Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Παράδοση μετ'εμποδίων

 



     - Παραμονή αύριο, χα! χα! χα! είπε ο κλόουν με το λουλούδι στο πέτο.
     - Τι γελάς, βρε καραγκιόζη; είπε το άσπρο αρκουδάκι, που καθόταν στο μέσο του κρεβατιού.
     - Τι τρέχει, τι θέλεις; πετάχτηκε ο μικρός καραγκιόζης, που ήταν πεσμένος ανάμεσα σε τρεις κούκλες με γυμνά πόδια.
     - Ποιος σου μίλησε εσένα; είπε το αρκουδάκι. Εγώ στον κλόουν μιλάω!
     - Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά άκουσα το όνομά μου, είπε ο καραγκιόζης και ξαναξάπλωσε ανάμεσα στις κούκλες.
     - Γράψε λάθος! Λοιπόν, γιατί γελάς εσύ, για να'χουμε καλό ρώτημα;
     - Συγγνώμη, βρε παιδιά, δε γελάω, για όλα φταίει αυτή η απαίσια γκριμάτσα που είναι κολλημένη επάνω στο πρόσωπό μου...
     - Παιδιά, συγκεντρωθείτε! είπε μία κούκλα με ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά, που της έλειπε το ένα παπούτσι. Αύριο έρχεται ο Άη-Βασίλης, και μαζί μ'αυτόν, έρχονται και τα καινούργια παιχνίδια!
     - Κι εσύ τι ανησυχείς, Σταχτοπούτα; ρώτησε ένας πορτοκαλί δεινόσαυρος.
     - Ως πότε θα με κοροϊδεύεις;
     - Ώσπου να ξαναβρείς το παπούτσι σου, εννοείται. 
     - Τι να περιμένει κανείς από κάποιον που είναι υπό εξαφάνιση; Μόνο να ελπίζει ότι μαζί με αυτόν θα εξαφανιστούν και τα κρύα του αστεία...
     - Παιδιά, έχει δίκιο η Σταχτ..., η Τζέσικα, θέλω να πω, είπε η μία από τις τρεις κούκλες με τα γυμνά πόδια. Αύριο έρχονται τα νέα παιχνίδια και εμείς θα παραγκωνιστούμε ακόμα περισσότερο. Κάτι πρέπει να κάνουμε! Και, σας θυμίζω ότι ακόμη δεν έχουμε καταλήξει πουθενά.
     - Πού θέλετε να καταλήξουμε; είπε ένα αυτοκινητάκι, με βγαλμένη τη μία πόρτα. Η λύση είναι μία: απαγωγή!
     - Μη λες βλακείες, πώς θα απαγάγουμε τον Άη-Βασίλη; ρώτησε ο δεινόσαυρος.
     - Θα τον αρπάξουμε και θα τον πάμε σε μια απομονωμένη τοποθεσία.
     - Μπορείς να κυνηγήσεις το έλκηθρο, μήπως;
     - Θα τον απαγάγουμε όταν κατέβει από το έλκηθρο!
     - Τώρα μάλιστα! Και νομίζεις ότι θα κάτσει να τον απαγάγουν;
     - Είναι ένας και είμαστε τόσοι!
     - Ίσως αν του εξηγούσαμε... είπε δειλά μία κούκλα με ασημί μπότες.
     - Να του εξηγούσαμε τι; Ότι δεν θέλουμε άλλα παιχνίδια; Ότι θέλουμε να μείνουμε όπως είμαστε τώρα και δεν θέλουμε να παραγκωνιστούμε από κανένα καινούργιο παιχνίδι;
     - Αφού αυτή είναι η αλήθεια!
     - Και λες ότι θα του αρέσει αυτό; Ότι θα το ακούσει και θα πει "ναι, δίκιο έχετε, παίρνω τα καινούργια παιχνίδια και φεύγω"; Όχι, βέβαια!
     - Και τι θα κάνουμε, τότε; Η ώρα περνάει και αυτό είναι εις βάρος μας...
     - Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, είπε ένας λευκός αξιωματικός, που μόλις είχε επιτεθεί σε ένα μαύρο άλογο. Το πράγμα χρειάζεται δράση, και η δράση, για να έχει επιτυχία, χρειάζεται οργάνωση. Άντρες, στοιχηθείτε!
     - Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε εδώ μέσα είναι μία στρατιωτική επέμβαση, μουρμούρισε ο κλόουν, χα! χα! χα!
     - Το πρώτο πράγμα που χρειαζόμαστε εδώ μέσα είναι στρατιωτική πειθαρχία, απάντησε ο αξιωματικός.
