Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Μόνιμη μεταμόρφωση

   

     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη λίμνη, ζούσε μια πάπια με τις δύο δίδυμες κόρες της. Τα παπάκια της ήταν τα πιο όμορφα παπάκια του κόσμου, όπως ήταν λογικό, και τα καλύτερα. Ήταν πολύ αγαπημένα και δεν αποχωρίζονταν ποτέ το ένα το άλλο. Όλη η λίμνη αντηχούσε από τα γέλια και τα τραγούδια τους και όταν έπαιζαν με τα άλλα παπάκια της λίμνης, πάντα γίνονταν αρχηγοί. Η πάπια καμάρωνε πολύ τα παπάκια της και όλες οι άλλες πάπιες της λίμνης τη ζήλευαν, στα κρυφά, βέβαια.
     Η χαρούμενη ζωή της λίμνης έκανε κάθε πάπια να ονειρεύεται τα καλύτερα για τα παπάκια της και τη γέμιζε αισιοδοξία, όλα όμως άλλαξαν απότομα για τη συγκεκριμένη μαμά πάπια, όταν οι δύο δίδυμες μπήκαν στην εφηβεία. Η πάπια δεν αναγνώριζε τα παπάκια της. Τώρα είχαν άποψη για τα πάντα, γκρίνιαζαν με το παραμικρό και αντιμιλούσαν σε κάθε τι που τους έλεγε. Το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν τα λούσα, τα πάρτυ και τα αγόρια. Η πάπια έχασε τον ύπνο της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί τέτοια εξέλιξη για τα κορίτσια της.
     Στην αρχή, βέβαια, θεώρησε ότι ήταν κάτι τυχαίο και παροδικό. Επιστράτευσε όλη τη μητρική της υπομονή και τους μιλούσε όσο πιο γλυκά μπορούσε. Αντί αυτό, όμως, να επαναφέρει τα κορίτσια της στην πρότερη εξαιρετική κατάσταση, όπως νόμιζε, αυτά συνέχισαν ακάθεκτα να γκρινιάζουν και να αντιμιλάνε.
     - Χρειάζομαι ένα νέο φόρεμα για το μεθαυριανό πάρτυ, έλεγε η μία από τις δίδυμες.
     - Κι εγώ χρειάζομαι νέο φόρεμα, έλεγε η άλλη, δεν μπορώ να φορέσω το ίδιο με αυτό που φορούσα στο προηγούμενο πάρτυ!
     - Μπορείτε να τα συνδυάσετε με διαφορετικά αξεσουάρ, πρότεινε η μαμά.
     - Αποκλείεται! έλεγαν και οι δυο με ένα στόμα. Χρειαζόμαστε καινούργια φορέματα, τέλος!
     - Καλά, παιδιά μου, να πάρετε, τους έλεγε μειλίχια η μαμά. Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο πάρτυ, είναι και άλλα πράγματα...
     Αλλά ήταν προφανές ότι οι κόρες της δεν της έδιναν την παραμικρή σημασία. Το πάρτυ και τα φορέματα έδειχναν να τις απασχολούν πολύ περισσότερο. Η μαμά πάπια άρχισε να ανησυχεί πραγματικά. Ίσως θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη μέθοδο της μειλιχιότητας και να δοκιμάσει κάτι πιο επιθετικό...
     - Βλέπω ότι τώρα τελευταία δεν μελετάτε όσο θα έπρεπε, τους είπε μια μέρα.
     - Ώωωω, μα τι βαρετό που είναι το σχολείο, καλέ μαμά, είπε η μεγάλη, ποιος ο λόγος να μελετάμε συνέχεια;
     - Πώς θα πάρετε απολυτήριο, αν δεν μελετάτε;
     - Πφ! Απολυτήριο! είπε η μικρή. Και σιγά το πράγμα!... Άκουσα ότι στο μεθαυριανό πάρτυ θα έχουν και μια διάσημη τραγουδίστρια.
     - Σοβαρά; Ποια; ρώτησε η μεγάλη, γεμάτη ενδιαφέρον.
     - Πάλι για πάρτυ ετοιμάζεστε; ρώτησε η μαμά. Προχθές δεν πήγατε;
     - Δεν ξέρω, δεν έμαθα, απάντησε η μικρή στη μεγάλη, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στη μητέρα της. Αλλά, για να είναι διάσημη...
