Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Εργασιακό στρες

     Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι εντελώς αναπάντεχα. Και εκεί που δεν το περιμένεις, κάτι συμβαίνει που σε κάνει να κοντοσταθείς και μείνεις με το βλέμμα απλανές, προσπαθώντας να καταλάβεις τα ακατανόητα.
     Έτσι συνέβη και στην Πίπη, που μια μέρα, εκεί που περπατούσε, είδε μια περίεργη φιγούρα. Και αν δεν ήταν ένας οξύς πόνος στο μικρό δάχτυλο του ενός της ποδιού, αποτέλεσμα της εντελώς αψυχολόγητης απόφασης του δαχτύλου να τρακάρει πλαγιομετωπικά με μία πέτρα, μπορεί η Πίπη να νόμιζε ότι ονειρευόταν.
     Κι αφού η Πίπη βεβαιώθηκε ότι δεν ονειρευόταν, κοίταξε πιο προσεκτικά την περίεργη εκείνη φιγούρα. Ήταν ένας νάνος, αλλά όχι όπως αυτούς της Χιονάτης. Αυτός δε φορούσε σκουφί και οι πατούσες του ήταν δυσανάλογα μεγάλες για το σώμα του. Φορούσε μια φόρμα εργασίας και έσερνε με κόπο ένα μεγάλο σακί, ενώ από την πίσω τσέπη του παντελονιού του προεξείχε ένα μεγάλο ψαλίδι. Αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
     Ο νάνος περπατούσε πολύ βιαστικά, και αν δεν τον εμπόδιζε το σακί που κουβαλούσε, θα έτρεχε.
     - Δεν θα προλάβω, έλεγε καθώς περπατούσε.
     - Πού να πηγαίνει, άραγε; σκέφτηκε η Πίπη.
     Μια μεγάλη ομάδα από χελιδόνια πέταξε τιτιβίζοντας πάνω από το κεφάλι της Πίπης, αλλά η Πίπη ούτε που στάθηκε να τα δει. Ο νάνος, παρ'όλα τα κοντά του πόδια, έτρεχε πολύ γρήγορα.
     Ξάφνου, και εκεί που ο νάνος κόντευε να εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο της Πίπης, αφού είχε αποφασίσει να στρίψει στην επόμενη γωνία, πάτησε κάτι γλιστερό και προτού προλάβει να αντιδράσει, είχε κιόλας βρεθεί πεσμένος ανάσκελα!
     Η Πίπη έτρεξε να τον βοηθήσει. Από το σακί που κουβαλούσε ο νάνος είχαν ξεχυθεί κομμάτια διαφόρων μεγεθών από ένα λεπτό, αραχνοΰφαντο ύφασμα, που όμως φαινόταν πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο, αδιαφανές. Επάνω του, υπήρχαν διάσπαρτα αστεράκια. Ο νάνος σηκώθηκε βιαστικά και η Πίπη πλησίασε στο σακί και άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το ύφασμα.
     - Μηηηηηη!!! φώναξε ο νάνος και η Πίπη ταξίδεψε στιγμιαία στην πρώιμη παιδική της ηλικία. Θα το καταστρέψεις!
     Το χέρι της Πίπης έμεινε μετέωρο επάνω από το ύφασμα.
     - Να βοηθήσω ήθελα, είπε.
     - Ακόμα κι έτσι, είπε ο νάνος, κανείς δεν ακουμπάει το ύφασμα της Νύχτας!
     - Της ποιας;
     - Της Νύχτας, είπε ο νάνος, δεν βλέπεις τα αστέρια;
     - Και τι το θέλει τόσο ύφασμα η Νύχτα; ρώτησε η Πίπη. Εδώ υπάρχει τουλάχιστον ένα τόπι ύφασμα!
     - Καλά, είπε θυμωμένα ο νάνος, καθώς μάζευε βιαστικά τα τελευταία κομμάτια υφάσματος που είχαν "δραπετεύσει" από το σακί, δεν έχεις κοιτάξει ποτέ σου τον ουρανό, να δεις πόσο μεγάλος είναι; Πώς θα καλυφθεί όλος αυτός ο ουρανός, αν το ύφασμα δεν είναι αρκετό;
     Η Πίπη δεν απάντησε, καθώς κοιτούσε τον ουρανό προσπαθώντας να βρει πόσο ύφασμα χρειαζόταν για να τον καλύψει.
     - Πω, πω, έκανε ξαφνικά ο νάνος, με την κουβέντα ξεχάστηκα!
     - Πού πας; τον ρώτησε η Πίπη.
     - Έχω αργήσει, είπε εκείνος.
     - Μα, στάσου! φώναξε η Πίπη και άρχισε και πάλι να τον ακολουθεί.
