Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Η Αναποδογυρισμένη πολιτεία

    
     Έχετε προσέξει ποτέ πόσες λακούβες υπάρχουν στους δρόμους; Και τις έχετε δει που γεμίζουν με νερό, όταν βρέχει; Και μήπως τις έχετε προσέξει καθόλου, αμέσως μόλις σταματήσει η βροχή;
     Αν ναι, σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει ότι οι λακούβες, αμέσως μετά την βροχή γίνονται πολύ όμορφες. Και ότι μέσα τους εμφανίζονται ολόκληροι κόσμοι: σπίτια, δέντρα, πουλιά, αυτοκίνητα, ποδήλατα, γάτες, σκύλοι... Με μία μικρή διαφορά, βέβαια: ότι όλα μέσα στις λακούβες είναι γυρισμένα ανάποδα.
     Και φυσικά, θα πει κανείς, πώς αλλιώς θα γινόταν, αφού στις γεμάτες με νερό λακούβες αντανακλάται ό,τι βρίσκεται πάνω από αυτές; Λογικό δεν είναι να φαίνονται όλα ανάποδα;
     Κι όμως, ανάμεσα σε όλες τις λακούβες τις πόλης, μία λακούβα δεν είναι σαν τις άλλες. Μία λακούβα είναι πολύ διαφορετική. Κάνει τα ποδήλατα και τα αυτοκίνητα να τραντάζονται, βέβαια, όταν περνάνε από επάνω της, και πολλοί πεζοί στραβοπατάνε, αν δεν την προσέξουν, εννοείται, όμως όταν βρέχει, τα πράγματα αλλάζουν... 
     Δεν θα ισχυριστούμε, φυσικά, ότι, όταν βρέχει, η λακούβα δεν μετατρέπεται σε μία μικρή λιμνούλα, και ούτε θα πούμε ότι αν κοιτάξεις την επιφάνεια της λιμνούλας δε θα δεις σπίτια και δέντρα, όλα ανάποδα, αφού αυτό θα ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Θα ήταν όμως επίσης ψέμα να πούμε ότι αν προσέξεις πραγματικά, αν παρατηρήσεις προσεκτικά, δε θα δεις ότι τα σπίτια που φαίνονται αναποδογυρισμένα στην επιφάνεια της λιμνούλας δεν έχουν καμία σχέση με τα σπίτια που βρίσκονται από πάνω της!
     Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Τι να συμβαίνει, άραγε, στην περίεργη αυτή λακούβα; Γιατί οι αντανακλάσεις της είναι τόσο ασυνήθιστες; Μα, φυσικά, επειδή δεν πρόκειται για αντανακλάσεις! Ό,τι φαίνεται στην επιφάνεια της λιμνούλας είναι πραγματικό, τόσο πραγματικό, όσο πραγματική είναι και η βροχή που γεμίζει με νερό τη λακούβα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι μέσα στη λακούβα υπάρχει μία αναποδογυρισμένη πολιτεία.
     Πολλά χρόνια πριν, όταν στη γη κατοικούσαν ακόμα δράκοι, όλες οι πόλεις ήταν όρθιες, και όρθια ήταν και η πολιτεία της λακούβας. Επρόκειτο για μια πολιτεία πολύ πλούσια, με εύφορα κτήματα, πλούσια σπίτια, σκιερά δάση στις παρυφές της και ένα μεγάλο και βαθύ ποτάμι που τη διέσχιζε απ'άκρη σ'άκρη. Οι κάτοικοι της πολιτείας ήταν χαμογελαστοί και εύθυμοι και τους άρεσαν πολύ οι γιορτές και οι χοροί. Τα κελάρια των σπιτιών ήταν πάντα γεμάτα ως επάνω και από όλες τις καμινάδες έβγαινε καπνός.
     Ο άρχοντας που κυβερνούσε την πολιτεία ήταν πολύ περήφανος γι'αυτήν και καμάρωνε. Και όποιος ξένος περνούσε από εκεί έπρεπε υποχρεωτικά να μείνει στο παλάτι του τουλάχιστον ένα βράδυ, έτσι ώστε ο άρχοντας να τον ξεναγήσει στις ομορφιές της πολιτείας του. Και ο άρχοντας τον συνόδευε παντού και δεν τον άφηνε να φύγει, παρά μόνο όταν ο ξένος έμενε έκπληκτος από τα όσα θαυμαστά έβλεπε.