     - Βρε κορίτσια, σας μιλάω! 
     - Και που μιλάς, τι μ'αυτό; αντιμίλησε η μεγάλη. Όλο βλακείες μας λες!
     - Βλακείες;
     - Ναι! Εμείς μιλάμε για ΤΟ πάρτυ και εσύ σκέφτεσαι πότε ήταν το προηγούμενο;
     - Εγώ δεν σας είπα να μην πηγαίνετε σε πάρτυ, να πάτε, αλλά ανοίξτε και κανένα βιβλίο!
     - Τα βιβλία μου φέρνουν υπνηλία, είπε η μικρή.
     - Κι εμένα μου φέρνουν πονοκέφαλο, είπε η μεγάλη. Εξάλλου, έχουμε διαβάσει αρκετά. Τώρα θέλουμε μόνο να διασκεδάζουμε.
     - Η ζωή δεν είναι μόνο διασκέδαση.
     - Έτσι λες εσύ, που είσαι μεγάλη και βαρετή!
     - Μαζευτείτε, αλλιώς, θα με αναγκάσετε να πάρω μέτρα.
     - Τι μέτρα; Αν θέλεις να πάρεις μέτρα, να μας πάρεις μέτρα για νέα φορέματα. Πώς θα πάμε στο πάρτυ μεθαύριο;
     - Ωραία, λοιπόν, αφού δεν καταλαβαίνετε αλλιώς, αν δεν διαβάσετε τα μαθήματά σας, δεν θα πάτε στο πάρτυ!
     - Τιιιι;
     - Αυτό που ακούσατε! Λοιπόν, στρωθείτε στο διάβασμα, αλλιώς θα περάσετε το βράδυ κλεισμένες στο σπίτι, μαζί με τη μεγάλη, βαρετή μητέρα σας!
     Και επειδή οι δίδυμες επέμειναν πεισματικά στην άρνησή τους να διαβάσουν, η μαμά πάπια τους απαγόρευσε να πάνε στο πάρτυ και έτσι λύθηκε το πρόβλημα. Ή, μάλλον, έτσι πίστεψε η μαμά πάπια πως λύθηκε το πρόβλημα. Και θα συνέχιζε να το πιστεύει, δηλαδή, αν τα πολύ αλμυρά χορταράκια που είχε φάει τη μέρα του πάρτυ δεν την έκαναν να σηκωθεί αργά το βράδυ για νερό. Και τι είδε η δόλια η μάνα καθώς πήγαινε να πιει νερό; Είδε τις δίδυμες που έμπαιναν στο σπίτι κρυφά από το παράθυρο, στολισμένες και φτιασιδωμένες, προσπαθώντας να μην κάνουν φασαρία. Το αίμα στο κεφάλι της ανέβηκε της μαμάς πάπιας, αλλά κρατήθηκε και δεν τις ξεμπρόστιασε, σκεφτόμενη ότι ήταν προτιμότερο να κάνει την πάπια, όχι πως δεν ήταν.
     Την επόμενη φορά, όμως, που τις άκουσε πάλι να μιλάνε για λούσα και για πάρτυ, δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
     - Μην κάνετε όρεξη, τους είπε, και δε θα πάτε στο πάρτυ. Και όχι σαν την άλλη φορά, που το σκάσατε από το παράθυρο...
     - Μα τι λες, καλέ μαμά; είπε η μεγάλη. Εμείς, να το σκάσουμε; Αφού μας είχες βάλει τιμωρία, δε μας είχες βάλει;
     - Άσ'τα αυτά, και δε με κοροϊδεύετε εμένα, σας είδα που μπαίνατε στο σπίτι από το παράθυρο!
     - Εμείς; Θα σου φάνηκε, είπε η μικρή.
     - Έτσι λες; Ε, λοιπόν, αυτή τη φορά δε θα κάνω το ίδιο λάθος. Σας απαγορεύω να πάτε στο πάρτυ, αν προηγουμένως δε διαβάσετε τα μαθήματά σας, και θα φροντίσω να μην πάτε!
     Και το βράδυ του πάρτυ, η μαμά πάπια το πέρασε στο δωμάτιο των κοριτσιών, τα οποία είχαν κατεβάσει κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, αφού δεν κατάφεραν να το σκάσουν και να πάνε στο πάρτυ!
