτήσης που φτιάχνεις είναι καλοφτιαγμένα και χωρίς μουτζούρες, και τους νόμους της αεροδυναμικής τους έχεις μάθει όλους. Μόνο με σοβαρή δουλειά γίνεται αυτό.
     Ο μικρός χαρταετός σκούπισε τη μύτη του, που είχε αρχίσει να τρέχει λίγο.
     - Αφού είσαι σοβαρός στα σοβαρά πράγματα, είπε η μαμά του, υποθέτω ότι δεν είναι κακό να γελάς πού και πού...
     - Αυτό είπα κι εγώ στα άλλα παιδιά!
     - Κι εκείνα τι είπαν;
     - Με είπαν χάχα και χαχαετόοο...
     Και ο μικρός χαρταετός άρχισε να κλαίει.
     - Χμμ, είπε η μαμά του, αυτό δεν είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους τους. Μήπως τα αστεία σου είναι προσβλητικά; Μήπως τα λες για να τους κάνεις να αισθανθούν άσχημα;
     - Όχι, εγώ τα λέω για να γελάσουμε όλοι μαζί, αλλά εκείνοι δε θέλουν...
     Και δωσ'του κλάμα!
     Η μαμά δεν ήθελε να βλέπει το παιδί της σε αυτήν την κατάσταση. 
     - Μην κλαις, παιδί μου, δεν αξίζει τον κόπο! είπε. Αν τα άλλα παιδιά σε κοροϊδεύουν, να μην τους δίνεις σημασία. Και αν δε θέλουν να παίζετε μαζί, δε χάθηκε ο κόσμος. Εξάλλου, εσύ παίζεις με τα δέντρα της αλάνας, δεν είναι φίλοι σου τα δέντρα της αλάνας;
     Ο μικρός κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
     - Και αφού τα παιδιά δε θέλουν να ακούνε τα αστεία σου, συνέχισε η μαμά, να έρχεσαι και να τα λες σε εμένα. Θα τα ακούω με μεγάλη προσοχή.
     Έτσι έγινε και από τότε ο μικρός χαρταετός σταμάτησε να λέει αστεία στα άλλα παιδιά και άρχισε να τα λέει στη μαμά του. Και εκείνη πάντα χαμογελούσε με τα αστεία του. Και ύστερα τον έστελνε να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του, τα δέντρα της αλάνας.
     Όμως, η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν χαμογελούσε η μαμά με τα ανέκδοτά του, ο μικρός χαρταετός, κατά βάθος, ακόμα προτιμούσε την παρέα των άλλων παιδιών. Αλλά όταν καμιά φορά άκουγε πίσω από την πλάτη του να τον αποκαλούν χαχαετό, μετάνιωνε που αποζητούσε την παρέα τους.
     Μια μέρα ένιωθε τόσο στενοχωρημένος, που αντί να πάει στο σπίτι του και να πει τα αστεία του στη μαμά του, προτίμησε να πάει μια μεγάλη βόλτα μέχρι τη θάλασσα. Και εκεί, στην άκρη της θάλασσας, με τα κύματα να σκάνε επάνω στα βράχια, ο μικρός χαρταετός άρχισε να σιγοκλαίει. Τα μάτια του θόλωσαν από τα δάκρυα και δεν έβλεπε καθαρά. Έτσι, δεν είδε ότι εκεί πιο πέρα, στην επιφάνεια του νερού εμφανίστηκε ένα μικρό τρίγωνο. Και το τρίγωνο πήγαινε πέρα-δώθε συνέχεια, και σιγά-σιγά άρχισε να πλησιάζει, και να πλησιάζει, και να πλησιάζει... Και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά στο μικρό χαρταετό, εκείνος κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνος του.
     Σκούπισε τα μάτια του και μπροστά του είδε μία μεγάλη σειρά από μακριά, μυτερά δόντια. Τι ήταν αυτό;
     - Καλά το κατάλαβα ότι κάποιος έκλαιγε, είπε το μεγάλο ψάρι με τα μακριά, μυτερά δόντια. Το νερό έγινε πολύ πιο αλμυρό από ό,τι είναι συνήθως.
