- Παραμονή αύριο, χα! χα! χα! είπε ο κλόουν με το λουλούδι στο πέτο.
- Τι γελάς, βρε καραγκιόζη; είπε το άσπρο αρκουδάκι, που καθόταν στο μέσο του κρεβατιού.
- Τι τρέχει, τι θέλεις; πετάχτηκε ο μικρός καραγκιόζης, που ήταν πεσμένος ανάμεσα σε τρεις κούκλες με γυμνά πόδια.
- Ποιος σου μίλησε εσένα; είπε το αρκουδάκι. Εγώ στον κλόουν μιλάω!
- Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά άκουσα το όνομά μου, είπε ο καραγκιόζης και ξαναξάπλωσε ανάμεσα στις κούκλες.
- Γράψε λάθος! Λοιπόν, γιατί γελάς εσύ, για να'χουμε καλό ρώτημα;
- Συγγνώμη, βρε παιδιά, δε γελάω, για όλα φταίει αυτή η απαίσια γκριμάτσα που είναι κολλημένη επάνω στο πρόσωπό μου...
- Παιδιά, συγκεντρωθείτε! είπε μία κούκλα με ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά, που της έλειπε το ένα παπούτσι. Αύριο έρχεται ο Άη-Βασίλης, και μαζί μ'αυτόν, έρχονται και τα καινούργια παιχνίδια!
- Κι εσύ τι ανησυχείς, Σταχτοπούτα; ρώτησε ένας πορτοκαλί δεινόσαυρος.
- Ως πότε θα με κοροϊδεύεις;
- Ώσπου να ξαναβρείς το παπούτσι σου, εννοείται.
- Τι να περιμένει κανείς από κάποιον που είναι υπό εξαφάνιση; Μόνο να ελπίζει ότι μαζί με αυτόν θα εξαφανιστούν και τα κρύα του αστεία...
- Παιδιά, έχει δίκιο η Σταχτ..., η Τζέσικα, θέλω να πω, είπε η μία από τις τρεις κούκλες με τα γυμνά πόδια. Αύριο έρχονται τα νέα παιχνίδια και εμείς θα παραγκωνιστούμε ακόμα περισσότερο. Κάτι πρέπει να κάνουμε! Και, σας θυμίζω ότι ακόμη δεν έχουμε καταλήξει πουθενά.
- Πού θέλετε να καταλήξουμε; είπε ένα αυτοκινητάκι, με βγαλμένη τη μία πόρτα. Η λύση είναι μία: απαγωγή!
- Μη λες βλακείες, πώς θα απαγάγουμε τον Άη-Βασίλη; ρώτησε ο δεινόσαυρος.
- Θα τον αρπάξουμε και θα τον πάμε σε μια απομονωμένη τοποθεσία.
- Μπορείς να κυνηγήσεις το έλκηθρο, μήπως;
- Θα τον απαγάγουμε όταν κατέβει από το έλκηθρο!
- Τώρα μάλιστα! Και νομίζεις ότι θα κάτσει να τον απαγάγουν;
- Είναι ένας και είμαστε τόσοι!
- Ίσως αν του εξηγούσαμε... είπε δειλά μία κούκλα με ασημί μπότες.
- Να του εξηγούσαμε τι; Ότι δεν θέλουμε άλλα παιχνίδια; Ότι θέλουμε να μείνουμε όπως είμαστε τώρα και δεν θέλουμε να παραγκωνιστούμε από κανένα καινούργιο παιχνίδι;
- Αφού αυτή είναι η αλήθεια!
- Και λες ότι θα του αρέσει αυτό; Ότι θα το ακούσει και θα πει "ναι, δίκιο έχετε, παίρνω τα καινούργια παιχνίδια και φεύγω"; Όχι, βέβαια!
- Και τι θα κάνουμε, τότε; Η ώρα περνάει και αυτό είναι εις βάρος μας...
- Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, είπε ένας λευκός αξιωματικός, που μόλις είχε επιτεθεί σε ένα μαύρο άλογο. Το πράγμα χρειάζεται δράση, και η δράση, για να έχει επιτυχία, χρειάζεται οργάνωση. Άντρες, στοιχηθείτε!
- Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε εδώ μέσα είναι μία στρατιωτική επέμβαση, μουρμούρισε ο κλόουν, χα! χα! χα!
- Το πρώτο πράγμα που χρειαζόμαστε εδώ μέσα είναι στρατιωτική πειθαρχία, απάντησε ο αξιωματικός.
- Γιατί δεν του μπλοκάρουμε την είσοδο; είπε μία κιθάρα με τρεις χορδές. Πώς θα μπει αν φράξουμε την καμινάδα;
- Πώς να την φράξουμε; ρώτησε ο καραγκιόζης. Θα σκαρφαλώσουμε μέσα στην καμινάδα; Εγώ δεν μπορώ, έχω υψοφοβία. Αφήστε που η καμπούρα θα με εμποδίζει στο σκαρφάλωμα...