     Την επόμενη μέρα, η μαμά πάπια δεν μπορούσε να κλείσει το στόμα της από τα χασμουρητά, και οι δίδυμες μουρμούριζαν περισσότερο από ό,τι συνήθως. Η μαμά πάπια σκέφτηκε ότι χρειαζόταν μια πιο μόνιμη λύση, αλλά πού θα την έβρισκε;
     Οι χαρές, όταν μοιράζονται, πολλαπλασιάζονται, οι λύπες και οι ανησυχίες γίνονται πιο υποφερτές. Γι'αυτό η μαμά πάπια μοιράστηκε τις ανησυχίες της με τη γειτόνισσά της τη χήνα, που είχε κι εκείνη παιδιά στην ηλικία των δικών της. Η χήνα την άκουσε προσεκτικά και ύστερα της εκμυστηρεύτηκε ότι και η ίδια αντιμετώπιζε ανάλογα προβλήματα με τους κανακάρηδές της, αλλά ότι είχε βρει οριστική λύση στο πρόβλημά της. Χωρίς να μασήσει τα λόγια της, η χήνα είπε στη μαμά πάπια ότι οι γιοι της είχαν αποθρασυνθεί τόσο, που είχε αναγκαστεί να ζητήσει βοήθεια από μια μάγισσα. Η μαμά πάπια ανατρίχιαζε και μόνο στην ιδέα, αλλά η διαβεβαίωση της χήνας για την αποτελεσματικότητα της μάγισσας την έκανε να αλλάξει γνώμη.
     Έτσι, την επόμενη μέρα η μαμά πάπια πήρε τον μακρύ δρόμο για το σπίτι της μάγισσας, η οποία έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άλλη άκρη της λίμνης. Η μάγισσα άκουσε το πρόβλημά της προσεκτικά και της είπε ότι είχε τον τρόπο να κάνει τις κόρες της να κόψουν μαχαίρι τα ξεπορτίσματα, θα έπρεπε όμως να ξέρει ότι επρόκειτο για μόνιμη λύση και τα μάγια δε θα μπορούσαν να αναστραφούν, αν άλλαζε γνώμη. Η μαμά πάπια είπε ότι ήταν σίγουρη και δε θα άλλαζε γνώμη, και η μάγισσα της έδωσε ένα μικρό μπουκαλάκι, που περιείχε ένα χρυσαφί υγρό.
     - Τρεις σταγόνες από αυτό το υγρό είναι αρκετές να τις κάνουν να μην ξαναξεπορτίσουν, είπε η μάγισσα. Τρεις σταγόνες για την κάθε μία, εννοώ.
     Η μαμά πάπια ευχαρίστησε τη μάγισσα και γύρισε στο σπίτι της. Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που οι κόρες της ήθελαν να βγουν, έμπαινε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει το μαγικό φίλτρο, αλλά ύστερα θυμόταν τα λόγια της μάγισσας και φοβόταν λίγο, οπότε, τελικά, επέλεγε να ξενυχτήσει στο δωμάτιό τους, για να μην το σκάσουν.
     Αλλά αυτά τα πάρτυ, τελειωμό δεν είχαν! Κάθε τρεις και λίγο, η μαμά πάπια αναγκαζόταν να ξενυχτάει, και την επόμενη μέρα κοιμόταν όρθια. Μέχρι που ένα βράδυ, το τρίτο στη σειρά που η μαμά πάπια χρειάστηκε να κάνει τον νυχτοφύλακα, τα βλέφαρά της βάρυναν, το κεφάλι της άρχισε να γέρνει, και προτού βραδιάσει για τα καλά, εκείνη ροχάλιζε του καλού καιρού, ενώ οι κόρες της το έσκαγαν, και μάλιστα από την πόρτα!
     Την επόμενη μέρα που η μαμά ξύπνησε και συνειδητοποίησε ότι οι κόρες της το είχαν σκάσει και πάλι, φούντωσε τόσο πολύ, που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το φίλτρο χωρίς καθυστέρηση. Την είχαν εγκαταλείψει πλέον όλοι της οι ενδοιασμοί. Οι κόρες της έπρεπε να κόψουν τα ξεπορτίσματα μια και καλή. Και αυτή ήταν η οριστική της απόφαση.
