Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι εντελώς αναπάντεχα. Και εκεί που δεν το περιμένεις, κάτι συμβαίνει που σε κάνει να κοντοσταθείς και μείνεις με το βλέμμα απλανές, προσπαθώντας να καταλάβεις τα ακατανόητα.
Έτσι συνέβη και στην Πίπη, που μια μέρα, εκεί που περπατούσε, είδε μια περίεργη φιγούρα. Και αν δεν ήταν ένας οξύς πόνος στο μικρό δάχτυλο του ενός της ποδιού, αποτέλεσμα της εντελώς αψυχολόγητης απόφασης του δαχτύλου να τρακάρει πλαγιομετωπικά με μία πέτρα, μπορεί η Πίπη να νόμιζε ότι ονειρευόταν.
Κι αφού η Πίπη βεβαιώθηκε ότι δεν ονειρευόταν, κοίταξε πιο προσεκτικά την περίεργη εκείνη φιγούρα. Ήταν ένας νάνος, αλλά όχι όπως αυτούς της Χιονάτης. Αυτός δε φορούσε σκουφί και οι πατούσες του ήταν δυσανάλογα μεγάλες για το σώμα του. Φορούσε μια φόρμα εργασίας και έσερνε με κόπο ένα μεγάλο σακί, ενώ από την πίσω τσέπη του παντελονιού του προεξείχε ένα μεγάλο ψαλίδι. Αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Ο νάνος περπατούσε πολύ βιαστικά, και αν δεν τον εμπόδιζε το σακί που κουβαλούσε, θα έτρεχε.
- Δεν θα προλάβω, έλεγε καθώς περπατούσε.
- Δεν θα προλάβω, έλεγε καθώς περπατούσε.
- Πού να πηγαίνει, άραγε; σκέφτηκε η Πίπη.
Μια μεγάλη ομάδα από χελιδόνια πέταξε τιτιβίζοντας πάνω από το κεφάλι της Πίπης, αλλά η Πίπη ούτε που στάθηκε να τα δει. Ο νάνος, παρ'όλα τα κοντά του πόδια, έτρεχε πολύ γρήγορα.
Ξάφνου, και εκεί που ο νάνος κόντευε να εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο της Πίπης, αφού είχε αποφασίσει να στρίψει στην επόμενη γωνία, πάτησε κάτι γλιστερό και προτού προλάβει να αντιδράσει, είχε κιόλας βρεθεί πεσμένος ανάσκελα!
Η Πίπη έτρεξε να τον βοηθήσει. Από το σακί που κουβαλούσε ο νάνος είχαν ξεχυθεί κομμάτια διαφόρων μεγεθών από ένα λεπτό, αραχνοΰφαντο ύφασμα, που όμως φαινόταν πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο, αδιαφανές. Επάνω του, υπήρχαν διάσπαρτα αστεράκια. Ο νάνος σηκώθηκε βιαστικά και η Πίπη πλησίασε στο σακί και άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το ύφασμα.
- Μηηηηηη!!! φώναξε ο νάνος και η Πίπη ταξίδεψε στιγμιαία στην πρώιμη παιδική της ηλικία. Θα το καταστρέψεις!
Το χέρι της Πίπης έμεινε μετέωρο επάνω από το ύφασμα.
- Να βοηθήσω ήθελα, είπε.
- Ακόμα κι έτσι, είπε ο νάνος, κανείς δεν ακουμπάει το ύφασμα της Νύχτας!
- Της ποιας;
- Της Νύχτας, είπε ο νάνος, δεν βλέπεις τα αστέρια;
- Και τι το θέλει τόσο ύφασμα η Νύχτα; ρώτησε η Πίπη. Εδώ υπάρχει τουλάχιστον ένα τόπι ύφασμα!
- Καλά, είπε θυμωμένα ο νάνος, καθώς μάζευε βιαστικά τα τελευταία κομμάτια υφάσματος που είχαν "δραπετεύσει" από το σακί, δεν έχεις κοιτάξει ποτέ σου τον ουρανό, να δεις πόσο μεγάλος είναι; Πώς θα καλυφθεί όλος αυτός ο ουρανός, αν το ύφασμα δεν είναι αρκετό;
Η Πίπη δεν απάντησε, καθώς κοιτούσε τον ουρανό προσπαθώντας να βρει πόσο ύφασμα χρειαζόταν για να τον καλύψει.
