Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Από εκεί που δεν το περίμενε



     Ο Άη-Βασίλης κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, καθώς μασουλούσε το πρωινό του καρότο. Επιτέλους, τα είχε καταφέρει! Ήταν θέμα απόφασης, τελικά.
     - Καλέ, κοίτα τη μέση μου! είπε θαυμάζοντας το είδωλό του. Τελικά, έχω ωραία κορμοστασιά, τύφλα να'χουν οι αθλητές, φτου μου!
     - Κούκλος είσαι, είπε και η γυναίκα του, που μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας στα χέρια της τη γιορτινή του φορεσιά. Δοκίμασε το παντελόνι, να δεις αν σου κάνει τώρα, το στένεψα λίγο ακόμη...
     Ο Άη-Βασίλης φόρεσε το παντελόνι του. Του πήγαινε γάντι.
     - Άουτς! είπε ο Άη-Βασίλης. Τι είναι αυτό που με τσιμπάει;
     Μία καρφίτσα είχε μείνει επάνω στο παντελόνι. 
     - Συγγνώμη, είπε η γυναίκα του και έβγαλε την καρφίτσα. Τώρα είσαι εντάξει;
     - Ναι, είπε εκείνος, ενώ έτριβε διακριτικά τον πισινό του. Μου δίνεις και το επάνω μέρος της φορεσιάς; Ελπίζω να μην έμεινε κι εκεί καμία καρφίτσα...
     Η γυναίκα του έριξε μια βιαστική ματιά και ύστερα του έδωσε το επάνω μέρος της φορεσιάς. Ο Άη-Βασίλης ντύθηκε και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
     - Ε, εντάξει, φαίνομαι λίγο διαφορετικός, αλλά με τη φορεσιά κανείς δεν πρόκειται να αμφιβάλλει, όταν με βλέπει. Εξάλλου, πάνω απ'όλα, η υγεία!
     Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου και εμφανίστηκε το αρχιξωτικό.
     - Είμαστε έτοιμοι, Άη-Βασ... Καλέ, εσύ έγινες αγνώριστος!
     Ο Άη-Βασίλης κορδώθηκε.
     - Είδες; Κι εσείς όλοι αμφιβάλλατε αν θα κατάφερνα να ακολουθήσω τη δίαιτα!
     - Τι να πω; Μας έβαλες τα γυαλιά! Για να μην πω ότι έγινες πιο αδύνατος και από εμάς!
     - Όχι, παίζουμε! Είμαστε έτοιμοι, είπες;
     - Ναι!
     - Φορτώθηκαν όλα τα δώρα στο έλκηθρο, ή ξεχάσατε κανένα δώρο και θα γυρίζουμε πίσω άρον-άρον, όπως πέρυσι;
     - Όχι, μην ανησυχείς, τα δώρα μετρήθηκαν προσεκτικά, δε λείπει κανένα.
     - Ωραία, λοιπόν, έρχομαι!
     Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Άη-Βασίλης είχε αποχαιρετήσει τη γυναίκα του, είχε ανέβει στο έλκηθρο μαζί με τους βοηθούς του και είχε ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι, για να μοιράσει τα δώρα σε όλα τα παιδιά της γης...
     Φέτος η δουλειά του θα ήταν πολύ πιο εύκολη. Η δίαιτα του είχε κάνει μεγάλο καλό. Ένιωθε γεμάτος ενέργεια, και πολύ πιο δυνατός. Χώρια που η κάθοδος μέσα από τις καμινάδες ήταν πια παιχνιδάκι! Τέρμα πια ο ιδρώτας που ένιωθε να τρέχει κάθε φορά που συναντούσε μια στενή καμινάδα, τώρα πια χωρούσε άνετα σε όλες τις καμινάδες!
     Το μοίρασμα των δώρων ξεκίνησε με μεγάλο κέφι, και από την αρχή φάνηκε ότι η διαδικασία θα ολοκληρωνόταν πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά, αφού ο Άη-Βασίλης ήταν σκέτος αίλουρος. Οι βοηθοί δεν πίστευαν στα μάτια τους.
     - Α, μα φέτος θα προλάβουμε να πάμε και για ένα ποτό μετά τη δουλειά, είπε ένας από τους νεότερους βοηθούς. Τις άλλες χρονιές ίσα που προλαβαίναμε τα μεσάνυχτα!
     - Ναι, συμφώνησε κι ένας άλλος. Να πάμε! Πού θα μας δοθεί ξανά η ευκαιρία; Ο Άη-Βασίλης είναι λιχούδης, μπορεί να ξανακυλήσει και του χρόνου να γίνει πάλι στρογγυλός σαν χιονόμπαλα και να δυσκολεύεται στο έργο του.
     - Συμφωνείτε όλοι; είπε ο πρώτος βοηθός.
     - Ναι! είπαν όλοι με μία φωνή.
     - Τι έγινε; ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη, που μόλις είχε γυρίσει από την τελευταία δωροπαράδοση. Διασκεδάζετε;
     Ο βοηθός που είχε την ιδέα για την μπαρότσαρκα έξυσε το αυτί του. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να μιλήσει. Αλλά, από την άλλη, κανείς δεν μπορούσε να πει ψέματα στον Άη-Βασίλη.
     - Να, είπε διστακτικά, λέγαμε, αν δεν υπάρχει πρόβλημα δηλαδή, λέγαμε, αν τελειώσουμε με τα δώρα νωρίς, και αν δεν υπάρχει πρόβλημα, φυσικά, λέγαμε να πηγαίναμε να πιούμε ένα ποτό, να διασκεδάσουμε λίγο, όπως όλος ο κόσμος...
     - Χμ, είπε ο Άη-Βασίλης, δεν ξέρω αν αυτό είναι πρέπον, εμείς δεν είμαστε όπως όλος ο κόσμος...
     Το βλέμμα του έπεσε επάνω στο επόμενο δώρο που βρισκόταν πάνω-πάνω στο σάκο. Ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια λουστρίνια, για ένα μικρό κοριτσάκι. Επάνω στα παπούτσια, που γυάλιζαν σαν καθρέφτες, ο Άη-Βασίλης είδε την αντανάκλασή του. Πόσο κομψός φαινόταν, τώρα που είχε αδυνατίσει!
     - Να έρθεις κι εσύ, Άη-Βασίλη, είπε ο βοηθός, παρ'όλο που είχε ακούσει να λένε ότι αφεντικά και υπάλληλοι καλό είναι να κρατάνε αποστάσεις... Δε θα αργήσουμε, ίσα-ίσα, ένα ποτάκι μόνο θα πιούμε και θα γυρίσουμε.
     Ο Άη-Βασίλης ξανακοίταξε την αντανάκλασή του επάνω στα λουστρίνια. Άραγε, θα ήταν τόσο κακό να πάνε μετά για ένα ποτό; ρώτησε την αντανάκλασή του. Μα, πόσο κομψός φαινόταν!
     - Ας είναι, είπε, μόλις παραδώσουμε και το τελευταίο δώρο, θα πάμε για ένα ποτό, αλλά μόνο για ένα: το αλκοόλ παχαίνει!
     Το μοίρασμα των δώρων συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο και σύντομα έφτασε η τελευταία δωροπαράδοση. Ο Άη-Βασίλης έβγαλε το δώρο από το σάκο - ένα βιβλίο -, και πλησίασε στην άκρη του έλκηθρου. Κοντοστάθηκε. 
     - Μια που μετά θα πάμε για ποτό, είπε, τι θα λέγατε να κατεβάζαμε το έλκηθρο κάτω από τώρα; Θα το κρύψουμε σε αυτό το πάρκο, πίσω από εκείνους εκεί τους θάμνους, για να μην το δει κανείς, και θα πάμε με τα πόδια.
     - Και το δώρο; ρώτησε ένας βοηθός.
     - Θα το πάω με τα πόδια. Το σπίτι του παιδιού είναι στην απέναντι γωνία.
     Οι βοηθοί κατέβασαν με προσοχή το έλκηθρο και ο Άη-Βασίλης ξεκίνησε να κάνει την τελευταία παράδοση. Τα βήματά του ήταν ανάλαφρα. Βγήκε από το πάρκο, διέσχισε το πεζοδρόμιο και κατέβηκε στον δρόμο. Ένα βήμα, δύο βήματα και... Ωχ, πού εξαφανίστηκε ο Άη-Βασίλης;
     - Βοήθεια! ακούστηκε, αλλά ο δρόμος είχε κίνηση και κανένας δεν άκουσε.
     Πιο πέρα, οι βοηθοί άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί αργούσε ο Άη-Βασίλης. Μήπως το παιδί ήταν ακόμα ξύπνιο και είχε αναγκαστεί να κρυφτεί και να το περιμένει να κοιμηθεί; Μήπως είχε μπερδευτεί και είχε βγει από την άλλη πλευρά της γωνίας; Πάλι δε θα προλάβαιναν να πάνε για ποτό;
     Αλλά τι είχε συμβεί στον Άη-Βασίλη; Τίποτα από όσα φαντάζονταν οι βοηθοί. Απλώς, έτσι αδύνατος που είχε γίνει, έπεσε μέσα σε μια σχάρα υπονόμου!
     Μέσα στον υπόνομο ήταν πολύ σκοτεινά και μύριζε άσχημα. Ο Άη-Βασίλης έπιασε τη μύτη του.
     - Πιφ! είπε. Πρέπει να βγω το γρηγορότερο από εδώ μέσα.
     Αλλά τα τοιχώματα του υπονόμου γλιστρούσαν, άσε που ήταν και γεμάτα βρωμιές και θα λερωνόταν το βιβλίο. Μόνη ελπίδα του Άη-Βασίλη ήταν να τον σώσει κάποιος άλλος. Αλλά ποιος;
     Η ώρα περνούσε και τα μεσάνυχτα πλησίαζαν. Η κίνηση στον δρόμο είχε αραιώσει κάπως και οι πεζοί ήταν πλέον λιγοστοί. Ο Άη-Βασίλης άρχισε και πάλι να καλεί σε βοήθεια. Ένας πεζός κοντοστάθηκε, κοίταξε γύρω-γύρω, αλλά πού να το φανταστεί ότι οι φωνές έρχονταν από κάτω από τα πόδια του! Ο πεζός ξανακοίταξε γύρω-γύρω, και ύστερα απομακρύνθηκε.

     Το ίδιο εκείνο βράδυ που ο Άη-Βασίλης μοίραζε δώρα, η Πίπη ντυνόταν βαριεστημένα. Την είχαν καλέσει σε ρεβεγιόν και, δυστυχώς για εκείνην, δεν είχε καταφέρει να το αποφύγει. Δοκίμασε όλα της τα ρούχα, χωρίς να βρει κάποιο κατάλληλο για την περίσταση, και τελικά φόρεσε ένα μαύρο παντελόνι και μια γυαλιστερή μπλούζα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
     - Όχι κι άσχημα για μια κομψή εμφάνιση, σχολίασε ο καθρέφτης, αλλά μπορείς και καλύτερα.
     - Αυτό είναι το καλύτερο, απάντησε η Πίπη για να του κόψει τον αέρα.
     - Το καλύτερο είναι ένα φόρεμα, ανταπάντησε εκείνος. Και το αμέσως επόμενο είναι μία φούστα, πρόσθεσε. Δεν έχεις να βάλεις μία φούστα;
     - Κάνει κρύο.
     - Φόρεσε μια γούνα.
     - Κατά πρώτον, οι γούνες είναι αντιοικολογικές και, κατά δεύτερον, δεν έχω.
     - Κατά πρώτον, δεν εννοούσα αληθινή γούνα, και κατά δεύτερον, κακώς.
     - Με κοροϊδεύεις;
     - Καθόλου.
     - Τέλος πάντων, θα βάλω το μπουφάν μου. Και αν κρυώνω πολύ, θα φορέσω και την κουκούλα.
     - Αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω εγώ εδώ μέσα, μονολόγησε ο καθρέφτης. Άχρηστος είμαι.
     - Μη μουρμουρίζεις, είπε η Πίπη, αλλιώς δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ πια. 
     Η Πίπη πήγε να φορέσει τα μποτάκια της.
     - Τι κάνεις εκεί; φώναξε ο καθρέφτης.
     - Ξυπόλητη θα βγω;
     - Αυτά θα βάλεις;
     - Ναι, είναι άνετα και ζεστά.
     - Θα βάλεις γόβες, και μάλιστα ψιλοτάκουνες.
     - Μωρέ, τι μας λες!
     - Μα, είναι δυνατόν να πας σε ρεβεγιόν και να φοράς μποτάκια; Δεν το διαπραγματεύομαι καθόλου, θα βάλεις γόβες! φώναξε ο καθρέφτης και έβηξε με νόημα.
     Αμέσως, η παπουτσοθήκη άνοιξε και έβγαλε έξω ένα ζευγάρι ψιλοτάκουνες γόβες.
     - Αποκλείεται! είπε η Πίπη. Αυτές οι γόβες με στενεύουν, άσε που δεν τις έχω φορέσει εδώ και χρόνια και δε θα μπορώ να τις περπατήσω.
     Οι γόβες έσπρωξαν τα μποτάκια στο πλάι και στάθηκαν μπροστά στην Πίπη. Και η Πίπη κατάλαβε ότι δεν θα τους γλίτωνε τους κάλους.
     Λίγη ώρα αργότερα, η Πίπη περπατούσε αργά και προσεκτικά στον δρόμο και αναθεμάτιζε την ώρα και την στιγμή που δεν είχε καταφέρει να αποφύγει το ρεβεγιόν. Τα πόδια της είχαν αρχίσει ήδη να την πονάνε, καλά το είχε πει στον καθρέφτη ότι δε θα μπορούσε να τις περπατήσει! Το μόνο καλό ήταν ότι δεν έκανε κρύο.