- Εγώ δεν έχω πρόβλημα να αναρριχηθώ μέσα στην καμινάδα, είπε ένα κόκκινο, πυροσβεστικό όχημα και σήκωσε ψηλά την σκάλα του. Αλλά θαρρώ πως είμαι πολύ μικρός για να τα καταφέρω μόνος μου.
- Θα το κάνουμε όλοι μαζί, είπε ο δεινόσαυρος.
- Εγώ συμφωνώ, είπε το άσπρο αρκουδάκι.
- Κι εγώ, είπε η κούκλα με το ένα παπούτσι.
- Κι εγώ συμφωνώ, είπε και η κούκλα με τις ασημί μπότες.
Ένα-ένα, τα παιχνίδια συνειδητοποίησαν ότι η μόνη λύση για να μην έρθουν καινούργια παιχνίδια στο σπίτι ήταν να φράξουν την καμινάδα με τα ίδια τους τα κορμιά. Σκαρφάλωσαν, λοιπόν, προσεκτικά, στην καμινάδα - όλα εκτός από τον καραγκιόζη που έπασχε από υψοφοβία - και περίμεναν...
Και οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά, αλλά κάποια στιγμή έφτασαν τα μεσάνυχτα. Και μαζί με τους δώδεκα χτύπους του μεγάλου ρολογιού του σπιτιού, ακούστηκαν ήχοι από βήματα στην σκεπή. Και τα βήματα, αργά-αργά και βαριά, πλησίασαν την καμινάδα...
Τα παιχνίδια κράτησαν μεμιάς την αναπνοή τους. Μέχρι που ένιωσαν ένα βαρύ σώμα να πέφτει επάνω στα δικά τους σφιχταγκαλιασμένα σώματα.
- Τι συμβαίνει; ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη. Τι είναι αυτό που φράζει την καμινάδα; Α, δεν το πιστεύω... Δεινόσαυρε, εσύ είσαι; Μα, μια στιγμή, τι κάνεις εδώ, εγώ ο ίδιος δε σε έφερα σε αυτό εδώ το σπίτι, τρία χρόνια πριν; Τι κάνεις μέσα στην καμινάδα; Γιατί δεν είσαι στη θέση σου, μέσα στο σπίτι; Μπέλα, εσύ είσαι; Βέβαια, εσύ είσαι, θυμάμαι ξεκάθαρα τις ξανθές σου μπούκλες! Μα πού πήγε το παπούτσι σου; Αν νομίζεις ότι θα το βρεις μέσα στην καμινάδα, κάνεις λάθος... Ε, όχι! Κλόουν, και εσύ εδώ; Μα τι κάνετε όλα τα παιχνίδια μέσα στην καμινάδα; Πώς θα κατέβω;
- Να μας κάνεις τη χάρη και να μην κατέβεις, είπε το άσπρο αρκουδάκι.
- Πώς; Μα, τι λέτε, πώς είναι δυνατόν να μην κατέβω; Κάντε μου τη χάρη και κατεβείτε εσείς, ο σάκος είναι βαρύς και έχει αρχίσει ήδη να με πονάει η μέση μου..,
- Ποτέ! φώναξε το αυτοκινητάκι που του έλειπε η πόρτα.
- Ποτέ των ποτών! φώναξε και η μία από τις κούκλες με τα γυμνά πόδια.
- Εδώ θα μείνουμε, είπε και η κούκλα με το ένα παπούτσι.
- Μα γιατί μου φράζετε τον δρόμο; Πώς θα φέρω τα καινούργια παιχνίδια;
- Αμ' δε θα τα φέρεις!
- Άλλο πάλι και τούτο! Πού ακούστηκε ο Άη-Βασίλης να μη φέρει τα δώρα;
- Να φύγεις!
- Να πας αλλού!
- Αυτό που λέτε δε γίνεται... Κάντε στην άκρη να περάσω, ο σάκος είναι βαρύς...
- Αλτ! φώναξε ο αξιωματικός. Μην κουνηθεί κανείς! Άη-Βασίλη, εν ονόματι των παιχνιδιών αυτού του σπιτιού, σε διατάζω να απομακρυνθείς ησύχως!
- Κάντε στην άκρη, που σας λέω, και τα έχω κι εγώ τα κιλάκια μου...
- Αλτ! είπα! Άη-Βασίλη, σε διατάζω να απομακρυνθείς ησύχως! φώναξε και πάλι ο αξιωματικός. Άντρες, λάβετε θέσεις!