     -Δεν προλαβαίνω, είπε ο νάνος, αλλά προτού ολοκληρώσει την κουβέντα του, παρ'τον κάτω πάλι!
     - Έχεις πολύ μεγάλες πατούσες, σχολίασε η Πίπη, γι'αυτό πέφτεις συνέχεια.
     - Αχ, είπε ο νάνος, τώρα είναι που δεν προλαβαίνω!
     - Τι προσπαθείς να κάνεις; ρώτησε η Πίπη, αλλά ο νάνος ήταν σαν να μην την είχε ακούσει.
     - Αλλά, τι φταίω κι εγώ; Τέτοια επιδημία είχε να πέσει χρόνια. Πρώτη φορά που μένουμε τόσο λίγοι νυχτοκόπτες σε κάθε βάρδια.
     Η Πίπη δεν είχε ακούσει ποτέ της για νυχτοκόπτες.
     - Τι είναι οι νυχτοκόπτες; ρώτησε το νάνο.
     - Δεν ξέρεις τι είναι οι νυχτοκόπτες; είπε εκείνος, έκπληκτος, και φαίνεται ότι η έκπληξή του ήταν τόσο μεγάλη, που κοντοστάθηκε. Αν είναι δυνατόν! Μωρέ, καλά μου το έλεγαν, όταν ξεκινούσα την καριέρα μου, ότι ο νυχτοκόπτης είναι το πιο παραγνωρισμένο επάγγελμα...
     - Και, δηλαδή, τι είδους επάγγελμα είναι ο νυχτοκόπτης;
     - Ίσως το σημαντικότερο που υπάρχει. Εμείς είμαστε που ρυθμίζουμε τη διάρκεια της νύχτας.
     - Και πώς γίνεται αυτό;
     - Με αυτό, είπε ο νάνος και της έδειξε το ψαλίδι που προεξείχε από την τσέπη του.
     Η Πίπη κοιτούσε απορημένη.
     - Τι κόβετε, δηλαδή, με αυτό το ψαλίδι; ρώτησε.
     - Το φόρεμα της Νύχτας, μα τόσο χαζή είσαι πια;
     Η Πίπη μπορεί να μην ήταν χαζή, όμως είχε χαζέψει.
     - Το φόρεμα της Νύχτας μεγαλώνει συνέχεια και πρέπει να το ψαλιδίζουμε διαρκώς, αν δε θέλουμε να κυριαρχήσει το σκοτάδι. Αλλά πάντα τέτοια εποχή πολλοί νυχτοκόπτες αρρωσταίνουν και απουσιάζουν, οπότε οι υπόλοιποι αναγκάζονται να δουλεύουν διπλοβάρδιες.
     Η Πίπη δε μιλούσε.
     - Φέτος αρρώστησαν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνέχισε ο νάνος. Τρέχουμε και δεν φτάνουμε.
     - Εσύ δεν αρρωσταίνεις ποτέ; ρώτησε η Πίπη.
     - Εγώ έχω δυνατό οργανισμό, είπε ο νάνος και κορδώθηκε.
     Η Πίπη δεν είπε τίποτα, αλλά σκέφτηκε ότι ο οργανισμός του νάνου την ήθελε την ταλαιπωρία του...
     - Δεν το φανταζόμουν ότι το φόρεμα της Νύχτας χρειαζόταν ψαλίδισμα, είπε.
     - Και ποιος το φαντάζεται; Κανείς δε φαντάζεται ότι ακόμα και για τα φαινομενικά πιο απλά πράγματα, υπάρχει από πίσω κάποιος αφανής ήρωας...
     Η Πίπη σκέφτηκε πως ο νάνος είχε δίκιο.
     - Α, μπα, δεν την αντέχω τόση πίεση, κάθε χρόνο... Άντε να βγω στη σύνταξη, να ησυχάσω! είπε ο νάνος.
     Η Πίπη τον λυπήθηκε, τον καημένο το νυχτοκόπτη.
     - Εύχομαι να βγεις σύντομα στη σύνταξη, είπε.
     - Ε, μόνο άλλα πεντακόσια είκοσι δύο χρόνια μου μένουν, είπε ο νάνος, πού θα πάνε, θα περάσουν!
     Η Πίπη φυσικά δεν είχε τι να απαντήσει σε αυτό, θα χρειαζόταν τουλάχιστον διακόσια είκοσι τέσσερα χρόνια για να το σκεφτεί.
     - Πω, πω, είπε ο νάνος, τώρα είναι που έχω αργήσει για τα καλά! Και δεν θα προλάβω να ψαλιδίσω όσο χρειάζεται, και θα ακούσω και κατσάδα από τον προϊστάμενο! Πάλι θα αρχίσει να μεγαλώνει το φόρεμα της Νύχτας, τι συμφορά! Και άρχισε κιόλας να βγαίνει ο ήλιος, καταστροφή!