     - Σας έφτιαξα λίγο χυμό από φραγκοστάφυλα, να πάρετε βιταμίνες, τους είπε.
     - Δε θέλω, είπε η μεγάλη.
     - Ούτε εγώ θέλω, είπε η μικρή.
     - Όπως θέλετε, είπε η μαμά πάπια, εγώ σκέφτηκα να σας τον φτιάξω, επειδή τώρα τελευταία το φτέρωμά σας έχει θαμπώσει...
     - Καλά, δώσ'τον μου, είπε η μεγάλη.
     - Κι εγώ τον θέλω, είπε η μικρή.
     Και οι δύο νεαρές πάπιες ήπιαν το χυμό τους μονορούφι. Η μαμά πάπια περίμενε να δει κάποια αλλαγή επάνω τους, αλλά καμία αλλαγή δεν έγινε. Οι κόρες της ξανάρχισαν τις συνηθισμένες τους κουβέντες. Κι άλλο πάρτυ θα γινόταν σε τρεις μέρες, σιγά το νέο...
     Όμως αυτή τη φορά η μαμά πάπια είχε πάρει τα μέτρα της. Κι αν η γειτόνισσά της η χήνα είχε λύσει το δικό της πρόβλημα με τους γιους της, δεν είχε κανένα λόγο να αμφιβάλλει ότι πολύ σύντομα θα μπορούσε κι εκείνη να κοιμάται ήσυχη, παρ'όλο που δεν είχε δει ακόμα καμία αλλαγή στις κόρες της.
     - Διαβάσατε τα μαθήματά σας; τις ρώτησε τη μέρα του πάρτυ.
     - Όχι, φυσικά! απάντησαν και οι δύο με ένα στόμα.
     - Ε, τότε, μην περιμένετε να πάτε στο πάρτυ, τους είπε αυστηρά.
     - Έλα, καλέ μαμά! Όλος ο καλός ο κόσμος θα είναι σε αυτό το πάρτυ!
     - Αδιαφορώ! Αν θέλετε να πάτε, στρωθείτε να διαβάσετε!
     - Αποκλείεται!
     - Τότε κι εγώ αποκλείεται να σας αφήσω να πάτε!
     Και η μαμά πάπια τις άφησε να βράζουν στο ζουμί τους, νιώθοντας μια κρυφή ικανοποίηση που εκείνη ήξερε πως δεν θα το ξαναέσκαγαν ποτέ...
     Αυτό, βέβαια, ήταν κάτι που μόνο εκείνη το ήξερε. Οι κόρες της παραξενεύτηκαν λίγο, όταν είδαν ότι δεν κατσικώθηκε στο δωμάτιό τους, όπως τόσες και τόσες φορές, αλλά δεν ασχολήθηκαν περισσότερο με το θέμα. Σιγά-σιγά και αθόρυβα, ντύθηκαν, στολίστηκαν, και άνοιξαν με προσοχή το παράθυρο. Ύστερα, μία-μία, πήδηξαν έξω.
     Η μαμά πάπια εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε πολύ βαθιά, έχοντας εμπιστοσύνη στο φίλτρο της μάγισσας. Και όταν ξημέρωσε το επόμενο πρωί, ξύπνησε χαρούμενη και αναζωογονημένη. Αλλά η έκπληξή της ήταν πολύ μεγάλη, όταν πήγε στο δωμάτιο των κοριτσιών και δεν τις βρήκε μέσα! Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Η μαμά πάπια εκνευρίστηκε πολύ. Πάλι το είχαν σκάσει τα παλιοκόριτσα! Αλλά, ακόμα και έτσι, δε θα έπρεπε να έχουν γυρίσει μέχρι τώρα; Πού γυρνούσαν, άραγε; Μήπως τους είχε συμβεί κάτι;
     Άρχισε να φωνάζει τα ονόματά τους και να τις ψάχνει. Και αφού δεν τις βρήκε στο σπίτι, άρχισε να τις ψάχνει και έξω, χωρίς επιτυχία. Μόνο καθώς γύριζε στο σπίτι της είδε πως στον κήπο, έξω ακριβώς από το παράθυρο των δύο κοριτσιών, είχε φυτρώσει ένα παράξενο φυτό. Και πλησιάζοντας για να δει καλύτερα τα λουλούδια του παράξενου φυτού, ανακάλυψε τις δύο κόρες της, χτενισμένες και ντυμένες για το πάρτυ. Είχαν παγιδευτεί στο φυτό και είχαν μεταμορφωθεί σε λουλούδια.