     - Γιατί δεν του μπλοκάρουμε την είσοδο; είπε μία κιθάρα με τρεις χορδές. Πώς θα μπει αν φράξουμε την καμινάδα;
     - Πώς να την φράξουμε; ρώτησε ο καραγκιόζης. Θα σκαρφαλώσουμε μέσα στην καμινάδα; Εγώ δεν μπορώ, έχω υψοφοβία. Αφήστε που η καμπούρα θα με εμποδίζει στο σκαρφάλωμα...
     - Εγώ δεν έχω πρόβλημα να αναρριχηθώ μέσα στην καμινάδα, είπε ένα κόκκινο, πυροσβεστικό όχημα και σήκωσε ψηλά την σκάλα του. Αλλά θαρρώ πως είμαι πολύ μικρός για να τα καταφέρω μόνος μου.
     - Θα το κάνουμε όλοι μαζί, είπε ο δεινόσαυρος.
     - Εγώ συμφωνώ, είπε το άσπρο αρκουδάκι.
     - Κι εγώ, είπε η κούκλα με το ένα παπούτσι.
     - Κι εγώ συμφωνώ, είπε και η κούκλα με τις ασημί μπότες.
     Ένα-ένα, τα παιχνίδια συνειδητοποίησαν ότι η μόνη λύση για να μην έρθουν καινούργια παιχνίδια στο σπίτι ήταν να φράξουν την καμινάδα με τα ίδια τους τα κορμιά. Σκαρφάλωσαν, λοιπόν, προσεκτικά, στην καμινάδα - όλα εκτός από τον καραγκιόζη που έπασχε από υψοφοβία - και περίμεναν...
     Και οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά, αλλά κάποια στιγμή έφτασαν τα μεσάνυχτα. Και μαζί με τους δώδεκα χτύπους του μεγάλου ρολογιού του σπιτιού, ακούστηκαν ήχοι από βήματα στην σκεπή. Και τα βήματα, αργά-αργά και βαριά, πλησίασαν την καμινάδα...
     Τα παιχνίδια κράτησαν μεμιάς την αναπνοή τους. Μέχρι που ένιωσαν ένα βαρύ σώμα να πέφτει επάνω στα δικά τους σφιχταγκαλιασμένα σώματα.
     - Τι συμβαίνει; ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη. Τι είναι αυτό που φράζει την καμινάδα; Α, δεν το πιστεύω... Δεινόσαυρε, εσύ είσαι; Μα, μια στιγμή, τι κάνεις εδώ, εγώ ο ίδιος δε σε έφερα σε αυτό εδώ το σπίτι, τρία χρόνια πριν; Τι κάνεις μέσα στην καμινάδα; Γιατί δεν είσαι στη θέση σου, μέσα στο σπίτι; Μπέλα, εσύ είσαι; Βέβαια, εσύ είσαι, θυμάμαι ξεκάθαρα τις ξανθές σου μπούκλες! Μα πού πήγε το παπούτσι σου; Αν νομίζεις ότι θα το βρεις μέσα στην καμινάδα, κάνεις λάθος... Ε, όχι! Κλόουν, και εσύ εδώ; Μα τι κάνετε όλα τα παιχνίδια μέσα στην καμινάδα; Πώς θα κατέβω;
     - Να μας κάνεις τη χάρη και να μην κατέβεις, είπε το άσπρο αρκουδάκι.
     - Πώς; Μα, τι λέτε, πώς είναι δυνατόν να μην κατέβω; Κάντε μου τη χάρη και κατεβείτε εσείς, ο σάκος είναι βαρύς και έχει αρχίσει ήδη να με πονάει η μέση μου..,
     - Ποτέ! φώναξε το αυτοκινητάκι που του έλειπε η πόρτα.
     - Ποτέ των ποτών! φώναξε και η μία από τις κούκλες με τα γυμνά πόδια.
     - Εδώ θα μείνουμε, είπε και η κούκλα με το ένα παπούτσι.
     - Μα γιατί μου φράζετε τον δρόμο; Πώς θα φέρω τα καινούργια παιχνίδια;
     - Αμ' δε θα τα φέρεις!
     - Άλλο πάλι και τούτο! Πού ακούστηκε ο Άη-Βασίλης να μη φέρει τα δώρα;
     - Να φύγεις!
     - Να πας αλλού!
     - Αυτό που λέτε δε γίνεται... Κάντε στην άκρη να περάσω, ο σάκος είναι βαρύς...
     - Αλτ! φώναξε ο αξιωματικός. Μην κουνηθεί κανείς! Άη-Βασίλη, εν ονόματι των παιχνιδιών αυτού του σπιτιού, σε διατάζω να απομακρυνθείς ησύχως!
     - Κάντε στην άκρη, που σας λέω, και τα έχω κι εγώ τα κιλάκια μου...
     - Αλτ! είπα! Άη-Βασίλη, σε διατάζω να απομακρυνθείς ησύχως! φώναξε και πάλι ο αξιωματικός. Άντρες, λάβετε θέσεις!