     - Τι μεγάλα δόντια που έχεις! θαύμασε ο χαρταετός.
     - Α, σε ευχαριστώ πολύ, είπε το ψάρι. Αυτά τα δόντια είναι το καμάρι μου. Τα βουρτσίζω πρωί και βράδυ. Αλλά, για πες μου: γιατί κλαις και με τα δάκρυά σου κάνεις τη θάλασσα πιο αλμυρή;
      - Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Αλλά είμαι πολύ στενοχωρημένος.
      - Στενοχωρημένος; Τι σημαίνει αυτό;
     - Στενοχωρημένος. Δηλαδή, λυπημένος.
     - Α, νομίζω πως ξέρω τι εννοείς. Χωρίς να φαίνονται τα δόντια.
     - Ποια δόντια;
     - Αυτά, είπε το ψάρι και ξανάδειξε τα μακριά, μυτερά του δόντια. Ποια άλλα; Μα, είσαι πολύ αστείος! Να μην ξέρεις τι είναι τα δόντια!
     - Ξέρω τι είναι τα δόντια, απλώς δεν κατάλαβα τι εννοούσες...
     - Εννοούσα αυτό που είπες, λυπημένος, δηλαδή όταν δε φαίνονται τα δόντια σου. Το αντίθετο, δηλαδή, από όταν χαμογελάς. Να, έτσι!
     Και το ψάρι χαμογέλασε πλατιά και φάνηκαν και πάλι τα δόντια του.
     - Αυτό δεν εννοούσες; ρώτησε το ψάρι.
     - Ε, περίπου αυτό...
     - Δεν μπορώ να καταλάβω, πάντως, είπε το ψάρι, πώς γίνεται κάποιος να μη χαμογελάει, ειδικά όταν έχει τόσο ωραία δόντια... Εγώ όλη την ώρα χαμογελάω.
     - Αλήθεια;
     - Φυσικά! Πώς αλλιώς θα δείχνω τα ωραία μου δόντια;
     Ο μικρός χαρταετός κοίταξε το ψάρι και αναστέναξε.
     - Δεν έχω δίκιο; ρώτησε το ψάρι. Δεν είναι ωραίο πράγμα να χαμογελάς;
     - Δεν ξέρω τι να σου πω, τα παιδιά στο σχολείο έχουν άλλη γνώμη...
     - Α, μη μου μιλάς για τα παιδιά στο σχολείο, εγώ θα σου πω!
     - Πηγαίνεις και εσύ στο σχολείο;
     - Εννοείται πως πηγαίνω! Και όχι μόνο πηγαίνω, αλλά είμαι και καλός μαθητής! Εσύ πώς τα πας με τα μαθήματα;
     - Καλά, με τα μαθήματα καλά.
     - Με τα άλλα παιδιά, όμως, όχι και τόσο, ε;
     Ο μικρός χαρταετός κατέβασε τα μούτρα του.
     - Σε κοροϊδεύουν; ρώτησε το ψάρι. Εμένα να δεις!
     - Σε κοροϊδεύουν και εσένα;
     - Αμ'τι μου κάνουν; Μέχρι και παρατσούκλι μου έχουν βγάλει!
     - Παρατσούκλι;
     - Ναι. Με λένε χαχαρία.
     - Τι είναι αυτό;
     - Τίποτα. Είναι μια λέξη που δεν υπάρχει.
     - Και γιατί σε φωνάζουν έτσι;
     - Γιατί με ζηλεύουν που είμαι τόσο καλός στα ανέκδοτα και που έχω τα πιο αστραφτερά δόντια σε όλο το σχολείο! Και, φυσικά, με ζηλεύουν που είμαι ο πιο χαρούμενος καρχαρίας της οικουμένης και γελάω κάθε τρεις και λίγο...
     - Σου αρέσουν τα ανέκδοτα; 
     - Φυσικά! Να σου πω ένα;
     Και ο χαμογελαστός καρχαρίας του είπε ένα ανέκδοτο. Και ο χαρταετός γέλασε με το ανέκδοτο του καρχαρία.