- Πω, πω, έκανε ξαφνικά ο νάνος, με την κουβέντα ξεχάστηκα!
- Πού πας; τον ρώτησε η Πίπη.
- Έχω αργήσει, είπε εκείνος.
- Μα, στάσου! φώναξε η Πίπη και άρχισε και πάλι να τον ακολουθεί.
-Δεν προλαβαίνω, είπε ο νάνος, αλλά προτού ολοκληρώσει την κουβέντα του, παρ'τον κάτω πάλι!
- Έχεις πολύ μεγάλες πατούσες, σχολίασε η Πίπη, γι'αυτό πέφτεις συνέχεια.
- Αχ, είπε ο νάνος, τώρα είναι που δεν προλαβαίνω!
- Τι προσπαθείς να κάνεις; ρώτησε η Πίπη, αλλά ο νάνος ήταν σαν να μην την είχε ακούσει.
- Αλλά, τι φταίω κι εγώ; Τέτοια επιδημία είχε να πέσει χρόνια. Πρώτη φορά που μένουμε τόσο λίγοι νυχτοκόπτες σε κάθε βάρδια.
Η Πίπη δεν είχε ακούσει ποτέ της για νυχτοκόπτες.
- Τι είναι οι νυχτοκόπτες; ρώτησε το νάνο.
- Δεν ξέρεις τι είναι οι νυχτοκόπτες; είπε εκείνος, έκπληκτος, και φαίνεται ότι η έκπληξή του ήταν τόσο μεγάλη, που κοντοστάθηκε. Αν είναι δυνατόν! Μωρέ, καλά μου το έλεγαν, όταν ξεκινούσα την καριέρα μου, ότι ο νυχτοκόπτης είναι το πιο παραγνωρισμένο επάγγελμα...
- Και, δηλαδή, τι είδους επάγγελμα είναι ο νυχτοκόπτης;
- Ίσως το σημαντικότερο που υπάρχει. Εμείς είμαστε που ρυθμίζουμε τη διάρκεια της νύχτας.
- Και πώς γίνεται αυτό;
- Με αυτό, είπε ο νάνος και της έδειξε το ψαλίδι που προεξείχε από την τσέπη του.
Η Πίπη κοιτούσε απορημένη.
- Τι κόβετε, δηλαδή, με αυτό το ψαλίδι; ρώτησε.
- Το φόρεμα της Νύχτας, μα τόσο χαζή είσαι πια;
Η Πίπη μπορεί να μην ήταν χαζή, όμως είχε χαζέψει.
- Το φόρεμα της Νύχτας μεγαλώνει συνέχεια και πρέπει να το ψαλιδίζουμε διαρκώς, αν δε θέλουμε να κυριαρχήσει το σκοτάδι. Αλλά πάντα τέτοια εποχή πολλοί νυχτοκόπτες αρρωσταίνουν και απουσιάζουν, οπότε οι υπόλοιποι αναγκάζονται να δουλεύουν διπλοβάρδιες.
Η Πίπη δε μιλούσε.
- Φέτος αρρώστησαν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνέχισε ο νάνος. Τρέχουμε και δεν φτάνουμε.
- Εσύ δεν αρρωσταίνεις ποτέ; ρώτησε η Πίπη.
- Εγώ έχω δυνατό οργανισμό, είπε ο νάνος και κορδώθηκε.
Η Πίπη δεν είπε τίποτα, αλλά σκέφτηκε ότι ο οργανισμός του νάνου την ήθελε την ταλαιπωρία του...
- Δεν το φανταζόμουν ότι το φόρεμα της Νύχτας χρειαζόταν ψαλίδισμα, είπε.
- Και ποιος το φαντάζεται; Κανείς δε φαντάζεται ότι ακόμα και για τα φαινομενικά πιο απλά πράγματα, υπάρχει από πίσω κάποιος αφανής ήρωας...
Η Πίπη σκέφτηκε πως ο νάνος είχε δίκιο.
- Α, μπα, δεν την αντέχω τόση πίεση, κάθε χρόνο... Άντε να βγω στη σύνταξη, να ησυχάσω! είπε ο νάνος.
Η Πίπη τον λυπήθηκε, τον καημένο το νυχτοκόπτη.
- Εύχομαι να βγεις σύντομα στη σύνταξη, είπε.
- Ε, μόνο άλλα πεντακόσια είκοσι δύο χρόνια μου μένουν, είπε ο νάνος, πού θα πάνε, θα περάσουν!