     - Δεν πάω πουθενά, είπε ο Άη-Βασίλης, θα μείνω εδώ μέχρι να σοβαρευτείτε... Μα, τι σας έχει πιάσει, επιτέλους;
     - Δε θέλουμε άλλα δώρα! φώναξε ο δεινόσαυρος.
     - Δε θέλουμε άλλα παιχνίδια! φώναξε και ο καραγκιόζης, από την κάτω άκρη της καμινάδας.
     - Μα τα δώρα δεν τα φέρνω σε εσάς...
     - Ναι, αλλά εμείς τα τραβάμε όλα!
     - Τι εννοείτε, δηλαδή;
     - Εμείς τώρα έχουμε παλιώσει, και έρχεσαι εσύ με τα καινούργια τα παιχνίδια, τα γυαλιστερά, και εμείς θα μείνουμε σε μία άκρη και θα ξεχαστούμε... Και κανείς δεν θα παίζει μαζί μας, και στο τέλος θα μας πετάξουν, σαν στυμμένες λεμονόκουπες...
     - Α, ώστε αυτό ήταν! είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Αυτό βέβαια! Γι'αυτό, πάρε το σάκο σου και φύγε!
     - Αυτό που λέτε δε γίνεται.
     - Ούτε αυτό που θέλεις να κάνεις εσύ γίνεται.
     - Μα, δε μου λέτε: δεν τα αγαπάτε καθόλου τα παιδιά;
     - Εννοείται πως τα αγαπάμε, γι'αυτό και νοιαζόμαστε...
     - Αν νοιαζόσασταν τόσο, δεν θα την φράζατε την καμινάδα...
     - Μα, θέλουμε να παίζουμε μαζί τους!
     - Ναι, αλλά τα ίδια τα παιδιά μου ζήτησαν τα καινούργια παιχνίδια!
     - Ναι, αλλά τα καινούργια παιχνίδια είναι καινούργια!
     - Και γυαλιστερά!
     - Και καινούργια!
     - Και δεν τους λείπουν παπούτσια!
     - Και είναι και καινούργια!
     - Και είναι καινούργια!
     - Και δεν τα ξέρουν τα παιδιά!
     - Ναι, δεν τα ξέρουν...
     - Και ούτε τα αγαπάνε, όπως τα αγαπάμε εμείς!
     - Και ποιος σας είπε ότι τα καινούργια παιχνίδια είναι μόνο για τα παιδιά; είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Τι εννοείς;
     - Τι να εννοώ; Δεν σας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι τα καινούργια παιχνίδια θα γίνουν και δικοί σας φίλοι;
     - Αλήθεια είναι τώρα αυτό;
     - Αλήθεια βέβαια!
     - Κι αν δε θέλουν να γίνουν φίλοι μας;
     - Πώς δε θέλουν! Να, τώρα δα μου το έλεγαν!
     - Τι σου έλεγαν, δηλαδή;
     - Πως ανυπομονούν να σας γνωρίσουν!
     - Αλήθεια;
     - Αλήθεια!
     - Ορκίζεσαι;
     - Ορκίζομαι.
     Για μια στιγμή, η καμινάδα βουβάθηκε.
     - Λοιπόν; έσπασε τη σιωπή ο Άη-Βασίλης, θα με αφήσετε τελικά να κατέβω;
     Τα παιχνίδια άρχισαν να σκουντιούνται. Και αφού σκουντήθηκαν αρκετά, το αποφάσισαν. Και ένα-ένα, άρχισαν να κατεβαίνουν από την καμινάδα. Και μαζί τους κατέβηκε και ο Άη-Βασίλης με το σάκο του. Και από μέσα από το σάκο ξεπήδησαν μία μπαλαρίνα με ροζ φορεματάκι και ένα ασημένιο πατίνι.
     - Γεια σας, παιδιά, είπε το πατίνι.
     - Τι ωραία που είστε εδώ, είπε και η μπαλαρίνα.
     Και τα παλιά παιχνίδια πλησίασαν τα καινούργια και άρχισαν τις ερωτήσεις. Και μέχρι το πρωί, που τα παιδιά ξύπνησαν και έτρεξαν να βρουν τα δώρα τους, όλα τα παιχνίδια είχαν ήδη γίνει μια παρέα. Και, αφού τα παιδιά άνοιξαν τα δώρα τους και βρήκαν την μπαλαρίνα και το πατίνι, και αφού έπαιξαν μαζί τους μέχρι που κουράστηκαν, και αφού έφτασε το βράδυ και τα παιδιά πήγαν για ύπνο, τα παιχνίδια, καινούργια και παλιά, έκαναν το πρώτο τους πάρτυ. Και τα παλιά παιχνίδια, συνειδητοποίησαν ότι ο Άη-Βασίλης μάλλον είχε δίκιο...
     