     - Κουράγιο, είπε στον εαυτό της, σε λίγο φτάνουμε. Να το και το σπίτι, σε δυο λεπτά θα είμαστε μέσα. Θα φροντίσω να κάτσω και κάπου που να μη φαίνονται τα πόδια μου, και στην πρώτη ευκαιρία θα τις βγάλω τις γόβες.
     Όμως, με το που κατέβηκε η Πίπη από το πεζοδρόμιο, το τακούνι της χώθηκε μέσα σε μία σχάρα υπονόμου και στραμπούληξε το πόδι της.
     - Ωχ! είπε η Πίπη. Τι το ήθελα το τακούνι;
     Το τακούνι έμοιαζε να έχει κολλήσει στην σχάρα και η Πίπη έσκυψε για να το απελευθερώσει. Και τότε άκουσε μία γνωστή φωνή να φωνάζει "Βοήθεια!".
     - Κυρ-Παντελή; είπε η Πίπη. Πού είσαι;
     Αλλά η φωνή δεν ήταν του κυρ-Παντελή, ήταν του Άη-Βασίλη, ο οποίος αναγνώρισε την Πίπη, και της φώναξε πιο δυνατά. Και η Πίπη αναγνώρισε κι εκείνη τον Άη-Βασίλη και ξέχασε και ρεβεγιόν και γόβες και τα πάντα, και βάλθηκε να τον βοηθήσει να βγει από τον υπόνομο. Και ήταν τόσο τυχερή, που λίγο πιο πέρα βρήκε τους βοηθούς του, που τον περίμεναν ανυπόμονα να γυρίσει, και όλοι μαζί τον ανέβασαν, τελικά, με τη βοήθεια ενός σχοινιού.
     Η χαρά του Άη-Βασίλη ήταν μεγάλη, όχι μόνο επειδή είχε βγει από τον υπόνομο, αλλά και επειδή είχε βγει εγκαίρως για να προλάβει να παραδώσει το βιβλίο, το οποίο, σημειωτέον, δεν είχε πάθει τίποτα. Χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε με ανάλαφρα βήματα για να κάνει την τελευταία δωροπαράδοση της χρονιάς και επέστρεψε λίγο αργότερα, ακριβώς την στιγμή που το ρολόι μιας εκκλησίας εκεί πιο πέρα άρχιζε να χτυπάει τα μεσάνυχτα. Όλοι ανάσαναν ανακουφισμένοι.
     Ο Άη-Βασίλης ευχαρίστησε την Πίπη για τη συνεισφορά της στη σωτηρία του και προσφέρθηκε να την πάει με το έλκηθρο στο σπίτι της, για να την ευχαριστήσει.
     - Υπάρχει χώρος και για εσένα, μην ανησυχείς, της είπε.
     Οι βοηθοί στραβομουτσούνιασαν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την Πίπη να δεχτεί. Πότε θα της ξαναδινόταν η ευκαιρία να ανέβει στο έλκηθρο του Άη-Βασίλη;
     Ο Άη-Βασίλης έπιασε τα γκέμια, και προτού η Πίπη το καταλάβει, το έλκηθρο έτρεχε στον ουρανό, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά από χρυσή σκόνη. Η Πίπη σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η καλύτερη βόλτα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της.
     Το έλκηθρο έφτασε στο σπίτι της Πίπης και ο Άη-Βασίλης την άφησε έξω από την πόρτα της, αφού την ευχαρίστησε και πάλι για τη βοήθειά της.  Ύστερα, το έλκηθρο ανέβηκε ξανά ψηλά στον ουρανό και εξαφανίστηκε προς τον Βορρά. Η Πίπη άνοιξε την πόρτα και μπήκε στη Χώρα του διαμερίσματος.
     - Γύρισες κιόλας; τη ρώτησε ο καθρέφτης. Μα γιατί κουτσαίνεις;
     Η Πίπη δεν του απάντησε, μόνο πήγε στο δωμάτιό της για να κοιμηθεί. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, και ίσως να ροχάλισε και λίγο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι λίγο αργότερα, οι γρίλιες των παραθύρων της Πίπης φωτίστηκαν και η Χώρα του διαμερίσματος γέμισε χρυσόσκονη. Οι γρίλιες των παραθύρων παρέμειναν φωτεινές για πολύ λίγο, και αμέσως μετά ξανασκοτείνιασαν. Ίχνος χρυσόσκονης δεν υπήρχε πια στη Χώρα του διαμερίσματος.
     Το πρωί που η Πίπη άνοιξε τα μάτια της είχε σχεδόν ξεχάσει τα όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ, τα πόδια της όμως, που πονούσαν ακόμη, της τα θύμισαν αμέσως. Δεν είχε πάει και στο ρεβεγιόν. Θα έπρεπε να πάρει ένα τηλέφωνο, να δικαιολογηθεί για την απουσία της. Δεν μπορούσε, φυσικά, να πει για τον Άη-Βασίλη. Ή μήπως έπρεπε να το πει; Θα πίστευαν όλοι ότι τους έλεγε ψέματα, ή και μπορεί να πίστευαν ότι είχε σαλτάρει. Το πιθανότερο, ύστερα από αυτό, θα ήταν να μην την ξανακαλέσουν. Δεν ήταν κι άσχημη αυτή η προοπτική.
     Σηκώθηκε και πήγε στο τηλέφωνο. Αλλά όπως πέρασε μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, κάτι της φάνηκε διαφορετικό. Κοντοστάθηκε. Είχαν μετακινηθεί τα στολίδια; Μα τι κατάσταση ήταν αυτή, ποτέ να μην τους αρέσει η θέση που τα έβαζε; Αλλά όχι, τα στολίδια έμοιαζαν να έχουν μείνει στις αρχικές τους θέσεις.
     Το μάτι της έπεσε στη βάση του δέντρου, και αυτό που είδε, δεν το περίμενε. Ήταν ένα δώρο! Ποιος το είχε βάλει εκεί; Σίγουρα όχι εκείνη! Κοίταξε τον καθρέφτη, να της πει αν είχε δει τίποτα. Εκείνος της κρατούσε μούτρα.
     - Δε σου μιλάω, της είπε και γύρισε από την άλλη.
     Και η Πίπη πήρε το δώρο στα χέρια της και - αφού ήταν Πρωτοχρονιά - το άνοιξε. Ήταν ένα κουτί με χρωματιστά μολύβια!
     - Ό,τι χρειαζόμουν! είπε η Πίπη.
     Μέσα στο κουτί υπήρχε και μία καρτούλα. "Ευχαριστώ και πάλι", έλεγε η καρτούλα.
     Έτσι έγινε και η Πίπη πήρε δώρο από τον Άη-Βασίλη, παρ'όλο που όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι παιδί. Προφανώς έγινε μια εξαίρεση για εκείνην, αφού συνέβαλε τόσο αποφασιστικά ώστε να παραδοθεί και το τελευταίο δώρο.
     - Είδατε τι δώρο μου έκανε ο Άη-Βασίλης; είπε η Πίπη στα στολίδια του δέντρου. Είμαι πολύ χαρούμενη!
     - Σιγά το δώρο! ακούστηκε ο καθρέφτης. Χάθηκε να σου κάνει δώρο κανένα φόρεμα, που ντύνεσαι όπως να'ναι;

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Μόνο εκείνη ήξερε...

     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μεγάλη πόλη ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι που ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια. Κανείς, όμως, δεν το έπαιρνε στα σοβαρά, επειδή το κοριτσάκι είχε ένα μεγάλο ελάττωμα: είχε γεννηθεί με ένα σκληρό αγκάθι σε κάθε πατούσα, με αποτέλεσμα να πονάει σε κάθε βήμα του και να αναγκάζεται να κουτσαίνει. 
     Οι γονείς του, που το αγαπούσαν πολύ, προσπάθησαν να το βοηθήσουν να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Γι'αυτό, το πήγαν στους καλύτερους γιατρούς της χώρας. Οι γιατροί το εξέτασαν προσεκτικά, του έκαναν εξετάσεις, του έβγαλαν ακτινογραφίες, και φυσικά εντόπισαν τα δύο αγκάθια. Του έδωσαν να πιει σιρόπια, χάπια και διάφορες σκόνες που διαλύονταν στο νερό, προσπαθώντας να εξαφανίσουν τα αγκάθια από τα πόδια του παιδιού. Όμως, κανένα φάρμακο δε λειτούργησε και κανένας από τους γιατρούς δεν κατάφερε να βοηθήσει το καημένο το κοριτσάκι, αφού στην πραγματικότητα κανένας δεν είχε ξανασυναντήσει παρόμοια περίπτωση. 
     Οι γονείς άρχισαν να απογοητεύονται, αλλά τότε έτυχε να ακούσουν για έναν σπουδαίο γιατρό, που ζούσε σε μια μακρινή χώρα και έκανε θαύματα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι γονείς αποφάσισαν να κάνουν το ταξίδι μέχρι τη μακρινή χώρα για να συναντήσουν τον σπουδαίο γιατρό. Το κοριτσάκι τους ήταν η μεγαλύτερη προτεραιότητα στη ζωή τους.
     Ο γιατρός άκουσε το πρόβλημά τους προσεκτικά. Εκείνος είχε δει πολλές παρόμοιες περιπτώσεις και ήξερε ότι το κοριτσάκι δε θα θεραπευόταν ούτε με σιρόπια, ούτε με χάπια, αλλά ούτε και με σκόνες. Χρειαζόταν εγχείρηση, τους είπε. Με την εγχείρηση, θα αφαιρούσε τα αγκάθια από τα πόδια του παιδιού και το πρόβλημα θα λυνόταν οριστικά. Οι γονείς ανάσαναν ανακουφισμένοι.
     Ο γιατρός εξέτασε το κοριτσάκι, είδε τις εξετάσεις που είχε κάνει ήδη, του έκανε και άλλες εξετάσεις επιπλέον... Αλλά εκεί που όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά, ο γιατρός διαπίστωσε ότι τα αγκάθια αποτελούσαν ζωτικό μέρος των ποδιών του παιδιού, οπότε θα ήταν επικίνδυνο να τα αφαιρέσει. Ενημέρωσε τους γονείς ότι η εγχείρηση τελικά δεν μπορούσε να γίνει, επειδή αν αφαιρούσε τα αγκάθια, το κοριτσάκι πιθανώς δε θα ξαναπερπατούσε ποτέ πια. Οι γονείς δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν μία τέτοια πιθανότητα, οπότε γύρισαν πίσω στη χώρα τους και στο σπίτι τους. Ήταν πια εντελώς απογοητευμένοι.
     Βέβαια, στη ζωή υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από το χορό, οπότε το να μην μπορεί κανείς να χορέψει δεν είναι και τόσο τρομερό. Έτσι σκέφτηκαν οι γονείς και προσπάθησαν να κάνουν την κόρη τους να ξεχάσει το χορό και να βρει κάποιο άλλο ενδιαφέρον. Όλες οι προσπάθειές τους, όμως, απέβησαν άκαρπες. Το κοριτσάκι ήθελε να γίνει χορεύτρια και δεν το ενδιέφερε τίποτα άλλο. Και οι γονείς αποφάσισαν να το στείλουν σε μία σχολή χορού.
     Στην σχολή, τα άλλα κοριτσάκια το κοιτούσαν περίεργα. Τι δουλειά είχε σε μια σχολή χορού κάποιος που καλά-καλά δεν μπορούσε να περπατήσει; Μα δεν το έβλεπε ότι ήταν μάταιος κόπος; Μέχρι και οι δασκάλες αναρωτιούνταν αν υπήρχε κάποιο νόημα σε αυτήν την προσπάθεια. Αλλά το κοριτσάκι ήταν πολύ επιμελής μαθήτρια και έδειχνε τόσο ζήλο για να μάθει, που σύντομα οι δασκάλες του σταμάτησαν να αναρωτιούνται. 
     Τα μαθήματα προχωρούσαν και οι ασκήσεις δυσκόλευαν, το κοριτσάκι όμως δεν παραπονιόταν. Υπόφερε τους πόνους του βουβά και συνέχιζε να προσπαθεί. Μια μέρα, η δασκάλα είπε ότι είχε φτάσει η ώρα να μάθουν το πιο δύσκολο πράγμα από όλα. Το κοριτσάκι τρόμαξε λίγο. Για εκείνο, όλα όσα μάθαιναν ήταν πολύ δύσκολα. Έβλεπε τα άλλα κοριτσάκια πόσο εύκολα έκαναν τις ασκήσεις, την στιγμή που εκείνο πάλευε κάθε ώρα και στιγμή με τους πόνους του, και ένιωθε τόσο, μα τόσο αδύναμο... Άραγε, θα μπορούσε να μάθει το πιο δύσκολο πράγμα;
     Τότε η δασκάλα τους είπε πως είχε φτάσει η ώρα να στηριχτούν στις μύτες των ποδιών τους, και τους έδειξε πώς θα έπρεπε να το κάνουν. Το κοριτσάκι χάρηκε τόσο πολύ που, επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν αισθανόταν καθόλου τα αγκάθια στις πατούσες του! Και ενώ τα άλλα κοριτσάκια πάλευαν να ισορροπήσουν επάνω στις μύτες των ποδιών τους, εκείνο, όχι μόνο τα κατάφερε πολύ γρήγορα, αλλά αισθανόταν και πολύ άνετα έτσι!
