- Άντε, στην υγειά μας! είπε ο ένας και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά.
- Να πάνε κάτω τα φαρμάκια! είπε ο άλλος και τσούγκρισε το ποτήρι του.
- Κουράγιο, αδέρφια! είπε ο τρίτος και τσούγκρισε κι εκείνος το δικό του ποτήρι.
- Άσπρο πάτο! είπε και ο τέταρτος.
Οι τέσσερεις φίλοι άδειασαν τα ποτήρια τους αργά, μέσα στην απόλυτη σιγή, παρ'όλο το διάχυτο μουρμουρητό που ακουγόταν από τα γύρω τραπέζια.
- Βάλσαμο ήταν! είπε ο πρώτος και έγλειψε τον λιγοστό αφρό που είχε παγιδευτεί στο μουστάκι του.
- Αν ήταν και λίγο πιο παγωμένη, θα ήταν όνειρο, είπε και ο δεύτερος.
- Να πάρουμε άλλη μία; πρότεινε ο τρίτος.
- Λέτε; αναρωτήθηκε ο τέταρτος.
- Και γιατί όχι; είπε ο δεύτερος. Σάμπως θα οδηγήσουμε;
- Α, δεν ξέρω, είπε ο πρώτος, αν πιω δεύτερη, ίσως έχω φασαρίες στο σπίτι.
- Μη μου πεις ότι σου γκρινιάζει η δικιά σου!
- Γιατί, η δικιά σου δε σου γκρινιάζει;
Ο τέταρτος κοίταξε προς την πόρτα, που μόλις είχε ανοίξει. Μία λεπτή κοπέλα μπήκε μέσα και αφού έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω-γύρω κατευθύνθηκε προς το μπαρ, ακολουθούμενη από έναν νεαρό με σκουλαρίκι στο αυτί, ο οποίος τη συνόδευε. Ξανακοίταξε τους φίλους του.
- Λοιπόν; επέμεινε ο άλλος.
- Τι λοιπόν;
- Η δικιά σου δε σου γκρινιάζει;
Δεν την είχε γλιτώσει. Απρόθυμα, ένευσε με το κεφάλι.
- Αφήστε τα, παιδιά, είπε ο πρώτος, οφείλουμε να το ομολογήσουμε: την πατήσαμε!
- Και να πει κανείς ότι παντρευτήκαμε από συνοικέσιο... είπε ο τρίτος. Αλλά, βρε παιδιά, δεν ήταν έτσι στην αρχή!
- Όχι, συμφώνησαν και οι άλλοι τρεις.
- Εμένα η δικιά μου, συνέχισε αυτός, ήταν όλο μέσα στις γλύκες, και να τα τραγούδια, και να τα γέλια, και όλο μηλόπιτες μου έφτιαχνε, αφού μέχρι να παντρευτούμε είχα πάρει εφτά κιλά! Το γαμπριάτικο κουστούμι τρεις φορές μου το άνοιξε ο ράφτης! Αλλά, τώρα, τι να πω; Σαν να έχει μεταλλαχθεί! Όλο μέσα στην γκρίνια την βρίσκω! Μήλο δεν μπαίνει πια στο σπίτι, της προκαλεί τραύμα, λέει. Κομμένες και οι μηλόπιτες, κομμένα και όλα!
- Σε καταλαβαίνω, φίλε μου, είπε ο δεύτερος. Εγώ να δεις τι τραβάω! Όσο γλυκιά και χαμογελαστή ήταν πριν από το γάμο, τόσο γκρινιάρα έχει γίνει τώρα. Με κυνηγάει από πίσω με ένα ξεσκονόπανο, μου φωνάζει να πατάω επάνω στα πατάκια για να μη χαλάω, λέει, το παρκέ, φωνάζει όταν ξεχνάω να χρησιμοποιήσω σουβέρ επειδή, λέει, αφήνει σημάδια επάνω στα έπιπλα... Πριν να παντρευτούμε, όλο τραγούδαγε, τώρα μόνο με ψέλνει! Μέχρι και για τα πόδια της που μεγάλωσαν εγώ φταίω, λέει!
- Πώς, δηλαδή;
- Που την άφησα έγκυο.
- Ε, καλά, κι εσύ, εδώ που τα λέμε, το παράκανες, πέντε παιδιά σε έξι χρόνια...
- Φταίω εγώ που είμαι καρπερός; Και το άλλο, δε σας το είπα: με ζηλεύει αφόρητα! Ούτε μια βόλτα δεν μπορώ να πάω μόνος μου, θέλει να πηγαίνουμε παντού μαζί. Και όταν γυρίζω από τη δουλειά, πέφτει επάνω μου και με μυρίζει σαν λαγωνικό.
- Και σήμερα πώς σε άφησε;
- Της είπα ότι είχα συμβούλιο με τους μετόχους, έδειξε να το πιστεύει.