     Η μαμά πάπια δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτή ήταν, λοιπόν, η μόνιμη λύση που χρειαζόταν; Να χάσει τα κορίτσια της για πάντα; Τι είχε κάνει; Γιατί να εμπιστευτεί τη χήνα και γιατί να εμπιστευτεί και τη μάγισσα; Οι τύψεις την κατέκλυσαν. Τρέχοντας πήγε στο σπίτι της μάγισσας.
     - Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, σε είχα προειδοποιήσει, της είπε η μάγισσα. Τα μάγια δεν αντιστρέφονται.
     Και η μαμά πάπια γύρισε άπραγη στο σπίτι της. Και από τότε δεν ξανανησύχησε για τα ξεπορτίσματα των κοριτσιών της, ούτε για την πρόοδό τους στα μαθήματα, αλλά όλη τη μέρα της σχεδόν την περνούσε στον κήπο, έξω από το παράθυρο του δωματίου τους, να ποτίζει και να φροντίζει το παράξενο φυτό με τα δυο τόσο όμορφα λουλούδια του...   

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Αναζητώντας θέση





     "- Αυτή η ζέστη είναι ανυπόφορη, είπε η Λολίτα, καθώς ανέμιζε νευρικά τη βεντάλια της.
     - Τι άλλο θα μπορούσες να περιμένεις μέσα στο κατακαλόκαιρο, παιδί μου; είπε η Δόνια Φρανσίσκα, και ήπιε μια γουλιά λεμονάδα.
     - Το σιχαίνομαι το καλοκαίρι! είπε η Λολίτα και την αγριοκοίταξε, λες και έφταιγε εκείνη για τη ζέστη. Δεν μπορώ να πάω ούτε μια βόλτα μέχρι την πόλη, να αγοράσω κλωστές για τα κεντήματά μου! Δεν μπορώ να κάνω ένα χτένισμα της προκοπής! Για να μην πω ότι ο ιδρώτας κάνει την πούδρα στο πρόσωπό μου να μοιάζει με λάσπη!
     - Θα περάσει και το καλοκαίρι, κάνε λίγη υπομονή, είπε σοφά η Δόνια Φρανσίσκα και ήπιε άλλη μια γουλιά λεμονάδα. 
     - Κοίτα το πρόσωπό μου, συνέχισε η Λολίτα στον ίδιο τόνο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη με την χρυσή κορνίζα που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο. Κοίτα μαύρους κύκλους! Πώς θα παρουσιαστώ απόψε στη γιορτή του Δον Ραμόν;
     - Δεν κοιμάσαι καλά τώρα τελευταία, είπε η  Δόνια Φρανσίσκα.
     - Πού να μου κολλήσει ύπνος με αυτήν τη ζέστη;
     - Η ζέστη φταίει;
     - Αμ' τι άλλο;
     - Ξεχνάς, φαίνεται, ότι εγώ σε έχω γεννήσει, σενιορίτα!
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, καλέ μαμά...
     - Α, ώστε δεν καταλαβαίνεις; Νομίζεις, δηλαδή, πως μπορείς να μου κρυφτείς; Ή θαρρείς πως δε σε είδα προχθές το βράδυ, που είχες ανοίξει το παράθυρό σου και καθόσουν και κοιτούσες τον ουρανό, λες και ήσουν νυχτοπούλι;
     - Ε, και τι το κακό έχει αυτό;
     - Τίποτα, αλλά έτσι κοιτούσα κι εγώ τα αστέρια, όταν είχα ερωτευτεί τον Ραφαέλ Φερνάντες, το γιο του Δον Χοσέ...
     - Ποιον Ραφαέλ; Αφού τον μπαμπά τον λένε Κάρλος.
     - Φυσικά και τον λένε Κάρλος, αφού αυτόν παντρεύτηκα! Βλέπεις, άλλες εποχές τότε, πού να τολμήσει μία κοπέλα να φέρει αντίρρηση στην οικογένειά της! Τον πατέρα σου μου έφεραν για γαμπρό, τον πατέρα σου παντρεύτηκα.
