Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Έφτασε ο καιρός




     Και έφτασε και πάλι ο καιρός. Έφτασε ο καιρός που απεχθάνονται δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια δάχτυλα. Ο καιρός του εγκλεισμού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
     Εκατομμύρια δάχτυλα, μεγάλα, μικρά, καλοφτιαγμένα, κακοφτιαγμένα, βαμμένα, άβαφτα, περιποιημένα, απεριποίητα, με κάλλους, χωρίς κάλλους, θα πρέπει να ξεχάσουν και πάλι την χαρούμενη εποχή του γυμνισμού. Θα πρέπει να ξεχάσουν την ευχάριστη επαφή με την βρεγμένη από τη θάλασσα άμμο, τα αναστενάρια στην πυρωμένη από τον ήλιο άμμο, την δροσερή επαφή με το θαλασσινό νερό, την διαρκή ηλιοθεραπεία, μέσα από σανδάλια και έξω από αυτά.
     Για τους επόμενους μήνες, εκατομμύρια δάχτυλα θα στριμωχτούν πέντε-πέντε σε σκοτεινά, ανήλιαγα παπούτσια, σε αθλητικά, σε μποτάκια, σε μοκασίνια, σε γόβες, βογκώντας καθημερινά από τους πονοκεφάλους που δημιουργεί η έντονη επαφή με τα παπούτσια και αναπολώντας τις ανέμελες καλοκαιρινές στιγμές, όπου μπορούσαν να νιώθουν τον άνεμο να τα χαϊδεύει, έστω κι αν επρόκειτο για άνεμο ιδιαίτερα θερμό.
     Τα βλέπω, τα τελευταία εναπομείναντα ελεύθερα δαχτυλάκια, και τα λυπάμαι. Λίγες μέρες ελευθερίας τούς μένουν ακόμη. Η θερμοκρασία πέφτει, οι βροχές ξεκίνησαν, δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές. Σύντομα, πολύ σύντομα, δεν θα υπάρχει ούτε ένα δαχτυλάκι ελεύθερο. Το μόνο που θα ακούγεται παντού θα είναι το βουβό παράπονό τους. Και, να μην το ξεχάσω: θα χάσουν και το μαύρισμά τους. Και τίποτα πια δεν θα τους θυμίζει το καλοκαίρι που πέρασε.
     Μόνο το βράδυ, ξαπλωμένα και σκεπασμένα καλά κάτω από σεντόνια, κουβέρτες, παπλώματα, με τη δυνατότητα να τεντωθούν λιγάκι, θα περνάνε από το μυαλό τους εικόνες, στιγμιότυπα της ανέμελης, καλοκαιρινής ζωής. Και τότε τα δαχτυλάκια θα αναστενάζουν από νοσταλγία. Και θα ονειρεύονται πράσινα λιβάδια με απαλό χορτάρι και χρυσές αμμουδιές με ζεστή άμμο. Και το επόμενο πρωί θα αρνούνται να μπουν στα κλειστά, χειμωνιάτικα παπούτσια, όμως χωρίς αποτέλεσμα, αφού τελικά θα υποκύπτουν στη μοίρα τους.
     Και θα πρέπει να κάνουν υπομονή μέχρι να ξαναμεγαλώσουν οι μέρες, και να ανέβει η θερμοκρασία, και να έρθει το καλοκαίρι, και να φυλαχτούν τα χειμωνιάτικα παπούτσια και να έρθουν τα σανδάλια που, όσο άσχημα κι αν είναι, αφήνουν τα δάχτυλα ελεύθερα να κινούνται όπως τους αρέσει. Και θα πρέπει να θεωρούν και τους εαυτούς τους τυχερούς, που ζουν σε μια χώρα όπου ο χειμώνας δεν κρατάει πάρα πολύ. Ευτυχώς.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Πάρτυ ανοιχτού χώρου


      - Μα ποτέ δεν με αφήνεις να πάω σε πάρτυ! είπε η μικρή και χτύπησε με νεύρο το πόδι της κάτω.
     - Μην μου χτυπάς εμένα το πόδι και δεν με πείθεις, είπε ο πατέρας της. Είπα δεν θα πας και δεν θα πας!
     - Μα γιατί; Όλες οι φίλες μου θα πάνε.
     - Δεν με νοιάζει τι κάνουν οι φίλες σου, εσύ δεν θα πας!