     
     

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Ο πιο κατάλληλος




          Ανάμεσα σε όλες τις μαγικές χώρες της γης, η χώρα των Χριστουγέννων είναι η πιο μαγική. Μα, και πώς να μην ξεχωρίζει μια χώρα, όπου τα Χριστούγεννα κρατούν όλο τον χρόνο; Τα δέντρα στα πεζοδρόμια είναι πάντα στολισμένα με πολύχρωμες μπάλες και λαμπιόνια και τα φώτα στους δρόμους είναι φωτεινά αστέρια. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από ζαχαρωτά και μοσχομυρίζουν κέικ μπανάνα. Τα τζάμια στα παράθυρα είναι φτιαγμένα από καραμέλα και τα παραθυρόφυλλά τους από εκλεκτή σοκολάτα.  

     Το παλάτι της χώρας είναι φτιαγμένο από όλα τα χριστουγεννιάτικα γλυκά του κόσμου: κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες, πανετόνε, κορμούς σοκολάτας, χριστουγεννιάτικες πουτίγκες και παλλά άλλα. Και μέσα στο παλάτι, στη μεγάλη, κεντρική σάλα, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν τη μοναδική, μαγική μπάλα των Χριστουγέννων. Είναι μία γυάλινη μπάλα, που μέσα έχει ένα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όποιος την δει δεν εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα. Αν όμως την κουνήσει, τότε μέσα στην μπάλα αρχίζει να χιονίζει και τότε, όλες οι ευχές του πραγματοποιούνται. 

     Όλοι οι κάτοικοι της χώρας, που είναι ξωτικά, ζούσαν ευτυχισμένοι, και ούτε μπορούσαν να φανταστούν τι θα συνέβαινε, μια μέρα που ο βασιλιάς έλειπε, επειδή είχε επισκεφτεί τη χώρα του Πάσχα για διακοπές. Ένας πονηρός καλικάντζαρος, που είχε επισκεφτεί το παλάτι, έκλεψε την μπάλα των Χριστουγέννων και εξαφανίστηκε, χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας. Και όταν κατάλαβαν ότι η μπάλα έλειπε, ήταν πια πολύ αργά. Ο καλικάντζαρος είχε φύγει από τη χώρα. 

     Ο βασιλιάς γύρισε στη χώρα άρον-άρον και έστειλε τους καλύτερους αστυνομικούς στα ίχνη του καλικάντζαρου, χωρίς αποτέλεσμα. Τα Χριστούγεννα είχαν τελειώσει για πάντα. Και ο βασιλιάς αποφάσισε να παραιτηθεί και να μεταναστεύσει σε άλλη χώρα, όπου έπιασε δουλειά ως μπάτλερ. 