     Από τότε, το κοριτσάκι άρχισε να ευχαριστιέται τα μαθήματα περισσότερο και δεν έχανε ευκαιρία να στέκεται στις μύτες των ποδιών του. Όλες οι δασκάλες της σχολής είχαν εντυπωσιαστεί με αυτήν του την ικανότητα. Και τόσο καλά τα κατάφερνε, που στο τέλος της χρονιάς του έδωσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση της σχολής! 
     Συγκινημένοι οι γονείς παρακολούθησαν το κοριτσάκι τους να πρωταγωνιστεί σε μία παράσταση και να κατακτάει την σκηνή, χορεύοντας με μοναδική χάρη επάνω στις μύτες των ποδιών του! Τα χειροκροτήματα στο τέλος της παράστασης επιβεβαίωσαν τον ενθουσιασμό του κοινού για το θέαμα, και όταν οι γονείς πήγαν να χαιρετήσουν τις δασκάλες του παιδιού τους εκείνες τους έδωσαν πολλά συγχαρητήρια. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, η μεγαλύτερή τους χαρά όμως ήταν που το κοριτσάκι τους χαμογελούσε ευτυχισμένο.
     Από τότε, όλοι αναγνώρισαν το μοναδικό ταλέντο του κοριτσιού στο χορό. Οι δασκάλες έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους στο μάθημα, και οι συμμαθήτριές του σταμάτησαν να το κοιτάζουν περίεργα. Τα χρόνια πέρασαν και το κοριτσάκι πραγματοποίησε το όνειρό του: έγινε χορεύτρια, και μάλιστα τόσο καλή, που όλος ο κόσμος μιλούσε γι'αυτήν. Οι ειδικοί τη θαύμαζαν για την άψογη τεχνική της και όλος ο κόσμος μιλούσε για τη χάρη της. Μα, πόσο ανάλαφρα χόρευε, σαν να ήταν πεταλούδα!
     Όπου κι αν εμφανιζόταν, ο κόσμος έκανε ουρά για να τη δει. Τα εισιτήρια των παραστάσεών της γίνονταν ανάρπαστα και τα θέατρα γέμιζαν ασφυκτικά. Οι σπουδαιότεροι δημοσιογράφοι την κυνηγούσαν για μία συνέντευξη. Χιλιάδες μικρά κοριτσάκια τη θαύμαζαν και ήθελαν να της μοιάσουν. Η νεαρή χορεύτρια είχε φτάσει σχεδόν στην κορυφή. 
     Παρ'όλο, όμως, που η χορεύτρια είχε γίνει το μεγαλύτερο όνομα στο χώρο της, ποτέ δε σήκωσε τη μύτη της ψηλά. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Το ταλέντο της δεν της είχε δοθεί ως δώρο, τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί, αλλά ήταν η ανταμοιβή της για τη μεγάλη της προσπάθεια. Ήταν η δίκαιη ανταμοιβή ενός τίμιου αγώνα.
     Γι'αυτό, η νεαρή χορεύτρια συνέχισε να δουλεύει σκληρά, και να γίνεται όλο και καλύτερη. Τα θέατρα συνέχισαν να γεμίζουν ασφυκτικά και οι δημοσιογράφοι συνέχισαν να την κυνηγούν για συνεντεύξεις. Και όταν άκουγε να μιλούν για εκείνη με θαυμασμό και να αναρωτιούνται πώς χόρευε τόσο ανάλαφρα επάνω στις πουέντ, εκείνη χαμογελούσε παιχνιδιάρικα. Επειδή μόνο εκείνη ήξερε πάρα πολύ καλά ότι ο λόγος που χόρευε τόσο ανάλαφρα ήταν τα αγκάθια στις πατούσες της.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Διπλή επιτυχία

 


     - Τι δουλειά έχει εδώ αυτός ο σκύλος; ρώτησε ο μπάρμαν, ενώ καθάριζε ένα ποτήρι με ένα όχι και τόσο καθαρό πανί. Δικός σου είναι;
     - Όχι, είπε ο Λούκυ Λουκ, και ήπιε μια καλή γουλιά από το ποτό του. Αλλά με ακολουθεί εδώ και τρεις μέρες, από όταν έφυγα από τις φυλακές, όπου άφησα τους Ντάλτον. Νομίζω ότι είναι ο σκύλος του διευθυντή των φυλακών.
     - Και τι δουλειά έχει να σε ακολουθεί;
     - Δεν έχω ιδέα. Ίσως να του θυμίζω κάποιον. Ίσως, πάλι, να μην ακολουθεί εμένα, αλλά την Ντόλυ.
     - Αυτό κι αν είναι περίεργο, είπε ο μπάρμαν.
     Ο Λούκυ Λουκ πλησίασε τη μύτη του στο ποτήρι του και ύστερα ήπιε άλλη μια γουλιά.
     - Το ποτό σου δεν είναι το ίδιο με την τελευταία φορά, είπε. 
     - Φυσικά και δεν είναι, άνοιξα καινούργιο βαρέλι προχθές. Δε σου αρέσει;
     - Καλό είναι, αλλά νομίζω ότι χτυπάει λίγο στο κεφάλι... Είσαι σίγουρος ότι το αγόρασες από νόμιμο διανομέα;
     - Εννοείται, αφού με ξέρεις...
     Ένας μουστακαλής καουμπόι που καθόταν στην άλλη άκρη της μπάρας ρουθούνισε, αλλά δεν είπε τίποτα.
     - Ώστε τους ξανάχωσες στη φυλακή τους Ντάλτον, είπε ο μπάρμαν.
     - Ναι, απάντησε ο Λούκυ Λουκ.
     - Το ξέρεις ότι το πιθανότερο είναι να το ξανασκάσουν.
     - Αν το ξανασκάσουν, θα τους ξαναπιάσω.
     - Δε σε κουράζει όλο αυτό;
     - Εσένα δε σε κουράζει να σερβίρεις όλους αυτούς τους τύπους που σερβίρεις;
     - Τους έχω συνηθίσει. Εξάλλου, δε θα μπορούσα με τίποτα να ταξιδεύω μόνος.
     - Μα δεν είμαι μόνος, έχω μαζί μου την Ντόλυ...
     - Το ταξίδι είναι ταξίδι, χρειάζεσαι κάποιον να λες μια κουβέντα...
     - Και ποιος σου είπε ότι η Ντόλυ δεν είναι κατάλληλη για κουβέντα; Για να μη σου πω ότι είναι καταλληλότερη για κουβέντα από τους περισσότερους τύπους που μαζεύεις εσύ εδώ μέσα...
     - Σ'αυτό δεν έχεις και άδικο... Αλλά, ακόμα και έτσι, είναι δύσκολο να ταξιδεύεις μόνος, μέρες ολόκληρες επάνω σε μια άβολη ράχη αλόγου, κάτω από τον καυτό ήλιο, με την σκόνη της ερήμου να σου καίει τα μάτια και να φτάνει μέχρι τα σωθικά σου...
     - Ναι, αλλά η καταδίωξη σε κρατάει σε εγρήγορση. Ενώ μία δουλειά ρουτίνας σε βυθίζει στο λήθαργο... Εγώ την έχω συνηθίσει τη ζωή μου και μου αρέσει. Ειδικά με τους Ντάλτον, μη σου πω ότι το διασκεδάζω κιόλας... Αλήθεια, τώρα που είπα για διασκέδαση, τι κάνει η φωνακλού Μπέτυ; Δεν τραγουδάει πια; Δεν την πήρε το μάτι μου.
     - Πριν από κανα μήνα πέρασε από εδώ ένας ιμπρεσάριος. Την είδε, του άρεσε και της πρότεινε να κάνει τουρνέ.
     - Και δέχτηκε;
     - Εμ, είδε και που εσύ δεν αποφάσιζες...
     - Τι να αποφασίσω; Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι, ποτέ δε μίλησα για γάμο και οικογένεια.
     - Γάμος... Οικογένεια... είπε ο μουστακαλής καουμπόι και έφτυσε κάτω.
     - Πρόσεχε λίγο, Τζιμ, είπε ο μπάρμαν, σου έχω πει να μην φτύνεις τον καπνό σου κάτω...
     - Και σιγά το σαλούν, είπε ο μουστακαλής, βάλε μου να πιώ!
     - Δεν μπορώ, Τζιμ, σ'το είπα και πριν. Το υποσχέθηκα στη Μίνι...
     - Κι αυτηνής τι λόγος της πέφτει;
     - Να σου θυμίσω ότι είναι η γυναίκα σου και, επιπλέον πρώτη ξαδέρφη της δικιάς μου γυναίκας;
     - Γυναίκες! είπε ο μουστακαλής και ξανάφτυσε κάτω.
    Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Μια ξερακιανή γυναίκα, με δυο μικρά παιδιά πιασμένα από τις δύο πλευρές της ποδιάς της και ένα μωρό στην αγκαλιά της στάθηκε στο άνοιγμα.
     - Πάλι εδώ είσαι; είπε με δυνατή φωνή.
     - Καλημέρα, Μίνι, είπε ο μπάρμαν.
     - Καλημέρα, Μπιλ. Δεν πιστεύω να του έδωσες να πιει...
     - Όχι, φυσικά.
     Η γυναίκα πλησίασε τον μουστακαλή.
     - Έλα, σήκω, θα πάμε στο σπίτι του εφημέριου. Σου βρήκε δουλειά.
     - Έχω δουλειά!
     - Ναι, το βλέπω...
     - Άσε τις ειρωνείες, γυναίκα, και πήγαινε στο σπίτι, που θα μου πεις ότι δεν έχω δουλειά... Όλη μέρα χωμένος σε μια στοά, με κίνδυνο να θαφτώ εκεί μέσα, και έρχομαι να πιώ ένα ποτήρι να συνέλθω και ούτε αυτό δε με αφήνεις!
     - Ναι, την είδαμε την προκοπή σου! Πέντε χρόνια χρυσωρύχος, το μόνο χρυσό που είδαμε είναι στο μπροστινό σου δόντι... 
     - Όπου να'ναι την βρίσκω την φλέβα...
     - Η μόνη φλέβα που θα βρεις είναι η δικιά μου, και θα τη βρεις κομμένη, αν συνεχίσεις έτσι! Έλα, σήκω, είπα, μη φωνάξω το σερίφη!
     Ο μουστακαλής καουμπόι σηκώθηκε μουρμουρίζοντας. Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Το σαλούν βυθίστηκε στην ησυχία.
     - Άγρια η ξαδέρφη της γυναίκας σου, είπε ο Λούκυ Λουκ στον μπάρμαν.
     - Δεν την αδικώ, είπε εκείνος, έχει τρία παιδιά να θρέψει και καμία βοήθεια. Και ο Τζιμ, τόσον καιρό που είναι χρυσωρύχος, δεν έχει ανακαλύψει καμία σπουδαία ποσότητα. Μόνο κάτι μικροψήγματα πότε-πότε, και αυτά πήγαν όλα στο ποτό. Τι θα γίνει με αυτόν τον σκύλο, εδώ θα μείνει; Μετά τους λεκέδες από τον καπνό του Τζιμ, το μόνο που λείπει από το πάτωμα είναι να γεμίσει σκυλοκούραδα.
     - Ραντανπλάν, έξω, είπε ο Λούκυ Λουκ.
     Ο Ραντανπλάν πλησίασε, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.
     - Πώς τον είπες; ρώτησε ο μπάρμαν. Ρατατάν;
     - Ραντανπλάν.
     - Περίεργο όνομα... Αλλά και το σκυλί περίεργα φέρεται. Χαζό είναι;
     - Τι να σου πω, δεν ξέρω. Μεταξύ μας, μερικές φορές αμφιβάλλω και αν είναι σκύλος... Ραντανπλάν, έξω είπα! Έξω!
     Ο Ραντανπλάν ξάπλωσε δίπλα ακριβώς στον Λούκυ Λουκ και γύρισε ανάσκελα.
     - Καλέ, αυτός νομίζει ότι θα τον χαϊδέψεις! είπε ο μπάρμαν.
     - Έχεις κανένα κόκαλο να το χρησιμοποιήσουμε σαν δόλωμα;
     - Πού να το βρω το κόκαλο; Την περασμένη Κυριακή έφαγα κρέας, και σήμερα είναι Πέμπτη. 
     Ο Λούκυ Λουκ σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Ο Ραντανπλάν τον ακολούθησε κουνώντας την ουρά του. Οι δυο τους βγήκαν έξω από το σαλούν. 
     Μια στρουμπουλή μύγα που πετούσε μέσα στο σαλούν, προσγειώθηκε στην άκρη της μπάρας. Ο μπάρμαν άφησε το ποτήρι που καθάριζε και κάνοντας μια επιδέξια κίνηση με το πανί που κρατούσε την έριξε κάτω.
     - Η έβδομη για σήμερα, είπε και ξανάπιασε το ποτήρι.
     Ο Λούκυ Λουκ επέστρεψε. Ήταν μόνος του.
     - Τον ξεφορτώθηκες; ρώτησε ο μπάρμαν.
     - Τον άφησα δίπλα στην Ντόλυ. Σ'το είπα και πριν, ίσως εκείνη να είναι η συμπάθειά του και όχι εγώ. 
     - Πολύ περίεργο σκυλί.
     - Αν είναι σκυλί. Βάλε μου άλλο ένα.
     - Σου άρεσε, τελικά, βλέπω...
     - Μάλλον το συνήθισα.
     Ο μπάρμαν ξαναγέμισε το ποτήρι του Λούκυ Λουκ.
     - Αλήθεια, θα μείνεις καιρό στα μέρη μας; ρώτησε.