- Δεν πάω πουθενά, είπε ο Άη-Βασίλης, θα μείνω εδώ μέχρι να σοβαρευτείτε... Μα, τι σας έχει πιάσει, επιτέλους;
- Δε θέλουμε άλλα δώρα! φώναξε ο δεινόσαυρος.
- Δε θέλουμε άλλα παιχνίδια! φώναξε και ο καραγκιόζης, από την κάτω άκρη της καμινάδας.
- Μα τα δώρα δεν τα φέρνω σε εσάς...
- Ναι, αλλά εμείς τα τραβάμε όλα!
- Τι εννοείτε, δηλαδή;
- Εμείς τώρα έχουμε παλιώσει, και έρχεσαι εσύ με τα καινούργια τα παιχνίδια, τα γυαλιστερά, και εμείς θα μείνουμε σε μία άκρη και θα ξεχαστούμε... Και κανείς δεν θα παίζει μαζί μας, και στο τέλος θα μας πετάξουν, σαν στυμμένες λεμονόκουπες...
- Α, ώστε αυτό ήταν! είπε ο Άη-Βασίλης.
- Αυτό βέβαια! Γι'αυτό, πάρε το σάκο σου και φύγε!
- Αυτό που λέτε δε γίνεται.
- Ούτε αυτό που θέλεις να κάνεις εσύ γίνεται.
- Μα, δε μου λέτε: δεν τα αγαπάτε καθόλου τα παιδιά;
- Εννοείται πως τα αγαπάμε, γι'αυτό και νοιαζόμαστε...
- Αν νοιαζόσασταν τόσο, δεν θα την φράζατε την καμινάδα...
- Μα, θέλουμε να παίζουμε μαζί τους!
- Ναι, αλλά τα ίδια τα παιδιά μου ζήτησαν τα καινούργια παιχνίδια!
- Ναι, αλλά τα καινούργια παιχνίδια είναι καινούργια!
- Και γυαλιστερά!
- Και καινούργια!
- Και δεν τους λείπουν παπούτσια!
- Και είναι και καινούργια!
- Και είναι καινούργια!
- Και δεν τα ξέρουν τα παιδιά!
- Ναι, δεν τα ξέρουν...
- Και ούτε τα αγαπάνε, όπως τα αγαπάμε εμείς!
- Και ποιος σας είπε ότι τα καινούργια παιχνίδια είναι μόνο για τα παιδιά; είπε ο Άη-Βασίλης.
- Τι εννοείς;
- Τι να εννοώ; Δεν σας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι τα καινούργια παιχνίδια θα γίνουν και δικοί σας φίλοι;
- Αλήθεια είναι τώρα αυτό;
- Αλήθεια βέβαια!
- Κι αν δε θέλουν να γίνουν φίλοι μας;
- Πώς δε θέλουν! Να, τώρα δα μου το έλεγαν!
- Τι σου έλεγαν, δηλαδή;
- Πως ανυπομονούν να σας γνωρίσουν!
- Αλήθεια;
- Αλήθεια!
- Ορκίζεσαι;
- Ορκίζομαι.
Για μια στιγμή, η καμινάδα βουβάθηκε.
- Λοιπόν; έσπασε τη σιωπή ο Άη-Βασίλης, θα με αφήσετε τελικά να κατέβω;
Τα παιχνίδια άρχισαν να σκουντιούνται. Και αφού σκουντήθηκαν αρκετά, το αποφάσισαν. Και ένα-ένα, άρχισαν να κατεβαίνουν από την καμινάδα. Και μαζί τους κατέβηκε και ο Άη-Βασίλης με το σάκο του. Και από μέσα από το σάκο ξεπήδησαν μία μπαλαρίνα με ροζ φορεματάκι και ένα ασημένιο πατίνι.
- Γεια σας, παιδιά, είπε το πατίνι.
- Τι ωραία που είστε εδώ, είπε και η μπαλαρίνα.
Και τα παλιά παιχνίδια πλησίασαν τα καινούργια και άρχισαν τις ερωτήσεις. Και μέχρι το πρωί, που τα παιδιά ξύπνησαν και έτρεξαν να βρουν τα δώρα τους, όλα τα παιχνίδια είχαν ήδη γίνει μια παρέα. Και, αφού τα παιδιά άνοιξαν τα δώρα τους και βρήκαν την μπαλαρίνα και το πατίνι, και αφού έπαιξαν μαζί τους μέχρι που κουράστηκαν, και αφού έφτασε το βράδυ και τα παιδιά πήγαν για ύπνο, τα παιχνίδια, καινούργια και παλιά, έκαναν το πρώτο τους πάρτυ. Και τα παλιά παιχνίδια, συνειδητοποίησαν ότι ο Άη-Βασίλης μάλλον είχε δίκιο...