     Αλλά, τι έκανε ο καλικάντζαρος; Μήπως εκμεταλλεύτηκε την μπάλα για να πραγματοποιήσει τις ευχές του; Όχι βέβαια! Απλώς ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο με τους άλλους καλικάντζαρους και επειδή η δικιά τους μπάλα είχε πέσει επάνω σε ένα μεγάλο καρφί, είχε τρυπήσει και είχε ξεφουσκώσει, χρειάζονταν μια καινούργια μπάλα. 

     Έτρεχε, λοιπόν, ο καλικάντζαρος, όλος χαρά για το νέο του απόκτημα, αλλά εκεί που έτρεχε τον είδαν κάτι παιδιά.  

     - Καλικάντζαρος! φώναξαν τρομαγμένα τα παιδιά. 

     - Καλικάντζαρος! φώναξε και ένας τροχονόμος, που ρύθμιζε την κυκλοφορία. Μα, πού πάει; Ε, ψιτ, εσύ, είναι κόκκινο το φανάρι, πού πας, δεν το βλέπεις; ΦρρρτΦρρρρρρρτ! 

     Και ο τροχονόμος άρχισε να κυνηγάει τον καλικάντζαρο, που είχε περάσει τον δρόμο με κόκκινο, κάτι που ήταν πολύ επικίνδυνο. 

     - Φρρρτ! φυσούσε την σφυρίχτρα του ο τροχονόμος. Φρρρρτ! Σταμάτα! Φρρρρτ!!!! Σταμάτα, σου λέω! Πρέπει να σου κόψω πρόστιμο! 

     Αλλά ο καλικάντζαρος, αντί να σταματήσει, ή έστω να κόψει ταχύτητα, άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα. Και σε μια στροφή του δρόμου, ο τροχονόμος τον έχασε. 

     - Φτου, να πάρει! είπε ο τροχονόμος. Δεν τον πρόλαβα. 

     Και ο καλικάντζαρος γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του, και όταν έφτασε ήταν λαχανιασμένος. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν είχε πια μαζί του την μπάλα των Χριστουγέννων, του είχε πέσει στον δρόμο. 

     Και από το σημείο όπου είχε πέσει η μπάλα, περνούσαν δύο παιδιά. 

     - Τι ωραία μπάλα! είπαν και τα δύο. 

     - Δικιά μου είναι, εγώ την είδα πρώτος! είπε το ένα παιδάκι στο άλλο. 

     - Όχι, εγώ την είδα πρώτος! είπε το άλλο. 

     - Εγώ θα την πάρω! είπε το πρώτο. Θα την βάλω στο δωμάτιό μου να το στολίζει. 

     - Εγώ θα την πάρω! είπε το άλλο. Θα τη βάλω στο δικό μου δωμάτιο. 

     Αλλά το πρώτο παιδάκι την είχε αρπάξει ήδη και έτρεχε στο σπίτι του. Και εκεί, την έβαλε στο κομοδίνο του και την κοίταζε. 

     - Όμορφη είναι, είπε το παιδάκι, και αν την κουνήσεις πέφτει χιόνι, για δες! Αν, τώρα είχα και μία κούπα ζεστή σοκολάτα, θα ήταν πολύ ωραία. 

     Ξαφνικά, στο κομοδίνο του εμφανίστηκε μία κούπα με ζεστή σοκολάτα, ακριβώς αυτό που είχε ζητήσει. 

     Το παιδάκι τότε κατάλαβε ότι η μπάλα ήταν μαγική, και αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί.  

     - Θέλω ένα ποδήλατο, είπε. Και θέλω και ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια! Και θέλω και ένα μεγαλύτερο σπίτι! Και θέλω και να πάω στη θάλασσα! Και θέλω και να πετάξω! 

     Όλη τη μέρα το παιδάκι ζητούσε από την μπάλα διάφορα πράγματα, και το βράδυ, κουρασμένο, αποκοιμήθηκε. Και την επόμενη μέρα, αποφάσισε να πάει βόλτα με το καινούργιο του ποδήλατο. Και εκεί που έκανε ποδήλατο, συνάντησε το άλλο παιδάκι. 

     - Καινούργιο είναι το ποδήλατο; ρώτησε το άλλο παιδάκι. Πού το βρήκες; 

     - Ας είναι καλά η μπάλα, είπε το παιδάκι. Είναι μαγική, και πραγματοποιεί όλες τις ευχές. 

