Η μέρα είχε προχωρήσει για τα καλά. Ο Παπουτσωμένος γάτος άνοιξε τα μάτια του. Το κεφάλι του ήταν βαρύ. Ίσως να έφταιγε το χθεσινό ξενύχτι, ίσως πάλι και η πολλή μπατίντα ντι κόκο. Ξανάκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αλλά μια παιχνιδιάρα ηλιαχτίδα είχε βάλει σημάδι τα βλέφαρά του. Μα, ακριβώς σήμερα έπρεπε να έχει λιακάδα;
Σηκώθηκε βαριεστημένα από το κρεβάτι του και πήγε στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έτσι ξεμαλλιασμένος και αξύριστος, όπως ήταν, είχε τα χάλια του.
- Τα χάλια μου έχω, είπε στο είδωλό του. Τι τα'θελα εγώ τα ξενύχτια;
Σέρνοντας τα πόδια του πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Ήταν σχεδόν άδειο. Μόνο ένα τάπερ με ψητές σαρδέλλες που είχαν μείνει από προχθές, μισό μπουκάλι γάλα και ένα γιαούρτι υπήρχαν μέσα. Το γιαούρτι είχε λήξει.
- Πρέπει επειγόντως να πάω στο σουπερμάρκετ, είπε και άνοιξε το ντουλάπι.
Δύο κονσέρβες τόννου, ένα πακέτο μακαρόνια και μία μύγα, που πετάχτηκε βιαστικά έξω από το ντουλάπι.
- Τίποτα κι εδώ, είπε ο Παπουτσωμένος γάτος.
Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.
Ο Παπουτσωμένος γάτος σήκωσε το ακουστικό και έπνιξε ένα χασμουρητό που ήρθε απρόσκλητο.
- Εμπρός, είπε νυσταγμένα.
- Ακόμα να ξυπνήσεις; ακούστηκε μια γνωστή φωνή.
- Ξύπνησα, απάντησε.
- Και γιατί ακούγεσαι έτσι... κοιμισμένος;
- Νυστάζω.
- Α, δεν είσαι εσύ για διασκέδαση, καλά μου το έλεγαν τα αδέρφια μου!
- Μάλλον με πείραξε το ποτό.
- Κι εσύ με αυτό το κόλλημά σου με όποιο ποτό θυμίζει γάλα!
- Η μπατίντα ντι κόκο μου αρέσει, γιατί να πιώ κάτι άλλο;
- Μα, έτσι, για δοκιμή, βρε αδερφέ!
- Και τι να πιώ, σκαθαροζούμι;
- Πιες ένα ρούμι, μια πίνα κολάντα έστω!
- Δεν αντέχω τα ποτά που θυμίζουν Καραϊβική...
- Αυτό, πάλι, τι είναι, καινούργιο;
- Όχι, αλλά μου θυμίζει ένα ταξίδι που έκανα στην Κούβα, όταν ήμουν νέος...
- Δε μου το είχες πει... Μη μου πεις ότι είχες πάει για να γνωρίσεις τον Τσε!
- Ποιον Τσε;
- Τον αγωνιστή, τον Τσε Γκεβάρα, μη μου πεις πως δεν τον ξέρεις!
- Α, ναι, μωρέ, τον ξέρω, τα είχα κάποτε με μια φοιτήτρια, που τον είχε σε αφίσα στο δωμάτιό της. Θα προτιμούσα κάποια άλλη αφίσα, πιο ξεσηκωτική, για να είμαι ειλικρινής...
- Τι άξεστος που είσαι ώρες-ώρες... Τέλος πάντων, και τι έκανες στην Κούβα;
- Ξερνούσα σε όλη τη διαδρομή, ούτε που θυμάμαι κάτι άλλο. Τι το ήθελα εγώ το πλοίο; Αλλά, βλέπεις, τότε έκανα παρέα με ένα καραβόσκυλο και με τις ιστορίες του για τα τυρκουάζ νερά και τις πυκνές, καταπράσινες ζούγκλες, παρασύρθηκα. Τέλος πάντων, έκτοτε, ούτε να ακούσω δε θέλω για εξωτικά ποτά.
- Και η μπατίντα ντι κόκο τι είναι; Δεν είναι εξωτικό ποτό;
- Η καρύδα μου θυμίζει εξωτικές χορεύτριες, οπότε κάνω μία εξαίρεση.
