Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Πέντε


      Μια φορά κι έναν καιρό, επάνω σε μία πράσινη μπανανιά, υπήρχαν πέντε κίτρινες μπανάνες. Για να λέμε την αλήθεια, βέβαια, στην μπανανιά δεν υπήρχαν μόνο πέντε μπανάνες, απλώς αυτές οι πέντε κίτρινες μπανάνες ήταν πολύ καλές φίλες και έκαναν πολλή παρέα. Κάθε μέρα έλεγαν τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους, κορόιδευαν όποιο πολύχρωμο πουλί έκανε το λάθος να καθήσει σε κάποιο από τα κλαδιά της μπανανιάς και σχολίαζαν ό,τι γινόταν εκεί γύρω.
     Όλη η γειτονιά αντηχούσε από τα γέλια τους, και όποιος περνούσε κοντά από την μπανανιά δεν μπορούσε να αντισταθεί και να μην αρχίσει να ψάχνει ανήσυχος για κρυμμένους ανθρώπους εκεί γύρω, χωρίς αποτέλεσμα, εννοείται. Και οι μπανάνες σταματούσαν τα γέλια για λίγο και ύστερα συνέχιζαν, με περισσότερα αστεία και περισσότερα γέλια.
     Ένα βράδυ, εκεί που οι μπανάνες κοιμούνταν αγκαλιασμένες και ονειρεύονταν γάμους με εκλεκτές σοκολάτες και δεξιώσεις με πολλούς καλεσμένους, ένας άνεμος κατέφθασε στη γειτονιά. Και ο άνεμος αυτός ήταν πολύ ευέξαπτος και τζαναμπέτης. Και κάποιος φαίνεται πως τον είχε εκνευρίσει αυτόν τον άνεμο και ο άνεμος ξεφυσούσε με τόσα νεύρα και τόση μανία, που τα κλαδιά όλων των δέντρων χόρευαν σαν δαιμονισμένα.
     Η μπανανιά, φυσικά, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, και τα κλαδιά της άρχισαν να χτυπιούνται μεταξύ τους, σαν σπαθιά ιπποτών. Όλες οι μπανάνες ξύπνησαν τρομαγμένες και δεν ήξεραν τι να κάνουν για να προστατευτούν από τη μανία του ανέμου. Οι πέντε μπανάνες πιάστηκαν σφιχτά μεταξύ τους και άρχισαν να κλαίνε. Ο άνεμος συνέχιζε να φυσάει με μανία. Είχε αρχίσει πια να ξημερώνει.
     - Κορίτσια, δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο στο κλαδί! φώναξε ξαφνικά η μία μπανάνα.
     - Ούτε εγώ αντέχω άλλο! φώναξε η άλλη.
     - Και εγώ κουράστηκα! φώναξε η τρίτη.
     Εκείνη την στιγμή, ο άνεμος φύσηξε ακόμα πιο δυνατά. Μεμιάς, οι πέντε μπανάνες ξεκόλλησαν από το κλαδί και βρέθηκαν να πετάνε στον αέρα, κάθε μία μόνη της...
     Και η πρώτη μπανάνα χτύπησε επάνω σε ένα τζάμι και έπεσε σε ένα περβάζι παραθύρου. Και μέσα στο σπίτι, μία μαμά άκουσε το χτύπημα και κοίταξε έξω από το τζάμι.
     - Μια μπανάνα! είπε έκπληκτη η μαμά. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ;
     Και η μαμά άνοιξε το παράθυρο και πήρε μέσα την μπανάνα.
     - Τι σύμπτωση, είπε η μαμά, και πάνω που σκεφτόμουν να φτιάξω φρουτόκρεμα για τα παιδιά μου!
     Έτσι, η πρώτη μπανάνα έγινε μια νοστιμότατη φρουτόκρεμα και τα παιδάκια της μαμάς την έφαγαν και έγλειφαν και τα δάχτυλά τους.
     Και η δεύτερη μπανάνα έπεσε έξω από την καγκελόπορτα ενός σχολείου. Και το σχολείο ήταν ήσυχο, επειδή τα παιδιά βρίσκονταν στις αίθουσες και έκαναν μάθημα, αλλά όταν χτύπησε το κουδούνι για το διάλειμμα, η αυλή αντήχησε από δεκάδες φωνές. Και τα παιδιά όρμησαν έξω και άρχισαν τα παιχνίδια.
     Και ένα παιδάκι που περνούσε δίπλα από την καγκελόπορτα είδε την μπανάνα.
     - Μια μπανάνα! είπε το παιδάκι. Τι δουλειά έχει εδώ;
    Και το παιδάκι έβαλε το χέρι του ανάμεσα από τα κάγκελα, το τέντωσε, το τέντωσε, το τέντωσε, και κατάφερε να πιάσει την μπανάνα.
