Ο Άη-Βασίλης κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, καθώς μασουλούσε το πρωινό του καρότο. Επιτέλους, τα είχε καταφέρει! Ήταν θέμα απόφασης, τελικά.
- Καλέ, κοίτα τη μέση μου! είπε θαυμάζοντας το είδωλό του. Τελικά, έχω ωραία κορμοστασιά, τύφλα να'χουν οι αθλητές, φτου μου!
- Κούκλος είσαι, είπε και η γυναίκα του, που μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας στα χέρια της τη γιορτινή του φορεσιά. Δοκίμασε το παντελόνι, να δεις αν σου κάνει τώρα, το στένεψα λίγο ακόμη...
Ο Άη-Βασίλης φόρεσε το παντελόνι του. Του πήγαινε γάντι.
- Άουτς! είπε ο Άη-Βασίλης. Τι είναι αυτό που με τσιμπάει;
Μία καρφίτσα είχε μείνει επάνω στο παντελόνι.
- Συγγνώμη, είπε η γυναίκα του και έβγαλε την καρφίτσα. Τώρα είσαι εντάξει;
- Ναι, είπε εκείνος, ενώ έτριβε διακριτικά τον πισινό του. Μου δίνεις και το επάνω μέρος της φορεσιάς; Ελπίζω να μην έμεινε κι εκεί καμία καρφίτσα...
Η γυναίκα του έριξε μια βιαστική ματιά στο επάνω μέρος της φορεσιάς και ύστερα του το έδωσε. Ο Άη-Βασίλης ντύθηκε και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
- Ε, εντάξει, φαίνομαι λίγο διαφορετικός, αλλά με τη φορεσιά κανείς δεν πρόκειται να αμφιβάλλει, όταν με βλέπει. Εξάλλου, πάνω απ'όλα, η υγεία!
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου και εμφανίστηκε το αρχιξωτικό.
- Είμαστε έτοιμοι, Άη-Βασ... Καλέ, εσύ έγινες αγνώριστος!
Ο Άη-Βασίλης κορδώθηκε.
- Είδες; Κι εσείς όλοι αμφιβάλλατε αν θα κατάφερνα να ακολουθήσω τη δίαιτα!
- Τι να πω; Μας έβαλες τα γυαλιά! Για να μην πω ότι έγινες πιο αδύνατος και από εμάς!
- Όχι, παίζουμε! Είμαστε έτοιμοι, είπες;
- Ναι!
- Φορτώθηκαν όλα τα δώρα στο έλκηθρο, ή ξεχάσατε κανένα δώρο και θα γυρίζουμε πίσω άρον-άρον, όπως πέρυσι;
- Όχι, μην ανησυχείς, τα δώρα μετρήθηκαν προσεκτικά, δε λείπει κανένα.
- Ωραία, λοιπόν, έρχομαι!
Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Άη-Βασίλης είχε αποχαιρετήσει τη γυναίκα του, είχε ανέβει στο έλκηθρο μαζί με τους βοηθούς του και είχε ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι, για να μοιράσει τα δώρα σε όλα τα παιδιά της γης...
Φέτος η δουλειά του θα ήταν πολύ πιο εύκολη. Η δίαιτα του είχε κάνει μεγάλο καλό. Ένιωθε γεμάτος ενέργεια, και πολύ πιο δυνατός. Χώρια που η κάθοδος μέσα από τις καμινάδες ήταν πια παιχνιδάκι! Τέρμα πια ο ιδρώτας που ένιωθε να τρέχει κάθε φορά που συναντούσε μια στενή καμινάδα, τώρα πια χωρούσε άνετα σε όλες τις καμινάδες!
Το μοίρασμα των δώρων ξεκίνησε με μεγάλο κέφι, και από την αρχή φάνηκε ότι η διαδικασία θα ολοκληρωνόταν πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά, αφού ο Άη-Βασίλης ήταν σκέτος αίλουρος. Οι βοηθοί δεν πίστευαν στα μάτια τους.
- Α, μα φέτος θα προλάβουμε να πάμε και για ένα ποτό μετά τη δουλειά, είπε ένας από τους νεότερους βοηθούς. Τις άλλες χρονιές ίσα που προλαβαίναμε τα μεσάνυχτα!