     - Και ο Ραφαέλ τι απέγινε;
     - Παντρεύτηκε μια άλλη. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δε μου είχε δώσει την παραμικρή σημασία. Ήταν, όμως, τόσο ωραίος... Αλλά, μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας: για ποιον αναστέναζες προχθές;
     - Δεν αναστέναζα.
     - Ασ'τα αυτά, και ο έρωτας δεν κρύβεται! Εξάλλου, σε άκουσα, ή νομίζεις πως είμαι κουφή; Ποιος είναι;
     - Κανείς.
     - Ναι, καλά... Μη μου πεις ότι ερωτεύτηκες το Δον Ντιέγο!
     - Όχι, βέβαια, σιγά τον άντρα!
     - Ε, όχι και σιγά τον άντρα, πρώτης τάξεως είναι: γοητευτικός, με τρόπους, με κοινωνική θέση, και με περιουσία! Και, αν θέλεις να ξέρεις, τον είδα πώς σε κοίταζε την Κυριακή στη λειτουργία. Σε πληροφορώ πως δεν του είσαι καθόλου αδιάφορη!
     - Σκασίλα μου!
     - Δεν έχεις δίκιο. Οποιαδήποτε κοπέλα θα πέθαινε να είναι στη θέση σου!
     - Μμμμ...
     - Μην ξινίζεις τα μούτρα σου. Ο Δον Ντιέγο είναι πολύ καλή περίπτωση. Ένας γάμος μαζί του θα σε εξασφαλίσει. Ξεχνάς ότι τα οικονομικά μας δεν είναι πλέον ανθηρά; Τα ορυχεία του πατέρα σου κλείνουν, το ένα μετά το άλλο, η απόδοση των κτημάτων μας, μετά τις προπέρσινες ξηρασίες, έχει πέσει στο μισό, τα κοπάδια μας αποδεκατίστηκαν κι αυτά από την ξηρασία... Όπου να'ναι, μόνο οι τίτλοι ευγενείας θα μας απομείνουν.
     - Σου λέω, δε με ενδιαφέρει!
     - Α, πουλάκι μου, ώστε άλλος είναι αυτός που σου πήρε το μυαλό! Μήπως είναι ο γιος του στρατηγού Μαρτίνες; Ή μήπως ο Φερνάντο, ο μικρός γιος του Δον Πέδρο; Μα, αυτός θα γίνει κληρικός - το ξέχασες; - όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Ούτε ο γιος του στρατηγού είναι, ούτε ο Φερνάντο!
     - Τότε, ποιος;
     - Μην επιμένεις, δεν μπορώ να σου πω...
     - Γιατί δεν μπορείς να μου πεις; Ποιος είναι που δε θέλεις να πεις το όνομά του; Μήπως είναι κάποιος που δεν πρέπει; Κάποιος... παντρεμένος; Ω, συμφορά μου! Τι πράγματα είναι αυτά, παιδί μου; Δε θυμάσαι τι έπαθε η Χούλια, η μικρότερη αδερφή του πατέρα σου;
     - Δεν είναι παντρεμένος, ησύχασε.
     - Τότε;... Μη μου πεις: είναι κάποιος παράνομος; Ε; Αυτό είναι; Αυτό είναι! Είναι κάποιος παράνομος! Αχ, κακό που μας βρήκε! Ποιος είναι, Λολίτα; Πες μου, σε παρακαλώ!
     - Πω-πω, πώς κάνεις έτσι; Εντάξει, καλά, θα σου πω... Αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα κάνεις σαν υστερική.
     - Σου το υπόσχομαι, πες μου τώρα!
     - Ωραία, λοιπόν, αφού θέλεις να ξέρεις, είναι κάποιος γοητευτικός, γενναίος άντρας, άσος στο σπαθί και επιδέξιος καβαλάρης.
     - Μη μου μιλάς με γρίφους εμένα, ποιος είναι, πώς τον λένε;
     - Ακόμα δεν κατάλαβες; Ο Ζορό είναι!
     - Ποιος;
     - Ο Ζορό. Από εκείνο το βράδυ που τον είδα στην αυλή μας...