     - Ορίστε, είπε ο καρχαρίας, σε έκανα και γέλασες, δεν είναι καλύτερα έτσι;
     Ο μικρός χαρταετός ένιωσε πολύ καλύτερα και, κυρίως, ένιωσε ότι ο καρχαρίας μπορούσε να τον καταλάβει.
     - Θα σου πω ένα μυστικό, είπε λίγο διστακτικά. Κι εμένα μου αρέσει να γελάω, όπως εσύ. Και λέω και ανέκδοτα, όπως εσύ. Και... μου έβγαλαν παρατσούκλι, όπως σε εσένα. Με λένε χαχαετό, επειδή λένε ότι είμαι χάχας.
     - Ώστε γι'αυτό έκλαιγες πριν; είπε ο καρχαρίας. 
     Ο χαρταετός κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
     - Α, μα δεν αξίζει τον κόπο, δεν βλέπεις εμένα; Σιγά μην σκάσω! Τι σημαίνει χαχαετός;
     - Δεν ξέρω, νομίζω δεν υπάρχει τέτοια λέξη...
     - Ακριβώς! Όπως δεν υπάρχει και λέξη χαχαρίας. Άρα, ούτε η λέξη χαχαρίας, ούτε η λέξη χαχαετός έχει σημασία. Και γιατί να σκάμε για κάτι που δε σημαίνει τίποτα;
     Ο μικρός χαρταετός σκέφτηκε ότι τα ίδια περίπου του είχε πει και η μαμά του. Αλλά τώρα που τα άκουγε και από κάποιον άλλον, και κυρίως από κάποιον που καταλάβαινε ακριβώς τι περνούσε, σκέφτηκε ότι τελικά η μαμά του είχε απόλυτο δίκιο. Και τι σημασία είχε που τον κορόιδευαν τα άλλα παιδιά; Καμία. Εκείνος, εξάλλου, είχε φίλους του όλα τα δέντρα της αλάνας.
     - Αν θέλεις, είπε ο καρχαρίας, μπορούμε να γίνουμε φίλοι, να βρισκόμαστε τακτικά, να λέμε ανέκδοτα, να γελάμε και να περνάμε καλά.
     - Ωραία ιδέα, είπε ο μικρός χαρταετός και από τότε οι δυο τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι.
     Ο καιρός περνούσε ευχάριστα και η ετήσια γιορτή των χαρταετών πλησίαζε. Ήταν η ευκαιρία όλων να δείξουν πόσο καλά τα είχαν πάει στο σχολείο, πόσο πολύ είχαν μελετήσει, πόσο πολύ είχαν δουλέψει όλη την χρονιά. Προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια του ανέμου και να πετάξουν όσο πιο ψηλά και πιο μακριά μπορούσαν. Όποιος κατάφερνε να πετάξει πιο ψηλά και πιο μακριά από όλους, εκείνος ήταν ο κορυφαίος χαρταετός της χρονιάς και όλοι τον θαύμαζαν.
     Ο μικρός χαρταετός είχε δουλέψει πάρα πολύ όλη την χρονιά και είχε μάθει καλά όλα του τα μαθήματα, αλλά φοβόταν ότι ο άνεμος, όχι μόνο δε θα του έδινε την παραμικρή σημασία, αλλά ότι θα τον κορόιδευε μαζί με τους άλλους χαρταετούς. Όμως αποφάσισε να μη δώσει σημασία σε κανέναν και να προσπαθήσει να περάσει όσο πιο καλά γινόταν. Και η μεγάλη μέρα έφτασε.
     Όλοι οι χαρταετοί μαζεύτηκαν από πολύ νωρίς στον χώρο απογείωσης, που βρισκόταν στο κέντρο ενός μεγάλου χωραφιού και περίμεναν να έρθει ο άνεμος. Είχαν όλοι μεγάλη αγωνία, κι ας μην το έλεγαν. Το μεγάλο ρολόι στο χώρο απογείωσης ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση. Και μόλις η οθόνη του ρολογιού έδειξε μηδέν, εμφανίστηκε ο άνεμος.