     - Η μαμά πάντα μου λέει να τρώω φρούτα, είπε το παιδάκι, έχουν βιταμίνες, λέει...
     Και το παιδάκι ξεφλούδισε την μπανάνα και την έφαγε, προτού τελειώσει το διάλειμμα.
     Και η τρίτη μπανάνα έπεσε σε έναν κήπο. Και ο κήπος ήταν όμορφος και φροντισμένος, επειδή ανήκε σε έναν παππού που αγαπούσε τα λουλούδια. Και ο παππούς βγήκε στον κήπο, όπως κάθε μέρα, για να ποτίσει τα λουλούδια του και για να ελέγξει αν ο μανιασμένος άνεμος είχε προξενήσει κάποια καταστροφή. Και το μάτι του παππού έπεσε στην κίτρινη μπανάνα.
     - Τι δουλειά έχει αυτή η μπανάνα εδώ; αναρωτήθηκε ο παππούς.
     Και με κόπο έσκυψε και μάζεψε την μπανάνα από τον κήπο.
     - Μου αρέσουν οι μπανάνες, σκέφτηκε ο παππούς. Είναι μαλακές και δεν χρειάζονται πολύ μάσημα.
     Αλλά ο παππούς είχε και ένα εγγονάκι που πολύ το αγαπούσε, και το οποίο είχε έρθει στον παππού για επίσκεψη. Και ο παππούς πρόσφερε την μπανάνα στο αγαπημένο του εγγονάκι.
     - Ευχαριστώ, παππού, είπε το εγγονάκι.
     Και η τέταρτη μπανάνα έπεσε σε ένα μπαλκόνι. Και σε εκείνο το μπαλκόνι υπήρχαν πολλές γλάστρες με λουλούδια και τέντες με πουλιά και σύννεφα. Και μια γιαγιά βγήκε στο μπαλκόνι και βρήκε την μπανάνα.
     - Από πού ήρθε αυτή η μπανάνα; αναρωτήθηκε η γιαγιά, αλλά κανείς δεν της απάντησε.
     Και η γιαγιά ήταν πολύ χαρούμενη, όχι επειδή είχε βρει την μπανάνα στο μπαλκόνι της, αλλά επειδή περίμενε επίσκεψη από το αγαπημένο της εγγονάκι.
     - Τι μπορώ να κάνω με αυτήν την μπανάνα; αναρωτήθηκε η γιαγιά.
     - Α, το βρήκα! απάντησε μόνη της. Θα το βάλω σε κέικ.
     - Τι μοσχομυρίζει; αναρωτήθηκε το εγγονάκι της γιαγιάς, μόλις μπήκε στο σπίτι της.
     Και η γιαγιά, αντί απάντησης, του πρόσφερε ένα χορταστικό κομμάτι κέικ.
     - Μμμμμμ, είπε το εγγονάκι.
     Και η πέμπτη μπανάνα έπεσε στην άκρη ενός δρόμου. Και ο δρόμος δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά σε εκείνο το σημείο βρισκόταν ένα ζαχαροπλαστείο με μια όμορφη βιτρίνα, γεμάτη γλυκά.
     Και ο ζαχαροπλάστης βγήκε από το ζαχαροπλαστείο για να πετάξει κάτι σκουπίδια στον κοντινό κάδο. Και καθώς επέστρεφε στο ζαχαροπλαστείο, το μάτι του έπεσε επάνω στην μπανάνα.
     - Ποιος πέταξε αυτήν την μπανάνα εδώ; αναρωτήθηκε ο ζαχαροπλάστης.
     Και έσκυψε και την πήρε. Και μόλις μπήκε στο εργαστήριό του, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του ζαχαροπλαστείου, το μάτι του ζαχαροπλάστη καρφώθηκε στη μισοτελειωμένη τούρτα σοκολάτα, που βρισκόταν επάνω στον πάγκο.
     - Να με τι θα διακοσμήσω την τούρτα! αναφώνησε ο ζαχαροπλάστης.
     Και η μπανάνα κόπηκε σε φετούλες και τοποθετήθηκε με τέχνη επάνω στην τούρτα σοκολάτα, παρέα με τη σαντιγί και την τρούφα. Και η τούρτα τοποθετήθηκε προσεκτικά στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Και όλοι κοντοστέκονταν και χάζευαν την τούρτα. Και τους έτρεχαν τα σάλια.
     Έτσι έγινε και όλες οι μπανάνες τελικά βρήκαν η κάθε μία τον σκοπό τους.
     Τέλος του παραμυθιού, καληνύχτα σας.