Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Τι έφταιγε;



     Ο Γιάννης χάιδευε τα δύο ημερών γένια του, αλλιώς θα έμοιαζε με άγαλμα, καθώς κοιτούσε με προσήλωση την κενή οθόνη του υπολογιστή.
     - Είσαι καλά; τον ρώτησε η γυναίκα του, που μπήκε εκείνη την στιγμή στο δωμάτιο.
     - Καλά είμαι, απάντησε, αλλά μέσα του το ήξερε πως δεν ήταν καθόλου καλά.
     Τόσες μέρες τώρα και ακόμα να βρει ιστορία για να γράψει. Πώς ήταν αυτό δυνατό; Ύστερα από τόσα και τόσα που είχε γράψει, πώς ήταν δυνατό να μην μπορεί να γράψει ούτε λέξη;
     - Έχει κάτι ο υπολογιστής; ξαναρώτησε η γυναίκα του.
     - Σαν τι να έχει;
     - Δεν ξέρω, φαίνεται σαν να έχει κολλήσει.
     - Όχι, μια χαρά είναι.
     «Εγώ έχω κολλήσει», σκέφτηκε ο Γιάννης.
     - Θα κλείσω το παράθυρο. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει.
     Ο Γιάννης κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος είχε δύσει και ο ουρανός είχε πάρει το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα που παίρνει προτού μαυρίσει εντελώς.
     Η γυναίκα του έκλεισε το παράθυρο και άναψε το φως.
     - Θέλεις κάτι να φας; ρώτησε.
     - Όχι, δεν πεινάω.
     Η γυναίκα του έφυγε και ο Γιάννης έμεινε μόνος στο δωμάτιο, μαζί με τον υπολογιστή. Και με την κενή οθόνη.
     - Σκέψου, Γιάννη, σκέψου, είπε στον εαυτό του, αλλά το μυαλό του θύμιζε υπερβολικά την οθόνη του υπολογιστή.
     - Χρειάζομαι κάποια ιδέα, σκέφτηκε το αυτονόητο.
     Έπιασε την εφημερίδα. Εδώ είμαστε. Αστυνομικό ρεπορτάζ. Φόνοι, απαγωγές, ληστείες, βιασμοί, εκβιασμοί… Τι να διαλέξει;
     - Ναι, αλλά καρφώνεσαι, Γιάννη, είπε στον εαυτό του.
     - Και τι πειράζει; απάντησε. Ας καρφώνομαι. Ο «λαός» μου, όλοι αυτοί που λατρεύουν τα αστυνομικά μου, θα απογοητευτούν αν δεν πάρουν αυτό που συνηθίζω να τους προσφέρω.
     - Ναι, αλλά τότε πώς θα είσαι σίγουρος ότι οι σύντροφοι μπλόγκερ σε ψηφίζουν για το κείμενο και όχι επειδή είσαι ο Γιάννης; Να, θα λένε, αυτό είναι του Γιάννη, ας του δώσουμε έναν βαθμό, τόσα κομπλιμέντα μας κάνει, αμαρτία είναι…
     - Α, χάρες δεν θέλω, είπε ο Γιάννης. Λες να με ψηφίζουν μόνο από συμπάθεια; Εντάξει, τότε, ας γράψω κάτι άλλο… Αλλά τι;
     Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο ήταν τακτοποιημένο, και διακοσμημένο σύμφωνα με τα γούστα του. Πήγε μέχρι την αγαπημένη του πολυθρόνα και άναψε το λαμπατέρ που βρισκόταν δίπλα της. Ύστερα, έσβησε το μεγάλο φως.
     - Χρειάζομαι ατμόσφαιρα, για να εμπνευστώ, σκέφτηκε, και ο απαλός φωτισμός του λαμπατέρ είναι ό,τι πρέπει. Ας βάλω και μουσική.
     Πήγε στο πικάπ, που το είχε από το γάμο του – δώρο του θείου Χαράλαμπου - , και έβαλε έναν δίσκο. Το δωμάτιο πλημμύρισε από ήχους τζαζ.