     - Ίσως αν την αφήναμε να πάει, αλλά να γυρίσει νωρίς... άρχισε να λέει η μητέρα της.
     - Ούτε νωρίς, ούτε αργά! Η δική μου κόρη δεν θα πάει να τσιλιμπουρδίζει με τον κάθε άμυαλο νεαρό σε ένα πάρτυ που ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει.
     - Μα δεν είμαι μωρό, καλέ μπαμπά, έχω μεγαλώσει πια, είπε η μικρή.
     - Αυτό λέω κι εγώ, είπε ο πατέρας της. Έχεις μεγαλώσει και είσαι σε επικίνδυνη ηλικία.
     - Μα ξέρω να προσέχω.
     - Τίποτα δεν ξέρεις. Είσαι τέτοιο κουτορνίθι που ο πρώτος που θα σου την πέσει θα σε ξεμοναχιάσει στις σκοτεινιές και δεν θα πεις και τίποτα!
     - Μα τι θέλεις, επιτέλους, να γίνω καλόγρια; Εξάλλου, αυτά που λες μπορούν να γίνουν κάλλιστα και στο σχολείο.
     - Μη μου το θυμίζεις αυτό. Είναι καιρός τώρα που θέλω να περάσω από εκεί να πω δυο λογάκια στη διευθύντρια. Μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει επαρκής επιτήρηση.
     - Ουφ, καλέ μπαμπά, είσαι πολύ σπαστικός...
     - Σπαστικός ή όχι, εσύ μικρή μου δεν θα πας στο πάρτυ. Δεν ωφελεί να πεις ο,τιδήποτε, την απόφασή μου την έχω πάρει και είναι ΟΧΙ.
     - Και καλά, σε άλλων πάρτυ δεν με αφήνεις να πάω, μήπως τουλάχιστον να με άφηνες να κάνω εγώ ένα πάρτυ;
     - Τρελλάθηκες; Τα Σόδομα και τα Γόμορρα στο ίδιο μου το σπίτι; Αποκλείεται!
     - Μήπως να την αφήναμε; ξαναμπήκε στην κουβέντα η μητέρα. Ένα πάρτυ στο σπίτι μας θα μπορούσαμε να το ελέγχουμε καλύτερα...
     - Χμ, δεν έχεις και άδικο, τώρα που το σκέφτομαι... Ναι, θα μπορούσαμε να της το επιτρέψουμε... Εξάλλου, θα είμαστε και εμείς εκεί να ελέγχουμε την κατάσταση, άσχετα αν θα χρειαστούμε υπογλώσσια μετά.
     - Τι πράγμα; Θα είστε και εσείς στο πάρτυ;
     - Αμ, τι νόμιζες; Θα σας αφήσουμε μόνους σας να οργιάζετε και εμείς θα φύγουμε;
     - Αν είναι να με κάνετε ρεζίλι στους φίλους μου, να λείπει το βύσσινο!
     - Γιατί θα σε κάνουμε ρεζίλι, επειδή ενδιαφερόμαστε για το παιδί μας; Και μάλιστα, τώρα που το ξανασκέφτομαι, επιβάλλεται να κάνεις πάρτυ, έτσι θα δούμε και με τι τύπους συναναστρέφεσαι...
     - Δεν είναι δυνατόν!
     - Κι όμως... Θα κάνεις πάρτυ!
     - Δεν θέλω!
     - Να πηγαίνεις όμως στα πάρτυ των άλλων θέλεις!
     - Αυτό είναι άλλο, εκεί δεν θα έχει περίεργους γονείς σαν τους δικούς μου.
     - Περίεργοι γονείς εμείς, που φροντίζουμε να μη σου λείψει τίποτα, που σε στέλνουμε στα καλύτερα σχολεία; Τέτοια αχαριστία δεν την περίμενα από εσένα! Πότε λες να το κάνουμε το πάρτυ, γυναίκα;
     - Εγώ έχω κενό έτσι κι αλλιώς το επόμενο Σάββατο, είπε εκείνη.
     - Να το κάνουμε τότε, δηλαδή;
     - Δεν το πιστεύω, οργανώνουν πάρτυ! αναφώνησε η μικρή.
     - Τι ώρα λες να το ξεκινήσουμε; συνέχισε ο πατέρας της τη συζήτηση.
     - Κατά τις 9;
     - Τι λες, βρε γυναίκα; Στις 9 θα έχει σκοτεινιάσει ήδη. Το πάρτυ πρέπει να γίνει νωρίς.