     - Αλήθεια; είπε το άλλο παιδάκι. Τι ωραία, μήπως μπορείς να μου τη δώσεις για λίγο, που θέλω και εγώ ένα ποδήλατο; 

     Το παιδάκι δεν ήθελε να τη δώσει, αλλά το άλλο παιδάκι ήταν φίλος, οπότε αποφάσισε να κάνει μια εξαίρεση. 

     - Εντάξει, είπε, θα σου τη δώσω, και για να δεις τι καλός φίλος είμαι, θα σου τη δώσω για ολόκληρη τη μέρα. Το βράδυ, όμως, θα μου τη φέρεις στο σπίτι μου. Είναι εκείνο το μεγάλο, με τον τεράστιο κήπο. 

     - Μα αλλιώς δεν ήταν το σπίτι σου; 

     - Το άλλαξα. Ας είναι καλά η μπάλα! Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι; 

     - Σύμφωνοι! Το βράδυ θα σου τη φέρω στο σπίτι σου. 

     Το παιδάκι πήρε στα χέρια του την μπάλα και την κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφη. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι ήταν τα γενέθλια της μαμάς του. Κρίμα που δεν θα μπορούσε να της δώσει την μπάλα για δώρο. Αλλά, μια στιγμή: γιατί να μη ζητήσει από την μπάλα ένα όμορφο δώρο για τη μαμά του; Τέλεια ιδέα! 

     Το παιδάκι ξεκίνησε να πάει στη μαμά του, για να της ευχηθεί για τα γενέθλιά της. Εκεί, όμως, που περπατούσε, είδε ένα μικρό παιδάκι που έκλαιγε.  

     - Γιατί κλαις; το ρώτησε. 

     - Μου έσκασε το μπαλόνι μου, είπε το παιδάκι και ρούφηξε τη μύτη του. 

     - Και γι'αυτό στενοχωριέσαι; είπε το παιδάκι.  

     Και μια και δυο, το παιδάκι κούνησε την μπάλα και ζήτησε ένα καινούργιο μπαλόνι. Και το καινούργιο μπαλόνι ήταν ακόμα πιο όμορφο από το προηγούμενο, και το μικρό παιδάκι σταμάτησε να κλαίει. 

     Πιο κάτω, το παιδάκι είδε έναν παππού καθισμένο σε ένα παγκάκι, που τουρτούριζε από το κρύο. 

     - Γιατί κάθεσαι εδώ, παππού, και δεν πηγαίνεις στο σπίτι σου; ρώτησε το παιδάκι. 

     - Δεν έχω σπίτι, παιδάκι μου, είπε ο παππούς, δεν είχα λεφτά να πληρώσω το ενοίκιό μου και ο ιδιοκτήτης με έδιωξε. 

     Και το παιδάκι ζήτησε ένα σπίτι για τον παππού. Και ο παππούς βρέθηκε με το κλειδί στο χέρι, μπροστά σε ένα μικρό σπιτάκι, με έναν όμορφο κήπο γεμάτο λουλούδια. 

     Και πιο κάτω, το παιδάκι συνάντησε μία γιαγιούλα που έκλαιγε. 

     - Γιατί κλαις, γιαγιάκα; ρώτησε το παιδάκι. 

     - Αχ, παιδάκι μου, είπε η γιαγιά, σκόνταψα και έπεσα και τα ψώνια μου σκορπίστηκαν στον δρόμο, και το μπουκάλι με το γάλα έσπασε, και το γάλα χύθηκε στον δρόμο, και δεν έχω λεφτά να αγοράσω άλλο γάλα... Πώς θα φάω, τώρα, το παξιμάδι μου, που δεν έχω δόντια; 

     Και το παιδάκι ζήτησε γάλα για τη γιαγιά, και καινούργια δόντια. 

     Και η ώρα περνούσε, και το παιδάκι όλη τη μέρα έβρισκε ανθρώπους που χρειάζονταν βοήθεια. Και μόλις έφτασε το βράδυ, το παιδάκι συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προλάβει να ζητήσει το δώρο για τη μαμά του, ούτε το δικό του το ποδήλατο. Αλλά η υπόσχεση είναι υπόσχεση, και η μπάλα έπρεπε να επιστραφεί στο πρώτο παιδάκι. Και έτσι κι έγινε. 