Η Πίπη φυσικά δεν είχε τι να απαντήσει σε αυτό, θα χρειαζόταν τουλάχιστον διακόσια είκοσι τέσσερα χρόνια για να το σκεφτεί.
- Πω, πω, είπε ο νάνος, τώρα είναι που έχω αργήσει για τα καλά! Και δεν θα προλάβω να ψαλιδίσω όσο χρειάζεται, και θα ακούσω και κατσάδα από τον προϊστάμενο! Πάλι θα αρχίσει να μεγαλώνει το φόρεμα της Νύχτας, τι συμφορά! Και άρχισε κιόλας να βγαίνει ο ήλιος, καταστροφή!
Και πριν σκεφτεί η Πίπη κάποιον παρηγορητικό λόγο να του πει, ο νάνος έπιασε το σακί και άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε ούτε καν να τον δει να στρίβει στη γωνία. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει κιόλας να χορεύουν στον αέρα, φωτίζοντας τις απέναντι κορυφογραμμές.
- Δύσκολη η ζωή του νυχτοκόπτη, σκέφτηκε η Πίπη και συνέχισε τον δρόμο της.
Η Πίπη έτρεξε να τον βοηθήσει. Από το σακί που κουβαλούσε ο νάνος είχαν ξεχυθεί κομμάτια διαφόρων μεγεθών από ένα λεπτό, αραχνοΰφαντο ύφασμα, που όμως φαινόταν πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο, αδιαφανές. Επάνω του, υπήρχαν διάσπαρτα αστεράκια. Ο νάνος σηκώθηκε βιαστικά και η Πίπη πλησίασε στο σακί και άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το ύφασμα.
- Μηηηηηη!!! φώναξε ο νάνος και η Πίπη ταξίδεψε στιγμιαία στην πρώιμη παιδική της ηλικία. Θα το καταστρέψεις!
Το χέρι της Πίπης έμεινε μετέωρο επάνω από το ύφασμα.
- Να βοηθήσω ήθελα, είπε.
- Ακόμα κι έτσι, είπε ο νάνος, κανείς δεν ακουμπάει το ύφασμα της Νύχτας!
- Της ποιας;
- Της Νύχτας, είπε ο νάνος, δεν βλέπεις τα αστέρια;
- Και τι το θέλει τόσο ύφασμα η Νύχτα; ρώτησε η Πίπη. Εδώ υπάρχει τουλάχιστον ένα τόπι ύφασμα!
- Καλά, είπε θυμωμένα ο νάνος, καθώς μάζευε βιαστικά τα τελευταία κομμάτια υφάσματος που είχαν "δραπετεύσει" από το σακί, δεν έχεις κοιτάξει ποτέ σου τον ουρανό, να δεις πόσο μεγάλος είναι; Πώς θα καλυφθεί όλος αυτός ο ουρανός, αν το ύφασμα δεν είναι αρκετό;
Η Πίπη δεν απάντησε, καθώς κοιτούσε τον ουρανό προσπαθώντας να βρει πόσο ύφασμα χρειαζόταν για να τον καλύψει.
- Πω, πω, έκανε ξαφνικά ο νάνος, με την κουβέντα ξεχάστηκα!
- Πού πας; τον ρώτησε η Πίπη.
- Έχω αργήσει, είπε εκείνος.
- Μα, στάσου! φώναξε η Πίπη και άρχισε και πάλι να τον ακολουθεί.
-Δεν προλαβαίνω, είπε ο νάνος, αλλά προτού ολοκληρώσει την κουβέντα του, παρ'τον κάτω πάλι!
- Έχεις πολύ μεγάλες πατούσες, σχολίασε η Πίπη, γι'αυτό πέφτεις συνέχεια.
- Αχ, είπε ο νάνος, τώρα είναι που δεν προλαβαίνω!
- Τι προσπαθείς να κάνεις; ρώτησε η Πίπη, αλλά ο νάνος ήταν σαν να μην την είχε ακούσει.
- Αλλά, τι φταίω κι εγώ; Τέτοια επιδημία είχε να πέσει χρόνια. Πρώτη φορά που μένουμε τόσο λίγοι νυχτοκόπτες σε κάθε βάρδια.
Η Πίπη δεν είχε ακούσει ποτέ της για νυχτοκόπτες.