- Και αν τηλεφωνήσει στο γραφείο;
- Ζήτησα να βγάλουν εκτός λειτουργίας το τηλεφωνικό κέντρο, μόνο στο κινητό θα μπορεί να με βρει.
- Κι αν σε πάρει στο κινητό;
- Θα βγω έξω να απαντήσω και θα βρω κάποια δικαιολογία, θα της πω ότι είμαι στο δρόμο για το σπίτι.
- Τι τραβάς, καημένε... είπε ο πρώτος.
- Άσε, δράμα η κατάσταση!
- Εγώ να δείτε τι τραβάω, είπε ο τέταρτος. Δεν φτάνει που με παραμελεί, με έχει γονατίσει και οικονομικά. Όλα τα λεφτά που της δίνω τα ξοδεύει σε λούσα. Για να μην πω για τα λεφτά που ξοδεύει στο κομμωτήριο!
- Μακάρι και η δικιά μου να ασχολιόταν με τα λούσα και να με άφηνε στην ησυχία μου, είπε ο δεύτερος.
- Μην το λες, είπε ο τέταρτος και έβγαλε το μπουφάν του.
Το μπλουζάκι που φορούσε έμοιαζε σαν βαφτιστικό.
- Πού το βρήκες αυτό; ρώτησε ο πρώτος. Στο μπαούλο με τα βαφτιστικά;
- Ήταν το μόνο που δεν ήταν τρύπιο, και το μόνο που δεν ήταν στα άπλυτα.
- Καλά, από πότε το έχεις;
- Τον προηγούμενο μήνα το αγόρασα!
- Και μεγάλωσες τόσο πολύ μέσα σε ένα μήνα;
- Μη λες βλακείες, δε μεγάλωσα εγώ, αυτό μίκρυνε!
- Πρώτη φορά το ακούω αυτό, είπε ο τρίτος.
- Φυσικά και το ακούς πρώτη φορά, επειδή η δικιά σου μπορεί να σου γκρινιάζει και να σε ζηλεύει, αλλά τουλάχιστον είναι νοικοκυρά και ξέρει πώς να πλένει τα ρούχα. Ενώ η δικιά μου δεν έχει ιδέα. Το συγκεκριμένο μπλουζάκι είναι μάλλινο και το έβαλε στο πλυντήριο, στους 60 βαθμούς. Έμεινε μισό.
- Δε σε σφίγγει;
- Πώς δε με σφίγγει, αλλά δεν είχα άλλο, γυμνός θα ερχόμουν; Εξάλλου, έτσι όπως έχει μπει, την κοιλιά την αφήνει ακάλυπτη, οπότε μπορώ να τρώω και να πίνω...
- Πάλι καλά!
- Και μη νομίζετε ότι την γκρίνια την γλιτώνω, απλώς η δικιά μου γκρινιάζει για άλλους λόγους, πότε επειδή δεν της πετυχαίνουν το χρώμα στα μαλλιά, πότε επειδή δεν της πέφτουν τα ρούχα της όπως ακριβώς θα ήθελε, πότε επειδή της έχει φύγει το κραγιόν ή της έχει χαλάσει το ημιμόνιμο στο νύχι...
- Έχεις τα δίκια σου και εσύ, είπε ο πρώτος.
- Εσύ, πάντως, πρέπει να την περνάς καλύτερα, του είπε ο δεύτερος. Φρεσκαδούρα σε βλέπω!
- Ναι, τι να σου πω...
- Γιατί;
- Όσο πάρτυ άνιμαλ ήταν στην αρχή που γνωριστήκαμε, τόσο μούχλα έχει γίνει πλέον!
- Τι μου λες;
- Άσε! Φαντάσου, πριν παντρευτούμε, όποτε βγαίναμε και τη ρωτούσα μήπως ήθελε να γυρίσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε, μου έλεγε "Δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω μαζέψει τόσο ύπνο που μπορώ να περάσω μια ολόκληρη ζωή διασκεδάζοντας". Και τώρα, πριν καλά-καλά δύσει ο ήλιος, έχει πέσει για ύπνο!
- Τουλάχιστον δεν μπορεί να σου γκρινιάζει, αφού κοιμάται...
- Ναι, καλά... Αν, τυχόν, ανεβάσω λίγο την ένταση στην τηλεόραση, ξυπνάει και βάζει τις φωνές ότι κάνω φασαρία!
- Ε, κι εσύ γιατί τη δυναμώνεις την τηλεόραση;
- Στο 1 τη βάζω! Μερικά προγράμματα δεν έχουν υποτίτλους, βλέπεις...
- Α, κατάλαβα... Και γιατί δεν βγαίνεις, τότε, να κάνεις καμιά βόλτα, να μην την ενοχλείς και να ξεσκάσεις και λίγο;
- Δεν μπορεί να κοιμηθεί αν λείπω από το σπίτι, λέει, θέλει να νιώθει την παρουσία μου.
- Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή...
- Πριν από δυο βδομάδες είχαμε επέτειο. Είπα κι εγώ να της κάνω έκπληξη. Αγόρασα μια τούρτα, αγόρασα και κρασί, νωρίς ήταν, λέω δε θα κοιμάται ακόμη, θα περάσουμε καλά... Αμ' δε! Χαλάει ο καιρός, σκοτεινιάζει ο ουρανός, πιάνει βροχή...
- Χάλασε η τούρτα;
- Μια χαρά ήταν η τούρτα... Μπαίνω στο σπίτι χαμογελαστός, φωνάζω "Χρόνια μας πολλά!", και ακούω τα εξ'αμάξης, επειδή την ξύπνησα.
- Μα αφού ακόμα δεν είχε δύσει ο ήλιος, νωρίς δεν ήταν;
- Αυτό είπα κι εγώ. Αλλά, βλέπετε, η βροχή της είχε φέρει υπνηλία... Μια ώρα με έψελνε. Και κοιμήθηκα και στον καναπέ.
- Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, είπε ο τέταρτος. Αξίζω κι εγώ λίγη προσοχή, επιτέλους!
- Ναι, και δεν πειράζει να τρώμε και καμιά μηλόπιτα πού και πού, είπε ο τρίτος, θέλω να φάω λίγη μηλόπιτα, κακό είναι;
- Και δεν πέθανε και κανείς από σημάδι ποτηριού επάνω σε έπιπλο, συμπλήρωσε ο δεύτερος. Ή από μερικά σημάδια στο παρκέ, συμπλήρωσε.
- Και, επιτέλους, θέλω να βάλω την τηλεόραση στο πέντε! είπε ο πρώτος. Λοιπόν, το αποφάσισα: θα ζητήσω διαζύγιο!
- Μωρέ, καλά τα λες, είπε ο τρίτος.
- Πολύ σωστά, πρόσθεσε ο δεύτερος.
- Ναι, κι εγώ θα ζητήσω διαζύγιο, είπε ο τέταρτος. Λοιπόν, να πάρουμε άλλη μια μπύρα να το γιορτάσουμε;
- Ναι, συμφώνησαν και οι άλλοι και σήκωσαν το χέρι τους να παραγγείλουν. Ένας ήχος κινητού ακούστηκε.
- Αμάν, η Σταχτοπούτα! είπε ο δεύτερος και όρμησε έξω από το μαγαζί.
- Το δόλιο, σούζα τον έχει! είπε ο πρώτος. Τι ώρα είναι; Ωχ, όπου να'ναι σκοτεινιάζει, θα πιω την μπύρα μου βιαστικά και θα φύγω, αλλιώς ποιος την ακούει την Ωραία Κοιμωμένη, που δε θα μπορεί να κοιμηθεί...
Ο δεύτερος επέστρεψε.
- Είχα ξεχάσει να πετάξω τα σκουπίδια φεύγοντας, είπε. Θα πιω την μπύρα μου βιαστικά και θα πάω σπίτι.
- Κι εγώ θα την πιω βιαστικά και θα φύγω να προλάβω ανοιχτά τα μαγαζιά, μπας και πάρω καμιά καινούργια μπλούζα, αμφιβάλλω αν η Ραπουνζέλ έχει βάλει πλυντήριο, είπε ο τέταρτος.
- Κάτι λέγαμε για διαζύγιο, είπε ο τρίτος.
- Α, ναι, ε, εντάξει, έχουμε καιρό να το σκεφτούμε, είπε ο πρώτος.
- Ναι, είπε και ο δεύτερος, εξάλλου εγώ έχω και πέντε παιδιά, θα πρέπει να το σκεφτώ καλά. Και η Σταχτοπούτα, εδώ που τα λέμε, είναι εξαιρετική μητέρα.
- Και η Ωραία Κοιμωμένη είναι τόσο γλυκιά, όταν κοιμάται, είπε ο πρώτος.
- Εξάλλου, μία μηλόπιτα μπορώ να τη φάω και εκτός σπιτιού, είπε ο τρίτος, δεν είναι ανάγκη να είναι από τα χεράκια της Χιονάτης... Που, εδώ που τα λέμε, φτιάχνει εξαιρετικό μουσακά...
Έφτασαν οι μπύρες.
- Λοιπόν, αδέρφια, άσπρο πάτο! είπε ο τρίτος.
Κατέβασαν τις μπύρες μονορούφι.
- Ραντεβού την επόμενη βδομάδα, ίδια ώρα; ρώτησε ο πρώτος.
- Ναι, είπαν όλοι.
- Ποιος κερνάει; ρώτησε ο τέταρτος. Θα σας κέρναγα εγώ, αλλά η Ραπουνζέλ, σας το είπα, με έχει γονατίσει. Εχθές πάλι αποφάσισε να κάνει ισιωτική...