     - Να το κάνουμε κατά τις 7 τότε;
     - Βαλ'το καλύτερα στις 6.
     - Στις 6; πετάχτηκε η μικρή. Τσάι θα πιούμε;
     - Εσύ μην ανακατεύεσαι, αφού έτσι κι αλλιώς δεν θέλεις να γίνει, της είπε ο πατέρας της.
     - Ναι, αλλά αυτό δεν σας εμποδίζει να το οργανώνετε! Αν, λοιπόν, με αναγκάσετε να κάνω πάρτυ, θα πρέπει και εγώ να βάλω τους όρους μου...
     - Είσαι πολύ μικρή για να μας βάζεις όρους, αλλά επειδή ο πατέρας σου είναι πολύ δημοκρατικός, πες τι θέλεις.
     - Αν το πάρτυ γίνει τόσο νωρίς όσο λέτε, τότε δεν θέλω να είστε κι εσείς στο σπίτι.
     - Αυτό αποκλείεται.
     - Μα δεν θα έρθει κανείς!
     - Και γιατί να μην έρθει κανείς;
     - Μα επειδή στα πάρτυ ο κόσμος πάει για να διασκεδάσει! Τι διασκέδαση μπορούν να περιμένουν οι φίλοι μου από ένα πάρτυ που ξεκινάει στις 6 και όπου θα παρίστανται και οι γονείς μου;
     - Την καλύτερη. Μέχρι και ανέκδοτα θα τους πω. Κατάλληλα για την ηλικία τους, εννοείται.
     - Μαμά, πες του!
     - Μήπως δεν πειράζει και τόσο αν δεν είμαστε παρόντες; είπε η μητέρα της.
     -  Μωρέ τι μας λες; Και να μετατρέψουν το σπίτι μας σε άντρο της ακολασίας;
     - Τι υπερβολικός που είσαι, καλέ μπαμπά! Θα συναντηθούμε, θα φάμε κανέναν ξηρό καρπό, θα πιούμε κανέναν χυμό, θα χορέψουμε, σιγά μην κάνουμε όργια στις 6 το απόγευμα!
     - Πώς μιλάς έτσι; Άκου, "σιγά μην κάνουμε όργια"! Πού τα έμαθες εσύ τα όργια, νεαρή μου;
     - Τρόπος του λέγειν, καλέ μπαμπά, πω, πω!
     - Λοιπόν, εγώ το πάρτυ σου θέλω να το ελέγχω και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου.
     - Και γιατί να μην το κάνουμε σε ανοιχτό χώρο; πρότεινε τότε η μητέρα.
     - Τι εννοείς;
     - Να βρούμε έναν ανοιχτό χώρο και να το οργανώσουμε, ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε χωρίς να γινόμαστε αντιληπτοί.
     - Γυναίκα, σου βγάζω το καπέλο! Ναι, λοιπόν, αφού δεν θέλεις να είμαστε στο σπίτι όταν θα γίνεται το πάρτυ, δεν θα είμαστε, αλλά ούτε το πάρτυ θα γίνει στο σπίτι, θα γίνει έξω, σε ανοιχτό χώρο.
     - Σε ανοιχτό χώρο;
     - Ναι, δεν πιστεύω να πειράζει να χορέψετε σε ανοιχτό χώρο. Αφού μόνο θα χορέψετε, έτσι είπες.
     - Και πού προτείνεις να γίνει το πάρτυ;
     - Γυναίκα, έχεις καμιά ιδέα;
     - Τι λες για την στάση εκείνου του λεωφορείου, που είναι απέναντι από το σπίτι μας; Έτσι θα μπορούμε να ελέγχουμε το πάρτυ ακόμα και από εδώ.
     - Φοβερή ιδέα, μπράβο! Λοιπόν, κανονίστηκε: το επόμενο Σάββατο, έχεις πάρτυ στην στάση του λεωφορείου, εκεί απέναντι. Πες το στους φίλους σου.
     - Δεν νομίζω να έρθει και κανένας, υπό αυτές τις συνθήκες...
     - Πες το εσύ, και όλο και κάποιος θα έρθει.
     - Ναι, θα κάνουν ουρά για τη διασκέδαση.
     - Μόνο να τους πεις να προσέχουν λίγο, να μην ενοχλούν με τον χορό τούς αποκάτω.