- Α, μάλιστα... Πάντως, καλά τα περάσαμε εχθές, έτσι;
- Ναι, καλά, αλλά θύμισέ μου...
- Μη μου πεις ότι δε θυμάσαι τίποτα!
- Πώς, ναι, θυμάμαι, για επιβεβαίωση σε ρωτάω...
- Δε θυμάσαι το καμπαρέ; Εκείνη τη γατούλα με το προκλητικό ντεκολτέ; Όλο το βράδυ μαζί χορεύατε!
- Τη γατούλα; Το ντεκολτέ; Το χορό; Α, ναι, θυμήθηκα!
- Την πήγες στο σπίτι της, τελικά;
- Να σου πω, αν και δε θα ήθελα, το ξέρεις, δα, πόσο διακριτικός είμαι...
- Ναι, αλλά κι εγώ είμαι τάφος! Έλα, και θα σου πω κι εγώ για εκείνη τη ζουμερή γκόμενα που συνοδευόταν από εκείνο το χοντρό γουρούνι με το πούρο...
- Α, ναι, θυμάμαι που μου είπες ότι θα τη ζητούσες σε χορό, αλλά μετά έμπλεξα με τη γατούλα και σε ξέχασα. Τη ζήτησες σε χορό, τελικά;
- Τη ζήτησα, που να μην τη ζητούσα!
- Γιατί το λες αυτό; Σε έβρισε;
- Όχι.
- Αλλά;
- Το χοντρό γουρούνι που τη συνόδευε ήταν ο άντρας της!
- Τι μου λες;
- Ναι, φαντάζεσαι την απογοήτευσή μου... Άσε που το χοντρό γουρούνι ήταν νονός της νύχτας και συνοδευόταν από τρεις γορίλες νταβραντισμένους και τσαντισμένους! Παρά τρίχα να μην βγω ζωντανός από εκεί μέσα!
- Φτηνά τη γλίτωσες, δηλαδή...
- Φτηνά, δε λες τίποτα. Εντωμεταξύ, σήμερα που το διηγήθηκα στο μεγάλο μου αδερφό, μόνο που δε με έβρισε!
- Γιατί;
- Μου είπε ότι στο κεφάλι μου έχω άχυρα, όπως αυτά του σπιτιού μου, αφού δε θυμήθηκα ότι το χοντρό γουρούνι ήταν ο νταής της τάξης μας, όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο.
- Σοβαρά;
- Ναι, τότε βέβαια δεν είχε μουστάκι, όπως τώρα... Καθόταν στο τελευταίο θρανίο και με τους κολλητούς του έκαναν πάντα φασαρία. Αλλά οι καθηγητές ποτέ δεν τον μάλωναν, επειδή ο πατέρας του ήταν κολλητός με τον διευθυντή του σχολείου και είχε άκρες στην επιθεώρηση...
- Νταής από κούνια, δηλαδή.
- Ναι. Και στο σχολείο πηγαινοερχόταν με λιμουζίνα... Και στο τέλος της τελευταίας χρονιάς του γυμνασίου, μέχρι που πήρε και έπαινο...
- Αλήθεια;
- Ναι. Βλέπεις, ο πατέρας του είχε γκόμενα τη διευθύντρια, εκείνη τη χρονιά είχαμε διευθύντρια...
- Για φαντάσου!
- Ναι, και ο άλλος μου αδερφός θυμήθηκε ότι και στο δημοτικό, μια φορά, στο μάθημα της χειροτεχνίας, το χοντρό γουρούνι του είχε καταστρέψει ένα ξύλινο μουσικό κουτί που είχε φτιάξει, ο αδερφός μου αυτός πάντα είχε ταλέντο στην ξυλοκοπτική...
- Ούτε τότε τον τιμώρησαν;
- Τι λες; Τον αδερφό μου τιμώρησαν, που διαμαρτυρήθηκε... Και τιμώρησαν και εμάς, που τον υποστηρίξαμε! Μία ώρα στην γωνία, σε διαφορετική γωνία της αίθουσας ο καθένας, εννοείται!
- Μεγάλη αδικία...
- Αλλά την επόμενη μέρα κάποιος έσπασε ένα από τα τζάμια της λιμουζίνας του... Δεν είδαν ποιος το έκανε, μόνο ένα τούβλο βρέθηκε εκεί παραδίπλα...
