Ο δόκτωρ Τζιοβάνι Ντιβάνι έβαλε μία τελεία στην πρόταση που είχε γράψει και πήρε μια βαθειά ανάσα. Έβγαλε τα γυαλιά που φορούσε και κοίταξε τον ασθενή του.
- Λοιπόν, είπε. Από όσα μου είπατε φαίνεται καταρά ότι υπάρκουν κάποια τέματα που ακόμα ντεν έκετε λύσει και αυτά είναι που ντημιουργκούν όλα σας τα προβλήματα. Βλέπουμε έντονη ανασφάλεια, που συνντυάζεται με ένα εμφανώς Οιντιπόντειο σύμπλεγκμα, και η οποία ανασφάλεια έκει τις ρίζες της στην παιντική σας ηλικία.
- Μπορείτε να με βοηθήσετε; ρώτησε ο Ιούνιος.
- Είναι ντύσκολο, αλλά όκι ακατόρτωτο. Μα, να κσέρετε, τη σημαντικότερη ντουλειά πρέπει να την κάνετε εσείς.
- Τι θα πρέπει να κάνω;
- Πρώτα-πρώτα, τα πρέπει να πιστέπσετε ότι η μητέρα σας σας αγκαπά...
- Μα το ξέρω ότι με αγαπάει η μητέρα μου.
- ... και τα πρέπει να τα βρείτε με τον αντερφό σας.
- Μόνο όταν πάψει να είναι το αγαπημένο της παιδί.
- Μα αυτό που λέτε ντεν είναι λογκικό. Μία μητέρα ντεν κσεκωρίζει τα παιντιά της.
- Κι όμως, η δικιά μου κάνει διακρίσεις!
- Μα σκεφτείτε λογκικά, γκιατί να το κάνει αυτό;
- Λόγω της κλιμακτηρίου!
- Ίσως ντεν είναι σωστό να το πω αυτό, αλλά νομίζω ότι παραλογκίζεστε...
- Δεν ξέρετε εσείς, από όταν μπήκε στην κλιμακτήριο, που κάθε τρεις και λίγο ζεσταίνεται, όλο μου χτυπάει ότι δεν είμαι σαν εκείνον! Δεν φτάνει που τον Οκτώβριο τον έκανε πιο ψηλό, τώρα μου λέει ότι θα έπρεπε να του μοιάσω κιόλας!
- Τα μπορούσατε, ίσως, να βάλετε λίγκο νερό στο κρασί σας...
- Τον έχετε δει τον Οκτώβριο; Δεν βλέπεται!
- Τώρα νομίζω ότι υπερβάλλετε. Μήπως κατά βάτος τον ζηλεύετε λίγκο;
- Τι λέτε, δόκτωρ Ντιβάνι; Το πρόσωπό του είναι σκαμμένο από την ακμή, είναι στραβούλιακας και χωρίς γυαλιά δεν μπορεί να δει ούτε τη μύτη του, και είναι και στραβοκάνης! Ενώ εγώ...
Ένας ήχος από τριζόνι ακούστηκε.
- Με συγχωρείτε, είπε ο Ιούνιος, το κινητό μου είναι.
- Ντεν είπαμε ότι το κινητό τα πρέπει να είναι σβηστό σε όλη τη ντιάρκεια της συνεντρίας; είπε ο δόκτωρ Ντιβάνι και τον κοίταξε αυστηρά.
- Μα είναι η γυναίκα μου, είπε αυτός και το πήρε στο χέρι του. Έλα, μωρό μου, τι συμβαίνει; είπε στο τηλέφωνο.
Μία πολύ λεπτή φωνή ακούστηκε μέχρι το δόκτωρα Ντιβάνι.
- Ναι, βεβαίως, έχεις δίκιο, θα το διορθώσω τώρα αμέσως, τίποτα άλλο χρειάζεσαι, μωράκι μου;
Η φωνή δεν ακούστηκε. Ο Ιούνιος πλησίασε το παράθυρο, το άνοιξε και φύσηξε προς τα έξω. Τα σύννεφα, που είχαν καλύψει τον ουρανό, έφυγαν άρον-άρον και ο ήλιος, που κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, χαμογέλασε πλατιά.