     - Αυτό είναι, είπε, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Η απλότητα είναι μεγάλη αρετή. Απαλός φωτισμός, μουσική, χαλάρωση, και οι ιδέες θα έρθουν όπως οι μύγες στο μέλι…
     Κάθησε στην πολυθρόνα και αφέθηκε να τον παρασύρει η μουσική. Το μυαλό του κατακλύστηκε με εικόνες: ερειπωμένα ορφανοτροφεία, σκοτεινά σανατόρια, ύποπτοι γιατροί και νοσοκόμες, θύματα που γυρεύουν εκδίκηση… Μα, στάσου, βρε Γιάννη, πάλι στο αστυνομικό επιστρέφεις;
     Η πόρτα του δωματίου άνοιξε.
     - Θα βάλω να πιω ένα μαρτίνι, είπε η γυναίκα του. Να σου φέρω και εσένα;
    Α, βέβαια, χρειαζόταν και ένα ποτό, και ένα ντράι μαρτίνι ήταν ό,τι έπρεπε! Τώρα θα την έβρισκε την ιδέα, οπωσδήποτε!
     - Φέρε μου, είπε.
     Με το μαρτίνι στο χέρι, ο Γιάννης ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του… Και είδε ότι πληκτρολογούσε σαν να μην υπήρχε αύριο, και ολοκλήρωνε την ιστορία του, και έστελνε τη συμμετοχή του. Και η συμμετοχή του ήταν τόσο διαφορετική από τις προηγούμενες, που κανένας δεν φανταζόταν ότι την είχε γράψει αυτός, ακόμα κι αυτός ο ίδιος δυσκολευόταν να το πιστέψει... Και ένας-ένας, όλοι σαγηνεύονταν από την ιστορία και έδιναν σωρηδόν τα τριάρια, και η μέρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων έφτανε, και μαζί και τα αποκαλυπτήρια… Και όλοι έμεναν με ανοιχτό το στόμα! Μα, ο Γιάννης το είχε γράψει αυτό το αριστούργημα; Αλήθεια; Ο Γιάννης; Ο γνωστός Γιάννης; Αυτός με τα δύο ν;
     Ο Γιάννης τινάχτηκε. Πού βρισκόταν; Α, ναι, στην πολυθρόνα του. Ο υπολογιστής; Στη θέση του, μόνο πως τώρα η οθόνη είχε μαυρίσει. Είχε γράψει, μήπως, την ιστορία; Ποια ιστορία; Αυτή την περίεργη, αυτή που άρεσε σε όλους, αυτή που του είχε δώσει το βραβείο… μια στιγμή! Πότε είχε ολοκληρωθεί κιόλας το παιχνίδι; Τι μέρα ήταν;
     Ο Γιάννης είχε ξυπνήσει για τα καλά, αλλά το μυαλό του συνέχιζε να είναι κενό ιδεών. Άδικα, λοιπόν, είχε φτιάξει ατμόσφαιρα, άδικα είχε βάλει μουσική – ο δίσκος πρέπει να είχε τελειώσει προ πολλού - , άδικα είχε πιει και το μαρτίνι… Μα, πώς ήταν δυνατόν να αποτύχει το μαρτίνι;
     Και, ξαφνικά, όπως συμβαίνει συνήθως, ο Γιάννης συνειδητοποίησε τι είχε φταίξει: από το μαρτίνι έλειπε η ελιά!    

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Πάνω απ'όλα η απλότητα

     Οι φωνές έξω από το βασιλικό παράθυρο όλο και δυνάμωναν.
     - Δεν αντέχω άλλο, είπε η Μαρία Αντουανέτα. Αυτές οι φωνές μού έχουν πάρει το κεφάλι! Αν ήταν, τουλάχιστον, πιο μελωδικές… Ή, έστω, αν τις συνόδευε ένα κλειδοκύμβαλο…
     - Δεν έχουν σταματήσει από εχθές, είπε η Λουίζ ντε Μπουντουάρ, η αγαπημένη της κυρία επί των τιμών.