- Ναι, συμφώνησε κι ένας άλλος. Να πάμε! Πού θα μας δοθεί ξανά η ευκαιρία; Ο Άη-Βασίλης είναι λιχούδης, μπορεί να ξανακυλήσει και του χρόνου να γίνει πάλι στρογγυλός σαν χιονόμπαλα και να δυσκολεύεται στο έργο του.
- Συμφωνείτε όλοι; είπε ο πρώτος βοηθός.
- Ναι! είπαν όλοι με μία φωνή.
- Τι έγινε; ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη, που μόλις είχε γυρίσει από την τελευταία δωροπαράδοση. Διασκεδάζετε;
Ο βοηθός που είχε την ιδέα για την μπαρότσαρκα έξυσε το αυτί του. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να μιλήσει. Αλλά, από την άλλη, κανείς δεν μπορούσε να πει ψέματα στον Άη-Βασίλη.
- Να, είπε διστακτικά, λέγαμε, αν δεν υπάρχει πρόβλημα δηλαδή, λέγαμε, αν τελειώσουμε με τα δώρα νωρίς, και αν δεν υπάρχει πρόβλημα, φυσικά, λέγαμε να πηγαίναμε να πιούμε ένα ποτό, να διασκεδάσουμε λίγο, όπως όλος ο κόσμος...
- Χμ, είπε ο Άη-Βασίλης, δεν ξέρω αν αυτό είναι πρέπον, εμείς δεν είμαστε όπως όλος ο κόσμος...
Το βλέμμα του έπεσε επάνω στο επόμενο δώρο που βρισκόταν πάνω-πάνω στο σάκο. Ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια λουστρίνια, για ένα μικρό κοριτσάκι. Επάνω στα παπούτσια, που γυάλιζαν σαν καθρέφτες, ο Άη-Βασίλης είδε την αντανάκλασή του. Πόσο κομψός φαινόταν, τώρα που είχε αδυνατίσει!
- Να έρθεις κι εσύ, Άη-Βασίλη, είπε ο βοηθός, παρ'όλο που είχε ακούσει να λένε ότι αφεντικά και υπάλληλοι καλό είναι να κρατάνε αποστάσεις... Δε θα αργήσουμε, ίσα-ίσα, ένα ποτάκι μόνο θα πιούμε και θα γυρίσουμε.
Ο Άη-Βασίλης ξανακοίταξε την αντανάκλασή του επάνω στα λουστρίνια. Άραγε, θα ήταν τόσο κακό να πάνε μετά για ένα ποτό; ρώτησε την αντανάκλασή του. Μα, πόσο κομψός φαινόταν!
- Ας είναι, είπε, μόλις παραδώσουμε και το τελευταίο δώρο, θα πάμε για ένα ποτό, αλλά μόνο για ένα: το αλκοόλ παχαίνει!
Το μοίρασμα των δώρων συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο και σύντομα έφτασε η τελευταία δωροπαράδοση. Ο Άη-Βασίλης έβγαλε το δώρο από το σάκο - ένα βιβλίο -, και πλησίασε στην άκρη του έλκηθρου. Κοντοστάθηκε.
- Μια που μετά θα πάμε για ποτό, είπε, τι θα λέγατε να κατεβάζαμε το έλκηθρο κάτω από τώρα; Θα το κρύψουμε σε αυτό το πάρκο, πίσω από εκείνους εκεί τους θάμνους, για να μην το δει κανείς, και θα πάμε με τα πόδια.
- Και το δώρο; ρώτησε ένας βοηθός.
- Θα το πάω με τα πόδια. Το σπίτι του παιδιού είναι στην απέναντι γωνία.
Οι βοηθοί κατέβασαν με προσοχή το έλκηθρο και ο Άη-Βασίλης ξεκίνησε να κάνει την τελευταία παράδοση. Τα βήματά του ήταν ανάλαφρα. Βγήκε από το πάρκο, διέσχισε το πεζοδρόμιο και κατέβηκε στον δρόμο. Ένα βήμα, δύο βήματα και... Ωχ, πού εξαφανίστηκε ο Άη-Βασίλης;
- Βοήθεια! ακούστηκε, αλλά ο δρόμος είχε κίνηση και κανένας δεν άκουσε.