     Και πριν σκεφτεί η Πίπη κάποιον παρηγορητικό λόγο να του πει, ο νάνος έπιασε το σακί και άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε ούτε καν να τον δει να στρίβει στη γωνία. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει κιόλας να χορεύουν στον αέρα, φωτίζοντας τις απέναντι κορυφογραμμές.
     - Δύσκολη η ζωή του νυχτοκόπτη, σκέφτηκε η Πίπη και συνέχισε τον δρόμο της.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Σε πράσινο φόντο

     Και ήρθε η ώρα του Καλοκαιριού. Το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν κομματάκι χαμηλών τόνων. Και επειδή ήταν χαμηλών τόνων, ούτε που του περνούσε από το μυαλό να κάνει μία επίσημη εμφάνιση, παρουσία δημοσιογράφων, να ποζάρει για φωτογραφίες, να δώσει μία συνέντευξη τύπου, να μοιράσει μερικά αυτόγραφα, να κάνει δυο-τρεις χειραψίες...
     Και μπορεί το Καλοκαίρι να ήταν χαμηλών τόνων και κάπως ντροπαλό, η μητέρα του όμως δεν ήταν καθόλου. Και γι'αυτό φρόντισε να του ράψει το καλύτερο κουστούμι - στα μέτρα του, φυσικά, και όχι πρετ-α-πορτέ, ζαμέ των ζαμών - από δροσερό λινό εξαιρετικής ποιότητας, τα δε παπούτσια του φτιάχτηκαν από ψάθα, λιασμένη στον ήλιο του Γαϊδουρονησίου (ή του Ελαφονησίου, κάποιου νησίου, τέλος πάντων).
     Του έγραψε και έναν λόγο για να διαβάσει, η μητέρα του - πάντα ήταν καλή στην έκθεση - και το έβαλε να τον προβάρει ξανά και ξανά... Και όλο του έλεγε πού έπρεπε να δυναμώνει τη φωνή του και πού να κουνάει τα χέρια του, για να δώσει έμφαση. Αγόρασε και ένα σολάριουμ για το σπίτι, επειδή της φάνηκε κομματάκι χλωμό, κάτι εντελώς ανεπίτρεπτο για ένα καλοκαίρι που σέβεται τον εαυτό του... Και το υποχρέωσε να περνάει μία ώρα την ημέρα στο σολάριουμ, για να αποκτήσει χρώμα.
     Το Καλοκαίρι σκέφτηκε να της πει καμιά κουβέντα, αλλά κρατήθηκε, επειδή ήταν παιδί με καλούς τρόπους και ανατροφή, και, επιπλέον, μάνα είναι μόνο μία, και ήταν και μοναχοπαίδι, και πού θα έβρισκε η μάνα του άλλη ευκαιρία να βγάλει τα απωθημένα της; Οπότε, και έκανε υπάκουα πρόβες με το ράφτη, μέχρι να αποκτήσει τέλεια εφαρμογή το κουστούμι, και ακολούθησε μία δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες, μην τυχόν και χαλούσε η εφαρμογή, και προβάρισε άπειρες φορές το λόγο του - έκανε και μαθήματα ορθοφωνίας - χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε μία φορά. Τα βράδια έπινε τσάι με μέλι και έκανες γαργάρες, για τη φωνή του, και το πρωί έτρωγε ένα ωμό αυγό. Απέφευγε τα ρεύματα και τα παγωτά. Και περνούσε και μια ώρα την ημέρα στο σολάριουμ, μην το ξεχνάμε το σολάριουμ...
     Οι μέρες για την επίσημη πρώτη του Καλοκαιριού πλησίαζαν, και η προετοιμασία συνεχιζόταν εντατικά. Στα μαθήματα του Καλοκαιριού προστέθηκαν και μαθήματα πόζας, για τις φωτογραφίες... Και ενώ όλα φαινόταν πως πήγαιναν καλά, το Καλοκαίρι άρχισε να έχει εφιάλτες, και να ξυπνάει κάθιδρο κάθε βράδυ, χωρίς να μπορεί να ξανακοιμηθεί. Μαύροι κύκλοι εμφανίστηκαν γύρω από τα μάτια του, ενώ του κόπηκε και η όρεξη. Έντρομη η μητέρα του είδε πως το κουστούμι άρχισε να του πλέει και του άλλαξε τη δίαιτα προσθέτοντας σε αυτήν ψωμί και σοκολάτες. Για τους μαύρους κύκλους δεν ανησυχούσε, υπήρχε και το μέηκ απ...