     - Πότε τον είδες στην αυλή μας;
     - Α, ναι, δε σου το είπα... Θυμάσαι εκείνη την κλοπή στο χρηματοκιβώτιο του μπαμπά;
     - Πώς δε θυμάμαι! Τα πιο ακριβά μου κοσμήματα έκαναν φτερά, μαζί με όλες τις εισπράξεις από την πώληση του χρυσωρυχείου στη Σάντα Κλαρίτα. 
     - Το προηγούμενο βράδυ είχα δει τον Ζορό στην αυλή μας.
     - Τι; Και δεν το είπες στον αστυνόμο, όταν σε ρώτησε αν άκουσες τίποτα περίεργο τη νύχτα;
     - Δε με ρώτησε αν είδα, με ρώτησε αν άκουσα.
     - Άσε τις εξυπνάδες σε εμένα! Λες να έχει σχέση με την κλοπή;
     - Εννοείται πως έχει! Όταν τον είδα, κρατούσε στα χέρια του τα κλοπιμαία.
     - Τι μου λες τώρα; Ω, Θεέ μου μεγαλοδύναμε, δώσε μου δύναμη! Είδες τον κλέφτη, δεν είπες τίποτα, και τον ερωτεύτηκες και από πάνω;
     - Μα, αν τον άκουγες κι εσύ, το πώς μου μίλησε, με εκείνη τη βαθιά φωνή του, πώς μου εξήγησε ότι τα χρήματα του μπαμπά θα τα έδινε για να στηρίξει τους φτωχούς καλλιεργητές στη Σάντα Μόνικα, που πεινάνε...
     - Μωρέ, τι μας λες!
     - Σου λέω, μαμά, είναι ένας ευγενής, ένας φιλάνθρωπος, ένας γοητευτικός άντρας. Ποιος να συγκριθεί μαζί του;
     - Το ακούσαμε κι αυτό! Ο άνθρωπος είναι ληστής, ληστής! Σύνελθε, παιδί μου! Μάγια σου έκανε;
     - Μαμά, ό,τι και να λες, εγώ το αποφάσισα: αν δεν παντρευτώ τον Ζορό, θα κλειστώ σε μοναστήρι!
     - Ποιο μοναστήρι;
     - Όποιο να'ναι, δε με νοιάζει...
     - Έλα, τώρα, που θα μπεις σε μοναστήρι, νέα κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά... Ένας ενθουσιασμός είναι, θα δεις που θα σου περάσει...
     - Δε θα μου περάσει! Τον αγαπάω, σου λέω!
     - Εντάξει, τον αγαπάς, αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου! Να δεις που απόψε, στη γιορτή του Δον Ραμόν, θα γνωρίσεις κάποιον ακόμα καλύτερο.
     - Αποκλείεται!
     - Μην το λες. Άκουσα ότι θα είναι και η αδερφή του Δον Ραμόν με το μοναχογιό της... Σου έχω μιλήσει καθόλου γι'αυτόν; Νέος, όμορφος, μορφωμένος, και πλούσιος! Η μισή Σάντα Μπάρμπαρα είναι δικιά του. Έχει ορυχεία, μετοχές σε πέντε τράπεζες και σε δύο σιδηροδρομικές γραμμές, έχει ένα ποταμόπλοιο ολόδικό του, και η οικογένειά του ελέγχει το εμπόριο αλατιού σε ολόκληρη την Καλιφόρνια.
     - Αδιαφορώ!
     - Να μην αδιαφορείς καθόλου. Σαν τα όρνια θα πέσουν επάνω του όλες οι κοπέλες, θα το δεις.
     - Χάρισμά τους!
     - Δε σε καταλαβαίνω... Και, σε τελευταία ανάλυση, αφού δεν ψάχνεις για γαμπρό, γιατί να πας στη γιορτή;
     - Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Στη γιορτή θα πάω για να διασκεδάσω.
     - Α, ναι; Για κοίταξέ με στα μάτια... Δεν το πιστεύω! Μη μου πεις ότι θα έρθει και ο Ζορό; Μίλα, καλέ! Έχεις ραντεβού με τον Ζορό στη γιορτή του Δον Ραμόν; Πού να το μάθει ο πατέρας σου, κόλπος θα του έρθει! Ή, μάλλον, πού να το μάθει ο αστυνόμος...