     Μια μέρα βρέθηκε στην πολιτεία μία ξένη γυναίκα, που φορούσε στο κεφάλι της ένα στεφάνι από κλαδιά ροδιάς και φτερά παγωνιού. Όπως το συνήθιζε, ο άρχοντας την προσκάλεσε στο παλάτι του και την ξενάγησε στην πολιτεία του, φουσκώνοντας από περηφάνεια. Όμως η ξένη γυναίκα δεν έδειχνε να εντυπωσιάζεται με τίποτα, και ο άρχοντας αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί.
     - Μα, έχεις δει ομορφότερη πολιτεία από αυτήν εδώ; τη ρώτησε ο άρχοντας.
     - Φυσικά, απάντησε εκείνη. Η δική μου χώρα είναι απείρως ωραιότερη.
     - Και μήπως έχεις δει πιο εύφορα κτήματα από τα δικά μας; ρώτησε ξανά ο άρχοντας.
     - Εννοείται, απάντησε εκείνη. Τα πιο εύφορα κτήματα που έχω δει στη ζωή μου βρίσκονται στη χώρα μου και τα πιο νόστιμα λαχανικά και φρούτα παράγονται σε αυτά τα κτήματα.
     - Αλλά μη μου πεις ότι έχεις δει στη ζωή σου ομορφότερα και πυκνότερα δάση από τα δικά μας!
     - Το ομορφότερο δάσος που έχω δει στη ζωή μου βρίσκεται στη χώρα μου και είναι τόσο πυκνό που οι ακτίνες του ήλιου δεν το διαπερνούν.
     - Δεν μπορεί, απάντησε ο άρχοντας, κάτι θα υπάρχει στη χώρα σου που δεν είναι καλό.
     - Αποκλείεται, είπε η ξένη. Η χώρα μου είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου ολόκληρου.
     Ο άρχοντας δεν ήθελε να το πιστέψει.
     - Αν θέλεις, σε προσκαλώ να έρθεις στη χώρα μου και να δεις με τα ίδια σου τα μάτια όσα θαυμαστά υπάρχουν στη χώρα μου, είπε η ξένη. Θα σε ξεναγήσω εγώ η ίδια, όπως με ξενάγησες κι εσύ.
     Ο άρχοντας δέχτηκε την πρόσκληση και την επόμενη μέρα, με την αυγή του ήλιου, η πιο επιβλητική άμαξα του παλατιού τούς περίμενε μπροστά στην είσοδο, για να τους μεταφέρει στον προορισμό τους.
     Ταξίδεψαν δέκα μέρες και δέκα νύχτες, με μικρές ενδιάμεσες στάσεις σε κάποια από τα πανδοχεία που συναντούσαν στη διαδρομή, και την ενδέκατη μέρα το πρωί η άμαξα έφτασε στα σύνορα της ξένης χώρας.
     - Καλώς ήρθες στη χώρα μου, είπε η ξένη γυναίκα.
     Το στεφάνι της από κλαδιά ροδιάς και φτερά παγωνιού είχε μεταμορφωθεί σε ένα ολόχρυσο στέμμα, γεμάτο σπάνια πετράδια, και το μακρύ της φόρεμα είχε μεταμορφωθεί σε ένα πανέμορφο, μεταξωτό φόρεμα.
     - Καλώς ήρθες στη μαγική μου χώρα, ξαναείπε η γυναίκα, που απ'ό,τι φαινόταν, ήταν η βασίλισσα αυτής της χώρας.
     Ο άρχοντας κοίταζε σαν μαγεμένος. Ήταν πράγματι μια πολύ όμορφη χώρα, με πανύψηλα, εύρωστα δέντρα, με πλακοστρωμένους, καθαρούς δρόμους, με πλούσια κτήματα, με χαμογελαστούς ανθρώπους... Στις πόλεις που συνάντησαν τα σπίτια ήταν όλα μεγάλα και όμορφα, με όμορφους κήπους και αυλές. Στις πλατείες υπήρχαν όμορφα αγάλματα, και από τα συντριβάνια - πράγμα πολύ παράξενο - έτρεχε χρυσό νερό!
     - Βλέπεις; ρώτησε η βασίλισσα. Δεν είναι η χώρα μου η πιο όμορφη του κόσμου;
     Ο άρχοντας δεν ήξερε τι να πει. Ήταν πράγματι εντυπωσιασμένος, αλλά δεν ήθελε να παραδεχτεί και ότι η δικιά του πολιτεία ήταν λιγότερο όμορφη...
     - Όμορφη είναι, απάντησε, δε λέω, όμως συνεχίζω να πιστεύω ότι η δική μου είναι πιο όμορφη.