     - Μα τι θέλουν, επιτέλους;
     - Θέλουν να μιλήσουν στον Μεγαλειότατο, λένε.
     - Άλλο και τούτο! Από πότε ο λαός μιλάει απευθείας στο βασιλιά;
     - Δεν αντέχουν άλλο, λένε, να δουλεύουν σαν σκλάβοι και να μην έχουν να φάνε ούτε ψωμί…
     - Υπερβολές! Υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα να φάει κανείς…
     - Ένας φιόγκος ακόμα και είστε έτοιμη, Μεγαλειοτάτη, είπε ο κόμης Σεσουάρ.
     Η Μαρία Αντουανέτα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη με την χρυσή κορνίζα.
     - Πα μαλ, είπε. Με ένα τέτοιο χτένισμα, όμως, θα ταίριαζε περίφημα και ένα φτερό παγωνιού, νε σ'πα;
     - Εξαρτάται από το φόρεμα με το οποίο θα το συνδυάσετε, είπε ο κόμης Σεσουάρ. Τι σκέφτεστε να φορέσετε;
     - Πραγματικά προβληματίζομαι, είπε η Μαρία Αντουανέτα. Αν τελικά ο Λουδοβίκος δεχτεί να μιλήσει στους ταραξίες, δεν θα πρέπει να βρίσκομαι κι εγώ εκεί;
     - Φαντάζομαι πως θα πρέπει, είπε η Λουίζ ντε Μπουντουάρ.
     - Τι άραγε να ταιριάζει σε μια τέτοια συνάντηση;
     - Τι θα λέγατε για εκείνο το μπεζ με το διακριτικό ντεκολτέ και την ασορτί σατέν ζώνη;
     - Ε, όχι και να φορέσω περσινό ρούχο! Δε συναντάει κανείς κάθε μέρα εκπροσώπους του λαού!
     - Δεν ταιριάζει και με το φτερό του παγωνιού, είπε ο κόμης Σεσουάρ.
     Οι φωνές δυνάμωσαν κι άλλο.
     - Σκέφτομαι το μπλε φόρεμα από κινέζικο μετάξι, συνέχισε η Μαρία Αντουανέτα, ταιριάζει θαυμάσια με τα μάτια μου… Και το πορφυρό που μου έραψε προχθές ο κόμης ντε Γαζί δεν είναι άσχημο, ιδιαίτερα αν το συνδυάσω με τη δαμασκηνί τη ζώνη και τα ασορτί γοβάκια από δέρμα κορσικανού σκίουρου…
     - Ίσως θα έπρεπε να προτιμήσετε κάτι διαφορετικό, είπε διστακτικά η Λουίζ ντε Μπουντουάρ.
     - Τι εννοείτε, Λουίζ;
     - Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά δεν νομίζω το δαμασκηνί το φόρεμα να εκτιμηθεί ιδιαίτερα από ανθρώπους που ανήκουν στο λαό… Από μερικές κλεφτές ματιές που τους έριξα εχθές, δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα…
     - Αλήθεια;
     - Ούτε στο ελάχιστο… Φανταστείτε, κανείς τους δεν φορούσε περούκα, ενώ οι άντρες είχαν όλοι γένια! Τρε μπανάλ!
     - Ο μαρκήσιος ντε Μουστακί έχει ένα γένι που με κάνει να μην κοιμάμαι τα βράδια, αχ, ελπίζω αυτό να μην φτάσει στα αυτιά του Λουδοβίκου, βέβαια…
     Η Μαρία Αντουανέτα γέλασε παιχνιδιάρικα και οι υπόλοιποι τη μιμήθηκαν.
     - Μην ανησυχείτε, Μεγαλειοτάτη, είπε η Λουίζ ντε Μπουντουάρ. Όταν μιλάω για γένια, όμως, δεν εννοώ σαν το περιποιημένο γένι του μαρκησίου, μιλάω για τρίχες που φυτρώνουν ανεξέλεγκτα σε όλο το πρόσωπο!
     - Ω, μον Ντιε, αυτό είναι τρομερό! Τρομερό, και εντελώς κακόγουστο... Μήπως να βάλω το φόρεμα το σμαραγδί;
     - Αυτό ταιριάζει και με το φτερό, είπε ο κόμης Σεσουάρ.
     Ακούστηκε ήχος σπασμένου γυαλιού.
     - Τι ήταν αυτό; φώναξε τρομαγμένη η Μαρία Αντουανέτα.
     Στο δωμάτιο μπήκε η Εβανζελί ντε Μεσάζ, κρατώντας μια πέτρα στο ένα χέρι και ένα κομμάτι χαρτί στο άλλο.
     - Μεγαλειοτάτη, είπε και υποκλίθηκε ευγενικά, οι ταραξίες έσπασαν το τζάμι του κεντρικού παραθύρου της ανατολικής πτέρυγας.
     - Τι είναι αυτό το χαρτί;
     - Ήταν δεμένο στην πέτρα που πέταξαν… Ζητούν την απελευθέρωση των συντρόφων τους που βρίσκονται στη Βαστίλλη, λένε.
     - Τι άλλο θα ακούσουμε! είπε η Μαρία Αντουανέτα.
     - Ανεπίτρεπτο, είπε και η Λουίζ ντε Μπουντουάρ.
     - Κανένας σεβασμός στο θεσμό της βασιλείας, έναν θεσμό ευλογημένο από την ίδια την Αγία Έδρα, είπε η Εβανζελί ντε Μεσάζ και σταυροκοπήθηκε.
     - Καλά που μου το θυμίσατε, καλή μου Εβανζελί, είπε η Μαρία Αντουανέτα, το απόγευμα θα επισκεφτώ τον καρδινάλιο Ροκφόρ. Οι συζητήσεις μας πάντα με ηρεμούν. Θα κάνω και μία δωρεά για τα νόθα παιδιά των ευγενών. Να θυμηθώ να τον ρωτήσω και για την πορεία των εργασιών στην Νοτρ Νταμ. Τοποθετήθηκε, άραγε, η καμπάνα ή αργεί ακόμη;
     - Αποφασίσατε τι θα φορέσετε; ρώτησε η Λουίζ ντε Μπουντουάρ. Εγώ, πάντως, σας προτείνω το μπεζ, και ας είναι περσινό. Είναι σχετικά πιο απλό και θα το εκτιμήσουν οι ταραξίες… θα δείξετε ότι είστε κοντά στο λαό, ότι τον συμπονάτε… ίσως έτσι πεισθούν και να αποχωρήσουν ευγενικά…
     - Όχι, όχι το μπεζ, με χλωμιάζει, μάλλον κλίνω προς το σμαραγδί…
     - Πάω να φέρω το φτερό, είπε ο κόμης Σεσουάρ.
     - Μα, Μεγαλειοτάτη…
     - Ω, Λουίζ, Λουίζ, μα δεν το βλέπετε, καλό μου παιδί; Το σμαραγδί είναι το πιο κατάλληλο φόρεμα για την περίσταση, θα τους καθηλώσω όλους. Δεν υπάρχει επιχείρημα που να μπορεί να σταθεί απέναντι σε ένα τέτοιο φόρεμα, θα το δείτε…
     - Εσείς ξέρετε καλύτερα, Μεγαλειοτάτη…
     - Ο Λουδοβίκος θα ενθουσιαστεί, είμαι σίγουρη… Φέρτε μου, παρακαλώ, και το σμαραγδένιο μου κολιέ με τα ασορτί σκουλαρίκια, πρέπει να αναδειχθεί το σύνολο…
     - Αμέσως!...
     - Έφερα και το φτερό, είπε ο κόμης Σεσουάρ.
     - Μανιφίκ! Βοηθήστε με να το φορέσω, παρακαλώ… Α, και κάποιος να μου φέρει ένα κλαδί ελιάς, θα το κρατήσω αντί για σκήπτρο. Βλέπετε, Λουίζ; Αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή σας: Πάνω απ’όλα η απλότητα!