     - Α, μπα, αφού με ξέρεις. Είμαι σχεδόν μονίμως στα χνάρια κάποιου επικηρυγμένου. Το πιθανότερο είναι ότι μέχρι μεθαύριο θα έχω φύγει.
     - Κρίμα!
     - Γιατί;
     - Αν έμενες μέχρι την Τετάρτη, θα προλάβαινες και το μπαλέτο.
     - Ποιο μπαλέτο; 
     - Λας τρες κανκανίτας. 
     - Δεν τις ξέρω.
     - Είναι τρεις αδερφές από τη Λουιζιάνα, που κάνουν θραύση σε όλες τις νότιες πολιτείες. Η μητέρα τους ήταν διάσημη χορεύτρια καν-καν στα νιάτα της. Από εκείνη το έμαθαν και αυτές το καν-καν. Είναι πολύ καλές, μου είπαν.
     - Δεν ξέρω αν θα είμαι εδώ την Τετάρτη.
     - Τώρα που η φωνακλού Μπέτυ λείπει σε τουρνέ, πρέπει κι εγώ να βρω κάτι να βάλω στη θέση της, καταλαβαίνεις...
     - Η φωνακλού Μπέτυ μου άρεσε. Η φωνή της είχε κάτι από Σερενάτα Γουίλιαμς. Κι όταν τραγουδούσε τον Χρυσό δρόμο προς τη Δύση, δε λέω, άντρας είμαι, αλλά έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν...
     - Και οι αδερφές από τη Λουιζιάνα είναι πολύ καλές. 
     - Μάλλον δε θα είμαι εδώ την Τετάρτη.
     - Μετά τις αδερφές από τη Λουιζιάνα θα έρθει μια χορεύτρια της κοιλιάς.
     - Θα έχεις ποικιλία στο πρόγραμμα, βλέπω...
     - Ναι, η Μπέλυ Μπάτον, την ξέρεις;
     - Μπάτον; Τι μου θυμίζει αυτό το όνομα;
     - Είναι κόρη του Μάτζικ Μπάτον.
     - Τον Μάτζικ Μπάτον, μπράβο, αυτόν μου θυμίζει! Τον είχα δει πριν από χρόνια, στο Λας Βέγκας. Ουρές έκαναν για να δουν το κόλπο όπου εξαφάνιζε τη βοηθό του. Ώστε η κόρη του έγινε χορεύτρια του χορού της κοιλιάς;
     - Ναι. Άλλα σχέδια, βέβαια, είχε ο Μάτζικ. Ονειρευόταν να την παντρέψει με κάποιον σπουδαίο, σερίφη, δικαστή, γιατρό, ή έστω δάσκαλο, αλλά εκείνη αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέαμα και τίναξε όλα τα σχέδιά του στον αέρα. Πώς θα μπορούσε να ξεφύγει, άλλωστε;. Αφού και η μάνα της στον ίδιο χώρο εργαζόταν. Ήταν η βοηθός του Μάτζικ.
     - Ώστε έτσι;
     - Ναι. Τέλος πάντων, αφού δε θα είσαι εδώ, όμως, τι νόημα έχει;
     - Μπορεί να ξαναπεράσω. Πότε θα έχεις την Μπέλυ Μπάτον;
     - Στο τέλος του μήνα. Μόνο για δύο παραστάσεις.
     Η πόρτα του σαλούν άνοιξε. Ένας καουμπόι με σκονισμένες μπότες και σπιρούνια κατευθύνθηκε στο μπαρ. 
     - Τι βρωμάει έτσι; Πάλι σκατά πάτησες, Τζο; είπε ο μπάρμαν.
     Ο νεοφερμένος κοίταξε τις μπότες του από κάτω.
     - Φτου, να πάρει, και τις είχα καθαρίσει! είπε. Να δεις που είναι τα σκατά αυτού του κοπρόσκυλου που είναι αραγμένο στο μέρος που δένουμε τα άλογα.
     Ο καουμπόι βγήκε βιαστικά έξω. Ο μπάρμαν κοίταξε τον Λούκυ Λουκ. 
     - Μη με κοιτάς εμένα, είπε ο Λούκυ Λουκ, δεν είναι δικά μου τα σκατά... Ούτε ο σκύλος είναι δικός μου, σ'το είπα.
     Μια μύγα που είχε ξεμείνει μέσα στο σαλούν άρχισε να γυροφέρνει το ποτήρι του Λούκυ Λουκ.
     - Φύγε, μύγα, είπε ο Λούκυ Λουκ.
     Η μύγα προσγειώθηκε δίπλα του.
     - Άσε με εμένα, είπε ο μπάρμαν και σημάδεψε τη μύγα με το πανί.
     Η μύγα πέταξε μακριά.
     - Σου ξέφυγε, είπε ο Λούκυ Λουκ.
     - Τυχερή ήταν. Εφτά έχω σκοτώσει μέχρι στιγμής από το πρωί, να ξέρεις.
     Η μύγα ξαναπλησίασε και άρχισε να κάνει βόλτες γύρω από το κεφάλι του μπάρμαν.
     - Σε συμπάθησε, είπε ο Λούκυ Λουκ. Όπως με συμπαθεί εμένα ο Ραντανπλάν.
     Η μύγα πέταξε λίγο ακόμη και ύστερα προσγειώθηκε στη φαλάκρα του μπάρμαν.
     - Άσε με εμένα, είπε ο Λούκυ Λουκ.
     Προτού προλάβει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ο μπάρμαν είδε με τρόμο το Λούκυ Λουκ να πιάνει το όπλο του και να το στρέφει καταπάνω του.
     Στο άκουσμα των δύο πιστολιών, κόσμος πολύς έτρεξε στο σαλούν για να δει τι είχε συμβεί. Βρήκαν τον μπάρμαν ξαπλωμένο κάτω, ενώ ο Λούκυ Λουκ ήταν γονατισμένος από πάνω του και του έκανε αέρα. Το όπλο του ήταν περασμένο στη θήκη του, αλλά κάπνιζε ακόμη. Ο μπάρμαν άνοιξε τα μάτια του.
     - Τι συνέβη; ρώτησε ξεψυχισμένα. Πού βρίσκομαι;
     - Εκεί που βρισκόσουν και πριν, του απάντησε ο Λούκυ Λουκ. Αλλά, βρε παιδί μου, τόσο εύκολα λιποθυμάς εσύ; 
     - Αφού με σημάδευες!
     - Εσένα σημάδευα, βρε, ή τη μύγα;
     Όλοι κοίταξαν το Λούκυ Λουκ παραξενεμένοι. Ακούστηκαν ψίθυροι. Κάποιος έκανε μία κίνηση σαν να έστριβε μια βίδα στο κεφάλι του. 
     - Την σκότωσες τη μύγα τελικά; ρώτησε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του.
     - Φυσικά, είπε ο Λούκυ Λουκ, δείχνοντας μια τρύπα από σφαίρα στον τοίχο. Εγώ τις σφαίρες μου δεν τις χαλαλίζω.
     - Ναι, αλλά ακούστηκαν δύο πιστολιές, είπε ένας άλλος, δεν την πέτυχες με την πρώτη. Άσε που θα πρέπει να πληρώσεις αποζημίωση τώρα στον Μπιλ, που του τρύπησες τον τοίχο...
     - Μην ανησυχείτε γι'αυτό, είπε ο Λούκυ Λουκ και ξαναφόρεσε το καπέλο του. Η δεύτερη πιστολιά ήταν για τον Εφτάψυχο Στηβ, τον περιβόητο ληστή των τραπεζών που καταζητείται ήδη σε τρεις πολιτείες. Τον είδα σκαρφαλωμένο επάνω στη στέγη του ταμιευτηρίου απέναντι να κρύβεται και του έριξα στο πόδι. Και τώρα, αν μου επιτρέπετε, πάω να τον συλλάβω για να τον παραδώσω στο σερίφη και να εισπράξω την αμοιβή μου.
     Τα γέλια σταμάτησαν. Ο Λούκυ Λουκ προχώρησε προς την πόρτα. Στάθηκε λίγο και στράφηκε προς το μπαρ.
     - Θα σου τον πληρώσω τον τοίχο, Μπιλ, είπε. Και θα σου πληρώσω και το πάτωμα. Καιρός είναι να το αλλάξεις. Είναι γεμάτο λεκέδες.

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Πρωτότυπη λύση


    Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωράφι, ζούσε ένα δέντρο. Το δέντρο αυτό δεν είχε καθόλου φύλλα, αλλά αυτό δεν το εμπόδιζε να ζει ευτυχισμένο. Τα πρωινά, τέντωνε τα κλαδιά του προς όλες τις κατευθύνσεις και απολάμβανε τη ζέστη από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς έπεφταν στη γη. Τις νύχτες, κοίταζε ψηλά στον ουρανό και προσπαθούσε να ακούσει τι έλεγαν τα αστέρια μεταξύ τους. Όταν φυσούσε, έστηνε αυτί και άκουγε τα νέα που μετέφερε ο άνεμος από όλα τα μέρη από όπου είχε περάσει. Και όταν ο άνεμος είχε κέφια και τραγουδούσε, το δέντρο ξεκινούσε να χορεύει σαν χαριτωμένη μπαλαρίνα. 
     Μια μέρα, εκεί που απολάμβανε τη λιακάδα, πέρασε από πάνω του ένα μικρό σμήνος από πουλιά. Τα πουλιά ήταν πολύ κουρασμένα και κάθησαν στα κλαδιά του για να ξεκουραστούν. Είχαν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους και χρειάζονταν να πάρουν δυνάμεις. Το δέντρο έβαλε όλη του τη δύναμη για να σηκώσει όλα αυτά τα πουλιά στα κλαδιά του, και πολύ του άρεσε, που τα πουλιά ήταν ταξιδιάρικα. Αυτά είναι που ξέρουν και τις καλύτερες ιστορίες.
     Τα πουλιά ήταν, πράγματι, λαλίστατα και μόλις άρχισαν να ξαναπαίρνουν τις δυνάμεις τους άρχισαν να μιλάνε χωρίς σταματημό. Πονοκέφαλος το έπιασε το δέντρο από τις τόσες ομιλίες! Αλλά δεν παραπονέθηκε. Ίσα-ίσα που προσπαθούσε να μένει όσο πιο ακίνητο γινόταν, για να μην τα διακόψει επάνω στο καλύτερο. Και πόσο δύσκολο ήταν αυτό, αφού οι περισσότερες ιστορίες των πουλιών ήταν τόσο αστείες... Με το ζόρι κρατιόταν το δέντρο, για να μην αρχίσει να τραντάζεται από τα γέλια!
     Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου ένα μικρό πουλάκι, λίγο άμυαλο, λόγω ηλικίας, φώναξε ξαφνικά: "μα γιατί αυτό το δέντρο είναι φαλακρό;". Τότε τα πουλιά σταμάτησαν τις ιστορίες τους και άρχισαν να περιεργάζονται το δέντρο. "Μπορεί να είναι άρρωστο", είπε ένα πουλί. "Άρρωστο;" είπε ένα άλλο, που φοβόταν πολύ τις αρρώστιες. "Λέτε να είναι κολλητικό; Μήπως δεν έπρεπε να καθήσουμε εδώ;". "Μπορεί να είναι γέρικο", είπε ένα άλλο. "Τα γέρικα δέντρα συνήθως χάνουν τα μαλλιά τους". "Πάντως", είπε ένα νεαρό πουλί, "αυτό το δέντρο δε μοιάζει με κανένα από όσα έχουμε συναντήσει, πρώτη φορά συναντούμε δέντρο εντελώς φαλακρό". "Δεν έχει τίποτα από την ομορφιά των δέντρων που γνωρίζουμε", είπε ένα άλλο. "Στ'αλήθεια, είναι ένα άσχημο δέντρο", είπε ένα τρίτο. "Ναι", συμφώνησαν και τα υπόλοιπα, "όλη η ομορφιά ενός δέντρου βρίσκεται στο φύλλωμά του". "Άσε που χωρίς φύλλωμα δεν μπορεί να κάνει μια σκιά της προκοπής, ούτε μπορεί να είναι ασφαλές μέρος για να χτιστεί μια φωλιά", είπε ένα γέρικο πουλί. "Εγώ ποτέ δε θα έφτιαχνα φωλιά εδώ". "Ούτε εγώ", είπαν όλα τα πουλιά με μια φωνή, το καθένα για τον εαυτό του, βέβαια. "Αρκετά ξεκουραστήκαμε", είπε ο αρχηγός του σμήνους. "Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας. Θα πρέπει να φύγουμε". Και τα πουλιά τίναξαν τα φτερά τους και ύστερα πέταξαν όλα μαζί στον ουρανό, αφήνοντας το δέντρο ολομόναχο.
     Το δέντρο απόμεινε να κοιτάζει το σμήνος των πουλιών που απομακρυνόταν γοργά. Η διάθεσή του είχε αλλάξει εντελώς. Ο άνεμος εκείνη τη μέρα είχε αρκετά κέφια και τραγουδούσε το ένα βαλσάκι μετά το άλλο, αλλά το δέντρο δεν είχε πια όρεξη για χορό. Και παρ'όλο που δεν έβρεχε, το δέντρο ένιωσε τα μάτια του νοτισμένα. 
     Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο έντονα την έλλειψη των φύλλων του, κι ας είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που στα κλαδιά του είχε κρύψει κάποιον. Επρόκειτο για μια κίσσα, που κρατούσε στο ράμφος της ένα δαχτυλίδι με ένα λαμπερό, κόκκινο πετράδι. Πόσο έλαμπε εκείνο το κόκκινο πετράδι! Μόνο πως η κίσσα το δαχτυλίδι το είχε κλέψει από μια μάγισσα, και όταν η μάγισσα ανακάλυψε τι είχε συμβεί, θύμωσε πολύ με το δέντρο. Για να το εκδικηθεί, λοιπόν, του έκανε ένα φοβερό ξόρκι και το δέντρο έχασε όλα του τα φύλλα. Και ποτέ δεν ξαναέκρυψε κάποιον στα κλαδιά του. 