- Ο αδερφός σου ήταν;
- Τι να σου πω, τότε δεν είχε εκδηλώσει ακόμα την αγάπη του προς τα τούβλα... Πάντως, τον ρώτησα και εκείνος το αρνήθηκε. Αλλά, αρκετά μιλήσαμε για εμένα, για πες μου για εσένα... την πήγες, τελικά, στο σπίτι της τη γατούλα;
- Λοιπόν, κοίτα σύμπτωση, κι εμένα παντρεμένη ήταν...
- Α, τι κρίμα...
- Κρίμα; Γιατί κρίμα; Αφού το ξέρεις, εμένα μου αρέσουν οι παντρεμένες!
- Μα, τι προοπτική έχει μία σχέση με παντρεμένη;
- Α, αγαπητέ μου γουρουνόφιλε, τι να την κάνω την προοπτική, δε ζήτησα δουλειά! Οι παντρεμένες είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου τύχει, σου προσφέρουν τις χάρες τους, αλλά δε σου ζητάνε κανένα αντάλλαγμα, για τα ανταλλάγματα υπάρχει ο σύζυγος...
- Μπορεί εγώ να είμαι το γουρούνι, αλλά εσύ φέρεσαι σαν γουρούνι.
- Μα, γιατί, επειδή απολαμβάνω τις χαρές της ζωής;
- Τι να σου πω, κάποια μέρα θα το φας το κεφάλι σου με αυτά που κάνεις...
- Μα, δεν έκανα τίποτα, δεν το επιδίωξα, μου γυάλισε η γατούλα και έτυχε να είναι παντρεμένη, να την διώξω;
- Τέλος πάντων, την πήγες στο σπίτι της;
- Είπαμε ότι μου αρέσουν οι παντρεμένες, αλλά όχι και να την πάω στο σπίτι της! Τι θα κάναμε εκεί, τρίο με τον άντρα της; Στο δικό μου σπίτι την έφερα!
- Και, λοιπόν; Καλή;
- Είπαμε, ο γάτος είναι διακριτικός, δεν μαρτυράει... Αλλά, πολύ καλή ήταν. Τόσο, που σκέφτομαι να την ξανακαλέσω!
- Σοβαρεύει το πράγμα, δηλαδή;
- Μη λες χαζομάρες, αφού σου εξήγησα!
- Τέλος πάντων, τι να σου πω, εύχομαι ό,τι καλύτερο... Θα σε αφήσω τώρα, όμως, επειδή έχω δουλειά. Ο χθεσινοβραδυνός αέρας πήρε κάμποσα από τα άχυρα στης στέγης και θα πρέπει να επισκευάσω την τρύπα που δημιουργήθηκε.
- Εντάξει, κι εγώ θέλω να πάω στο σουπερμάρκετ για προμήθειες...
- Θα σε ξαναπάρω, πάντως, στο τέλος της εβδομάδας να ξανακανονίσουμε, να μου γνωρίσεις και τη γατούλα.
- Ναι, και θα της πω να σου βρει κι εσένα καμιά αδέσμευτη γουρουνίτσα να βολευτείς.
Ο Παπουτσωμένος γάτος έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε στην παπουτσοθήκη του.
- Πού είναι οι μπότες μου; αναρωτήθηκε.
Άρχισε να ψάχνει τις μπότες σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, άφαντες οι μπότες.
- Συμφορά, σκέφτηκε, χωρίς τις μπότες δεν μπορώ να μιλάω ανθρώπινα, πώς θα συνεννοηθώ στο σουπερμάρκετ; Μα, πού μπορεί να τις έβαλα;
Και τότε, το μυαλό του φωτίστηκε από μια αναλαμπή. Και θυμήθηκε τα επιφωνήματα θαυμασμού της γατούλας, όταν είδε τις μπότες του. Και τι μαλακό το δέρμα τους, και τι φανταστικό χρώμα, και πόσο θα ήθελε να έχει κι εκείνη ένα ίδιο ζευγάρι... Και πόσο ωραία ένιωθε εκείνος, και πόσο εύθυμος ήταν από το ποτό, και πόσο γενναιόδωρος... Και για πότε είχε προσφερθεί να της τις χαρίσει...
Και ο Παπουτσωμένος γάτος σαν να συνήλθε απότομα. Και συνειδητοποίησε ότι ο συνδυασμός ναζιάρας παντρεμένης γάτας με μπατίντα ντι κόκο μόνο καλός δεν μπορεί να είναι...