Πιο πέρα, οι βοηθοί άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί αργούσε ο Άη-Βασίλης. Μήπως το παιδί ήταν ακόμα ξύπνιο και είχε αναγκαστεί να κρυφτεί και να το περιμένει να κοιμηθεί; Μήπως είχε μπερδευτεί και είχε βγει από την άλλη πλευρά της γωνίας; Πάλι δε θα προλάβαιναν να πάνε για ποτό;
Αλλά τι είχε συμβεί στον Άη-Βασίλη; Τίποτα από όσα φαντάζονταν οι βοηθοί. Απλώς, έτσι αδύνατος που είχε γίνει, έπεσε μέσα σε μια σχάρα υπονόμου!
Μέσα στον υπόνομο ήταν πολύ σκοτεινά και μύριζε άσχημα. Ο Άη-Βασίλης έπιασε τη μύτη του.
- Πιφ! είπε. Πρέπει να βγω το γρηγορότερο από εδώ μέσα.
Αλλά τα τοιχώματα του υπονόμου γλιστρούσαν, άσε που ήταν και γεμάτα βρωμιές και θα λερωνόταν το βιβλίο. Μόνη ελπίδα του Άη-Βασίλη ήταν να τον σώσει κάποιος άλλος. Αλλά ποιος;
Η ώρα περνούσε και τα μεσάνυχτα πλησίαζαν. Η κίνηση στον δρόμο είχε αραιώσει κάπως και οι πεζοί ήταν πλέον λιγοστοί. Ο Άη-Βασίλης άρχισε και πάλι να καλεί σε βοήθεια. Ένας πεζός κοντοστάθηκε, κοίταξε γύρω-γύρω, αλλά πού να το φανταστεί ότι οι φωνές έρχονταν από κάτω από τα πόδια του! Ο πεζός ξανακοίταξε γύρω-γύρω, και ύστερα απομακρύνθηκε.
Το ίδιο εκείνο βράδυ που ο Άη-Βασίλης μοίραζε δώρα, η Πίπη ντυνόταν βαριεστημένα. Την είχαν καλέσει σε ρεβεγιόν και, δυστυχώς για εκείνην, δεν είχε καταφέρει να το αποφύγει. Δοκίμασε όλα της τα ρούχα, χωρίς να βρει κάποιο κατάλληλο για την περίσταση, και τελικά φόρεσε ένα μαύρο παντελόνι και μια γυαλιστερή μπλούζα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
- Όχι κι άσχημα για μια κομψή εμφάνιση, σχολίασε ο καθρέφτης, αλλά μπορείς και καλύτερα.
- Αυτό είναι το καλύτερο, απάντησε η Πίπη για να του κόψει τον αέρα.
- Το καλύτερο είναι ένα φόρεμα, ανταπάντησε εκείνος. Και το αμέσως επόμενο είναι μία φούστα, πρόσθεσε. Δεν έχεις να βάλεις μία φούστα;
- Κάνει κρύο.
- Φόρεσε μια γούνα.
- Κατά πρώτον, οι γούνες είναι αντιοικολογικές και, κατά δεύτερον, δεν έχω.
- Κατά πρώτον, δεν εννοούσα αληθινή γούνα, και κατά δεύτερον, κακώς.
- Με κοροϊδεύεις;
- Καθόλου.
- Τέλος πάντων, θα βάλω το μπουφάν μου. Και αν κρυώνω πολύ, θα φορέσω και την κουκούλα.
- Αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω εγώ εδώ μέσα, μονολόγησε ο καθρέφτης. Άχρηστος είμαι.
- Μη μουρμουρίζεις, είπε η Πίπη, αλλιώς δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ πια.
Η Πίπη πήγε να φορέσει τα μποτάκια της.
- Τι κάνεις εκεί; φώναξε ο καθρέφτης.
- Ξυπόλητη θα βγω;
- Αυτά θα βάλεις;
- Ναι, είναι άνετα και ζεστά.
- Θα βάλεις γόβες, και μάλιστα ψιλοτάκουνες.
- Μωρέ, τι μας λες!
- Μα, είναι δυνατόν να πας σε ρεβεγιόν και να φοράς μποτάκια; Δεν το διαπραγματεύομαι καθόλου, θα βάλεις γόβες! φώναξε ο καθρέφτης και έβηξε με νόημα.
