Μια φορά κι έναν καιρό, στην πλαγιά ενός μεγάλου βουνού, υπήρχε ένα φτωχικό χωριουδάκι. Τα σπίτια του χωριού ήταν μικρά και ταπεινά, όπως ταπεινοί ήταν και οι κάτοικοι του χωριού. Και οι δουλειές που έκαναν ήταν κι αυτές ταπεινές: οι περισσότεροι ήταν αγρότες και, είτε καλλιεργούσαν τα χωραφάκια τους, είτε ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν ζώα.
Σε μια μικρή, ετοιμόρροπη καλύβα ζούσε ένα αγόρι μαζί με τη γιαγιά του. Το αγόρι το έλεγαν Γιάννη και είχε μαύρα, σαν το κάρβουνο, μάτια, και κατακόκκινα μαλλιά, αλλά επειδή ήταν μικρόσωμος και πολύ αδύνατος, όλοι τον φώναζαν "Ψύλλο". Και τόσο πολύ τον φώναζαν Ψύλλο, που σιγά-σιγά το πραγματικό του όνομα ξεχάστηκε.
Ο Ψύλλος και η γιαγιά του ήταν πολύ φτωχοί και ζούσαν με τα χόρτα που μάζευε η γιαγιά στο βουνό και ύστερα τα μαγείρευε στο μοναδικό τσουκάλι που είχαν. Πού και πού τους βοηθούσαν λίγο και οι γειτόνισσες, βέβαια, αλλά και εκείνες ήταν πολύ φτωχές και δεν είχαν απεριόριστες δυνατότητες. Αλλά και ο Ψύλλος, όταν μεγάλωσε λίγο, ανέλαβε να βόσκει τα πρόβατα του χωριού και έτσι είχαν να πιουν και λίγο γαλατάκι ή να φάνε και κανένα κομμάτι τυρί.
Μια μέρα, εκεί που ο Ψύλλος έβοσκε τα πρόβατα, είδε να περνάει μια πολυτελής άμαξα, που την συνόδευαν ιππότες με τις επίσημες στολές τους, καβάλα σε καμαρωτά άλογα. Η άμαξα σταμάτησε λίγο παραπέρα και από μέσα βγήκε ένας άντρας ντυμένος με βελούδινα ρούχα και με μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι, που, όπως έπεφτε ο ήλιος επάνω της, έκανε ένα σωρό ιριδισμούς.
Ο Ψύλλος έστρεψε την προσοχή του ξανά στη δουλειά του, και συγκεκριμένα, στον σκοπό που προσπαθούσε να παίξει με τη φλογέρα του, ενώ τα πρόβατα συνέχισαν κι εκείνα να βόσκουν, απολαμβάνοντας το τρυφερό χορτάρι.
Ο βασιλιάς - επειδή αυτός ήταν ο καλοντυμένος ξένος με την κορώνα στο κεφάλι -, που είχε συνηθίσει να στέκονται όλοι προσοχή, από όπου κι αν περνούσε, είδε πως ο Ψύλλος δεν του έδωσε την πρέπουσα σημασία και ενοχλήθηκε.
- Ποιο είναι εκείνο εκεί το αγόρι και γιατί δεν έρχεται να υποκλιθεί στο βασιλιά; είπε. Φέρτε το αμέσως εδώ!
Ένας από τους ιππότες πλησίασε τον Ψύλλο και του είπε να τον ακολουθήσει.
- Α, δεν μπορώ να αφήσω τη θέση μου, μπορεί να μου φύγουν τα πρόβατα, και τότε οι χωρικοί θα με κάνουν μαύρο στο ξύλο, είπε ο Ψύλλος, χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι του. Όποιος θέλει να με δει, ας έρθει εδώ.
Με τρεμάμενη φωνή, ο ιππότης μετέφερε την απάντηση του Ψύλλου στο βασιλιά, που μεμιάς έγινε κατακόκκινος από την οργή του και διέταξε να του τον φέρουν μπροστά του σηκωτό.
Έτσι κι έγινε, και ο Ψύλλος, που τίναζε τα πόδια του και προσπαθούσε να κλωτσήσει τους ιππότες για να τον αφήσουν να φύγει, βρέθηκε μπροστά στο βασιλιά.