     - Τότε έλα μαζί μου στο παλάτι μου και θα αλλάξεις γνώμη, είπε η βασίλισσα.
     Ε, εκεί ο άρχοντας είδε πράγματα που δεν τα είχε δει ούτε στο όνειρό του! Το παλάτι ήταν τεράστιο, με μεγάλα δωμάτια που τα στόλιζαν πολυέλαιοι με πολύτιμα πετράδια, οι σκάλες ήταν φτιαγμένες από τα ομορφότερα μάρμαρα που είχε δει ποτέ στη ζωή του, τα ρούχα που φορούσαν οι υπηρέτες ήταν φτιαγμένα από βελούδο, καλύτερα από τα καλύτερα δικά του ρούχα... Η βασίλισσα τον οδήγησε και στους κήπους του παλατιού, όπου όλα τα δέντρα ήταν φορτωμένα με παράξενα φρούτα και όπου όλα τα ζώα μιλούσαν...
     - Λοιπόν; είπε η βασίλισσα. Τι έχεις να πεις τώρα;
     - Επιμένω στην άποψή μου, είπε ο άρχοντας.
     - Μεγάλο ελάττωμα ο εγωισμός, ακούστηκε να λέει μία γάτα, που περνούσε εκείνη την ώρα από μπροστά τους.
     - Ναι, απάντησε μία χήνα που πήγαινε βόλτα με τα παιδιά της. Αλλά και η υπερβολική περηφάνεια δεν πάει πίσω...
     - Θα μείνεις να φάμε μαζί, έτσι; είπε η βασίλισσα.
     Ο άρχοντας δεν μπορούσε να αρνηθεί.
     Γύρισαν στο παλάτι, όπου τους περίμενε στρωμένο ένα τεράστιο τραπέζι με όλων των λογιών τις λιχουδιές. Τα σερβίτσια ήταν φτιαγμένα από την πιο φίνα πορσελάνη που είχε δει ποτέ του ο βασιλιάς, και τα μαχαιροπήρουνα ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Ο άρχοντας δεν ήξερε τι να πρωτοδοκιμάσει.
     Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, είχε πια βραδιάσει.
     - Κοιμήσου απόψε εδώ και το πρωί επιστρέφεις στον τόπο σου, είπε η βασίλισσα.
     Έτσι και έγινε και ο άρχοντας κοιμήθηκε στο πιο μαλακό κρεβάτι που είχε κοιμηθεί ποτέ του.
     Το επόμενο πρωί, ο προσωπικός υπηρέτης του άρχοντα τον ξύπνησε έντρομος.
     - Άρχοντά μου, του είπε, συγγνώμη που σας ξυπνώ τόσο απότομα, αλλά αυτό πρέπει να το δείτε: ο ουρανός βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας!
     - Πώς; είπε ο άρχοντας, που προσπαθούσε να ξυπνήσει και ταυτόχρονα να καταλάβει πώς είχε βρεθεί στο δικό του κρεβάτι.
     - Ο ουρανός βρίσκεται εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται η γη!
     Πετάχτηκε από το κρεβάτι του ο άρχοντας και έτρεξε στο παράθυρο. Και είδε ότι ο ουρανός είχε γεμίσει με λουλούδια, κτήματα και δρόμους, ενώ η γη ήταν γαλάζια και είχε και μερικά σύννεφα. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ένιωσε να κόβονται τα πόδια του. Εκείνη την στιγμή πρόσεξε ένα γράμμα που υπήρχε δίπλα στο μαξιλάρι του. Έτρεξε, το πήρε, το άνοιξε, και διάβασε:
     " Όταν κάποιος, από εγωισμό, αρνείται να παραδεχτεί αυτό που του λένε τα μάτια του, σίγουρα δε θα έχει κανένα πρόβλημα, ακόμα κι αν έρθουν τα πάνω κάτω. Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία."
     Το γράμμα δεν είχε υπογραφή, όμως ο άρχοντας κατάλαβε από ποιον ήταν. Και αναθεμάτισε την τύχη του, που δεν είχε καταλάβει ότι η τελευταία του φιλοξενούμενη δεν ήταν απλά μια βασίλισσα. Δεν είχε, όμως, άλλη επιλογή, από το να κάνει αυτό που έλεγε το γράμμα.
     Και από τότε, η πανέμορφη πολιτεία του άρχοντα ζούσε μια ανάποδη ζωή, και κανείς δεν την ξαναεπισκέφτηκε. Μόνο όταν έβρεχε μπορούσε κάποιος να δει τις αντανακλάσεις της μέσα σε μια συγκεκριμένη λακούβα...