     Τόσα χρόνια, και την είχε συνηθίσει αυτή του την κατάσταση. Είχε φτάσει, μάλιστα, στο σημείο να θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό, αφού χωρίς φύλλα τα κλαδιά του ήταν πιο ευκίνητα και το διευκόλυναν, όταν ήθελε να χορέψει. Αλλά τώρα, μερικά ταξιδιάρικα πουλιά τα είχαν αλλάξει όλα. Του έλειπαν τα φύλλα του. Και τι δε θα έδινε τώρα για να είχε έστω ένα φυλλαράκι επάνω του. Άρχισε να κλαίει σιγανά. 
     Σε λίγη ώρα το κλάμα του είχε δυναμώσει. Ένιωθε μεγάλη αδικία. Γιατί του είχε φερθεί τόσο σκληρά εκείνη η μάγισσα; Τι έφταιγε εκείνο που εκείνη η κίσσα είχε διαλέξει να κρυφτεί στα δικά του κλαδιά; Στον ουρανό φάνηκε ένα σμήνος από κουκίδες. "Κι άλλα ταξιδιάρικα πουλιά", σκέφτηκε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. 
     Μία κουκίδα αποσπάστηκε από το σμήνος και άρχισε να πλησιάζει το δέντρο. Η κουκίδα άρχισε να μεγαλώνει, και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά φάνηκε ότι επρόκειτο για μια μικρή, χαριτωμένη νεράιδα. Η νεράιδα κρατούσε ένα μικρό ραβδάκι.
     - Τι σου συμβαίνει; ρώτησε η νεράιδα. Μέχρι εκεί επάνω ακούγονται τα κλάματά σου!
     Αλλά το δέντρο δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα.
     - Πες μου, και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω, είπε η νεράιδα. Είμαι πολύ καλή στη λύση προβλημάτων. 
     Αλλά το δέντρο συνέχισε να κλαίει.
     - Ξέρω, συνέχισε η νεράιδα, είμαι μικρή, και μπορεί να νομίζεις ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά, όμως σε πληροφορώ ότι σπουδάζω ήδη στο πανεπιστήμιο και είμαι η καλύτερη φοιτήτρια στο έτος μου. Όπου να'ναι παίρνω και το πτυχίο μου. Και μη νομίζεις ότι το πανεπιστήμιο για νεράιδες είναι εύκολο. Πέντε μεγάλα ράφια γεμίζουν τα βιβλία που καλύπτουν τη βασική ύλη! Και τα έχω διαβάσει όλα, τουλάχιστον από δύο φορές!
     Το δέντρο σταμάτησε το κλάμα του, εντυπωσιασμένο από τα λόγια της νεράιδας. Δεν περίμενε τίποτα, αλλά δεν έχανε και τίποτα να δοκιμάσει. Σιγά-σιγά, άρχισε να διηγείται την ιστορία του. Της είπε για την κίσσα, της είπε για τη μάγισσα, της είπε και για τα ταξιδιάρικα πουλιά, προσπαθώντας να μην ξαναβάλει τα κλάματα.
     Η νεράιδα το άκουσε προσεκτικά. Ύστερα έμεινε για λίγη ώρα σκεπτική.
     - Η περίπτωσή σου είναι πολύ δύσκολη, είπε ύστερα από λίγο. Τα ξόρκια δεν είναι κλωστές, να τα κόψεις με ένα ψαλίδι, ή ένα μαχαίρι. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ένα ξόρκι λύνεται μόνο από αυτόν που το έχει κάνει. Άρα, για να ξαναποκτήσεις το φύλλωμά σου θα πρέπει να βρεις  τη μάγισσα που σου έκανε το ξόρκι.
     Το δέντρο αναστέναξε.
     - Δεν ξέρω πού βρίσκεται, είπε. Αλλά ακόμα και να ήξερα, πώς θα την πείσω να λύσει το ξόρκι; Δεν υπάρχει περίπτωση!
     - Ναι, αλλά δεν μπορείς να περάσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου κλαίγοντας, είπε η νεράιδα. Κάτι πρέπει να κάνεις!
     Ο ουρανός είχε γεμίσει με πολλά, άσπρα σύννεφα, που έκαναν βόλτες πέρα-δώθε. Ο άνεμος άρχισε να τραγουδάει ένα λυπητερό τραγούδι. Η νεράιδα έξυσε το κεφάλι της. Ήθελε πολύ να βοηθήσει το δέντρο. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά.
     Και τότε, της ήρθε μια ιδέα. Και σήκωσε ψηλά το ραβδάκι της και το κούνησε προς τον ουρανό. Και δυο στρουμπουλά σύννεφα ξεχώρισαν από τα υπόλοιπα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν στον ουρανό και άρχισαν να κατεβαίνουν και να πλησιάζουν. Και μόλις έφτασαν πολύ κοντά στο δέντρο, τα δύο σύννεφα κάθησαν αναπαυτικά επάνω του. Και το δέντρο είδε γεμάτο χαρά πως δεν ήταν πια φαλακρό. Και η νεράιδα χαμογέλασε, άνοιξε τα φτεράκια της και πέταξε ψηλά. Και πολύ σύντομα είχε ξαναγίνει μια μικρή κουκίδα στον ουρανό...     

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Παρενέργειες


     Ο Πουαρό άνοιξε την πόρτα. Στην είσοδό της, ο Χέιστινγκς τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Θεέ μου, είπε ο Χέιστινγκς, Ηρακλή, είσαι καλά;
     - Πέρασε μέσα, Χέιστινγκς, είπε ο Πουαρό. Τι σε φέρνει στο σπίτι μου, τέτοια ώρα;
     - Είναι δέκα και είκοσι.
     - Ω, μον Ντιέ! Θα έπαιρνα όρκο ότι είναι επτά και πέντε...
     - Είσαι καλά; ξαναρώτησε ο Χέιστινγκς.
     - Καλά είμαι, μόνο λίγο κουρασμένος..., είπε ο Πουαρό, καθώς περνούσε μπροστά από τον καθρέφτη του σαλονιού.
     Έριξε μια ματιά.
     - Ω, μον Ντιέ, είπε, έχεις δίκιο, Χέιστινγκς, το μουστάκι μου έχει τα χάλια του!
     - Φαίνεται πως πέρασες καλά, εχθές το βράδυ, σχολίασε ο Χέιστινγκς. 
     - Δεν ήταν κι άσχημα, είπε ο Πουαρό, ενώ προσπαθούσε να επαναφέρει το μουστάκι του στην αγαπημένη, τσιγκελωτή του μορφή. Ειλικρινά λυπάμαι που σε ανάγκασα να δεις το κατεστραμμένο μου μουστάκι.
     - Δεν πειράζει, είπε ο Χέιστινγκς.
     - Περίμενε εδώ, μέχρι να ντυθώ, είπε ο Πουαρό. Δυστυχώς, η Ντολόρες με εγκατέλειψε εχθές και δεν υπάρχει κανείς να σε σερβίρει ενόσω περιμένεις. Αν θέλεις, σερβιρίσου μόνος σου.
     - Εδώ έχεις μόνο μπύρες, είπε ο Χέιστινγκς.
     - Εννοείται, ακούστηκε ο Πουαρό από το διπλανό δωμάτιο. Μου τις στέλνουν απευθείας από τις Βρυξέλλες. Έχω μεγάλη ποικιλία, αν θέλεις, υπάρχουν και μπύρες με γεύσεις φρούτων.
     Μία έκφραση αηδίας σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Χέιστινγκς και χάρηκε που ο Πουαρό βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και δεν μπορούσε να τον δει.
     - Προτιμώ να μην πιώ, είπε.
     - Όπως θέλεις, απάντησε ο Πουαρό.
     Ο Χέιστινγκς κάθησε σε μία πολυθρόνα και άρχισε να χαζεύει το δωμάτιο. Ήταν αρκετά τακτοποιημένο. Η απουσία της Ντολόρες δεν ήταν ακόμα αισθητή, αν και στο τραπεζάκι του σαλονιού υπήρχε μία υποψία σκόνης. Ένα βιβλίο βρισκόταν επάνω στο τραπεζάκι. Ο Χέιστινγκς έσκυψε λίγο για να διαβάσει τον τίτλο. Δεν ήταν στα αγγλικά. Ξανακούμπησε στην πλάτη της πολυθρόνας.
     - Λοιπόν, είπε δυνατά για να τον ακούσει ο Πουαρό στο διπλανό δωμάτιο, πού ήσουν εχθές το βράδυ; Σου τηλεφώνησα κατά τις οκτώ και μισή και δεν σε βρήκα.
     - Δε σου είχα πει; Είχα πάει στο ριγιούνιον!
     - Α, ναι, τώρα θυμήθηκα! Θα πέρασες καλά, υποθέτω...
     - Ναι, αν εξαιρέσεις τον πονοκέφαλο με τον οποίο ξύπνησα σήμερα...
     - Πολύ αλκοόλ;
     - Κάθε άλλο!
     - Γιατί; Δεν είχαν ποτά; 
     - Και που είχαν...
     - Τι εννοείς;
     - Μα, σε ριγιούνιον της Ένωσης Επιφανών Βέλγων και να μην έχουν καθόλου μπύρα, είναι ποτέ δυνατόν; Η δική μου κάβα είναι πάντα γεμάτη!
     - Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Χέιστινγκς, καθώς κοιτούσε εντυπωσιασμένος την ποικιλία από μπύρες που στέκονταν περήφανα στο μικρό μπαράκι, η μία δίπλα στην άλλη.
     - Πρέπει, βέβαια, να ομολογήσω ότι το χαβιάρι ήταν εξαιρετικής ποιότητας και το τίμησα δεόντως, συνέχισε ο Πουαρό.
     - Δεν είχαν μύδια φέτος; ρώτησε ο Χέιστινγκς.
     - Αστειεύεσαι; Ύστερα από το περσινό φιάσκο;
     - Τι εννοείς;
     - Δε θυμάσαι που σου είχα πει ότι τα μύδια ήταν ισπανικά;
     - Α, ναι...
     - Αν υπάρχουν πέντε φημισμένα βελγικό προϊόντα, ένα από αυτά είναι τα μύδια! Και αν υπάρχει ένας ουρανίσκος που τα αναγνωρίζει, αυτός είναι ο δικός μου. Ύστερα από τα περσινά, λοιπόν, δε θα τολμούσαν, παρουσία μου, να ξαναπαρουσιάσουν μύδια υποδεέστερα των βελγικών. Προτίμησαν το ρωσικό χαβιάρι και τον νορβηγικό σολομό. Τουλάχιστον, επρόκειτο για γνήσια προϊόντα.
     Ο Πουαρό εμφανίστηκε στην πόρτα. Φορούσε παντελόνι με τσάκιση και άψογα σιδερωμένο λευκό πουκάμισο. Το μουστάκι του είχε αποκτήσει την γνωστή, τσιγκελωτή του γεωμετρία.
     - Καλύτερα έτσι, νε'σ'πα; είπε. Είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να πιείς κάτι;
     - Ήπια ήδη ένα ουίσκι καθώς ερχόμουν, δικαιολογήθηκε ο Χέιστινγκς.
     - Ουίσκι! έκανε ο Πουαρό με αποστροφή. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το πίνεις!
     - Κι όμως, στην Σκωτία λένε ότι όποιος δεν πίνει ουίσκι δεν είναι άντρας.
     - Τότε ίσως δεν είναι άντρας κι όποιος δε φοράει φούστα.
     - Κιλτ το λένε.
     - Ξέρω πολύ καλά πώς το λένε, όπως ξέρω και ότι το ουίσκι δεν πίνεται. Αλλά δε θα τσακωθούμε γι'αυτό. Έτσι κι αλλιώς, καθείς με τα γούστα του και την ανατροφή του.
     Του Χέιστινγκς δεν του άρεσε καθόλου το σχόλιο του Πουαρό αλλά δεν είπε τίποτα.
     - Αν ήταν εδώ η Ντολόρες, κάτι θα μου έφτιαχνε για τον πονοκέφαλο, είπε ο Πουαρό. Τώρα θα πρέπει να πορευτώ μόνος μου.
     - Γιατί έφυγε;
     - Για να παντρευτεί, λέει... Βρήκε τον άντρα της ζωής της και τον ακολούθησε στο Παρίσι.
     - Στο Παρίσι;
     - Ναι.
     - Η Ντολόρες;
     - Ακριβώς, μον αμί. Ο άντρας της ζωής της είναι Γάλλος και ονομάζεται Φρανσουά Τιρμπουσόν, ή κάπως έτσι.
     - Ποτέ δε φανταζόμουν ότι η Ντολόρες θα παντρευόταν Γάλλο. Πάντα πίστευα ότι θα επέλεγε κάποιον Ισπανό.
     - Λόγω ονόματος;
     - Ίσως.
     - Μα, η Ντολόρες δεν είναι Ισπανίδα, μον αμί!
     - Και τι είναι;
     - Κολομβιανή! Αλλά και Ισπανίδα να ήταν, σε αυτήν εδώ την πόλη βρίσκεις γαμπρό από οποιαδήποτε χώρα, γιατί να περιοριστεί σε κάποιον Χοσέ, Χουάν ή Κάρλος;
     - Σωστά. Εξάλλου, είναι και το Παρίσι στη μέση...