     - Γεια σας, παιδιά! φώναξε ο άνεμος. Είστε έτοιμοι να πετάξετε;
     - Ναι! φώναξαν όλοι οι χαρταετοί με μια φωνή.
     Και ο άνεμος πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να φυσάει. Και ένας-ένας οι χαρταετοί άρχισαν να ανυψώνονται στον αέρα.
     Μαζί με όλους τους άλλους, ανυψώθηκε και ο μικρός χαρταετός. Τι ωραία που ήταν εκεί ψηλά! Όλα φαίνονταν πολύ μικρά. Να και η μαμά του! Να και ο μπαμπάς του! Να και η δασκάλα του! Τι κρίμα να μην είναι εκεί και ο φίλος του ο καρχαρίας να τον καμαρώσει!
     - Παιδιά, κοιτάξτε, φώναξε ένας χαρταετός, πετάει και ο χαχαετός, για φαντάσου!
     Και οι χαρταετοί έσκασαν στα γέλια. Όμως εκείνος δεν τους έδωσε σημασία και κάνοντας μια μικρή βουτιά ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά.
     - Για φαντάσου, είπε άλλος ένας χαρταετός, έκανε και την ανυψωτική βουτιά!
     - Ό,τι και να κάνει, καλύτερος από εμάς δεν είναι, είπε ένας άλλος.
     Αλλά ο μικρός χαρταετός δεν τους άκουσε, βρισκόταν αρκετά μακριά. Και ήταν τόση η χαρά που ένιωθε, που άρχισε να κάνει σχέδια στον ουρανό και να παίζει κυνηγητό με τα πουλιά. Και ύστερα από λίγο θυμήθηκε και ένα ανέκδοτο που του είχε πει ο καρχαρίας την προηγούμενη μέρα. Και άρχισε να γελάει δυνατά, τόσο δυνατά, που τον άκουσαν και οι άλλοι χαρταετοί.
     - Πάλι γελάει ο χάχας, είπαν.
     Αλλά όπως τον άκουσαν οι άλλοι χαρταετοί, έτσι τον άκουσε και ο άνεμος. Και ο άνεμος δεν είχε ξανακούσει χαρταετό να γελάει.
     - Πρώτη φορά βλέπω χαρταετό να γελάει, είπε στο μικρό χαρταετό, πάντα είναι όλοι τους τόσο σοβαροί...
     - Εμένα μου αρέσει να γελάω, είπε εκείνος, ειδικά όταν είμαι χαρούμενος. Και σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος.
     - Ενδιαφέρον, είπε ο άνεμος.
     - Ξέρω και ανέκδοτα, είπε ο χαρταετός, θέλεις να σου πω ένα;
     - Εννοείται, είπε ο άνεμος, που του άρεσαν πολύ τα ανέκδοτα.
     Και ο χαρταετός του είπε ένα ανέκδοτο. Και του είπε και δεύτερο, και τρίτο... Και με κάθε ανέκδοτο, ο άνεμος ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
     - Καιρό είχα να γελάσω έτσι, είπε, είσαι φοβερός τύπος! Θέλεις να έρθεις μαζί μου, να πάμε στους φίλους μου, να πεις και σε εκείνους τα ανέκδοτά σου; Τα λες τόσο ωραία!
     - Θα έρθω, είπε ο χαρταετός, αλλά μπορούμε να περάσουμε και πάνω από τη θάλασσα, να με δει ο φίλος μου ο καρχαρίας; Ξέρει κι εκείνος πολλά ανέκδοτα.
     - Έγινε! είπε ο άνεμος και πήρε το μικρό χαρταετό στην αγκαλιά του και τον πήρε μακριά.
     Και οι υπόλοιποι χαρταετοί προσγειώθηκαν απότομα και παρά τρίχα να στραμπουλήξουν τις ουρές τους, αφού ο άνεμος είχε φύγει. Και έμειναν στο έδαφος να κοιτάζουν με ζήλεια το μικρό χαρταετό, που απομακρυνόταν μαζί με τον άνεμο. Επειδή ο μικρός χαρταετός είχε καταφέρει να γίνει ο κορυφαίος χαρταετός της χρονιάς.