- Τι είναι οι νυχτοκόπτες; ρώτησε το νάνο.
- Δεν ξέρεις τι είναι οι νυχτοκόπτες; είπε εκείνος, έκπληκτος, και φαίνεται ότι η έκπληξή του ήταν τόσο μεγάλη, που κοντοστάθηκε. Αν είναι δυνατόν! Μωρέ, καλά μου το έλεγαν, όταν ξεκινούσα την καριέρα μου, ότι ο νυχτοκόπτης είναι το πιο παραγνωρισμένο επάγγελμα...
- Και, δηλαδή, τι είδους επάγγελμα είναι ο νυχτοκόπτης;
- Ίσως το σημαντικότερο που υπάρχει. Εμείς είμαστε που ρυθμίζουμε τη διάρκεια της νύχτας.
- Και πώς γίνεται αυτό;
- Με αυτό, είπε ο νάνος και της έδειξε το ψαλίδι που προεξείχε από την τσέπη του.
Η Πίπη κοιτούσε απορημένη.
- Τι κόβετε, δηλαδή, με αυτό το ψαλίδι; ρώτησε.
- Το φόρεμα της Νύχτας, μα τόσο χαζή είσαι πια;
Η Πίπη μπορεί να μην ήταν χαζή, όμως είχε χαζέψει.
- Το φόρεμα της Νύχτας μεγαλώνει συνέχεια και πρέπει να το ψαλιδίζουμε διαρκώς, αν δε θέλουμε να κυριαρχήσει το σκοτάδι. Αλλά πάντα τέτοια εποχή πολλοί νυχτοκόπτες αρρωσταίνουν και απουσιάζουν, οπότε οι υπόλοιποι αναγκάζονται να δουλεύουν διπλοβάρδιες.
Η Πίπη δε μιλούσε.
- Φέτος αρρώστησαν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, συνέχισε ο νάνος. Τρέχουμε και δεν φτάνουμε.
- Εσύ δεν αρρωσταίνεις ποτέ; ρώτησε η Πίπη.
- Εγώ έχω δυνατό οργανισμό, είπε ο νάνος και κορδώθηκε.
Η Πίπη δεν είπε τίποτα, αλλά σκέφτηκε ότι ο οργανισμός του νάνου την ήθελε την ταλαιπωρία του...
- Δεν το φανταζόμουν ότι το φόρεμα της Νύχτας χρειαζόταν ψαλίδισμα, είπε.
- Και ποιος το φαντάζεται; Κανείς δε φαντάζεται ότι ακόμα και για τα φαινομενικά πιο απλά πράγματα, υπάρχει από πίσω κάποιος αφανής ήρωας...
Η Πίπη σκέφτηκε πως ο νάνος είχε δίκιο.
- Α, μπα, δεν την αντέχω τόση πίεση, κάθε χρόνο... Άντε να βγω στη σύνταξη, να ησυχάσω! είπε ο νάνος.
Η Πίπη τον λυπήθηκε, τον καημένο το νυχτοκόπτη.
- Εύχομαι να βγεις σύντομα στη σύνταξη, είπε.
- Ε, μόνο άλλα πεντακόσια είκοσι δύο χρόνια μου μένουν, είπε ο νάνος, πού θα πάνε, θα περάσουν!
Η Πίπη φυσικά δεν είχε τι να απαντήσει σε αυτό, θα χρειαζόταν τουλάχιστον διακόσια είκοσι τέσσερα χρόνια για να το σκεφτεί.
- Πω, πω, είπε ο νάνος, τώρα είναι που έχω αργήσει για τα καλά! Και δεν θα προλάβω να ψαλιδίσω όσο χρειάζεται, και θα ακούσω και κατσάδα από τον προϊστάμενο! Πάλι θα αρχίσει να μεγαλώνει το φόρεμα της Νύχτας, τι συμφορά! Και άρχισε κιόλας να βγαίνει ο ήλιος, καταστροφή!
Και πριν σκεφτεί η Πίπη κάποιον παρηγορητικό λόγο να του πει, ο νάνος έπιασε το σακί και άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε ούτε καν να τον δει να στρίβει στη γωνία. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει κιόλας να χορεύουν στον αέρα, φωτίζοντας τις απέναντι κορυφογραμμές.
- Δύσκολη η ζωή του νυχτοκόπτη, σκέφτηκε η Πίπη και συνέχισε τον δρόμο της.