     - Σιγά την πόλη! Εντάξει, μεταξύ μας, είναι καλύτερο από το Λονδίνο, αλλά σαν τις Βρυξέλλες δεν είναι. Να μου το θυμηθείς πως οι Βρυξέλλες θα γίνουν το κέντρο της Ευρώπης, μια μέρα...
     Ο Χέιστινγκς προτίμησε να επαναφέρει το θέμα στην Ντολόρες.
     - Και τώρα τι θα κάνεις χωρίς την Ντολόρες;
     - Τι ερώτηση! Μία είναι η λύση, φυσικά, θα προσλάβω άλλη οικιακή βοηθό! Αλλά αυτή τη φορά θα προτιμήσω Βελγίδα, ίσως κάποια κοπέλα από την επαρχία, αλλά τουλάχιστον θα τρώω σωστό φαγητό. Η Ντολόρες ποτέ δεν κατάφερε να μου μαγειρέψει ένα φαγητό της προκοπής, και με την ευαισθησία που έχω στο στομάχι, κάθε τρεις και λίγο είχα δυσπεψία. Και να πει κανείς ότι δεν προσπάθησα να την εκπαιδεύσω... Τρεις από τους καλύτερους βελγικούς οδηγούς μαγειρικής της έφερα!
     - Ίσως να φταίει το ότι δεν γνώριζε γαλλικά, για να τους διαβάσει.
     - Στα φλαμανδικά ήταν, αλλά και πάλι, αφού της μετέφραζα εγώ! Τίποτα, τίποτα, αν η γυναίκα δεν έχει εκπαιδευτεί σωστά από τα μικράτα της, δεν υπάρχει ελπίδα αργότερα.
     - Τέλος πάντων, και πώς σκοπεύεις να την βρεις την Βελγίδα επαρχιώτισσα, θα βγεις στο δρόμο και θα ψάχνεις;
     - Εννοείται πως όχι, θα βάλω αγγελία στις εφημερίδες!
     - Α...
     - Ναι. Θα μπορούσες κιόλας να με βοηθήσεις με τη σύνταξη της αγγελίας, αν θέλεις.
     - Πολύ ευχαρίστως.
     Ο Πουαρό άνοιξε ένα συρταράκι του σεκρετέρ που βρισκόταν σε μια γωνία, έβγαλε από μέσα χαρτί και στυλό και τα έδωσε στον Χέιστινγκς.
     - Καλύτερα να την γράψεις εσύ, ενόσω εγώ θα υπαγορεύω, είπε. Σκέφτομαι καλύτερα όταν υπαγορεύω, παρά όταν γράφω.
     Ο Χέιστινγκς δεν είπε τίποτα.
     - Λοιπόν, άρχισε ο Πουαρό, ας αρχίσουμε. Επιφανής ιδιωτικός αστυνομικός ζητεί νεαρή Βελγίδα, είναι καλό το "επιφανής"; Μήπως να προτιμήσω το "διάσημος", που είναι πιο συνηθισμένο;
     - Τι να πω; Ίσως δεν είναι και η καλύτερη ιδέα να μιλάει κανείς έτσι για τον εαυτό του...
     - Α, μα τι λες, μον αμί, πώς αλλιώς θα γίνει, αφού εγώ ο ίδιος συντάσσω την αγγελία; Προτείνεις να προσλάβω άλλον για να με εκθειάζει; Εξάλλου, θα πρέπει να αναφερθεί και το πόσο καλός είμαι, για να ξέρουν οι υποψήφιες ότι πρόκειται για μια δουλειά με κύρος.
     - Η δουλειά της οικιακής βοηθού;
     - Εννοείται! Ίδια είναι η οικιακή βοηθός ενός παπά και η οικιακή βοηθός ενός επιφανούς ιδιωτικού αστυνομικού; Θα προτιμήσω το "επιφανής", τελικά. Θα λειτουργήσει και ως δοκιμασία γλωσσικού επιπέδου.
     - Τι το χρειάζεσαι το υψηλό γλωσσικό επίπεδο; Θα την χρησιμοποιείς και ως γραμματέα;
     - Όχι, αλλά σίγουρα θα χρειαστεί κάποιες φορές να μιλήσει στο τηλέφωνο. Δε θα ήθελα να κάνει άσχημη εντύπωση. Όταν καλούμε σε ένα σπίτι, το επίπεδο της οικιακής βοηθού που απαντάει στο τηλέφωνο αποτελεί ένδειξη για το επίπεδο του εργοδότη της.
     - Με την Ντολόρες δεν είχες πρόβλημα.
    - Η Ντολόρες είχε έρθει εδώ όταν ήταν τεσσάρων ετών και πρακτικά ήταν Βρετανίδα.
     - Ωραία, λοιπόν. Επιφανής ιδιωτικός αστυνομικός ζητεί νεαρή Βελγίδα...
     - ... κατά προτίμηση από την περιοχή του Σπα, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Αξιοπρεπέστατο περιβάλλον, μισθός ικανοποιητικός. Επιθυμητά προσόντα: τιμιότητα, εχεμύθεια, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα. Θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα η γνώση της παραδοσιακής βελγικής μαγειρικής. Πώς σου φαίνεται;
     - Είναι λίγο μπερδεμένο... Διαβάζοντας κάποιος τα προσόντα, θα υπέθετε ότι πρόκειται για δουλειά ιδιαιτέρας γραμματέως...
     - Θέλεις να πεις ότι δεν χρειάζεται η εχεμύθεια ή η τιμιότητα; Η προηγούμενη οικιακή βοηθός του επιθεωρητή Τζαπ τον είχε ρημάξει! Ούτε μαχαίρι για να τρώει το φαγητό του δεν του είχε αφήσει, η αθεόφοβη!
     - Δε μιλάω για την τιμιότητα και την εχεμύθεια, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα όμως...
     - Δεν έχεις δίκιο. Φαντάσου να χρειαστεί να μου σιδερώσει ένα πουκάμισο και να το αφήσει με τις μισές ζάρες! Ή να της ζητήσω να μου φέρει το μπαστούνι και το καπέλο μου για να βγω εσπευσμένα έξω και να κάνει δέκα ώρες!
     - Το αφήνω, λοιπόν... Θέλεις να προσθέσεις τίποτα άλλο;
     - Α, ναι! Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην γράψουμε "μισθός ικανοποιητικός".
     - Το σκέφτηκα και εγώ, για να είμαι ειλικρινής. Καλύτερα να γράφαμε "ικανοποιητικότατος". Ταιριάζει καλύτερα με το "αξιοπρεπέστατο περιβάλλον"...
     - Μα, τι λες; Ικανοποιητικότατος; Θέλεις όποιος διαβάσει την αγγελία να νομίζει πως είμαι Κροίσος; Έλεγα περισσότερο να αφαιρούσαμε εντελώς το επίθετο.
     - Δε θα έβγαζε νόημα, αν αφήναμε το μισθό σκέτο...
     - Δεν εννοούσα αυτό. Αλλά, αντί να αφήσουμε τις υποψήφιες να φαντάζονται - σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια η κάθε μία - έναν μισθό που κατά πάσα πιθανότητα θα αδυνατώ να τους δώσω, καλύτερα να γράψουμε το ποσό κατευθείαν. Έτσι, θα γλιτώσουμε τις συνεντεύξεις με υποψήφιες που δε θα είναι διατεθειμένες να εργαστούν με το μισθό που είμαι διατεθειμένος να δώσω. Τι λες;
     - Είναι κάτι που δε συνηθίζεται, ομολογώ... αλλά εσύ αποφασίζεις. Και τι μισθό προτίθεσαι να δίνεις;
     - Ό,τι έδινα και στην Ντολόρες.
     - Δηλαδή;
     - Οκτώ λίρες την εβδομάδα.
     - Σοβαρά; Τόσο την πλήρωνες την Ντολόρες; Εγώ στη δικιά μου της έδινα δέκα.
     - Χέιστινγκς, Χέιστινγκς, το ξέρεις, δα, πως μπορεί να είμαι επιφανής, ταυτόχρονα όμως είμαι ένας πενιχρά αμοιβόμενος εργαζόμενος.
     - Δεν είναι ακριβώς έτσι...
     - Εξάλλου, μιλάμε για μηδενικά έξοδα διαβίωσης, αφού θα τρώει και θα κοιμάται στο σπίτι μου, για να μη μιλήσουμε για το κύρος του να εργάζεται για έναν τόσο επιφανή εργοδότη...
     - Να γράψω "οκτώ λίρες την εβδομάδα", λοιπόν;
     - Γράψ'το, ναι.
     - Κάτι άλλο;
     - Α, ναι, πρόσθεσε στο τέλος "Συστατικές επιστολές απαραίτητες". Θα γλιτώσουμε, έτσι, από αυτές που δεν έχουν προϋπηρεσία, και από αυτές που ίσως θεωρήσουν το μισθό που δίνω ως ένδειξη αναξιοπρεπούς διαβίωσης.
     - Ωραία, λοιπόν, το έγραψα.
     - Τέλεια! Θα μπορούσες να το πας εσύ σε κανα-δυο εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας;
     - Πολύ ευχαρίστως!
     - Ευχαριστώ πολύ, μον αμί.
     Ο Χέιστινγκς ξερόβηξε.
     - Τι συμβαίνει, Χέιστινγκς; ρώτησε ο Πουαρό.
     - Θα χρειαστώ χρήματα για την καταχώριση.
     - Α, ναι, βέβαια... Μπορείς να πληρώσεις εσύ, και να σου τα δώσω αργότερα, αφού πάω στην Τράπεζα; Δεν έχω καθόλου μετρητά στο σπίτι, τα τελευταία τα έδωσα εχθές το βράδυ στο ταξί.
     - ΟΚ, είπε ο Χέιστινγκς. Ποιες εφημερίδες προτιμάς για την καταχώριση;
     - Κάποιες με μεγάλη κυκλοφορία... Πήγαινε στην Ντέιλι Μίρορ και στην Γκάρντιαν... Α, πήγαινε και στην Ομπζέρβερ. Μερικοί διαβάζουν εφημερίδα μόνο τις Κυριακές.
     - Εντάξει, είπε ο Χέιστινγκς, πάω να κάνω την καταχώριση και ύστερα θα περάσω από το αστυνομικό τμήμα. Αν προλάβω το μεσημέρι, στο γυρισμό, θα περάσω και από εδώ.
     - Δε θα με βρεις. Εφόσον δεν έχω οικιακή βοηθό, θα αναγκαστώ να γευματίσω έξω. Ίσως επιλέξω το Γουίλτονς. Τα στρείδια τους είναι ένα καλό υποκατάστατο των βελγικών μυδιών... Εκτός αν έχεις σκοπό να με προσκαλέσεις στο σπίτι σου, οπότε δε θα ήθελα να σε προσβάλω... Εξαρτάται, βέβαια, και από το φαγητό που έχετε, το ξέρεις ότι το στομάχι μου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο...
     - Πίτα του βοσκού έχουμε, ξέφυγε του Χέιστινγκς.
     - Α, μα τότε δεν υπάρχει πρόβλημα, η πίτα του βοσκού είναι ένα από τα αγαπημένα μου αγγλικά πιάτα, άσε που δεν με πειράζει καθόλου στο στομάχι! Αλλά, δεν ξέρω τι θα πει και η γυναίκα σου... Με συμπαθεί, βέβαια, αλλά ίσως να μην θέλει...
     - Όχι, να έρθεις, θα χαρεί να σε δει, είπε ο Χέιστινγκς για να μη φανεί ότι δεν ήταν αφεντικό στο σπίτι του, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν την κατσάδα που θα έτρωγε.
     - Εντάξει, λοιπόν, θα έρθω... Τι ώρα τρώτε; Δε θα ήθελα να σας ξεβολέψω...
     - Στις δύο.
     - Θα είμαι εκεί στις δύο ακριβώς.
     Ο Χέιστινγκς βγήκε στον δρόμο. Καλός και άγιος ο Πουαρό, αλλά ούτε Σκωτσέζος τόσα καβούρια στις τσέπες! Πού να του άρεσε και το ουίσκι, δηλαδή... 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Η φυλακισμένη Ηλιαχτίδα

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Σοφούλα. Η Σοφούλα είχε χάσει και τους δύο της γονείς και ζούσε με μια θεία της και την οικογένειά της. Η οικογένεια της θείας δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη, και οι γκρίνιες ήταν καθημερινό φαινόμενο, κυρίως επειδή ο θείος αγαπούσε το κρασί περισσότερο από την οικογένειά του. 
     Η θεία προσπαθούσε να βοηθήσει όπως μπορούσε την οικογένειά της, αλλά τα παιδιά ήταν πολλά και το φαγητό δεν έφτανε. Αρκετές φορές, η Σοφούλα ένιωθε πως δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτη, αλλά δεν είχε πού αλλού να πάει. Βοηθούσε τη θεία της με τις δουλειές, και πολλές φορές πήγαινε εκείνη να μαζέψει το θείο από την ταβέρνα, κινδυνεύοντας να φάει και καμιά σφαλιάρα μέχρι να τον πείσει να έρθει στο σπίτι. Μια μέρα, εκεί που πήγαινε για πολλοστή φορά στην ταβέρνα, είδε στο δρόμο μια άγνωστη γριούλα. Η γριούλα στηριζόταν σε ένα μπαστούνι και κρατούσε ένα αρκετά μεγάλο καλάθι, σκεπασμένο με μια πετσέτα.
     - Ε, κοριτσάκι, της φώναξε, μπορείς να με βοηθήσεις λίγο με το καλάθι μου; Είναι βαρύ και κουράστηκα να το κουβαλάω.