     Το παιδάκι γύρισε στο σπίτι του, χωρίς δώρο για τη μαμά του. 

     - Χρόνια πολλά, μαμά, είπε το παιδάκι, στενοχωρημένο. 

     - Τι έχεις παιδί μου; ρώτησε η μαμά. 

     - Δεν έχω δώρο να σου δώσω, είπε το παιδάκι. 

     Και το παιδάκι διηγήθηκε στη μαμά του τι είχε συμβεί. Η μαμά του το πήρε στην αγκαλιά της και του έδωσε ένα φιλί. 

     - Να ξέρεις ότι μου έκανες το καλύτερο δώρο, είπε η μαμά.  

     - Ναι, αλλά δεν σου πήρα τίποτα, είπε το παιδάκι. 

     - Η αγάπη σου είναι από μόνη της το μεγαλύτερο δώρο, είπε η μαμά. Όλα τα άλλα αγοράζονται με χρήματα. Η αγάπη, όμως, ποτέ. Επιπλέον, μου έδειξες ότι έχω το καλύτερο παιδί του κόσμου, με τη μεγαλύτερη καρδιά, που νοιάζεται για τους άλλους. 

     Και η μαμά τού έδωσε άλλο ένα φιλάκι. 

     - Έχω φτιάξει γλυκό, είπε η μαμά. 

     Και οι δυο τους έφαγαν το γλυκό, που ήταν πολύ νόστιμο. Και το παιδάκι πήγε για ύπνο, και είδε τα πιο όμορφα όνειρα. 

     Το πρωί που το παιδάκι άνοιξε τα μάτια του, ο αέρας μύριζε ζαχαρωτά και κέικ μπανάνα. 

     - Τι ωραία που μυρίζει! σκέφτηκε το παιδάκι. 

     Και μόλις τότε είδε ότι δεν βρισκόταν στο δωμάτιό του. 

     - Να δεις που βλέπω όνειρο, σκέφτηκε. Θα φωνάξω "μαμά" και τότε θα ξυπνήσω... 

     - Μαμά! φώναξε. 

     Αλλά τίποτα δεν άλλαξε γύρω του. Μόνο που άνοιξε η πόρτα, και το δωμάτιο γέμισε ξωτικά. 

     - Καλημέρα, βασιλιά! φώναξαν όλα τα ξωτικά μαζί. 

     Τι να εννοούσαν, άραγε; Και τα ξωτικά του εξήγησαν ότι η μαγική μπάλα, που ανήκε στη χώρα των Χριστουγέννων, είχε βρεθεί τελικά από τους μυστικούς αστυνομικούς της χώρας και είχε επιστραφεί στη θέση της, στη μεγάλη σάλα του παλατιού. Και ότι επειδή δεν είχαν πια βασιλιά, είχαν αποφασίσει να κάνουν βασιλιά τον πιο άξιο για τη θέση. Και ότι μόνο κάποιος που δεν ήταν εγωιστής άξιζε να γίνει βασιλιάς στη χώρα των Χριστουγέννων. Και ότι αφού είχαν δει πόσο σωστά είχε χρησιμοποιήσει την μπάλα, είχαν αποφασίσει να κάνουν εκείνον βασιλιά στη χώρα τους, αν το ήθελε, βέβαια. Και το αγόρι έμεινε για λίγο με το στόμα ανοιχτό, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε και δέχτηκε να γίνει βασιλιάς, αρκεί να έφερναν στη χώρα και την αγαπημένη του μαμά.  

     Και ήρθε και η μαμά του στη χώρα και από τότε, το παιδάκι βασίλεψε στη χώρα και ήταν ο καλύτερος βασιλιάς, και η μαγική μπάλα δεν ξαναχάθηκε ποτέ από τη μεγάλη σάλα του παλατιού. Και το άλλο παιδάκι έμεινε στο μεγάλο του σπίτι, με τα πολλά του τα παιχνίδια, και έκανε ποδήλατο κάθε μέρα, μέχρι που το ποδήλατο χάλασε. Και το παιδάκι στενοχωρήθηκε που έμεινε χωρίς ποδήλατο, αλλά κυρίως στενοχωρήθηκε που είχε μείνει χωρίς το φίλο του...