- Έβαλε πλυντήριο και θέλει να απλώσει, είπε ο Ιούνιος στο δόκτορα Ντιβάνι και γύρισε στη θέση του.
Ο δόκτωρ Ντιβάνι πήρε μια βαθειά ανάσα και ξανάρχισε να μιλάει.
- Λέγκαμε ότι τα πρέπει να τα βρείτε με τον αντερφό σας.
- Αυτό δε γίνεται. Βρείτε κάτι άλλο να μου προτείνετε.
Ο δόκτωρ Ντιβάνι έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του.
- Έκουν καλή σκέση, η μητέρα σας και η σύζυγκός σας; ρώτησε.
- Μα το πρόβλημα το έχω εγώ, δεν το έχουν εκείνες!
- Ναι, αλλά ντεν παύουν να είναι οι πιο σημαντικές γκυναίκες στη ζωή σας...
Το τριζόνι ακούστηκε και πάλι. Ο Ιούνιος έπιασε το κινητό.
- Είναι η μαμά, είπε και το έβαλε στο αυτί του. Έλα, μαμά, όλα καλά;... Α, ναι; Το ξέρω, έχεις δίκιο, αλλά έβαλε πλυντήριο... Ζεσταίνεσαι, ε;... Δεν μπορείς να περιμένεις λίγ... ναι, εντάξει,... όχι, καταλαβαίνω,... ναι, εντάξει, μην ανησυχείς.
Ο Ιούνιος άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε προς τα έξω. Έφερε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά. Αμέσως ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν. Ο ουρανός σκοτείνιασε τελείως. Ο δόκτωρ Ντιβάνι άναψε ένα μικρό λαμπατέρ που είχε δίπλα του.
- Κλιμακτήριος, είπε ο Ιούνιος και κάθησε στη θέση του. Ζεσταίνεται η καημένη.
Ο δόκτωρ ήπιε μια γουλιά νερό. Το διάφανο χρώμα του έκρυβε επιμελώς ένα διαλυμένο ηρεμιστικό.
- Συνεχίστε, είπε ο Ιούνιος.
Το τριζόνι ακούστηκε και πάλι.
- Έλα, μωρό μου, τι συμβ... ναι, το ξέρω... η μαμά... ξέρεις τώρα, η κλιμακτήριος, ζεσταίν..., ναι, μωρό μου, το ξέρω, πρέπει να στεγνώσουν τα ρούχα, κάνε λίγο υπομονή και θα το ρυθμίσω... ε, μάνα μου είναι, τι θέλεις να κάνω;... καλά, εντάξει...
Το παράθυρο ξανάνοιξε και ο Ιούνιος ξανάρχισε να φυσάει. Το δωμάτιο φωτίστηκε και ο δόκτωρ έσβησε το λαμπατέρ. Αλλά το τριζόνι ξανακούστηκε.
- Ναι, μαμά, ναι, το ξέρω, αλλά η Βαλεντίνα... τι ποια Βαλεντίνα, η γυναίκα μου, βρε μαμά,... δεν μπορώ τώρα αμέσως, έχει απλώσει..., εννοείται ότι με νοιάζει, τι λόγια είναι αυτά,... ναι, θα το φροντίσω, κάνε μόνο λίγη υπομονή... ναι, το ξέρω ότι προτιμούσες τη Βερόνικα, αλλά εμένα μου άρεσε η Βαλεντίνα, τι να κάνουμε τώρα;... τέλος πάντων,... ναι, θα το φροντίσω είπα... τι δουλειά έχει ο Οκτώβριος, και εγώ μπορώ!... θα το φροντίσω είπα!
Το παράθυρο ξανάνοιξε και ο δόκτωρ Ντιβάνι ήπιε άλλη μια γουλιά νερό και ξανάναψε το λαμπατέρ.
- Καταλαβαίνετε, είπε ο δόκτωρ, ότι η λύση στο πρόβλημά σας ντεν βρίσκεται και τόσο κοντά τελικά...
- Γιατί το λέτε αυτό; ρώτησε ο Ιούνιος. Επειδή φροντίζω τη μητέρα μου; Τι άνθρωπος είστε, επιτέλους; Δεν τη λυπάστε καθόλου; Περνάει κλιμακτήριο λέμε!