     Η Σοφούλα πήρε το καλάθι από τα χέρια της γριούλας. Το καλάθι ήταν πράγματι πολύ βαρύ.
     - Θα με βοηθήσεις να το μεταφέρω στο σπίτι μου; είπε η γριούλα. Δεν είναι πολύ μακριά.
     Η Σοφούλα δίσταζε. Και η μαμά της - όσο ζούσε -, αλλά και η θεία της, της είχαν πει να μη μιλάει σε αγνώστους.
     - Θα σου δώσω και κάτι για τον κόπο σου, είπε η γριούλα και έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα από ένα σακουλάκι που κρεμόταν στο λαιμό της.
     Το χρυσό νόμισμα έλαμπε πολύ και η γριούλα φαινόταν πολύ συμπαθητική. Η Σοφούλα σκέφτηκε ότι με εκείνο το χρυσό νόμισμα, η θεία θα μπορούσε να αγοράσει πολλά πράγματα. 
     - Εντάξει, είπε στην γριούλα, αλλά να κάνουμε γρήγορα. Πρέπει να γυρίσω και να πάω να βρω το θείο μου.
     Οι δυο τους ξεκίνησαν να περπατούν, όσο γρήγορα τους επέτρεπε το βάδισμα της γριούλας, και ύστερα από λίγο βρέθηκαν στο δάσος. Το δάσος ήταν πυκνό και η Σοφούλα αναρωτιόταν φοβισμένη πώς θα έβρισκε τον δρόμο της στη συνέχεια. Δεν υπήρχαν σημάδια που θα μπορούσε να βάλει, ούτε διακρινόταν κάποιο μονοπάτι, περπατούσαν ανάμεσα στα αγριόχορτα, που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο, ευωδιαστό χαλί.
     Ύστερα από λίγη ώρα, έφτασαν σε ένα ξέφωτο. όπου βρισκόταν ένα μικρό, ταλαιπωρημένο σπιτάκι.
     - Φτάσαμε, είπε η γριούλα και άνοιξε την πόρτα. Έλα μέσα.
     Η Σοφούλα μπήκε μέσα στο σπιτάκι. Ήταν πολύ σκοτεινό. Η γριούλα σήκωσε το μπαστούνι της  στον αέρα και κάτι μουρμούρισε. Μεμιάς, το σπιτάκι φωτίστηκε. Η γριούλα στράφηκε προς τη Σοφούλα. Τώρα δεν έμοιαζε καθόλου γριούλα.
     - Ευχαριστώ, είπε. Τώρα μπορείς να αφήσεις κάτω το καλάθι.
     Η Σοφούλα είχε σαστίσει.
     - Ορίστε και το χρυσό νόμισμα που σου υποσχέθηκα, είπε η γριούλα που δεν ήταν πλέον γριούλα. Μα, τι με κοιτάς έτσι; Δεν έχεις ξαναδεί μάγισσα;
     Η Σοφούλα δεν μπορούσε να μιλήσει και ένευσε αρνητικά.
     - Έλα, μην τρομάζεις, δε θα σε φάω, είπε η μάγισσα. Πάρε το νόμισμα που σου υποσχέθηκα.
     Η Σοφούλα πήρε στα χέρια της το νόμισμα.
     - Αν θέλεις, μπορείς να κερδίσεις πολλά νομίσματα σαν κι αυτό, είπε η μάγισσα. Θα σου δείξω τα σημάδια για να βρίσκεις το σπιτάκι μου και θα έρχεσαι να με βοηθάς. Θα σκουπίζεις, θα ξεσκονίζεις και θα καθαρίζεις και το καζάνι μου. Και εγώ θα σου δίνω κάθε φορά ένα χρυσό νόμισμα, τι λες;
     - Εντάξει, απάντησε η Σοφούλα, που σκέφτηκε πως αν μπορούσε να πηγαίνει στη θεία της χρυσά νομίσματα, όλοι τους θα ζούσαν καλύτερα.
     Από εκείνη τη μέρα, στο σπίτι της θείας είχαν πλέον πάντα αναμμένη φωτιά στο τζάκι και γεμάτη με φαγητό κατσαρόλα. Η Σοφούλα πήγαινε κάθε μέρα στο σπιτάκι της μάγισσας και κάθε μέρα έφευγε από εκεί με ένα χρυσό νόμισμα στο χέρι. Βέβαια, το συγύρισμα του σπιτιού της μάγισσας δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Κι αυτό επειδή ήταν γεμάτο ράφια με βιβλία και ράφια με μικρά μπουκαλάκια, που έπρεπε να ξεσκονίζονται πολύ προσεκτικά, για να μην πούμε για το καζάνι της μάγισσας που ήθελε καθάρισμα κάθε μέρα. Ποιος ξέρει τι βρωμερά πράγματα μαγείρευε εκεί μέσα, που μετά χρειαζόταν πάνω από μια ώρα τρίψιμο για να καθαρίσει!
     Μια μέρα, που ήταν μόνη της στο σπίτι και ξεσκόνιζε τα βιβλία της μάγισσας, η Σοφούλα άκουσε μια φωνούλα. Θυμήθηκε που η μάγισσα της είχε πει να μην ψαχουλεύει τα πράγματά της και να κοιτάει μόνο τη δουλειά της, αλλά η περιέργειά της ήταν μεγαλύτερη από το φόβο μιας τιμωρίας. Ψάχνοντας να βρει από πού ερχόταν η φωνή, έφτασε σε μία μικρή πορτούλα, που πάντα έμενε κλειστή. Ακούμπησε το αυτί της επάνω στην πόρτα και περίμενε. Σε λίγο η φωνή ξανακούστηκε. 
     - Βοήθεια! είπε η φωνή.
     - Είναι κανείς εκεί; ρώτησε η Σοφούλα.
     - Εγώ, απάντησε η φωνή, βοήθεια!
     Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Πού να ήταν, άραγε, το κλειδί; Έσκυψε και κοίταξε μέσα από την κλειδαρότρυπα. Ένα μικρό φως τρεμόσβηνε.  Τι υπήρχε εκεί μέσα;
     - Άκουσέ με, είπε η Σοφούλα, όποιος κι αν είσαι, η πόρτα είναι κλειδωμένη και δεν μπορώ να την ανοίξω. Κάνε υπομονή, όμως, και θα προσπαθήσω να βρω τρόπο να σε ελευθερώσω.
      Από τότε, η Σοφούλα άρχισε να ψάχνει με τρόπο για να βρει το κλειδί της πορτούλας, χωρίς αποτέλεσμα. Ούτε στα ντουλάπια ήταν, ούτε στα συρτάρια, ούτε ανάμεσα στα βιβλία... Ίσως, τελικά, η μάγισσα να το κουβαλούσε συνέχεια μαζί της. Σε αυτήν την περίπτωση, δε θα κατάφερνε ποτέ να σώσει το φυλακισμένο πλάσμα με την ψιλή φωνούλα.
     Μια μέρα, εκεί που τακτοποιούσε τα μπουκαλάκια στα ράφια τους, ένα μπουκαλάκι έπεσε από τα χέρια της και έσπασε. Η μπλε σκόνη που ήταν μέσα στο μπουκαλάκι σκορπίστηκε στο πάτωμα. Η Σοφούλα τρομοκρατήθηκε. Τι θα έκανε η μάγισσα, αν το μάθαινε; Δεν ήθελε να ξέρει. Αποφάσισε να μαζέψει τα θρύψαλα και να τα πετάξει στο ξεροπήγαδο που υπήρχε στον κήπο. Έφερε την σκούπα και άρχισε να σκουπίζει, αλλά τότε, έγινε κάτι απίστευτο: η σκούπα άρχισε να εξαφανίζεται! Για να είμαστε ακριβείς, μόνο το κάτω μέρος, η υπόλοιπη σκούπα φαινόταν πεντακάθαρα.
     Η Σοφούλα, που ήταν πολύ έξυπνη, κατάλαβε αμέσως, ότι αυτό οφειλόταν στην μπλε σκόνη. Προφανώς, ήταν μαγική και εξαφάνιζε τα πράγματα. Της ήρθε μια ιδέα. Ίσως η σκόνη να έκανε αόρατους και τους ανθρώπους. Αν εκείνη μπορούσε να γίνει αόρατη, θα μπορούσε να παρακολουθήσει τη μάγισσα για να δει πού έκρυβε το κλειδί.
     Για καλή της τύχη, στην τσέπη της ποδιάς της είχε ένα κομμάτι χαρτί, όπου έγραφε τις παραγγελίες της θείας της για τον μπακάλη. Έφτιαξε ένα χωνάκι με το χαρτί και προσεκτικά έβαλε μέσα όση περισσότερη μαγική σκόνη μπόρεσε να μαζέψει, χωρίς να την ακουμπήσει με τα χέρια της. Ύστερα, μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά και την υπόλοιπη σκόνη και τα πέταξε στο ξεροπήγαδο, όπως είχε σκεφτεί από την αρχή. Και για να μη δει η μάγισσα και την μισοαόρατη σκούπα, την πέταξε κι αυτήν στο ξεροπήγαδο.
     Την επόμενη μέρα, η Σοφούλα έφυγε από το σπίτι της πιο νωρίς από ό,τι συνήθως. Λίγο πριν φτάσει στο σπιτάκι της μάγισσας, έβγαλε από την τσέπη της τη μαγική σκόνη και τρίφτηκε με αυτήν καλά-καλά. Αν είχε μαντέψει σωστά την χρήση της, θα έπρεπε να έχει γίνει αόρατη. Μία ματιά στο τζάμι ενός από τα παράθυρα του σπιτιού της μάγισσας της επιβεβαίωσε ότι η ιδέα της ήταν σωστή. Τώρα έμενε να μπει στο σπιτάκι χωρίς να την πάρει είδηση η μάγισσα.
     Ευτυχώς, ύστερα από λίγο η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η μάγισσα βγήκε έξω φουριόζα, κρατώντας ένα μικρό κλαδευτήρι. Πήγε στον κήπο της και άρχισε να κόβει κάτι περίεργα χορταράκια που έμοιαζαν με μακριά, σγουρά μαλλιά, ενώ η Σοφούλα βρήκε την ευκαιρία να μπει στο σπιτάκι από την ανοιχτή πόρτα, προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς την κλειστή πορτούλα. Κάθησε εκεί και περίμενε.
     Ύστερα από λίγο μπήκε στο σπίτι και η μάγισσα.
     - Πρέπει να βιαστώ, όπου να'ναι θα'ρθει η Σοφούλα, είπε η μάγισσα.
     Έριξε τα χορταράκια που είχε μαζέψει στο καζάνι, που ήδη έβγαζε ατμούς, και ανακάτεψε γρήγορα.
     - Σχεδόν έτοιμο, είπε. Μένει η τελευταία λεπτομέρεια.
     Πήγε στην κλειστή πορτούλα, έπιασε το πόμολο και είπε δυνατά κλικ-κλακ τρεις φορές. Ύστερα έκανε τρεις δεξιόστροφες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της και η πόρτα άνοιξε. Η Σοφούλα δεν μπόρεσε να δει τι υπήρχε εκεί μέσα, όμως σίγουρα υπήρχε ένα φως που τρεμόπαιζε, κάποιο κερί, ίσως. Η μάγισσα μπήκε μέσα, Ακούστηκε μια τσιριξιά και η μάγισσα ξαναεμφανίστηκε στην είσοδο του δωματίου, ενώ από το χέρι της έβγαινε μία μικροσκοπική λάμψη. Έπιασε το πόμολο, έκλεισε την πόρτα, είπε δυνατά κλακ-κλικ τρεις φορές και έκανε τρεις αριστερόστροφες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της. Ακούστηκε ένα κλικ. Προφανώς, η πόρτα ήταν και πάλι κλειδωμένη.
     Η μάγισσα πλησίασε στο καζάνι και άφησε να πέσει από το χέρι της κάτι μικροσκοπικό που λαμπύριζε. Ακούστηκε ένα πουφ! και το καζάνι άρχισε να βγάζει πολύχρωμους καπνούς. Η μάγισσα βούτηξε την κουτάλα της μέσα στο καζάνι και ανακάτεψε γρήγορα. Ύστερα, πήρε με την κουτάλα μια μικρή ποσότητα από το περιεχόμενο του καζανιού και άδειασε μία σταγόνα μέσα σε ένα ποτήρι με νερό. Αμέσως, η σταγόνα μεταμορφώθηκε σε ένα χρυσό νόμισμα, ίδιο με αυτά που έδινε στη Σοφούλα! Ώστε έτσι τα έφτιαχνε τα νομίσματα!
     Η μάγισσα κατέβασε το καζάνι από τη φωτιά και με κόπο το έσυρε έξω από το σπίτι. Ξοπίσω της, νυχοπατώντας πολύ προσεκτικά, ακολούθησε η Σοφούλα. Η μάγισσα σήκωσε το καζάνι και το άδειασε μέσα στο ξεροπήγαδο του κήπου. Γι'αυτό η Σοφούλα το καζάνι το έβρισκε πάντα άδειο!
     Η Σοφούλα εντυπωσιάστηκε πολύ από τα όσα είχε δει, αλλά δεν ξέχασε τον σκοπό της. Έτρεξε γρήγορα μέσα στο δάσος, και χρησιμοποιώντας με μαεστρία κλαδιά από φτέρες, ξεσκονίστηκε καλά-καλά, μέχρι που όλη η μπλε σκόνη είχε εξαφανιστεί από επάνω της. Ύστερα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, πήγε στο σπιτάκι της μάγισσας και χτύπησε την πόρτα.
     - Άργησες, της είπε η μάγισσα.