Αμέσως, η παπουτσοθήκη άνοιξε και έβγαλε έξω ένα ζευγάρι ψιλοτάκουνες γόβες.
- Αποκλείεται! είπε η Πίπη. Αυτές οι γόβες με στενεύουν, άσε που δεν τις έχω φορέσει εδώ και χρόνια και δε θα μπορώ να τις περπατήσω.
Οι γόβες έσπρωξαν τα μποτάκια στο πλάι και στάθηκαν μπροστά στην Πίπη. Και η Πίπη κατάλαβε ότι δεν θα τους γλίτωνε τους κάλους.
Λίγη ώρα αργότερα, η Πίπη περπατούσε αργά και προσεκτικά στον δρόμο και αναθεμάτιζε την ώρα και την στιγμή που δεν είχε καταφέρει να αποφύγει το ρεβεγιόν. Τα πόδια της είχαν αρχίσει ήδη να την πονάνε, καλά το είχε πει στον καθρέφτη ότι δε θα μπορούσε να τις περπατήσει! Το μόνο καλό ήταν ότι δεν έκανε κρύο.
- Κουράγιο, είπε στον εαυτό της, σε λίγο φτάνουμε. Να το και το σπίτι, σε δυο λεπτά θα είμαστε μέσα. Θα φροντίσω να κάτσω και κάπου που να μη φαίνονται τα πόδια μου, και στην πρώτη ευκαιρία θα τις βγάλω τις γόβες.
Όμως, με το που κατέβηκε η Πίπη από το πεζοδρόμιο, το τακούνι της χώθηκε μέσα σε μία σχάρα υπονόμου και στραμπούληξε το πόδι της.
- Ωχ! είπε η Πίπη. Τι το ήθελα το τακούνι;
Το τακούνι έμοιαζε να έχει κολλήσει στην σχάρα και η Πίπη έσκυψε για να το απελευθερώσει. Και τότε άκουσε μία γνωστή φωνή να φωνάζει "Βοήθεια!".
- Κυρ-Παντελή; είπε η Πίπη. Πού είσαι;
Αλλά η φωνή δεν ήταν του κυρ-Παντελή, ήταν του Άη-Βασίλη, ο οποίος αναγνώρισε την Πίπη, και της φώναξε πιο δυνατά. Και η Πίπη αναγνώρισε κι εκείνη τον Άη-Βασίλη και ξέχασε και ρεβεγιόν και γόβες και τα πάντα, και βάλθηκε να τον βοηθήσει να βγει από τον υπόνομο. Και ήταν τόσο τυχερή, που λίγο πιο πέρα βρήκε τους βοηθούς του, που τον περίμεναν ανυπόμονα να γυρίσει, και όλοι μαζί τον ανέβασαν, τελικά, με τη βοήθεια ενός σχοινιού.
Η χαρά του Άη-Βασίλη ήταν μεγάλη, όχι μόνο επειδή είχε βγει από τον υπόνομο, αλλά και επειδή είχε βγει εγκαίρως για να προλάβει να παραδώσει το βιβλίο, το οποίο, σημειωτέον, δεν είχε πάθει τίποτα. Χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε με ανάλαφρα βήματα για να κάνει την τελευταία δωροπαράδοση της χρονιάς και επέστρεψε λίγο αργότερα, ακριβώς την στιγμή που το ρολόι μιας εκκλησίας εκεί πιο πέρα άρχιζε να χτυπάει τα μεσάνυχτα. Όλοι ανάσαναν ανακουφισμένοι.
Ο Άη-Βασίλης ευχαρίστησε την Πίπη για τη συνεισφορά της στη σωτηρία του και προσφέρθηκε να την πάει με το έλκηθρο στο σπίτι της, για να την ευχαριστήσει.
- Υπάρχει χώρος και για εσένα, μην ανησυχείς, της είπε.
Οι βοηθοί στραβομουτσούνιασαν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την Πίπη να δεχτεί. Πότε θα της ξαναδινόταν η ευκαιρία να ανέβει στο έλκηθρο του Άη-Βασίλη;
Ο Άη-Βασίλης έπιασε τα γκέμια, και προτού η Πίπη το καταλάβει, το έλκηθρο έτρεχε στον ουρανό, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά από χρυσή σκόνη. Η Πίπη σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η καλύτερη βόλτα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της.