     - Θα γίνει τρελλό κέφι, από ό,τι φαντάζομαι.
     - Μην ειρωνεύεσαι, αλλιώς το πάρτυ ακυρώνεται. Και μην νομίζεις ότι θα σε αφήσω να πας στο άλλο, ξέχασέ το. Ή αυτό, ή τίποτα.
     - Καλά, πάω να ειδοποιήσω τους φίλους μου.
     - Είδες; Όλα τακτοποιήθηκαν, είπε ευχαριστημένος ο πατέρας της.
     Όλα αυτά είμαι σίγουρη ότι έγιναν, προτού οργανωθεί το πάρτυ στην στάση του λεωφορείου. Εγώ το μόνο που άκουσα ήταν το ντούπου-ντουπ, από τα πόδια των νεαρών που χόρευαν στο πάρτυ, υπό το άγρυπνο βλέμμα των γονιών, μερικά μέτρα πιο πέρα. Και για του λόγου το αληθές, έβγαλα και μια φωτογραφία από το πάρτυ. Όχι, παίζουμε!


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Κοκορομαχίες

 
    Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα πολύ όμορφο και οργανωμένο κοτέτσι. Είχε πολλές κοτούλες, άφθονο χώρο για να βρίσκουν τροφή και για να παίζουν τα κοτοπουλάκια, καλοφτιαγμένες φωλίτσες για να γεννάνε οι κότες τα αυγά τους, γερή περίφραξη για να κρατάει τις αλεπούδες μακριά, και έναν όμορφο χώρο για να κοιμούνται οι κότες το βράδυ, όταν έπεφτε ο ήλιος.
     Το κοτέτσι είχε κι έναν κόκορα, άσπρο και καμαρωτό, με μια δυνατή φωνή, που λαλούσε κάθε πρωί για να υποδεχτεί την νέα μέρα. Ο άσπρος κόκορας είχε όλες τις κότες δικές του, και όλα τα κοτοπουλάκια τον φώναζαν "μπαμπά", εκτός από εκείνα που ήταν πολύ μικρά και δεν είχαν μάθει ακόμα να μιλάνε.
     Μια μέρα, έτυχε να περνάει από εκεί ένας άλλος κόκορας, με φουσκωμένα πούπουλα και μεγάλη, πολύχρωμη ουρά. Ο παρδαλός ο κόκορας πολύ το ζήλεψε το κοτέτσι του άσπρου του κόκορα. Τι καλοφτιαγμένο που ήταν, και πόσο οργανωμένο, και τι όμορφες κότες που είχε...
     Πήγε, λοιπόν, και είπε στον άσπρο κόκορα ότι πολύ θα του άρεσε να μείνει εκεί.
     - Μα τι λες; του είπε εκείνος. Στο κοτέτσι χωράει μόνο ένας κόκορας.
     - Πολύ οπισθοδρομικό σε βρίσκω, του είπε ο άλλος. Ο κόσμος προοδεύει. Εξάλλου, τι πειράζει να είμαι και εγώ εδώ;
     - Το να είσαι απλώς εδώ δεν πειράζει και τόσο, είπε ο άσπρος κόκορας αφού το σκέφτηκε λίγο. Θα πρέπει όμως να φέρεις το δικό σου χαρέμι μαζί, και να μην λαλείς το πρωί.
     - Αυτό δεν γίνεται. Το λάλημα είναι απαραίτητο για να διατηρώ σε φόρμα τις φωνητικές μου χορδές, όσο για το χαρέμι, δεν χρειάζεται να κουβαλάω μαζί μου χαρέμι, αφού εδώ υπάρχουν τόσες όμορφες πουλάδες...
     - Να μου κάνεις τη χάρη! Αυτές οι πουλάδες είναι δικές μου και δεν τις μοιράζομαι με κανέναν.
     - Μα είναι τόσο πολλές, και, εξάλλου, μπορεί κάποιες να προτιμούν εμένα...
     - Θα ρωτήσουμε και τις κότες τώρα τι θέλουν; Δεν είμαστε καλά! Σου το ξαναλέω, μακριά τα κουλά σου από το χαρέμι μου, αλλιώς δεν θα έχεις καλά ξεμπερδέματα.
     Και ο άσπρος κόκορας φούσκωσε τα φτερά του για να φαίνεται πιο ογκώδης από όσο ήταν στην πραγματικότητα.