     - Με πήρε ο ύπνος, είπε η Σοφούλα.
     Από εκείνη τη μέρα, η Σοφούλα περίμενε πώς να μείνει μόνη της στο σπίτι, αλλά η μάγισσα, λες και το είχε καταλάβει, δεν έφευγε καθόλου. Το χρυσό νόμισμα βρισκόταν κάθε μέρα στο τραπέζι και την περίμενε και η Σοφούλα, κάθε φορά που το έπαιρνε θυμόταν την ψιλή φωνούλα που της είχε ζητήσει βοήθεια. Πότε θα κατάφερνε να ελευθερώσει το άγνωστο εκείνο πλάσμα;
     Η τύχη της χαμογέλασε μία μέρα που η μάγισσα είχε ξεμείνει από φύλλα κισσού και αναγκάστηκε να βγει στο δάσος για να μαζέψει. Η Σοφούλα περίμενε να βεβαιωθεί ότι η μάγισσα είχε απομακρυνθεί αρκετά και ύστερα έτρεξε και στάθηκε μπροστά στην πορτούλα. Έπιασε το πόμολο, είπε κλικ-κλακ και ύστερα έκανε τρεις δεξιόστροφες περιστροφές γύρω από τον εαυτό της, όπως είχε δει να κάνει η μάγισσα. Η πόρτα άνοιξε.
     Πολύ προσεκτικά, για να μην σκουντουφλήσει πουθενά, μέσα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο, άρχισε να προχωράει. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Πού βρισκόταν το άγνωστο πλάσμα; Μήπως είχε καταφέρει να το σκάσει; 
     - Είναι κανείς εδώ; είπε η Σοφούλα.
     Και τότε, ξαφνικά, το σκοτεινό δωμάτιο φωτίστηκε. Ένα μικρό κλουβί βρισκόταν στην άκρη του δωματίου και μέσα στο κλουβί βρισκόταν ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι που έβγαζε χρυσό φως.
     - Εγώ είμαι εδώ, είπε το ανθρωπάκι με την ψιλή φωνούλα του.
     Η Σοφούλα πλησίασε στο κλουβί. Το ανθρωπάκι είχε μακριές, χρυσές πλεξούδες. Πρέπει να ήταν νεράιδα.
     - Ήρθα να σε ελευθερώσω, είπε η Σοφούλα, αλλά από ό,τι βλέπω αυτό θα είναι πολύ δύσκολο. Θα πρέπει να ξεκλειδώσω το κλουβί σου, και δεν ξέρω πού βρίσκεται το κλειδί.
     - Εκεί ψηλά βρίσκεται, είπε η μικροσκοπική νεράιδα και έδειξε ένα κλειδάκι που κρεμόταν σε ένα καρφί, ψηλά, δίπλα από ένα μεγάλο ράφι με καζάνια διαφόρων μεγεθών.
     Η Σοφούλα έτρεξε, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών και έφτασε το κλειδάκι. Ύστερα, ξεκλείδωσε την πόρτα του κλουβιού και ελευθέρωσε τη νεράιδα.
     - Αχ, σε ευχαριστώ τόσο πολύ! είπε η νεράιδα. Πώς θα μπορούσα να σου το ξεπληρώσω;
     Η Σοφούλα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς η νεράιδα θα μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς το ραβδάκι της. 
     - Ξέρεις, της είπε η νεράιδα, δεν είμαι νεράιδα, είμαι ηλιαχτίδα.
     Η Σοφούλα δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα συνομιλούσε με μία ηλιαχτίδα. 
     - Η μάγισσα με έκλεψε μια μέρα από τον πατέρα μου, στήνοντάς μου μια παγίδα, και με φυλάκισε σε αυτό το κλουβί, συνέχισε η ηλιαχτίδα. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα κατάφερνα να ξαναδώ τον πατέρα μου και τις αδερφές μου, αλλά εσύ με έσωσες. Η ευγνωμοσύνη μου θα είναι αιώνια.
     Η Σοφούλα κλείδωσε το δωματιάκι όπως είχε δει να κάνει η μάγισσα, και μαζί με την ηλιαχτίδα, βγήκαν έξω από το σπιτάκι της μάγισσας. Σχεδόν αμέσως, το μέρος πλημμύρισε από φως. Πολλές ψιλές φωνούλες άρχισαν να ακούγονται. Ήταν οι αδερφές της ηλιαχτίδας, που έκαναν μεγάλη χαρά που την ξαναβρήκαν και έστησαν χορό τριγύρω της. Η ηλιαχτίδα είπε στις αδερφές της τι είχε κάνει η Σοφούλα για εκείνη. Όλες συμφώνησαν ότι της άξιζε το καλύτερο δώρο.
     - Βρήκα τι θα κάνω για σένα, είπε ύστερα από λίγο η ηλιαχτίδα. Ξέρω ότι εσείς οι άνθρωποι εκτιμάτε πολύ τα χρήματα. Εγώ δεν έχω χρήματα, αλλά έχω κάτι καλύτερο να σου δώσω.
     Και με τα λόγια αυτά, έβγαλε μία από τις χρυσές τρίχες των μαλλιών της και την έδωσε στη Σοφούλα. Η Σοφούλα κοίταξε την χρυσή τρίχα με απορία.
     - Ξέρεις να ράβεις; ρώτησε η ηλιαχτίδα.
     Η Σοφούλα ήξερε.
     - Με αυτήν την κλωστή, λοιπόν, είπε η ηλιαχτίδα, θα ράβεις τα καλύτερα ρούχα. Είναι γερή και δεν σπάει. Όλος ο κόσμος θα μάθει για εσένα και θα έρχονται από παντού για να τους φτιάξεις τα ρούχα τους. Έτσι θα κερδίζεις πολλά χρήματα, για να μπορείς να ζεις άνετα, και δε θα ξαναχρειαστεί να δουλέψεις για τη μάγισσα.
     Η Σοφούλα ήθελε πολύ να σταματήσει να δουλεύει για τη μάγισσα, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα έφτανε μία τόση δα τριχούλα για να μπορεί να ράβει τόσα ρούχα.
     - Α, είναι πολύ ελαστική, είπε η ηλιαχτίδα, θα δεις. Εξάλλου, όταν σου τελειώνει, θα στέλνει ο πατέρας μου μία από εμάς, για να σε προμηθεύει με νέα χρυσή κλωστή. Έτσι δεν θα ξεμείνεις ποτέ.
     Η Σοφούλα ευχαρίστησε την ηλιαχτίδα για το δώρο της και όλες οι ηλιαχτίδες σκορπίστηκαν στο δάσος. Ύστερα, η Σοφούλα έκρυψε την χρυσή τρίχα της ηλιαχτίδας κάτω από μία πέτρα λίγο πιο πέρα από το σπιτάκι της μάγισσας, και γύρισε στη δουλειά της, για να μην καταλάβει τίποτα η μάγισσα. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά και όταν γύρισε στο σπίτι της αργότερα, είχε στα χέρια της και το χρυσό νόμισμα, και την χρυσή τρίχα. Δεν θα ξαναπήγαινε να δουλέψει για τη μάγισσα, το είχε αποφασίσει.
     Η θεία της είχε συνηθίσει πλέον να έχει φαγητό και αναμμένο τζάκι κάθε μέρα, και όταν άκουσε ότι αυτό ήταν το τελευταίο χρυσό νόμισμα που της έφερνε η Σοφούλα, πολύ της κακοφάνηκε. Της ζήτησε να μην σταματήσει τη δουλειά της, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη. Τότε η θεία, χωρίς να το πολυσκεφτεί, είπε στη Σοφούλα ότι δεν θα μπορούσε να μένει άλλο εκεί.
     Και ενώ η Σοφούλα ήταν έτοιμη να πει στη θεία της για την ηλιαχτίδα και την χρυσή τρίχα, μια που η θεία ήταν μοδίστρα και πολύ θα τη βοηθούσε η χρυσή τρίχα στη δουλειά της, ύστερα από τη συμπεριφορά της, αποφάσισε να κρατήσει το μυστικό για τον εαυτό της. Μάζεψε, λοιπόν, τα λιγοστά υπάρχοντά της, πήρε και το τελευταίο χρυσό νόμισμα που είχε κερδίσει, και έφυγε. 
     Αποφάσισε να πάει στην πόλη, όπου θα ήταν δύσκολο για τη μάγισσα να την βρει, αν ανακάλυπτε τι είχε κάνει. Όμως η ζωή στην πόλη ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά για ένα φτωχό κοριτσάκι που δεν είχε ούτε σπίτι για να μείνει. Το μοναδικό της χρυσό νόμισμα ξοδεύτηκε και η Σοφούλα άρχισε να απελπίζεται. Το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν πλέον η χρυσή τρίχα της ηλιαχτίδας.
     Μια μέρα, εκεί που γύριζε στους δρόμους ψάχνοντας για δουλειά και σπίτι, μία χρυσοστολισμένη άμαξα πέρασε από δίπλα της με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Τα άλογα που την έσερναν είχαν αφηνιάσει και ο αμαξάς δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. Η μία ρόδα της άμαξας έσπασε, η πόρτα άνοιξε και από μέσα πετάχτηκε μία πολύ όμορφη και καλοντυμένη πριγκήπισσα. Ήταν η μελλοντική αρραβωνιαστικιά του πρίγκηπα, που πήγαινε πρώτη φορά να τον συναντήσει στο παλάτι.
     Ο κόσμος έτρεξε να βοηθήσει. Η άμαξα είχε σπάσει. Η πριγκήπισσα δεν είχε χτυπήσει, αλλά το όμορφο φόρεμά της είχε σκιστεί σε διάφορα μέρη.
     - Καταστράφηκα! είπε η πριγκήπισσα. Πώς θα εμφανιστώ στον πρίγκηπα έτσι;
     Η πριγκήπισσα ήταν από καλή γενιά και είχε όλες τις χάρες, μόνο που είχε και ένα ελάττωμα: ήταν πολύ αδέξια και κάθε τρεις και λίγο είτε έκανε κάποια ζημιά, είτε έσκιζε το φόρεμά της κατά λάθος. Αυτό, βέβαια, η οικογένειά της είχε καταφέρει να το κρύψει αρκετά καλά και σχεδόν κανείς δεν το ήξερε, τώρα, όμως, το μεγάλο ελάττωμά της θα αποκαλυπτόταν και ο πρίγκηπας σίγουρα θα την απέρριπτε. Πώς θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του στον θρόνο, έτσι αδέξια που ήταν;
     - Πάει το φόρεμά μου! συνέχισε η πριγκήπισσα. Τι θα κάνω; Ο πρίγκηπας θα με περιμένει, δεν μπορώ να τον στήσω!
     Η Σοφούλα προσφέρθηκε να βοηθήσει. Χρειαζόταν μόνο μία βελόνα, είπε. Και μόλις βρέθηκε η βελόνα, έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της την χρυσή τρίχα και άρχισε να ράβει. Και τόσο θαυματουργή ήταν η χρυσή τρίχα, που έφτασε για να μανταριστεί όλο το φόρεμα. Και μόλις η Σοφούλα τελείωσε το ράψιμο, το φόρεμα ήταν ακόμα πιο όμορφο από πριν!
     Όλοι ενθουσιάστηκαν, μα περισσότερο απ'όλους η πριγκήπισσα.
     - Ευχαριστώ πολύ, είπε στη Σοφούλα. Πού έμαθες να ράβεις έτσι;
     Μια καταπληκτική ιδέα είχε γεννηθεί στο μυαλό της. Και πρότεινε στη Σοφούλα να γίνει η προσωπική της μοδίστρα. Θα είχε ένα όμορφο δωμάτιο δίπλα ακριβώς στο δωμάτιο της πριγκήπισσας και νόστιμο φαγητό κάθε μέρα. Η μόνη της ασχολία θα ήταν να ράβει τα φορέματα της πριγκήπισσας, όταν σκίζονταν. Η Σοφούλα δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Και η ζωή, ύστερα από τόσο καιρό, της χαμογέλασε πλατιά. 
     Και η πριγκήπισσα επισκέφτηκε τελικά τον πρίγκηπα στο παλάτι, και εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που αποφάσισε να γίνουν οι γάμοι τους χωρίς καθυστέρηση.  Οι γάμοι κράτησαν μια ολόκληρη βδομάδα και η πριγκήπισσα φορούσε το πιο καταπληκτικό νυφικό που είχε φτιαχτεί ποτέ. Ήταν έργο της Σοφούλας, που στο γάμο στεκόταν λίγο πιο πέρα από τη νύφη, με τη βελόνα στο χέρι, έτοιμη να επέμβει, αν χρειαζόταν. Αλλά όλα πήγαν καλά και δεν υπήρξαν απρόοπτα.
     Και όταν η πριγκήπισσα έγινε βασίλισσα και μετακόμισε στο παλάτι, μαζί της μετακόμισε και η Σοφούλα. Είχε ένα όμορφο δωμάτιο με ένα ζεστό, μαλακό κρεβάτι, δίπλα στο βασιλικό μπουντουάρ, και νόστιμο φαγητό από τα χέρια του ίδιου του αρχιμάγειρα του παλατιού. Περνούσε τη μέρα της ράβοντας τα φορέματα της βασίλισσας, αλλά και τα ρούχα του βασιλιά, που ευτυχώς δεν ήταν τόσο ατζαμής. Και όταν της τελείωνε η κλωστή, όλο και κάποια ηλιαχτίδα θα βρισκόταν εκεί κοντά για να την προμηθεύσει με νέα χρυσή κλωστή και να την ευχαριστήσει με αυτόν τον τρόπο για την απελευθέρωση της αδερφής της.