Το έλκηθρο έφτασε στο σπίτι της Πίπης και ο Άη-Βασίλης την άφησε έξω από την πόρτα της, αφού την ευχαρίστησε και πάλι για τη βοήθειά της. Ύστερα, το έλκηθρο ανέβηκε ξανά ψηλά στον ουρανό και εξαφανίστηκε προς τον Βορρά. Η Πίπη άνοιξε την πόρτα και μπήκε στη Χώρα του διαμερίσματος.
- Γύρισες κιόλας; τη ρώτησε ο καθρέφτης. Μα γιατί κουτσαίνεις;
Η Πίπη δεν του απάντησε, μόνο πήγε στο δωμάτιό της για να κοιμηθεί. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, και ίσως να ροχάλισε και λίγο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι λίγο αργότερα, οι γρίλιες των παραθύρων της Πίπης φωτίστηκαν και η Χώρα του διαμερίσματος γέμισε χρυσόσκονη. Οι γρίλιες των παραθύρων παρέμειναν φωτεινές για πολύ λίγο, και αμέσως μετά ξανασκοτείνιασαν. Ίχνος χρυσόσκονης δεν υπήρχε πια στη Χώρα του διαμερίσματος.
Το πρωί που η Πίπη άνοιξε τα μάτια της είχε σχεδόν ξεχάσει τα όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ, τα πόδια της όμως, που πονούσαν ακόμη, της τα θύμισαν αμέσως. Δεν είχε πάει και στο ρεβεγιόν. Θα έπρεπε να πάρει ένα τηλέφωνο, να δικαιολογηθεί για την απουσία της. Δεν μπορούσε, φυσικά, να πει για τον Άη-Βασίλη. Ή μήπως έπρεπε να το πει; Θα πίστευαν όλοι ότι τους έλεγε ψέματα, ή και μπορεί να πίστευαν ότι είχε σαλτάρει. Το πιθανότερο, ύστερα από αυτό, θα ήταν να μην την ξανακαλέσουν. Δεν ήταν κι άσχημη αυτή η προοπτική.
Σηκώθηκε και πήγε στο τηλέφωνο. Αλλά όπως πέρασε μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, κάτι της φάνηκε διαφορετικό. Κοντοστάθηκε. Είχαν μετακινηθεί τα στολίδια; Μα τι κατάσταση ήταν αυτή, ποτέ να μην τους αρέσει η θέση που τα έβαζε; Αλλά όχι, τα στολίδια έμοιαζαν να έχουν μείνει στις αρχικές τους θέσεις.
Το μάτι της έπεσε στη βάση του δέντρου, και αυτό που είδε, δεν το περίμενε. Ήταν ένα δώρο! Ποιος το είχε βάλει εκεί; Σίγουρα όχι εκείνη! Κοίταξε τον καθρέφτη, να της πει αν είχε δει τίποτα. Εκείνος της κρατούσε μούτρα.
- Δε σου μιλάω, της είπε και γύρισε από την άλλη.
Και η Πίπη πήρε το δώρο στα χέρια της και - αφού ήταν Πρωτοχρονιά - το άνοιξε. Ήταν ένα κουτί με χρωματιστά μολύβια!
- Ό,τι χρειαζόμουν! είπε η Πίπη.
Μέσα στο κουτί υπήρχε και μία καρτούλα. "Ευχαριστώ και πάλι", έλεγε η καρτούλα.
Έτσι έγινε και η Πίπη πήρε δώρο από τον Άη-Βασίλη, παρ'όλο που όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι παιδί. Προφανώς έγινε μια εξαίρεση για εκείνην, αφού συνέβαλε τόσο αποφασιστικά ώστε να παραδοθεί και το τελευταίο δώρο.
- Είδατε τι δώρο μου έκανε ο Άη-Βασίλης; είπε η Πίπη στα στολίδια του δέντρου. Είμαι πολύ χαρούμενη!
- Σιγά το δώρο! ακούστηκε ο καθρέφτης. Χάθηκε να σου κάνει δώρο κανένα φόρεμα, που ντύνεσαι όπως να'ναι;