     Όμως ο παρδαλός ο κόκορας δεν φοβήθηκε καθόλου, κυρίως επειδή αυτά τα κόλπα τα ήξερε και εκείνος.
     - Δεν πάω πουθενά! είπε και κοίταξε τον άλλο προκλητικά. Και αν διαφωνείς, έλα να με διώξεις!
     - Σιγά μη σε φοβηθώ! είπε ο άσπρος κόκορας και όρμησε καταπάνω στον παρδαλό.
     Έτσι, άρχισαν να αλληλοτσιμπιούνται και να αλληλοκλωτσιούνται και γύρω τους σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης, και οι κότες σταμάτησαν να τσιμπολογάνε δεξιά κι αριστερά και μαζεύτηκαν γύρω-γύρω για να βλέπουν. Και μερικές θαύμαζαν κρυφά τον παρδαλό τον κόκορα, αλλά όλες φώναζαν για να εμψυχώσουν τον άσπρο, εξάλλου ήταν ο πατέρας των παιδιών τους. Και τα κοτοπουλάκια άρχισαν και εκείνα να τσιμπιούνται μεταξύ τους, αντιγράφοντας τους δύο κόκορες.
     Οι δύο μονομάχοι συνέχιζαν να παλεύουν με αμείωτο πείσμα, παρ'όλο που ήδη είχαν αρχίσει να ματώνουν από τα πολλά τσιμπήματα.
     - Φύγε! έλεγε ο άσπρος.
     - Ποτέ! έλεγε ο παρδαλός.
     - Το κοτέτσι είναι δικό μου! φώναζε ο άσπρος.
     - Τώρα θα γίνει δικό μου! φώναζε ο παρδαλός.
     Και δώσ'του να παλεύουν.
     Η μέρα προχωρούσε, ο ήλιος άλλαζε θέση στον ουρανό, οι σκιές των δέντρων άρχισαν να μακραίνουν, κι όμως, οι δύο κόκορες συνέχιζαν να παλεύουν. Και συνέχισαν και αφού οι κότες και τα κοτόπουλα έχασαν το ενδιαφέρον τους και αποχώρησαν, για να πάνε στο χώρο ανάπαυσης και να ετοιμαστούν για ύπνο.
     Ψηλά στον ουρανό, ένα γεράκι πετούσε ψάχνοντας για τροφή. Ήταν κουρασμένο και νηστικό, αλλά ήλπιζε ότι κάτι θα έβρισκε να φάει προτού σκοτεινιάσει. Κάτω η γη αντανακλούσε ένα σωρό χρώματα: πράσινο, κίτρινο, καφέ, κεραμιδί... Ξάφνου, τα μάτια του είδαν κάτι που του τράβηξε το ενδιαφέρον. Σε ένα κοτέτσι, δύο κόκορες μάχονταν με μανία. Η μάχη φαινόταν αμφίρροπη, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία, ειδικά για ένα πεινασμένο γεράκι.
     Ούτε ο άσπρος, ούτε ο παρδαλός ο κόκορας, είδαν το γεράκι να πλησιάζει καταπάνω τους σαν ένα ιπτάμενο βέλος. Όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα. Και ξαφνικά, στο κοτέτσι απλώθηκε σχεδόν απόλυτη ησυχία.
     Μάταια έψαχναν οι κότες τους κόκορες, το άλλο πρωί που ξύπνησαν. Οι κόκορες είχαν εξαφανιστεί.
     - Και τώρα; αναρωτήθηκαν οι κότες.
     Όμως, μόνο για λίγο αναρωτήθηκαν. Επειδή η ζωή συνεχίζεται και σύντομα η ζωή στο κοτέτσι ξαναβρήκε τους ρυθμούς της. Οι κότες τσιμπολογούσαν όλη μέρα, τα κοτοπουλάκια έπαιζαν στην αυλή, ο φράχτης συνέχιζε να κρατάει μακριά τις αλεπούδες, οι φωλιές συνέχιζαν να είναι καλοφτιαγμένες, και όταν έπεφτε το βράδυ, οι κοτούλες κούρνιαζαν ωραία-ωραία στα κρεβατάκια τους και κοιμούνταν η μία δίπλα στην άλλη μέχρι το επόμενο πρωί.
     Και όλα πήγαιναν ρολόι, όπως και παλιά. Όπως και όταν υπήρχε κόκορας στο κοτέτσι. Όμως μόνο επειδή το κοτέτσι ήταν πολύ καλά οργανωμένο.