- Υποκλίσου! του είπαν μόλις τον άφησαν, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε τι εννοούσαν.
- Γιατί δεν έρχεσαι όταν σε φωνάζουν; ρώτησε αυστηρά ο βασιλιάς.
- Δεν μπορώ να αφήσω τη δουλειά μου.
- Και είναι τόσο σημαντική η δουλειά σου;
- Φυσικά και είναι, απάντησε ο Ψύλλος, αν χάσω κάποιο πρόβατο θα χάσω και τη δουλειά μου και αν χάσω τη δουλειά μου δεν θα έχω να φάω!
Ο βασιλιάς ένιωσε να του ξανανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι με την αυθάδεια του αγοριού, αλλά είπε να του δώσει μία ευκαιρία.
- Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ρώτησε και κορδώθηκε.
- Πού να ξέρω; είπε ο Ψύλλος.
Όσοι συνόδευαν το βασιλιά κράτησαν την αναπνοή τους.
- Τι θα πει δεν ξέρεις; Είμαι ο βασιλιάς σου!
Ο Ψύλλος τον κοίταξε καλά-καλά, αλλά δεν είπε λέξη.
- Δε μιλάς; ρώτησε ο βασιλιάς, που είχε αρχίσει πια να χάνει την υπομονή του. Κατάλαβες τώρα, φαντάζομαι, ποια δουλειά είναι πραγματικά σημαντική.
- Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό, είπε ο Ψύλλος, αλλά αν βασιλιάς σημαίνει να φοράς ωραία ρούχα, να έχεις άμαξα και να διατάζεις, κι εγώ θα ήθελα να γίνω βασιλιάς.
Κανένας δεν μίλησε.
Ο βασιλιάς κοίταξε πιο προσεκτικά το αγόρι. Πώς τολμούσε να μιλάει έτσι; Αλλά, εδώ που τα λέμε, τι ήταν; Ένα φτωχό, άξεστο χωριατόπουλο, πού να μάθει τρόπους, ανάμεσα στα πρόβατα; Ο βασιλιάς αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή.
- Ο βασιλιάς δεν φοράει ωραία ρούχα και διατάζει, ο βασιλιάς είναι υπεύθυνος για όλη τη χώρα, κυβερνάει και παίρνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις... Χωρίς το βασιλιά, δεν θα υπήρχε οργάνωση, δεν θα υπήρχε τάξη, δεν θα υπήρχε τίποτα, κατάλαβες;
- Νομίζω ότι κατάλαβα, είπε ο Ψύλλος. Είσαι για τους ανθρώπους ό,τι είμαι εγώ για τα πρόβατα.
Ο βασιλιάς κοίταξε τα μαύρα, σαν κάρβουνα μάτια του αγοριού και χαμογέλασε. Το αγόρι ήταν έξυπνο και είχε αρχίσει να τον διασκεδάζει.
- Χωρίς εμένα, τα πρόβατα είναι χαμένα, συνέχισε ο Ψύλλος, εγώ τα οργανώνω, εγώ τα βάζω σε τάξη, εγώ είμαι ο βασιλιάς τους! Αν και, τώρα που το καλοσκέφτομαι, πρόβατα διοικείς κι εσύ, βασιλιά μου. Άρα, τη δουλειά την ξέρω, πόσο δύσκολο θα είναι να κάτσω στη θέση σου; Και θα'χω και καλύτερα ρούχα, και μπόλικο φαγητό... Και θα πάρω και τη γιαγιά μου μαζί, να μην κρυώνει στην καλύβα, που μπάζει από παντού...
Ο βασιλιάς έβαλε τα γέλια. Τελικά, το αγόρι, εκτός από έξυπνο, ήταν και πολύ αστείο.
- Δώστε σε αυτό το αγόρι ένα χρυσό φλουρί, είπε.
Ο Ψύλλος έμεινε έκθαμβος. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του κάτι τόσο λαμπερό.
- Πώς σε λένε; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
- Όλοι με φωνάζουν Ψύλλο, απάντησε ο Ψύλλος.