     Αλλά οι εφιάλτες συνέχισαν να βασανίζουν το Καλοκαίρι, οπότε αποφάσισε να της μιλήσει. Τι ήταν να της μιλήσει; Παρά τρίχα να του μείνει στα χέρια! Ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει για τις θυσίες που είχε κάνει, για τα δικά της όνειρα που τα είχε αφήσει στην άκρη για να το μεγαλώσει, να το κάνει ολόκληρο παληκάρι, και για όλα εκείνα που το Καλοκαίρι ήξερε πως ήταν αλήθεια, χωρίς όμως να είναι δική του η ευθύνη... Στο τέλος, η μητέρα του αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, σιγοκλαίγοντας και ρουφώντας, τάχα διακριτικά, τη μύτη της...
     Δεν του βαστούσε η καρδιά να της χαλάσει το χατήρι. Αλλά και δεν άντεχε άλλους εφιάλτες.
     Παραμονή της μεγάλης μέρας, το Καλοκαίρι καθόταν να ξεκουραστεί, αφού προηγουμένως είχε ξαναπροβάρει το λόγο του, όπου η μητέρα του είχε προσθέσει μία νέα παράγραφο. Τα μάτια του έτσουζαν από την αϋπνία και είχε γλαρώσει.
     - Τι έχεις; το ρώτησε μια γάτα, που λιαζόταν στο παράθυρο.
     Το Καλοκαίρι της διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
     - Το παράκανε η μάνα σου, του είπε. Γιατί δεν κάνει ό,τι κάνουμε εμείς οι γάτες; Χαζές είμαστε, θαρρείς, που αφήνουμε τα παιδιά μας μόνα τους να επιλέξουν τον δρόμο τους;
     - Δεν είναι όλοι το ίδιο, είπε το Καλοκαίρι και χασμουρήθηκε.
     - Σιγά μη δεν είναι, είπε η γάτα. Απλώς, τα πάντα είναι θέμα επιλογής.
     Το Καλοκαίρι δεν είπε τίποτα. Είχε κλείσει τα μάτια του και μέτραγε πρόβατα. 
     - Είναι θέμα επιλογής, λέω, επανέλαβε η γάτα.
     Τα πρόβατα άρχισαν να απαγγέλουν έναν ευχαριστήριο λόγο. Το Καλοκαίρι ξανάνοιξε τα μάτια του.
     - Θέλεις την ησυχία σου; ρώτησε η γάτα.
     Το Καλοκαίρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
     - Τότε έλα μαζί μου.
     - Μα, τόσος κόπος, θα πάει χαμένος...
     - Εσύ αποφασίζεις... είπε η γάτα και τεντώθηκε.
     Το Καλοκαίρι έκλεισε τα μάτια του, και μετά τα ξανάνοιξε. Η γάτα είχε εξαφανιστεί. Μπροστά του βρισκόταν μια νεράιδα.
     - Πού είναι η γάτα; ρώτησε το Καλοκαίρι.
     - Θέλεις την ησυχία σου; τον ρώτησε η νεράιδα και το Καλοκαίρι αναγνώρισε τη φωνή της γάτας.
     - Θέλω, είπε αποφασιστικά.
     Ύστερα από λίγο, η μητέρα του Καλοκαιριού βγήκε από το δωμάτιό της. Έπρεπε να κάνει μερικά τελευταία τηλεφωνήματα. Ήθελε να είναι σίγουρη ότι όλα θα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη μέρα του παιδιού της. 
     Πολύ μακριά από το σπίτι του Καλοκαιριού, η Πίπη περνούσε από ένα παρκάκι. Και στο παρκάκι αυτό η Πίπη είδε μία γάτα, κρυμμένη ανάμεσα στα πράσινα χορτάρια. Η γάτα γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια της ήταν καταπράσινα, και φαίνονταν σαν δυο αναμμένα φανάρια. Και, παρ'όλο που φαινόταν μία γάτα χαμηλών τόνων, η πράσινη λάμψη στα μάτια της δεν άφηνε καμία αμφιβολία.
     - Να'το το Καλοκαίρι! αναφώνησε η Πίπη, γεμάτη χαρά.
     Αλλά η γάτα - δηλαδή το Καλοκαίρι -, μόλις κατάλαβε πως η Πίπη το αναγνώρισε, σηκώθηκε να φύγει. Μάταια η Πίπη του φώναζε, εκείνο της γύρισε επιδεικτικά την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται.
     - Κρίμα, είπε η Πίπη, αλλά γιατί ήταν τόσο μαύρο, άραγε;
     Πού να ήξερε η Πίπη, πόσες ώρες είχε περάσει στο σολάριουμ το καημένο το Καλοκαίρι...


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου