Ο Γιάννης χάιδευε τα δύο
ημερών γένια του, αλλιώς θα έμοιαζε με άγαλμα,
καθώς κοιτούσε με προσήλωση την κενή οθόνη του υπολογιστή.
- Είσαι καλά; τον ρώτησε η
γυναίκα του, που μπήκε εκείνη την στιγμή στο δωμάτιο.
- Καλά είμαι, απάντησε,
αλλά μέσα του το ήξερε πως δεν ήταν καθόλου καλά.
Τόσες μέρες τώρα και ακόμα
να βρει ιστορία για να γράψει. Πώς ήταν αυτό δυνατό; Ύστερα από τόσα και τόσα
που είχε γράψει, πώς ήταν δυνατό να μην μπορεί να γράψει ούτε λέξη;
- Έχει κάτι ο υπολογιστής; ξαναρώτησε
η γυναίκα του.
- Σαν τι να έχει;
- Δεν ξέρω, φαίνεται σαν να
έχει κολλήσει.
- Όχι, μια χαρά είναι.
«Εγώ έχω κολλήσει»,
σκέφτηκε ο Γιάννης.
- Θα κλείσω το παράθυρο.
Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Ο Γιάννης κοίταξε έξω από
το παράθυρο. Ο ήλιος είχε δύσει και ο ουρανός είχε πάρει το χαρακτηριστικό μπλε
χρώμα που παίρνει προτού μαυρίσει εντελώς.
Η γυναίκα του έκλεισε το
παράθυρο και άναψε το φως.
- Θέλεις κάτι να φας;
ρώτησε.
- Όχι, δεν πεινάω.
Η γυναίκα του έφυγε και ο
Γιάννης έμεινε μόνος στο δωμάτιο, μαζί με τον υπολογιστή. Και με την κενή
οθόνη.
- Σκέψου, Γιάννη, σκέψου,
είπε στον εαυτό του, αλλά το μυαλό του θύμιζε υπερβολικά την οθόνη του
υπολογιστή.
- Χρειάζομαι κάποια ιδέα,
σκέφτηκε το αυτονόητο.
Έπιασε την εφημερίδα. Εδώ
είμαστε. Αστυνομικό ρεπορτάζ. Φόνοι, απαγωγές, ληστείες, βιασμοί, εκβιασμοί… Τι
να διαλέξει;
- Ναι, αλλά καρφώνεσαι,
Γιάννη, είπε στον εαυτό του.
- Και τι πειράζει; απάντησε.
Ας καρφώνομαι. Ο «λαός» μου, όλοι αυτοί που
λατρεύουν τα αστυνομικά μου, θα απογοητευτούν αν δεν πάρουν αυτό που συνηθίζω
να τους προσφέρω.
- Ναι, αλλά τότε πώς θα
είσαι σίγουρος ότι οι σύντροφοι μπλόγκερ σε
ψηφίζουν για το κείμενο και όχι επειδή είσαι ο Γιάννης; Να, θα λένε, αυτό είναι
του Γιάννη, ας του δώσουμε έναν βαθμό, τόσα κομπλιμέντα μας κάνει, αμαρτία
είναι…
- Α, χάρες δεν θέλω, είπε ο
Γιάννης. Λες να με ψηφίζουν μόνο από συμπάθεια; Εντάξει, τότε, ας γράψω κάτι
άλλο… Αλλά τι;
Κοίταξε γύρω του. Το
δωμάτιο ήταν τακτοποιημένο, και διακοσμημένο σύμφωνα με τα γούστα του. Πήγε
μέχρι την αγαπημένη του πολυθρόνα και άναψε το λαμπατέρ που βρισκόταν δίπλα της.
Ύστερα, έσβησε το μεγάλο φως.
- Χρειάζομαι ατμόσφαιρα, για
να εμπνευστώ, σκέφτηκε, και ο απαλός φωτισμός του λαμπατέρ είναι ό,τι πρέπει. Ας
βάλω και μουσική.
Πήγε στο πικάπ, που το είχε
από το γάμο του – δώρο του θείου Χαράλαμπου - , και έβαλε έναν δίσκο. Το
δωμάτιο πλημμύρισε από ήχους τζαζ.
- Αυτό είναι, είπε, δεν
χρειάζεται τίποτα άλλο. Η απλότητα είναι μεγάλη
αρετή. Απαλός φωτισμός, μουσική, χαλάρωση, και οι ιδέες θα έρθουν όπως οι μύγες
στο μέλι…
Κάθησε στην πολυθρόνα και
αφέθηκε να τον παρασύρει η μουσική. Το μυαλό του κατακλύστηκε με εικόνες:
ερειπωμένα ορφανοτροφεία, σκοτεινά σανατόρια, ύποπτοι γιατροί και νοσοκόμες,
θύματα που γυρεύουν εκδίκηση… Μα, στάσου, βρε Γιάννη, πάλι στο αστυνομικό επιστρέφεις;
Η πόρτα του δωματίου
άνοιξε.
- Θα βάλω να πιω ένα
μαρτίνι, είπε η γυναίκα του. Να σου φέρω και εσένα;
Α, βέβαια, χρειαζόταν και
ένα ποτό, και ένα ντράι μαρτίνι ήταν ό,τι έπρεπε! Τώρα θα την έβρισκε την ιδέα,
οπωσδήποτε!
- Φέρε μου, είπε.
Με το μαρτίνι στο χέρι, ο
Γιάννης ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του… Και είδε ότι πληκτρολογούσε σαν να μην
υπήρχε αύριο, και ολοκλήρωνε την ιστορία του, και έστελνε τη συμμετοχή του. Και
η συμμετοχή του ήταν τόσο διαφορετική από τις προηγούμενες, που κανένας δεν
φανταζόταν ότι την είχε γράψει αυτός, ακόμα κι αυτός ο ίδιος δυσκολευόταν να το
πιστέψει... Και ένας-ένας, όλοι σαγηνεύονταν από την ιστορία και έδιναν σωρηδόν
τα τριάρια, και η μέρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων έφτανε, και μαζί και
τα αποκαλυπτήρια… Και όλοι έμεναν με ανοιχτό το στόμα! Μα, ο Γιάννης το είχε γράψει
αυτό το αριστούργημα; Αλήθεια; Ο Γιάννης; Ο γνωστός Γιάννης; Αυτός με τα δύο ν;
Ο Γιάννης τινάχτηκε. Πού
βρισκόταν; Α, ναι, στην πολυθρόνα του. Ο υπολογιστής; Στη θέση του, μόνο πως
τώρα η οθόνη είχε μαυρίσει. Είχε γράψει, μήπως, την ιστορία; Ποια ιστορία; Αυτή
την περίεργη, αυτή που άρεσε σε όλους, αυτή που του είχε δώσει το βραβείο… μια
στιγμή! Πότε είχε ολοκληρωθεί κιόλας το παιχνίδι; Τι μέρα ήταν;
Ο Γιάννης είχε ξυπνήσει για
τα καλά, αλλά το μυαλό του συνέχιζε να είναι κενό ιδεών. Άδικα, λοιπόν, είχε
φτιάξει ατμόσφαιρα, άδικα είχε βάλει μουσική – ο δίσκος πρέπει να είχε
τελειώσει προ πολλού - , άδικα είχε πιει και το μαρτίνι… Μα, πώς ήταν δυνατόν
να αποτύχει το μαρτίνι;
Και, ξαφνικά, όπως συμβαίνει
συνήθως, ο Γιάννης συνειδητοποίησε τι είχε φταίξει: από το μαρτίνι έλειπε η ελιά!