- Τι περίεργο όνομα! Λοιπόν, Ψύλλε, αυτή τη φορά στάθηκες πολύ τυχερός. Με έκανες να γελάσω και θα συγχωρήσω τους τρόπους σου. Όμως, να ξέρεις ότι δεν είναι σωστό να μιλάς με αυθάδεια, και πολύ περισσότερο σε έναν βασιλιά. Αν ποτέ ξανασυναντηθούμε και μιλήσεις όπως μίλησες σήμερα, δεν θα είμαι τόσο μεγαλόκαρδος, θα σε ρίξω στη φυλακή, κατάλαβες;
Ο βασιλιάς με τη συνοδεία του έφυγε, και το αγόρι έμεινε να κοιτάζει το χρυσό φλουρί στο χέρι του.
- Είμαι πλούσιος, σκέφτηκε.
Μάζεψε τα πρόβατα και γύρισε στο χωριό πολύ νωρίτερα από ό,τι συνήθιζε. Οι συγχωριανοί του παραξενεύτηκαν, ιδιαίτερα όταν είδαν ότι κρατούσε κάτι που έλαμπε. Και όταν τον είδαν να μπαίνει στο καφενείο του χωριού, τον ακολούθησαν, γεμάτοι περιέργεια.
- Ποιον νομίζετε πως είδα; τους ρώτησε ο Ψύλλος.
Και επειδή κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει, ο Ψύλλος τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί, με όλες τις λεπτομέρειες. Και η αλήθεια είναι ότι και οι συγχωριανοί του θα γελούσαν μαζί του, όπως είχε γελάσει και ο βασιλιάς, αν δεν είχαν προσέξει αυτό που είχε πει για τα πρόβατα.
- Δηλαδή, εμείς είμαστε πρόβατα; ρώτησε κάποιος.
- Δηλαδή, εσύ είσαι καλύτερος από εμάς; είπε κάποιος άλλος.
- Τότε, τι κάνεις εδώ, ανάμεσά μας; είπε κι ένας τρίτος. Εδώ αδικείσαι. Να φύγεις, να πας να γίνεις βασιλιάς, αφού την ξέρεις κιόλας τη δουλειά... Και να αφήσεις τα πρόβατά μας στην ησυχία τους.
- Ναι, είπαν και οι υπόλοιποι. Θα βρούμε άλλο βοσκό να μας τα φυλάει. Κάποιον που να μην είναι ψηλομύτης σαν εσένα και να μη μεγαλοπιάνεται.
Ο Ψύλλος είδε πως οι συγχωριανοί του είχαν παρεξηγηθεί για τα καλά και ότι τον κοιτούσαν πιο άγρια από ό,τι τον είχε κοιτάξει ο βασιλιάς.
- Για δες, είπε με το μυαλό του, αυτοί θα με φάνε ζωντανό!
Και προτού αγριέψουν κι άλλο τα πράγματα, ο Ψύλλος όρμησε έξω από το καφενείο και εξαφανίστηκε.
- Άκου να μας αποκαλέσει πρόβατα! είπε κάποιος.
- Δεν κοιτάει τα χάλια του, είπε κάποιος άλλος.
- Να δούμε τώρα τι θα κάνει, που έμεινε χωρίς δουλειά, είπε κι ένας τρίτος.
- Μάλλον θα πάει να γίνει βασιλιάς, είπε ένας τέταρτος και όλοι έβαλαν τα γέλια.
Ο Ψύλλος πήγε στην καλύβα του και διηγήθηκε όσα είχαν γίνει στη γιαγιά του.
- Και τώρα τι θα κάνεις, παιδάκι μου; ρώτησε η γιαγιά.
- Θα πρέπει να φύγω από εδώ, είπε ο Ψύλλος. Έχασα τη δουλειά μου και, απ'ό,τι καταλαβαίνω, δεν υπάρχει περίπτωση να βρω άλλη. Θα πάω να βρω την τύχη μου, λοιπόν, μακριά από εδώ. Και όταν τα καταφέρω, θα γυρίσω για να σε πάρω κι εσένα κοντά μου, γιαγιά.
Η γιαγιά τού έδωσε την ευχή της, και ο Ψύλλος φόρεσε την κάπα του και έφυγε από το χωριό.
Και από τότε κανένας δεν τον ξαναείδε τον Ψύλλο. Και οι χωρικοί βρήκαν άλλο βοσκό για τα πρόβατά τους: κάποιον που δεν ήταν ψηλομύτης και που ήξερε πως οι άνθρωποι ήταν πολύ καλύτεροι από τα πρόβατα.
Και έζησαν όλοι καλά. Και τα πρόβατα καλύτερα.
Σε μια μικρή, ετοιμόρροπη καλύβα ζούσε ένα αγόρι μαζί με τη γιαγιά του. Το αγόρι το έλεγαν Γιάννη και είχε μαύρα, σαν το κάρβουνο, μάτια, και κατακόκκινα μαλλιά, αλλά επειδή ήταν μικρόσωμος και πολύ αδύνατος, όλοι τον φώναζαν "Ψύλλο". Και τόσο πολύ τον φώναζαν Ψύλλο, που σιγά-σιγά το πραγματικό του όνομα ξεχάστηκε.
Ο Ψύλλος και η γιαγιά του ήταν πολύ φτωχοί και ζούσαν με τα χόρτα που μάζευε η γιαγιά στο βουνό και ύστερα τα μαγείρευε στο μοναδικό τσουκάλι που είχαν. Πού και πού τους βοηθούσαν λίγο και οι γειτόνισσες, βέβαια, αλλά και εκείνες ήταν πολύ φτωχές και δεν είχαν απεριόριστες δυνατότητες. Αλλά και ο Ψύλλος, όταν μεγάλωσε λίγο, ανέλαβε να βόσκει τα πρόβατα του χωριού και έτσι είχαν να πιουν και λίγο γαλατάκι ή να φάνε και κανένα κομμάτι τυρί.
Μια μέρα, εκεί που ο Ψύλλος έβοσκε τα πρόβατα, είδε να περνάει μια πολυτελής άμαξα, που την συνόδευαν ιππότες με τις επίσημες στολές τους, καβάλα σε καμαρωτά άλογα. Η άμαξα σταμάτησε λίγο παραπέρα και από μέσα βγήκε ένας άντρας ντυμένος με βελούδινα ρούχα και με μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι, που, όπως έπεφτε ο ήλιος επάνω της, έκανε ένα σωρό ιριδισμούς.
Ο Ψύλλος έστρεψε την προσοχή του ξανά στη δουλειά του, και συγκεκριμένα, στον σκοπό που προσπαθούσε να παίξει με τη φλογέρα του, ενώ τα πρόβατα συνέχισαν κι εκείνα να βόσκουν, απολαμβάνοντας το τρυφερό χορτάρι.
Ο βασιλιάς - επειδή αυτός ήταν ο καλοντυμένος ξένος με την κορώνα στο κεφάλι -, που είχε συνηθίσει να στέκονται όλοι προσοχή, από όπου κι αν περνούσε, είδε πως ο Ψύλλος δεν του έδωσε την πρέπουσα σημασία και ενοχλήθηκε.
- Ποιο είναι εκείνο εκεί το αγόρι και γιατί δεν έρχεται να υποκλιθεί στο βασιλιά; είπε. Φέρτε το αμέσως εδώ!
Ένας από τους ιππότες πλησίασε τον Ψύλλο και του είπε να τον ακολουθήσει.
- Α, δεν μπορώ να αφήσω τη θέση μου, μπορεί να μου φύγουν τα πρόβατα, και τότε οι χωρικοί θα με κάνουν μαύρο στο ξύλο, είπε ο Ψύλλος, χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι του. Όποιος θέλει να με δει, ας έρθει εδώ.
Με τρεμάμενη φωνή, ο ιππότης μετέφερε την απάντηση του Ψύλλου στο βασιλιά, που μεμιάς έγινε κατακόκκινος από την οργή του και διέταξε να του τον φέρουν μπροστά του σηκωτό.
Έτσι κι έγινε, και ο Ψύλλος, που τίναζε τα πόδια του και προσπαθούσε να κλωτσήσει τους ιππότες για να τον αφήσουν να φύγει, βρέθηκε μπροστά στο βασιλιά.
- Υποκλίσου! του είπαν μόλις τον άφησαν, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε τι εννοούσαν.
- Γιατί δεν έρχεσαι όταν σε φωνάζουν; ρώτησε αυστηρά ο βασιλιάς.
- Δεν μπορώ να αφήσω τη δουλειά μου.
- Και είναι τόσο σημαντική η δουλειά σου;
- Φυσικά και είναι, απάντησε ο Ψύλλος, αν χάσω κάποιο πρόβατο θα χάσω και τη δουλειά μου και αν χάσω τη δουλειά μου δεν θα έχω να φάω!
Ο βασιλιάς ένιωσε να του ξανανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι με την αυθάδεια του αγοριού, αλλά είπε να του δώσει μία ευκαιρία.
- Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ρώτησε και κορδώθηκε.
- Πού να ξέρω; είπε ο Ψύλλος.
Όσοι συνόδευαν το βασιλιά κράτησαν την αναπνοή τους.
- Τι θα πει δεν ξέρεις; Είμαι ο βασιλιάς σου!
Ο Ψύλλος τον κοίταξε καλά-καλά, αλλά δεν είπε λέξη.
- Δε μιλάς; ρώτησε ο βασιλιάς, που είχε αρχίσει πια να χάνει την υπομονή του. Κατάλαβες τώρα, φαντάζομαι, ποια δουλειά είναι πραγματικά σημαντική.
- Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό, είπε ο Ψύλλος, αλλά αν βασιλιάς σημαίνει να φοράς ωραία ρούχα, να έχεις άμαξα και να διατάζεις, κι εγώ θα ήθελα να γίνω βασιλιάς.
Κανένας δεν μίλησε.
Ο βασιλιάς κοίταξε πιο προσεκτικά το αγόρι. Πώς τολμούσε να μιλάει έτσι; Αλλά, εδώ που τα λέμε, τι ήταν; Ένα φτωχό, άξεστο χωριατόπουλο, πού να μάθει τρόπους, ανάμεσα στα πρόβατα; Ο βασιλιάς αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή.
- Ο βασιλιάς δεν φοράει ωραία ρούχα και διατάζει, ο βασιλιάς είναι υπεύθυνος για όλη τη χώρα, κυβερνάει και παίρνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις... Χωρίς το βασιλιά, δεν θα υπήρχε οργάνωση, δεν θα υπήρχε τάξη, δεν θα υπήρχε τίποτα, κατάλαβες;
- Νομίζω ότι κατάλαβα, είπε ο Ψύλλος. Είσαι για τους ανθρώπους ό,τι είμαι εγώ για τα πρόβατα.
Ο βασιλιάς κοίταξε τα μαύρα, σαν κάρβουνα μάτια του αγοριού και χαμογέλασε. Το αγόρι ήταν έξυπνο και είχε αρχίσει να τον διασκεδάζει.
- Χωρίς εμένα, τα πρόβατα είναι χαμένα, συνέχισε ο Ψύλλος, εγώ τα οργανώνω, εγώ τα βάζω σε τάξη, εγώ είμαι ο βασιλιάς τους! Αν και, τώρα που το καλοσκέφτομαι, πρόβατα διοικείς κι εσύ, βασιλιά μου. Άρα, τη δουλειά την ξέρω, πόσο δύσκολο θα είναι να κάτσω στη θέση σου; Και θα'χω και καλύτερα ρούχα, και μπόλικο φαγητό... Και θα πάρω και τη γιαγιά μου μαζί, να μην κρυώνει στην καλύβα, που μπάζει από παντού...
Ο βασιλιάς έβαλε τα γέλια. Τελικά, το αγόρι, εκτός από έξυπνο, ήταν και πολύ αστείο.
- Δώστε σε αυτό το αγόρι ένα χρυσό φλουρί, είπε.
Ο Ψύλλος έμεινε έκθαμβος. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του κάτι τόσο λαμπερό.
- Πώς σε λένε; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
- Όλοι με φωνάζουν Ψύλλο, απάντησε ο Ψύλλος.
- Τι περίεργο όνομα! Λοιπόν, Ψύλλε, αυτή τη φορά στάθηκες πολύ τυχερός. Με έκανες να γελάσω και θα συγχωρήσω τους τρόπους σου. Όμως, να ξέρεις ότι δεν είναι σωστό να μιλάς με αυθάδεια, και πολύ περισσότερο σε έναν βασιλιά. Αν ποτέ ξανασυναντηθούμε και μιλήσεις όπως μίλησες σήμερα, δεν θα είμαι τόσο μεγαλόκαρδος, θα σε ρίξω στη φυλακή, κατάλαβες;
Ο βασιλιάς με τη συνοδεία του έφυγε, και το αγόρι έμεινε να κοιτάζει το χρυσό φλουρί στο χέρι του.