     - Να μου κάνεις τη χάρη και να μην κάνεις τίποτα, μ'ακούς;
     - Μωρέ, τι μας λες, που θα αφήσουμε έναν ληστή να κυκλοφορεί ανενόχλητος, να ξελογιάζει τα κορίτσια του κόσμου, και να πηγαίνει και σε χοροεσπερίδες!
     - Αν τον καταδώσεις, δε θα σου ξαναμιλήσω!
     - Για το καλό σου θα το κάνω.
     - Για το δικό μου καλό, ή για το δικό σου;
     - Τι γλώσσα είναι αυτή, δε σέβεσαι καθόλου; Ε, λοιπόν, ας μη μου ξαναμιλήσεις, αν είναι να μιλάς με αυτόν τον τρόπο στη μάνα που σε γέννησε, που θυσίασε τη ζωή της για χάρη σου, που τα δάχτυλά της έβγαλαν ρόζους να σου κεντάει την προίκα, για να θέλεις τώρα να τα πετάξεις όλα για έναν παράνομο, για έναν εγκληματία!...
     Η Δόνια Φρανσίσκα κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε.
     - Τι έπαθες; ρώτησε η Λολίτα.
     - Άκουσες κάτι;
     - Όχι.
     - Ξαφνικά, έχω μια έντονη αίσθηση ότι μας παρακολουθούν...
     Η Λολίτα έτρεξε στο παράθυρο.
     - Κανείς, είπε με απογοήτευση.
     - Κοίτα κατάντια! Στα σοβαρά περίμενες να είναι ο Ζορό; Νομίζεις ότι θα τολμούσε να κυκλοφορήσει με το φως της ημέρας;
     Η Δόνια Φρανσίσκα ξαναστάθηκε.
     - Να το πάλι! είπε.
     - Ποιο;
     - Σίγουρα δεν είναι κανένας εκεί έξω;
     Η Λολίτα ανατρίχιασε.
     - Έχεις δίκιο, μαμά, είπε, τώρα το νιώθω κι εγώ!
     Οι δυο γυναίκες κόλλησαν τα πρόσωπά τους στο παράθυρο. Το ανήσυχο βλέμμα τους σάρωνε όλο το χώρο..."
     Η Πίπη σηκώνει τα δάχτυλά της από το πληκτρολόγιο και απομακρύνεται λίγο από την οθόνη του υπολογιστή, κρατώντας την ανάσα της, καθώς η Δόνια Φρανσίσκα και η Λολίτα κοιτούν προς το μέρος της, προσπαθώντας να διακρίνουν τι είναι αυτό που τις έχει αναστατώσει. Μέχρι στιγμής, το εγχείρημα έχει πάει αρκετά καλά. Όλες οι λέξεις χώρεσαν μια χαρά στον κόσμο της ερωτοχτυπημένης Λολίτας και της μαμάς της. Άσ'τες τώρα να τσακώνονται για τον Ζορό. Άσε τη Λολίτα να αγνοεί ότι ο Δον Ντιέγο, που τόσο πολύ τον σνομπάρει, τις νύχτες φοράει μάσκα και μεταμορφώνεται σε Ζορό. Άσε τη Δόνια Φρανσίσκα να μηχανεύεται τρόπους για να ξεριζώσει τον περιβόητο μασκοφόρο από το νου της κόρης της... 
     Όμως, η Πίπη νιώθει σαν κάτι να λείπει, ναι, κάτι ακόμα έπρεπε να κάνει, κάτι δεν έχει γίνει όπως έπρεπε... Και αφού πάρει μια βαθιά ανάσα - μια που οι δυο γυναίκες σταμάτησαν να κοιτούν προς το μέρος της και τώρα αρχίζουν να κατευθύνονται με προφύλαξη προς το κελάρι, κρατώντας από ένα ασημένιο κηροπήγιο στο χέρι -, η Πίπη συνειδητοποιεί τι είναι αυτό που λείπει. Ναι, καταπληκτική η ιδέα της, και μια χαρά χώρεσαν οι λέξεις στον κόσμο των δύο γυναικών, αλλά τη λέξη χαλβάς, τι την ήθελε; Πώς θα τη χωρέσει τώρα στο Μεξικανικό Λος Άντζελες των αρχών του 19ου αιώνα; Σε ποια θέση θα μπορούσε να τη βάλει;