- Είμαι πλούσιος, σκέφτηκε.
Μάζεψε τα πρόβατα και γύρισε στο χωριό πολύ νωρίτερα από ό,τι συνήθιζε. Οι συγχωριανοί του παραξενεύτηκαν, ιδιαίτερα όταν είδαν ότι κρατούσε κάτι που έλαμπε. Και όταν τον είδαν να μπαίνει στο καφενείο του χωριού, τον ακολούθησαν, γεμάτοι περιέργεια.
- Ποιον νομίζετε πως είδα; τους ρώτησε ο Ψύλλος.
Και επειδή κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει, ο Ψύλλος τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί, με όλες τις λεπτομέρειες. Και η αλήθεια είναι ότι και οι συγχωριανοί του θα γελούσαν μαζί του, όπως είχε γελάσει και ο βασιλιάς, αν δεν είχαν προσέξει αυτό που είχε πει για τα πρόβατα.
- Δηλαδή, εμείς είμαστε πρόβατα; ρώτησε κάποιος.
- Δηλαδή, εσύ είσαι καλύτερος από εμάς; είπε κάποιος άλλος.
- Τότε, τι κάνεις εδώ, ανάμεσά μας; είπε κι ένας τρίτος. Εδώ αδικείσαι. Να φύγεις, να πας να γίνεις βασιλιάς, αφού την ξέρεις κιόλας τη δουλειά... Και να αφήσεις τα πρόβατά μας στην ησυχία τους.
- Ναι, είπαν και οι υπόλοιποι. Θα βρούμε άλλο βοσκό να μας τα φυλάει. Κάποιον που να μην είναι ψηλομύτης σαν εσένα και να μη μεγαλοπιάνεται.
Ο Ψύλλος είδε πως οι συγχωριανοί του είχαν παρεξηγηθεί για τα καλά και ότι τον κοιτούσαν πιο άγρια από ό,τι τον είχε κοιτάξει ο βασιλιάς.
- Για δες, είπε με το μυαλό του, αυτοί θα με φάνε ζωντανό!
Και προτού αγριέψουν κι άλλο τα πράγματα, ο Ψύλλος όρμησε έξω από το καφενείο και εξαφανίστηκε.
- Άκου να μας αποκαλέσει πρόβατα! είπε κάποιος.
- Δεν κοιτάει τα χάλια του, είπε κάποιος άλλος.
- Να δούμε τώρα τι θα κάνει, που έμεινε χωρίς δουλειά, είπε κι ένας τρίτος.
- Μάλλον θα πάει να γίνει βασιλιάς, είπε ένας τέταρτος και όλοι έβαλαν τα γέλια.
Ο Ψύλλος πήγε στην καλύβα του και διηγήθηκε όσα είχαν γίνει στη γιαγιά του.
- Και τώρα τι θα κάνεις, παιδάκι μου; ρώτησε η γιαγιά.
- Θα πρέπει να φύγω από εδώ, είπε ο Ψύλλος. Έχασα τη δουλειά μου και, απ'ό,τι καταλαβαίνω, δεν υπάρχει περίπτωση να βρω άλλη. Θα πάω να βρω την τύχη μου, λοιπόν, μακριά από εδώ. Και όταν τα καταφέρω, θα γυρίσω για να σε πάρω κι εσένα κοντά μου, γιαγιά.
Η γιαγιά τού έδωσε την ευχή της, και ο Ψύλλος φόρεσε την κάπα του και έφυγε από το χωριό.
Και από τότε κανένας δεν τον ξαναείδε τον Ψύλλο. Και οι χωρικοί βρήκαν άλλο βοσκό για τα πρόβατά τους: κάποιον που δεν ήταν ψηλομύτης και που ήξερε πως οι άνθρωποι ήταν πολύ καλύτεροι από τα πρόβατα.
Και έζησαν όλοι καλά. Και τα πρόβατα καλύτερα.